Ο
Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες»,
παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης
όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων
Η σχετική αναφορά αναδημοσιεύθηκε
στο greeksurnames.blogspot.gr.
Διαβάστε παρακάτω Αρβανίτικα επώνυμα και τι σημαίνουν ορισμένα από αυτά:
Αδάμος (και Αδάμης)
Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης (τυφλός)
Βλαντής
Γιάτας (μακρύς)
Γκάζας (γελαστός)
Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια στον Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας
Γκλιάτης (μακρύς)
Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )
Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι (Παιανία) Αττικής)
Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
Καλέντζης (γανωτζής)
Καλέσης (μαλλιαρός)
Κάμιζας (της πλούσιας)
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
Κανάκης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)
Καπαρέλης
Κασνέσης
Κέκης (κακός, πονηρός ¬ συχνό στη Χασιά)
Κόκος (Κώστας)Κόκλας (συχνό στη Χασιά)
Κολόσης (Νικολάκης)
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
Κόντος (συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Κόρεσης (θεριστής)
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
Κούκης (κόκκινος)
Κουρτέσης
Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
Κυριάκης
Κάγκας-kenge=το άσμα, το τραγούδι. Αδυναμία απόδοσης της αρβ. λέξης.
Θήλυζας-thelleze-a= η πέρδικα. Εδώ έχουμε κλασσική περίπτωση αδυναμίας γραφής των κλειστών φωνημάτων, που περιέχει η λέξη αυτή, με σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου. Από εκεί και πέρα, η απόδοση της λέξης με τους υπάρχοντες ελληνικούς χαρακτήρες επαφίεται στη φαντασία των γραφέων. (το e αμυδρα).
Κιμπεζής και Κιμπιζής -το αυτό ακριβώς συμβαίνει και εδώ. Το όνομα είναι σύνθετο και προέρχεται από τις αρβ. λέξεις kebe = πόδι και izi = ο μαύρος,(το e αμυδρά),σημαίνει δηλαδή τον μαυροπόδαρο. Η αδυναμία γραφής είναι φανερή κι από τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εκφέρεται το όνομα. Προφανώς παρωνύμιο.
Kίκηρας-επαγγελματικο όνομα από την αρβ. λέξη κικερ-α= το ρεβίθι, δηλ. αυτός που καλλιεργεί ή πουλά ρεβίθια.
Κουμισης-κι αυτό επαγγελματικό, kemishe = πουκάμισο.
Κακάτσης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας.
Καβάγιας - πατριδωνυμικό επίσης, ο προερχόμενος από την Καβάγια της κεντρικής Αλβανίας. Και τα δυο παραπάνω ονόματα αποτελούν δείγμα σχηματισμού επωνύμων με τη θέση αυτούσιου του τοπωνυμίου ως οικογενειακού ονόματος. Είναι κατεξοχήν αρβανίτικη συνήθεια, όπως δέχεται και ο Ν. Βέης.
Βηλαράς - είναι επαγγελματικό, από την αρβ. λέξη βηλάρ = τόπι, δηλ. αυτός που πουλά υφάσματα.
Βούκλιζας - σκωπτικό παρωνύμιο από την αρβ. λέξη bukleze-a = η νυφίτσα.
Βρέζας - προέρχεται από την αρβ. λέξη μπρέζε = το ζωνάρι, με τροπή του μπ σε β, μετά από λόγια επέμβαση.
Γκριτζαλάς - είναι παρωνύμιο, από την αρβανίτικη λέξη grizhele-a = η καρακάξα. Προφανώς, όπως όλα τα παρωνύμια, τα παρατσούκλια, απέδιδε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φέροντος το όνομα.
Γκρέπης - grep-i = το αγκίστρι. Συναφή τα αρχαία ελληνικά, γρίπος = το δίχτυ των ψαράδων και γρυπός = κυρτός.
Γκρέστας - greste-a = η αγουρίδα.
Γκρίκας - παρωνύμιο, γκρικ = λαιμός.
Γκρόπας - μάλλον προέρχεται από τοπωνύμιο, όχι σπάνιο σε αρβανίτικες περιοχές. Γκρόπα (grope-a) σημαίνει ο λάκκος, το όρυγμα.
Γκρούμας - παρωνύμιο, grumas-zi =o λάρυγγας.
Γολεμάτης - ειναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος των αρβ. λεξεων γκολ ε μαδ =στόμα μεγάλο, προσωνύμιο που αποδιδόταν σκωπτικά σε ανθρώπους λαίμαργους ή σε όσους συνήθιζαν πομπώδεις εκφράσεις. Δείτε τα ομόρριζα ονόματα Γκόλιας, Γκολεμάς, Γκολέμης, Γολέμης.
Δαγκλής - πατριδωνυμικό που υποδηλώνει καταγωγή από την περιοχή Νταγκλή της Αλβανίας. Η τροπή του ντ σε δ αποτελεί επέμβαση των λογίων, όπως συμβαίνει σε πλείστα ονόματα, Μπότσαρης - Βότσαρης. Ο μουσουλμάνος αντίπαλος του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα Μουστάμπεης Νταγκλής ο Καφιαζέζης.
Δούνης -την ίδια τροπή έχουμε και στο όνομα αυτό. Είναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος του Ντούνης, που κι αυτό με τη σειρά του είναι το αρβανίτικο υποκοριστικό του βαπτιστικού ονόματος Αντώνης.
Δώριζας - doreze-a = το χερούλι, η λαβή. Επίσης σημαίνει τη χεριά, το δράγμα. Ντορέζα λέγεται και το ιδιότυπο πέταγμα της πέτρας από κάτω προς τα πάνω, ώστε να διαγράψει καμπύλη τροχιά.
Ζαρκανίτης - πατριδωνυμικο που υποδηλώνει καταγωγή από το Ζαρκάνι της περιοχής Νταγκλή της Αλβανίας. Η κατάληξη -ιτης είναι ενδεικτική της καταγωγής από τόπο.
Ζέγκος -πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από τοπωνύμιο Ζέγκου στην περιοχή Καρατροπάκ της Δυτικής Αλβανίας.
Ζέης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από το Ζέη Τεπελενίου.
Ζόγκας -προέρχεται από την αρβ. λέξη ζόγκου = πουλί. Γράφεται και Ζώγκας και Ζώγος, Ζώγου. Με το όνομα Ζόγκα φέρεται μεγάλος μεσαιωνικός αρχοντικός οίκος της Αλβανίας με έδρα το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Μαλεσίας. Την εξάπλωση του οίκου αυτού στον ελλαδικό χώρο δείχνουν τα τοπωνύμια Ζόγκα και Μπαρδί Ζόγκα στη ΒΔ Πελοπόννησο, γνωστά ήδη τουλάχιστον από το 1461/63 (τουρκικό απογραφικό κατάστιχο), καθώς και τοπωνύμιο παπα Γιάννη Ζογγα (όνομα συνοικισμού) γνωστό από την απογραφή των Βενετών του 1700 στην περιοχή Θερμησίου της Αργολίδας.
Ζώτος - ζοτ-ι = ο κύριος, ο αφέντης.
Λέζας και Λέζος - παρωνύμιο από την αρβ. λέξη λεζε-α = η ελιά στο πρόσωπο ή στο σωμα.
Λέπουρης, Λέπουρας - παρωνύμιο, λεπουρ-ι = ο λαγός.
Λιάκρας - λιακρ-α = τα χόρτα.
Λιαμπότης - λιαμποτ-ι = ένα είδος χόρτου.
Λιάσκας - λιασκ-α =το κλήμα που παραχώνουν για καταβολάδα.
Λούβαρης – λουβερ = δηλητήριο.
Λιάρας και Λιάρος - λιαρε-α = το παρδαλό, το ποικιλόχρωμο, το κατάστικτο.
Λάντας (δρυς;)
Λότσας (φίλος)
Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης)
Μαζαράκης
Μάζης (κορυφαίος)
Μάνεσης (βραδύς)
Μάριζας (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης
Μέγκουλας
Μελέτης
Μενάγιας
Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ήπειρο)
Μόλας (μόλε = μήλο)
Μουζάκης
Μπανίκας
Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)
Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας
Μπελόκας
Μπελούσης
Μπέτσης
Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου¬ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
Μπόζος (βαρέλας)
Μπόρσας (πουγκής)
Μπούας
Μπούζης (χειλάς)
Μπουζίκης
Μπούκουρας (ωραίος)
Μπούμπας (μαμούνας)
Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
Ντόριζας (μικροχέρης)
Παναρίτης (από το Φανάρι)
Πέτας (πίτας)
Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης
Προκόπης
Ρένεσης (ψεύτης)
Σγούρης
Σκλέπας (κουτσός)
Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας
Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
Σούκουλας (κουρελής)
Σούλης (ψηλός, λεβέντης)
Σούρπης (ρουφηχτής)
Σπάτας (σπάθας)
Στίνης (που σπρώχνει)
Σχηματάρης (κομψευόμενος)
Τάτσης (Δημητράκης)
Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)
Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
Φούντης (πάτος)
Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
Χέλμης (φαρμάκης)
καπεταναίων και απλών στρατιωτών
που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου
και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα.
Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ' ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή.
Διαβάστε παρακάτω Αρβανίτικα επώνυμα και τι σημαίνουν ορισμένα από αυτά:
Αδάμος (και Αδάμης)
Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης (τυφλός)
Βλαντής
Γιάτας (μακρύς)
Γκάζας (γελαστός)
Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια στον Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας
Γκλιάτης (μακρύς)
Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )
Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι (Παιανία) Αττικής)
Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
Καλέντζης (γανωτζής)
Καλέσης (μαλλιαρός)
Κάμιζας (της πλούσιας)
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
Κανάκης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)
Καπαρέλης
Κασνέσης
Κέκης (κακός, πονηρός ¬ συχνό στη Χασιά)
Κόκος (Κώστας)Κόκλας (συχνό στη Χασιά)
Κολόσης (Νικολάκης)
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
Κόντος (συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Κόρεσης (θεριστής)
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
Κούκης (κόκκινος)
Κουρτέσης
Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
Κυριάκης
Κάγκας-kenge=το άσμα, το τραγούδι. Αδυναμία απόδοσης της αρβ. λέξης.
Θήλυζας-thelleze-a= η πέρδικα. Εδώ έχουμε κλασσική περίπτωση αδυναμίας γραφής των κλειστών φωνημάτων, που περιέχει η λέξη αυτή, με σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου. Από εκεί και πέρα, η απόδοση της λέξης με τους υπάρχοντες ελληνικούς χαρακτήρες επαφίεται στη φαντασία των γραφέων. (το e αμυδρα).
Κιμπεζής και Κιμπιζής -το αυτό ακριβώς συμβαίνει και εδώ. Το όνομα είναι σύνθετο και προέρχεται από τις αρβ. λέξεις kebe = πόδι και izi = ο μαύρος,(το e αμυδρά),σημαίνει δηλαδή τον μαυροπόδαρο. Η αδυναμία γραφής είναι φανερή κι από τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εκφέρεται το όνομα. Προφανώς παρωνύμιο.
Kίκηρας-επαγγελματικο όνομα από την αρβ. λέξη κικερ-α= το ρεβίθι, δηλ. αυτός που καλλιεργεί ή πουλά ρεβίθια.
Κουμισης-κι αυτό επαγγελματικό, kemishe = πουκάμισο.
Κακάτσης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας.
Καβάγιας - πατριδωνυμικό επίσης, ο προερχόμενος από την Καβάγια της κεντρικής Αλβανίας. Και τα δυο παραπάνω ονόματα αποτελούν δείγμα σχηματισμού επωνύμων με τη θέση αυτούσιου του τοπωνυμίου ως οικογενειακού ονόματος. Είναι κατεξοχήν αρβανίτικη συνήθεια, όπως δέχεται και ο Ν. Βέης.
Βηλαράς - είναι επαγγελματικό, από την αρβ. λέξη βηλάρ = τόπι, δηλ. αυτός που πουλά υφάσματα.
Βούκλιζας - σκωπτικό παρωνύμιο από την αρβ. λέξη bukleze-a = η νυφίτσα.
Βρέζας - προέρχεται από την αρβ. λέξη μπρέζε = το ζωνάρι, με τροπή του μπ σε β, μετά από λόγια επέμβαση.
Γκριτζαλάς - είναι παρωνύμιο, από την αρβανίτικη λέξη grizhele-a = η καρακάξα. Προφανώς, όπως όλα τα παρωνύμια, τα παρατσούκλια, απέδιδε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φέροντος το όνομα.
Γκρέπης - grep-i = το αγκίστρι. Συναφή τα αρχαία ελληνικά, γρίπος = το δίχτυ των ψαράδων και γρυπός = κυρτός.
Γκρέστας - greste-a = η αγουρίδα.
Γκρίκας - παρωνύμιο, γκρικ = λαιμός.
Γκρόπας - μάλλον προέρχεται από τοπωνύμιο, όχι σπάνιο σε αρβανίτικες περιοχές. Γκρόπα (grope-a) σημαίνει ο λάκκος, το όρυγμα.
Γκρούμας - παρωνύμιο, grumas-zi =o λάρυγγας.
Γολεμάτης - ειναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος των αρβ. λεξεων γκολ ε μαδ =στόμα μεγάλο, προσωνύμιο που αποδιδόταν σκωπτικά σε ανθρώπους λαίμαργους ή σε όσους συνήθιζαν πομπώδεις εκφράσεις. Δείτε τα ομόρριζα ονόματα Γκόλιας, Γκολεμάς, Γκολέμης, Γολέμης.
Δαγκλής - πατριδωνυμικό που υποδηλώνει καταγωγή από την περιοχή Νταγκλή της Αλβανίας. Η τροπή του ντ σε δ αποτελεί επέμβαση των λογίων, όπως συμβαίνει σε πλείστα ονόματα, Μπότσαρης - Βότσαρης. Ο μουσουλμάνος αντίπαλος του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα Μουστάμπεης Νταγκλής ο Καφιαζέζης.
Δούνης -την ίδια τροπή έχουμε και στο όνομα αυτό. Είναι δήθεν εξελληνισμένος τύπος του Ντούνης, που κι αυτό με τη σειρά του είναι το αρβανίτικο υποκοριστικό του βαπτιστικού ονόματος Αντώνης.
Δώριζας - doreze-a = το χερούλι, η λαβή. Επίσης σημαίνει τη χεριά, το δράγμα. Ντορέζα λέγεται και το ιδιότυπο πέταγμα της πέτρας από κάτω προς τα πάνω, ώστε να διαγράψει καμπύλη τροχιά.
Ζαρκανίτης - πατριδωνυμικο που υποδηλώνει καταγωγή από το Ζαρκάνι της περιοχής Νταγκλή της Αλβανίας. Η κατάληξη -ιτης είναι ενδεικτική της καταγωγής από τόπο.
Ζέγκος -πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από τοπωνύμιο Ζέγκου στην περιοχή Καρατροπάκ της Δυτικής Αλβανίας.
Ζέης - πατριδωνυμικό, ο καταγόμενος από το Ζέη Τεπελενίου.
Ζόγκας -προέρχεται από την αρβ. λέξη ζόγκου = πουλί. Γράφεται και Ζώγκας και Ζώγος, Ζώγου. Με το όνομα Ζόγκα φέρεται μεγάλος μεσαιωνικός αρχοντικός οίκος της Αλβανίας με έδρα το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Μαλεσίας. Την εξάπλωση του οίκου αυτού στον ελλαδικό χώρο δείχνουν τα τοπωνύμια Ζόγκα και Μπαρδί Ζόγκα στη ΒΔ Πελοπόννησο, γνωστά ήδη τουλάχιστον από το 1461/63 (τουρκικό απογραφικό κατάστιχο), καθώς και τοπωνύμιο παπα Γιάννη Ζογγα (όνομα συνοικισμού) γνωστό από την απογραφή των Βενετών του 1700 στην περιοχή Θερμησίου της Αργολίδας.
Ζώτος - ζοτ-ι = ο κύριος, ο αφέντης.
Λέζας και Λέζος - παρωνύμιο από την αρβ. λέξη λεζε-α = η ελιά στο πρόσωπο ή στο σωμα.
Λέπουρης, Λέπουρας - παρωνύμιο, λεπουρ-ι = ο λαγός.
Λιάκρας - λιακρ-α = τα χόρτα.
Λιαμπότης - λιαμποτ-ι = ένα είδος χόρτου.
Λιάσκας - λιασκ-α =το κλήμα που παραχώνουν για καταβολάδα.
Λούβαρης – λουβερ = δηλητήριο.
Λιάρας και Λιάρος - λιαρε-α = το παρδαλό, το ποικιλόχρωμο, το κατάστικτο.
Λάντας (δρυς;)
Λότσας (φίλος)
Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια και στη Χασιά)
Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης)
Μαζαράκης
Μάζης (κορυφαίος)
Μάνεσης (βραδύς)
Μάριζας (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης
Μέγκουλας
Μελέτης
Μενάγιας
Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ήπειρο)
Μόλας (μόλε = μήλο)
Μουζάκης
Μπανίκας
Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)
Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας
Μπελόκας
Μπελούσης
Μπέτσης
Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου¬ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
Μπόζος (βαρέλας)
Μπόρσας (πουγκής)
Μπούας
Μπούζης (χειλάς)
Μπουζίκης
Μπούκουρας (ωραίος)
Μπούμπας (μαμούνας)
Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
Ντόριζας (μικροχέρης)
Παναρίτης (από το Φανάρι)
Πέτας (πίτας)
Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης
Προκόπης
Ρένεσης (ψεύτης)
Σγούρης
Σκλέπας (κουτσός)
Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας
Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
Σούκουλας (κουρελής)
Σούλης (ψηλός, λεβέντης)
Σούρπης (ρουφηχτής)
Σπάτας (σπάθας)
Στίνης (που σπρώχνει)
Σχηματάρης (κομψευόμενος)
Τάτσης (Δημητράκης)
Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)
Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
Φούντης (πάτος)
Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
Χέλμης (φαρμάκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου