Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Η πραγματικη καταγωγη των αλβανων

Η πραγματικη καταγωγη των αλβανων


Ο γεωγραφικός χώρος που βρίσκεται σήμερα η Αλβανία, ήταν γνωστός απ’ την αρχαιότητα με το όνομα «Ήπειρος». 
 
Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν ως Αλβανία μία μικρή χώρα ανάμεσα στον Καύκασο, την Κασπία και την σημερινή Γεωργία.  
 

 

 
 
Τον όρο «Αλβανία» στη θέση της Ηπείρου επινόησαν οι Λατίνοι ως συνέχεια μιας μυθικής ιστορίας που έπλασαν για να καταστήσουν πιο ένδοξη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία…
 
Όλα ξεκίνησαν όταν ανατέθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο στον Βιργίλιο να συγγράψει ένα δήθεν «έπος» για να δοξαστεί η Ρώμη! Αυτός σκαρφίστηκε μία υποθετική ιστορία με «πρωταγωνιστή» τον Αινεία, αρχηγό των Δαρδάνων που κατοικούσαν στο όρος Ίδη (Καζ-νταγ) της Μικράς Ασίας απέναντι της Λέσβου. 
 
Αυτή η φυλή αναμείχθηκε στον Τρωϊκό πόλεμο και τον Αινεία διέσωσαν οι Έλληνες επειδή μεσολάβησε να παραδώσουν οι Τρώες την ωραία Ελένη. Και ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Αινείας πήγε στη Χαλκιδική και ίδρυσε την πόλη Αίνεια ένας άλλος Έλληνας ποιητής ο Στησίχορος έγραψε αόριστα ότι ο Αινείας έφυγε στην «Εσπερία». Με αυτή και μόνο την πληροφορία, «οργίασε» η φαντασία των Ρωμαίων που θεώρησαν ότι η δυτική χώρα που κατέφυγε ο Αινείας ήταν η σημερινή Ιταλία και γι αυτό ανατέθηκε στον Βιργίλιο να γράψει την «Αινειάδα» ώστε να τον παραστήσει ως γενάρχη τους!
 
Ο Βιργίλιος με «μαεστρία» έφτιαξε ολόκληρη εποποιία για τον Αινεία, γράφοντας ότι αυτός εγκαταστάθηκε στο Λάτιο και στην πόλη Άλβα Λόγγα (εδώ είναι το ζουμί), ιδρύοντας την Ρώμη.
 
Όπως γράφει ο Δίων ο Κάσσιος, οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους κατοικούντες την Άλβα Λόγγα ως «ALBANI» δηλ. Αλβανοί!
 
Όμως ο Βιργίλιος που παρίστανε τον Όμηρο, άρχισε να ντρέπεται καί πικραμένος ζήτησε ακόμα και στη διαθήκη του να μην δημοσιευθεί το ψευδές έργο του. Αντιθέτως όμως όταν πέθανε, οι Λατίνοι έκαναν την Αινειάδα «Βίβλο»!
 
Ένα από τα ψέματα που αναφέρονται σ’ αυτή είναι ότι ο Αινείας πριν πάει στην Άλβα Λόγγα πέρασε από την Ελληνική Ήπειρο (σημερινή Αλβανία) όπου ήθελε να εγκατασταθεί, κάνοντας τους Λατίνους «λόγιους» να θεωρήσουν ότι ίδρυσε εκεί αποικία!
 
Αυτή η αναλήθεια σχημάτισε τη γνώμη ότι οι Λατίνοι είχαν ιστορικούς δεσμούς με την Ήπειρο στην οποία σπούδαζαν οι νέοι τους, λόγω της κοντινής απόστασης και της αρίστης παιδείας των Ελλήνων!
 
Έτσι η «Αινειάδα», το μυθικό αυτό ποίημα που γράφηκε για να διαφημιστεί η Ρώμη, δημιούργησε τους όρους Αλβανία-Αλβανοί καθώς και ερείσματα για να κατακτηθεί η Ήπειρος.
 
Βαθμιαία η αρχαιότατη Ελληνική γη βόρεια της σημερινής Ηπείρου αφελληνίσθηκε, αφού δημιουργήθηκαν διαχωρισμοί Ελλήνων και Αλβανών -ΛΑΤΙΝΩΝ εξαιτίας της τουρκοκρατίας.

Οι εξισλαμισμένοι ΛΑΤΙΝΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ που έγιναν Τούρκοι καί μετονομάσθηκαν «Αλβανοί» και ποτέ δεν υπήρξαν ιστορικά ως Αλβανική φυλή ή κράτος,

από το 1913 οι «μεγάλες δυνάμεις» τους ίδρυσαν(!) Αλβανικό κράτος σε βάρος της Ελλάδας (αυτό ήταν το ζητούμενο) χωρίς οι Τουρκαλβανοί (σημερινοί Αλβανοί) να κουνήσουν το δακτυλάκι τους,

αν και όταν επαναστάτησαν όλοι οι Βαλκάνιοι κατά της τουρκοκρατίας, πολλοί απ’ τους λεγόμενους σήμερα Αλβανούς -ακόμα και μπέηδες- υπέγραφαν ότι είναι απόγονοι Ελλήνων

και σήμερα οι απογόνοί τους διεκδικούν «Τσαμουριά» και μειονότητες από την Ελλάδα απ’ την οποία «τρέφονται»!









 theologos vasiliadis

 

Ιστορία των Αρβανιτών και της αρβανίτικης γλώσσας

Ιστορία των Αρβανιτών και της αρβανίτικης γλώσσας

Ο πίνακας λεξιλογίου της αρβανίτικης της Νότιας Ελλάδας

Τα αρβανίτικα θεωρούνται τυπικά από την συμβατική Ιστορία και Γλωσσολογία ως ένας κλάδος της αλβανικής γλώσσας, μία διάλεκτος της. Οι Αλβανοί θεωρούν τα αρβανίτικα ως μία αρχαία αλβανική γλώσσα. Η αλήθεια όμως δεν είναι ακριβώς έτσι… 
Τα αρβανίτικα δεν είναι διάλεκτος της επίσημης αλβανικής γλώσσας, αλλά αντίθετα η αρβανίτικη είναι μία αρχαία γλώσσα από την οποία κατάγεται η νεώτερη τοσκική διάλεκτος, που υιοθετήθηκε από το αλβανικό κράτος ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
 

Η αρβανίτικη είναι γλώσσα αυτόνομη και η σημερινή αλβανική γλώσσα μία διάλεκτος της.



O πληθυσμός του αλβανικού κράτους, που ιδρύθηκε το 1913,θέλησε να υιοθετήσει ξεχωριστό αλφάβητο, να κάνει μία νότια αλβανική γλώσσα της Βορείου Ηπείρου επίσημη γλώσσα με πολλά δάνεια από τα τουρκικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά.

 

Για να δηλώσει ότι είναι πραγματικό έθνος,

και για να μην αφομοιωθεί με τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών.

 


 
 
 
Χάρτης των αρβανιτών στα Βαλκάνια, τον 
 
Μεσαίωνα.
 

 
 
Αρβανίτες στην Νέα Ήπειρο, το 1350.

Υπήρξαν και εποικισμοί σλάβων στα ορεινά, που δεν επηρέαζαν σοβαρά τον εντόπιο πληθυσμό, την γλώσσα και την ορθόδοξη θρησκεία. Για 100 περίπου χρόνια εκεί συγκρούσθηκαν Βούλγαροι και Βυζαντινοί μέχρι που νίκησαν οι Βυζαντινοί την εποχή του Βουλγαροκτόνου (1018 μ.Χ.). Εκείνην την εποχή γίνονται οι πρώτες αναφορές σε Αρβανίτες της Ηπείρου και σε Αλβανούς της Βόρειας Αλβανίας (Διοκλείας). Το αναφέρουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί συγγραφείς της εποχής, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης και η πριγκήπισσα Άννα Κομνηνή. Το 1204 αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους σταυροφόρους και ιδρύθηκε στην δυτική βυζαντινή Ελλάδα το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με έδρα την Άρτα και με βασιλείς από την Δυναστεία των Κομνηνών. Περιέλαβε όλην σχεδόν την Αλβανία μέχρι το Δυρράχιο στα Βόρεια. Εκείνους τους αιώνες εμφανίζεται η περιοχή Άρβανο ανάμεσα στις Βρυγηίδες (δηλ. των Βρυγών – νυν Πρέσπες) λίμνες και το Δυρράχιο, σε ορεινή τοποθεσία, βόρεια της σημερινής Βορείου Ηπείρου.

 
 
Άρβανον και Αρβανίτες 100-1430 μ.Χ.

Στα 1262-1282 εισβάλουν στην περιοχή οι Γάλλοι της Δυναστείας των Ανδεγαυών της Ιταλίας, ηττώνται από τους Παλαιολόγους και παραιτούνται από την διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης. Αλλά οι περιοχές της Βόρειας Αλβανίας υιοθετούν τον καθολικισμό και ξεκινά η θρησκευτική διαίρεση της χώρας. Ο νότος παραμένει ορθόδοξος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου των Κομνηνών. Έναν αιώνα αργότερα, στα 1320-1370 ξεκινά η κάθοδος των αρβανίτικων φυλών της Ηπείρου προς την νότια Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί η κατάκτηση του Δεσποτάτου της Ηπείρου από τους Ιταλούς Ορσίνι των Επτανήσων, τους Παλαιολόγους της Κωνσταντινούπολης και τέλος τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν.


 
 
Λαϊκή εορτή στην Θήβα με αρβανίτες.

Οι Αρβανίτες εγκαθίστανται μέχρι το 1400 στην Στερεά Ελλάδα, την Αττική, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Θράκη… Ενώ παράλληλα ξεκινά η οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων και την Ελλάδας που θα κρατήσει ένα περίπου αιώνα.



Φύλλο της δίγλωσσης (νεοελληνικά-αρβανίτικα)
εφημερίδος "Απόλλων" (1889).


ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕΡΙΚΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

Ακολουθεί ένα λεξιλόγιο της σημερινής αρβανίτικη γλώσσας της νότιας Ελλάδας. Μόνον ο Μάρκος Μπότσαρης κατόρθωσε να γράψει αρβανίτικο λεξικό στα χρόνια της εξορίας των Σουλιωτών (μετά το 1803).

