Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί
εποικισμοί στην ελλαδα
Σάμος:
Ανάμεσα
στους εποίκους τής Σάμου περιλαμβάνονταν
πολλοί Αλβανοί. Στους Αλβανούς τής Σάμου
αναφέρεται μεταξύ άλλων και κάποιος
γάλλος μισσιονάριος, ο οποίος σε ανώνυμη
έκθεσή του στις αρχές τού 18ου
αιώνα σημειώνει, ότι ζούσαν κυρίως στα
ορεινά τού νησιού, ασχολούμενοι με την
κτηνοτροφία. (L.A. Martin: «Lettres edifiantes et
curieuses concernan l΄Asie, l΄Afrique et l΄Amerique avec quelques
relations nouvelles des missions et des notes geographiques et
historiques», τόμ. 1, Παρίσι, σελ. 131, Παρίσι,
1838. Ο Guerin, που πέρασε στα μέσα περίπου
τού επόμενου αιώνα από το νησί, σημειώνει,
ότι οι κάτοικοι των Αρβανιτών (Άνω -
Κάτω), αν και μιλούσαν καλά τα ελληνικά,
διατηρούσαν ωστόσο, κάποιες δικές τους
λέξεις). Ωστόσο μελετώντας τα τοπωνύμια
τού νησιού, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι
οι Αλβανοί είχαν επεκταθεί και στα
παράλιά του.
Αλβανικά
τοπωνύμια τής Σάμου. [Οι αριθμοί στο
χάρτη, αντιστοιχούν στον αύξοντα αριθμό
τού πίνακα τού Παραρτήματος (για να το διαβάσετε κάντε κλικ
εδώ),
όπου καταγράφονται αναλυτικά τα τοπωνύμια
μαζί με την ερμηνεία - ετυμολογία τους,
τις πηγές και τα τεκμήρια, στα οποία
βασίζεται].
Αλβανός
ο ένας στους τέσσερις
Οι
Αρβανίτες (Αλβανοί) οι εγκατεστημένοι
στην Ελλάδα, υπολογίζονταν στις αρχές
τού 19ου
αιώνα σε
200.000: «Η
Αλβανική φυλή κατέχει ουχί ασήμαντον
μέρος τής αρχαίας Ελλάδος. Εν τω Ελληνικώ
βασιλείω αριθμείται εις 200.000 ψυχών, κατά
το πλείστον γεωπόνους, καίτοι εν μέρος
αποτελεί τον επιχειρηματικώτερον
ναυτικόν πληθυσμόν τής νεωτέρας Ελλάδος.»
(Γεωργίου Φίνλεϋ: «Ιστορία τής ελληνικής
επαναστάσεως», μετάφραση: Αλ. Παπαδιαμάντη,
τ. Α΄, κεφ. Β΄, σελ. 74, έκδ. «Ίδρυμα τής
Βουλής των Ελλήνων», Αθήνα, 2008).
Στον
ίδιο αριθμό είχε καταλήξει κι ο Γερμανός
φιλόλογος Johann von Hahn, o οποίος έζησε στην
Ελλάδα, έως το τέλος τού 1843, ως υπάλληλος
τής Αντιβασιλείας τού Όθωνα και κατόπιν
στα Γιάννενα, ως γενικός πρόξενος τής
Αυστρίας και υπήρξε ο σοβαρότερος
ερευνητής των αλβανικών θεμάτων εκείνης
τής εποχής.
Περί
το 1888, ο Γερμανός γεωγράφος, Alfred Philippson
υπολόγισε τους Αρβανίτες όλης τής
Ελλάδας εκείνης τής εποχής σε 224.000.
Έκτοτε,
διάφοροι νεοέλληνες ιστορικοί - μελετητές,
αν και επέμεναν να προσπαθούν να
«αποδείξουν», ότι οι Αρβανίτες είναι
δήθεν Έλληνες, οπότε δεν τίθετο θέμα
τού πληθυσμού τους, εν τούτοις επιχείρησαν
με διάφορες «αλχημείες» να μειώσουν
τον αριθμό τους και να τους παρουσιάσουν
ως λιγότερους, ρίχνοντας κατά κανόνα
λάσπη στους ξένους ερευνητές.
Η
Ελλάδα τού 19ου
αιώνα:
Μιά χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων
κατοίκων διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ
των οποίων πλείστοι Αλβανοί.
Όταν
όμως οι Αρβανίτες ήταν στις αρχές τού
19ου αιώνα
γύρω στις 200.000, πόσος ήταν ο συνολικός
πληθυσμός τού ελλαδικού χώρου (Ελλάδα
τότε νοούνταν η μέχρι τη Θεσσαλία
περιοχή) την ίδια εποχή; Η πρώτη απόπειρα
καταμέτρησης τού πληθυσμού μέσω τοπικών
πηγών, που επιχειρήθηκε από τον Καποδίστρια
στα 1828, έδειξε, ότι ο πληθυσμός τής χώρας
κατά την εποχή εκείνη ήταν 753.400 άτομα.
(Πέτρου Κιόχου, λέκτορα τής Α.Β.Σ.Π.: «Η
εξέλιξη τού ελληνικού πληθυσμού και η
πρόβλεψη αυτού μέχρι το 2000», Πανεπιστήμιο
Πειραιώς). Ένα χρόνο αργότερα
πραγματοποιήθηκε απογραφή των οικισμών
και τού πληθυσμού τής Πελοποννήσου στο
πλαίσιο των εργασιών τής επιστημονικής
αποστολής, που συνόδευε το γαλλικό
εκστρατευτικό σώμα τού στρατηγού Maison.
Μιά απαρίθμηση λίγο εως πολύ λεπτομερής
για το σύνολο σχεδόν τής χώρας παρουσιάστηκε
διάσπαρτη μεταξύ των ετών 1834-1836, κατά
τη θεσμοθέτηση τής διοικητικής δομής
τού νεοπαγούς κράτους. Σύμφωνα με την
πρώτη επίσημη απογραφή τού πληθυσμού
(1856 και 1861), ο συνολικός πληθυσμός τής
Ελλάδας μερικές δεκαετίες αργότερα
ήταν περίπου ένα εκατομμύριο (1.062.627 το
1856 και 1.096.810 το 1861).
Δηλαδή
οι
Αλβανοί στις αρχές τού 19ου
αιώνα
αποτελούσαν περίπου το 1/4 τού συνολικού
πληθυσμού τής Ελλάδας.
(Ούτε ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν βέβαια
καθαροί Έλληνες, αλλά πλείστοι Βλάχοι,
Σλάβοι, Τούρκοι, Βορειοαφρικανοί κ.λπ.,
το οποίο θα παρουσιασθεί προσεχώς στην
«Ελεύθερη
Έρευνα».)
Οι
Αλβανοί επειδή δεν είχαν αλφάβητο,
δεν μπορούσαν να διατυπώσουν γραπτά
τις σκέψεις τους. Το πρώτο γραπτό
μνημείο τής αλβανικής είναι το
«Meshari», που σημαίνει «Λειτουργικό».
Συγγραφέας του ήταν κάποιος Gjon Buzuku
και τυπώθηκε με λατινικά στοιχεία το
1555. Περιέχει περικοπές ευαγγελίων,
προφητείες, αποσπάσματα ιερών ακολουθιών
κ.λπ.. Η Ιερά Σύνοδος, προκειμένου να
καλύψει τις ανάγκες τού πολυπληθούς
αλβανικού στοιχείου στον ελλαδικό
χώρο, μετάφρασε την Καινή Διαθήκη στα
αλβανικά και την εξέδωσε στην Κέρκυρα
το 1827. (Επιστασία Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου
Ευβοίας και προέδρου τής Ιεράς Συνόδου.)
Αλβανοί
και ΄21
Όταν
οι Τούρκοι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη,
πριν ακόμα κατακτήσουν την Αλβανία, οι
Αλβανοί τής βόρειας περιοχής πολέμησαν
πολλά χρόνια ενάντια στους Τούρκους.
Τα ονόματα δύο Αρβανιτών οπλαρχηγών,
Βουτσαράς, που, όπως πιστεύει ο Σάθας,
συγγενεύει με το Βότσαρης - Μπότσαρης
και Βρανάς, που σημαίνει στα Αρβανίτικα
σκυθρωπός, σοβαρός, αναφέρονται σε
γεγονότα τής Πελοποννήσου πριν τον 13ο
αιώνα. Ο Κάρολος Τόπιας (14ος
αιώνας) και ο γιος του Γεώργιος, οργάνωσαν
γερή αντίσταση και τους έκαναν πολλές
καταστροφές. Ύστερα από τη μάχη τού
Κόσοβου και την ήττα των Σέρβων (1389), οι
Τούρκοι εισέβαλαν στην Αλβανία, αλλά
βρήκαν πεισματική αντίσταση. Οι Αλβανοί
έμειναν μόνοι και στο τέλος οι Τούρκοι
κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αλβανία.
Όμως, πολλοί πήραν τα βουνά καί συνέχισαν
την αντίστασή τους.
Στην
ιστορική τους πορεία οι δύο λαοί, Έλληνες
και Αρβανίτες (χριστιανοί Αλβανοί), σε
παλαιότερες εποχές, πριν την Τουρκοκρατία,
ήταν ομόθρησκοι και αυτό είχε μεγάλη
σημασία στην ενσωμάτωση των πολυάριθμων
μεταναστών από το βόρειο προς το νότιο
χώρο, δηλαδή από τη σημερινή Αλβανία
στη σημερινή Ελλάδα. Η θρησκεία έπαιξε
το σημαντικότερο ρόλο στη διάρκεια των
αγώνων κατά τής Τουρκικής κατοχής.
Έλληνες και Αρβανίτες, Ρωμιοί και οι
δύο, πολεμούσαν κατά τού κατακτητή
αποβλέποντας στην απελευθέρωση των
εδαφών τους και ίσως στην κοινή συμβίωση
στους επόμενους χρόνους. Αντίθετα, οι
μουσουλμάνοι Αλβανοί συμμαχούσαν κατά
βάση με τους Τούρκους· έμειναν γνωστοί
ως Τουρκαλβανοί, οι οποίοι σε πολλές
περιπτώσεις ήταν χειρότεροι από τους
Τούρκους στη συμπεριφορά τους απέναντι
στους Ρωμιούς.
Εξισλαμισμένοι
Αλβανοί είχαν εγκατασταθεί σε μια
φύσει οχυρά περιοχή τού ανατολικού
Ταϋγέτου, την Μπαρδούνια, όπου έκτισαν
πολλούς πύργους και είχαν υπό τον
έλεγχό τους τα γύρω χωριά, τα λεγόμενα
Μπαρδουνοχώρια. Μετά από ένα μικρό
διάστημα βενετοκρατίας στο Μοριά,
επανήλθαν ξανά οι Τούρκοι και για να
δημιουργήσουν ισχυρότερα ερείσματα
μετέφεραν σκληροτράχηλους Αλβανούς,
που περί το 1718 σχημάτισαν το οχυρό
χωριό Λάλα. Με την ισχυρή αλβανική
οικογένεια τού Λάλα, τους Ισμαηλαίους,
είχε συνάψει αδελφοποιία η οικογένεια
των Κολοκοτρωναίων. Η αδελφική αγάπη
τού Θεόδ. Κολοκοτρώνη εκδηλώθηκε, όταν
επέστρεψε από τη Ζάκυνθο για να
υπερασπισθεί τον ισάδελφό του, Αλή
Φαρμάκη. Οι Λαλιώτες επί έναν αιώνα
υπήρξαν, μαζί με τους Μπαρδουνιώτες,
οι φοβερότεροι διώχτες τού χριστιανικού
στοιχείου.
Ο
Αρβανίτης Μάρκος Μπότσαρης συνέταξε
το 1809 το «Λεξικό τής Ρομαϊκοίς και
Αρβανητηκοίς Απλής».
Οι
αρματωλοί δεν ήταν οι μόνοι χριστιανοί
στην Οθωμανική αυτοκρατορία, που τους
επιτρεπόταν να οπλοφορούν. Πολλές
χριστιανικές αλβανικές κοινότητες στην
Ελλάδα ελάμβαναν επίσης το προνόμιο
αυτό από τον σουλτάνο. Οι κάτοικοι τής
Μεγαρίδας, που κατείχαν πέντε μεγάλα
χωρία, τα λεγόμενα Δερβενοχώρια,
ευνοούνταν από την Πύλη. Τους είχε
ανατεθεί να φρουρούν τα στενά στα όρη
τού Κιθαιρώνα και Γερανείων. Ο αριθμός
των ενόπλων ανδρών στα πέντε χωριά
ανερχόταν σε 2.000 περίπου.
Oι
Αρβανίτες έδωσαν δυνατές μορφές στην
επαναστατική περίοδο: Τζαβέλλας,
Μιαούλης, Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Μάρκος
Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα,
Κατσώνης και Κατσαντώνης (από τη ρίζα
κατσ-, που σημαίνει τον μικροκαμωμένο)
κ.ά.. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον
Κουντουριώτη: «λαλήσας
προς τους μεν ναύτας αλβανιστί προς δε
τους πεζούς ελληνιστί».
(Οι ναύτες ήταν Υδραίοι - και αναγκάστηκε
να τους μιλήσει αλβανικά για να τον
καταλάβουν). Ο δε Μαρκος Μπότσαρης έγραψε
«Λεξικό τής Ρομαϊκοίς και Αρβανητηκοίς
Απλής», που εξέδωσε το 1980 η Ακαδημία
Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου