Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

ΠΑΓΚΑΛΟΣ – Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΗΤΑΝ ΑΛΒΑΝΙΔΑ !

ΠΑΓΚΑΛΟΣ – Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΗΤΑΝ ΑΛΒΑΝΙΔΑ ! 
 

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΒΙΝΤΕΟ


Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να ακούσετε τον Θεόδωρο Πάγκαλο να λέει σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι "την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου δεν υπήρχαν Έλληνες", ότι η μητέρα του ήταν Αλβανίδα... κ.λπ. 





Την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου δεν υπήρχαν Έλληνες, η μητέρα του ήταν Αλβανίδα (4:19



Οι Σέρβοι δεν είναι αδέλφια μας… (2:01) πρέπει να υποστηρίξουμε τους Αλβανούς και να αναγνωρίσουμε το αλβανικό Κόσοβο συνεχίζει ο Θ. Πάγκαλος… 



Ακόμα και με τις πορδές τους κάνουν προπαγάνδα για τα ξένα αφεντικά.



Ειμαστε ΙΔΙΑ ΡΑΤΣΑ με τους Τούρκους τους Αλβανούς και τους Σκοπιανούς…

Θ. Πάγκαλος: Την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου δεν υπήρχαν Έλληνες, η μητέρα του ήταν Αλβανίδα


Μυρτάλη - Ολυμπιάδα, Χρυσό περίαπτο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης


Ολυμπιάς                            

Η Ολυμπιάδα (373 π.Χ. - 316 π.Χ.) ήταν Ελληνίδα πριγκίπισσα των Μολοσσών της Ηπείρου, κόρη του Βασιλιά Νεοπτολέμου B´, σύζυγος του Βασιλιά  των Μακεδόνων Φιλίππου Β´ 
 
και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου των Μακεδόνων.

Γεννήθηκε στη Αρχαία Πασσαρώνα το έτος 373 π.Χ., και μεγάλωσε στο Αρχαίο Όρραον.

Έζησε ως σύζυγος του Φιλίππου Β´ στην Πέλλα και στις Αιγές (σημερινή Βεργίνα).

Δολοφονήθηκε με λιθοβολισμό στην Πύδνα του Θερμαϊκού Κόλπου με εντολή του Κασσάνδρου (στρατηγού και επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου) το έτος 316 π.Χ..[4]


"Ο Δίας αποπλανεί την Ολυμπιάδα", Τζούλιο Ρομάνο, 1526-1534



Ως ιστορική προσωπικότητα η Ολυμπιάδα έζησε στη σκιά δύο μεγάλων ιστορικών χαρακτήρων, του Φιλίππου Β´ και του γιου της, Μεγάλου Αλεξάνδρου. 
 
Επειδή όμως δεν υστερούσε καθόλου σε δύναμη προσωπικότητας, η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών ιστορικών γεγονότων της εποχής της. 
 
Ήταν η δευτερότοκη κόρη του Νεοπτόλεμου Β´, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, και γεννήθηκε το 373 π.Χ. στην Πασσαρώνα (Νομός Ιωαννίνων), την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μολοσσών. 
 
Η αδελφή της λεγόταν Τρωάδα. 
 
Το όνομα της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel[5], ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί,  Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα[6] και Στρατονίκη. 
 
Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ..[4]


Το Ανάκτορο Α, Ακρόπολης Όρραον, όπου πέρασε την εφηβική της ηλικία η Ολυμπιάδα



AZ News

hellas-now.com

https://el.wikipedia.org/wiki/




theologos vasiliadis

Θεόδωρος Πάγκαλος: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Αλβανός, τότε δεν υπήρχαν Έλληνες»

 Θεόδωρος Πάγκαλος: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Αλβανός, τότε δεν υπήρχαν Έλληνες»


Θεόδωρος Πάγκαλος: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Αλβανός, τότε δεν υπήρχαν Έλληνες»

Μια από τις πολλές δηλώσεις του που είχαν προκαλέσει σάλο!

Έφυγε από την ζωή, σε ηλικία 84 ετών, ο Θεόδωρος Πάγκαλος το πρωί της Τετάρτης (31/05)

Από την στιγμή που ο πρώην Υπουργός άφησε την τελευταία του πνοή έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλές ατάκες και ιστορίες από το παρελθόν του!

Ωστόσο μια από τις πιο εξοργιστικές δηλώσεις του Θεόδωρου Πάγκαλου ήταν όταν είχε μιλήσει για τον Μέγα Αλέξανδρο. 

 

Σάλο είχε προκαλέσει στο παρελθόν η δήλωση του Θεόδωρου Πάγκαλου πως ο ανόητος εθνικισμός είναι τα συλλαλητήρια και ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Μητέρα Τερέζα δηλώσεις του από το παρελθόν και μάλιστα πριν μερικούς μήνες βγήκαν πάλι στην επικαιρότητα που πολλοί δεν γνωρίζουν.


Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να ακούσετε τον Θεόδωρο Πάγκαλο να λέει σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι «την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου δεν υπήρχαν Έλληνες», ότι η μητέρα του ήταν Αλβανίδα.

Την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου δεν υπήρχαν Έλληνες, η μητέρα του ήταν Αλβανίδα

Οι Σέρβοι δεν είναι αδέλφια μας… πρέπει να υποστηρίξουμε τους Αλβανούς και να αναγνωρίσουμε το αλβανικό Κόσοβο συνεχίζει ο Θ. Πάγκαλος.

«Αν μπορεί κάποιος να διεκδικήσει τον Μέγα Αλέξανδρο αυτοί είναι οι Αλβανοί γιατί η μάνα του ήταν από την Ιλλυρία» 

δήλωσε ο Θ. Πάγκαλος σε ραδιοφωνική εκπομπή.

Επίσης σχολίασε την ομοιότητα μας με τους Ιταλούς που δεν υπάρχει με την φράση: 

«Είμαστε Ούνα φάτσα ούνα ράτσα με τους Αλβανούς και Σκοπιανούς»

 


 

Ακούστε το απόσπασμα από την ραδιοφωνική εκπομπή:


 

 


 

 https://youtu.be/C6oGsWPhA5k

 

 

 https://www.athensmagazine.gr

 

 



 theologos vasiliadis
 

 

Θεόδωρος Πάγκαλος: Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Μητέρα Τερέζα

Θεόδωρος Πάγκαλος: Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Μητέρα Τερέζα



Τη θέση του απέναντι στις πολιτικές και τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο «Μακεδονικό» παρουσίασε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος.
 
 
Ο κ. Πάγκαλος με δηλώσεις του στον ΣΚΑΪ εκδήλωσε την αντίθεσή του στα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν χθες σε 24 πόλεις της Ελλάδας, κάνοντας λόγο για ανόητο εθνικισμό που έχει προκληθεί, κυρίως από την «αλητωειδή» όπως τη χαρακτήρισε στάση των δημοσιογράφων που επηρεάζουν την κοινή γνώμη προς αυτήν την κατεύθυνση.

Από την κριτική του κ. Πάγκαλου δεν ξέφυγε ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος, όπως επεσήμανε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, «δεν ήταν η Μητέρα Τερέζα των Αλβανών».
 
Καταλήγοντας, ο κ. Πάγκαλος τόνισε πως θα ήταν λάθος να επιτρέψουμε τη δημιουργία μιας «Μεγάλης Αλβανίας», κάτι που αναπόφευκτα θα γίνει αν αποτύχει η προσπάθεια επίλυσης του «Μακεδονικού». 
 
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, τώρα είναι η καταλληλότερη περίοδος για μία λύση, δεδομένης της καλής κυβερνητικής συγκυρίας στη γειτονική χώρα των Σκοπίων. 
 
Όσον αφορά στο ζήτημα του αλυτρωτισμού, ο πρώην υπουργός σημειώσε πως αυτό στην πραγματικότητα πρόκειται για μία τύποις διαχωριστική γραμμή που απλά χρησιμοποιείται προκειμένου να διακρίνεται η κυβέρνηση από την αξιωματική αντιπολίτευση.

Ωστόσο, ο κ. Πάγκαλος σημείωσε την αντίθεσή του στο ενδεχόμενο της επιλογής της ονομασίας «Νέα Μακεδονία», αφού τη θεωρεί εντελώς λανθασμένη, δεδομένου πως στην περιοχή κατοικούν σλαβόφωνοι πληθυσμοί. 
 
Τέλος, ο κ. Πάγκαλος χαρακτήρισε εξίσου αφελείς τους πληθυσμούς αυτούς που θεωρούν εαυτούς απευθείας απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων, με τους αντίστοιχους ελληνικούς που θεωρούν πως κατάγονται απευθείας από τους αρχαίους Έλληνες.
 






 theologos vasiliadis
 

Με το ζορι ΕΛΛΗΝΕΣ

Με  το ζορι ΕΛΛΗΝΕΣ

Οι πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης  του ελληνικού έθνους

Στον εκπαιδευτικό θεσμό εμφανίζεται κυρίαρχη μια αντίληψη για τον πατριωτισμό, που παρουσιάζει το ελληνικό έθνος απολύτως ομοιογενές, με πολιτισμικές ιδιότητες ίδιες και αναλλοίωτες από την πιο μακρινή αρχαιότητα και μη υποκείμενες σε επιδράσεις κι ακόμα σαν έθνος πολιτισμικά ανώτερο εξ αιτίας τής ευγενούς καταγωγής του από την αρχαιότητα, η οποία κατέχει στη Δυτική Ευρώπη και τον πολιτισμό της τη θέση αξίας παγκόσμιας. Αυτή η αντίληψη για τον πατριωτισμό ανήκει στον 19ο αιώνα.

   
Οι οθωμανοί το 1821 δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, «πώς γίνεται οι σύγχρονοι έλληνες, ένα μείγμα σλάβων, τούρκων, αλβανών, βλάχων και ελλήνων να θεωρούν τον εαυτό τους άμεσα απόγονο τού Σωκράτη και τού Πλάτωνα...». (Δρ. Φικρέτ Αντανίρ, καθηγητής Ιστορίας, πανεπιστήμιο Sabanci, Κωνσταντινούπολη).
 
 Έτσι, η δυσκολία προσαρμογής στις νέες συνθήκες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και τής καινούργιας πραγματικότητας των μεταναστών και προσφύγων συνδυάζεται με μια παραδοσιακή ξενοφοβία, που είναι ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσμα ενός λόγου για το έθνος με περιεχόμενο τούς μύθους και τις αντιφάσεις ενός παρωχημένου εθνικισμού. Ο συνδυασμός ναρκοθετεί την εθνική αυτογνωσία, προκαλεί αδυναμία οριοθέτησης τής εθνικής ομάδας και παράγει ένα αίσθημα απειλής για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
      
Προβάλλει άρα η αναγκαιότητα να γίνει το εκπαιδευτικό σύστημα αντικείμενο κοινωνικού διαλόγου ως προς την αντίληψη για το έθνος και την εθνική ταυτότητα, που αναπαράγει και μεταδίδει.
       
Τα σχολικά βιβλία παρουσιάζουν την εθνική ομοιογένεια σαν ιστορική ιδιαιτερότητα και πρωτεύουσα ηθική αξία, και την ιστορία σαν αδιάσπαστη από την αρχαιότητα πορεία ενός έθνους θύματος άλλων εθνών. Η παρουσίαση τής ελληνικής παιδείας (κουλτούρας) σαν αναλλοίωτης από την αρχαιότητα και χωρίς επιδράσεις άλλων είναι προϊόν τής αποδοχής, που φαίνεται να έχει, τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και στις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών, το στερεότυπο ιδεολόγημα τής «ανωτερότητας» τής δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας και η αποδοχή αυτή παράγει μια αντιφατική, ανασφαλή και για τούτο ξενοφοβική εθνική ταυτότητα.



Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο τής κυβέρνησης και την εθνικίζουσα Ρωμιοσύνη λοιπόν, ο Φειδίας, ο Ικτίνος κ.λπ. ήταν αρβανίτες!
 
Αρκετές φορές δηλώσεις τού (αρβανίτικης καταγωγής) κ. Θ. Πάγκαλου, έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, όπως η περίφημη: «Μαζί τα φάγαμε». 
Η σχετικά πρόσφατη όμως -αναφερόμενη στούς ευρωπαίους εταίρους- δήλωσή του: «όταν οι πρόγονοί μας έχτιζαν Παρθενώνες, εσείς ήσασταν ακόμα πάνω στα δέντρα», μάλλον άρεσε και χάιδεψε τα αυτιά τής πλειοψηφίας των νεοελλήνων, δεδομένου, ότι δεν καταγράφηκαν διαμαρτυρίες.
 


Η εθνική ομοιογένεια και οι λοιπές κοινωνικές ταυτότητες

Η εθνική ομοιογένεια παρουσιάζεται σαν μία από τις σπουδαιότερες εθνικές αξίες, τόσο ποσοτικά με τη συχνή επανάληψη όσο και ποιοτικά με την έμφαση και την προβολή της. Η εθνική ομοιογένεια είναι μύθος κοινός στα εκπαιδευτικά συστήματα τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των άλλων εθνών-κρατών. Καλλιεργείται ως αξία ακόμα και σε κράτη με ιδιαίτερη ανομοιογένεια, όπως οι ΗΠΑ και σχετίζεται με την κοινωνική εξουσία και τον καταμερισμό προνομίων και οικονομικών αγαθών. Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα αποκρύπτουν, ότι η έννοια τού έθνους δομείται με κριτήρια ιεραρχικά, που επιτρέπουν την κυριαρχία κάποιων κοινωνικών ομάδων και τον αποκλεισμό κάποιων άλλων.

     
Στη Γαλλία, ο μύθος των Γαλατών προγόνων και τής ομοιογένειας τού γαλλικού έθνους υπηρετούσε και υπηρετεί κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα μέσα από τη διαδικασία κατασκευής τής εθνικής αυθεντικότητας. [Ο γαλλικός εθνικός μύθος προβάλλει ως αυθεντικές ορισμένες ιδιότητες, που ανήκουν στις κυρίαρχες ομάδες, άρα αποκλείει τις ιδιότητες των μη κυρίαρχων ομάδων (Citron 1989,285), είτε χρησιμοποιείται για ν΄ αποδίδει εθνική αυθεντικότητα σε ομάδες με ορισμένες πολιτικές αντιλήψεις, όπως συνέβη με την επίκληση τής «αληθινής» Γαλλίας ενάντια στους διανοουμένους, που υπερασπίστηκαν τον Ντρέυφους στην περίφημη ομώνυμη υπόθεση (Charle  1990,149).]
    
 Στην Αγγλία, η διαδικασία εθνικής ομοιογενοποίησης τού πληθυσμού που κατοικούσε εντός των συνόρων τού βρετανικού κράτους μετέτρεψε την ιεραρχία σύμφωνα με την αριστοκρατική έννοια τής γενιάς σε διαδικασία διαφοροποίησης των «φυλών» (Μiles 1994, 32-6).
 
 
 
Οι οθωμανοί το 1821 δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, «πώς γίνεται οι σύγχρονοι έλληνες, ένα μείγμα σλάβων, τούρκων, αλβανών, βλάχων και ελλήνων να θεωρούν τον εαυτό τους άμεσα απόγονο τού Σωκράτη και τού Πλάτωνα...». (Δρ. Φικρέτ Αντανίρ, καθηγητής Ιστορίας, πανεπιστήμιο Sabanci, Κωνσταντινούπολη).

Στα ελληνικά σχολικά βιβλία τής υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η ελληνικότητα εμφανίζεται μη υποκείμενη σε ιστορικές επιδράσεις, με αποτέλεσμα το ελληνικό έθνος να περιγράφεται σαν οντότητα σχεδόν φυσική και υπερβατική, έξω από το χρόνο και την ιστορία (ιδίως στα βιβλία ιστορίας), με πολιτισμικές ιδιότητες, που διατηρούνται αναλλοίωτες από την αρχαιότητα (ιδίως στα βιβλία γλώσσας) και με απόλυτη εθνική ομοιογένεια, που θεωρείται γενικώς εθνική αρετή (ιδίως στα βιβλία γεωγραφίας). Η άρνηση τής ιστορίας, που περιέχεται σε αυτή την αξιολογική παρουσίαση τού έθνους εμφανίζει την κουλτούρα σαν αξία υπερβατική και τα έθνη αιώνια.

Η αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την αρχαιότητα και η αξία τής ομοιογένειας εμφανίζουν σχεδόν αιώνιες τις ιδιότητες των Ελλήνων και αυτό το μήνυμα των σχολικών εγχειριδίων παράγει μια λανθάνουσα αναλογία τού έθνους με την οικογένεια. Ο εθνικός μύθος αφηγείται, ότι οι «αυθεντικοί» Έλληνες έχουν γεννηθεί από γονείς κι εκείνοι από γονείς και προγόνους με τα ίδια στους αιώνες «ελληνικά» χαρακτηριστικά, πράγμα, που μεταδίδει την έμμεση πληροφορία, ότι τα μέλη τού έθνους έχουν από τη γέννηση τους σχέση φυσική ανάμεσά τους.

Είναι πολύ χαρακτηριστική τής αποδοχής, που έχει στο εκπαιδευτικό σύστημα αυτή η αντίληψη τής «φυσικής» συγγένειας με την αρχαιότητα, όταν π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες ονομάζονται «παππούδες μας» όχι μόνο στο λόγο των εκπαιδευτικών, αλλά και στον επιστημονικό λόγο εκπροσώπων τής εκπαιδευτικής ευθύνης. Π.χ. ο πρώην πρόεδρος τού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Γ. Μπαμπινιώτης, ονομάζει τον Όμηρο «παππού των Ελλήνων», για να υπερασπιστεί την άποψη, ότι η ελληνική είναι «διαχρονική» γλώσσα και την καταστρέφουν οι οπαδοί τού δημοτικισμού. (Βλ. Μπαμπινιώτης, στο Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος 1984,145).


    
 Η ιστορική επιστήμη σήμερα μιλάει για «επινόηση τής παράδοσης» (Ηοbsbawm 1983) και η κοινωνική επιστήμη ήδη από τον καιρό των κλασικών διαπιστώνει, ενάντια στούς εθνικούς μύθους περί κοινής καταγωγής, ότι οι συμπατριώτες είναι συχνά ως προς την προέλευση πιο απομακρυσμένοι μεταξύ τους απ΄ όσο από ανθρώπους διαφορετικής ή και εχθρικής εθνικότητας (Weber  1978, 424).
    
 Η έμμεση αναγωγή των δεσμών μεταξύ ομοεθνών πολιτών στη συγγένεια κάνει το έθνος συνώνυμο τής «φυλής», όχι με τη βιολογική, αλλά με την πολιτισμική σημασία (Μorin 1984, 129), και κατασκευάζει μια εικόνα τού έθνους σαν να ήταν μια αγαπημένη και αρμονική οικογένεια. Αυτό επιτείνει τις τάσεις οριοθέτησης και αποκλεισμού των «άλλων», με αναφορά όχι υποχρεωτικά στη ρητή «κατωτερότητα», αλλά στην πολύ ευκολότερα αποδεκτή ως νόμιμη «διαφορά» τους από «εμάς».
      
Δηλαδή, η λανθάνουσα ταύτιση με την οικογένεια καλλιεργεί δίπλα στην παραδοσιακή μια ξενοφοβία μοντέρνα, άρα πιο δύσκολη να καταπολεμηθεί, που δεν αξιολογεί άμεσα σαν κατώτερες τις «άλλες» ομάδες, αλλά τις αποκλείει ακριβώς σαν «αλλιώτικες». Έτσι, επιτρέπει σε κάποιες ομάδες να αυτοαναγνωρίζονται σαν «αυθεντικές» και να θεωρούν την πολιτισμική επίδραση στοιχείο αλλοίωσης, με αποτέλεσμα ν΄ αρνούνται τη συμβίωση με τους «άλλους» -άρνηση χαρακτηριστική τού ρατσισμού-, ενώ συγχρόνως να μπορούν «να δηλώνουν και να πιστεύουν, ότι δεν είναι ρατσιστές» (Smitherman  και Van Dijk  1988, 13-16). Δηλαδή, η έμφαση και η αξιολογική φόρτιση στην ομοιογένεια ανοίγουν το δρόμο για την «ενδεχόμενη μετατροπή τού εθνικισμού σε ρατσισμό» (Van Dijk 3993,22), που νομιμοποιεί τη βία.
      
Καθώς η πραγματικότητα έρχεται σε καθημερινή σύγκρουση με το ιδεώδες τής ομοιογένειας από δύο κατευθύνσεις -την ιστορική ανομοιογένεια και τη σημερινή ανομοιογενή πραγματικότητα-, ο μύθος τής απόλυτης και έμμεσα «φυσικής» εθνικής ομοιογένειας κατασκευάζεται με την ιστορική αποσιώπηση π.χ. τα σχολικά βιβλία αποσιωπούν τις διαδικασίες διαμόρφωσης τής εθνικής ιδεολογίας καθώς και τις διαδικασίες μετάβασης από το «πολιτισμικό έθνος» (Alter  1989) στην πολιτική διάσταση τού έθνους και στη διαμόρφωση τής ιδέας τού ανεξάρτητου κράτους, τέλος αποσιωπούν την ανομοιογένεια των πληθυσμών την περίοδο ίδρυσης τού κράτους και την αφομοιωτική εθνική πολιτική. Είναι ενδεικτικό, ότι η ιστορική αποσιώπηση δεν εμφανίζεται μόνο στα σχολικά βιβλία, αλλά και στην ακαδημαϊκή επιστήμη, όπως δείχνει η χαρακτηριστικότατη απουσία τής εβραϊκής κοινότητας από την ιστορία τής Θεσσαλονίκης (Μπενβενίστε 1995)
 
 


  

Η παρουσίαση τού έθνους σαν μια φανταστική ομάδα με πλήρη ομοιότητα των μελών της και αρμονία μεταξύ τους καταλήγει ως ιδεολογική κατασκευή να ναρκοθετεί τον ατομισμό, γιατί αποδίδει στο κάθε άτομο, τα χαρακτηριστικά τής ομάδας και στην ομάδα τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου «αντιμετωπίζοντας τα άτομα σαν εναλλάξιμα και απορρίπτοντας τις ατομικές ιδιαιτερότητες» (Van Dijk 1994,20). Η έμμεση αυτή απόρριψη τού ατομισμού ευνοεί τις λαϊκιστικές ιδεολογίες για την αυθεντικότητα τού λαού και ενδέχεται να πάρει, αν οι συγκυρίες βρεθούν ευνοϊκές, μορφές πολύ βίαιες, όπως έγινε π.χ. στη Γιουγκοσλαβία, όπου η άρνηση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων πήρε, όπως γράφει σέρβος κοινωνιολόγος, τη λαϊκιστική μορφή τού «μίσους για τις διαφορές ανάμεσα στο άτομο και το λαό» και στάθηκε ένας από τους παράγοντες, που άνοιξαν το δρόμο στην καταστροφική πρόσφατη βία (Πόποβ 1994,117).

  
Ο μύθος τής ομοιογένειας είναι εύκολο να καταπολεμηθεί ιστορικά. Σ΄ ένα από τα παλιότερα έθνη-κράτη, τη Γαλλία, η έρευνα αποδεικνύει, ότι ο όρος «έθνος» είναι ιδιαίτερα ασαφής, καθώς τα «εθνικά» χαρακτηριστικά αλλάζουν μέσα στην ιστορία και η αλλαγή τους νομιμοποιείται από την αποσιώπηση των διαδικασιών ομοιογενοποίησης (Αctes du S.I. 1993,24-66 και 182-255). Η ιστορία όλων των ευρωπαϊκών κρατών είναι μια μακρά διαδικασία κατασκευής τής ομοιογένειας με την αφομοίωση, και η έννοια τού έθνους αλλάζει αποκαλυπτικά, ανάλογα με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα των εθνών-κρατών. Είναι πολύ χαρακτηριστική π.χ. η διαφορά ανάμεσα στη «γαλλική» και την «αγγλική» περιγραφή τού έθνους στα μέσα τού 19ου αιώνα. Η γαλλική εκδοχή ονομάζει την εθνική συνείδηση «ηθική συνείδηση», ενώ η αγγλική φιλελεύθερη αντίληψη υπερασπίζεται το ισχυρό πολυεθνικό κράτος και απορρίπτει τη «γαλλική» εκδοχή «ένα έθνος - ένα κράτος» (Cabanel 1995,81-91 και 41-5).

Οι εθνικές ιδεολογίες συμπορεύονται με τις αναγκαιότητες τής πολιτικής πραγματικότητας. Η αυτονόητη εθνική αρετή τής απόλυτης ομοιογένειας των Ελλήνων είναι πρόσφατη και εμφανίζεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα. Μέχρι τότε ο επίσημος λόγος των διαμορφωτών ιδεών και τού εκπαιδευτικού θεσμού επικαλείται μια ελληνικότητα «εσωτερική». Η γλώσσα π.χ., σήμερα θεμελιακό διακριτικό τής ελληνικότητας, δεν αποτελεί μέχρι τη δεκαετία τού 1930-40 ούτε συστατικό ούτε τεκμήριο τού ανήκειν στο ελληνικό έθνος, αλλά αντιμετωπίζεται ως ιδιότητα επίκτητη, αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών. Η εθνικότητα δεν αντιφάσκει με το να είναι κανείς αλλόγλωσσος, αντίθετα μπορεί η άλλη γλώσσα ν΄ αποδεικνύει την ένταση και το βάθος τής ελληνικότητας, όπως συμβαίνει με τον μικρό βουλγαρόφωνο ήρωα τής Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά τού Βάλτου» (1937). 
 Στα αναγνωστικά βιβλία τού Μεσοπολέμου, προϊόντα τής γλωσσικής μεταρρύθμισης από το 1938, είναι συχνή η αφήγηση τής περιπέτειας ενός δασκάλου, που φέρνει στο χωριό τη μόρφωση, την πρόοδο και την ελληνική γλώσσα. Χάρη στις προσπάθειες και το φωτισμένο του παράδειγμα, τα παιδιά πείθονται ν΄ αλλάξουν συνήθειες και τρόπο ζωής, και μαζί με τη στενοκεφαλιά, τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες των μελών τού χωριού εγκαταλείπουν και την άλλη γλώσσα, που συνήθως δεν ορίζεται, και μιλούν πια ακόμα και μέσα στο σπίτι μόνο ελληνικά («Ο φάρος τού χωριού», Αναγνωστικό τής Δ΄ δημοτικού, 1927).
      
Τα αναγνωστικά τού Μεσοπολέμου επαναλαμβάνουν με πολλές παρόμοιες ιστορίες την ανάγκη εκσυγχρονισμού τής παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας και εξελληνισμού των αλλόγλωσσων ομάδων της. Οι μη ελληνόφωνες ομάδες αγροτών των αναγνωστικών τής εποχής είναι τα κατεξοχήν σύμβολα τής καθυστέρησης και τής άγνοιας και τα βιβλία υπερασπίζονται την πρόοδο, που ταυτίζει την οικονομική ανάπτυξη με τον εκμοντερνισμό των μεθόδων εργασίας και τον αλφαβητισμό με την αποκλειστική χρήση τής ελληνικής γλώσσας.
 
 
 

Η ιστορική λήθη, με την οποία διαμορφώνεται η αξία τής εθνικής ομοιογένειας οφείλεται στην απόδοση τού δικαιώματος σε προνόμια και θέσεις εξουσίας στα μέλη τής «αυθεντικής» εθνικής ομάδας. Η αυθεντικότητα και κληρονομικότητα τού δικαιώματος στην εξουσία και τα προνόμια κατάγεται στα παλιά έθνη-κράτη τής Ευρώπης από την αριστοκρατία, γι΄ αυτό και οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες σε αυτά τα κράτη δίνουν μεγάλη σημασία στη γενεαλογία και την αρχαιότητα των οικογενειών, που αποτελεί ακόμα σήμερα συμβολικό τίτλο τιμής.

     
Στα αντίστοιχα στρώματα στην ελληνική κοινωνία, η πραγματική μνήμη γενεαλογίας δεν πάει σχεδόν ποτέ πιο πίσω από τούς παππούδες ή έστω τούς γονείς των παππούδων. Αυτή η μικρής διάρκειας μνήμη καλύπτει τα δεδομένα τής σχετικά πρόσφατης εθνικότητας. Ο μύθος τής αδιάσπαστης ελληνικής συνέχειας, συστατικός τής εθνικής ιδεολογίας, εμποδίζει την αναγνώριση τού νεωτερικού χαρακτήρα όλων των εθνικών ταυτοτήτων και μόνο σε περιόδους μεγάλης κρίσης και βίαιης καταστολής τής εθνικής ανεξαρτησίας, όπως στη ναζιστική κατοχή, οι ακραίες συνθήκες οδηγούν κάποιους διανοουμένους σε αναγνώριση τού δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού από τις ίδιες τις ανθρώπινες ομάδες, πέρα από τις «αποδείξεις» τού ανήκειν σε μια εθνικότητα, και έτσι το επαναστατικό ποίημα τού Νίκου Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ, που κυκλοφορεί σε χειρόγραφα αντίτυπα μέσα στη ναζιστική κατοχή, οικειοποιείται θετικά το πολιτισμικό μίγμα των Βαλκανίων και αναφέρεται με περηφάνια στούς αλβανόφωνους ήρωες τής ελληνικής επανάστασης του 1821.
Τα σχολικά εγχειρίδια αποδίδουν τόσο πρωτεύουσα σημασία στην ομοιογένεια, ώστε την προβάλλουν συστηματικά, και στην καλλιέργεια της τα βιβλία ιστορίας θυσιάζουν την ιστορική διάσταση τής αρχαιότητας, αποσιωπούν την πολυεθνική σύσταση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας και τέλος παρουσιάζουν τις περιοχές, που αποτελούν σήμερα το ελληνικό κράτος, σαν να κατοικούνταν από τον καιρό τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης από πληθυσμούς αμιγώς ελληνόφωνους - ορθόδοξους και με συνείδηση ελληνική.

Οι αποσιωπήσεις οφείλονται στην πρόθεση των υπευθύνων να καλλιεργεί το σχολείο τον πατριωτισμό. Η επιδίωξη τής εθνικής ομοιογένειας και η αντίστοιχη αφομοιωτική πολιτική στην ιστορία τού ελληνικού κράτους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με συμφέροντα εθνικά, καθώς οι εθνοτικές μειονότητες είχαν τη δυνατότητα ν΄ αυτοαναγνωριστούν σε εθνικιστικές ιδεολογίες άλλων εθνών-κρατών, πράγμα, που περιείχε τον κίνδυνο εδαφικών διεκδικήσεων από γειτονικά κράτη. Σχετίζεται, ωστόσο, όπως παντού αλλού και με συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά, όπως δείχνει π.χ. η οικονομικά αλλά και διοικητικά περιθωριακή θέση τής μειονότητας των Τσιγγάνων (για τους οποίους δεν υπήρχε δυνατότητα αυτοαναγνώρισης ως μέρος εθνικής ομάδας άλλου κράτους) ή όπως δείχνει η ανακάλυψη τής μη επαρκούς ελληνικότητας τής εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (Αβδελά 1993). Η απόκρυψη από τον εκπαιδευτικό θεσμό τής ιστορικής ανομοιογένειας εμποδίζει τη διάκριση των προβλημάτων, που αντιμετώπισε το έθνος-κράτος στην ιστορία του από την επανάσταση και μέχρι την οριστικοποίηση των συνόρων του, προβλήματα, που είναι διαφορετικά, όταν αφορούν μειονότητες εθνοτικές, που ενδέχεται ν΄ αναγνωριστούν στις εθνικές ιδεολογίες γειτονικών εθνών-κρατών με κοινές διεκδικήσεις εδαφών και διαφορετικά όταν δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Με άλλα λόγια, η έμφαση στην αξία τής ομοιογένειας απομακρύνει τις πιθανότητες να συνοδεύεται η εθνική αυτοαναγνώριση από κριτική αντιμετώπιση τής κάθε εξουσίας όσον αφορά την πολιτική που ονομάζει εθνική, τις ομάδες, στις οποίες απευθύνεται ή αποκλείει και τα μέσα που επιλέγει για την εφαρμογή της.

      
Στην αξία τής ομοιογένειας λανθάνει η έννοια τού εθνικού συμφέροντος, που γίνεται αντιληπτό σαν συμφέρον τής ολότητας των μελών, που απαρτίζουν την εθνική οικογένεια, και η μεταβίβαση από τον εκπαιδευτικό θεσμό τής αξίας τού εθνικού συμφέροντος θεωρείται αυτονόητα απαραίτητη για τη διαμόρφωση τού πατριωτικού φρονήματος. Η αντίληψη αυτή για τον πατριωτισμό παραμερίζει την πολύ σημαντική πολιτική διάσταση τού θέματος, δηλαδή αποσιωπά το γεγονός, ότι οι πολιτικές εξουσίες είναι εκείνες, που ορίζουν τι είναι εθνικό συμφέρον και προσδιορίζουν τα μέσα για την υπεράσπιση του.
Οι εκπρόσωποι των εξουσιών συχνά ονομάζουν εθνικά επιμέρους συμφέροντα και ακόμα συχνότερα επιβάλλουν πολιτικές, με τις οποίες διακυβεύονται αυτά, που ονομάζουν εθνικά συμφέροντα. Η προβολή τού συμφέροντος τής ολότητας σαν να ήταν αξία απόλυτη και μη εξαρτώμενη από πολιτικές ηγεσίες και επιμέρους κοινωνικά συμφέροντα σε τελική ανάλυση αποτελεί έμμεση καλλιέργεια τής άκριτης αποδοχής τής εξουσίας.
Η έμμεση τάση προς την καλλιέργεια τής άκριτης αποδοχής τής εξουσίας αντιφάσκει με τη ρητή και επαναλαμβανόμενη προτεραιότητα τού εθνικού συμφέροντος, καθώς π.χ. οδηγεί τα σχολικά βιβλία στην πρωθύστερη υπεράσπιση από την κριτική, για τη χρήση που έχουν κάνει στην ιστορία των εθνικών συμφερόντων και τής έννοιας τού έθνους, όλων των πολιτικών ηγεσιών, ακόμα και εκείνων, που τα βιβλία καταδικάζουν. Η ρητή πρόθεση (στα αναλυτικά προγράμματα) να χρησιμεύει η ιστορία για την καλλιέργεια τής κρίσης των μαθητών ναρκοθετείται από την υπεράσπιση τής έννοιας τής εξουσίας
 

Η ιστορία θα μετατρεπόταν σε γνώση τού παρελθόντος, που οξύνει τις ικανότητες αντιμετώπισης των προβλημάτων τού παρόντος, εάν π.χ. αντί τού μύθου τής ιστορικά ομοιογενούς Μακεδονίας μάθαιναν οι μαθητές, ότι στην πολυεθνική Μακεδονία των τελευταίων δεκαετιών τού 19ου αιώνα η στενόμυαλη και αντιφατική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων αντιστρατευόταν τα εθνικά κινήματα εναντίον τής οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και ναρκοθετούσε τούς ελληνικούς επεκτατικούς στόχους σε διάφορες περιοχές της (Βούρη 1992, 47-69 και 71-8.

      
Θα ήταν ενδεχομένως πιο συνεπής με το στόχο καλλιέργειας τού πατριωτισμού η γνώση, ότι μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους η γλωσσική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως γράφει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1916), εμποδίζει την ελληνική γλώσσα ν΄ αντικαταστήσει σε περιοχές τής ελληνικής Μακεδονίας τη βουλγαρική.
Η εθνική συνοχή και ομοιογένεια, μολονότι καλλιεργούνται στο όνομα τού πατριωτισμού, είναι, παρά τα φαινόμενα, βασικό στοιχείο πολιτικής διαπαιδαγώγησης στην παραγνώριση των αιτίων, που οδηγούν στην αμφισβήτηση των εξουσιών. Η καλλιέργειά τους λειτουργεί παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη τάσεων πολιτικής συμμετοχής στη διαμόρφωση τής εθνικής και της κοινωνικής πολιτικής. Αλλωστε, η ίδια η παρουσίαση τού έθνους σαν μια αρμονική και αγαπημένη οικογένεια υποκρύπτει την παρομοίωση τής εξουσίας με τούς γονείς, υποβιβάζοντας έντονα την έννοια τού πολίτη.
 

Πέρα από τις προθέσεις των συγγραφέων και υπευθύνων για την έγκριση των σχολικών βιβλίων, η προτεραιότητα τής ομοιογένειας έχει αίτια, αλλά και αποτελέσματα ιδίως πολιτικά. Η έμφαση στην ομοιογένεια επιτρέπει ν΄ αποσιωπάται το γεγονός, ότι οι κοινωνικές ταυτότητες είναι πολλές, ιεραρχημένες και άνισες και ότι στην κάθε επιμέρους κοινωνική ομάδα τα άτομα έχουν περισσότερες από μία ταυτότητες, που διαμορφώνονται και αναδιαμορφώνονται συνεχώς από την οικονομική και ιδεολογική διάσταση (Giddens 1991, Ηall 1991). [Μέσα στην κάθε επιμέρους ομάδα το κάθε άτομο έχει περισσότερες από μία ταυτότητες, που διαμορφώνονται και αναδιαμορφώνονται, αλλά καμιά φορά συγκρούονται μεταξύ τους. Π.χ. ο λεγόμενος μέσος έλληνας έχει πολλές συγχρόνως κοινωνικές ταυτότητες· μπορεί, να είναι: σύζυγος, πατέρας, θηβαίος, απόφοιτος δημοτικού, μικρέμπορος, μεσήλικας, ψηφοφόρος τού ΠΑΣΟΚ, οπαδός τού Ολυμπιακού, έλληνας, βαλκάνιος, ευρωπαίος, μέλος τού δυτικού κόσμου, άντρας. Μπορεί να έχει και άλλες ταυτότητες ο ίδιος άνθρωπος, αν οι γονείς του ήταν αγρότες, αν η μάνα του μιλούσε αρβανίτικα, αν στην εφηβεία του ήταν στούς Λαμπράκηδες, αν είναι μάρτυρας του Ιεχωβά, αν εργάστηκε κάποια χρόνια μετανάστης στη Γερμανία... Από την άλλη μεριά οι αντίστοιχες ταυτότητες μιας ελληνίδας συνοδεύονται και από άλλες, αυστηρά γυναικείες, δηλαδή καθορίζονται πριν απ΄ όλα από τις σχέσεις των κοινωνικών φύλων και υπερκαθορίζουν τις κοινές με τούς άντρες, όπως θα συνέβαινε π.χ. εάν η αντίστοιχη με τον παραπάνω ελληνίδα μητέρα, θηβαία κ.τ.λ. είναι συγχρόνως οικοκυρά, αν έχει υπάρξει θύμα βιασμού, αν είναι κακοποιημένη σύζυγος, αν ζει διαζευγμένη με διατροφή...]

      
Επιτρέπει επίσης ν΄ αποσιωπάται το γεγονός, ότι οι κοινωνικές ταυτότητες έχουν ιστορική υπόσταση, δεν είναι στατικές, αντίθετα διαμορφώνονται μέσα στις κοινωνικές σχέσεις και είναι συχνά μεταξύ τους αντιφατικές (Rutherford 1990). Όταν η εθνική ταυτότητα παρουσιάζεται σαν υπερχρονική «αναλλοίωτη ουσία», περιθωριοποιεί τις άλλες κοινωνικές ταυτότητες. Οι εθνικές ιδεολογίες συνήθως παραμερίζουν τις ταυτότητες τής τάξης και τού φύλου στο όνομα τής προτεραιότητας τής εθνικής ταυτότητας, καθώς επιτρέπουν την αποσιώπηση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τα κοινωνικά φύλα (Fourier και Vermes  1994, 20-1)
 
 

 
 
Τι σημαίνει «ελληνική εθνική συνείδηση»;
 
      
Το τι ακριβώς σημαίνει ελληνική εθνική συνείδηση καθίσταται σαφές από το παραπάνω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την παραγωγή τού Σκάι, «1821», (αν και δεν ήταν αυτή η πρόθεση τού σκηνοθέτη) και τη συζήτηση τού παρουσιαστή της με την αν. καθηγήτρια τού πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μ. Ευθυμίου.
      
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, στο οποίο έχουν δραματοποιηθεί οι προετοιμασίες των πολιορκημένων για την επικείμενη έξοδο τού Μεσολογγίου, μιά μητέρα τραγουδάει στο παιδί της ένα νανούρισμα σε μη ελληνική γλώσσα (προφανώς στα αρβανίτικα ή στα βλάχικα).
     Η κ. Ευθυμίου επισημαίνει το γεγονός και διευκρινίζει, ότι μέσα στο Μεσολλόγι «υπήρχαν κι άλλες λαλιές», οι αρβανίτες όμως, πολεμούσαν με ελληνική εθνική συνείδηση, ίσως πολύ φρέσκια, πάντως αισθάνθηκαν «πιό έλληνες από τούς έλληνες». Όλα δε τα πλοία στο νηολόγιο τής Ύδρας (σ.σ. με πληθυσμό 100% αρβανίτες, δηλαδή αλβανούς - τον 18ο αιώνα είχαν αρχαία ελληνικά ονόματα σε αντίθεση με άλλες περιοχές με αμιγώς ελληνόφωνους πληθυσμούς, όπως το Γαλαξείδι, όπου τα πλοία τους είχαν ονόματα, όπως: Κυρά Παναγιά, Άη Γιώργης κ.λπ.. Και καταλήγει η κ. Ευθυμίου: «Ο υδραίος είχε μπει στην αίσθηση, ότι εγώ είμαι ο απόγονος των αρχαίων ελλήνων».
      
Επομένως: Ελληνική εθνική συνείδηση είναι η ψευδαίσθηση τού ρωμιού, ότι κατάγεται από τούς αρχαίους έλληνες.
 

Η αξία τής ομοιογένειας οδηγεί λοιπόν, στην αποσιώπηση όλων των άλλων κοινωνικών ταυτοτήτων εκτός από την εθνική και λογοκρίνει σαν αντεθνική τη διάκριση τής «ενιαίας και ομοιογενούς» εθνικής ομάδας σε επιμέρους ομάδες, άρα την κάθε διαφοροποίηση επιμέρους συμφερόντων ή διεκδικήσεων. Η αποσιώπηση τής ύπαρξης πολλών κοινωνικών ταυτοτήτων και η καταδίκη τής πολιτικής επίκλησής τους με την ηθική απόρριψη των επιμέρους συμφερόντων καλλιεργεί τον αυταρχισμό στην κοινωνία. Στο όνομα τής ολότητας παρακωλύει την πολιτική διαδικασία, που οδηγεί στην κατανόηση τού καταμερισμού εξουσίας και προνομίων και στο όνομα τής ηθικής παρακωλύει τις διαδικασίες, που ανοίγουν το δρόμο να διατυπωθούν αιτήματα ανακαταμερισμού των προνομίων και τής εξουσίας, τόσο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις όσο και ανάμεσα στα κοινωνικά φύλα.

      
Καθώς οι άνισες κοινωνικές σχέσεις αναπαράγονται συμβολικά μέσα από τις κοινωνικές ταυτότητες, η αντιμετώπιση των ταυτοτήτων σαν να είναι στατικές ενισχύει τις διαδικασίες αναπαραγωγής των δεδομένων ιεραρχιών, θέτοντας ηθικά εμπόδια στην αναγνώριση και την αμφισβήτηση των δεδομένων προνομίων. Η εμμονή τού σχολείου στην ομοιογένεια παρεμβαίνει κάνοντας για τούς αυριανούς πολίτες δύσκολο να κατανοήσουν τη διαδικασία διαμόρφωσης τής εθνικής ταυτότητας καθώς και το ατομικό τους δικαίωμα να δομούν τις κοινωνικές τους ταυτότητες ενεργητικά μέσα στα πλαίσια των ομάδων, στις οποίες ανήκουν, αρχίζοντας από την οικογένεια. Παρεμβαίνει παρεμποδιστικά στη δυνατότητα των πολιτών να διαβλέψουν, ότι οι μη στατικές, ιστορικά διαμορφωνομενες ταυτότητες συνυπάρχουν, αλλά ενδέχεται να είναι αντικρουόμενες μεταξύ τους, άρα είναι ένας από τούς παράγοντες, που παρακωλύουν τη δυνατότητα να διαβλέπουν οι πολίτες το ρόλο των ταυτοτήτων στην αναπαραγωγή των άνισων κοινωνικών σχέσεων.
      
Π.χ. η εθνική οικονομική πολιτική στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 δεν είναι εξίσου εθνική για όλες τις κοινωνικές ομάδες, γιατί πλήττει τις γυναίκες και τούς αγρότες. Οι φτωχότερες κατηγορίες των αγροτών μεταναστεύουν την εποχή εκείνη με διακρατικές συμβάσεις σε αριθμούς εντυπωσιακά υψηλούς, που αγγίζουν τις εκατό χιλιάδες άτομα το χρόνο (Έκθεσις 1973). Την ίδια περίοδο που το κράτος ευνοεί τη συστηματική μείωση του ενεργού πληθυσμού, ένας κυρίαρχος ιδεολογικός λόγος απευθύνεται στην κοινωνική ομάδα των γυναικών και σχολιάζει αρνητικά την ανεπαρκή γονιμότητα της, που διατηρεί τα επίπεδα τού εθνικού πληθυσμού χαμηλά. Η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα σε τέτοια εθνικά και «εθνικά» συμφέροντα και τα μέσα για την υπεράσπισή τους σημαίνει, να αναγνωρίζουν τα άτομα τον εαυτό τους όχι ως μονάδες όμοιες με τούς ομοεθνείς τους γενικώς, αλλά ως μέλη κοινωνικών ομάδων με άνιση θέση στην κοινωνία και με γνώμη για τις πολιτικές όλων των ειδών. Η αναγνώριση αυτή ανοίγει το δρόμο στα άτομα να κατανοήσουν, ότι μπορούν να συμμετάσχουν στην κοινωνική δράση και να δομήσουν ενεργητικά ταυτότητες καινούργιες ή να αναδιαμορφώσουν τις υπάρχουσες.

     
Η συνταγματική κατοχύρωση τής διά τής παιδείας ανάπτυξης τής εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των νεοελλήνων (άρθρο 16, παρ. 2).
      
Δηλαδή, άν κάποιος έχει συνείδηση αρβανιτόβλαχου και είναι άθεος, από το νεοελληνικό τριτοκοσμικό Σύνταγμα προβλέπεται, να τού παρέξει  το κράτος παιδεία και να τoύ αλλάξει τη συνείδηση (πλύση εγκεφάλου λέγεται αυτό). Να τον κάνει δηλαδή, να νοιώσει με το ζόρι (τουρκ. zor), θέλοντας και μη, έλληνας και χριστιανός.
     
 
Νεοελλάδα: Ένα βαθύτατα μεσαιωνικό κρατίδιο με ένα από τα πλέον μεσαιωνικά Συντάγματα στον κόσμο...
 
    
Η  ομοιογένεια ως μέγιστη εθνική αξία παράγει ξενοφοβία και αυτή με τη σειρά της καλλιεργεί αυταρχικές τάσεις. Είναι πολύ στενή η σχέση τής ξενοφοβίας με τον αυταρχισμό σε όλες τις κοινωνίες. Οι φόβοι αλλοίωσης των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων μιας εθνικής ομάδας -ένα από τα πιο κοινά παράγωγα τής ξενοφοβίας στα έθνη-κράτη-δεν εμφανίζονται μόνο σε μικρές και ανίσχυρες ομάδες, αλλά αντίθετα εμφανίζονται συχνότερα σε ομάδες ισχυρές αριθμητικά και κυρίαρχες πολιτισμικά, όπως π.χ. δείχνει η ανάλυση των θέσεων τής νέας δεξιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οικειοποιείται η νέα βρετανική δεξιά τη συναίνεση απέναντι στις αξίες τής αντιρατσιστικής κοινωνίας και εφευρίσκει την προστασία των ισχυρών (Smitherman - Donaldson και Van Dijk 1988,131-43), υπερασπίζοντας το δικαίωμά τους να διαφυλάξουν τη βρετανική κουλτούρα από την «εισβολή των ξένων» (Barker 1981). Όλες οι διακρίσεις φαίνεται να πηγάζουν από την τάση διατήρησης τής κυριαρχίας μιας ομάδας και οι φόβοι αλλοίωσης συνήθως παίζουν το ρόλο νομιμοποίησης τής κυριαρχίας, χωρίς να είναι πράγματικοί (Van Dijk  1993, 170-3). Η απουσία, με άλλα λόγια, ανοχής σε μια κοινωνία δεν έχει σχέση με πραγματικούς κινδύνους αφομοίωσης τής κυρίαρχης ομάδας από άλλες, αλλά χρησιμοποιείται για να νομιμοποιεί την απουσία ανοχής, όπως συμβαίνει με την ξενοφοβική ακροδεξιά στη Γαλλία.
Αν η απουσία ανοχής προερχόταν από πραγματικούς κινδύνους ν΄ αφομοιωθεί η εθνική ομάδα πολιτισμικά, η ελληνική κοινωνία θα ήταν η ανεκτικότερη τής Ευρώπης σε θέματα θρησκείας. Η στατιστικά πολύ υψηλή θρησκευτική ομοιογένεια θα καλλιεργούσε με την αριθμητική υπεροχή αίσθημα ασφάλειας απέναντι στούς αλλόθρησκους, με αποτέλεσμα το σεβασμό στη διαφορετική θρησκεία και την απόλυτη ελευθερία άσκησης της. Ακριβώς αντίθετα, η ελληνική κοινωνία είναι στο θέμα αυτό η λιγότερο ανεκτική χώρα τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ευρύτερης σημασίας είναι η μεγάλη ανοχή απέναντι στην παραβίαση των συνταγματικών ελευθεριών, που αφορούν τα δικαιώματα αλλόθρησκων πολιτών. Οι εκπρόσωποι διάφορων θεσμών (των κοινοτικών αρχών, των αστυνομικών αρχών, τού δικαστικού σώματος) και ιδίως ο εκπαιδευτικός θεσμός δρουν σαν να είναι φυσική και αυτονόητα «νόμιμη» σε θέματα θρησκείας η παραβίαση των συνταγματικών επιταγών (Σωτηρέλλης 1993). Αυτή η «νομιμότητα» τής παραβίασης των άρθρων τού Συντάγματος είναι επικίνδυνη για την κοινωνία ακόμα και πέρα από την καταπίεση των θρησκευτικών μειονοτήτων και τις συνέπειές της. Η ανοχή στην καταπάτηση δικαιωμάτων από τούς εκλεγμένους φύλακες των δικαιωμάτων και η παραβίαση των νόμων από τούς ίδιους τούς τηρητές των νόμων διαμορφώνει ένα υπόβαθρο αντιδημοκρατικό, όπου η παραμικρή αλλαγή ισορροπιών κινδυνεύει να επεκτείνει τις παραβιάσεις με μεγάλη ευκολία και χωρίς αντίσταση σε άλλες ετερότητες και άλλες κοινωνικές ομάδες.
Η ομοιογένεια ως αξία είναι από μόνη της γενεσιουργός ξενοφοβίας. Συνδυασμένη στα σχολικά εγχειρίδια με την αξία τής πολιτισμικής «καθαρότητας», τής μυθικής ελληνικότητας, που ανεπηρέαστη από κάθε άλλο πολιτισμό (και μάλιστα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας) «διατηρείται» αναλλοίωτη από την αρχαιότητα, μπορεί να προκαλέσει φόβους αλλοιώσεων από την επαφή και συνεργασία με άλλους λαούς, τάσεις απομονωτισμού, τάσεις υπεράσπισης τής ομοιότητας και καταδίκης των διαφορών. Αυτές οι τάσεις δεν έχουν αρνητικές συνέπειες μόνο για τις ομάδες πολιτών, που δεν θεωρούνται «αυθεντικά» μέλη τής εθνικής οικογένειας, όπως είναι οι εθνοτικές και αλλόγλωσσες μειονότητες ή οι αλλόθρησκοι πολίτες κι ακόμα οι μετανάστες και πρόσφυγες. Έχουν ευρύτερες συνέπειες, γιατί καλλιεργούν την καταδίκη των διαφορών γενικότερα, δηλαδή αναπαράγουν και διαιωνίζουν τη μη ανεκτική κοινωνία.
 
 


Ο ομότιμος καθηγητής τού Α.Π.Θ., κ Γιάννης Κολιόπουλος, επισημαίνει, ότι η εθνική ταυτότητα είναι προστατευόμενο από το Σύνταγμα είδος (άρθρο 16, παρ. 2 - βλ. παραπάνω). Οι λαϊκιστές πολιτικάντηδες ιδιαίτερα των κομμάτων τής Αριστεράς, ενώ ασφαλώς το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, κραυγάζουν ενίοτε περί κατάργησης π.χ. των παρελάσεων κ.λπ.. Οι παρελάσεις, η σημαία, ο εθνικός ύμνος κ.λπ. όμως, ανήκουν στούς εθνοποιητικούς μηχανισμούς, καθ΄ ότι σφυρηλατούν την ελληνική εθνική συνείδηση, οπότε η κατάργησή τους είναι σαφώς αντισυνταγματική. Κανείς όμως, δεν έχει πρόθεση να ατιπαρατεθεί με το ήδη διαμορφωμένο εθνικό συναίσθημα τού ρωμιοποιμνίου, οπότε απλά περιορίζονται σε αποσπασματικές διαμαρτυρίες προς άγραν «προοδεφτικών» ψήφων. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις προτάσεις κατάργησης τής προσευχής, τού εκκλησιασμού, των θρησκευτικών κ.ά., που είναι επίσης αντισυνταγματικές, καθ΄ όσον και η ανάπτυξη δια τής παιδείας τής θρησκευτικής συνείδησης προβλέπεται από το ίδιο άρθρο τού Συντάγματος.

Αν και όποτε στην τριτοκοσμική νεοελλάδα υπάρξει η βούληση για την απομεσαιωνοποίησή της, τότε το ζήτημα αυτό μπορεί να αντιμετωπισθεί κυρίως πολιτικά και να ρυθμιστεί συνταγματικά αλλάζοντας το περιεχόμενο τής εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των κατοίκων τής χώρας. Όλα τα άλλα είναι εκ τού περισσού κι εκ τού πονηρού, έπεα πτερόεντα, για εσωτερική και μόνο κατανάλωση.

 

Στα εγχειρίδια ιστορίας και γεωγραφίας η έμμεση «καθαρότητα» συνοδεύεται από τη ρητή καταδίκη τής ανομοιογένειας. Ανάμεσα σε άλλα παραδείγματα των κινδύνων, που διατρέχουν τα έθνη από την απουσία ομοιογένειας αναφέρουν τον πρόσφατο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Σε πλήρη αντίθεση με αυτή την εκδοχή, η μαχόμενη κατά τού πολέμου σερβική κοινωνική επιστήμη διαπιστώνει το 1994, ότι τα σχολικά βιβλία τής χώρας, παρουσιάζοντας τον σερβικό λαό να έχει μόνο προτερήματα και δίκαια, προβάλλοντας τη θυσία για την πατρίδα σαν υπέρτατη αρετή και τούς πολέμους σαν το κεντρικό νήμα τής ιστορίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο διευκολύνοντας την προσχώρηση των πολιτών στον καταστροφικό πόλεμο.


    
Μια σειρά έρευνες τού περιεχομένου σχολικών βιβλίων, τόσο τής σοσιαλιστικής περιόδου όσο και των πρόσφατων από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, έγιναν και δημοσιεύτηκαν μέσα στον πόλεμο. Το βιβλίο με τίτλο «Πόλεμος, πατριωτισμός και πατριαρχία» (Rosandic και Ρesic 1994), είναι γραμμένο από πέντε σέρβες κοινωνικές επιστημόνισσες, μέλη αντιπολεμικής οργάνωσης με το όνομα «Γέφυρα», και δείχνει, ότι τα σχολικά βιβλία περιέχουν «υπεραξιολόγηση και έντονη συναισθηματική φόρτιση τού πατριωτισμού», έξαρση των πολεμικών αρετών τού έθνους από τον καιρό των αρχαίων σλάβων «προγόνων» και τής αγάπης τους στην ανεξαρτησία (59 κ.ε.), ταύτιση τής εθνικής ομάδας με τις «δίκαιες» διεκδικήσεις και ηθική καταδίκη των «άλλων» για αντίστοιχες επεκτατικές τάσεις, εξήγηση τής κάθε ήττας των Σέρβων στην ιστορία με το «εθνικό ελάττωμα τής διχόνοιας» ή την πολεμική υπεροχή των αντιπάλων (74 κ.ε.), αντιιστορική περιγραφή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, μεγαλοϊδεατισμό (100 κ.ε.) και σεξισμό (111 κ.ε.).
     Τα ελληνικά βιβλία γεωγραφίας αναφέρονται και σε άλλα παραδείγματα εθνικής ανομοιογένειας άλλων χωρών σαν την αιτία φαινομένων κοινωνικής αναταραχής και βίας.
     Η εθνική ανομοιογένεια σαν επίφοβο φαινόμενο παραπέμπει αναπόφευκτα, και πέρα από τις προθέσεις των συγγραφέων, στην ελληνική πραγματικότητα των μεταναστών και προσφύγων, καθώς και των εργαζομένων, που προέρχονται από χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική κοινωνία σήμερα καλείται για πρώτη φορά μετά τις διαδικασίες αφομοίωσης των μειονοτήτων και τις ανταλλαγές πληθυσμών να ενσωματώσει αλλοεθνείς εργαζομένους με αυξητικές τάσεις και να συμβιώσει αρμονικά με τούς ελεύθερα κινούμενους πολίτες των άλλων χωρών τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμβίωση με «άλλους» σαν επικίνδυνο φαινόμενο είναι πολιτική αξία, που ενδέχεται να συμβάλει στη ναρκοθέτηση δυνατοτήτων ένταξης στην ελληνική κοινωνία νέων ομάδων χωρίς την παραγωγή αρνητικών φαινομένων.
 
 

Πανεπιστημιακοί υπέρ τής σχιζοφρένειας:
Οι ευσεβείς εθνικοί μύθοι και η σχιζοφρένεια
στη διδασκαλία τής Ιστορίας στα σχολεία τής Ρωμιοσύνης.
    «Μεταξύ των δύο Ιστοριών, τής επιστημονικής τού πανεπιστημίου και τής εθνικής τού σχολείου, υπάρχει χάος, διότι στο πανεπιστήμιο έχουμε να κάνουμε με ενήλικες, ενώ στα σχολεία έχουμε να κάνουμε με ανήλικα παιδιά, τα οποία θέλουμε να τα κάνουμε πρώτα - πρώτα να αγαπούν την πατρίδα τους και το έθνος, την κοινωνία, στην οποία ζουν και θέλουμε να τούς δώσουμε αξίες και αρχές πολλές φορές μέσα από μύθους.» (Γιάννης Κολιόπουλος, ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ.)
   Δυο πανεπιστημιακοί καθηγητές τής Ρωμιοσύνης συμφωνούν στο παραπάνω βίντεο από τηλεοπτική συζήτηση μετά την προβολή ενός επεισοδίου τής σειράς «1821»: Ναι, η Αγία Λαύρα, τα κρυφά σχολειά κ.λπ. είναι μύθοι, πρέπει όμως να διδάσκονται στα σχολεία, γιατί αυτό είναι απαραίτητο για τη δημιουργία ελληνικής εθνικής συνείδησης! Ο πρώτος είναι ο κ. Γιάννης Κολιόπουλος και ο δεύτερος ο κ. Θάνος Βερέμης, ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός σύμβουλος τής σειράς τού Σκάι, ο οποίος επιπλέον επιπλήττει τούς ενήλικες, που τα έχουν μπερδέψει στο μυαλό τους κι όταν ακούνε κάτι διαφορετικό από αυτό που έμαθαν στο σχολείο, θεωρούν, ότι «τούς κλέβεις κάτι από την προσωπικότητά τους».   
     Με τα ψέματα πλάστηκε στα σχολεία τούς δύο τελευταίους αιώνες η ελληνοχριστιανική συνείδηση, με τα ψέματα δημιουργήθηκε από ένα ετερόκλητο συνοθύλευμα βαλκάνιων η ελληνική εθνική συνείδηση, με τα ψέματα στήθηκε το νεοελληνικό κρατίδιο, το οποίο ένα ψέμα είναι από τότε μέχρι σήμερα και με τις τέτοιες αντιλήψεις και νοοτροπίες των πανεπιστημιακών του, το ψέμα με όλα τα συμπαραμαρτούμενά του (αναξιοκρατία, θεοκρατία, ρουσφέτι, υπανάπτυξη, βόλεμα, μίζες, ρεμούλες, διαφθορά, χρεωκοπίες κ.λπ.) θα διαιωνίζεται, με αποτέλεσμα ούτε οι υπήκοοί του ούτε αυτό το ίδιο το κρατίδιο να διαφαίνεται, πως έχουν κάποιο μέλλον.
Τέλος, η συναίνεση στην υπεράσπιση τής εθνικής ομοιογένειας μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις για όλες τις κοινωνικές ομάδες, εθνικές και μη. Ανάλογα με τις συγκυρίες, μπορεί να ενεργοποιήσει ένα πολύ επικίνδυνο κοινωνικό φαινόμενο, την τάση να εξαλειφθούν οι εθνικές διαφορές, που εύκολα ανοίγει το δρόμο στην τάση να εξαλειφθούν οποιεσδήποτε διαφορές. Με άλλα λόγια, εάν η ομοιογένεια βρει συγκυρίες, που ενεργοποιούν το μύθο τής εθνικής συγγένειας στην κοινωνία, υπάρχει κίνδυνος να αποκτήσει ισχύ μια τάση εξαιρετικά επικίνδυνη: η επιδίωξη να κατασκευαστεί η απόλυτη ομοιογένεια με την εξάλειψη των διαφορών, που στην πολιτική ιστορία έχει μέχρι σήμερα πάρει την τερατική μορφή τής εξάλειψης των διαφορετικών ομάδων, όπως έγινε με το ναζισμό αλλά και με τον πόλεμο τής Γιουγκοσλαβίας και όπως τείνει σήμερα να γίνει με τα ισλαμικά κινήματα στην Αλγερία και αλλού. (Άννα Φραγκουδάκη, Κοινωνιολόγος τής Εκπαίδευσης, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Αθηνών).

To παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα (σελ. 143-156) από το βιβλίο: Τί είν΄ η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, (έκδ. «Αλεξάνδρεια), που γράφτηκε με επιμέλεια τής κ. Άννας Φραγκουδάκη και τής κ. Θάλειας Δραγώνα και ξεσήκωσε την μήνιν σύσσωμης τής εθνικιστικίζουσας Ρωμιοσύνης.

     Τα βίντεο είναι από την τηλεοπτική σειρά τού Σκάι, «1821». Οι εικόνες, ο τίτλος και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας».
 

https://www.freeinquiry.gr

 



 theologos vasiliadis