Μπουκουράνα : Όμορφη
Μπουκουριά : Ομορφιά
Παλαθούρε : Παραθυρο
Στέπι : Σπίτι (> hospitium λατ.)
Βαιζα : κορίτσι
Ντιαλι : Αγόρι
Μπουρι : Άνδρας
Γκρουα : Γυναίκα
Τάτα : Πατέρας (< άττας φρυγικό)
Μούμα : Μητέρα , Μαμά
Πλιάκα : γριά, αρχαία
Θειάκα : Θεία
Βογκελ : Μικρός
Μάδε : Μεγάλος
Βλα ιμ : Αδερφός μου (> βλάμης : φίλος)
Μοτρα : Αδερφή
Κρουσκ : Συγγενείς, Συμπέθεροι
Μπουγιαρ : Αριστοκράτες, Βογιάροι
Πρίφτης : Ιερέας, Παπάς (> priest αγγλικά)
Τριμ : Παλληκάρι
Νουσε : Νύφη
Νταρσεμ : Γάμος
Ζοτιν : Κύριος, Θεός (< Ζευς)
Ντιελ : Ήλιος (< Δίας)
Ντερα : Πόρτα (< Δέρας ή Δούρα ομηρικό)
Κιελ : Ουρανός (> cielo ιταλικά)
Ντέτι : Θάλασσα
Μάλι : Βουνό
Λιούμι : Ποτάμι
Ράθρι : Ρείθρο, θέση κοντά σε ποτάμι
Χώρα : Πρωτεύουσα πόλη
Καντούτι : Χωριό
Κρουγιε : Βρύση (< κρήνη)
Ούγιε : Νερό (> aqua λατινικό)
Αρ : Γη (αρ πανάρχαια λέξη της Γης)
Ζιαρδ : Φωτιά
Μπουκ : Ψωμί (< βέκος φρυγικό)
Ντιαθ : Τυρί
Κριε : Κεφάλι (< κριός)
Κόκα : Κεφάλι
Κρεχαρορι : Στήθος
Κουριζι : Πλάτη
Μπίθα : Πισινός
(Μπιθε-γκουρας : Κολο-κοτρώνης)
Γκούρα - Πέτρα
(οπλαρχηγός Γκούρας του 1821)
Ντορες : Χερια
Κεμπετε : Πόδια
Δεμπε : Δόντια
Γκουλουμιε : Μάτια, Οφθαλμοί
Μπέσα : Πίστη, υπόσχεση
Μπαμπεσιά : Απιστία, Ατιμία
Πακ : λίγη
(Πακ μπέσα : Μπαμπεσια)
Φλες : Μιλάω, Λέω
(Παπαφλεσσας : Πολυλογάς παπάς)
Κες : Γελώ
Καμ : Έχω, Κεμι : Έχουμε
Σκοβα : Περναω από κάπου
Ντο βες : Θα πάω (< βαίνω)
Ντο Χαμ: θα φάω (< χαύω αρχαίο ελληνικό)
Μος : Μην (αρνητικό, αποτρεπτικό)
Ντρέδε : Τρομεροί (Ντρέδες Μεσσηνίας)
Ρι ατιε : Κάθησε εδώ (< ρέω)
Σούμε : Πολύ
Φτοχτε : Κακό, Φτωχό
Βατε : Πήγε, Έφυγε (< βαίνω)
έρδε : ήρθε
Σιπρ : Επάνω (> sopra ιταλικό)
Ποστ : Κάτω
Φάρα : Σπόρος, γένος
(< φατρία αρχαίο ελληνικό)
Σιοκ : δικός μου, δικός σας
Ρα καμπάνα : η καμπάνα
Πι : Πίνω
Τι : Εσύ (> tu ιταλικό)
Σοντε : Σήμερα
Νατε : Νύχτα (> notte ιταλικό)
Μενάτε : Πρωί (Μετά την νύχτα)
Ντίτα : Ημέρα (> date, day αγγλικό)
Βίτρα : Χρόνια, Έτη
Κουρτίνα : Όταν
Κάντον : Τραγουδώ (> canzoni ιταλικό)
Γκλιούχε : Γλώσσα
Ε πάρε : Ο πρώτος (> primus λατινικό)
Γκιθ : Όλο
Πούνε : Εργασία, δουλειά (< πόνος)
Μπάρδε : Λευκό, Άσπρο
Κουκε : Κόκκινο
Ζεζε : Μαύρο
Ρίμτε : Κίτρινο
Λουλε : Άνθος, Λουλούδι
Γκορυτσά, γκορτσά : Άγρια αχλαδιά
Εα κτου : Έλα εδώ
Σκόν γκα κτου : Φύγε από εδώ
Ντελιέτ : Πρόβατα
Δίτε : Κατσίκια
Γκιόσα : Προβατίνα
Ντόσα : Γουρούνα
Λιόπε : Αγελάδα
(> Λιόπεσι)
Πούλε : Κοτόπουλο
(> polo ιταλικά)
Λεπούρ : Λαγός
(> κελεπούρι)
Γκιέλι : Κόκκορας
Καρκαλέτσι : Ακρίδα
Μελιγκόνα : Μυρμήγκι (< μυρμηδών ομηρικό)
 
 https://ptolemaidanews.gr/

theologos vasiliadis

Αρβανίτικα επώνυμα: Από πού προέρχονται και τι σημαίνουν

Αρβανίτικα επώνυμα: Από πού προέρχονται και τι σημαίνουν

 
Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες», παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων
 

καπεταναίων και απλών στρατιωτών

που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου

και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα.

Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ' ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή.



Η σχετική αναφορά αναδημοσιεύθηκε στο greeksurnames.blogspot.gr.
Διαβάστε παρακάτω Αρβανίτικα επώνυμα και τι σημαίνουν ορισμένα από αυτά:
Αδάμος (και Αδάμης)
Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης (τυφλός)
Βλαντής
Γιάτας (μακρύς)
Γκάζας (γελαστός)
Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια στον Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας
Γκλιάτης (μακρύς)
Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )
Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι (Παιανία) Αττικής)
Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
Καλέντζης (γανωτζής)
Καλέσης (μαλλιαρός)
Κάμιζας (της πλούσιας)
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
Κανάκης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)
Καπαρέλης
Κασνέσης
Κέκης (κακός, πονηρός ¬ συχνό στη Χασιά)
Κόκος (Κώστας)Κόκλας (συχνό στη Χασιά)
Κολόσης (Νικολάκης)
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
Κόντος (συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Κόρεσης (θεριστής)
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
Κούκης (κόκκινος)
Κουρτέσης
Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
Κυριάκης
Κάγκας-kenge=το άσμα, το τραγούδι. Αδυναμία απόδοσης της αρβ. λέξης.
Θήλυζας-thelleze-a= η πέρδικα. Εδώ έχουμε κλασσική περίπτωση αδυναμίας γραφής των κλειστών φωνημάτων, που περιέχει η λέξη αυτή, με σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου. Από εκεί και πέρα, η απόδοση της λέξης με τους υπάρχοντες ελληνικούς χαρακτήρες επαφίεται στη φαντασία των γραφέων. (το e αμυδρα).
Κιμπεζής και Κιμπιζής -το αυτό ακριβώς συμβαίνει και εδώ. Το όνομα είναι σύνθετο και προέρχεται από τις αρβ. λέξεις kebe = πόδι και izi = ο μαύρος,(το e αμυδρά),σημαίνει δηλαδή τον μαυροπόδαρο. Η αδυναμία γραφής είναι φανερή κι από τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εκφέρεται το όνομα. Προφανώς παρωνύμιο.
Kίκηρας-επαγγελματικο όνομα από την αρβ. λέξη κικερ-α= το ρεβίθι, δηλ. αυτός που καλλιεργεί ή πουλά ρεβίθια.
Κουμισης-κι αυτό επαγγελματικό, kemishe = πουκάμισο.
Κακάτσης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας.
Καβάγιας - πατριδωνυμικό επίσης, ο προερχόμενος από την Καβάγια της κεντρικής Αλβανίας. Και τα δυο παραπάνω ονόματα αποτελούν δείγμα σχηματισμού επωνύμων με τη θέση αυτούσιου του τοπωνυμίου ως οικογενειακού ονόματος. Είναι κατεξοχήν αρβανίτικη συνήθεια, όπως δέχεται και ο Ν. Βέης.
Βηλαράς - είναι επαγγελματικό, από την αρβ. λέξη βηλάρ = τόπι, δηλ. αυτός που πουλά υφάσματα.
Βούκλιζας - σκωπτικό παρωνύμιο από την αρβ. λέξη bukleze-a = η νυφίτσα.
Βρέζας - προέρχεται από την αρβ. λέξη μπρέζε = το ζωνάρι, με τροπή του μπ σε β, μετά από λόγια επέμβαση.
Γκριτζαλάς - είναι παρωνύμιο, από την αρβανίτικη λέξη grizhele-a = η καρακάξα. Προφανώς, όπως όλα τα παρωνύμια, τα παρατσούκλια, απέδιδε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φέροντος το όνομα.
Γκρέπης - grep-i = το αγκίστρι. Συναφή τα αρχαία ελληνικά, γρίπος = το δίχτυ των ψαράδων και γρυπός = κυρτός.
Γκρέστας - greste-a = η αγουρίδα.
Γκρίκας - παρωνύμιο, γκρικ = λαιμός.
Γκρόπας - μάλλον προέρχεται από τοπωνύμιο, όχι σπάνιο σε αρβανίτικες περιοχές. Γκρόπα (grope-a) σημαίνει ο λάκκος, το όρυγμα.
Γκρούμας - παρωνύμιο, grumas-zi =o λάρυγγας.
Γολεμάτης - ειναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος των αρβ. λεξεων γκολ ε μαδ =στόμα μεγάλο, προσωνύμιο που αποδιδόταν σκωπτικά σε ανθρώπους λαίμαργους ή σε όσους συνήθιζαν πομπώδεις εκφράσεις. Δείτε τα ομόρριζα ονόματα Γκόλιας, Γκολεμάς, Γκολέμης, Γολέμης.
Δαγκλής - πατριδωνυμικό που υποδηλώνει καταγωγή από την περιοχή Νταγκλή της Αλβανίας. Η τροπή του ντ σε δ αποτελεί επέμβαση των λογίων, όπως συμβαίνει σε πλείστα ονόματα, Μπότσαρης - Βότσαρης. Ο μουσουλμάνος αντίπαλος του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα Μουστάμπεης Νταγκλής ο Καφιαζέζης.
Δούνης -την ίδια τροπή έχουμε και στο όνομα αυτό. Είναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος του Ντούνης, που κι αυτό με τη σειρά του είναι το αρβανίτικο υποκοριστικό του βαπτιστικού ονόματος Αντώνης.
Δώριζας - doreze-a = το χερούλι, η λαβή. Επίσης σημαίνει τη χεριά, το δράγμα. Ντορέζα λέγεται και το ιδιότυπο πέταγμα της πέτρας από κάτω προς τα πάνω, ώστε να διαγράψει καμπύλη τροχιά.
Ζαρκανίτης - πατριδωνυμικο που υποδηλώνει καταγωγή από το Ζαρκάνι της περιοχής Νταγκλή της Αλβανίας. Η κατάληξη -ιτης είναι ενδεικτική της καταγωγής από τόπο.
Ζέγκος -πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από τοπωνύμιο Ζέγκου στην περιοχή Καρατροπάκ της Δυτικής Αλβανίας.
Ζέης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από το Ζέη Τεπελενίου.
Ζόγκας -προέρχεται από την αρβ. λέξη ζόγκου = πουλί. Γράφεται και Ζώγκας και Ζώγος, Ζώγου. Με το όνομα Ζόγκα φέρεται μεγάλος μεσαιωνικός αρχοντικός οίκος της Αλβανίας με έδρα το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Μαλεσίας. Την εξάπλωση του οίκου αυτού στον ελλαδικό χώρο δείχνουν τα τοπωνύμια Ζόγκα και Μπαρδί Ζόγκα στη ΒΔ Πελοπόννησο, γνωστά ήδη τουλάχιστον από το 1461/63 (τουρκικό απογραφικό κατάστιχο), καθώς και τοπωνύμιο παπα Γιάννη Ζογγα (όνομα συνοικισμού) γνωστό από την απογραφή των Βενετών του 1700 στην περιοχή Θερμησίου της Αργολίδας.
Ζώτος - ζοτ-ι = ο κύριος, ο αφέντης.
Λέζας και Λέζος - παρωνύμιο από την αρβ. λέξη λεζε-α = η ελιά στο πρόσωπο ή στο σωμα.
Λέπουρης, Λέπουρας - παρωνύμιο, λεπουρ-ι = ο λαγός.
Λιάκρας - λιακρ-α = τα χόρτα.
Λιαμπότης - λιαμποτ-ι = ένα είδος χόρτου.
Λιάσκας - λιασκ-α =το κλήμα που παραχώνουν για καταβολάδα.
Λούβαρης – λουβερ = δηλητήριο.
Λιάρας και Λιάρος - λιαρε-α = το παρδαλό, το ποικιλόχρωμο, το κατάστικτο.
Λάντας (δρυς;)
Λότσας (φίλος)
Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης)
Μαζαράκης
Μάζης (κορυφαίος)
Μάνεσης (βραδύς)
Μάριζας (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης
Μέγκουλας
Μελέτης
Μενάγιας
Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ήπειρο)
Μόλας (μόλε = μήλο)
Μουζάκης
Μπανίκας
Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)

Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας
Μπελόκας
Μπελούσης
Μπέτσης
Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου¬ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
Μπόζος (βαρέλας)
Μπόρσας (πουγκής)
Μπούας
Μπούζης (χειλάς)
Μπουζίκης
Μπούκουρας (ωραίος)
Μπούμπας (μαμούνας)
Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
Ντόριζας (μικροχέρης)
Παναρίτης (από το Φανάρι)
Πέτας (πίτας)
Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης
Προκόπης
Ρένεσης (ψεύτης)
Σγούρης
Σκλέπας (κουτσός)
Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας
Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
Σούκουλας (κουρελής)
Σούλης (ψηλός, λεβέντης)
Σούρπης (ρουφηχτής)
Σπάτας (σπάθας)
Στίνης (που σπρώχνει)
Σχηματάρης (κομψευόμενος)
Τάτσης (Δημητράκης)
Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)
Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
Φούντης (πάτος)
Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
Χέλμης (φαρμάκης)



 
 

theologos vasiliadis

Οι αρβανιτες της σκοπελου και κασου

Οι αρβανιτες της σκοπελου και κασου

ΑΛΒΑΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ 

 

Οι εποικισμοι των ακατοικητων νησιων του Αιγαιου Πελαγους με νεους κατοικους ειναι μια συστηματικη ενεργεια των Τουρκων για να δωσουν ξανα ζωη στα νησια αυτα.Ο εποικισμος αυτος γινεται κατα τα μεσα του 16ου αιωνα.Αναμεσα στους αλλους εποικους βρισκονται και πολλοι Αρβανιτες,αν και εχουμε και εποικισεις-παλι με ενεργεια των Τουρκων-που αφορα ειδικα αυτους(1). 

Εδω θα εξετασουμε τους Αρβανιτες της Σκοπελου και της Κασου. 

Δυο νησια που αν και βρισκονται,το ενα στις Σποραδες και το αλλο στα Δωδεκανησα,τα εξεταζουμε μαζι μια και οι πληροφοριες μας για την εποικιση Αρβανιτων σ'αυτα ειναι λιγοστες.


ΣΚΟΠΕΛΟΣ

Την πληροφορια για την εγκατασταση Αρβανιτων στην Σκοπελο μας την δινει ο Ελληνας πλοηγος απο τη Μηλο (Antonio di Milo) ο οποιος περιηγηθηκε στα νησια του Αιγαιου το διαστημα 1587-1591.Στο χειρογραφο του που διατηρειται στο Βρεττανικο Μουσειο,αναφερει πως και στην Σκοπελο πηγαν και εγκατασταθηκαν Αρβανιτες(2).
 

Πηγαινοντας λιγα χρονια πισω βλεπουμε πως στα 1538 τελειωνει η Βενετικη κυριαρχια του νησιου κι αυτο καταστρεφεται απο τους Τουρκους.Πραγματι τη χρονια αυτη ο Τουρκος ναυαρχος Χαιρεντιν Μπαρμπαροσσα με 30000 στρατιωτες και 150 πλοια ηρθε να καταλαβει τις Σποραδες.Αφου καταστρεψε τη Σκιαθο και κατεσφαξε τους κατοικους κατοπιν ηρθε στη Σκοπελο την οποια κατεστρεψε και λεηλατησε εντελως.Την τελεια καταστροφη του νησιου μας την επιβεβαιωνει ο Γαλλος ναυαρχος Blancard ο οποιος λιγο μετα το 1538 επισκεπτομενος το νησι το βρηκε ερημο και ακατοικητο(3).
 

Ο Αδαμ.Σαμψων λεει:«Δεν γνωριζομεν ποσον διηρκεσεν η ερημωσις της νησου.Πιθανως κατα τα τελη του 16ου αιονως κατωκηθη και παλιν,αλλ'υπηγετο πλεον εις τους Τουρκους»(4).Η ερημωση αυτη κρατησε λιγο γιατι οπως αναφερει ο Θεοδοσιος Ζυγομαλας το 1576 η Σκοπελος μαζι με την Σκιαθο ειχαν 2000 σπιτια(5).Οι παραπανω πληροφοριες για τον ανασυνοικισμο του νησιου συμπιπτουν χρονολογικα με την πληροφορια του Antonio di Milo που στα 1587-1591 αναφερει πως υπηρχαν στη Σκοπελο και Αρβανιτες.

 

Ηταν ομως λιγοι σε συγκριση με τους αλλους εποικους που ηρθαν στη Σκοπελο απο την Ευβοια,Θεσσαλια και υπολοιπη ηπειρωτικη Ελλαδα γι'αυτο και γρηγορα συγχωνευθηκαν μαζι τους.Ετσι εξηγειται και η μη αναφορα τους απο τους αλλους περιηγητες.Περα ομως απο την μαρτυρια του Antonio di Miloκαποια επωνυμα και μερικες λεξεις στο γλωσσικο ιδιωμα της Σκοπελου μας τεκμηριωνουν την υπαρξη Αρβανιτων στη Σκοπελο(6).

 
ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ(7)

 
Γκεκας(απο την αρβ.λεξη Gege-a=ο κατοικος της Γκεκαριας,περιοχη της Β.Αλβανιας).
Γκιζας(απο την αρβ.λεξη gjize-a= η μυζηθρα).
Γκικας(αρβανιτικο επωνυμο δυσετοιμολογητο).
Γκικοπουλος(8)
Γκουμας(Γιακουμης,γνωστο επωνυμο Αρβανιτη στρατιωτη και χωριο Γκουμαιοι στη Δωριδα)(9).
Καραδης(απο τις λεξεις kara+dhi-a =μαυρη γιδα δηλ.ο μαυριγιδης).
Κιουσης(απο την αρβ.λεξη qush-i=ο χτιστης).
Κριεζης(απο την αρβ.λεξεις krie-te=το κεφαλι και (i)zi-u=ο μαυρος δηλ.ο μαυροκεφαλος).
Τσιαμης(απο την αρβ.λεξη cam-i=ο κατοικος της Τσαμουριας).
Υδριωτης(ο καταγομενος απο την Υδρα)
Χασιωτης(ο καταγομενος απο την Χασια).

 
ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ(10)

Βεδουρ=δοχειο για το γαλα,αρβ.vedre-a=η ιδια σημασια.
γρουσπα=καλλιεργημενον ξεφωτον εντος του δασους,στην Ηπειρο η λεξη σημαινει η λακκουβα,το χαντακι.Παντως και στη μια περιπτωση και στην αλλη η λεξη προερχεται απο την αρβ.λεξη grope-a=ο λακκος.
ζ'λαπ=πονηρος,αρβ.zullap-i=το αγριο ζωο,μεταφορικα ο πονηρος.
κουκουσελ=χαλαζι,αρβ.korkocel-i λεγονται οι μεγαλες σταγονες της βροχης που καμμια φορα αναμεσα τους περιεχουν και χαλαζι.
κουρβα=πορνη,αρβ.kurve-a=πορνη.
μιλιγκον=μηρμυγκι,αρβ.millingone-a=η ιδια σημασια.
τοις=βλακας,αρβ.toc-i= ηλιθιος.

ΚΑΣΟΣ

Οι πληροφοριες μας για τους Αρβανιτες της Κασου ειναι ελαχιστες.Την μαρτυρια για την παρουσια τους εκει μας τις δινει η ονομασια χωριου Αλβανιτοχωρι η Αρβανιτοχωρι(11).
 

Εξεταζοντας την μεσαιωνικη ιστορια του νησιου βλεπουμε πως το 1306 κατεληφθη απο τους Βενετους Κορναρους μαζι με την Καρπαθο και την Σαρια κι εμεινε στα χερια τους για 230 περιπου χρονια.Το 1537 το παιρνουν οι Τουρκοι(με τις εκστρατειες του Χαιρεντιν Μπαρμπαροσσα)(12).Τα επομενα χρονια το νησι ερημωθηκε απο τις επιδρομες των πειτατων.Οι περιηγητες Feyerabent το 1562,Carlier το 1579,Antonio di Milo το 1587-1591 και Dallam το 1599 μας πληροφορουν οτι το νησι ηταν ερημο.

 

Το 1662 ομως το νησι ειναι πατριαρχικη εξαρχεια και το 1670 ειχε 5000 κατοικους(13).Ολα αυτα μας οδηγουν στο συμπερασμα πως ο εποικισμος του νησιου με νεους κατοικους πρεπει να εγινε στα τελη του 16ου με αρχες του 17ου αιωνα.Σχετικη Κασιακη παραδοση μιλαει για την επιδρομη πειρατων,την λεηλασια,την απαγωγη των κατοικων και την τελικη ερημωση.Επισης κανει λογο για τον ερχομο των νεων εποικων μεταξυ των οποιων και για τους Αρβανιτες (με τη μορφη παραμυθιου)(14).
 

Ο ξεχωριστος οικισμος Αρβανιτων απο τους οποιους πηρε το ονομα το μερος που εγκατασταθηκαν δειχνει πως η μεταναστευση τους εκει αποτελει ενεργεια των Τουρκων που αφορουσε ειδικα αυτους(15).Ακομα η περιγραφη του χωρου που εγκατασταθηκαν ως ανηνεμου και με καταπρασινη κοιλαδα ενισχυει τη θεση πως εγκατασταθηκαν εκει ειδικα για να καλλιεργησουν το καταλληλο κι ευφορο αυτο μερος(16).
 

Οι Αρβανιτες αυτοι επειδη εγκατασταθηκαν σ'ενα συγκεκριμενο μερος του νησιου κι ηταν λιγοι σε σχεση με τον υπολοιπο πληθυσμο του απορροφηθηκαν γρηγορα απ'αυτον.
Μοναδικο στοιχειο της παρουσιας τους αφησαν την ονομασια του χωριου που δημιουργησαν ως Αλβανοχωρι η Αρβανιτοχωρι(17).

1)Βλπ. Κ.Μπιρη:«Αρβανιτες οι Δωριεις του νεωτερου Ελληνισμου» σελ.247.
2)Βλπ.Απ.Βακαλοπουλου:«ιστορια του νεου Ελληνισμου τομος Β» σελ. 131 και Κ.Μπιρη ο.π. σελ.243 και 246.
3)Βλπ.Δημ.Νασουλη «Σκοπελος <η αρχαια Πεπαρηθος> ιστορικη μονογραφια» σελ. 47,Αδ.Σαμψων:«Η νησος Σκοπελος,ιστορικη και αρχαιολογικη μελετη»σελ.194,William Miller :«Η Φραγκοκρατια στην Ελλαδα»σελ.695,Π.Ζερλεντη:«Εκ των Νησιωτικων γεωγραφικα-ιστορικα-γλωσσικα»σελ.59-89.
4)Βλπ. Αδαμ.Σαμψων ο.π. σελ.195.
5)Βλπ. Π.Ζερλεντη ο.π. σελ. 22 και 89.
6)Βλπ.Κ.Μπιρη που εσφαλμενα λεει πως δεν αφησαν το παραμικρο τεκμηριο της παρουσιας τους.
7)Τα επωνυμα τα συγκεντρωσαμε απο τον τηλεφωνικο καταλογο Θεσσαλιας και Β.Σποραδων.
8)Βλπ.σχετικα με το ανδρωνυμιο Γκικαινα στη Σκοπελο Αδαμ.Σαμψων:«Το γλωσσικο ιδιωμα Σκοπελου και Γλωσσης»σελ.104.
9)Βλπ.Κ.Μπιρη ο.π. σελ. 193.
10)Τις λεξεις αυτες τις βρηκαμε στο λεξιλογιο του γλωσσικου ιδιωματος της Σκοπελου που παραθετει ο Αδαμ.Σαμψων ο.π. σελ. 107-123.Ορισμενες λεξεις πιθανον να συναντιουνται και σε αλλες γλωσσες η να ειναι δανεια απ'αυτες στην αρβανιτικη,αυτο ομως δεν μπορει να αποκλεισει την πιθανοτητα οι φορεις των λεξεων αυτων να ειναι οι Αρβανιτες.
11)Βλπ.Απ.Βακαλοπουλου ο.π. σελ. 131,Κ.Μπιρη ο.π. σελ.247,Δημ.Πασχαλη:«Οι Αλβανοι εις τας Κυκλαδας» σελ.282,Παντ.Καστρουνη:«Δωδεκανησιακον Ημερολογιον»τομ.1ος σελ.151.
12)Βλπ.Μ.Μιχαηλιδη-Νουαρου:«Για να γγνωρισουμε τη Δωδεκανησο»σελ.99.
13)Βλπ.Π.Ζερλεντη ο.π. σελ.63.
14)Βλπ.Παντ.Καστρουνη ο.π. σελ.63.
15)Βλπ.Κ.Μπιρη ο.π. σελ.247 και παραπανω σημειωση 1.
16)Βλπ.Κ.Φραγκουλη:«Λευκωμα της Κασου»σελ.5-14.
17)Η ονομασια του χωριου φυσικα,θα δοθηκε απο τους αλλους κατοικους του νησιου για να δηλωνει το μερος που μενουν οι Αρβανιτες.Βλπ. επισης και το επωνυμο Αρβανιτοπουλος στην Κασο.

 

http://skopelos-news.blogspot.com/2014/03/blog-post_6461.html?m=1 

 

  theologos vasiliadis

Ελληνικα επωνυμα απο αρβανιτικα παρατσουκλια

Ελληνικα επωνυμα απο αρβανιτικα 

παρατσουκλια

                                                   



Επιδιώκοντας την ενημέρωση  των  ελλήνων φιλομαθών   που συχνά  μας  ρωτούν για την προέλευση  κάποιων  επωνύμων ηπειρωτικής, «αρβανίτικης»  προέλευσης,   για την αρχή και  τη  σημασία τους,   «ανεβάσομε το παρόν  γλωσσάριο , το οποίο αποτελείται από επώνυμα που βρίσκονται σε όλο τον   ελληνικό χώρο.

                Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ
  
  ΟΙ Αρβανίτες ήσαν  δίγλωσσοι  και το γλωσσικά  ιδίωμά τους ήταν έντονα επηρεασμένο   από τη διάλεκτο των  Αλβανών Τόσκηδσων της Βόρειας Ηπείρου με τους οποίους   ζούσαν μαζί για πολλούς  αιώνες στον ίδιο χώρο. Η γλώσσα τους   που σήμερα σχεδόν έχει ξεχαστεί   περιέχει πολλά ξένα γλωσσικά δάνεια, αφού μόνον το  8% του  αρβανίτικου λεξιλογίου περιλαμβάνει καθαρά ιλλυρικές  λέξεις.
 

Πολλές λέξεις δανείστηκε η γλώσσα τους μεταγενέστερα από την τουρκική μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τους Τούρκους, όπως δείχνουν και τα σημερινά αλβανικά λεξικά.

 
 
 Από τους Αρβανίτες (Βορειοηπειρώτες) πρέπει να ξεχωρίσουμε  τους Τουρκαλβανούς, τους γνωστούς μας  Γκέκηδων, οποίοι  αφότου   έγιναν φανατικοί διώκτες  των  Αρβανιτών  και όλων των κατοίκων της Ελλάδος κατά τις επαναστάσεις των Ορλωφικών και του ΄21.      

 Ένα από τα αναγνωριστικά στοιχεία  της παρέλευσης των αρβανίτικων επωνύμων  είναι η πάγια συνήθεια   τους να προτιμούν   δισύλλαβα και να αποφεύγουν τα πολυσύλλαβα  επώνυμα ο Ηπειρώτης (;)Νικόλαος έγινε Νίκας και ο Ηπειρώτης(;) Στέφανος έγινε  Στέφας. 
  Πριν  προχωρήσουμε ,όμως,   στην αλφαβητική παράθεση σημαντικού αριθμού «αρβανίτικων» επωνύμων μαζί με την προέλευση, την  ετυμολόγηση  και τη σημασία τους  θα παραθέσουμε και μερικά  βοηθητικά σύμβολα για την άνετη ανάγνωση των λημμάτων του γλωσσαρίου.

 Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΩΝ  ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΩΝ  ΦΘΟΓΓΩΝ                              

Στα ουσιαστικά το φωνήεν ë  είναι άφωνo και δεν προφέρεται πριν από το άρθρο -  a, όπως στο επώνυμο Lekёa, = Λέκας <  Αλέξανδρος. Μέσα, όμως, σε λέξεις η προφορά του είναι μεταξύ των ελληνικών φθόγγων  α  και ε,  όπως στο  αγγλικό ποσοτικό επίρρημα  about.   
 Οι συλλαβές la,- lo, - lu  προφέρονται  ως    λια-, λιο ,  λιου -.   Με τη μεταφορά των  συλλαβών αυτών σε ελληνικές λέξεις  δεν ισχύει πάντοτε  η αλβανική/αρβανίτικη προφορά των ίδιων συλλαβών. και ο Λιάλιας (πατέρας) προφέρεται Λάλας  και ο Λιαλιώτης. Λαλιώτης.

Η γραφή  Liap - i, στο λεξικό Μπαμπινιώτη είναι ατυχής, γιατί ο Λιάπης στη αλβανική γράφεται Lab - i, προφορά  Λιάμπης,  και όχι Liap -i,

Η ΠΡΟΦΟΡΑ 

 η προφορά   των αλβανικών φθόγγων  στα  από τα οποία έχει επηρεαστεί ο κορμός των αρβανίτικων  ελληνικών επωνύμων 

Το «άφωνο ë», ‘όταν  βρίσκεται  στο τέλος λέξεων και μετά την λοξή μπάρα /  δεν προφέρεται καθόλου   όπως στη λέξη  kok/ë, - a, = κεφάλι και συμπροφέρεται το θέμα  kok/ -  δεν αποτελεί κατάληξη αλλά το άρθρο  = η κόκα ,
Όταν, όμως το ë  βρίσκεται μέσα σε λέξη προφέρεται  με  φθόγγο που έχει προφορά  μεταξύ των  ελληνικών φθόγγων  α και ε, όπως αγγλική  λέξη about.
 Πρέπει να τονιστεί ότι πάντοτε  στις θέσεις των ελληνικών καταλήξεων οι φθόγγοι/γράμματα:     a, - i, - u (προφορά  ου)  είναι τα άρθρα των ουσιαστικών  τα οποία συμπροφέρονται με  το  θέμα:

- O Γκόγκας < Gogë - a,
- O Γκιέλης <  giel- i,  o κόκορας. -
- O Γκρέκης  <  greku,  ο Γραικός.  
 Μόνο τα  προτακτικά άρθρα  (i.e) τάσσονται  προ των επιθέτων:
- i bukur, o όμορφος,
-  e bukur,  η όμορφη
  
-  Οι συλλαβές  la, - lo, - lu   προφέρονται   ως  λια-, λιο , λιου -. Όμως  η προφορά τους, όταν βρίσκονται οι ίδιες συλλαβές μέσα σε ελληνικές λέξεις «αρβανίτικες» δεν είναι  πάντοτε η ίδια. Μπορεί το τμήμα  /Κόλας  από το Νι/κόλας, να έγινε στην ελληνική  Κόλιας και το τμήμα  /Κολός < Ν/ κολός να λέγεται Κολιός, όμως το  Λάγιος δεν προφέρεται  Λιάγιος,  ο Λάλας, Λιάλιας,  και ο Λαλιώτης <   Λιαλιώτης,  όπως στην Αλβανική. Οι ίδιες συλλαβές με  δυο ll,  προφέρονται ως λα -, λο ,- λου.

Σύμβολα

Η οξεία γωνία

 - Το πλατύ μέρος της  < περιέχει  τη  λέξη  από την οποία  προήλθε το επώνυμο που είναι  στη  μύτη της,  όπως στο  ελληνικό επώνυμο ο Μπάρας   < αρβανίτικο  mpar/ë - a, Δηλαδή  η  < σημαίνει   «από το»  επίθετο    mpar/ë - a,   
 Στη  «μύτη» της οξείας γωνίας >  βρίσκεται κάθε λέξη παραγόμενη από την προηγούμενη το Μπουρίκας από το Μπούρας ( Μπούρας > Μπουρίκας). 
Οι βραχυγραφίες των επωνύμων, όπως η  (Τριαντ. 78),  (Ντίνας, 101)  παραπέμπουν  στα πλήρη ονοματεπώνυμα των συγγραφέων  με  τους τίτλους των βιβλίων τους και τους αριθμούς των σελίδων  που υπάρχουν τα επώνυμα.  
          

Αλβανία - ive- pedia.g.
 

 ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ  ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
  

Α


Α, a  <  το λατινικό  a

Αρβανίτης <  Αρβανίτης < Αλβανία (Ντίνας, 101).  
Αρμπερέσης  <  Arbëresh-,e, o   Αρβανίτης,  ο Αμπερώρης. Αρμπουνιώτης <   την αλβαν. οροσειρά 
 Arbena (Άρμπενα), Αρβανίτης. 
Αρναούτης , παρατσούκλι < Arnavut, o «τουρκαλβανός» o «σκληρός», ο  « αιμοδιψής»
 κ.  Αρναούτος κ. Σουλεϊμάν (Σολομών) Αρναούτογλου στην Καλαμάτα το 1821.
 (Από το Γλωσσάριό μας)

Β

Β.  Η προέλευσή του   <   λατινικά στοιχεία.  b ή  v

 
Βαΐτσος  vajc  o κλαψιάρης, Βαϊτσόπουλος.
Βέλιουρας < velur - i, o  χορτάτος.  
Βελλάς < vëlla,- i,   o αδερφός > Μονή  του Βελλά.
Σημείωση: Στα  ελληνικά επώνυμα ή στα παρωνύμια (παρατσούκλια) αλβανικής επίδρασης
 ό,τι  ακολουθεί μετά το θέμα  είναι το   άρθρο τους και όχι η κατάληξή τους. Στο επώνυμο
Μπούζας < αλβαν.  buzë,- a (το χείλος, ο χειλάς), το  - a  είναι άρθρο αρσενικού γένους και όχι
κατάληξη, όπως στις ελληνικές  λέξεις: τα ουσιαστικά, τα επίθετα, οι   αντωνυμίες   και οι μετοχές.
Βέρδης   < verdhë (i,e),  o κίτρινος, o  ωχρός  o κιτρινιάρης, O σβερδονιασμένος.
Βεσκούκης < veshqok(i,e),   ο έξυπνος, το ξεφτέρι.
Βίγκος < θέμα  vig, η  γέφυρα από κορμό δέντρου, το μονόξυλο, μικρό γεφύρι, το ξυλοκρέβατο, το απλό φέρετρο.  Γκίν. 471.
Βότσαρης < Βότσης <  bocё-a (μπότσα) το υδροδοχείο. Βλ. κ.  ο Μπότσαρης, o Μπότσιος. 
Βότσης,   το μικρό παιδί, ο μούτσος. 
Βούζας α) < εξελλ. του  Μπούζας   < αλβ. buzë,- a   τα χείλη,  Μπουζαλάς, χειλάς,  Μπουζέας, Μπούζος   κ.ά.
Βουνιώτης  Vunjotes - i  < το βουνό  Βουνό Vunoi, της Χιμάρας.     
Βουράκης < Βούρος < Μπούρος < burrë - i   o  άντρας, ο γενναίος,  Μπούρης, Μπουρής,  Μπουρίκας,
 Μπουρίκος.
Βρυώνης <  το  χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία κ. <   ν. ε. ουσ.  βρυωνιές, είδος υδροχαρών  φυτών, βρύων . 
Βύρης  < εξελλ. του  Μπίρης   <  biri,  ο γιος, Βύρος.

Γ

Γ  H προέλευσή του  < το λατιν.< το λατιν.G/g 

Γαλακούκης galakuqe,  ο ξεχασιάρης.
Γαλάνηςgalan-e  ο μαύρος,  Γαλανός, Γαλανόπουλος,  κ. ά. Το επώνυμο   συνηθίζεται
 στα αρβανιτοχώρια της Πελοποννήσου.
Γκάργκουλας <   gargull-lli  (Ζωολ.),  o  «μελισσουργός», o μελισσοφάγος.
Γκέγκας <  Gegë - a, επών. εθν. Δηλώνει μέλος της φυλής των μουσουλμάνων Γκέγκηδων
 της  Β.  Άλβανίας,  ο άγριος, o άξεστος.
Γκέκας βλ. ο Γκέγκας.
Γκιάτας  gjatë (i,e), ο  μακρύς ταυτόσημο με το  Γκλιάτης  Βλ. παλαιό τοπωνύμιο, Γκλιάτα) (του) (Μεσσηνία).
Γκιέληςgielio κόκορας.
Γκίζας   <   gjizë - a,  η  μυτζήθρα.
Γκίνης  <   Gjini, (Γκιόνης),  ο Γιάννης.  
Γκίνος <  βαφτ. Gjin, Γιάνης (Ντίνας,117)
Γκιούκας <  βαφτ. Γιόκας,  Γεώργιοςς,  Ντίνας 117)
Γκιουλέκας <  Gjoleka <  βαφτ.  Gjon,  Γιάννης +   Lekë  - a, ο Αλέκος, Αλέξανδρος. 
Γκιωνης α)  < ορθογραφική παραφθορά  του Γκιόνης < gon, Ανδρωτης, 64β΄.  
 Γκιώνης β)   <    Shenjt Gioni,  <  ο ΄Αγιος  Ιωάννης της Αλβανίας, ο Γκιωνάκης(Γκίνης, 393α΄)  
Γκλιάτης,  <   παράλλ. τύπ. του  ο Γκιάτας  gjatë - a, ο μακρύς, ο Μακρής..  
Γκιόκας < Gjoka, ο Γιώργος.    
Γκόγκας, “gogë - a, Παρατσούκλι  που έχουν δώσει  οι  αρβανίτες της Β. Ελλάδος  Αλβανοί  στους
 Βλάχους της περιοχής τους,  Γκογκόπουλος.
Γκογκόλης <   gogol, (i),   το σκιάχτρο, ο μπαμπούλας.
Γκόλιας < τη  συνεκφ.  του  Κόλιας < τον Κόλια > το/  Γκόλια, Γκολιας  <   Νι/κόλας.
Γκόρας <  τοπων.  Gora.  επαρχία της  ΒΑ Αλβανίας. (Ντίνας, 119)
Γκούμης <   βαφτ. Ιάκωβος, (Ντίνας 120). Γκούμας.
Γκούντας < βαφτ. Κωνσταντινος. (Ντίνας,121)
Γκρέκης  <  greku,  ο Γραικός, ο Έλληνας  > o  El Greco.
Γρίβας  <   grivë (i)  το σταχτί, το γκρι.  Αρχικά  το επίθετο δινόταν μόνο  γκρίζα   άλογα <  «άλογα ζώα» = ίπποι.
Σχόλιο. Κατά τους Τριανταφυλλίδη - Στάθη, τα επώνυμα που δηλώνουν χρώμα, κυρίως μαλλιών
προέρχονται από επίθετα τα οποία αρχικά είχαν δοθεί σε ζώα, όπως: Μπέλος (άσπρος), Τραχήλης, Κυριάκης,
Πασχάλης, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοχοι των ζώων τα θεωρούσαν σαν τον δεύτερο εαυτό τους και τους
είχαν δώσει παρωνύμια,παρατσούκλια, για  ονόματα,  για να επικοινωνούν μαζί τους (Τριαντ.,54). 
  Γριζιώτης <  από  το αλβαν. χωριό Grizhe,B.της Σκόδρας .

Δ

Δ  Η προέλευσή του   <    λατιν. d  ή <  αλβανικο dh = δ, όπως Δάλας <  Dhall/ë - a,

Δάγκαλης  < dangall- i ο κοιλαράς > Δαγκαλίδης.
Δάρδας  (Ντίνας, 212)
Δασιόπουλος <το  Ντάσιος <  dash,  το κριάρι, ο Ντάσης ή  <  τ.  επίρρ.   daş = μαζί,  σύντροφος, παρέα, Δασόπουλος 
Δελής  <  deli, ο   πολύ καλός, το παλικάρι, «Δεληο(γ)λάνης», το «τρελόπαιδο.  Με αυτή τη σημασία
 «παλικάρι, λεβέντης μεταφράζονται  τα επώνυμα από την Ήπειρο: Δέλιος,  Δέλκος,  Δέλλας,  Δελλής, Δέλλιος
Δήμιζας <  Δήμας + αλβ.  κατάλ. - ίζας. Σχηματισμός κατά τα επώνυμα Γιώργιζας,  Πούπουζας,  Κίκιζας κ.ά.
Δορμπάρης  < dorëbarë (i.e.),  ο γουρλής, Δορμπαράκης.
 Δούκουρης < dukur (i.e.)  ο λεβέντης.
Δρεκ(ό)πουλος   < *Δρέκος < dreq-i  διάβολος + κατάλ. - όπουλος. 
Δρες < Ντρες < αλβ. επιφ. (Μεσσηνία). (Τριάντ. σ. 251)
Δρες <  εξελλ. του Ντρες  (στο χωριό  Άρις, Άριος  Μεσσηνίας)  < πολεμική αρβανίτικη  αναφώνηση  dre!..
 κατά τη στιγμή της επίθεσης  των Ντρέδων  κατά των  Τούρκων   και των Τουρκαλβνανών
συμμαχων τους, Πληθυντ. αριθμ. Οι  Ντρέδες.
Η  προέλευση   του χαρακτηρισμού   «Ντρέδες» για τους Ντρέδες  της Άνω Μεσσηνίας
 από το αλβαν. επίθετο   drejte (i.e) δεν ευσταθεί, γιατί το επίθετο δε  σημαινει γενναιος,  αλλα  δίκαιος,  ίσο (ξύλο) ,   ειλικρινής (Γκίνης, 96. β΄) 

- Ε

- Ζ

Ζ  H προέλευσή του   < το   λατιν. Z 
Ζι  H προέλευσή του  < το αλβαν. Ζh  

Ζάγκαλης <  zagal - i ο «οίστρος, βοϊδόμυγα».
Ζαλαχώρης ίσως <  zallahi-a, ο σάλαγος, ο θόρυβοςθορυβώδης.
Ζέζας (ο) < Ζέζας  (της) ο γιος της Ζέζας, της «μαύρης»  <  το  αρσεν. επίθ. zi - i, ο μαυρος. βλ.  Κριε - ζής,  μαυρο/κέφαλος     
 Ζέκης < zekth-i, οίστρος, Βοϊδόμυγα, (Ντίνας,130).
Ζιάκας <  zhakë-a το  χοντρό ύφασμα από κάνναβη, χόντρη πατσαβούρα για σφουγκάρισμα.
Ζιάπας  < zhape - a (α), ο φλοιός, η φλούδα, το δέρμα  (Οικον. 72.)
Ζιώγκος < zog - gu, το  πτηνό (Φθιώτιδα, Λάρισα). O φθόγγος/γράμμα  - u  είναι άρθρο στην αρβανίτικη    γλώσσα
και όχι κατάληξη των ονομάτων  (των ουσιαστικών και των επωνύμων).
Ζιώτας < το  Ζιώτος < Ζώτος < αλβ. zot - i,  ο κύριος, ο άρχοντας,
 Zot (χωρίς το άρθρο (i)),  Kύριος  ο Θεός.(Τριαντ. 79)  Ζότος,   Ζώτος.
Ζόγκας < zog,  το  πτηνό, το πουλί. 
Ζόγκας, βλ. Ζιώγκος.
Ζόνιος (ο)  <  < Ζόνιως (της), γιος της  Ζόνιως , της κυρίας/οικοδέσποινας.
Ζώτας < Ζώτος,  ο κύριος (τάδε), < αλβ. Zot - i   o άξιος, o ικανός, ο κύριος.
 Στην αλβανική,  λοιπόν,  μετά το θέμα  zot το  -  i  είναι άρθρο ουσιαστικού γένουςαρσενικου
 και όχι κατάληξη.  Χωρίς το  άρθρο   -  i,  μονον  το  Zot σημαίνει Κύριος (Κυρίαρχος) (ο Θεός) 
Ζώτος <  ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία ιερέας + ο τάδε (Τριάντ.,77)   βλ. κ.  Ζώτας κ. Ζώτος.


Η,   δεν υπάρχει επώνυμο.

Θ

Θ    H προέλευσή του  < το  λατιν.  Th/th

Θούας  thua   το  νύχι,  η οπλή.

Ι


 Κ

Κ   H προέλευσή του  < το λατιν.  K  
Kι  H προέλευσή του  < το λατιν.  Q  

 Κάλεσης  < kalesh,  όνομα σκύλου ασπρόμαυρου ή μαλλιαρού  ή <    πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο κεφάλι του.
Καλιούσης  <  kalush-i <  ουσ. kalë - i <  ελλην. ο κέλης - ητος  (ο)  (ίππος).   αλογάκι, εφαλτήριο.
Καλιώρας  (α)  από την ευχή « καλή  ώρα» ή    <  kalores (προφορά /λιό/)  < το kalë- i, ίππος = ο ιππέας.   
Κανάρης   <  αλβ.  kanar - i, ο   κρεοπώλης. Άσχετο με το ελλην. επών. Κανάρης.
 Καπρούλιας <  kaproll-ll  -  i, το   ζαρκάδι.
Καρκαλέτσος  <  karkalec- i,  η ακρίδα, Καρκαλούτσος.
Κατσάνης <  kacan,  ο φιλάργυρος, τσιγκούνης
Kace -   <   α΄ συνθ. kaçe,   Κατσιμικροκαμωμένος.
Κατσέληςkaçel-e  ο κουτσός, ο χωλός.
Κατσής <   kace  =  o μικροκαμωμένος, o  «κατσιασμένος».
Κατσι -  106,108 
Κατρανάρας  < katran - i,  το κατράμι+ μαγεθ. κατάλ. -   άρας.
Κατσιμπάρδης kacibarthë  - a,  η αγριοτριανταφυλλιά.
Κατσιρούμπας   kaçirubë - a,  το λοφίο, η τούφα από φτερά.
Κατσούλας <  kacul - i, το λοφίο πουλιού, το λειρί κόκορα, ο Κατσουλιέρης, Τσαλαπετεινός. Κατσούλης. 
Κατσούμπας  kaçubë – a, o  θάμνος,  to χαμόδεντρο.
Κατσούπης kaçup   το ασκί (Οικον. 38)  
Κατσουρέλοςkaçurrel-e,   ο κατσαρομάλλης.
Κέκης < keq (i)  ο  κακός, o Κέκιζας, o   Κέκιας, o Κέκ(κ)ης, o Κέκ(κ)ος, o Κεκ(κ)όπουλος,
o Κεκιάν, κακόψυχος (Οικον. 41)
Κελέσης qelesë-ja  ο σκούφος, το άσπρο φέσι.
Κέπας qepë - a, το κρεμμύδι.
Κεραμάρης  < παραφθ.  του  qiramarrës,  αυτός που  εισπράττει ενοίκια, ο ιδιοκτήτης.
Κλέρης <  kler - i,  ο κληρικός.
Κόιας  <   kοje  η κόρα του ψωμιού.
Κόκας kokë, - a,  το  κεφάλι, η  «κεφαλή», ο επικεφαλής   καφάσι,
 Κοκίδης, επικεφαής, καθοδηγητής (Οικον. 396) Κόκιζας.   
Κοκοδήμας  <  Κοκοδήμας < Κόκας + ηπειρωτ.< kokë - a, το κεφάλι + ο Δήμας < Δήμος < Δημήτριος.
  Βλ. κ. φρ.: «αυτός τη φυλάει την κόκα  του». 
Κόκλας <   kokë, - a,  το κεφάλι +  επίθ. lartë (i,e,) ο υψηλός /  ο ανώτερος.
Παρετυμολογία αποτελεί η παραφιλολογία που συνδέει το πανελλήνιο επώνυμο   Κόκλας   με τοπωνύμιο …  Κόκαλα, 
Κόλης  < Νικόλαος  κ.  shenjt Kolli, Αγιος Νικόλαος, στην  Αλβανία. (Γκίνης, 393α΄)  Το Κόλης < Νικόλης
 δεν γραφτηκε  Κιόλης, γιατί επονται  δυο   ll.
 Κόλιας <  Νι/κόλας  >  Κόλας > ο Kόλιας.
Υπόμνηση. Στην  αλβανογενή -  αρβανίτικη   γλώσσα η  οι συλλαβές    la - , lo -,  και  lu   προφέρονται   λια-,  λιο, - λιου -.
Κολιόπουλος < Νι/κολόπουλος κ.   Κολιούσης < Νι/κολούσης.
Κολιζής  < kolli, Νικόλας + zi,  μαυρος,  ο    «Μαυρονικόλας», ο δυστυχος ο Νικόλας. Το ο δεν εγινε ου γιατι ακολουθουν  ll
Κολιός < Νι/κολός.  
Κολιούσης <  Κολούσης < σύντμ. του  Νι/κολούσης.
Κολ(ι)ούμπας kolubekolubja,   η καλύβα ή  η κυψέλη.
Κολιοφώτης < Νι/κολοφώτης
Κούκης  <   επίθ.  kuq  (i), ο κόκκινος, ο κομμουνιστής, ο  Κούκιος.  
Κόρδας  < κόρδα  kordhë,- a  < ελλην. ουσ. η χορδή // η  σπάθα, σπαθί (το) (Γκίνης. 206),
γιαταγάνι // μεγάλο μαχαίρι του βυρσοδέψη (Αργυρόκαστρο), Κορδάτος, σπαθοφόρος (Οικον.43/44).  
Κορμπής <   corb-i,  ο κόρακας, Κορμπόπουλος.
Κοροβέσης <  korrovesh - e,  ο κοτσαύτης.  
Κορόζος <  korrro/zi, ο μελαχρινός, μαυριδερός   (Λαμία). 
Κόρπας   <   korp - i,  το «κορμί, κορμός» < λατ. corpus,  «κορμός».
Κόσκος <  koskë - a,  το κόκκαλο, η μικρή αμοιβή,  Κοσκίδης.
Κουλιανός <  κούλια (η)  < kula,   πύργος,  φρουρός ή  κάτοικος πύργου, Κουλιέρης. 
Κούνας <  kunë-a,  η κούνια, η αιώρα.
Κουρίλαςkurrillë – a,  ο σταχτόχρωμος γερανός.
Κρέπης krep- i,  ο βράχος  κ. μτφ. ο «πεισματάρης».
Κριεζής <  kryezı <  krye «κεφάλι» κ. «κεφαλή», ο ηγετικός παράγοντας + zi (i) ο «μαύρος» =  «μαυροκέφαλος».
Κριεζώτης (α) <  kryezot - i  < το  krye,  «κεφαλή»  + zot - i, ο άρχοντας.
Κριεζώτης (β) < Κριεζά (τα)  «Μαύρα Κεφάλια» του Γριπονησιού (Ευριπονησιού)  (Εύβοια), Γκριζιώτης.
Κριεκούκιας < Κριεκούκης < kryekuq-i,  κοκκινοκέφαλος, ο κοκκινομάλλης
ή ίσως  <  το Κριεκούκι (σήμερ.  Ερυθρές της Αττικής).
Κριεμάδης    kryemadh-i < το  krye κεφάλι + madh-i,  ο «κεφάλας»,   το «μεγάλο κεφαλι», ο αρχηγός.
Κρίκας <  ουσ. kryki,   ο σταυρός   και με ανεβασμα του τονισμού  ο   Σταύρος, Κρικέας,  Κρίκης,  Κρίκκας.
Κρούσκας <  Κρούσκος<  krushk - ku,  ο προξενητής, ο συμπέθερος.

 Λ


- Λ   α) H προέλευσή του  < το λατιν. L
- Λ β) H προέλευσή του  <  δυο λατιν. L L /ll, όπβως  στο βαφτ.    Kolli, Νικόλαος
 και  Shenjt Kolli, ; Άγιος Νικόλαος στην Αλβανία, .  
  - Λι . H προέλευσή του  <  τις αλβανικές  συλλαβές  la,- lo,- lu,
 - Λια, - λιο,  -  λιου -, από  την αλβανικη προφορα   των λατιν. συλλαβών   la,-  lo, -  lu,
   Η προφορα, όμως,  των συλλαβων συλλαβών   la,-  lo, -  lu, στα αρβανίτικα επώνυμα  άλλοτε υπάρχει και άλλοτε όχι.
 Το επώνυμο  Λάγιος π.χ.   θα έπρεπε στην  ελληνική  από επίθετο  lag  να γράφεται και να προφέρεται  Λιάγος
 και το Λάλας <  το  αλβανικό  Lalë - a,  να γράφεται  Λιάλιας,  που σημαινει «ο πατέρας».
------- 
Λάγιος    αντί  του  Λιάγος <  laj,+   ο μαύρος,   πιο πολύ για πρόβατα.
Λάλας < αντί  του Λιάλιας   lalë - a  (la= λια),  ο «πατέρας»,
Λάλαςllallë a, κάμπια.
Λαλιώτης < αντί του  Λιαλιώτης από το  χωριό Λάλα  (Λιάλια) της Ηλείας  το οποιο  ίδρυσαν 
οι Τουρκαλβανοί, οι θανάσιμοι εχθροί των «Αρβανιτών» και των λοιπων αγωνιστωμ του ΄21
 μαζί με τους  (Τουρκομπαρδουνιώτες),  τους τουρκαλβανούς  του Ταϋγέτου.
Λάπας  llapë-a,  γλώσσα,  γλώσσα  παπουτσιού, γίδα με μεγάλα αυτιά, (Οικον 50).  
Λάστας <  το   χωριό Λιάστα,  lastë - a,  δροσιά. (Παπ. 441).
Λάτας (α)  < Λιάτας  latë - a, μικρό τσεκούρι.  < (Οικον. 47).
Λάτας (β) < Λιάτας  < latë -a  < ιταλ.  latta,  γκαζοτενεκές   μέτρο χωρητικότητας
πληρώνονται με καρπούς για το μεροδούλι τους οι γυναίκες που μαζεύουν ελιές.  (Οικον. 47).  
Λάτσης llac- i,  ο βοηθός χτίστη, Λάτσιος. (Οικον. 49) 
Λέκας Lek ë - a. ο Αλέξανδρος   

Σχόλιο. Είναι γνωστή η συνήθεια  των   Αρβανιτων  και γενικά των Ηπειρωτών να προτιμούν
 δισύλλαβα ονόματα και επώνυμα  αντί για τρισύλλαβα και πολυσύλλαβα: Νίκας < Νικόλαος,
 Γώγος < < Γεώργιος,  Στέφας  < το Στέφανος κ.ά..

Λιάγκουρας   lagur (i.e),  ο υγρός,  ο βρεγμένος (Οικον.  47).
Λιάλιος lalë- a,  «πατέρα,  προσφώνηση του μικρότερου προς το μεγαλύτερο αδερφό του
 και προς κάθε σεβαστό πρόσωπο!...(Ντίνας, 63)
Λιάμης lamë  - a, το αλώνι ή  < την   εκδοχή του βαφτ. Λάμπης <  Χαραλάμπης.
Λιάμπος < αλβ. προφ. του Λάμπος < σύντμ. του  Χαρά/λαμπος.
Λιάπης < Λιάπης < Lab - i. Ο καθηγητής  Μπαμπινιωτης έχει γράψει στο λεξικό του
 λανθασμένα   Liab-i, o καταγόμενος από  τη Λιαπουριά, τη Βόρεια Ήπειρο, Λιάπης 
και ο Ντίνας (σελ. 163) επαναλαμβάνει  το   λάθος των Ανδριώτη και Μπαμπινιώτη
 γράφοντας  Liapi., αντί του ορθού  Lab-i.
Λιαρομάτης  < Λιάρος<  larë (i.e.)  + μάτι.
Λιάρος larë (i.e.), ο παρδαλός. Αρχικά λέξη επίθετο για  γίδα που είχε  παρδαλό χρώμα.
Λιάστας < lastë (i.e. ) ο αρχαίος, ο παλαιός.
Λιάτζος <  Λιάτσιος <  πόλη Lace της Αλβανίας ) (Ντίνας163)
 Λίγκοςlig-i,  κακός > ο Λίγκος, ο αρχιληστής.
Λίκουρης <  kurë - a, , το  δέρμα το τομάρι, ο φλοιός  «πετσί και κόκαλο».  (Οικον. 47)
Λίρης  < lirë  (i.e.) < το  λατιν.  liber,  ο ελεύθερος > ο Λιμπέρης,  Λιμπερόπουλος.
Λιόπεσης (ο) < το  τοπων.  Λιόπεσι  <  lopë-a, γελάδα  + κατάλ.  - si (= τόπος),
 βοσκότοπος αγελάδων,  ο καταγόμενος από το Λιόπεσι.
Λιόλιος <  ΒΑ. Θεόδωρος (Ντίνας, 164).  
Λότσας <  Λιότσης <  loci.  ο  φίλος 
Λιότσης < Λιότσης < loçi  φίλος  ή   ανόητος, βλάκας.
Λιούμης α) lumë - i,  το ποτάμι,  ποταμίσιος.
Λούμος  < lum + i, (προφορά λιουμ), o μακάριος, o καλότυχος, ο Λουμίδης.
Λιούπης  <  lypës-i, o  λαίμαργος, o ζητιάνος.
Λούπης < llupës-e, o λαίμαργος, λύκος.
Λιούτας < lutës- i,  ο αιτών, ο ζητών.
Λιώπας  < Λιόπας <  παρατσούκλι  <   lopë - a, η αγελάδα. 
Λούπης < llupëse, λύκος, λαίμαργος.
Λύγκος<  lig- i, ο κακός, Λίγκος. Βλ. κ. Λίγκος ο Αρχιληστής
 Λυκουρέζος < Λικουρέντζος < lëkurenxirelëkur,  ανθρώπινο
δέρμα +  επίθ. nxirë (i.e.)  μαυρισμένος,  μελαχρινός.

Μ

Μ.  H προέλευσή του  < το λατιν. < το λατιν.M/ m
Μπ H προέλευσή του  < το λατιν.  B/b.
--------

 Μάζης < α)  <  mëz -   i.  β) <  το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα.
 Μαδούρος, ίσως και < το  madhor,  μεγάλος, ενήλικος
Μάλης   < αrβ.  mall-i, o μεγάλος   ο πολύς. Οικον. 51.  
Μάνεσης <  manesë, - a,    η αργοπορία, ο αργός.
Mαράκας <  το  mare- i, παρωνύμιο,  το …«μάραθο».
Μελιγκώνης  <  Melogonë - a,  μύρμηγκας.
Μίρας < mirë (i, e) < λατ.  mirus,  καλός, αγαθός, Μιραλής, Μοίρας, Μοιρέας,  Μοιρούλης
Μπαμπίλης babil,- i,  ο μελισσοφάγος, ο «μελισσουργός».
Μπαραμπάρας    <  επίρρ.  barabar,  ίσα,  όμοια  κ. μτφ.   ίσος, όμοιος.
Μπάρας < αλβ.   mbarë,  (i.e.), ο καλός, ο ευτυχής.
Μπάρδης < bardhë,- a,  o άσπρος, Μπαρδόπουλος, 
ë,-a,
 Μπαρδουνιώτης < την ορεινή περιοχή  Μπαρδούνια (η), περιοχή τουρκαλβανών 
στην περιοχή του Ταϋγέτου. Αυτοί με τους Λαλιώτες τουρκαλβανούς αποτελούσαν
την τρομερότερη πληγή  της Πελοποννήσου την εποχή  της Τουρκοκρατίας,
 ο σημερινός Μπαρδουνιώτης =  χριστιανός κάτοικος ενός από τα Μπαρδουνοχώρια.
Μπάρκας <  bark- ku, η  κοιλιά, το  γένος,  ο Μπαρκούσης, Παπαφ.63,
Μπαρκούκης <  barkuqesh,  αδερφος από δευτερη σύζυγο του πατέρα του. Niko Gjini 46α΄.   
Μπαρκουμάδης <  bark - u “κοιλια”+  madh-i, ο  κοιλαράς{ΤΟΖ}
Μπαρούνης <  παρων. baron, -i, βαρόνος.
Μπάστας < bashtë, - a,   ο κήπος , ο καταγόμενος από το χωριό Μπάστα (του), σήμερα Πλατύ (Μεσσηνία).
Μπάτζιος  <  baxhio- ja,  ο τυροκόμος
Μπάτζος < Μπάτσος  <  bac,  ο μεγάλος αδερφός, ο θειος, Μπάτσας.
Περάτης <  το  Μπεράτι (Αλβανία).
Μπέσας < besë, - a,  η πίστη, o Μπεσής.
Μπίζαςbizë - a  το τσαρουχοσούβλι.
 Μπιθικώτσης  < το  αλβ.  bythë- a, «βυθός», ο κώλος  +  Κώτσης, Κώστας,
Μπίντας < αλβ.  bindës, e,  ο πειστικος, ο ευπειθής.
Μπίρης <  bir - i, o γιος.
Μπίσης  <  bishë,- a, το αγρίμι, ο λύκος. κ. εξελλ. Βίσης.
Μπίσκας <  bisk- u, το ρυάκι,  το  «οικογενειακό  παρακλάδι», το κλωνάρι.
Μπίστης <  bisht, ο  τέλειος.
Μπίτζας  βλ. λ. Μπίζας
Μπλετάρηςbletar  - i,  ο «μελισσουργός», o μελισσοκόμος
Μπλέτσας  <  το χωριό  Βlleci (Ντίνας, 189)
 Μπλέτσος   <  blec  ολότελα γυυμνός, ο πάμπτωχος,  Μπλέτσας  κ.  Βλέτσας  Οικον. 14.
Μπόμπολας  <   bobole,  κόκκος καλαμποκιου  φουσκωμένος στο νερό ή βρασμένος,
 φουσκωμένος στο νερό κόκκος φασουλιού,  γιγάντων, σιταριού >  Μπόμπολος.     
Μπορμπόλης < αλβ.  bobël,  σαλιγκάρι με κέλυφος, γλείφτης (όχι γλύφτης < γλύπτης).   
«Μπονιακός» <  boniak-u,  ο  ορφανός.
 Μποτσάκος < Μπότσης <  bocё - a <  ιταλ.  bozza,  υδροδοχείο >   Μπότσαρης.
Μπότσαρης < μπότσα (η) <  ιταλ.  bozza (= μπότσα, βαρελάκι),  βαρελάς, 
Μποτσέας, Μπότσης,  Βότσης).
Μπούας        
 Μπούγιας < buje. Θόρυβος, πάταγος.
Μπουζας  <   buzë - a   το χείλος,   ο Μπουζαλάς, ο χειλάς,  Μπουζέας, Μπουζέλης Μπούζος.
Μπούκας <  bukë, - a, το ψωμί , ο ψωμάς,  Μπούκιος ή < το   ιταλ. bοcca,  στόμα.  
Μπούκουρας bukur (i,e), ο ωραίος, ο όμορφος.
 Μπούμπουλης < ρ.      μπουμπουνίζει, βροντόφωνος. 
Μπούρας < burrë, - i, o   άντρας, o γενναίος, o σύζυγος, Μπούρης, Μπουρής, Μπουρίκας,
 Μπουρίκος, Μπούρκας  Μπούρος ή < το  σλαβ.  bura (μπουρίνι)  που σημαίνει τρικυμία,  θύελλα,  μπόρα
Μπουρελιάς / Μπουρολιάς, Μπούρας + Λιας.
Μπουρονίκος < Μπούρας + Νίκος. 
Μπούτος  <  αλβ.  butë, (i.e.),  ο μαλακός, ο ήπιος.
Μπλετάρης bletar-i, o  μελισσουργός, ο μελισσοκόμος.
Μπρέγκος < breg- u , ο λόφος.
 Μπρίσκαςbrisk, ξυράφι  ή σουγιάς.
 Μπρούμας  α) <  brume, - i,  το ζυμάρι, η μαγιά,  . (Γκίνης,  59β΄)
  Μπρούμας β))  < brumë – a, η  πάχνη, το ψύχος,  Μπρούμης  κ. Μπρουμίδης.
  Μπύθας <  bythë, - a, ο «βυθός», τα οπίσθια του ανθρώπου, ο πρωκτός.

  Ν

Ν. H προέλευσή του  < το λατιν. N/n.
Ντ H προέλευσή του  < το λατιν. D/d

Νοτάρης  <  notar,-i, o κολυμβητής.
Ντάιος <   dajë,- a, o θείος από μητέρα Νταγιόπουλος.
Νταγούσης <  dajë,- a, o θείος από μητέρα +  κατάλ. – ούσης < αλβ. κατάλ.- ush. Βλ.λ.  επών.  κ. Ρεπούσης.
Ντάλης <   dalë,(i,e),  o «κοσμογυρισμένος».
Ντάρδας  <  dardhë - a,  η αχλαδιά,  το αχλάδι,  Ντάρδης.
Ντάσιος <  dash,- i,  το κριάρι  κ. μετ., πολύ δυνατός.  
Ντασούρης <  dashur,- i, ο αγαπητός,  ο αγαπημένος, ο ερωμένος
Ντέγκας <   degë,-a, ο κλάδος
Ντελής <  deli,  παλικάρι, Δεληγιάννης, Δεληολάνης.
Ντένης <  denjë (i.e), ο άξιος.
Ντετάρης < detar,- i ,  ο ναυτικός, ο θαλασσινός.
Ντινάκης <   dınak, - e, o   πονηρός,o  δόλιος. 
Ντζιντζελώνης <  xixellonjë,-a,  η πυγολαμπίδα, η κωλοφωτιά.
Ντίτουρηςditur, - i, ο σοφός, ο πολυμαθής.
Ντορής <  dori,-u, <   άλογο με χρυσοκόκκινο χρώμα, ντορής.
Ντόριζας, - iίσως <  dorëza, μικροχέρης, Δόριζας 
Ντορμπάρης  <  dorëbarë,  o γουρλής,   αυτός που φέρνει δώρα.  
Ντούκουρης <   dukur, (i,e),  όμορφος,  λεβέντης.
Ντούσκας <  dusk,- ku,  η  βελανιδιά, σαν βελανιδιά.
Ντούσκος , βλ. Ντούσκας.
Ντούφας < duf,- i,  το άχτι, ο θυμός.
Ντράγκας <  dragë, - a,  η χιονοστιβάδα.
Ντραγκόγιας < dragoi, δράκος. (Ντίνας203)
Ντρέκης  <  dreq,- i, διάβολος > Δρεκόπουλος.
Ντρες  <  επώνυμα θαυμαστικό    dre!...   μπράβο!...   έξοχος!.
Οι Ντρέδες του Δωρίου ήσαν ξακουστοί για τη γενναιότητά τους. (Παπαφ. 154β΄)
Ντρης < dru,  - uri,  η Δρυς, ο Δρυς.’
 Ντρούγκας  <  drugë,-a,  αδράχτι χωρίς το σφοντύλι,  Δρούγας.


Ο  

Ου.  H προέλευσή του  < το λατιν.  U/u

Π 

Π. H προέλευσή του  <  το  λατιν. P/p .


Παγάνης <   pagan,- i,  ο ειδωλολάτρης, ο παγανός.
Πα -pa =  ελλην.  στερητ.  α-.   
Πα/κόρης  pa/korë, (i,e) (κόρος) ο  αχόρταγος
Πάκης  < pakë (i, e), < λατ.   paucus,  ο ολίγος, ο μικρός,  ο αδύνατος, Πάκος, Πακούδας
Πάκος,  βλ. Πάκης
Πάκος <  paq, - ειρήνη, ο  ειρηνικός.   
Πάκτας <  pakt-i , ο σύμφωνος.
Πάλας  < palle
Παλιάρης <  palarë, (i,e), ο άπλυτος, ο Παλιάρος.
Παλούμπας pëllumb - i, το περιστέρι < το  λατιν, palumba, palumbus, Παλούμπης.
Παμπέσης < pa/besë, (i.e), (Μπαμπέσης), άπιστος, δόλιος
Παμπούκης  < pambukë, - u, έλλειψη ψωμιού, πεινασμένος
Πάνιας  <  panjë - a,  το σφεντάμι.
Πάντζας  <  panxhë,- a,  η πατημασιά, το πόδι, Παντζής, Παντζιάλας, Πάντζογλου.
Πάτσιος <  αλβ.  pace, παλάμη χεριού (Ντίνας, 213).  Πάτσιος < ή  από τσιτ. του /Υ/πάτιος
Παντόρης < padorë, (i,e), ο κουλός, ο κοψοχέρης.
Πάπας <  papë, -a, ο πάπας
Πάρηςparë  (i,e),  ο  πρώτος, ο καλύτερος.
Πάσουρης  <  pasur (i,e), ο πλούσιος.
Πάστρας  <   pastër, o καθαρός, o παστρικός.
Πάντζαςpanxhë,- a, h  πατημασιά, Παντζιάλας, Πάντζογλου.
Πάτας  < patë,- a, η  χήνα. 
Πατρίτσης  <  patric - i,  ο πατρίκιος, ο ευπατρίδης.
Πεντάρης <   pendar - i, ο αγροφύλακας, ο δραγάτης.
Παφούκης < pa/fuq,- i, ο αδύνατος, ο ανίσχυρος.
Πέτας <  petë,-a, το  φύλλο πίτας, φύλλο ελάσματος.
Πικέας  < Πίκος  <  pik, - u, δρυοκολάπτης + κατάλ - έας.   
Πίπιζας pipez - a,  το είδος ξύλινου πνευστού  οργάνου
 που παράγει  οξύ ήχο, η τσαμπούνα.
Πιπήλιας <  το χωριό Pepeliτης Αλβανίας (Ντίνας 215).
Πίρας pirë, (i,e),ο μεθυσμένος.
Πίτας < pitë, - a, η πίτα, η κερήθρα.
Πλέστης < pleshit-i, ο ψύλλος.
Πλιάκας < plak,-u,  παλαιός, ο γερασμένος >  η συνοικία Πλ(ι)άκα της Αθήνας, Πλιάκης.
Πλιάσουρης <  plasur, (i,e), ο σκασμένος, ο ραγισμένος.
Πολιάκος <  polak,- u, Πολωνός.
Πούρπουρηςpurpur,- i, πορφύρα, Πορφύρης.
Ποστάρηςpostar, - i, ταχυδρόμος.
Πούπεζας <  pupëz,- a, τσαλαπετεινός, Πούπουζας.
Πούσκας <  pushkë,-a, ντουφέκι
Πραπανίκαςprapanik, ο καθυστερημένος, ο υπανάπτυκτος.
Πράπας < prapë, (i,e), ο ανάποδος, ο κακός, ο οπισθοδρομικός.
Πρέκας  <  preke,- a, η φακίδα προσώπου. 
Πρεστάρηςprestar,- i,  ο  ράφτης
Πρίντζιος <  pinc - i, ο πρίγκιπας.
Πρίντζης,  βλ. Πρίντζιος, Πρίντσης,
Πρίσουρηςprishur, (i,e), ο χαλασμένος, ο καταστραμμένος.
Πρίτης <  pritës, ο φιλόξενος.
Πρίφτης   < prift - i,  ο πρεσβύτερος,  ο παπάς.  συχνό στην Κορώνη (Μεσσηνία)

Ρ
  
Ρ.     α)  H προέλευσή του  < το λατιν.   R/r Ρέντης <  rëndë (i.e.),  
 και  β) H προέλευσή του  από δυο  λατιν.  RR/rr, Ρέπας rrep - i,
 το ρεπάνι, το  γογγύλι, ο Ρεπούσης.

Ράλλης  <  rrallë, (i,e),  ο αραιός, ο  σπάνιος < λατ. rarus  σ. 64
Ράπης  < rrap, -  i, ο πλάτανος.
Ρεβάνης < revan i, ο  καλπασμός, το ραβάνι.
+ Ρέμος <  
Ρένεσης  < rrenecak, e, ο ψεύτης.
Ρέντης rëndë (i.e.),  ο σοβαρός, ο σπουδαίος, ο δύσκολος, ο βαρετός.
Ρέπας rrep - i,  το ρεπάνι, το  γογγύλι, ο Ρεπούσης.
Ρέρες rërë, - a, η άμμος.
Ρούτουλας < rrotull, - a, ο δίσκος, ο τροχός. 
Ρουγκάτσης  <  rrugaç - i, ο της ρούγας, της γύρας,  ο αλήτης.
Roman  - i,   ο Ρωμαίος.
Ρούσης  <  rus,- i, ο Ρώσος.

Σ

Σ.  H προέλευσή του  < το λατιν.  s.
Σι H προέλευσή του  από την παχια προφορα του  Sh,
 όπως  της αγγλικης συλλαβής  shi και όπως την ακουγαμε
 πριν από μερικα χρόνια  από μη γραμματισμένος ορεινους κατοικους : “ άει  shιαπέρα…!”

Σάκουλας < shakull - li,  ο ασκός, ο ανεμοστρόβιλος, ο σίφουνας.
Σάπκας <   shapkë,- a, μπεκάτσα
Σάπκας <  shapkë,-a,  το κασκέτο
Σάρας sharrë,-a, α) το πριόνι ή β) ο τέτανος.
Σαρετζήςsharrëxhi,- u, ο πριονιστής.
Σάρκοςshark, - u, το δέρμα του φιδιού.
Σάταςshatë,-a, η τσάπα, το  αξινάρι.
Σάχοςshah  σάχης, το σκάκι,(Γκίνης, 389).
Σέλγκος <   shelg,- u, ιτιά, λυγαριά.
Σένης <  shenjt, άγιος, βλ.κ.  Shenjt Gjoni,  Άγιος Ιωάννης, Shenjt  Kolli,  Άγιος Νικόλαος, Gjini, 395.
Σεφτελής < sefteli,- a, η  ροδακινιά.
Σ(ι)ώκος < shoque  σύντροφος.
Σκάρπας <  shkarpë,- a, φρύγανο, ξερόκλαδο > ά. επών. Σκαρπαλέζος
Σκιφτέρης < sqifter,- i, το  ξεφτέρι.
Σκουζές < shkozë, - a , ο γάβρος, η αγριοτσουκνίδα.
Σκρεπετός < ρ. shkrep, σπινθηρίζω, ανάβω, σπινθηροβόλος.
Σκούρτας <  shkurtë,- a, το ορτύκι.
Σκούρτης <  shkurt,- i, ο κοντός
Σκρέτας  <    κωμόπολη  Shkreta,  στην περιοχή της Κρόγιας (Ντίνας, 229).
Σοκόλης < πετρίτης, το γεράκι.
Σόκος shok, -u,  ο σύντροφος, ο φίλος.
Σόκοςshoq,- i, ο σύντροφος, ο όμοιος, ο σύζυγος Γκίν.402. 
Σολάκης sollak, ο  αριστερόχειρας.
Σοσάρηςshoshar, - i,  ο κοσκινάς.
Σπάτας  <   shpatë,- a,  το  σπαθί, το ξίφος.
Σκίπης <  shqipë,- ja, ο αετός.
Σκιπτάρηςshqiptar,- i,  ο σημερινός  Αλβανός.
Σούκας  <  sukë, - a,  ο  χαμηλός λοφίσκος.
Σούλης < shul, -  i, η αμπάρα, ο σύρτης, ο μοχλός.
Σουλέρης  <  shullë, - ri, ο  προσήλιος
Σούρδος  <  shurdh,  = κουφός.
Σουρής <  ρ. shurr,= ουρώ.
Σούρος < shur- i,  το χαλίκι,  η άμμος  Γκίν. 420
Σουσούνηςshushunjë,- a,  βδέλλα.
Σούτας < sutë,- a, το ελάφι.
Στανάρηςstanar - i, τσέλιγκας.
Στάπας < stap,- i,  το   ραβδί, η μαγκούρα,
Στόγκος <   shtog, - gu, η κουφοξυλιά.
Στοπάνης < stopan, - i , ο  γαλακτοκόμος.
Στούνος < shtunë, -  a, το  Σάββατο.
Στούπης <  stup jë,- a,   το πώμα.
Στρίγγος  shtrig - gu, ο στρίγκλος.

Τ.

 H προέλευσή του  <  το  λατιν. T/t.

Τάτας  < tattë  - a,  στην παιδική γλώσσα, ο  πατέρας, ο τάτας.
Τατούλης,   χαϊδευτ.   του τάτας, ο μπαμπακούλης.
Τάτσης taç,- i, το τελευταίο παιδί μιας  οικογένειας.
Τέτας  < το αριθμ.  tetë, (i,e)=  όγδοος, Ίσως, το όγδοο παιδί μιας οικογένειας.
Τζαμουράνης < Τσιαμουράνης < πατριδωνυμικό Τσιαμουριά,
 ο κάτοικος της   Τσιαμουριάς ή   ο καταγόμενος  από αυτήν. 

Tζ -

H προέλευσή του  < το αλβαν.  Χ.   

Τζι -

H προέλευσή του  < το αλβαν.  Xh.  
-----
Τζατζάς  <  xhxha,- i,  ο αδερφός του πατέρα, ο θείος. 
Τζιτζελώνης  <  xixëllonjë,- a, πυγολαμπίδα,  κωλοφωτιά.
Τζούτζηςxhuxh,- i, o  Τζουτζές,  ο νάνος της αλβαν. μυθολογίας,
 ο  Τσούτσος, παλαιός κάκοσμος  χαρακτηρισμός κατοίκων της κωμόπολης  Μικρομάνη ΒΔ της Καλαμάτας.  
Τόγκας togë-a,  ο  λευκό ένδυμα, ιμάτιο των ιερέων και λοιπών  επισήμων στην αρχαία  ρώμη. 
Τορολάκος < torollak,-u,, ο βλάκας, ο ηλίθιος.
Τούντας α) < tundës, -i, κάδη, το τουμπέκι.
Τούντας β) tundë, - i,  η σκάφη που δέρνουν το γάλα
Τορολάκος i,  <torollak,-u, ο  βλάκας, ο ηλίθιος.
για να εξάγουν το βούτυρο.
Τούμπας tubë, - a, η αγέλη.
Τούφας tufë, - a, η ανθοδέσμη, το μπουκέτο, το κοπάδι,
Τράγκας <  tragë, - a,  το  ίχνος,  το σημάδι.
Τράγκας πιθ.tragë σημάδι, ίχνος· σημαδεμένος (;).
Τράστος <  trastë, - a, τορβάς, δισάκι.
Τράσηςtrashë, (i,e), ο χοντρός, ο παχύσαρκος.
Τρεγκτάρης< tregtar, - i  έμπορος
Τρεμπέλας, ίσως <   trembëlak-u, αυτός που τρέμει, ο  άτολμος
Τρίκαςtrikë, - a, το θερμοβότανο, το θερμόχορτο.
Τρίμης  < trimi, o  «άντρας», ο  θαρραλέος, το παλικάρι, ο σωματοφύλακας.
Τροκάναςtrokë, - ja, το τροκάνι στο λαιμό των μεγάλων ζώων,
Τρούμηςtrumë, - a, <  λατιν. turma,   το τσούρμο
-----
Τσ,
H προέλευσή του < το  αλβαν. c,   

Τσι  < το  τουρκ.  ç  >  Τσι/άμης

H προέλευσή του < το τορκικο

-------

Τσιάκαςçakë,- a,  μικρό κουδούνι, τσακλοκοκούδουνο,
Τσιάμης  < Τσιάμης < Τσαμουριά, Çamëria (Θεσπρωτία) < τον ποταμό Θύαμις (Καλαμάς).
Τσαπόγαςcapok,-u,=  το κόκαλο του μπουτιού, μηριαίο, οστό  
Τσέργας < αλβ. cergë, - a, = τσέργα, φλοκάτη
Τσερδούκουλης  <   = κορυδαλλός.
Τσέτης  ομάδα, επιδρομέας, .ληστής
Τσιέτουρας < Τσετούρας <  çetur-i = δοχείο γάλακτος, τσότρα; >Τσίτουρας;;;
Τσίκας  ή Τσικκας (Ντίνας,249)<  cikë, - a, μικρό πτηνό, λίγος.
Τσιναρίδης  <  çinar,-i  = πλατάνι
Τσίντζηρας <  cinxër Τζίτζικας <λατ. cicada, τσικάντα
Τσίτουρας < τσιτ. του Σίτουρας < shitur  πουλημένος (Πούλος/Πούλιος),
 ξεπουλημένος,  αγορασμένος από τους αναδόχους του. (Gjini, 396α΄)
Τσιφλιγκάρης < τσιφλικάς, γαιοκτήμονας.
Τσιφούτηςçifut, - i,  = Εβραίος, τσιγκούνης  > βλ. λ. Γεροτσιφούτης.
Τσόκας  <   çok, - ku, σφυρί, γλωσσίδι κουδουνιού.
 Τσούκαςçukë, -a, = κορυφή.
+ Τσούμας  <  çumë, -a,
Τσούνης <  çun, - i  = παιδί
Τσουτρέλης  < çutrë, -a, μικρό δοχείο. Τσότρα για κρασί.
Τσώκος < çοk u, σφυρί, αστράγαλος. 


Φ ,

H προέλευσή του  < το λατιν. F/f

Φέστας <  fleste/ festja,  το   φέσι, ο σκούφος
Φίκιρης <  fiqir-i, σκέψη / λογικός.
Φλαμουρτάρης  <  flamurtar, i, ο σημαιοφόρος.
Φλέγκας /Φλέγγας  flegë, - a, το  πελεκούδι, το απόκομμα χοντρού ξύλου.
Φλόκας <   flok –u, το    =  μαλλί / μαλλιαρός.
Φόρτηςfortë (i,e)  ο δυνατός.
Φούρας < furrë -a, ο φούρνος, το καμίνι.
Φουρίκης <  furrik - u, η φωλιά, το κοτέτσι / η μικρή καλύβα.
Φούσας  <  fushë, -a, ανοιχτός κάμπος, η πεδιάδα, το επίπεδο μέρος / ο πεδινός, ο καμπίσιος


Χ


H προέλευσή του  < το λατιν. Η/h.

Χέλμης  <  helm-i, φαρμάκι, δηλητήριο . , μετ.  αβάσταχτη θλίψη.
Χουτάκης  < υποκ. του Χούτας, βλ.λ. Χούτας,
Χούτας  < hutë-a < Παπ.    =  γύπας ο λευκοκέφαλος, κοινώς  «όρνιο».

 ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Niko H. Gjini (Γκίνης): Fjalor Shqip - greqisht - Λεξικό Αλβανο - Ελληνικό. Εκδοτικός Οργανισμός Σχολικών Βιβλίων – Tiranë  1971 (Τίρανα 1971). 

Κωνσταντίνος  Δημ. Ντίνας, (Ντίνας)Κοζανίτικα Επώνυμα , 1759-1916.ΠρόλογοςΝ.Α.Κατσανης . Αν. Καθηγητής του Α/Π.Θ.  Υπουργείο Πολιτισμού Δήμος Κοζάνης Κοζάνη 1995.
2. Κωνσταντίμου Ε. Οικονόμου (Οικον.) Επίκουρου καθηγητή της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: «Η αλβανική  γλωσσικη Επίδραση  στα ηπειρωτικά ιδιώμτα, Ιωάννινα  1997 (έκδ. ΕΗΜ)  σσ.157 ( XIV)            
3. Γεώργιος Μπαμπινιώτης(ΛΜ)  Μπαμπινιώτη  Γεωργίου: Λεξικο της; Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Με Σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων κ.λπ. έκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, β΄ έκδ.  Αθήνα 2002.
 4..  Βασίλης Π. Κουτούζης(Κουτ. ) 
 5. Κωνσταντίνου  Γεωργ. Παπαφίλη (Παπ.)  Λεξικό  Αλβανοελληνικό - fjalor ShqipGrekisht ++
6.  Μανολης Τριανταφυλλιδης, (Τριαντ.),  Τα Οικογενειακά Μας Ονόματα (Προλεγόμενα - Επεξεργασία  Κείμενου, Σχόλια. Ε. Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη  1995,  σσ. 77 - 78.

 Σημείωση.  Τα επώνυμα είναι πανελλήνια  και δε  χαρακτηρίζουν    γνωστά μας πρόσωπα  που ίσως φέρουν παρωνύμια (παρατσούκλια) ή ίδια επώνυμα. 
 
 
 
 
 πηγή  www.koutouzis.gr .







theologos vasiliadis