Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Για το κρυφό σχολειό (που λειτουργούσε ολοφάνερα)

Για το κρυφό σχολειό (που λειτουργούσε ολοφάνερα)



Θα κλείσω τις φετινές επετειακές αναρτήσεις για την 25η Μαρτίου αναδημοσιεύοντας ένα παλιό άρθρο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, για τον μύθο του Κρυφού Σχολειού, έναν μύθο ο οποίος έχει βέβαια καταρριφθεί προ πολλού, αλλά εξακολουθεί να αναπαράγεται, είτε με την άποψη που προβάλλουν διάφοροι  ότι την ιστορία δεν την μαθαίνουμε από τους ιστορικούς αλλά από τη συλλογική συνείδηση ή από τη γιαγιά μας, είτε με αναθεωρητικές ιστοριογραφικές απόπειρες από χρυσαβγίτες ή καραμπελιάδες. 

 

Σε σχέση με αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το «επάρατο» βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού («της κ. Ρεπούση») δεν αναφέρει τίποτα για το Κρυφό σχολειό, ούτε για να επιβεβαιώσει τον μύθο ούτε για να τον διαψεύσει, πράγμα που αποτελούσε μια οπισθοχώρηση σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο βιβλίο Ιστορίας (δεν θυμάμαι τους συγγραφείς), το οποίο ρητά ανέφερε ότι πρόκειται για μύθο. 

 

Tο ισχύον διδακτικό βιβλίο της 6ης Δημοτικού, αυτό που αντικατέστησε το «της Ρεπούση», επιλέγει μια μεσοβέζικη διατύπωση, που μάλλον διαιωνίζει τον μύθο (διότι, αν είναι ακριβής η αναφορά που βρήκα, γράφει ότι το Κρυφό Σχολειό αποτελεί «αποτύπωση στην εθνική συλλογική μνήμη» των δύσκολων συνθηκών για την παιδεία τα πρώτα μετά την Άλωση χρόνια, και παραθέτει τον γνωστό πίνακα του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη).

 

Όταν λέμε ότι το Κρυφό Σχολειό είναι μύθος, δεν αποκλείεται σε τοπικό επίπεδο και για μικρές περιόδους αναστάτωσης (πόλεμοι, εξεγέρσεις) να υπήρξαν προσωρινοί περιορισμοί και απαγορεύσεις, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μαρτυρείται γενικευμένη και μακρόχρονη απαγόρευση εκπαίδευσης. 

 

Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι τα υποτιθέμενα κρυφά σχολειά άρχισαν να αυξάνονται τις τελευταίες δεκαετίες, όταν, όπως γράφει ο Γιάννης Χάρης, το κάθε ανήλιαγο κελί και η κάθε σπηλιά μετατρέπεται, για τουριστικούς λόγους, σε δήθεν κρυφό σχολειό, κι έτσι τα 10 κρυφά σχολειά της δεκαετίας του 1960 έχουν αισίως ξεπεράσει τα 100 στις μέρες μας!

 

Φυσικά, το άρθρο του πατέρα μου, που αρχικά είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το φιστίκι» και μετά στον παλιό μου ιστότοπο, δεν κομίζει κάτι το νέο στην ιστορική έρευνα, ανακεφαλαιώνει όμως με ακρίβεια, πιστεύω, την ανασκευή του μύθου του Κρυφού Σχολειού. Στο τέλος τού (σύντομου, έτσι κι αλλιώς) άρθρου προσθέτω όσα γράφει για το θέμα η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΟΛΟΦΑΝΕΡΑ)

 

Ένα παραμύθι, που μας συνόδεψε από τα πρώτα μαθητικά μας χρόνια ήταν το παραμύθι για το «κρυφό σχολειό». Για το

φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό
να μαθαίνω γράμματα

και τα λοιπά, που υποτίθεται πως λέγανε τα παιδάκια πηγαίνοντας νύχτα και κρυφά στην Εκκλησιά για να μάθουν γράμματα.

 

Στην πραγματικότητα όλη η φιλολογία περί κρυφού σχολειού είναι παραμύθι. Κανένας έγκυρος ιστορικός, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που αφιερώνει στην εποχή της τουρκοκρατίας τους δύο από τους εννέα τόμους της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», ούτε ο Σάθας, εις την «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα» του, ούτε και η νεώτερη δεκατετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, κάνουν οποιαδήποτε μνεία περί κρυφού σχολειού. 

 

Στο τελευταίο μάλιστα σύγγραμμα και συγκεκριμένα στον 10ο τόμο και στη σελίδα 366, οι συντάκτες του σχετικού κεφαλαίου Γ. Ζώρας και Α. Αγγέλου (καθηγητές πανεπιστημίου αμφότεροι), είναι κατηγορηματικοί: «Κρυφό σχολειό δεν υπήρξε, πρόκειται για μύθο», υποστηρίζουν. 

 

Το ίδιο είχε πει από τον 19ο ήδη αιώνα ο Μ. Γεδεών και κατά τον 20ον ο Γιάννης Βλαχογιάννης: «Δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού», βεβαιώνει.

 

Πώς όμως δημιουργήθηκε ο σχετικός μύθος; Κατά τη γνώμη μου οι αιτίες που τον γέννησαν είναι  δύο. Η πρώτη είναι να καταδειχτεί η βαρβαρότητα και ο φωτοσβεστικός ρόλος των Τούρκων κατακτητών και ο δεύτερος να αναδειχτεί ο ρόλος της Εκκλησίας στην πνευματική αναγέννηση του έθνους. Και στις δύο υπάρχει πυρήνας ιστορικής αλήθειας. 

 

Λίγες δεκαετίες μετά την Άλωση της Πόλης εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα εκδηλωθεί ολοκάθαρα στα επόμενα διακόσια χρόνια. Οι Οθωμανοί παίρνοντας την Πόλη, αναμφισβήτητα κέρδισαν πολλά (λαμπρή και ιστορική πρωτεύουσα, ενοποίηση των ασιατικών και ευρωπαϊκών εδαφών τους κλπ.) έχασαν όμως το σπουδαιότερο: την πολιτιστική παράδοση, που έστω και κουτσουρεμένη επιβίωνε ακόμα στην ετοιμοθάνατη Κωνσταντινούπολη. 

 

Απόχτησαν ένα χρυσό κλουβί, χωρίς όμως το καλλικέλαδο πουλί που βρισκόταν μέσα και που πέταξε στη Δύση.

 

Ως τότε, σε μίμηση και σε αντιπαράθεση με τη φθίνουσα Ρωμανία, η αναπτυσσόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε αξιόλογες επιδόσεις στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό. 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόδρομος της Αναγέννησης (και στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση) ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης, που τα χρόνια εκείνα, επί Μουράτ, ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση οι νικητές Οθωμανοί υιοθέτησαν όλα σχεδόν τα ελαττώματα των προκατόχων τους, αλλά τους ξέφυγαν τα προτερήματά τους και κυρίως την έφεση για παιδεία και πολιτισμό.

 

Τον πρώτον αιώνα μετά το πάρσιμο της Πόλης, οι υπόδουλοι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το Ρουμ Μιλέτ (το γένος των Ρωμαίων), πέρασαν από ένα στάδιο πνευματικού και εκπαιδευτικού μουδιάσματος. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είχαν φύγει στη Δύση. Καινούργια σχολεία δεν ιδρύθηκαν. Ο αναλφαβητισμός του χριστιανικού πληθυσμού αυξήθηκε κατακόρυφα. 

 

Η Εκκλησία όμως, για να λειτουργήσει, είχε ανάγκη από ιερείς, που έπρεπε να ξέρουν στοιχειωδώς να διαβάζουν τα ιερά βιβλία. Έτσι λειτούργησαν μέσα στους ναούς εκκλησιαστικά σχολεία που κατάρτιζαν στοιχειωδώς τους μέλλοντες κληρικούς. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα εκκλησιαστικά φροντιστήρια, σε ορισμένες πόλεις με πρώτη την Αδριανούπολη, εξακολούθησαν να υπάρχουν και να λειτουργούνε σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. 

 

Φυσικά η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής ήταν πολύ χαμηλή και  οι περισσότεροι μαθητές μάθαιναν μόνο να διαβάζουν και να γράφουν. Ιδιαίτερα σχολικά κτίρια ήταν σπάνια ή μικρής χωρητικότητας. Πολύ συχνά οι μαθητές μαζεύονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών. Δεν υπήρχαν επίσης διδακτικά βιβλία. Για τη στοιχειώδη εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν εκκλησιαστικά βοηθήματα: την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι ή τη Σύνοψη. 

 

Ίσως εδώ να βρίσκεται ο ιστορικός πυρήνας του μύθου για το κρυφό σχολειό.

 

Το ουσιαστικό βήμα προόδου στην εκπαίδευση άρχισε να γίνεται από τα μέσα του επόμενου (16ου) αιώνα. Με κέντρα τη Χίο, που λίγες δεκαετίες πριν ήταν γενοβέζικη κτίση, τη Λέσβο, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη ιδρύονται πολλά σχολεία, όπου διδάσκουν αξιόλογοι δάσκαλοι. Οι τελευταίοι προέρχονται συνήθως από την βενετοκρατούμενη ακόμη Κρήτη ή τα Επτάνησα και έχουν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας. Σύμφωνα με μαρτυρία  της εποχής το 1586, στην Αθήνα, που ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, λειτουργούσαν πολλά σχολεία.

 

Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 17ου αιώνα στην εμφάνιση μεγάλων Σχολών, όπως η Σχολή των Κυδωνιών, η Σχολή των Αγράφων, η Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, η Αθωνιάς Σχολή  και άλλες  σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, χώρια το Πατριαρχικό Σχολείο που λειτουργούσε στην Πόλη από τον 16ο αιώνα. 

 

Πολλές από τις σχολές αυτές ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και βέβαια η ύπαρξη και η λειτουργία τους προϋπέθεταν πως υπήρχαν στοιχειώδη και μέσα σχολεία, από τα οποία προέρχονταν οι μαθητές τους. Πρέπει εδώ να τονιστεί πως σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι οθωμανικές αρχές δεν έκλεισαν κανένα χριστιανικό σχολείο, ούτε απέρριψαν αίτημα χριστιανικών κοινοτήτων να ανοίξουν σχολείο.

 

Είναι λοιπόν λογικό πως εκεί που λειτουργούσαν φανερά και ανεμπόδιστα κανονικά σχολεία όλων των βαθμίδων η ύπαρξη «κρυφού σχολειού» περίττευε.

 

 Και όσα γράφει για το θέμα η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος 10, σελ. 366-7) σε μεταγραφή δική μου (με σημερινή ορθογραφία, χωρίς σκουληκάκια και πιθανώς με κάποια λαθάκια από το οσιάρισμα).

 

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΔΟΥΛΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ

 

H «κάκωσις» του Γένους, καθώς εύστοχα θα χαρακτηρίσει ο Ευγένιος Βούλγαρις την κατάσταση του Ελληνισμού αμέ­σως μετά την Άλωση, δεν αποτελεί απλώς τυπικό χρονικό ό­ριο, για την απαρχή της μελέτης της εκπαιδεύσεως. Η παιδεία δηλαδή του έθνους δεν ήταν με κανένα τρόπο δυνατό να συνεχισθεί αδιατάρακτη, όσο και αν δεχόμαστε πως οι επιπτώσεις μιας πολιτικής μεταβολής δεν είναι άμεσες ή αμέσως εμφανείς στον πνευματικό χώρο. Μπορεί η γενικότερη πνευματική ζωή να φαίνεται πως συνεχίζεται ομαλά· στην πραγματικότητα πρόκειται για επιβιώσεις που η εμβέλειά τους είναι μικρή, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Στην περίοδο αυτή των επιβιώσεων, για να καλυφθεί το κενό ώς την εποχή που αρχίζει η ανανέωση της νεοελληνικής παι­δείας, στα τέλη περίπου του 16ου αι., τοποθετήθηκε ο μύθος για το Κρυφό Σχολειό. Ότι πρόκειται για μύθο αποδεικνύεται βασικά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει «καμιά ιστορική μαρ­τυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολείου», όπως υποστήριξε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. 

