ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ
Από τον εκτοπισμό τους έως την υποδοχή των λειψάνων της Αγ. Ελένης
Το
Ποντιακό Ζήτημα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα παραλογισμού, που πηγάζει
από την εφαρμογή εθνικών αρχών σʼ ένα πολυεθνικό κράτος. Στον Πόντο
ζούσαν πολλοί και διάφοροι λαοί, οι οποίοι εκχριστιανίστηκαν και ως μέλη
της οθωμανικής αυτοκρατορίας πλέον, με την επίδραση των αναδυόμενων
τότε στο Βαλκάνια εθνικών ιδεολογιών, τις θρησκευτικές διαιρέσεις τις
μετέτρεψαν σε εθνικές.
Ο ορθόδοξος χριστιανικός πληθυσμός άρχισε
στις αρχές του 19ου αιώνα να υιοθετεί αισθήματα και φαντασιώσεις του
ρωμέικου εθνικισμού. Επηρεάστηκαν, ασχέτως ρίζας, όσοι ζούσαν στη
Ανατολή, μιλούσαν ρωμέικα και ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι.
Κατʼ
αυτό τον τρόπο, υποκύπτοντας στην πολιτική της Αθήνας και της
Κωνσταντινούπολης και αργότερα της Άγκυρας, οι λαοί του Πόντου
χωρίστηκαν στο φαντασιακό σχήμα έλληνες και τούρκοι. Αυτή τη διαίρεσή
τους, ακολούθησαν διάφορα βίαια γεγονότα και από τις δύο πλευρές, εξ αιτίας των οποίων η πλευρά των ρωμιών αποτέλεσε το θύμα ─ ουσιαστικά των δικών της οραμάτων και πλανών.
Από
το 1912 η κάθε πλευρά, μακροπρόθεσμα, ονειρευόταν μια λύση, όπως αυτή
των Βαλκανίων, δηλαδή την αποβολή του άλλου από τα εδάφη και την
παραμονή του ίδιου σʼ αυτά. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά υπόθεση εθνικών
και στρατηγικών συγκυριών. Ο τούρκικος εθνικισμός επιζητούσε και
κατάφερε εν τέλει να δημιουργήσει ένα εθνικό κράτος από τα εδάφη της
οθωμανικής αυτοκρατορίας που απέμειναν μετά τη Συνθήκη του Μούδρου
(1918).
Ευημερία των χριστιανών πόντιων χάρη στα σουλτανικά διατάγματα
Όταν ο Μωάμεθ
έφτασε έξω απʼ τα τείχη της Πόλης, δεν υπήρχε ουσιαστικά ρωμαϊκή
αυτοκρατορία. Το μόνο που ʼχε απομείνει ήταν μια πόλη-κράτος με
ελάχιστες χιλιάδες υπερασπιστές κι αυτούς βαθιά διχασμένους σε
«ενωτικούς»-φιλοδυτικούς και «ανθενωτικούς»-φιλοοθωμανούς.
Ο
Μωάμεθ λίγους μήνες μετά την άλωση επιβράβευσε τη βοήθεια των
ανθενωτικών φίλων του. Επανίδρυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όρισε νέο
Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο και προίκισε την
Εκκλησία με μπόλικα προνόμια με δύο ανταλλάγματα: να κρατά μακριά το
ποίμνιό της απʼ τις δυτικές επιρροές και να το διατηρεί υποταγμένο στην
οθωμανική αυτοκρατορία. Για κάθε ανυπακοή του «ποιμνίου» θα θεωρούνταν
προσωπικά υπεύθυνοι και υπόλογοι οι ποιμένες.
Κατά
τα λοιπά, η οθωμανική αυτοκρατορία αποδείχθηκε ασυνήθιστα ανεκτική, για
τα δεδομένα της εποχής. Ορθόδοξοι ρωμιοί, αρμένιοι κι εβραίοι
διατήρησαν το δικαίωμα στη ζωή, στην πίστη και στη λατρεία, αρκεί να
πλήρωναν τους καθορισμένους φόρους. Ειδικά
οι χριστιανοί ρωμιοί απολάμβαναν πολλά προνόμια: Ελευθερία γλώσσας,
εκπαίδευσης, αυτοδιοίκησης. Οι δε φαναριώτες μονοπωλούσαν μερικά απʼ τα
ανώτερα αξιώματα, όπως του «Μεγάλου διερμηνέα», του «Εξ απορρήτων», των
ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Αλλά
και πολλοί χριστιανοί μεγαλοαστοί καταλάμβαναν συχνά τις θέσεις
πρεσβευτών, υπουργών, αρχίατρων του Παλατιού, πριγκίπων της Σάμου. Και
πολλοί πρώην χριστιανοί γενίτσαροι κατέκτησαν τη θέση του «Μεγάλου
Βεζίρη»!
Η κατάσταση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών βελτιώθηκε αφάνταστα μετά το 1856, όταν ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ εξέδωσε το Διάταγμα της Ισονομίας, γνωστό ως Χάττι Χουμαγιούν.
Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ Α΄
διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1839 και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο, που εκείνος είχε αρχίσει. Παραχώρησε πολλά δικαιώματα στους υπηκόους των χριστιανικών κοινοτήτων κι έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου, των γραμμάτων κ.ά..
Με τη συνθήκη Χάττι Χουμαγιούν δημιουργήθηκε ένα προστατευτικό πλαίσιο για τις μειονότητες κι εξασφαλίστηκαν δικαιώματα για ισότιμη μεταχείριση, ίση απονομή δικαιοσύνης κ.ά..
Το Χάτι Χουμαγιούν χαρακτηρίστηκε
η Magna Carta της Τουρκίας.
Οι θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες (μεταξύ των οποίων και των ρωμιών) επωφελήθηκαν και προχώρησαν σε μαζική ίδρυση σχολείων, ναών και άλλων ιδρυμάτων.
Tο Χάττι Χουμαγιούν
έδινε μεγάλη έμφαση στην ισότητα όλων των υπηκόων της Aυτοκρατορίας σε
ζητήματα φορολογίας, στη συμμετοχή τους άνευ διακρίσεων στο υπαλληλικό
σώμα, σε όλα τα διοικητικά και δικαστικά όργανα, στην εισαγωγή στις
στρατιωτικές σχολές και στην εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, η οποία
δε θα αποτελούσε πια προνόμιο και αποκλειστικό βάρος των μουσουλμάνων. Η
νομιμότητα των μιλέτ (millet), των πολιτικοθρησκευτικών οργανώσεων των
μη μουσουλμάνων, επιβεβαιωνόταν, γινόταν όμως λόγος για την αναγκαιότητα
μεταρρύθμισης της λειτουργίας τους, με τέτοιο τρόπο ώστε να
συμπεριληφθούν περισσότεροι λαϊκοί στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Ως
προς τη φορολογία, το διάταγμα επαγγελλόταν εκ νέου την κατάργηση του
ιλτιζάμ (iltizam) και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα άμεσης
είσπραξης των φόρων. Tέλος, οριζόταν η κωδικοποίηση του ποινικού και του
εμπορικού Δικαίου, η ίδρυση τραπεζών, η δυνατότητα αλλοδαπών να
κατέχουν ακίνητη περιουσία εντός της αυτοκρατορίας, η παροχή
διευκολύνσεων στην εισαγωγή ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η ίδρυση μικτών
δικαστηρίων για την εκδίκαση ποινικών και εμπορικών υποθέσεων ανάμεσα σε
μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους.
Εικόνες ευημερίας από τον Πόντο.
Πλούσιες κατοικίες, ακριβά ενδύματα, σχολεία, γυμναστικοί σύλλογοι κ.λπ..
Η
πνευματική και οικονομική ανάπτυξη των ρωμιών στο Πόντο ύστερα από τα
ευνοϊκά μέτρα της οθωμανικής διοίκησης υπήρξε ραγδαία. Εκατοντάδες
σχολεία ιδρύθηκαν στις πόλεις και στα χωριά του Πόντου και δεκάδες άλλοι
φορείς (αθλητικοί, πολιτιστικοί, μουσικοί κ.λπ.) υπό την συνεχή στήριξη
και εποπτεία της Εκκλησίας συνέχισαν να συμβάλλουν στην εκπαιδευτική,
πνευματική και πολιτιστική ανύψωση και βελτίωση των ρωμιών.
Σύμφωνα
με στατιστικά της Μητρόπολης Αμισού και Αμάσειας του έτους 1907 ο
αριθμός των ρωμέικων κοινοτήτων στην μητροπολιτική περιφέρεια ήτανε 330.
Ο πληθυσμός τους έφτανε τους 151.740 κατοίκους. Είχανε 392 εκκλησίες
και 439 ιερείς. Υπήρχαν 325 σχολεία αρρένων και θηλέων με πάνω από
10.000 μαθητές και μαθήτριες και 565 δασκάλους.
Όπου τζαμί και ψωμί
Έκτοτε,
η εμπορική και οικονομική ζωή της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου και των
μικρασιατικών παραλίων πέρασε στα χέρια των χριστιανών, ρωμιών κι
αρμένηδων. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, τα μεγάλα λιμάνια της οθωμανικής
αυτοκρατορίας γίνονται πόλοι έλξης εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανών απʼ
την Ελλάδα και όλα τα Βαλκάνια. Πολλοί παππούδες και προππάποι μας
έφυγαν για την Πόλη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, τη Σαλονίκη και το
Μοναστήρι, για να βρουν δουλειά. «Όπου τζαμί και ψωμί», έλεγαν εκείνη
την περίοδο...
Κι εδώ αρχίζει η τραγωδία κι η κωμωδία. Αυτοί οι χιλιάδες ρωμιοί δεν πήγαιναν τρέχοντας στην οθωμανική αυτοκρατορία για να γίνουν δούλοι!
Αλλά την εκεί παρουσία τους εκμεταλλεύτηκε ο Βενιζέλος κι έστειλε τον
ελληνικό στρατό να «ελευθερώσει» όσους οικειοθελώς πήγαν στην Τουρκία,
για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί κι οι περισσότεροι είχαν ήδη πλουτίσει!
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Όπου τζαμί και ψωμί).
Χιλιάδες εκκλησίες, ιερείς, σχολεία κ.λπ. υπήρχαν στον Πόντο, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι ρωμιόφωνοι χριστιανοί, οι οποίοι, ενώ ζούσαν σε υψηλό βιοτικό επίπεδο, χάρη στην ευεργετική νομοθεσία για τις χριστιανικές κοινότητες που είχε θεσπίσει η οθωμανική διοίκηση, παρουσιάζονται ως τα θύματα της ιστορίας. Πηγή: Κ. Κωνσταντινίδου: «Πραγματεία περί Πόντου» (έκδ. «Νότη Καραβιά», Αθήνα, 1918).
Δύο τάσεις
Στο εσωτερικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπήρχαν δύο τάσεις.
Η πρώτη: η αποκαλούμενη και νεοϊμπεριαλιστική ήταν
η τάση να επεκταθεί το νέο κράτος της Ελλάδας σε κάθε σημείο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας και των νέων κρατών, που ιδρύθηκαν μετά τους
βαλκανικούς πολέμους, όπου ζούσαν ρωμιοί. Αυτή η επιλογή ήταν ταυτόσημη
και με την πολιτική του Βενιζέλου και με την πολιτική της βρετανικής αυτοκρατορίας, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Λόυδ Τζορτζ.
Στο χώρο ζούσαν ρωμιοί και μουσουλμάνοι. Και οι δυο προέβαιναν σε λεηλασίες, εμπρησμούς, θανατώσεις κ.λπ. πράξεις εκδίκησης και αντιποίνων οι μεν στα χωριά των δε. Ειδικά για τις εγκληματικές ενέργειες των ρωμιών διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ωμότητες ρωμιών ανταρτών στον Πόντο.
Η δεύτερη όμως τάση, που ήταν και αρχαιότερη, και επονομαζόταν παλαιοϊμπεριαλιστική,
στόχευε στην επανίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κάτω από την
εκκλησιαστική ιεραρχία και τον έλεγχο του Ορθόδοξου Πατριαρχείου.
Εξαιτίας του Πατριάρχη Ιωακείμ Γʼ, ο οποίος είχε ισχυρή
προσωπικότητα και είχε τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά πιστούς σε αυτόν
ανθρώπους, η τάση που θα επικρατούσε θα ήταν η δεύτερη.
Αν
λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα, όλες τις μητροπολιτικές αρχές που
αποσπάσθηκαν από τα οθωμανικά βιλαέτια, τις πρόσδεσε στην Αυτόνομη
Εκκλησία της Ελλάδος βγάζοντάς τις έτσι από τον έλεγχο του Πατριαρχείου,
τότε αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο δεν ήταν ευχαριστημένη η
Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης από την εδώ κι εκεί διασπορά
των ρωμιών.
Επιστράτευση
Στην
πραγματικότητα, αυτό που λέγεται Ποντιακό Ζήτημα, στη ρίζα του είναι
ένα θέμα, που συνδέεται με τους βαλκανικούς πολέμους. Η επιστράτευση
αντιμετωπίσθηκε ολότελα άσχημα από πλευράς των χωρικών της Ανατολίας και
από πλευράς των πόντιων ρωμιών κατανοήθηκε ακόμη χειρότερα εξ αιτίας
της Εκκλησίας και των σχολείων, που προπαγάνδιζαν την αντίσταση στο
στρατό. Μέχρι την χρονολογία αυτή, ανθρωποι που δεν επιστρατεύθηκαν,
έτρεφαν μίσος για τον τακτικό στρατό και οι επιστρατευθέντες, όσο
δύσκολο κι αν ήταν να διαχωρίσουν τα εθνικά τους αισθήματα, στους
πρώτους μήνες του πολέμου λιποτακτούσαν μαζικά από τις μονάδες τους. Με ή
χωρίς τα όπλα τους, επέστρεφαν στα χωριά τους και μη έχοντας το θάρρος
να ζήσουν εκεί, παρέμειναν στις γύρω περιοχές με σκοπό να βοηθήσουν τις
οικογένειές τους στις αγροτικές δουλειές. Μʼ αυτόν τον τρόπο οργανώθηκαν
από μόνοι τους.
Οι πόντιοι δεν συμμετείχαν στα γεγονότα τού ʼ21. Ο παρουσιαζόμενος ως πόντιος Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας. Από πουθενά δεν προκύπτει επίσης, ότι την περίοδο των βαλκανικών πολέμων οι ρωμιοί πόντιοι οχλήθηκαν ή πιέστηκαν ιδιαίτερα. |
Αντίθετα υπάρχουν μαρτυρίες ότι ρωμιοί πόντιοι ως οσμανοί πολίτες υπηρέτησαν στον οθωμανικό στρατό και πολέμησαν στο βαλκανικό μέτωπο εναντίον των ρωμιών του ελλαδικού χώρου.
Εγκατάσταση προσφύγων
Η
κυβέρνηση στην προσπάθειά της να εγκαταστήσει σʼ αυτά τα μέρη πρόσφυγες
από τα Βαλκάνια, πέρασε σε ένα δεύτερο στάδιο δράσης. Αποφασισμένοι οι
ρωμιοί χωρικοί να μην επιτρέψουν την εγκατάσταση την (τούρκων) προσφύγων
στα χωριά τους, αντιστάθηκαν στις Αρχές.
Για πρώτη φορά ρωμιοί
αντάρτες ανοίγουν πυρ εναντίον χωροφυλάκων, οι οποίοι επιχειρούσαν να
εγκαταστήσουν μια ομάδα προσφύγων στο Κιζαρλίκ, ένα χωριό, που βρίσκεται
πάνω στο δρόμο για τον Τσαρσαμπά.
Οι πρωτοβουλίες εγκατάστασης
προσφύγων στα χωριά Cirahman, Okse, Tevkeris, Andreandon και Cinarli,
αντιμετωπίστηκαν εκ μέρους των ρωμιών με τον ίδιο τρόπο. Οι
εγκαταστάσεις αυτές έγιναν αιτία για ένοπλες συγκρούσεις και στο τέλος,
παρά την εφαρμοζόμενη καταπίεση στους προεστούς των παραπάνω χωριών, η
πρωτοβουλία εγκατάστασης των προσφύγων αποτράπηκε. Έτσι, στον πρώτο
παγκόσμιο πόλεμο, μόνο η Σαμψούντα και οι γύρω περιοχές της μπήκαν σε
φάση ξεσηκωμού.
Τάγματα εργασίας
Πριν
τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που άρχισε η επιστράτευση, η υποχρεωτική
στράτευση των χριστιανών στα τάγματα εργασίας ─όπως ήταν φυσικό─ αύξησε
τον αριθμό των φυγόστρατων. Οι χωροφύλακες ήξεραν, ότι οι φυγόστρατοι
κρύβονταν στις περιοχές γύρω από τα χωριά τους κι ότι τους διέτρεφαν
οικογένειές τους. Ασκούσαν πίεση στις οικογένείες τους κι εξ αιτίας
αυτού οι αντάρτες μόνοι τους ή οργανωμένοι προέβαιναν σε πράξεις
τιμωρίας των υπαιτίων. Έτσι, κάθε καταπίεση ή πράξη βίας μεταξύ των
εθνοτήτων, χρόνο με το χρόνο άρχισε να κλιμακώνεται.
Την ίδια
περίοδο στη Μητρόπολη την διασφάλιση της υλικής βοήθειας στους φυγάδες,
μπαίνοντας στο κύκλωμα, την κάνει ο επιστρατευμένος προεστός. Η
κυβέρνηση τους ανάγκασε να καταφύγουν στα βουνά και αυτό από πολιτική
πλευρά αποδυνάμωσε τους αντάρτες.
Χαρακτηριστικά αναφέρθηκαν στο άρθρο Ωμότητες ρωμιών ανταρτών στον Πόντο
ορισμένα μόνο από τα επεισόδια, τα οποία χαρακτήριζαν την συμπεριφορά
των χριστιανών απέναντι στους μουσουλμάνους συντοπίτες τους, με τους
οποίους ζούσαν για αιώνες ειρηνικά. Κάτω από την εγκληματική καθοδήγηση
του Γερμανού Καραβαγγέλη οι χριστιανοί άρχισαν να πυκνώνουν τις
τάξεις των ανταρτών χτυπώντας πισώπλατα τον τουρκικό στρατό και
ληστεύοντας κυρίως τουρκικά χωριά, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Ρώσικη επιρροή
Μπροστά
σʼ αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1915 πέρασε στην
τιμωρία αυτών, που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα και αυτών, που
παρεμπόδισαν την εγκατάσταση των προσφύγων σε κάποια χωριά, τα οποία
παραδόθηκαν στη φωτιά. Ο πληθυσμός τους διασκορπίστηκε και οι
παραγωγικοί άνδρες αναμίχθηκαν με τους αντάρτες του πιο γνωστού ηγέτη
στον κύκλο των τσετέδων, του Βασίλ Ουστά. Αυτός ο φυγόστρατος,
που έγινε αντάρτης για να διαφυλάξει την τιμή της γυναίκας του, σύμφωνα
με ανεπαλήθευτα έγγραφα, το έτος 1915 επιτέθηκε στις στρατιωτικές
φυλακές της Σεβάστειας και απελευθέρωσε έναν ρώσο στρατηγό. Για
λογαριασμό τίνος; Δεν υπάρχει δυνατότητα απάντησης σε αυτό, αλλά, θέλεις
πραγματικότητα, θέλεις μύθος, αυτή η πράξη μαρτυράει μια πρώτη πράξη
στα ποντιακά γεγονότα, που φέρει τη σφραγίδα με πολιτική σημασία: Ρώσικη
επιρροή.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1916 αποφασίστηκε η εκτόπιση των
ρωμιών της Τρίπολης, που σε πρώτη φάση εκτοπίστηκαν στην Κερασούντα.
Κατόπιν κατευθύνθηκαν προς το Sebin Karahirar και οι εξορίες στην πόλη
έφτασαν μέχρι την 3η Δεκεμβρίου.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, με τον
ερχομό του Behattin Sakir στη Σαμψούντα, η πολιτική των εκτοπισμών
άρχισε να εφαρμόζεται συστηματικά. Ύστερα απʼ αυτό οι τούρκοι τσέτες
άρχισαν να επιτίθενται στα χωριά της Σαμψούντας. Μέχρι τα τέλη του
Δεκεμβρίου 1916 κάηκαν 18 χωριά ολοκληρωτικά και 15 χωριά μερικά. Στις 9
Ιανουαρίου 1917, ογδόντα άτομα συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Havza.
Την ίδια μέρα, η εφαρμογή του μέτρου της εξορίας άρχισε από τον
συνοικισμό της Σαμψούντας Κατήκιοϊ, το μέρος όπου ο μητροπολίτης
Γερμανός Καραβαγγέλης, είχε ιδρύσει την πρώτη οργάνωσή του. Τέσσερις
χιλιάδες άνθρωποι πρώτα εστάλησαν στην Havza και μετά προωθήθηκαν στο
Ҫotum.
Η μεταφορά των ρωμιών από τα χωριά της Κερασούντας άρχισε
την ίδια ημερομηνία. Αυτόν τον εκτοπισμό στα τέλη Ιανουαρίου (1917) θα
ακολουθήσει ο εκτοπισμός της περιοχής Μπάφρας και τον Φεβρουάριο θα
ακολουθήσουν οι εκτοπισμοί του Τσαρσαμπά και της Οινόης. Τριάντα
χιλιάδες άνθρωποι, που ζούσαν σʼ αυτά τα μέρη βγήκαν στο δρόμο για το
βιλαέτι της Άγκυρας. Οι ρωμιοί της Ordu μεταφέρθηκαν τον Αύγουστο του
1917 και της Σινώπης στις 6 Ιουλίου 1917. Τελικά, πάρθηκε η απόφαση ο
Καραβαγγέλης να τεθεί υπό κράτηση στο σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη.
Η
εξορία των ρωμιών υπήρξε διαφορετική από αυτή των αρμενίων, που είχε
γίνει το προηγούμενο έτος, διότι δεν άνοιξε δρόμο για σφαγές. Δεν
υπάρχει πηγή, που σʼ αυτό το θέμα να προβάλει αντίθετο ισχυρισμό. Οι
ρωμιοί συγγραφείς, οι οποίοι προσαυξάνουν τον αριθμό των εξόριστων κατά
το 1/3 και προσαυξάνουν τον αριθμό των απολεσθέντων κατά τα 2/3,
ισχυρίζονται, ότι οι εκτοπισθέντες χάθηκαν από τις ανέχειες και
ασθένειες κατά την εξορία και ότι γενικώς έγινε μια αναίμακτη
εξολόθρευση. Σύμφωνα με μαρτυρίες και κατεχόμενα έγγραφα, ο ίδιος ο
εκτοπισμός δεν προκάλεσε πολλούς θανάτους. Οι περισσότεροι εκτοπισθέντες
πέθαναν μετά την εγκατάστασή τους στους τόπους προορισμού από
επιδημικές ασθένειες και κυρίως από τύφο.
Σκηνικό από τον εκτοπισμό των ρωμιών πόντιων στην τούρκικη ενδοχώρα.
Μετά
την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εμφανίστηκαν χριστιανοί
λιποτάκτες του τούρκικου στρατού ή ανυπότακτοι, οι οποίοι επιβίωναν με
ληστείες ζώων και τροφίμων, προσβάλλοντας κυρίως τουρκικά χωριά.
Εκτός από αυτούς, εμφανίστηκαν και οθωμανοί λιποτάκτες.
Η
τιμωρία για το παράπτωμα της λιποταξίας ή ανυποταξίας αφορούσε τόσο
τους ρωμιούς όσο και τους οθωμανούς, σε περίοδο δε πολέμου εφαρμοζόταν
σε όλα τα κράτη της Ευρώπης.
Το πραγματικό αντάρτικο άρχισε το 1916,
όταν οι ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα μεταφέροντας σʼ εκείνη την
περιοχή το ρωσο-τουρκικό πολεμικό μέτωπο.
Λόγω των πράξεων αυτών ο
τουρκικός στρατός άρχισε στην περιοχή της Μπάφρας το κυνήγι εναντίον των
ανταρτών με βίαια μέσα, γεγονός απόλυτα κατακριτέο. Κατόπιν διατάχθηκε η
μεταφορά όλου του χριστιανικού πληθυσμού προς την ενδοχώρα, κατά τη
διάρκεια της οποίας από τις κακουχίες και τις επιδημίες χάθηκαν ζωές.
Ωρισμένοι
ιστορικοί διακρίνουν αυτά τα θλιβερά γεγονότα από το χαρακτηρισμό τους
ως γενοκτονία, μια πράξη που θα προϋπέθετε άμεσο δόλο εξόντωσης μέχρις
ενός, πράγμα που δεν συνέβη.
Ο διωγμός των ποντίων όμως,
αναγνωρίστηκε από τη Βουλή ως γενοκτονία (Ν. 2193/94, ΦΕΚ 78/Α/1994) και
καθιερώθηκε η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της.
Επιπλέον, θεσπίστηκε
νόμος ποινικοποίησης της ιστορικής γνώμης όσον αφορά στην άρνηση των
αναγνωρισμένων από τη Βουλή γενοκτονιών (Ν.4285 της 10.9.2014),
συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και αυτής των ποντίων.
Γενοκτονία και εργαλειοποίηση της μνήμης
Η
γενοκτονία (αγγλ. genocide) είναι μια έννοια, που επινοήθηκε στο
Διεθνές Δίκαιο αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, προκειμένου να
ενταχθεί σε αυτήν ακριβώς η εξόντωση των εβραίων κατά τη διάρκειά του. Η
λέξη προέρχεται από τις λέξεις γένος και κτείνω (=φονεύω).
Με
αυτόν τον όρο περιγράφονται τα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη
συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση
ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.
Η γενοκτονία
μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων
των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα
μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της. Στα βίαια μέσα περιλαμβάνονται
απαγορευτικά μέτρα επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών,
ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή
αλλοίωση της καταδιωκόμενης φυλής με βέβαιη την συν τω χρόνω απώλεια του
εθνικού και φυλετικού γνωρίσματος της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για
μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά
κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση
απόψεων.
Η επέκταση και ο προσδιορισμός του τι συνιστά
«γενοκτονία» δημιούργησε μια τάση να ονομαστεί γενοκτονία κάθε αδικία
που είχε υποστεί κάθε λαός στο παρελθόν, γιατί η αναγνώριση ενίσχυε τoν
αυτοσεβασμό και την ταυτότητά του. Δεν θα πρέπει επομένως να ξενίζει ότι
στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αναγνώρισης μιας γενοκτονίας γίνεται
αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και διαβούλευσης, όπως τα μάρμαρα του
Παρθενώνα. Γύρω από την αναγνώριση των γενοκτονιών αναδεικνύονται
οργανώσεις και ακτιβιστές.
Βέβαια,
ορισμένοι εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γιʼ αυτόν τον λόγο την
επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην
Ελλάδα και την Τουρκία. Εδώ πρόκειται για κατάφωρη εργαλειοποίηση της
μνήμης και των νεκρών. Η προβολή τους λίγο απέχει από την προσβολή τους.
(Βλ. Αντώνη Λιάκου: «Βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά!»,
chronosmag.eu, Δεκ. 2013).
Η ποντιακή βιβλιογραφική έκρηξη
στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μόλις στη δεκαετία του ʼ80. Έκτοτε, κατά κόρον
προβάλλονται στα ΜΜΕ, σε ημερίδες, ομιλίες κ.λπ. πολλά και διάφορα
φληναφήματα πόντιων εθνικιστών, ενώ πληθαίνουν οι εκδόσεις σχετικών
βιβλίων και οι δημοσιεύσεις από ανεπίσημους ή επίσημους φορείς, όπως από
την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, το προπύργιο του
ρωμέικου εθνικισμού στην Βόρεια Ελλάδα.
Οι πόντιοι θεωρούν το διωγμό
τους ως γενοκτονία ανάλογου μεγέθους με αυτή των αρμενίων από τους τούρκους.
Σε αντίθεση με τη καθολική σφαγή των αρμενίων το 1915-16, οι διωγμοί των ποντίων
παρουσιάζουν τέτοια ανισομέρεια από περιοχή σε περιοχή, όσον αφορά την
έκταση και την έντασή τους, ώστε να έχουν διατυπωθεί εύλογες
αμφισβητήσεις του χαρακτηρισμού τους ως γενοκτονίας.
Από την άλλη
πλευρά, το τούρκικο κράτος αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα, πως
υπήρξε γενοκτονία, αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό
και σε ασθένειες και αυτό το θέμα αποτελεί εδώ και χρόνια μία σημαντική
διαφωνία Ελλάδας-Τουρκίας.
Ο διωγμός των ποντίων έχει αναγνωρισθεί ως γενοκτονία από τη Σουηδία, την Ολλανδία και την Αρμενία.
Μη αυτονόητη «αλήθεια»
Τη
δεκαετία του ʼ90 στην Ελλάδα, ιδίως τη βόρεια, εμφανίστηκε δυναμικά μια
κίνηση, αρθρωμένη γύρω από το κεντρικό αίτημα για «αναγνώριση της
γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού».
Γιατί να απαιτείται άραγε
ένα κίνημα για να αναγνωριστεί η επίδικη αλήθεια; Οριακά, κάτι τέτοιο
θα δικαιολογούνταν μόνο στην περίπτωση, που κάποιοι ανακάλυψαν νέα
στοιχεία, τα οποία ήταν μέχρι τώρα άγνωστα στους υπόλοιπους. Εάν το όλο
ζήτημα ήταν ζήτημα πληροφόρησης, θα αρκούσε απλώς οι πρώτοι, όσοι
απέκτησαν τις νέες αυτές γνώσεις, να τις γνωστοποιήσουν στους δεύτερους,
κι αυτοί θα αναπροσάρμοζαν αναλόγως τις απόψεις τους. Δεν θα υπήρχε
λόγος να υπάρξει κίνημα και προσπάθεια πειθούς, αλλά απλώς ενημέρωση και
διαφώτιση.
Αναδύεται
λοιπόν εδώ ένα είδος αντίφασης, κατά την οποία η ίδια η ύπαρξη μιας
δραστηριότητας, δηλαδή η επιτέλεση της προπαγάνδας, φαίνεται να
υπονομεύει το περιεχόμενό της: η ανάγκη έντονης κινητοποίησης,
αρθρογραφίας στον τύπο, έκδοσης βιβλίων, και, ιδίως, πραγματοποίησης
μαζικών τελετών και επετειακών εκδηλώσεων στο δημόσιο χώρο και σε μέρη
που έχουν (ή που τους προσδίδεται τώρα) έντονη συμβολική φόρτιση,
μαρτυρεί ότι η διακηρυσσόμενη «αλήθεια» δεν είναι τόσο αυτονόητη για
όλους κι ότι υπάρχει —ή αναμένεται— μία αντίσταση στην «αναγνώρισή» της.
Η αντίσταση αυτή, ερμηνεύεται και ταξινομείται υπό την
κατηγορία των «συμφερόντων» και των «σκοπιμοτήτων» που «τυφλώνουν τους
ανθρώπους» και τους κάνουν να μην θέλουν να δουν —ή/και να μην
επιτρέψουν σε άλλους να δουν— την καθαυτή απροβλημάτιστη αλήθεια, της
οποίας η αποδοχή εμφανίζεται έτσι ως συνώνυμο της «αμεροληψίας» και της
απουσίας κάποιου μερικού σκοπού ή ενδιαφέροντος.
Η στάση απέναντι στην προβαλλόμενη αλήθεια κατανέμει τους ανθρώπους σε τρεις, στεγανά διαχωρισμένες, κατηγορίες:
Η πρώτη φυσικά είναι οι απόγονοι των θυμάτων, που μιλούν και γνωρίζουν την αλήθεια.
Η
δεύτερη είναι οι ένοχοι, οι απόγονοι των θυτών, οι οποίοι για ευνόητους
λόγους δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την αλήθεια αυτή και μάλιστα έχουν
κάθε λόγο να την καλύπτουν και να την αρνούνται.
Η δε τρίτη
φυσικά, είναι οι ουδέτεροι τρίτοι, η διεθνής κοινή γνώμη/επιστημονική
κοινότητα, την οποία οφείλουν να πείσουν οι απόγονοι των θυμάτων και να
πάρουν με το μέρος τους.
Το όλο ζήτημα λοιπόν ανάγεται στο ποιος
θα φωνάξει πιο δυνατά για να καλύψει τον ήχο του άλλου, ποιος θα κάνει
καλύτερο lobbying και θα κερδίσει τις εντυπώσεις έναντι των τρίτων που
μας παρακολουθούν ─ ή που πρέπει να πείσουμε να μας παρακολουθήσουν. Τα
υποκείμενα κατανέμονται στα τρία αυτά στρατόπεδα με βάση απλούστατα την
εθνική τους ένταξη ─ έλληνες / τούρκοι / λοιποί. Η τρίτη κατηγορία
επιδέχεται υποδιαιρέσεις σε φιλέλληνες και φιλότουρκους, αλλά αυτές
φυσικά αποτελούν γνήσια υποσύνολα, τα οποία δεν σκιάζουν την καθαρότητα
των διαχωριστικών γραμμών.
Ο
λόγος περί γενοκτονίας έχει εδραιωθεί πλέον ως «η αλήθεια», ώστε να
μπορεί να κατηγορεί όσους δεν τον συμμερίζονται ως «αρνητές της
αλήθειας».
Κανείς «γενοκτονημένος» δεν είχε μιλήσει για γενοκτονία
Η
χρήση του όρου γενοκτονία σε σχέση με όσα συνέβησαν στον Πόντο τη
δεκαετία του 1910 και η προσεπίκληση των παρελθουσών γενεών και της
αδιαμεσολάβητης μαρτυρίας τους όμως, όχι μόνο δεν δικαιώνει την ηθική
αγανάκτηση, αλλά είναι ακριβώς αυτή που την υπονομεύει.
Οι
μητέρες, οι πατεράδες, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες των σημερινών
ποντίων, πράγματι μίλησαν για βιαιότητες, για θανατώσεις, για
εκτοπίσεις, για ξεριζωμούς, αλλά για γενοκτονία δεν μίλησαν. Μια
στοιχειώδης αρχαιολογική έρευνα μας δείχνει ότι η αναφορά σε «ποντιακή
γενοκτονία» απουσίαζε από τους συναφείς λόγους μέχρι και αργά μέσα στη
δεκαετία του 1980. Ο συγκεκριμένος όρος δεν απαντά πουθενά στις
καταγραφές του λόγου της γενιάς που επέζησε των γεγονότων, ούτε και της
επόμενης.
Αντιθέτως, απαντούν άλλοι περιληπτικοί όροι που
προορίζονται να στεγάσουν, να αρθρώσουν και να νοηματοδοτήσουν
συνοπτικά όλα τα τραγικά γεγονότα των δεκαετιών του 1910-20, όπως «η
Καταστροφή», «ο διωγμός», «ο ξεριζωμός», «οι σφαγές». Αυτό και μόνο
δείχνει ότι η χρήση του όρου «γενοκτονία» δεν είναι μία φυσική και
αυτόματη συνέπεια της γνώσης των περιστατικών, αλλά μια ειδική επιλογή
έναντι άλλων δυνατών για τη σημασιοδότησή τους. Διότι οι παππούδες και
οι πατεράδες διέθεταν την ίδια —και ακόμα μεγαλύτερη— ποσότητα
πληροφόρησης σχετικά με όσα έγιναν τα κρίσιμα χρόνια. Δεν ανακαλύφθηκε
κάποιο νέο στοιχείο στο μεταξύ διάστημα από το 1920 μέχρι το 1990. (Βλ.
Άκη Γαβριηλίδη: Εμείς οι έποικοι, έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014).
Πόντιοι, λίγα χρόνια πριν τον ερχομό τους στην Ελλάδα.
Η γλώσσα και οι συνήθειες ήταν αρνητικό στοιχείο για την
προσέγγιση προσφύγων και ντόπιων.
(Αρχείο πολιτιστικού συλλόγου
«Η Ανατολή»)
Δυσπιστία και περιφρόνηση από τους «γηγενείς»
Οι
ορθόδοξοι χριστιανοί της Μαύρης Θάλασσας βίωσαν ένα πολιτισμικό σοκ:
μεταφέρθηκαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη —και μάλιστα χωρίς να το έχουν
επιδιώξει ή να το έχουν καν φανταστεί προηγουμένως— σε μια διαφορετική
χώρα, όπου είχαν εξίσου να αντιμετωπίσουν μια άγνωστη γλώσσα, μια
άγνωστη οικονομία, πολιτικό καθεστώς, κοινωνικές συμβάσεις και κώδικες,
την ίδια δυσπιστία και περιφρόνηση από τους γηγενείς. Βρέθηκαν δηλαδή εκ
των πραγμάτων υποχρεωμένοι να αναδιοργανώσουν εκ βάθρων το συμβολικό
τους σύμπαν, ώστε να μπορούν να προσανατολιστούν μέσα σε ένα τοπίο, για
το οποίο κανείς δεν τους είχε προετοιμάσει.
Η διαφορά όμως δεν
ήταν μόνο διαφορά του γεωγραφικού ή αστικού τοπίου, της γλώσσας, των
κοινωνικών συμβάσεων. Το βασικότερο ήταν ότι οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν
από μία πολυεθνική και πολυθρησκευτική (ή έστω «πολυμονοθεϊστική»)
αυτοκρατορία, σε ένα (επίδοξο) νεωτερικό κράτος που επιχειρούσε να
συγκροτηθεί με βάση την απαρέγκλιτη αρχή «ένας λαός / ένα κράτος / μία
γλώσσα / μία θρησκεία». Διωγμένοι εξάλλου από τους μέχρι τώρα οίκους
τους, από ένα άλλο κράτος που επίσης επιχειρούσε να συγκροτηθεί στη βάση
αυτών ακριβώς των αρχών — και που για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν
μπορούσε πλέον να τούς ανεχθεί.
Ωστόσο,
αυτή η συνάντηση με το Πραγματικό συγκαλύφθηκε πίσω από τη ρητορεία της
«επιστροφής στην πατρίδα». Η εμπειρία των ανθρώπων αυτών καταγράφηκε
στο δημόσιο λόγο όχι ως απομάκρυνση από το οικείο, αλλά ακριβώς
αντίθετα, ως «επάνοδος» σε αυτό.
Οι λιγότερο και οι περισσότερο «έλληνες»
Αυτό
ίσως έγινε με καλές προθέσεις: η ανάδειξη και η καταγραφή της
ετερογένειας θα είχε πιθανότατα ως αποτέλεσμα τον (ακόμη μεγαλύτερο)
υποβιβασμό των μετοίκων στην κοινωνική ιεραρχία, την αναγνώριση
λιγότερων δικαιωμάτων απ' όσα έχουν οι «γηγενείς». (Αυτό βέβαια
προϋποθέτει ότι δεχόμαστε ως αυτονόητη και μη υποκείμενη σε αμφισβήτηση
την ιεραρχική κατανομή δικαιωμάτων μεταξύ «γηγενών» και «αλλοδαπών» στο
πλαίσιο του έθνους-κράτους, κατά την οποία όποιος για οποιοδήποτε λόγο
και με οποιοδήποτε κριτήριο κριθεί «λιγότερο έλληνας» εξυπακούεται ότι
κατατάσσεται σε κατώτερη θέση. Οι πόντιοι δεν δέχτηκαν πάντοτε αυτή την
ιεράρχηση ως φυσική, τουλάχιστον όχι όλοι.
Σε γενικό επίπεδο
αυτή η σύμβαση ότι αυτοί είναι «έλληνες σαν όλους τους άλλους» έγινε
δεκτή —έστω με αντιστάσεις και «αστερίσκους»— τόσο από τους μεν όσο και
από τους δε, ως λύση ανάγκης. Και ένα αθέλητο αποτέλεσμα αυτής της
αναπαράστασης μέσω του αντιθέτου, της ανάγνωσης της διαφοράς ως
ομοιότητας, ήταν ότι συσκότισε την ύπαρξη του προβλήματος, κι έτσι δεν
εφοδίασε τα υποκείμενα με κάποιο σημαίνον, μέσα από το οποίο να
συμβολοποιήσουν αυτή την τραυματική εμπειρία, να το βάλουν στη σκέψη και
το λόγο τους.
Αυτό
βέβαια που καθιστά τα πράγματα πιο περίπλοκα, και πιο ενδιαφέροντα,
είναι το γεγονός ότι, από ένα σημείο και μετά, οι ίδιοι οι
ενδιαφερόμενοι εξοικειώνονται με τους κώδικες αυτού του «περιεκτικού
αποκλεισμού» και αρχίζουν να τους χρησιμοποιούν στρατηγικά οι ίδιοι.
Πράγμα που σημαίνει ότι αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές
του κώδικα, να ψηλαφούν τα αδύνατα σημεία του, τα διάκενά του, να
δοκιμάζουν ποιες διατυπώσεις και ποιοι συνδυασμοί είναι απολύτως
απαράδεκτο να λεχθούν και ποιες αντιθέτως έχουν περισσότερες πιθανότητες
να γίνουν ανεκτές. |
Έτσι, σε αυτό το γλωσσικό παιχνίδι,οι πόντιοι σύντομα διαπίστωσαν ότι
οποιαδήποτε παρέκκλιση από την κανονιστική ελληνικότητα, εάν εμφανιστεί δημόσια ως τέτοια, δεν έχει ελπίδες επιβίωσης, και όσοι την επιχειρήσουν μπορούν να ελπίζουν μόνο σε μία θέση πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Με άλλα λόγια, διαπίστωσαν ότι μόνο ως όμοιοι μπορούν να έχουν δικαιώματα, να λογίζονται άνθρωποι —και πολίτες— σαν όλους τους άλλους. Από την άλλη μεριά, δεν ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τη βιοπολιτική τους ιδιαιτερότητα. Κατέληξαν λοιπόν στην εξής λύση: άρχισαν με τη σειρά τους να χρησιμοποιούν το ίδιο τέχνασμα, δηλαδή να μεταμφιέζουν οι ίδιοι τη διαφορά τους σε ομοιότητα, εφόσον έκριναν ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να τη διασώσουν όσο είναι δυνατό χωρίς ταυτόχρονα να χάσουν τα πλεονεκτήματα που τους απέφερε η ένταξη στον πολιτισμικό κανόνα. Μια λύση εξάλλου δοκιμασμένη, με αρκετό παρελθόν στα Βαλκάνια — αλλά και αλλού.
Η λύση αυτή βέβαια επελέγη βουβά, επιτελεστικά. Δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαβούλευσης ή ψηφοφορίας ούτε αποτυπώθηκε σε κάποια επίσημη απόφαση. Τηρήθηκε όμως πιστά κατά τρόπο «αυθόρμητο» από τους ποντίους και καθόρισε τη συμπεριφορά τους επί περίπου μισό αιώνα — επί ένα διάστημα κατά το οποίο είχε κρισιμότερη σημασία γιʼ αυτούς να επιτελέσουν σωστά το ρόλο του εποίκου και να ταυτίσουν τις τύχες τους με το ελληνικό έθνος-κράτος, όπως αναμενόταν απʼ αυτούς.
Επί δύο λοιπόν γενιές, οι πόντιοι στην Ελλάδα ήταν «κανονικοί έλληνες» στο δημόσιο χώρο και πόντιοι σε ιδιωτικούς ή οιονεί ιδιωτικούς χώρους: μιλούσαν και μαγείρευαν ποντιακά στα σπίτια τους, τραγουδούσαν και χόρευαν ποντιακά σε αυστηρά περιχαρακωμένους και οριοθετημένους τόπους και χρόνους (σχολές παραδοσιακών χορών, Εύξεινες Λέσχες, νυχτερινά κέντρα, πανηγύρια). Και, όταν αυτή η περιχαράκωση δεν αρκούσε, η έσχατη —και σίγουρη— λύση ήταν η καταφυγή στην ασυλία της ακριτικής / παραδειγματικής τους κατάστασης: ήταν δηλαδή η προβολή του σοφίσματος ότι τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τον πολιτισμό και τη γλώσσα του κράτους είναι ακριβώς αποδείξεις μιας βαθύτερης, ακόμα πιο γνήσιας ελληνικότητας. Η εκδοχή που κυριάρχησε «προς τα έξω» ήταν: μπορεί να μιλάμε διαφορετικά από σας, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι η γλώσσα μας είναι πιο ελληνική από τη δική σας — έχει στοιχεία από τον Όμηρο, από τούς μυρίους του Ξενοφώντα κ.ο.κ. Οι χοροί και η μουσική μας μπορεί να μη μοιάζουν με τους δικούς σας, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι «κατά βάθος» είναι πιο δικοί σας απ' ό,τι οι δικοί σας: λ.χ. είναι επιβιώσεις τον πυρρίχιου που βλέπουμε στα αρχαιοελληνικά αγγεία... και ούτω καθεξής.
Αυτοί λοιπόν παρίσταναν ότι είναι έλληνες «σαν όλους τους άλλους», και οι υπόλοιποι παρίσταναν ότι τους πίστευαν. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Περί της μη ελληνικής καταγωγής των μικρασιατών, Για την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο! και Μικρασιάτικος χαβάς).
Όποιος εντάσσει τις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1910 και του ʽ20 σε ένα σχήμα χιλιετούς μονόπλευρης επιθετικότητας, τότε δεν αφήνει χώρο για την παραδοχή της επιθετικότητας της άλλης (της «δικής μας») πλευράς, την εξαφανίζει. Και ό,τι απωθείται από το Συμβολικό, δεν μπορεί παρά να επανέλθει κάποτε στο Πραγματικό, διότι κανείς δεν αντέχει ένα σχήμα όπου ο εαυτός είναι πάντα μόνο πρόβατο και ο άλλος πάντα μόνο λύκος. (Αυτά βέβαια με βάση μία ήδη φαντασιακή κατασκευή για το τι είναι ο λύκος).
Αυτή η τωρινή θεωρία περί γενο/αυτοκτονίας του ελληνισμού, όμως, φαίνεται πως παράγει για τους εμπλεκόμενους διπλά αποτελέσματα υποκειμενικής συγκρότησης, τα οποία είναι διαφορετικά, και μάλιστα αντίθετα, αναλόγως του αν αφορούν τους δράστες ή τα θύματα. Ως προς τους πρώτους παράγουν αποτελέσματα ομογενοποίησης, αλλά ως προς τα δεύτερα διαφοροποίησης.
Το ρήγμα μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του νεωτερικού τούρκικου κράτους, που δηλώνεται κοινώς με τον όρο κεμαλισμός, εδώ διαγράφεται τελείως: εφόσον ο τουρκικός λαός είναι εκ φύσεως βάρβαρος, τότε ευλόγως είναι αποκομμένος από οποιοδήποτε γίγνεσθαι. Είναι ένας λαός χωρίς ιστορία και χωρίς πρόοδο, εφόσον αυτή είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό και τη νεωτερικότητα. Πέρα από την διαρκή ιστορία των μηχανορραφιών, της μεθοδικότητας και της χρήσης όλων των μέσων για την άλωση ─τις πολλές αλώσεις─ του ελληνισμού. Η οποία φυσικά δεν είναι κυρίως ειπείν ιστορία, αλλά είναι απλώς η αέναη επανάληψη του ίδιου.
Η
επιμονή σε αυτή την ουσιοκρατική / αποικιοκρατική ισοπέδωση, σε αυτή
την απόδοση όλης της ευθύνης σε μία άχρονη δολοφονική ουσία του
«τούρκου» που κατά βάθος είναι πάντοτε ίδιος με τον εαυτό του και απλώς
αλλάζει κατά καιρούς εμφανίσεις, επιτρέπει φυσικά ─και επιβάλλει─ να
συνεχίσουμε να αγνοούμε μία άλλη δυνατότητα νοηματοδότησης των τραγικών
γεγονότων, γύρω από έναν άξονα όχι κάθετο και διαχρονικό, αλλά οριζόντιο
και συγχρονικό: ότι δηλαδή οι σφαγές, οι βιασμοί, οι διωγμοί, ο
ξεριζωμός των πληθυσμών, είναι αποτελέσματα όχι της «φύσης των τούρκων»,
αλλά της συγκρότησης των εθνών κρατών.
Διότι
τούρκοι υπήρχαν και πριν το 1910/20 (αν και όχι με την ίδια έννοια που
δίνουμε σήμερα στον όρο ─ πράγμα που ακριβώς ενισχύει το επιχείρημα),
όπως εξάλλου και μετά. Αλλά δεν έσφαζαν πάντοτε, ούτε έκαναν
εθνοκαθάρσεις. Σφάξανε ακριβώς τη στιγμή που γεννήθηκε η επιθυμία
συγκρότησης νεωτερικού κράτους ─ πράγμα που είναι συνώνυμο με το εθνικό,
άρα εθνικά καθαρό κράτος.
Το
ίδιο ακριβώς κάνανε και όλοι οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων, με πρώτους
διδάξαντες τους ρωμιούς, επίσης όταν βρέθηκαν υπό το κράτος της
επιθυμίας για κράτος.
Ο διαχρονικά βάρβαρος
τούρκικος λαός
και ο ρωμιός, το αιώνιο θύμα του,
σύμφωνα με το ποντιακό φαντασιακό.
Ο πίνακας ήταν αναρτημένος
σε έκθεση για την γενοκτονία
των ποντίων, που έγινε προ ετών
στο Σύνταγμα.
Οι
σφαγές αυτές και οι εθνοκαθάρσεις, μάλιστα, ήταν ακριβώς το μέσο ώστε
οι αντίστοιχοι πληθυσμοί να συγκροτηθούν ως ο λαός ενός έθνους, δηλαδή
να ομογενοποιηθούν με την κοινή ενοχή της σφαγής και να διαχωριστούν από
τους άλλους, από τους οποίους τους χώριζαν πλέον ποταμοί αίματος και
μνησικακίας. Αν όμως κατασκευάσουμε ανιστορικά τους «τούρκους» ως μια
ουσία πάντοτε ίδια με τον εαυτό της, το ζήτημα του τι συμβαίνει κατά τη
μετάβαση από την πολυεθνοτική / πολυθρησκευτική αυτοκρατορία προς το
έθνος-κράτος δεν μπορεί καν να τεθεί, εφόσον δεν υπάρχει καμία μετάβαση.
Προς ποιον απευθύνεται το αίτημα;
Το
αίτημα των ποντίων ήταν να αναγνωριστεί η εις βάρος τους γενοκτονία,
την οποία αποδίδουν στο τουρκικό κράτος. Το ίδιο το αίτημα, ωστόσο,
απευθύνεται κατά βάση, και κατά πρώτον, προς το ελληνικό: αυτό είναι που
καλείται να καθιερώσει ημέρα μνήμης της γενοκτονίας, να τη διδάσκει στα
σχολεία κ.ο.κ. Το γεγονός ότι οι συνθήκες για το αίτημα αυτό ήταν
ώριμες κι έτσι το ελληνικό κράτος έσπευσε να υιοθετήσει το αίτημα χωρίς
μεγάλη αντίσταση, προκάλεσε μεν ικανοποίηση, αλλά, στη συνέχεια, και
αμηχανία.
Ενδεχομένως αιφνιδιασμένες από την τόσο γρήγορη
επιτυχία τους, στη συνέχεια οι «vεo-ποντιακές» δυνάμεις που είχαν
συσσωρευθεί άρχισαν να αναζητούν ένα νέο αντικείμενο να επενδυθούν. Σε
πρώτη φάση, στρατεύτηκαν με ενθουσιασμό στον επόμενο γνωσιακό στόχο, που
ήταν η μάχη για την απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της 6ης δημοτικού, το
οποίο κατηγορήθηκε ότι δεν κάλυπτε ικανοποιητικά την καταστροφή της
Σμύρνης και γενικότερα τα γεγονότα του 1922. Ένα αίτημα, το οποίο επίσης
απευθυνόταν προς το ελληνικό κράτος, και όχι βεβαίως προς το τουρκικό.
(Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη: Εμείς οι έποικοι, έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014).
Η τούρκικη άποψη:
Οι
τούρκοι ως Ποντιακό Ζήτημα θεωρούν την επιχείρηση των ρωμιών στα έτη
1919-1922 να ιδρύσουν ενεξάρτητο κράτος στη γη του Πόντου. Κατά την
άποψή τους το κράτος αυτό δεν κατορθώθηκε να ιδρυθεί, οι ρωμιοί
διώχτηκαν από την περιοχή και το Ζήτημα έλαβε οριστικό τέλος.
Δεν
υπάρχουν πλήρη στοιχεία επακριβώς ταξινομημένα, που να καταδεικνύουν
τον αριθμό, τον τρόπο και τα μέσα εξόντωσης. (Σύμφωνα με ρωμέικες πηγές
πέθαναν περίπου 350.000 πόντιοι). Δεν είναι βέβαιο πόσοι σκοτώθηκαν από
άτακτους, πόσοι από τον τακτικό στρατό, πόσοι πέθαναν στα τάγματα
εργασίες ή στην εξορία, πόσοι εκτελέστηκαν καταδικασμένοι στα κρατικά
δικαστήρια. Δεν υπάρχουν στοιχεία πόσοι από τους νεκρούς ήταν ένοπλοι
αντάρτες, πόσοι άοπλοι, γυναικόπαιδα κ.λπ.. Ήταν όλοι τους τούρκοι
υπήκοοι και σύμφωνα με την τουρκική πλευρά επρόκειτο για εσωτερικές
συγκρούσεις, με εκατέρωθεν απώλειες, οι οποίες οφείλονταν μάλιστα στην
προσπάθεια κατάλυσης της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας.
Είναι
εσφαλμένη η προσπάθεια των σημερινών ποντίων να κατηγορήσουν συλλήβδην
τον τουρκικό λαό ως ένοχο για το έγκλημα της γενοκτονίας. Για
γενοκτονία, κατά τη σύμβαση του ΟΗΕ, δεν κατηγορούνται λαοί, έθνη ή
κυβερνήσεις, αλλά υπαίτια πρόσωπα. Πέρα από την τριάδα των νεότουρκων
πασάδων Ταλαάτ – Εμβέρ – Τζεμάλ, έχουν οι πόντιοι στοιχεία και κατʼ
άλλων συγκεκριμένων τούρκων; Αλλά κι αν είχαν ποιος από αυτούς σήμερα
ζει; Και τι νόημα θα είχε η μεταθανάτια καταδίκη του;
Οι
πόντιοι την εποχή της υποτιθέμενης εξόντωσής τους έφεραν την υπηκοότητα
της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στοιχείο της γενοκτονίας δεν αποτελεί η
δίωξη υπό του κράτους των δικών του πολιτών, δεδομένου, ότι ο
διαχωρισμός των υπηκόων της αυτοκρατορίας γινόταν με βάση το θρήσκευμα
και όχι με το μεταγενέστερο εθνικό φαντασιακό. Εξ άλλου οι τούρκοι
έδιωξαν τους ρωμιούς κι από τα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί δεν
γίνεται λόγος για γενοκτονία.
Όλα
αυτά δεν ευσταθούν νομικά ούτε έχουν κανένα νόημα εξ άλλου, διότι το
1930 ο Ελ. Βενιζέλος με το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο φιλίας και
συνεργασίας, έκλεισε όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ των δυο χωρών κι επί
πλέον πρότεινε να επιδοθεί το βραβείο Νobel Ειρήνης στον τότε πρόεδρο
της τουρκικής δημοκρατίας, Κεμάλ Αττατούρκ. (Βλ. Θεόδωρου Παυλίδη: Το Ποντιακό από τη σκοπιά των τούρκων, έκδ. «Αδ. Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη, 2009).
Επίλογος
Αναλογισθείτε
ποιά ήταν τα θέματα, που απασχολούσαν τη Ρωμιοσύνη τις τελευταίες
δεκαετίες: Να ξαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, να
αναγνωριστεί η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, να μην ονομαστούν οι
σκοπιανοί μακεδόνες, να αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες κι άλλα
τέτοια φαιδρά.
Παράλληλα με τους ανόητους αυτούς εθνικούς και
θρησκευτικούς του στόχους, ο ρωμιός δεν παρέλειπε να διασπαθίζει συνεχώς
το δημόσιο χρήμα με οικονομικές καταχρήσεις, μίζες, ιερά σκάνδαλα με
σάπια κοτόπουλα, Βατοπέδια κ.λπ., αλλά και να κατασπαταλάει τα ευρωπαϊκά
πακέτα στήριξης σε εξοχικά σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, πισίνες, ταξίδια
στο εξωτερικό κ.ά..
Δεν καταχράστηκαν χρήματα μόνο οι
μεγάλοι της άρχουσας τάξης (πολιτικοί, ιεράρχες, μεγαλοεκδότες,
δημοσιογράφοι κ.ά.). Πνιγμένοι στη διαφθορά, ο ένας ρωμιός έκλεβε τον
άλλον. Έκλεβε στο ζύγι, στο συνεργείο, στο ταξίμετρο, στα τρόφιμα κ.λπ..
Παράλληλα, κούναγε πλαστικές σημαιούλες κάτω από τα μπαλκόνια των
πολιτικάντηδων και συνωστιζόταν στα γραφεία τους, για να πετύχει κάποια
ευνοϊκή μετάθεση του κανακάρη του στο στρατό ή να διορίσει τα παιδιά του
ή τα ανήψια του, χωρίς να έχουν τα απαραίτητα προσόντα, σε καμμιά ήσυχη
θεσούλα στο δημόσιο.
Έτσι, ύστερα από τριάντα χρόνια στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί η Ελλάδα να είναι αυτή τη στιγμή πρότυπο ανάπτυξης
στα Βαλκάνια, «κατάφερε» ─για μια ακόμα φορά─ να χρεωκοπήσει.
Και
αυτή τη στιγμή ο ρωμιός, αντί με αυτογνωσία να ψάξει να βρει το αίτιο
της διαχρονικής του κακοδαιμονίας, αντί να κοιτάξει τι πρέπει να κάνει
για να διορθώσει τα πράγματα και να πάει μπροστά, εξακολουθεί να είναι
αποπροσανατολισμένος από τα πραγματικά του προβλήματα και ασχολείται με
το αν θα χαρακτηρισθεί διεθνώς ο πριν από έναν αιώνα διωγμός των ρωμιών
ποντίων ως γενοκτονία ή όχι.
Βιβλιογραφία:
- Σάββα Καλεντερίδη: «Ποντιακό ζήτημα. Ιστορία, ελληνοτουρκικές σχέσεις, εθνική στρατηγική και προοπτική», ομιλία στο «Ελληνικό Ανανεωτικό Ρεύμα», 6.02.2008, Αθήνα.
- Θεόδωρου Παυλίδη: «Το Ποντιακό από τη σκοπιά των τούρκων», έκδ. «Αδ. Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη, 2009.
- Άκη Γαβριηλίδη: «Εμείς οι έποικοι», έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014.
- «Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού», έκδ. «Μαλλιάρης Παιδεία», Αθήνα, 2007.
- Αντώνη Λιάκου: «Βγάλτε τους νεκρούς από τη ζυγαριά!», chronosmag.eu, Δεκ. 2013.
- Νάσου Θεοδωρίδη: «Μια ψύχραιμη προσέγγιση του ιστορικού ζητήματος περί Ποντίων», avgi.gr, 20.05.2012.
- Sait Çetinoğlu: «Η ιδέα του ανεξάρτητου πόντου και η γενοκτονία», ομιλία στο συνέδριο «Τρείς γενοκτoνίες, μία στρατηγική», 17-19.09.2010, Αθήνα, pontos world.com.
- Άκη Γαβριηλίδη: «Ρωμιούς συνεργάτες των ρώσων εισβολέων τιμά η Ελλάδα στις 19 Μαΐου», nomadicuniversality.wordpress.
com, 15.05.2016.
- Γεώργιου Νακρατζά: «Ο θόρυβος σχετικά με την γενοκτονία των ποντίων», 23.02.2011, aformi.gr.
- Δημήτρη Λιθοξόου: «Οι πραγματικοί αριθμοί για τον πληθυσμό των Ποντίων (1907-1922)», 19.05.2015, lithoksou.net.
- Αντώνιου Γαβριηλίδη: «Η μαύρη εθνική συμφορά του Πόντου 1914-1922», έκδ. «Ελεύθερη σκέψις», Αθήνα, 2002.
- Αντιγόνης Μπέλλου Θρεψιάδη: «Μορφές μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», έκδ. Α. Μαυρίδης, Αθήνα, 1984.
- Κ. Γ. Κωνσταντινίδου: «Πραγματεία περί Πόντου», έκδ. «Νότη Καραβιά», Αθήνα, 1986.
- Ο Ιός: «Η έξοδος των Ποντίων», Εφημερίδα των Συντακτών, 14.09.14.
theologos vasiliadis