Έρχονταν για να βοηθήσουν,
αλλά τους λήστευαν
οι ίδιοι οι ρωμιοί
Μερικοί από τους φιλέλληνες ζούσαν σε φαντασιώσεις. Περίμεναν, πως θα συναντούσαν στην Ελλάδα αρχαιομαθείς χλαμυδοφόρους να δημηγορούν σε κάποια σύγχρονη Πνύκα.
Η προσγείωσή τους ήταν κωμικοτραγική.
Ομάδα ευρωπαίων αξιωματικών
και φιλελλήνων.
Έγχρωμη λιθογραφία, Εθνικό Ιστορικό
Μουσείο, Αθήνα.
Οι
περισσότεροι εθελοντές απογοητεύονταν αμέσως μετά την άφιξή τους στην
Ελλάδα. Και καθώς διαψεύδονταν οι προσδοκίες τους, έφευγαν το
συντομότερο δυνατόν καθυβρίζοντας τους ρωμιούς.
«Σκυλολόι από κλέφτες και δολοφόνοι», αποφαίνονταν. «Ο έλληνας δέν είναι αυτό, που σκέφτονται μερικοί. Είναι ο άνθρωπος σε όλη του την ασχήμια, ο σκλάβος σε όλο του τον ξεπεσμό». (Gabriel Vauthier,
Le mouvement Philhellène en France sous la Restauration, “LʼAcropole”,
Revue du monde hellénique, Παρίσι, 1926, τόμ. Αʼ, σελ. 225).
σύμφωνα με τις οθωμανικές συνήθειες.
Οι
αποστολές εθελοντών στην Ελλάδα γίνονταν με ειδικά ναυλωμένα καράβια.
Οι πρώτοι εθελοντές έφταναν στο Ναβαρίνο, στην Καλαμάτα, στην
Κυπαρισσία, στη Μονεμβασία, άλλοτε σε μικρές ομάδες, άλλοτε ως
ανεξάρτητα άτομα. Οι ρωμιοί τους κοιτούσαν με δυσπιστία. Τα καταλύματα
ήταν τρώγλες, βασίλεια των ψύλλων. Και η τροφή πανάθλια.
Ο γερμανός αξιωματικός Ferdinand von Kiesewetter, που έφτασε στις 21 Ιανουαρίου 1822 στο Μεσολόγγι, πρόσεξε, πως δέν υπήρχε ενθουσιασμός ανάμεσα στους κατοίκους: «Μας κοιτούσαν με χαζό βλέμμα, μʼ όλο, που ήξεραν γιατί ήρθαμε στην Έλλάδα. Κανένας δέ νοιάστηκε να μας δοθεί στέγη, φαΐ, πιοτό».
(William St. Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes
in the War of Indepedence, Λονδίνο, 1972, σελ. 82 κ.ε.).
Ρωμιός με φουστανέλα, φέσι και τσιμπούκι.
Ανατολίτης στην αμφίεση, στους τρόπους, στη νοοτροπία.
Ακουαρέλα (1833) τού Peter von Hess
(Κρατική Συλλογή Γραφικών, Μόναχο).
Οι περισσότεροι εθελοντές, φθάνοντας στο λιμάνι, χάριζαν όλα τα εφόδιά τους στον καπετάνιο και το πλήρωμα τού καραβιού, σίγουροι πιά, πως δέν τα χρειάζονταν, και έβγαιναν ανέμελοι.
Ο δανός εθελοντής φοιτητής, J. H. Stabell,
που έφθασε στο Ναβαρίνο στις 7 Ιανουαρίου με το καράβι «La Petite
Marie» μαζί με άλλους 35 εθελοντές υπό τον γερμανό αξιωματικό von
Biring, γράφει στο χρονικό του, πως πρόσφεραν στον καπετάνιο όλα τα
τρόφιμα και τα σκεπάσματά τους. Απέφυγαν, μάλιστα, να γευματίσουν στο
καράβι πιστεύοντας, πως οι έλληνες θα τους υποδέχονταν στην πόλη με
γενναία τραπεζώματα. Την άλλη μέρα γύρισαν εντελώς νηστικοί στο καράβι
και παρακαλούσαν τον καπετάνιο να τους επιστρέψει λίγα παξιμάδια. (J. H.
Stabell, Schicksale eines Dänischen Philhellenen auf seiner Reise von
Kopenhagen nach Morea und Constantinopel und von da wieder zurück, in
den Jahren 1821 bis 1823. Aus dem Dänischen übersetzt, Leipzig, 1824,
σελ. 21-23).
Ένας ανώνυμος γερμανός εθελοντής αφηγείται, ότι μόλις άραξε το καράβι τους στο Ναβαρίνο, ανέβηκαν γιά να τους παραλάβουν δύο γερμανοί και δύο γάλλοι: «Οι στολές τους ράκη, παπούτσια δέν φορούσαν και όλο τους το κορμὶ ἡταν γεμάτο ψείρες».
Απόρησαν οι νεοφερμένοι γιά το θέαμα. Και πολύ περισσότερο απʼ αυτά, που άκουσαν: «Αργότερα τα ίδια θα πάθετε και σεις. Αν σας απόμειναν τρόφιμα μή τα σπαταλάτε, θα σας χρειασθούν οπωσδήποτε.
Και να ʽχετε τα μάτια σας τέσσερα στους έλληνες, που θα μεταφέρουν τις αποσκευές και τα τρόφιμα. Θα σας κατακλέψουν».
Φυσικά,
οι ρωμιοί δέν ζούσαν σε καλύτερη κατάσταση. Εξαθλιωμένοι και πειναλέοι
ζύγωσαν τους ξένους και ζήτησαν γαλέτα. Οι εθελοντές τρομοκρατήθηκαν,
κύκλωσαν ένοπλοι τους ρωμιούς, που μετέφεραν τις αποσκευές, και τους
υποχρέωσαν να βαδίζουν δυό-δυό προς την πόλη.
«Εκεί, ένας έλληνας προσπάθησε να κλέψει ένα πακέτο γαλέτα και να διαφύγει. Τον ανακαλύψαμε, όμως, τον απείλησαμε με εκτέλεση επιτόπου και τον αναγκάσαμε να ξαναγυρίσει στη γραμμή».
(Tagebuch und Erläuterungen über Kampf der Philhellenen in Griechenland, Dinkelsbühl, 1823, σελ. 49-54).
Μερικοί
επιστράτευαν τις αρχαίες ελληνικές λέξεις, που έρχονταν στο νου τους.
Κανένας δέν καταλάβαινε. Περίμεναν να δουν έλληνες ντυμένους με
χλαμύδες. Απογοήτευση. Φορούσαν όλοι ανατολίτικα, κάθονταν σταυροπόδι
και κάπνιζαν τσιμπούκια, απαράλλαχτα όπως οι οθωμανοί. (William St. Clair, That Greece might still be free. The Philhellenes in the War of Indepedence, Λονδίνο, 1972, σελ. 82).
Χαλκογραφία σε σχέδιο C. R. Cockerell
και χάραξη J. Clark, ιδιωτική συλλογή.
Αρβανίτες κλέφτες:
Ο φόβος και ο τρόμος των χωρικών.
Τα χωριά, που βρίσκονταν κοντά σε λημέρια ληστών, εξ ανάγκης προσπαθούσαν
να διατηρούν καλές σχέσεις μαζί τους.
Η Ρωμιοσύνη σήμερα, τους ληστές αυτούς τους έχει αναγορεύσει
σε «εθνικούς» της ήρωες!
Το
πρώτο, που ρωτούσαν οι εθελοντές, βγαίνοντας από το καράβι, αρχές
καλοκαιριού τού 1821, ήταν πού βρισκόταν το επιτελείο τής στρατιάς. Οι
ρωμιοί αλληλοκυττάζονταν απορημένοι. Δέν είχαν δει, δέν είχαν ακούσει
τίποτα. (J. H. Stabell, Schicksale eines Dänischen Philhellenen
auf seiner Reise von Kopenhagen nach Morea und Constantinopel und von da
wieder zurück, in den Jahren 1821 bis 1823. Aus dem Dänischen
übersetzt, Leipzig, 1824, σελ. 33).
Καμήλες στα αρχαία των Αθηνών.
Ακουαρέλα τού Ludwig Lange, 1836.
Ο πρώτος γερμανός εθελοντής, που έφθασε στην Ελλάδα, τρεις μόλις μήνες μετά την έναρξη τού ξεσηκωμού των ρωμιών, ήταν ένας ρομαντικός και πολυφάνταστος αρχαιολάτρης, ο Christian Müller, που στο νου του είχε την Αθήνα τού χρυσού αιώνα. Ήταν 31 ετών, κρατικός υπάλληλος, σπουδασμένος στη Γοτίγγη, πολυταξιδεμένος. Γραμματέας τού πρίγκηπα Leuchtenberg το 1817. (Barth Kehrig Korn, Die Philhellenenzeit, München, 1960, σ. 183).
«Καθόμουν στην πλώρη τού καραβιού με τον Όμηρο
στα γόνατά μου, όταν ο καπετάνιος μού έδειξε στο βάθος τα βουνα τής
Κεφαλονιάς. Ήταν το πρώτο σημάδι, που έβλεπα από την Ελλάδα. Η καρδιά
μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, όπως τού ερωτευμένου, που μαθαίνει, ότι ο
πρώτος του έρωτας βρίσκει ανταπόκριση».
Τον
Ιούνιο τού 1821 βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Ταξίδευε μαζί με δυό άγγλους και
έναν ούγγρο. Προορισμός η Αθὴνα, διαμέσου Πάτρας και Ισθμού. Αλλά τα
νέα ήταν άσχημα. Η Πάτρα είχε μεταβληθεί σε ερείπια, τα κάστρα στον
Κορινθιακό βρίσκονταν στα χέρια των τούρκων, αλώνιζαν οι πειρατές,
επικἱνδυνο το πέρασμα τού Ισθμού. Χαλασμός και στην Αθὴνα. Τους
συμβούλεψαν να ακολουθήσουν το θαλασσινό δρόμο, να ταξιδέψουν στην Ύδρα.
Αλλα πού να βρεθεί καράβι. Οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, το εμπόριο
νεκρωμένο ολότελα.
Γιά να μή χάσουν καιρό αποφάσισαν να κατευθυνθούν στην Καλαμάτα, όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, βρισκόταν το αρχηγείο των επαναστατών. Περνώντας στη Γλαρέντζα σκέφθηκαν, πριν ταξιδέψουν στην Καλαμάτα, να επισκεφθούν τις αρχαιότητες τής Ολυμπίας και το ναό τού Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Ο Müller κατέχεται από ιερή μέθη. Επιτέλους πατάει την ένδοξη γη των ηρώων και των ημίθεων.
«Σε λίγο θα ανήκω στο στρατό των ελλήνων... Θέλω,
πολεμώντας και πεθαίνοντας, αν χρειασθεί, να τους εκφράσω την
ευγνωμοσύνη μου γιά τα ευγενικα αισθήματα, που μού ενέπνευσαν... Να ζήσω
μονάχα γιά να δω ελευθερωμένη την Ακρόπολη, τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα
από τους βάρβαρους.
Αρκεί να γονατίσω σʼ αυτά τα μνημεία, που ανάμεσά τους περπατάω τώρα με τη φαντασία μου. Και γιατί να μή θυσιάσω τη ζωή μου γιʼ αυτή την ιερή γη, που τόσο έλαμψε στα πανάρχαια χρόνια και σήμερα ανασταίνεται από τα ερείπια. Ανυπομονώ να ανασάνω τον αέρα, που ανέπνεαν οι σοφοί τής αθάνατης Αθήνας... Χαίρε πατρίδα μου! Χαίρετε καλοί μου φίλοι! Σάς περιμένω στα Μεγάλα Παναθήναια!».
(Voyage en Grèce et dans les îles Ioniennes pendant les six demiers mois de 1821. Ouvrage où l'on trouvera des détails sur lʼinsurrection des Hellènes et sur le caractère et les talens de leurs chefs; leur constitution provisoire et les documens sur la conduite des Anglais envers les Grecs et les habitans des Iles Ioniennes etc. etc. Traduit de lʼallemand par Leon A. Paris, 1822. Ο γερμανικός τίτλος τής πρώτης έκδοσης: Reise durch Griechenland und die lonischen Inseln in den Monaten Junius, Julius und August 1821, Leipzig 1822).
Ο γερμανός εθελοντὴς ερχόταν να πολεμήσει γιά την ελληνική ελευθερία. Ονειρευόταν τον Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες...
Παζάρι στην Κόρινθο.
σχέδιο Stackelberg
Από την Ολυμπία η συντροφιά, μαζί με αγωγιάτες, θα προχωρήσει προς την Ανδρίτσαινα ακολουθώντας το δρομολόγιο των παλιών περιηγητών. Έφθασαν στην Αμπελιώνα τής ορεινής Ολυμπίας. Ήταν το μόνο κατοικημένο χωριό, που συνάντησαν. Γεμάτοι κοπάδια οι γύρω λιβαδότοποι. «Βρήκαμε άφθονο ψωμί, γάλα, κρέας, αυγά». Αλλὰ με δυσκολία δέχτηκαν οι κάτοικοι τα χρυσά νομίσματα των ξένων. Δέν ήξεραν τη μονέδα.
Από
την Αμπελιώνα στην Παύλιτσα, την αρχαία Φυγάλεια. Εκεί κοντά συνέβη ένα
επεισόδιο, πού μεταμόρφωσε τον ενθουσιώδη γερμανό σε ανελέητο
στηλιτευτή τού εκβαρβαρισμού των νεότερων ρωμιών.
«Στις επτά το βράδυ βλέπουμε ένα μπουλούκι αρματωμένους να κατεβαίνουν από το βουνό με τρία μουλάρια. Από τη φορεσιά και τα όπλα τους καταλάβαμε αμέσως, πως ήταν μανιάτες. Επειδή μάς είχαν προειδοποιήσει στη Ζάκυνθο γιά τέτοια συναπαντήματα τραβήξαμε αμέσως τα πιστόλια μας. Την ίδια στιγμή πέφτει μιά τουφεκιά. Ένα από τα υποζύγια γκρεμίζεται σκοτωμένο. Μάς φωνάζουν να παραδοθούμε και να δώσουμε ό,τι έχουμε αν θέλουμε τη ζωή μας».
Τριανταδύο οι μανιάτες, τέσσερες οι οπλισμένοι εθελοντές με έξη πιστόλια. (Ο ούγγρος ήταν άοπλος).
- Σκυλόφραγκοι! έσκουζαν οι μανιάτες.
«Τους
φωνάξαμε, πως είμαστε φίλοι τους, πως ήρθαμε να πολεμήσουμε μαζί τους,
πως πηγαίνουμε στην Καλαμάτα. Γιά μιά στιγμή δίστασαν. Ύστερα αντήχησε
μιά τουφεκιά. Μας είπαν, πως λέμε ψέματα, πως αυτός δέν είναι ο δρόμος
γιά την Καλαμάτα, πως είμαστε αγγλοι κατάσκοποι». Και στό κάτω-κάτω δέν χρειάζονταν άγγλους στην Καλαμάτα.
Μιά καινούργια τουφεκιά πληγώνει ένα σύντροφό του, μιά άλλη σκοτώνει τον νεότερο από τους αγωγιάτες. Η συμπλοκή γενικεύεται.
«Ο
άγγλος S. απαντά με γενναιότητα. Χτυπάει δυό μανιάτες, τραυματίζω κι
εγώ έναν απο τους ληστές. Στο δεύτερο πυροβολισμό το πιστόλι παθαίνει
αφλογιστία. Δέχομαι μιά γερή κοντακιά στον ώμο και χάνω τις αισθήσεις
μου. Όταν συνήλθα είδα, πως ήμασταν δεμένοι στα δέντρα. Μάς είχαν
αρπάξει τα πάντα».
Μόλις νύχτωσε ακούστηκαν βήματα. Ήταν ο γέρο αγωγιάτης, που είχε λουφάξει σε μιά κρυψώνα την ώρα τής συμπλοκής. Τους ελευθέρωσε. Η συντροφιά, όμως, ήταν απελπισμένη. Είχε απομείνει χωρίς πεντάρα.
Ξαφνικά, ένας
άγγλος ξεφώνισε χαρούμενος. Ψαχουλεύοντας βρήκε το σκούφο του, που είχε
πέσει στα χαμόκλαδα. Σε μιά πτυχή ήταν κρυμμένα κάμποσα χρυσά νομίσματα.
Έδεσαν τις πληγές των λαβωμένων και την άλλη μέρα ξεκίνησαν γιά την
Καλαμάτα.
«Εκεί, διαλύθηκαν ολότελα οι ψευδαισθήσεις μας». Πήγαν στην έδρα τού «Αρχηγείου». Βρήκαν ρωμιούς καπεταναίους, μερικούς γάλλους και έναν πολωνό λογχοφόρο τού Ναπολέοντα. «Ασήμαντος άνθρωπος. Τα τρία τέταρτα αξιωματικοί μόνο κατʼ όνομα».
Παραπονέθηκαν γιά τη ληστεία και ζήτησαν ικανοποίηση. «Εκείνοι
δέχτηκαν με ψυχρότητα τις διαμαρτυρίες μας. Δέν έκρυβαν μάλιστα την
έκπληξή τους, που ήρθαμε να καταγγείλουμε ένα τέτοιο. Αρνήθηκαν κάθε
βοήθεια και μας είπαν καθαρά και ξάστερα, πως η έρευνα, που ζητούσαμε,
ήταν και αδύνατη και άχρηστη».
C. R. Cockerell
από το έργο τού Samuel Pepys Cockerell: «Travels in southern Europe and the Levant,
1810-1817. The journal of C.R. Cockerell», 1903, σελ. 85.
Στη φωτογραφία:
Σύγχρονος ρωμιός «Κολοκοτρώνης».
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Βελή Πασά,
ότι καθάρισε τον Μοριά από τους ληστές,
όπως τον Κολοκοτρώνη».
Ο Müller προσθέτει, ότι οι ρωμιοί δέν έκρυβαν την περιφρόνησή τους προς τους ευρωπαιους: «Αυτή
η περιφρόνηση ήταν γελοία και ακατανόητη μαζί, τη στιγμή, που οι ίδιοι
δέν ήταν ικανοί να κάνουν τίποτα μόνοι τους και εκλιπαρούσαν την
συμπαράσταση των ξένων».
Απελπίστηκε ο γερμανός αρχαιολάτρης. «Δέν
θα αντικρύσω την Αθήνα, δέν θα ανασάνω τον αέρα τής πόλης τής Παλλάδας.
Πρέπει να φύγω το ταχύτερο από την Ελλάδα. Η μεγάλη ιδέα, που είχα
σχηματίσει γιά την επανάσταση των απογόνων τής ηρωικής εποχής των
Θερμοπυλών έσβησε, και μαζί με τον ενθουσιασμό μου χάθηκε και η ευτυχία
μου».
Σφοδρός μισελληνισμός τον κυριεύει τώρα. Γυρίζει στη Γερμανία και τυπώνει το χρονικό του. Ήταν ένα λιβελλογράφημα. «Καλύτερα να πεθάνω, παρά να μείνω με αυτούς τους λήσταρχους. Θα ήταν καταισχύνη. Γκρεμίστηκε το ιδανικό μου, φρίκη και αηδία πλημμυρίζει την ψυχή μου».
Όταν στην Ευρώπη άρχισαν να φτάνουν τα νέα από τον ελλαδικό χώρο και να γίνονται γνωστές οι ωμότητες και τα πλιάτσικα των ρωμιών το ʽ21, όπως η σφαγήτής Τριπολιτσάς (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από την Τριπολιτσά στην... Τρόικα), πολλοί ξένοι τότε, συνειδητοποίησαν με ποιούς είχαν να κάνουν. Στιγμάτισαν τους ρωμιούς γιά τις βαρβαρότητες, ενώ αρκετοί φιλέλληνες άλλαξαν γνώμη, όπως ο Πούσκιν, ο Γκαίτε και άλλοι στοχαστές
Το
χρονικό τού Christian Müller μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες μέσα
στο 1822 κι επηρέασε πολλούς ξένους. Έγραψε γιά την έλλειψη πειθαρχίας
και την απουσία επιμελητείας. «Ο εφοδιασμός γίνεται μόνο με τη ληστεία και την αρπαγή». «Τότε κατάλαβα την ελαφρότητα των ελλήνων».
Οι έλληνες είναι αλαζονικοί, έγραψε ο Müller, και ματαιόδοξοι. Δέν
βρήκε το αίσθημα τής τιμής, που ταιριάζει σε κείνους, που μάχονται γιά
την ελευθερία. «Οι στρατιώτες έχουν τα ήθη των πανδούρων, που αποτελούσαν πάντοτε την καταισχύνη των στρατών και τη μάστιγα των αμάχων».
Οι πανδούροι ήταν άτακτοι ουγγροκροάτες μισθοφόροι, που έδρασαν, ως
ιδιαίτερο σώμα, στον αυστριακό στρατό κατά τον 18ο αιώνα, διαβόητοι γιά
τις ωμότητές τους και τις λεηλασίες.
Και το συμπέρασμα τού Müller:
«Έτσι, που γνώρισα εγώ τους έλληνες, τους θεωρώ πέρα γιά πέρα ανώριμους να σχηματίσουν κράτος».
Και δέν είχε καθόλου άδικο, βέβαια.
Ένα κρατίδιο - προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων σχηματίστηκε, μόνιμα χρεωκοπημένο,
τού οποίου οι υπήκοοι έχουν διαχρονικά έθος ληστρικό κι αποτελούν έκτοτε τους ουραγούς τού πολιτισμένου κόσμου.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τελευταίοι σε όλα!).