 

Το ίδιο υποστήριξε και ο Μανουήλ Γεδεών πιο κατηγορηματικά: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζύρην ή Αγιάνην εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν, τουθ’ όπερ ηδύνατο να συμβεί κατόπιν καταγγελίας Χριστιανού τίνος, απεριτμήτου Τούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς».

 

Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πρα­γματικότητα, σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κα­νένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκό­πιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως —σύμφωνα με την ερμηνεία που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέ­στεροι— να εξαρθεί με κάθε τρόπο. 

 

Αφού λοιπόν η απλή λο­γική μάς οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, ε­κείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκό­μαστε σε μια εξαιρετική — μοναδική ίσως — συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέσει μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο Τούρκος να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; 

 

Τί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορι­σμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχή εκείνη η καλ­λιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. 

 

Άλλωστε τα γράμ­ματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης, ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο. 

 

Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως φυσικός ο συλλογισμός που διατυπώνεται από τον Μ. Γεδεών, ότι δη­λαδή «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την Χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν, ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα, έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως· και συνε­πώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν».

 

Εκείνο συνεπώς που απομένει ως απάντηση είναι ότι οι Τούρκοι ανησυχούσαν μήπως η παιδεία γίνει κάποια στιγμή δημιουργός φωτισμού και στη συνέχεια αφετηρία, ώστε να καλλιεργηθεί η εθνική συνείδηση. Δεν υπάρχει όμως ούτε σκιά υπόνοιας ότι θα ήταν δυνατόν ο Ασιάτης Τούρκος του 15ου αι. να οδηγηθεί σε μια παρόμοια σκέψη. 

 

Για να αναχθούμε λοι­πόν στην εποχή όπου γεννήθηκε ο μύθος, πρέπει να μεταφερθούμε στα χρόνια όπου η αλληλουχία παιδεία – εθνική αποκα­τάσταση είχαν γίνει κοινή συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δυνατή η παρθενογένεση του θέματος είτε από παρε­ξήγηση είτε από σκοπιμότητα. Αυτή ή εποχή είναι ο Αγώνας, κατά τον οποίο παρουσιάζεται σε μια πρωτογενή μορφή ο μύ­θος. 

 

Η εθνική σκοπιμότητα παίζει εδώ τον πρώτο ρόλο· η συνέχεια είναι εύκολη. Από τη στιγμή όπου το γενικό αυτό κλίμα δημιουργεί την κατάλληλη προϋπόθεση, ώστε να προ­κύψουν από ανάλογες ψυχολογικές προϋποθέσεις όμοιες μαρ­τυρίες — πράγμα που βεβαιώνει την παρθενογένεση του μύ­θου —, να προστεθούν άλλα συγγενή στοιχεία, καθώς το γνω­στό τραγουδάκι για  το  φεγγαράκι, ή φαντασιώσεις ιστορικών της παιδείας οι οποίοι, αδιαφορώντας για την αληθοφάνεια των πραγμάτων, ηδύνονται από ειδυλλιακές αναπαραστάσεις, καθώς η περίπτωση του Γ. Χασιώτη, να επιστεγασθούν τέλος τα στοιχεία αυτά με την υποβολή της τέχνης του λόγου, κα­θώς το ποίημα του Πολέμη, ή των είκαστικών τεχνών, καθώς ο πασίγνωστος πίνακας του Γύζη, η χιονοστιβάδα πια έχει δημιουργηθεί και είναι εύκολο να παρασύρει και τους ευφάντα­στους καλοπροαίρετους ιστορικούς της εθνικής σκοπιμότητος.

 

 

 


https://sarantakos.wordpress.com/ 

 

 


 theologos vasiliadis

 

 

ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


 

Ήταν πολλά κι ιδρύονταν
και λειτουργούσαν ελεύθερα
στον ελλαδικό χώρο
καθ΄ όλη την οθωμανική περίοδο


Κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, λειτουργούσαν πολλά σχολεία στον ελλαδικό χώρο. Στις αρχές μάλιστα του 19ου αιώνα σημειώθηκε σπουδαία πνευματική άνθιση.

Ο συντάκτης του Λόγιου Ερμή της Βιέννης έγραφε λίγο πριν το ΄21:


Ο έρως της παιδείας ανάπτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων
αυξάνει καθημερινώς.

Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται,
οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται
.


«Ερμής ο Λόγιος», 1817.



Το εθνικό φαντασιακό λέει πως υπήρχαν «κρυφά σχολεία». 

Η τέτοια παράδοση είναι πλαστογραφημένη.  

Κρυφό σχολείο δεν υπήρχε πουθενά. 

Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα. 

Εδώ κι εκεί, στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα, μάθαιναν τα παιδιά ανάγνωση και γραφή. Τα μαθήματα αυτά μπορεί να γίνονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών. Δεν ήταν όμως κρυφά.

Η οθωμανική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία, ώστε να είναι κρυφά.  

Τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι ρωμιοί να έχουν αυτοδιοίκηση.

Οι μαθητές δεν χρειαζόταν να πηγαίνουν σε κρυφά σχολεία, γιατί υπήρχαν πολλά φανερά.




Ο Μωάμεθ Β΄ Πορθητής παραχώρησε στον Πατριάρχη τα βεράτια, δηλαδή τα προνόμια που τον αναδείκνυαν σε αρχηγό της ορθόδοξης μειονότητας της αυτοκρατορίας.
Μέρος των βερατίων ήταν και η παιδεία των ρωμιών.
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη την Πατριαρχική Σχολή,
τον ίδιο χρόνο της ανόδου του στον πατριαρχικό θρόνο (1454).
 

 

Εκεί όπου υπήρχαν εμπορικά κέντρα, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στο Πήλιο κι αλλού, φύτρωναν ένα ένα τα σχολεία, αλλού κατώτερα κι αλλού ανώτερα, Ελληνομουσεία, Ακαδημίες (δηλαδή σαν τα Γυμνάσια τα σημερινά) και μερικά με πρόγραμμα διδασκαλίας πανεπιστημιακό.

Η Λάρισα είχε σχολείο. Ο Τύρναβος, η Αγιά, τα Αμπελάκια, όπως φημίζονταν για τα εργαστήριά τους, τα βαφεία, έτσι φημίζονταν και για το σχολείο τους. Η Ζαγορά, οι Μηλιές, το Καρπενήσι, τα Άγραφα, η Ρεντίνα, η Υπάτη, η Αθήνα, είχαν όχι μόνο ονομαστούς δάσκαλους, αλλά και ξακουστά σχολεία.

Τό Μεσολόγγι είχε Ακαδημία. Η Δημητσάνα δεν είχε μόνο μύλους (εργοστάσια) μπαρουτιού, μα και σχολείο. Στην Καλαμάτα, που φημιζόταν για τα μεταξωτά της, υπήρχε καλό σχολείο.

Στο Άγιο Όρος άκμασε η Αθωνιάς Ακαδημία με δάσκαλο το φημισμένο Ευγ. Βούλγαρη. Στον Πολύγυρο Χαλκιδικής η σχολική κίνηση ήταν επίσης σπουδαία. Στις Σέρρες, τη Νάουσα, τη Σιάτιστα, τα σχολεία πλήθαιναν.

Εκεί όμως που η πνευματική κίνηση ξεπέρασε κάθε όριο, ήταν η Ήπειρος. Από εκεί βγήκαν οι μεγαλέμποροι κι εκεί κτίστηκαν σχολεία, που με τη φήμη τους ξεπέρασαν τα σύνορά τους. Τα Γιάννενα είχαν πολλά σχολεία. Το Μέτσοβο, το Ζαγόρι, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο ήταν κέντρα εμπορικά και βιοτεχνικά. Σε κάθε κοινότητα που υπήρχαν βιοτέχνες και έμποροι, ανοίγονταν σχολεία.

 (Βλ. Πρώτη στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα. Η ευημερία της Ηπείρου κατά την οθωμανική περίοδο).

Η Τραπεζούντα, επίσης και η Προύσα, είχαν καλά σχολεία. Η Σμύρνη ακόμα καλύτερα. Και στις Κυδωνίες συστάθηκε Ακαδημία. Το ίδιο και στα νησιά του Αιγαίου. Η Χίος, η Πάτμος, η Άνδρος, η Σάμος, η Μυτιλήνη, η Ύδρα, η Πάρος, η Νάξος, έγιναν όχι μόνον εμπορικά κέντρα, μα και πνευματικά.



Αθωνιάς Ακαδημία (ιδρ. 1749, επί πατριαρχίας Κύριλλου Ε΄).
Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.
 
 
 
 

 
 

Το άρθρο αυτό είναι ένα οδοιπορικό στα κυριότερα ανώτερα σχολεία του ελλαδικού χώρου, που λειτουργούσαν ελεύθερα και φανερά κατά την οθωμανική περίοδο.


Έδρες Ελληνικών Σχολών μέχρι το 1670.
 
 
Κόκκινο: Έδρες Σχολών ως το 1613. (Υπογραμμισμένες είναι οι έδρες των Σχολών που ιδρύθηκαν επί λατινοκρατίας).  
 
Πράσινο: Έδρες Σχολών ως το 1670.
Κοινά σχολεία υπήρχαν σε πολλά μέρη, ενώ μαρτυρείται η λειτουργία αρκετών Σχολών (π.χ. στη Χίο και στη Λέσβο) που η ακμή τους συνέπιπτε συχνά με τη διδασκαλία εκεί γνωστών λογίων.
(Πηγή: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979).



Τα σχολεία που λειτούργησαν τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής περιόδου μπορούμε να τα χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: 

Είναι της στοιχειώδους εκπαίδευσης, 

της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης 

και οι ανώτερες σχολές.

Νομικά, ίσχυε η Αρχή του Κορανίου, ότι οι λαοί της Βίβλου και οι θεσμοί τους γίνονται ανεκτά.

Ο Σουλτάνος δεν είχε λόγο να εναντιωθεί στην εκπαίδευση, εφόσον δεν τον ενοχλούσαν. 

Ήθελε ήσυχους υπήκοους.  

Το αν θα ξέρανε γράμματα ή όχι αυτό δεν τον ενδιέφερε.



Οι συνοικίες, όπου συγκεντρώνονται τα σχολεία της ρωμέικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ού αιώνα.
 
Η σχολική στέγη αποτελούσε βασικό μέλημα των ρωμιών της πόλης. Τα περισσότερα σχολικά οικοδομήματα προέρχονταν από δωρεές, καθώς εύπορα μέλη παραχωρούσαν τη χρήση κτιρίων υπέρ εκπαιδευτηρίων.
 
Τα περισσότερα από τα εκπαιδευτήρια κατά την τελευταία οθωμανική περίοδο βρίσκονταν στη συνοικία
του Αγίου Αθανασίου, όπου κατοικούσαν οι εύποροι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης.
 
Στη δεκαετία 1860-1870 τα σχολεία επεκτάθηκαν στις συνοικίες του Ιπποδρομίου και του Βαρδάρη,
λόγω της ενδυνάμωσης του χριστιανικού στοιχείου στις περιοχές αυτές.

Τα κυριότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ρωμέικης κοινότητας, (το Γυμνάσιο, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο και η Κεντρική Αστική Σχολή) λειτουργούσαν στις ενορίες του Αγίου Αθανασίου και της Παναγούδας.
 
Συνοπτικά, η περιοχή του κεντρικού τμήματος πόλης που οριοθετείται από την οδό Πλάτωνος
έως το Συντριβάνι και από την οδό Αγίου Δημητρίου ως το Ιπποδρόμιο και τη Νέα Παναγία
συγκέντρωνε τα σχολεία της χριστιανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης έως το 1912.
 
 

Βασιλεύοντος Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Χαν του Β΄, νομαρχούντος Ρεούφ Πασιά...
κατετέθη ο θεμέλιος λίθος της Κεντρικής Αστικής Σχολής της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης (1907). 

Η Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1330 ως Σχολή Θεσσαλονίκης ανώτατων σπουδών. Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1430 λειτούργησε ως σχολείο μέσης εκπαίδευσης υπό τον τίτλο «Ελληνική Σχολή Θεσσαλονίκης». Στα μέσα της οθωμανικής περιόδου αναβαθμίστηκε ως «Ανώτερο Σχολείο», ενώ έως το 1873 λειτουργούσε ως Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια με τον τίτλο «Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης» λειτούργησε έως το 1912.
 

Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης.
 
 

Πολλοί ρωμιοί έμποροι που πλούτισαν στο εξωτερικό, έδωσαν χρήματα, κληροδότησαν δηλαδή περιουσίες, για την ίδρυση σχολείων στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο και αλλού.

Στα Άγραφα λειτουργούσαν οι σχολές Καρπενησίου (1645), Βραγγιανών (1661) και Φουρνάς (1743).



Η Νέα Ακαδημία ή Ελληνικό Φροντιστήριο λειτουργούσε στη Μοσχόπολη τον 18ο αιώνα.
Στην εικόνα φαίνεται όψη του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (αρχές 20ού αιώνα),
ο οποίος κατεδαφίστηκε κατά την καταστροφή του 1916.

Το κτίριο της Νέας Ακαδημίας βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το ναό.
Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης δίδαξε Λογική και Νεότερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στην Εκκλησιαστική Σχολή (των Ιερών Γραμμάτων, όπως ονομάζονταν τότε και λειτουργούσε από το 1705) στην Καστοριά

Ήταν ο πρώτος που απέκλινε από την επίσημη θέση της Εκκλησίας (η φιλοσοφία στην υπηρεσία της θεολογίας) και ο πρώτος που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα ως γλώσσα διδασκαλίας με τη δημώδη.

Κρυφό Σχολειό, όχι σχολείο.

O τόνος ανεβαίνει στη λήγουσα, χάρη της ρωμέικης οικειότητας: Όπως Παναγιά, όχι Παναγία.




Το παλιό οστεοφυλάκιο της Μονής Πεντέλης παρουσιάζεται σήμερα σα δήθεν Κρυφό Σχολειό.




Στην Αθήνα λειτουργούσαν οι σχολές Επιφανείου (1647), Ντέκα (1757)
και το Κοινό και Δημόσιο Σχολείο (1728).
Στη Χίο, στα πριν του ΄21 χρόνια, λειτουργούσε στο νησί η Σχολή της Χίου
υπό τη διεύθυνση του χιώτη ιερωμένου Νεόφυτου Βάμβα, κοραϊκής επιρροής
 
εκπρόσωπου του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Με την αρωγή πολλών εύπορων χιωτών, η Σχολή αποτέλεσε ένα πρότυπο εκπαιδευτήριο.
 
 
Στις εγκαταστάσεις της περιλαμβάνονταν εννέα κτίρια με παρεκκλήσι, εργαστήριο, βιβλιοθήκη,
αναγνωστήριο και τυπογραφείο, ενώ είχε δεκατέσσερις διδάσκοντες.

(Για την Χίο και την καταστροφή της 
 
 

 
Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων.
 
Λόγιος κληρικός και δάσκαλος με φιλολογικά και θεολογικά ενδιαφέροντα.
Δίδαξε στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης από το 1809 έως το 1819.
 
 

Άνθιμος Γαζής
 
Λόγιος κληρικός με σημαντικό εκδοτικό έργο.
Ιδρυτής μαζί με τον Γρ. Κωνσταντά της νεωτερικής Σχολής των Μηλεών.
 
 

Σκηνή διδασκαλίας.
Από το εξώφυλλο του βιβλίου «Αλφαβητάριον Μικρόν», Βιέννη, 1816.
 
 
 
Κωνσταντίνος Κούμας.
 
Λόγιος και δάσκαλος με νεωτερικές αντιλήψεις και σπουδαίο συγγραφικό έργο.
Διεύθυνε το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης και τη Σχολή Κουρούτσεσμε.
 
 

 
 
Στη Δημητσάνα ιδρύθηκε το «Ελληνομουσείον».
Αριστερά εικονίζεται κάτοψη του αρχικού κτιρίου της σχολής, που κατασκευάστηκε περίπου το 1770 και δεξιά κάτοψη του κτιρίου του αλληλοδιδακτικού σχολείου.
 





Πατμιάδα Σχολή (1713).
 
 
 
Θεόφιλος Καΐρης. 
 
Δίδαξε στην Ακαδημία Κυδωνιών φυσική, μαθηματικά και χημεία.
Εμπλούτισε τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 ίδρυσε στη Σχολή τυπογραφείο.

Η Ακαδημία Κυδωνιών (περ. 1800) βρισκόταν στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας κι αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα των ορθόδοξων με ευρύτατη ακτινοβολία.

Στο δυναμικό της Ακαδημίας Κυδωνιών ανήκαν μεταξύ άλλων οι:




Βενιαμίν Λέσβιος, ο οποίος δίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και το διωγμό του.  

Η Εκκλησία εναντιωνόταν στα νεοτερικά μαθήματα, 

όχι οι οθωμανοί.




Ο Θεόφιλος Καΐρης (εικόνα επάνω δεξιά) εξαιτίας του έργου του «Θεοσέβεια», μιας θρησκευτικής διδασκαλίας με αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου, θεωρήθηκε αιρετικός και επικίνδυνος. Με την πίεση της Ιεράς Συνόδου υπέστη πολλές διώξεις, ώσπου το 1852 το δικαστήριο της Σύρου τον καταδίκασε σε φυλάκιση.

Ο Καΐρης, ασθενής ήδη και σε προχωρημένη ηλικία, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα πέθανε. Ενταφιάστηκε σε χώρο του λοιμοκαθαρτηρίου Ερμούπολης, αφού ο τοπικός ιερέας δεν παρείχε άδεια ταφής στο κοιμητήριο, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία και υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Την επομένη της ταφής του άγνωστοι άνοιξαν τον τάφο του, τεμάχισαν τη σορό του κι έριξαν μέσα στα σωθικά του ασβέστη.




Αναξαγόρειος Σχολή Βουρλών Μικράς Ασίας.
 
Ιδρύθηκε το 1760, ως το πρώτο σχολείο των Βουρλών, με την επωνυμία: «Το Σχολείον της Παναγίας».
 
Στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών Ιωαννίνων ισχυρίζονται ότι δήθεν λειτουργούσε κρυφό σχολείο.
 
Δεν είχαν ανάγκη οι μαθητές να πηγαίνουν σε κρυφό σχολειό, όταν στην περιοχή τους υπήρχαν περίφημα φανερά σχολεία, όπως η Σχολή Επιφανίου (ιδρ. 1647), η Μαρουτσαία (1742),
η Σχολή Εμμανουήλ Γκιούμα (1676) κ.λπ..
Καθηγητές και απόφοιτοι της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης (1878).
 
Η Σμύρνη αποτελούσε μεγάλο πνευματικό κέντρο με τεράστια παράδοση
πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας την οθωμανική περίοδο.
Εκεί ιδρύθηκαν σπουδαία εκπαιδευτήρια και πολιτιστικά κέντρα, όπως η Ευαγγελική Σχολή (ιδρ. 1717),
το Φιλολογικό Γυμνάσιο (1803), 
το Παρθεναγωγείο (1830) κ.λπ..
 
Λειτουργούσαν ακόμα πολλές σχολές ιδιωτικής εκπαίδευσης και νυχτερινά σχολεία.
Η σφραγίδα του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης με παράσταση του Όμηρου (1809).

Η Σχολή Καρυτσιώτη ήταν μία ιστορική σχολή, που λειτούργησε στον Άγιο Ιωάννη Αρκαδίας από το 1798 έως το 1826.




Η πινακίδα ΨΥΧΗΣ ΑΚΟΣ (Θεραπεία Ψυχής),
που υπήρχε στην είσοδο της βιβλιοθήκης της Μηλιώτικης Σχολής.
Η Σχολή των Μηλεών ή Μηλιώτικη Σχολή ιδρύθηκε στις Μηλιές του Πηλίου (1773)
από τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Άνθιμο Γαζή. Στη Σχολή, εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα,
διδασκόταν η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες σε ανώτερο για την εποχή επίπεδο.
Πέραν από την οικονομική άνθιση που γνώρισε το Πήλιο, αξιοσημείωτη υπήρξε η άνθιση
των γραμμάτων και των τεχνών. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα, το Πήλιο αποτέλεσε πόλο έλξης διάφορων διανοούμενων, ενώ με χορηγίες πλούσιων εμπόρων χτίστηκαν πολλά σχολεία και βιβλιοθήκες.
Δάσκαλος και μαθητές.
Χαρακτικό με παράσταση διδασκαλίας από το βιβλίο «Χρήσιμος Παιδαγωγία», Βενετία, 1777.

Έδρες Ελληνικών Ανώτερων Σχολών από το 1669 μέχρι το 1821.
 
Αν και πλήρης εικόνα της κατάστασης της παιδείας δεν μπορεί να δοθεί,
θεωρείται όμως βέβαιο ότι κοινά σχολεία λειτουργούσαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα.
Ο απόλυτος έλεγχος που ασκούσε ως τότε η Εκκλησία στα σχολεία άρχισε να μειώνεται με την πάροδο του 18ου αιώνα. Ονομαστές ήταν οι Σχολές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας,
ορισμένων νησιών του Αιγαίου, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. (Πηγή: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979).



Σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας όπου υπήρχε φανερό σχολείο, ακόμα και σήμερα επιδεικνύουν κοντά του και κάποιο κρυφό!

Ανοησίες του εθνικού φαντασιακού της Ρωμιοσύνης.




Πινακίδα προς το ψέμα.
Ο Καραγκιόζης στο κρυφό σχολειό.
Και για... ξενόγλωσσους.
Πάλιωσε η πινακίδα, όπως κι ο μύθος.
 
 
 

 

Μικρό κοριτσάκι διαβάζει, ενώ οι γυναίκες της οικογένειας επιδίδονται σε διάφορες εργασίες. (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).




Το παραμύθι:
Η Εκκλησία έσωσε τη γλώσσα και την πίστη μας


Γλώσσα

Ο ελλαδικός χώρος την εποχή του ΄21 ήταν μια γλωσσική Βαβέλ

ΟΙ περισσότεροι «αγωνιστές της επανάστασης» ήταν αρβανίτες και μιλούσαν αρβανίτικα (αλβανικά). 

Πολλοί ήταν βλάχοι και μιλούσαν βλάχικα. 

 

(Βλ. Το Αφιέρωμα: Η πραγματική καταγωγή μας, Βλάχοι, αρβανίτες, ανατολίτες, βορειοαφρικανοί κ.ά.).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα αποτελεί η πολύ πετυχημένη λαϊκή κωμωδία του 

Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». 

 

 

Βαβυλωνία (1970) - Ολόκληρη η ταινία 

 


 

Σε μία σκηνή της, ένας αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει ένα κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα, δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός του κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες ούτε οι μάρτυρες αυτόν.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του αμερικάνου εθελοντή Bolse στην εφημερίδα της Φιλαδέλφειας «Democratic Press» (φύλλο 13.12.1826), για το Ναύπλιο του 1826: «Τα καφενεία της πόλης είναι κατάμεστα από στρατιώτες, που παίζουν μπιλιάρδο ή κουβεντιάζουν.  

Ούτε στην αρχαία Βαβυλώνα δεν ακούγονταν τόσες γλώσσες όσες στο σημερινό Ναύπλιο

Η γλώσσα εξ άλλου που μιλάμε σήμερα δεν είναι ελληνικά. Η λεξιλογική και μορφολογική ομοιότητα της σημερινής γλώσσας —των ρωμέικων, όπως λέγονταν μέχρι πρότινος κι όχι ελληνικών— με προγενέστερες φάσεις της οφείλεται στον καθαρευουσιανισμό και στην τάση υποχρεωτικής «εξυγίανσής» της από διάφορα ξένα στοιχεία (αλβανικές, τούρκικες, σλάβικες κ.λπ. λέξεις και τοπωνύμια).

Από τον 19ο αιώνα και μετά, επιβλήθηκε δια της παιδείας αθρόα και αυθαίρετη εισαγωγή αρχαίων λέξεων και ριζών για τη δημιουργία νέων λέξεων. Κάποιες λέξεις επομένως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη γλώσσα μας, οι οποίες είναι ίδιες ή μοιάζουν με αρχαίες, δεν χρησιμοποιούνταν διαχρονικά, αλλά «νεκραναστήθηκαν» και επιβλήθηκαν μετά τη δημιουργία του κράτους, για να πείσουν τους αρβανίτες, βλάχους, βορειοαφρικανούς, ανατολίτες κ.λπ. κατοίκους του ελλαδικού χώρου για τη δήθεν γλωσσική ─και κατ΄ επέκταση φυλετική─ τους συνέχεια.

Παρ΄ όλα αυτά και παρ΄ όλη την επιχείρηση του έθνους-κράτους να επιβάλει τα ρωμέικα με χιλιάδες εξελληνισμούς ονομάτων, τοπωνυμιών, με τη διδασκαλία τους στα σχολεία, αλλά και δια της βίας πολλές φορές, ακόμα και στις μέρες μας, χιλιάδες τοπωνύμια και μη ελληνικές λέξεις (σλάβικες, αλβανικές, τούρκικες κ.λπ.) επιβιώνουν στη γλώσσα μας, ενώ πολλοί άνθρωποι σε ολόκληρα χωριά σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (βλάχικα, αρβανίτικα κ.ά.).

Όλα τα γλωσσικά κριτήρια συνηγορούν, στο ότι τα ρωμέικα που μιλάμε σήμερα, δεν έχουν άμεση σχέση με τα αρχαία ελληνικά. Δεν αποτελούν μορφές της ίδιας γλώσσας. 

Ονομάστηκαν αυθαίρετα ελληνικά, 

όπως κι οι ρωμιοί αυθαίρετα ονομάστηκαν έλληνες. 

Ο μύθος της ενιαίας ελληνικής δεν έχει σχέση με τη γλωσσολογία, αλλά με την πολιτική. Δεν υπάρχει μια ενιαία ελληνική, όπως δεν υπάρχει εξ άλλου και κάποιος ενιαίος «ελληνισμός». Επομένως είναι μύθος το ότι η Εκκλησία έσωσε τα ελληνικά την οθωμανική περίοδο.

(Βλ. Τη γλώσσα μου έδωσαν ρωμέικη. Η γλωσσική ασυνέχεια στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα έως σήμερα).


Πίστη

 


Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής υπήρξε ο επιφανέστερος των Σουλτάνων. Κατά τη βασιλεία του, η οθωμανική αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη γεωγραφική της επέκταση και στο απόγειο της δύναμής της. Ήταν μορφωμένος και προήγαγε τον πολιτισμό. Εισήγαγε μεγάλες νομοθετικές αλλαγές σχετικά με την κοινωνία, την εκπαίδευση, το ποινικό δίκαιο και τη φορολογία, που καθόρισαν τη μορφή της αυτοκρατορίας για αιώνες μετά το θάνατό του.

Μια από τις μεταρρυθμίσεις, που είχε σκεφτεί να εφαρμόσει, ήταν να εξισλαμίσει όλους τους χριστιανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας του.

Τελικά, άκουσε τις εισηγήσεις των συμβούλων του, που του ανέλυσαν με αριθμούς πόσα έσοδα
θα έχανε ετησίως από το χαράτσι, που θα έπαυαν να πληρώνουν πλέον οι χριστιανοί, αν γίνονταν μουσουλμάνοι.

Πολλές αναλύσεις έχουν γίνει στην Ελλάδα για το «ποιος έσωσε την πίστη μας» κατά την οθωμανική περίοδο. Η Εκκλησία; Ο λαός; Οι παραδόσεις μας; κ.λπ..

Τίποτε από τα παραπάνω. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής την έσωσε, για φορολογικούς λόγους!


(Βλ. Γιάννη Λάζαρη: Το Άγνωστο 1821, έκδ. «Δρόμων», 2016).



Πατριαρχείο εναντίον ελεύθερης παιδείας


Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Ελλάδα.


Οι πιο πραγματικοί εχθροί σ΄ αυτή την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας.

Κι αν προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του πανίσχυρου κλήρου, που αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα του ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τους τούρκους.

 

 
Νεόφυτος Βάμβας

κληρικός, λίγο πριν το ΄21.




Η «Απανταχούσα», που κυκλοφόρησε με μορφή φυλλαδίου το 1820, αποτελούσε την έκφραση
του αυστηρού ελέγχου της πνευματικής ζωής από το Πατριαρχείο.
 
Δεν είναι μόνο υπερβολή του σατιρικού λόγου ο τίτλος του βιβλίου του Φίλιππου Ηλιού
Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου
 
Είναι και η αντίληψη, που επικρατούσε στον κόσμο του διαφωτισμού,
ότι η δύναμη της Εκκλησίας στηρίζεται στην αμάθεια, την «τυφλότητα» του λαού.


Εκρηκτικές ήταν οι εντάσεις και οι ρήξεις, που γνώρισε η πνευματική κοινωνία στα τρία χρόνια, που προηγήθηκαν από το 1821. Η προϊούσα σκλήρυνση της στάσης της Εκκλησίας εκφράστηκε με συνολικά επιθετική πολιτική, που είχε ως στόχο την εξουδετέρωση των κέντρων του διαφωτισμού και τον έλεγχο των πνευματικών δραστηριοτήτων, που ανέπτυσσαν οι φορείς των νέων ιδεών.

Τα μέτρα, που έλαβε ο Γρηγόριος Ε΄ κατά τη διάρκεια της τρίτης πατριαρχίας του ήταν σκληρότατα και ακραία: κλείσιμο σχολείων, πολλαπλοί αφορισμοί, εγκύκλιοι κατά των φιλοσοφικών μαθημάτων, λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων κ.λπ..

Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε επιχειρηθεί από την πλευρά του πατριαρχείου, μιά τόσο εκτεταμένη, με τόση εσωτερική συνοχή και συνέπεια στην εφαρμογή της, επιχείρηση, προκειμένου να ανακοπεί, με όλα τα μέσα, η ανάπτυξη κάποιου αντιπάλου ιδεολογικού κινήματος.




Φεγγαράκι μου λαμπρό


Σημαντικότερη λαογραφική αναφορά στο «Κρυφό Σχολειό» θεωρείται το παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό»:
Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάσματα, του Θεού τα πράματα.



Το παιδικό τραγούδι, που αναφέρεται και ως νανούρισμα, καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και γνώρισε πολλές και τέτοιας λογής αλλοιώσεις, τις οποίες σπάνια συναντάμε σε δημοτικά τραγούδια. Οι δύο πρώτοι στίχοι του συναντώνται σε δημοτικό που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1825

Επαναδημοσιεύτηκε το 1844 κι άλλες φορές αργότερα.

Το τραγούδι στην αρχική του μορφή δεν συσχετιζόταν με το κρυφό σχολείο, ούτε αναφερόταν σαφώς σε αυτό.

Η παραλλαγή που αναφέρεται σε σχολείο και συνδέεται με τη δήθεν ύπαρξη κρυφών σχολείων δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1855.

Η σύνδεση του ποιήματος με την πεποίθηση ύπαρξης οργανωμένων κρυφών σχολείων υπό την αιγίδα της Εκκλησίας προέρχεται από κυριολεκτική ανάγνωση, καθώς συμπεριλαμβανόταν σε πολλά και διάφορα αλφαβητάρια και επίσημα σχολικά βιβλία του κράτους.


Νικόλαος Γύζης


Ο όρος «Κρυφό Σχολειό» έγινε δημοφιλής κι εγγράφηκε στο συλλογικό φανατασιακό μετά την απεικόνισή του σε πίνακα του Νικ. Γύζη, η οποία έγινε την περίοδο 1885-1886.

Εξίσου δημοφιλές και το σχετικό ποίημα (1900), που εμπνεύστηκε από τον ίδιο πίνακα ο Ιωάννης Πολέμης. (Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά...).



Ο πίνακας «Έλληνικόν Σχολείον εν καιρώ δουλείας» του Νικ. Γύζη, 
που αργότερα μετονομάστηκε σε «Κρυφό σχολειό», έχει γεμίσει τα βιβλία, τις δημόσιες υπηρεσίες και τους στρατώνες της Ρωμιοσύνης προπαγανδίζοντας ένα τεράστιο ιστορικό ψέμα.
Ο Νικόλαος Γύζης σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου.


Το παραμύθι παντού

Το παραμύθι του «κρυφού σχολειού» στο χαρτονόμισμα των 200 δραχμών.
Γραμματόσημο της Ρωμιοσύνης με το ιστορικό ψέμα του «κρυφού σχολειού».




Εθνική και ηθική διαπαιδαγώγηση από το παλιό στρατιωτικό κανάλι.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
● «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
● Μαρκ Μαζάουερ: «Τα Βαλκάνια», έκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2001.
● Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου – Ανδρέα Ανδρέου: «Οι δομές της παιδείας στα «κρυφά σχολειά» (1453-1912). Από το μύθο στην επιστημονική προσέγγιση της Ελληνικής παιδείας την περίοδο της Οθωμανοκρατίας», ΚΘ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 16-18 Μαΐου 2008, Θεσσαλονίκη, 2009.
● Χριστίνας Ρούσσου: «Διπλωματική εργασία. Αποκατάσταση 40ού Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, Ελληνική Αστική Σχολή Δ. Ιωαννίδη Σιατιστέως», ΑΠΘ, Πολυτεχνική Σχολή, Θεσσαλονίκη, 2014.
● Κώστα Λάππα: «Η εκπαίδευση. Οργάνωση και λειτουργία των σχολείων 1770-1821», opencourses.uoa.gr.
● Γιάννη Λάζαρη: Το Άγνωστο 1821, έκδ. «Δρόμων», 2016.
● Στέφανου Μπλάτσου: «Εκπαίδευση-Τουρκοκρατία» της σειράς «Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας», παρ. COSMOTE TV.
parallaximag.gr

 

 

 

https://www.freeinquiry.gr/ 

 

 

 

 


 theologos vasiliadis