Επιδιώκοντας την ενημέρωση των ελλήνων φιλομαθών που συχνά μας ρωτούν για την προέλευση κάποιων επωνύμων ηπειρωτικής, «αρβανίτικης» προέλευσης, για την αρχή και τη
σημασία τους,
«ανεβάσομε το παρόν
γλωσσάριο , το οποίο αποτελείται από επώνυμα που βρίσκονται σε όλο
τον ελληνικό χώρο.
Η
ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ
ΟΙ Αρβανίτες ήσαν δίγλωσσοι και το γλωσσικά ιδίωμά τους ήταν έντονα επηρεασμένο
από τη διάλεκτο των Αλβανών Τόσκηδσων της Βόρειας Ηπείρου με
τους οποίους ζούσαν μαζί για πολλούς αιώνες στον ίδιο χώρο. Η γλώσσα τους
που σήμερα σχεδόν έχει ξεχαστεί περιέχει πολλά ξένα γλωσσικά δάνεια, αφού
μόνον το 8% του αρβανίτικου λεξιλογίου περιλαμβάνει
καθαρά ιλλυρικές λέξεις.
Πολλές
λέξεις δανείστηκε η γλώσσα τους
μεταγενέστερα από την τουρκική μετά
την κατάκτηση της Αλβανίας από τους
Τούρκους, όπως δείχνουν και τα σημερινά
αλβανικά λεξικά.
Από τους
Αρβανίτες (Βορειοηπειρώτες) πρέπει να ξεχωρίσουμε τους Τουρκαλβανούς, τους γνωστούς
μας Γκέκηδων, οποίοι αφότου έγιναν φανατικοί διώκτες των Αρβανιτών και όλων των κατοίκων της Ελλάδος κατά
τις επαναστάσεις των Ορλωφικών και του ΄21.
Ένα από τα
αναγνωριστικά στοιχεία της
παρέλευσης των αρβανίτικων επωνύμων
είναι η πάγια συνήθεια τους να προτιμούν
δισύλλαβα και να αποφεύγουν τα πολυσύλλαβα επώνυμα ο Ηπειρώτης (;)Νικόλαος έγινε
Νίκας και ο Ηπειρώτης(;) Στέφανος έγινε
Στέφας.
Πριν προχωρήσουμε ,όμως, στην αλφαβητική παράθεση
σημαντικού αριθμού «αρβανίτικων» επωνύμων μαζί με την προέλευση, την ετυμολόγηση και τη σημασία τους θα παραθέσουμε και μερικά βοηθητικά σύμβολα για την άνετη ανάγνωση
των λημμάτων του γλωσσαρίου.
Η ΠΡΟΦΟΡΑ
ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΩΝ ΦΘΟΓΓΩΝ
Στα ουσιαστικά το φωνήεν ë είναι άφωνo και δεν προφέρεται πριν από το
άρθρο - a, όπως στο επώνυμο Lekё –a, = Λέκας <
Αλέξανδρος. Μέσα, όμως, σε λέξεις η προφορά του είναι μεταξύ των
ελληνικών φθόγγων α και ε, όπως στο αγγλικό ποσοτικό επίρρημα about.
Οι συλλαβές
la,- lo, - lu προφέρονται
ως λια-, λιο , λιου -. Με τη μεταφορά των συλλαβών αυτών σε ελληνικές λέξεις δεν ισχύει πάντοτε η αλβανική/αρβανίτικη προφορά των ίδιων
συλλαβών. και ο Λιάλιας (πατέρας) προφέρεται Λάλας και ο Λιαλιώτης. Λαλιώτης.
Η γραφή
Liap - i, στο λεξικό Μπαμπινιώτη είναι ατυχής, γιατί ο Λιάπης
στη αλβανική γράφεται Lab - i, προφορά
Λιάμπης, και όχι
Liap -i,
Η ΠΡΟΦΟΡΑ
η
προφορά των αλβανικών φθόγγων στα από τα οποία έχει επηρεαστεί ο κορμός των
αρβανίτικων ελληνικών επωνύμων
Το «άφωνο ë», ‘όταν
βρίσκεται στο τέλος λέξεων και μετά την λοξή μπάρα
/ δεν προφέρεται καθόλου όπως στη λέξη kok/ë, - a, = κεφάλι και συμπροφέρεται το θέμα kok/ - δεν
αποτελεί κατάληξη αλλά το άρθρο = η
κόκα ,
Όταν, όμως το ë βρίσκεται μέσα σε λέξη προφέρεται με
φθόγγο που έχει προφορά
μεταξύ των ελληνικών
φθόγγων α και ε, όπως αγγλική λέξη about.
Πρέπει να τονιστεί ότι πάντοτε στις θέσεις των ελληνικών καταλήξεων οι
φθόγγοι/γράμματα:
a, - i, - u (προφορά
ου) είναι τα άρθρα των
ουσιαστικών τα οποία συμπροφέρονται
με το θέμα:
- O Γκόγκας <
Gogë - a,
- O Γκιέλης < giel- i, o κόκορας. -
- O Γκρέκης
< grek -
u, ο
Γραικός.
Μόνο τα προτακτικά άρθρα (i.e) τάσσονται
προ των επιθέτων:
- i bukur, o όμορφος,
- e bukur, η
όμορφη.
- Οι
συλλαβές la, - lo, - lu
προφέρονται ως λια-, λιο , λιου -. Όμως η προφορά τους, όταν βρίσκονται οι ίδιες
συλλαβές μέσα σε ελληνικές λέξεις «αρβανίτικες» δεν είναι πάντοτε η ίδια. Μπορεί το τμήμα /Κόλας από το Νι/κόλας, να έγινε στην
ελληνική Κόλιας και το τμήμα /Κολός < Ν/ κολός να λέγεται Κολιός,
όμως το Λάγιος δεν προφέρεται Λιάγιος, ο Λάλας, Λιάλιας, και ο Λαλιώτης < Λιαλιώτης, όπως στην Αλβανική. Οι ίδιες συλλαβές
με δυο ll,
προφέρονται ως λα -, λο ,- λου.
Σύμβολα
Η οξεία
γωνία
-
Το
πλατύ μέρος της < περιέχει τη
λέξη από την οποία προήλθε το επώνυμο που είναι στη μύτη της, όπως στο ελληνικό επώνυμο ο Μπάρας < αρβανίτικο mpar/ë - a, Δηλαδή
η < σημαίνει «από το» επίθετο mpar/ë - a,
Στη
«μύτη» της οξείας γωνίας >
βρίσκεται κάθε λέξη παραγόμενη από την προηγούμενη το Μπουρίκας από το
Μπούρας ( Μπούρας > Μπουρίκας).
Οι βραχυγραφίες των επωνύμων, όπως η (Τριαντ. 78), (Ντίνας, 101) παραπέμπουν στα πλήρη ονοματεπώνυμα των
συγγραφέων με τους τίτλους των βιβλίων τους και τους
αριθμούς των σελίδων που υπάρχουν
τα επώνυμα.
Αλβανία -
ive-
pedia.g.
ΤΟ
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Α
Α, a < το λατινικό a
Αρβανίτης
< Αρβανίτης < Αλβανία (Ντίνας,
101).
Αρμπερέσης < Arbëresh-,e, o
Αρβανίτης, ο Αμπερώρης. Αρμπουνιώτης < την αλβαν. οροσειρά
Arbena (Άρμπενα), Αρβανίτης.
Αρναούτης ,
παρατσούκλι < Arnavut, o «τουρκαλβανός»
o «σκληρός», ο « αιμοδιψής»
κ. Αρναούτος κ. Σουλεϊμάν (Σολομών)
Αρναούτογλου στην Καλαμάτα το 1821.
(Από το
Γλωσσάριό μας)
Β
Β. Η προέλευσή του
< λατινικά στοιχεία. b ή v
Βαΐτσος < vajc o κλαψιάρης, Βαϊτσόπουλος.
Βέλιουρας < velur - i, o χορτάτος.
Βελλάς < vëlla,- i, o
αδερφός > Μονή
του Βελλά.
Σημείωση: Στα ελληνικά επώνυμα ή στα παρωνύμια
(παρατσούκλια) αλβανικής επίδρασης
ό,τι ακολουθεί μετά το θέμα είναι το άρθρο τους και όχι η κατάληξή τους.
Στο επώνυμο
Μπούζας < αλβαν. buzë,- a (το χείλος, ο χειλάς), το - a είναι
άρθρο αρσενικού γένους και όχι
κατάληξη, όπως στις
ελληνικές λέξεις: τα ουσιαστικά, τα
επίθετα, οι αντωνυμίες και οι μετοχές.
Βέρδης < verdhë (i,e),
o κίτρινος, o ωχρός
o κιτρινιάρης, O σβερδονιασμένος.
Βεσκούκης
< veshqok(i,e),
ο έξυπνος, το ξεφτέρι.
Βίγκος < θέμα
vig, η γέφυρα
από κορμό δέντρου, το μονόξυλο, μικρό γεφύρι, το ξυλοκρέβατο, το απλό
φέρετρο. Γκίν. 471.
Βότσαρης < Βότσης < bocё-a (μπότσα) το υδροδοχείο. Βλ. κ. ο Μπότσαρης, o Μπότσιος.
Βότσης, το
μικρό παιδί, ο μούτσος.
Βούζας α) <
εξελλ. του Μπούζας < αλβ. buzë,- a τα
χείλη, Μπουζαλάς, χειλάς, Μπουζέας, Μπούζος κ.ά.
Βουνιώτης
<
Vunjotes - i < το βουνό Βουνό Vuno – i, της Χιμάρας.
Βουράκης < Βούρος < Μπούρος <
burrë - i
o άντρας, ο
γενναίος, Μπούρης, Μπουρής, Μπουρίκας,
Μπουρίκος.
Βρυώνης
< το
χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία κ. < ν. ε. ουσ. βρυωνιές, είδος υδροχαρών φυτών, βρύων .
Βύρης < εξελλ.
του Μπίρης < bir -
i, ο γιος,
Βύρος.
Γ
Γ H
προέλευσή του
< το λατιν.< το λατιν.G/g
Γαλακούκης < galakuqe, ο
ξεχασιάρης.
Γαλάνης <
galan-e ο μαύρος, Γαλανός, Γαλανόπουλος, κ. ά. Το επώνυμο συνηθίζεται
στα αρβανιτοχώρια της Πελοποννήσου.
Γκάργκουλας < gargull-lli
(Ζωολ.), o
«μελισσουργός», o μελισσοφάγος.
Γκέγκας <
Gegë - a, επών. εθν. Δηλώνει
μέλος της
φυλής των
μουσουλμάνων Γκέγκηδων
της
Β. Άλβανίας, ο άγριος, o άξεστος.
Γκέκας βλ. ο Γκέγκας.
Γκιάτας < gjatë (i,e), ο μακρύς ταυτόσημο με το
Γκλιάτης Βλ. παλαιό
τοπωνύμιο, Γκλιάτα) (του) (Μεσσηνία).
Γκιέλης
< giel – i,
o κόκορας.
Γκίζας < gjizë - a, η μυτζήθρα.
Γκίνης
< Gjini, (Γκιόνης),
ο Γιάννης.
Γκίνος < βαφτ. Gjin, Γιάνης (Ντίνας,117)
Γκιούκας < βαφτ. Γιόκας, Γεώργιοςς, Ντίνας 117)
Γκιουλέκας < Gjoleka
< βαφτ. Gjon, Γιάννης
+ Lekë -
a, ο Αλέκος, Αλέξανδρος.
Γκιωνης α) < ορθογραφική παραφθορά του Γκιόνης < g’on, Ανδρωτης, 64β΄.
Γκιώνης
β) <
Shenjt Gioni, < ο ΄Αγιος Ιωάννης της Αλβανίας, ο
Γκιωνάκης(Γκίνης, 393α΄)
Γκλιάτης,
< παράλλ.
τύπ. του ο Γκιάτας gjatë - a, ο μακρύς, ο Μακρής..
Γκιόκας < Gjoka, ο Γιώργος.
Γκόγκας, “gogë - a, Παρατσούκλι που έχουν δώσει
οι αρβανίτες της Β. Ελλάδος
Αλβανοί στους
Βλάχους της περιοχής τους,
Γκογκόπουλος.
Γκογκόλης
< gogol, (i), το
σκιάχτρο, ο μπαμπούλας.
Γκόλιας < τη
συνεκφ. του Κόλιας < τον Κόλια > το/ Γκόλια, Γκολιας < Νι/κόλας.
Γκόρας
< τοπων. Gora. επαρχία
της ΒΑ Αλβανίας. (Ντίνας, 119)
Γκούμης
< βαφτ. Ιάκωβος, (Ντίνας 120).
Γκούμας.
Γκούντας < βαφτ. Κωνσταντινος.
(Ντίνας,121)
Γκρέκης < grek -
u, ο
Γραικός, ο Έλληνας >
o
El Greco.
Γρίβας < grivë (i) το
σταχτί, το γκρι. Αρχικά το επίθετο δινόταν μόνο γκρίζα άλογα < «άλογα ζώα» = ίπποι.
Σχόλιο. Κατά τους Τριανταφυλλίδη - Στάθη, τα επώνυμα που
δηλώνουν χρώμα, κυρίως μαλλιών
προέρχονται από επίθετα τα
οποία αρχικά είχαν δοθεί σε ζώα, όπως: Μπέλος (άσπρος), Τραχήλης, Κυριάκης,
Πασχάλης, πράγμα που σημαίνει
ότι οι κάτοχοι των ζώων τα θεωρούσαν σαν τον δεύτερο εαυτό τους και τους
είχαν δώσει
παρωνύμια,παρατσούκλια, για
ονόματα, για να επικοινωνούν
μαζί τους (Τριαντ.,54).
Γριζιώτης <
από το αλβαν. χωριό
Grizhe,B.της Σκόδρας .
Δ
Δ Η προέλευσή του
< λατιν. d ή
< αλβανικο dh = δ,
όπως Δάλας < Dhall/ë - a,
Δάγκαλης
<
dangall- i ο κοιλαράς >
Δαγκαλίδης.
Δάρδας
(Ντίνας, 212)
Δασιόπουλος <το Ντάσιος < dash, το κριάρι, ο Ντάσης ή < τ.
επίρρ.
daş = μαζί, σύντροφος, παρέα, Δασόπουλος
Δελής < deli, ο πολύ καλός, το παλικάρι, «Δεληο(γ)λάνης»,
το «τρελόπαιδο. Με αυτή τη
σημασία
«παλικάρι, λεβέντης μεταφράζονται τα επώνυμα από την Ήπειρο: Δέλιος, Δέλκος, Δέλλας, Δελλής, Δέλλιος
Δήμιζας
< Δήμας
+ αλβ. κατάλ. - ίζας. Σχηματισμός
κατά τα επώνυμα Γιώργιζας,
Πούπουζας, Κίκιζας κ.ά.
Δορμπάρης
< dorëbarë (i.e.), ο
γουρλής, Δορμπαράκης.
Δούκουρης < dukur (i.e.) ο
λεβέντης.
Δρεκ(ό)πουλος < *Δρέκος <
dreq-i διάβολος +
κατάλ. - όπουλος.
Δρες < Ντρες
< αλβ. επιφ. (Μεσσηνία). (Τριάντ. σ. 251)
Δρες
< εξελλ. του Ντρες (στο χωριό Άρις, Άριος Μεσσηνίας) < πολεμική αρβανίτικη αναφώνηση dre!..
κατά τη
στιγμή της επίθεσης των
Ντρέδων κατά των Τούρκων και των Τουρκαλβνανών
συμμαχων τους, Πληθυντ. αριθμ. Οι Ντρέδες.
Η
προέλευση του
χαρακτηρισμού «Ντρέδες» για
τους Ντρέδες της Άνω Μεσσηνίας
από το
αλβαν. επίθετο drejte (i.e) δεν ευσταθεί, γιατί το επίθετο δε σημαινει γενναιος, αλλα δίκαιος, ίσο (ξύλο) , ειλικρινής (Γκίνης, 96. β΄)
- Ε
-
Ζ
Ζ H
προέλευσή του < το λατιν. Z
Ζι H
προέλευσή του < το αλβαν.
Ζh
Ζάγκαλης < zagal - i
ο
«οίστρος, βοϊδόμυγα».
Ζαλαχώρης ίσως < zallahi-a, ο σάλαγος, ο θόρυβος, θορυβώδης.
Ζέζας (ο) <
Ζέζας (της) ο γιος της Ζέζας, της
«μαύρης» < το
αρσεν. επίθ. zi - i, ο μαυρος. βλ.
Κριε - ζής,
μαυρο/κέφαλος
Ζέκης
<
zekth-i, οίστρος, Βοϊδόμυγα, (Ντίνας,130).
Ζιάκας < zhakë-a το χοντρό
ύφασμα από κάνναβη, χόντρη πατσαβούρα για σφουγκάρισμα.
Ζιάπας
< zhape - a (α), ο φλοιός, η φλούδα, το δέρμα (Οικον.
72.)
Ζιώγκος <
zog - gu, το πτηνό (Φθιώτιδα, Λάρισα).
O φθόγγος/γράμμα
- u είναι
άρθρο στην αρβανίτικη γλώσσα
και όχι κατάληξη των
ονομάτων (των ουσιαστικών και των
επωνύμων).
Ζιώτας < το Ζιώτος < Ζώτος < αλβ.
zot - i, ο κύριος,
ο άρχοντας,
Zot (χωρίς το άρθρο (i)), Kύριος ο
Θεός.(Τριαντ. 79)
Ζότος,
Ζώτος.
Ζόγκας < zog, το
πτηνό, το πουλί.
Ζόγκας, βλ. Ζιώγκος.
Ζόνιος
(ο) < < Ζόνιως (της), γιος της Ζόνιως , της κυρίας/οικοδέσποινας.
Ζώτας, < Ζώτος, ο κύριος (τάδε), < αλβ. Zot - i o άξιος, o ικανός, ο
κύριος.
Στην αλβανική, λοιπόν, μετά το θέμα zot το -
i είναι άρθρο ουσιαστικού
γένουςαρσενικου
και όχι κατάληξη. Χωρίς το άρθρο - i, μονον το
Zot σημαίνει Κύριος (Κυρίαρχος)
(ο Θεός)
Ζώτος < ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία ιερέας + ο τάδε (Τριάντ.,77) βλ. κ. Ζώτας κ.
Ζώτος.
Η, δεν υπάρχει επώνυμο.
Θ
Θ H
προέλευσή του < το
λατιν. Th/th
Θούας
< thua
το νύχι, η οπλή.
Ι
Κ
Κ H
προέλευσή του < το
λατιν. K
Kι H
προέλευσή του < το
λατιν. Q
Κάλεσης < kalesh, όνομα σκύλου ασπρόμαυρου ή μαλλιαρού ή < πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο
κεφάλι του.
Καλιούσης < kalush-i < ουσ.
kalë - i <
ελλην. ο κέλης - ητος
(ο) (ίππος). αλογάκι,
εφαλτήριο.
Καλιώρας (α) από την ευχή « καλή ώρα» ή < kalores (προφορά /λιό/) < το kalë- i, ίππος = ο ιππέας.
Κανάρης
< αλβ. kanar - i, ο
κρεοπώλης. Άσχετο με το ελλην. επών. Κανάρης.
Καπρούλιας <
kaproll-ll - i, το ζαρκάδι.
Καρκαλέτσος < karkalec- i, η ακρίδα, Καρκαλούτσος.
Κατσάνης < kacan, ο
φιλάργυρος, τσιγκούνης
Kace - < α΄ συνθ. kaçe, Κατσι - μικροκαμωμένος.
Κατσέλης < kaçel-e ο κουτσός,
ο χωλός.
Κατσής
< kace = o μικροκαμωμένος, o
«κατσιασμένος».
Κατσι - 106,108
Κατρανάρας < katran - i, το κατράμι+ μαγεθ. κατάλ. - άρας.
Κατσιμπάρδης < kacibarthë -
a, η αγριοτριανταφυλλιά.
Κατσιρούμπας < kaçirubë - a, το λοφίο,
η τούφα από φτερά.
Κατσούλας < kacul - i, το λοφίο πουλιού, το λειρί κόκορα, ο Κατσουλιέρης,
Τσαλαπετεινός. Κατσούλης.
Κατσούμπας
<
kaçubë – a, o
θάμνος, to χαμόδεντρο.
Κατσούπης
< kaçup το ασκί (Οικον. 38)
Κατσουρέλος < kaçurrel-e, ο
κατσαρομάλλης.
Κέκης
<
keq (i)
ο
κακός, o Κέκιζας, o
Κέκιας, o Κέκ(κ)ης, o Κέκ(κ)ος, o Κεκ(κ)όπουλος,
o Κεκιάν, κακόψυχος (Οικον.
41)
Κελέσης
<
qelesë-ja ο σκούφος,
το άσπρο φέσι.
Κέπας <
qepë - a, το κρεμμύδι.
Κεραμάρης
< παραφθ. του qiramarrës,
αυτός που εισπράττει ενοίκια, ο ιδιοκτήτης.
Κλέρης < kler - i, ο
κληρικός.
Κόιας < kοje η κόρα του ψωμιού.
Κόκας
<
kokë,
- a, το
κεφάλι, η «κεφαλή», ο
επικεφαλής καφάσι,
Κοκίδης, επικεφαής, καθοδηγητής (Οικον. 396)
Κόκιζας.
Κοκοδήμας
< Κοκοδήμας < Κόκας + ηπειρωτ.<
kokë - a, το κεφάλι + ο Δήμας < Δήμος < Δημήτριος.
Βλ. κ. φρ.: «αυτός τη φυλάει την
κόκα του».
Κόκλας
< kokë,
- a, το κεφάλι + επίθ. lartë (i,e,) ο υψηλός /
ο
ανώτερος.
Παρετυμολογία αποτελεί η
παραφιλολογία που συνδέει το πανελλήνιο επώνυμο Κόκλας με τοπωνύμιο … Κόκαλα,
Κόλης < Νικόλαος κ.
shenjt
Kolli, Αγιος Νικόλαος, στην Αλβανία. (Γκίνης,
393α΄) Το Κόλης
< Νικόλης
δεν γραφτηκε Κιόλης, γιατί επονται δυο ll.
Κόλιας < Νι/κόλας > Κόλας > ο Kόλιας.
Υπόμνηση. Στην αλβανογενή - αρβανίτικη γλώσσα η οι συλλαβές la - , lo -, και lu προφέρονται λια-,
λιο, - λιου -.
Κολιόπουλος < Νι/κολόπουλος κ. Κολιούσης < Νι/κολούσης.
Κολιζής
< kolli, Νικόλας + zi,
μαυρος, ο «Μαυρονικόλας», ο δυστυχος ο
Νικόλας. Το ο δεν εγινε ου γιατι ακολουθουν ll
Κολιός < Νι/κολός.
Κολιούσης
<
Κολούσης < σύντμ. του
Νι/κολούσης.
Κολ(ι)ούμπας
<
kolube – kolubja, η
καλύβα ή η κυψέλη.
Κολιοφώτης
< Νι/κολοφώτης
Κούκης < επίθ. kuq
(i), ο κόκκινος, ο κομμουνιστής, ο Κούκιος.
Κόρδας
< κόρδα kordhë,-
a < ελλην. ουσ. η χορδή //
η σπάθα, σπαθί (το) (Γκίνης. 206),
γιαταγάνι // μεγάλο μαχαίρι
του βυρσοδέψη (Αργυρόκαστρο), Κορδάτος, σπαθοφόρος (Οικον.43/44).
Κορμπής <
corb-i, ο
κόρακας, Κορμπόπουλος.
Κοροβέσης < korrovesh - e, ο
κοτσαύτης.
Κορόζος < korrro/zi, ο μελαχρινός, μαυριδερός (Λαμία).
Κόρπας
< korp - i, το
«κορμί, κορμός» < λατ. corpus,
«κορμός».
Κόσκος < koskë -
a, το κόκκαλο, η μικρή αμοιβή,
Κοσκίδης.
Κουλιανός < κούλια (η) < kula,
πύργος, φρουρός ή κάτοικος πύργου, Κουλιέρης.
Κούνας < kunë-a, η κούνια,
η αιώρα.
Κουρίλας < kurrillë – a, ο
σταχτόχρωμος γερανός.
Κρέπης <
krep- i, ο
βράχος κ. μτφ. ο «πεισματάρης».
Κριεζής < kryezı <
krye «κεφάλι» κ. «κεφαλή», ο ηγετικός παράγοντας +
zi (i) ο «μαύρος» =
«μαυροκέφαλος».
Κριεζώτης (α)
< kryezot - i <
το krye,
«κεφαλή» + zot - i, ο άρχοντας.
Κριεζώτης
(β) < Κριεζά (τα) «Μαύρα Κεφάλια» του Γριπονησιού
(Ευριπονησιού) (Εύβοια),
Γκριζιώτης.
Κριεκούκιας < Κριεκούκης <
kryekuq-i,
κοκκινοκέφαλος, ο κοκκινομάλλης
ή ίσως < το Κριεκούκι (σήμερ. Ερυθρές της Αττικής).
Κριεμάδης < kryemadh-i < το
krye κεφάλι + madh-i, ο
«κεφάλας», το «μεγάλο
κεφαλι», ο αρχηγός.
Κρίκας < ουσ.
kryk – i, ο
σταυρός και με ανεβασμα του
τονισμού ο Σταύρος, Κρικέας, Κρίκης,
Κρίκκας.
Κρούσκας < Κρούσκος< krushk - ku, ο
προξενητής, ο συμπέθερος.
Λ
- Λ α) H
προέλευσή του < το
λατιν. L
- Λ β)
H
προέλευσή του < δυο λατιν. L L /ll, όπβως στο
βαφτ. Kolli, Νικόλαος
και Shenjt Kolli, ; Άγιος Νικόλαος στην Αλβανία, .
- Λι . H
προέλευσή του < τις αλβανικές συλλαβές la,-
lo,-
lu,
- Λια, - λιο,
- λιου -, από την αλβανικη προφορα των λατιν. συλλαβών la,- lo, - lu,
Η
προφορα, όμως, των συλλαβων
συλλαβών la,-
lo, - lu, στα αρβανίτικα επώνυμα άλλοτε υπάρχει και άλλοτε όχι.
Το
επώνυμο Λάγιος π.χ. θα έπρεπε στην ελληνική από επίθετο lag να
γράφεται και να προφέρεται Λιάγος
και το
Λάλας < το αλβανικό Lalë - a, να
γράφεται Λιάλιας, που σημαινει «ο πατέρας».
-------
Λάγιος
<
αντί του Λιάγος < laj,+ ο μαύρος, πιο πολύ για πρόβατα.
Λάλας < αντί
του Λιάλιας < lalë - a
(la= λια), ο
«πατέρας»,
Λάλας < llallë
a, κάμπια.
Λαλιώτης
<
αντί του Λιαλιώτης από το
χωριό Λάλα
(Λιάλια) της Ηλείας το οποιο ίδρυσαν
οι Τουρκαλβανοί, οι θανάσιμοι εχθροί των
«Αρβανιτών» και των λοιπων αγωνιστωμ του ΄21
μαζί με τους (Τουρκομπαρδουνιώτες), τους τουρκαλβανούς του Ταϋγέτου.
Λάπας <
llapë-a, γλώσσα,
γλώσσα παπουτσιού, γίδα με μεγάλα αυτιά, (Οικον 50).
Λάστας < το χωριό Λιάστα, lastë - a, δροσιά. (Παπ. 441).
Λάτας
(α) < Λιάτας < latë - a, μικρό τσεκούρι. < (Οικον.
47).
Λάτας (β) <
Λιάτας < latë -a <
ιταλ. latta,
γκαζοτενεκές μέτρο
χωρητικότητας
πληρώνονται με καρπούς για το μεροδούλι τους οι γυναίκες
που μαζεύουν ελιές. (Οικον. 47).
Λάτσης
<
llac- i, ο
βοηθός χτίστη, Λάτσιος. (Οικον. 49)
Λέκας
< Lek ë - a. ο Αλέξανδρος
Σχόλιο. Είναι γνωστή η συνήθεια των Αρβανιτων και γενικά των Ηπειρωτών να
προτιμούν
δισύλλαβα ονόματα και επώνυμα αντί για τρισύλλαβα και πολυσύλλαβα:
Νίκας < Νικόλαος,
Γώγος < < Γεώργιος, Στέφας < το Στέφανος κ.ά..
Λιάγκουρας < lagur (i.e), ο
υγρός, ο βρεγμένος (Οικον.
47).
Λιάλιος < lalë- a, «πατέρα,
προσφώνηση του μικρότερου προς το μεγαλύτερο αδερφό του
και προς κάθε σεβαστό πρόσωπο!...(Ντίνας,
63)
Λιάμης < lamë
- a, το αλώνι ή
< την εκδοχή του
βαφτ. Λάμπης < Χαραλάμπης.
Λιάμπος < αλβ. προφ. του Λάμπος < σύντμ. του Χαρά/λαμπος.
Λιάπης < Λιάπης < Lab - i. Ο καθηγητής
Μπαμπινιωτης έχει γράψει στο λεξικό του
λανθασμένα Liab-i, o καταγόμενος από
τη Λιαπουριά, τη Βόρεια Ήπειρο, Λιάπης
και ο Ντίνας (σελ. 163)
επαναλαμβάνει το λάθος των Ανδριώτη και
Μπαμπινιώτη
γράφοντας Liap –i., αντί του ορθού Lab-i.
Λιαρομάτης
< Λιάρος<
larë (i.e.) + μάτι.
Λιάρος <
larë (i.e.), ο παρδαλός. Αρχικά λέξη επίθετο για γίδα που είχε παρδαλό χρώμα.
Λιάστας < lastë (i.e. ) ο αρχαίος, ο παλαιός.
Λιάτζος < Λιάτσιος < πόλη Lace της Αλβανίας ) (Ντίνας163)
Λίγκος < lig-i, κακός
> ο Λίγκος, ο αρχιληστής.
Λίκουρης
<
lëkurë - a, , το δέρμα το τομάρι, ο φλοιός «πετσί και κόκαλο». (Οικον. 47)
Λίρης < lirë (i.e.)
<
το λατιν. liber, ο
ελεύθερος > ο Λιμπέρης,
Λιμπερόπουλος.
Λιόπεσης (ο) < το τοπων. Λιόπεσι < lopë-a, γελάδα +
κατάλ. - si (= τόπος),
βοσκότοπος αγελάδων, ο καταγόμενος από το
Λιόπεσι.
Λιόλιος < ΒΑ. Θεόδωρος (Ντίνας, 164).
Λότσας < Λιότσης < loci. ο φίλος
Λιότσης < Λιότσης <
loçi φίλος ή ανόητος,
βλάκας.
Λιούμης α) < lumë - i, το
ποτάμι, ποταμίσιος.
Λούμος <
lum + i, (προφορά λιουμ), o μακάριος, o καλότυχος, ο Λουμίδης.
Λιούπης
< lypës-i, o λαίμαργος, o ζητιάνος.
Λούπης < llupës-e, o λαίμαργος, λύκος.
Λιούτας < lutës- i, ο αιτών, ο
ζητών.
Λιώπας
< Λιόπας <
παρατσούκλι < lopë - a, η αγελάδα.
Λούπης < llupës –e, λύκος, λαίμαργος.
Λύγκος< lig- i, ο κακός, Λίγκος. Βλ. κ. Λίγκος ο
Αρχιληστής
Λυκουρέζος < Λικουρέντζος <
lëkurenxire <
lëkur, ανθρώπινο
δέρμα + επίθ. nxirë (i.e.)
μαυρισμένος, μελαχρινός.
Μ
Μ. H
προέλευσή του < το
λατιν. < το
λατιν.M/ m
Μπ H
προέλευσή του < το
λατιν. B/b.
--------
Μάζης < α)
< mëz - i. β)
< το αρβαν. mazë, η κρέμα, η
κρούστα.
Μαδούρος, ίσως και < το madhor, μεγάλος,
ενήλικος
Μάλης
< αrβ. mall-i, o μεγάλος ο πολύς. Οικον. 51.
Μάνεσης < manesë, - a, η αργοπορία, ο αργός.
Mαράκας <
το mare- i, παρωνύμιο,
το …«μάραθο».
Μελιγκώνης < Melogonë - a,
μύρμηγκας.
Μίρας < mirë (i, e) < λατ.
mirus, καλός, αγαθός, Μιραλής, Μοίρας, Μοιρέας,
Μοιρούλης
Μπαμπίλης < babil,- i, ο
μελισσοφάγος, ο «μελισσουργός».
Μπαραμπάρας
< επίρρ. barabar, ίσα, όμοια κ. μτφ. ίσος, όμοιος.
Μπάρας
< αλβ.
mbarë,
(i.e.), ο καλός, ο ευτυχής.
Μπάρδης <
bardhë,- a, o άσπρος,
Μπαρδόπουλος,
ë,-a,
Μπαρδουνιώτης < την ορεινή περιοχή Μπαρδούνια (η), περιοχή
τουρκαλβανών
στην περιοχή του Ταϋγέτου.
Αυτοί με τους Λαλιώτες τουρκαλβανούς αποτελούσαν
την τρομερότερη πληγή της Πελοποννήσου την εποχή της Τουρκοκρατίας,
ο σημερινός Μπαρδουνιώτης = χριστιανός κάτοικος ενός από τα
Μπαρδουνοχώρια.
Μπάρκας <
bark- ku, η κοιλιά,
το γένος, ο Μπαρκούσης, Παπαφ.63,
Μπαρκούκης < barkuqesh, αδερφος
από δευτερη σύζυγο του πατέρα του. Niko Gjini 46α΄.
Μπαρκουμάδης < bark - u “κοιλια”+ madh-i, ο κοιλαράς{ΤΟΖ}
Μπαρούνης < παρων. baron, -i, βαρόνος.
Μπάστας < bashtë, - a, ο
κήπος , ο καταγόμενος από το χωριό Μπάστα (του), σήμερα Πλατύ
(Μεσσηνία).
Μπάτζιος
< baxhio- ja, ο τυροκόμος
Μπάτζος <
Μπάτσος < bac, ο μεγάλος
αδερφός, ο θειος, Μπάτσας.
Περάτης <
το Μπεράτι (Αλβανία).
Μπέσας < besë, - a,
η πίστη, o Μπεσής.
Μπίζας <
bizë -
a το
τσαρουχοσούβλι.
Μπιθικώτσης
< το αλβ. bythë- a, «βυθός», ο κώλος
+ Κώτσης,
Κώστας,
Μπίντας < αλβ.
bindës, e, ο
πειστικος, ο ευπειθής.
Μπίρης < bir - i, o
γιος.
Μπίσης < bishë,- a, το αγρίμι, ο λύκος. κ. εξελλ.
Βίσης.
Μπίσκας < bisk- u, το ρυάκι,
το «οικογενειακό παρακλάδι», το
κλωνάρι.
Μπίστης <
bisht, ο
τέλειος.
Μπίτζας βλ. λ.
Μπίζας
Μπλετάρης < bletar -
i, ο «μελισσουργός», o μελισσοκόμος
Μπλέτσας
< το χωριό Βlleci (Ντίνας, 189)
Μπλέτσος < blec ολότελα γυυμνός, ο πάμπτωχος, Μπλέτσας κ.
Βλέτσας Οικον. 14.
Μπόμπολας < bobole, κόκκος
καλαμποκιου φουσκωμένος στο νερό ή
βρασμένος,
φουσκωμένος στο νερό κόκκος
φασουλιού, γιγάντων, σιταριού
> Μπόμπολος.
Μπορμπόλης < αλβ.
bobël, σαλιγκάρι με κέλυφος, γλείφτης
(όχι γλύφτης < γλύπτης).
«Μπονιακός» < boniak-u, ο ορφανός.
Μποτσάκος < Μπότσης < bocё - a <
ιταλ. bozza,
υδροδοχείο >
Μπότσαρης.
Μπότσαρης
<
μπότσα (η) < ιταλ. bozza (= μπότσα, βαρελάκι), βαρελάς,
Μποτσέας, Μπότσης,
Βότσης).
Μπούας
Μπούγιας < buje. Θόρυβος,
πάταγος.
Μπουζας
< buzë - a το
χείλος, ο Μπουζαλάς, ο
χειλάς, Μπουζέας, Μπουζέλης
Μπούζος.
Μπούκας <
bukë, - a, το ψωμί , ο ψωμάς, Μπούκιος ή < το ιταλ. bοcca,
στόμα.
Μπούκουρας < bukur (i,e), ο ωραίος, ο όμορφος.
Μπούμπουλης < ρ. μπουμπουνίζει,
βροντόφωνος.
Μπούρας < burrë, -
i, o
άντρας, o γενναίος, o σύζυγος, Μπούρης, Μπουρής,
Μπουρίκας,
Μπουρίκος, Μπούρκας Μπούρος ή < το σλαβ. bura (μπουρίνι)
που σημαίνει τρικυμία,
θύελλα,
μπόρα
Μπουρελιάς /
Μπουρολιάς,
Μπούρας + Λιας.
Μπουρονίκος
<
Μπούρας + Νίκος.
Μπούτος < αλβ. butë, (i.e.), ο
μαλακός, ο ήπιος.
Μπλετάρης < bletar-i, o
μελισσουργός, ο μελισσοκόμος.
Μπρέγκος
< breg- u
, ο λόφος.
Μπρίσκας < brisk, ξυράφι ή
σουγιάς.
Μπρούμας α)
< brume, - i, το
ζυμάρι, η μαγιά, . (Γκίνης, 59β΄)
Μπρούμας
β)) < brumë – a, η πάχνη,
το ψύχος, Μπρούμης κ.
Μπρουμίδης.
Μπύθας
< bythë, - a, ο «βυθός», τα οπίσθια του ανθρώπου, ο πρωκτός.
Ν
Ν. H
προέλευσή του < το
λατιν.
N/n.
Ντ H
προέλευσή του < το
λατιν. D/d
Νοτάρης < notar,-i, o κολυμβητής.
Ντάιος < dajë,- a, o θείος από μητέρα
Νταγιόπουλος.
Νταγούσης < dajë,- a, o θείος από μητέρα +
κατάλ. – ούσης < αλβ. κατάλ.- ush. Βλ.λ.
επών. κ.
Ρεπούσης.
Ντάλης <
dalë,(i,e), o «κοσμογυρισμένος».
Ντάρδας
< dardhë - a, η αχλαδιά, το αχλάδι,
Ντάρδης.
Ντάσιος < dash,- i, το
κριάρι κ. μετ., πολύ δυνατός.
Ντασούρης < dashur,- i, ο αγαπητός,
ο αγαπημένος, ο ερωμένος
Ντέγκας
< degë,-a, ο κλάδος
Ντελής < deli, παλικάρι,
Δεληγιάννης, Δεληολάνης.
Ντένης < denjë (i.e), ο άξιος.
Ντετάρης <
detar,- i , ο
ναυτικός, ο θαλασσινός.
Ντινάκης < dınak, - e, o
πονηρός,o δόλιος.
Ντζιντζελώνης < xixellonjë,-a,
η
πυγολαμπίδα, η
κωλοφωτιά.
Ντίτουρης
< ditur, - i, ο σοφός, ο πολυμαθής.
Ντορής < dori,-u, <
άλογο με χρυσοκόκκινο χρώμα, ντορής.
Ντόριζας, - i,
ίσως < dorëza, μικροχέρης, Δόριζας
Ντορμπάρης
< dorëbarë, o γουρλής,
αυτός που φέρνει δώρα.
Ντούκουρης <
dukur, (i,e), όμορφος, λεβέντης.
Ντούσκας <
dusk,- ku, η βελανιδιά, σαν
βελανιδιά.
Ντούσκος
, βλ. Ντούσκας.
Ντούφας <
duf,- i, το άχτι,
ο θυμός.
Ντράγκας < dragë, - a, η
χιονοστιβάδα.
Ντραγκόγιας < dragoi, δράκος.
(Ντίνας203)
Ντρέκης < dreq,- i, διάβολος > Δρεκόπουλος.
Ντρες
< επώνυμα θαυμαστικό dre!...
μπράβο!... έξοχος!.
Οι Ντρέδες του Δωρίου ήσαν
ξακουστοί για τη γενναιότητά τους. (Παπαφ. 154β΄)
Ντρης <
dru, - uri, η Δρυς, ο
Δρυς.’
Ντρούγκας < drugë,-a, αδράχτι χωρίς το σφοντύλι, Δρούγας.
Ο
Ου. H
προέλευσή του < το
λατιν. U/u
Π
Π. H
προέλευσή του < το λατιν. P/p
.
Παγάνης
< pagan,- i, ο
ειδωλολάτρης, ο παγανός.
Πα
- < pa =
ελλην. στερητ. α-.
Πα/κόρης < pa/korë, (i,e) (κόρος) ο αχόρταγος
Πάκης
< pakë (i,
e), < λατ. paucus,
ο ολίγος, ο μικρός, ο αδύνατος, Πάκος, Πακούδας.
Πάκος, βλ.
Πάκης
Πάκος < paq, - ειρήνη, ο
ειρηνικός.
Πάκτας < pakt-i , ο σύμφωνος.
Πάλας
<
palle
Παλιάρης < palarë, (i,e),
ο
άπλυτος, ο Παλιάρος.
Παλούμπας
< pëllumb - i, το περιστέρι < το λατιν, palumba, palumbus,
Παλούμπης.
Παμπέσης <
pa/besë, (i.e),
(Μπαμπέσης), άπιστος, δόλιος
Παμπούκης < pambukë, - u,
έλλειψη
ψωμιού, πεινασμένος
Πάνιας
< panjë - a, το σφεντάμι.
Πάντζας
< panxhë,- a, η πατημασιά, το πόδι, Παντζής,
Παντζιάλας, Πάντζογλου.
Πάτσιος
< αλβ. pace, παλάμη χεριού
(Ντίνας, 213). Πάτσιος <
ή από τσιτ. του
/Υ/πάτιος
Παντόρης
< padorë, (i,e), ο κουλός, ο κοψοχέρης.
Πάπας <
papë, -a, ο πάπας
Πάρης < parë (i,e), ο πρώτος, ο καλύτερος.
Πάσουρης
< pasur (i,e), ο πλούσιος.
Πάστρας < pastër, o καθαρός, o παστρικός.
Πάντζας <
panxhë,- a, h πατημασιά, Παντζιάλας,
Πάντζογλου.
Πάτας < patë,- a, η χήνα.
Πατρίτσης
< patric - i, ο
πατρίκιος, ο ευπατρίδης.
Πεντάρης
<
pendar - i, ο αγροφύλακας, ο
δραγάτης.
Παφούκης
< pa/fuq,- i, ο αδύνατος, ο ανίσχυρος.
Πέτας
< petë,-a, το φύλλο
πίτας, φύλλο ελάσματος.
Πικέας < Πίκος < pik, - u, δρυοκολάπτης + κατάλ - έας.
Πίπιζας
< pipez - a, το είδος
ξύλινου πνευστού
οργάνου
που παράγει οξύ ήχο, η τσαμπούνα.
Πιπήλιας
< το χωριό Pepeliτης Αλβανίας (Ντίνας 215).
Πίρας
< pirë, (i,e),ο
μεθυσμένος.
Πίτας < pitë, - a, η
πίτα, η
κερήθρα.
Πλέστης < pleshit-i, ο ψύλλος.
Πλιάκας <
plak,-u, παλαιός,
ο γερασμένος > η συνοικία
Πλ(ι)άκα της Αθήνας, Πλιάκης.
Πλιάσουρης
< plasur, (i,e), ο σκασμένος, ο ραγισμένος.
Πολιάκος <
polak,- u, Πολωνός.
Πούρπουρης
< purpur,- i, πορφύρα, Πορφύρης.
Ποστάρης
< postar, - i, ταχυδρόμος.
Πούπεζας <
pupëz,- a, τσαλαπετεινός, Πούπουζας.
Πούσκας <
pushkë,-a, ντουφέκι
Πραπανίκας
< prapanik, ο καθυστερημένος, ο
υπανάπτυκτος.
Πράπας
< prapë, (i,e), ο ανάποδος, ο κακός, ο
οπισθοδρομικός.
Πρέκας
< preke,- a, η φακίδα προσώπου.
Πρεστάρης
< prestar,- i, ο ράφτης
Πρίντζιος < pinc - i, ο πρίγκιπας.
Πρίντζης, βλ. Πρίντζιος, Πρίντσης,
Πρίσουρης
< prishur, (i,e), ο χαλασμένος, ο καταστραμμένος.
Πρίτης
< pritës, ο φιλόξενος.
Πρίφτης < prift - i, ο
πρεσβύτερος, ο
παπάς. συχνό στην Κορώνη (Μεσσηνία)
Ρ
Ρ. α) H
προέλευσή του < το
λατιν. R/r Ρέντης < rëndë (i.e.),
και β) H
προέλευσή του από δυο λατιν. RR/rr, Ρέπας
< rrep - i,
το ρεπάνι,
το γογγύλι, ο
Ρεπούσης.
Ράλλης
< rrallë, (i,e), ο
αραιός, ο σπάνιος < λατ. rarus σ. 64
Ράπης < rrap, -
i, ο πλάτανος.
Ρεβάνης <
revan i, ο
καλπασμός, το ραβάνι.
+ Ρέμος
<
Ρένεσης < rrenecak, e, ο ψεύτης.
Ρέντης <
rëndë (i.e.), ο
σοβαρός, ο σπουδαίος, ο δύσκολος, ο βαρετός.
Ρέπας
< rrep - i, το
ρεπάνι, το γογγύλι, ο Ρεπούσης.
Ρέρες
< rërë, - a, η άμμος.
Ρούτουλας
< rrotull, - a, ο δίσκος, ο τροχός.
Ρουγκάτσης
< rrugaç - i, ο της ρούγας, της γύρας, ο αλήτης.
Roman - i, ο
Ρωμαίος.
Ρούσης < rus,- i, ο Ρώσος.
Σ
Σ. H
προέλευσή του < το λατιν. s.
Σι
H
προέλευσή του από την παχια προφορα του Sh,
όπως της αγγλικης συλλαβής shi και όπως την ακουγαμε
πριν από
μερικα χρόνια από μη γραμματισμένος
ορεινους κατοικους : “ άει
shιαπέρα…!”
Σάκουλας
< shakull - li,
ο ασκός, ο ανεμοστρόβιλος, ο σίφουνας.
Σάπκας < shapkë,-
a, μπεκάτσα
Σάπκας < shapkë,-a,
το κασκέτο
Σάρας
< sharrë,-a, α) το πριόνι ή β) ο τέτανος.
Σαρετζής
< sharrëxhi,- u, ο πριονιστής.
Σάρκος
< shark, - u, το δέρμα του φιδιού.
Σάτας < shatë,-a, η τσάπα, το
αξινάρι.
Σάχος <
shah σάχης, το
σκάκι,(Γκίνης, 389).
Σέλγκος < shelg,- u, ιτιά, λυγαριά.
Σένης < shenjt, άγιος, βλ.κ. Shenjt Gjoni, Άγιος Ιωάννης, Shenjt Kolli, Άγιος Νικόλαος, Gjini, 395.
Σεφτελής
< sefteli,- a, η
ροδακινιά.
Σ(ι)ώκος < shoque σύντροφος.
Σκάρπας < shkarpë,- a,
φρύγανο, ξερόκλαδο > ά. επών. Σκαρπαλέζος
Σκιφτέρης < sqifter,- i,
το ξεφτέρι.
Σκουζές
<
shkozë, - a , ο γάβρος, η αγριοτσουκνίδα.
Σκρεπετός < ρ. shkrep, σπινθηρίζω, ανάβω, σπινθηροβόλος.
Σκούρτας < shkurtë,-
a, το
ορτύκι.
Σκούρτης < shkurt,- i, ο κοντός
Σκρέτας < κωμόπολη Shkreta, στην περιοχή της Κρόγιας (Ντίνας, 229).
Σοκόλης <
πετρίτης, το γεράκι.
Σόκος
< shok, -u, ο
σύντροφος, ο φίλος.
Σόκος < shoq,- i, ο σύντροφος, ο όμοιος, ο σύζυγος Γκίν.402.
Σολάκης
< sollak, ο
αριστερόχειρας.
Σοσάρης
< shoshar, - i, ο
κοσκινάς.
Σπάτας
< shpatë,- a, το
σπαθί, το ξίφος.
Σκίπης < shqipë,-
ja, ο
αετός.
Σκιπτάρης < shqiptar,- i, ο
σημερινός
Αλβανός.
Σούκας < sukë, - a, ο χαμηλός λοφίσκος.
Σούλης < shul, - i, η αμπάρα, ο σύρτης, ο
μοχλός.
Σουλέρης < shullë, - ri, ο
προσήλιος
Σούρδος
< shurdh, =
κουφός.
Σουρής <
ρ. shurr,=
ουρώ.
Σούρος
<
shur-
i, το χαλίκι, η άμμος Γκίν. 420
Σουσούνης
< shushunjë,- a, βδέλλα.
Σούτας <
sutë,- a,
το ελάφι.
Στανάρης
< stanar - i, τσέλιγκας.
Στάπας <
stap,- i, το ραβδί, η μαγκούρα,
Στόγκος
< shtog, - gu, η κουφοξυλιά.
Στοπάνης
< stopan, - i , ο γαλακτοκόμος.
Στούνος
< shtunë, - a,
το Σάββατο.
Στούπης
< stup
jë,-
a,
το πώμα.
Στρίγγος <
shtrig - gu, ο στρίγκλος.
Τ.
H
προέλευσή του <
το λατιν.
T/t.
Τάτας < tattë -
a, στην παιδική γλώσσα,
ο πατέρας, ο τάτας.
Τατούλης,
χαϊδευτ. του τάτας, ο μπαμπακούλης.
Τάτσης
< taç,- i, το
τελευταίο παιδί μιας
οικογένειας.
Τέτας
< το αριθμ. tetë, (i,e)= όγδοος, Ίσως, το όγδοο
παιδί μιας οικογένειας.
Τζαμουράνης
<
Τσιαμουράνης < πατριδωνυμικό Τσιαμουριά,
ο κάτοικος της Τσιαμουριάς ή ο καταγόμενος από αυτήν.
Tζ -
H
προέλευσή του
< το αλβαν. Χ.
Τζι -
H
προέλευσή του
< το αλβαν.
Xh.
-----
Τζατζάς < xhxha,- i, ο αδερφός
του πατέρα, ο θείος.
Τζιτζελώνης < xixëllonjë,- a, πυγολαμπίδα, κωλοφωτιά.
Τζούτζης
< xhuxh,- i, o
Τζουτζές, ο νάνος της αλβαν.
μυθολογίας,
ο Τσούτσος, παλαιός κάκοσμος χαρακτηρισμός κατοίκων της
κωμόπολης Μικρομάνη ΒΔ της
Καλαμάτας.
Τόγκας <
togë-a, ο λευκό
ένδυμα, ιμάτιο των ιερέων και λοιπών
επισήμων στην αρχαία
ρώμη.
Τορολάκος <
torollak,-u,, ο βλάκας, ο ηλίθιος.
Τούντας α) < tundës, -i, κάδη, το τουμπέκι.
Τούντας β)
< tundë, - i, η σκάφη που
δέρνουν το γάλα
Τορολάκος
i, <torollak,-u, ο βλάκας,
ο ηλίθιος.
για να εξάγουν το βούτυρο.
Τούμπας < tubë, - a, η
αγέλη.
Τούφας
< tufë, - a, η ανθοδέσμη, το μπουκέτο, το κοπάδι,
Τράγκας < tragë, - a, το ίχνος, το σημάδι.
Τράγκας πιθ. <
tragë σημάδι, ίχνος· σημαδεμένος (;).
Τράστος
< trastë, - a, τορβάς, δισάκι.
Τράσης
< trashë, (i,e), ο χοντρός, ο παχύσαρκος.
Τρεγκτάρης<
tregtar, - i
έμπορος
Τρεμπέλας, ίσως < trembëlak-u, αυτός που τρέμει, ο άτολμος
Τρίκας
< trikë, - a, το θερμοβότανο, το θερμόχορτο.
Τρίμης <
trim -
i, o «άντρας»,
ο θαρραλέος, το παλικάρι, ο
σωματοφύλακας.
Τροκάνας
< trokë, - ja, το τροκάνι στο λαιμό των μεγάλων ζώων,
Τρούμης
< trumë, - a, <
λατιν. turma, το
τσούρμο
-----
Τσ,
H
προέλευσή του < το αλβαν. c,
Τσι <
το τουρκ. ç > Τσι/άμης
H
προέλευσή του < το τορκικο
-------
Τσιάκας
< çakë,- a,
μικρό κουδούνι, τσακλοκοκούδουνο,
Τσιάμης < Τσιάμης < Τσαμουριά,
Çamëria (Θεσπρωτία) < τον
ποταμό Θύαμις (Καλαμάς).
Τσαπόγας
< capok,-u,= το
κόκαλο του μπουτιού, μηριαίο, οστό
Τσέργας <
αλβ. cergë, -
a, = τσέργα, φλοκάτη
Τσερδούκουλης < =
κορυδαλλός.
Τσέτης
ομάδα, επιδρομέας, .ληστής
Τσιέτουρας <
Τσετούρας < çetur-i = δοχείο γάλακτος,
τσότρα; >Τσίτουρας;;;
Τσίκας ή Τσικκας (Ντίνας,249)< cikë, - a, μικρό πτηνό, λίγος.
Τσιναρίδης < çinar,-i = πλατάνι
Τσίντζηρας
< cinxër Τζίτζικας <λατ.
cicada, τσικάντα
Τσίτουρας < τσιτ. του Σίτουρας
< shitur πουλημένος
(Πούλος/Πούλιος),
ξεπουλημένος, αγορασμένος από τους αναδόχους του.
(Gjini, 396α΄)
Τσιφλιγκάρης
< τσιφλικάς, γαιοκτήμονας.
Τσιφούτης
< çifut, - i, = Εβραίος, τσιγκούνης > βλ. λ.
Γεροτσιφούτης.
Τσόκας
< çok, - ku, σφυρί, γλωσσίδι
κουδουνιού.
Τσούκας
< çukë, -a, =
κορυφή.
+
Τσούμας <
çumë, -a,
Τσούνης <
çun, - i = παιδί
Τσουτρέλης
< çutrë,
-a, μικρό
δοχείο. Τσότρα για κρασί.
Τσώκος < çοk – u, σφυρί, αστράγαλος.
Φ ,
H
προέλευσή του
< το λατιν. F/f
Φέστας < fleste/ festja, το φέσι, ο σκούφος
Φίκιρης < fiqir-i, σκέψη / λογικός.
Φλαμουρτάρης < flamurtar, i, ο σημαιοφόρος.
Φλέγκας /Φλέγγας flegë, -
a, το
πελεκούδι, το απόκομμα χοντρού ξύλου.
Φλόκας < flok –u, το = μαλλί / μαλλιαρός.
Φόρτης
< fortë (i,e)
ο
δυνατός.
Φούρας <
furrë -a, ο φούρνος, το καμίνι.
Φουρίκης <
furrik - u, η φωλιά, το κοτέτσι / η μικρή καλύβα.
Φούσας < fushë, -a, ανοιχτός κάμπος, η
πεδιάδα, το επίπεδο μέρος / ο πεδινός, ο καμπίσιος
Χ
H
προέλευσή του
< το λατιν. Η/h.
Χέλμης < helm-i, φαρμάκι, δηλητήριο . , μετ. αβάσταχτη θλίψη.
Χουτάκης < υποκ. του Χούτας, βλ.λ. Χούτας,
Χούτας
< hutë-a < Παπ. = γύπας ο λευκοκέφαλος, κοινώς «όρνιο».
ΣΥΝΤΟΜΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Niko
H. Gjini
(Γκίνης):
Fjalor Shqip - greqisht - Λεξικό Αλβανο - Ελληνικό.
Εκδοτικός Οργανισμός Σχολικών Βιβλίων – Tiranë 1971 (Τίρανα 1971).
Κωνσταντίνος
Δημ. Ντίνας, (Ντίνας)Κοζανίτικα
Επώνυμα , 1759-1916.ΠρόλογοςΝ.Α.Κατσανης . Αν. Καθηγητής του Α/Π.Θ. Υπουργείο Πολιτισμού Δήμος Κοζάνης
Κοζάνη 1995.
2. Κωνσταντίμου
Ε. Οικονόμου (Οικον.) Επίκουρου καθηγητή της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων: «Η αλβανική γλωσσικη
Επίδραση στα ηπειρωτικά ιδιώμτα,
Ιωάννινα 1997 (έκδ. ΕΗΜ) σσ.157 ( XIV)
3. Γεώργιος Μπαμπινιώτης(ΛΜ) Μπαμπινιώτη
Γεωργίου: Λεξικο της; Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Με Σχόλια για τη σωστή
χρήση των λέξεων κ.λπ. έκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, β΄ έκδ. Αθήνα 2002.
4.. Βασίλης Π. Κουτούζης(Κουτ. )
5.
Κωνσταντίνου
Γεωργ. Παπαφίλη (Παπ.)
Λεξικό Αλβανοελληνικό -
fjalor Shqip – Grekisht ++
6. Μανολης Τριανταφυλλιδης, (Τριαντ.), Τα Οικογενειακά Μας Ονόματα (Προλεγόμενα - Επεξεργασία Κείμενου, Σχόλια. Ε. Σ. Στάθης.
Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 77 - 78.
Σημείωση. Τα επώνυμα
είναι πανελλήνια και δε χαρακτηρίζουν γνωστά μας πρόσωπα που ίσως φέρουν παρωνύμια (παρατσούκλια)
ή ίδια επώνυμα.
πηγή www.koutouzis.gr .