Ο ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΑΝΑΤΙΝΑΞΕ
ΤΟΝ ΣΑΜΟΥΗΛ
Ως η υπέρτατη ―δήθεν― θυσία, ως «το μεγαλείο της αδούλωτης ελληνικής ψυχής» παρουσιάζεται το Κούγκι στο εθνικό φαντασιακό της σύγχρονης Ρωμιοσύνης. Σύμφωνα με αυτό, ένας καλόγερος, ο Σαμουήλ, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των τούρκων στρατιωτών του Αλή Πασά
οι μαχόμενοι σουλιώτες που είχαν κλειστεί μέσα σε μια εκκλησία,
προτίμησε να βάλει φωτιά στην μπαρουταποθήκη και να τιναχθούν όλοι στον
αέρα.
Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια, όπως σε πλήθος άλλες (ύψωση λαβάρου '21, κρυφό σχολειό, χορός Ζαλόγγου κ.λπ.),
η ιστορική αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Το Κούγκι είχε ήδη παραδοθεί με συνθηκολόγηση κι όλοι οι πολιορκημένοι
σουλιώτες είχαν βγει έξω κι έφευγαν ανεμπόδιστοι. Ο Σαμουήλ μαζί με
μερικούς άλλους μόνο, καθυστέρησαν για λίγο στην εκκλησία προτού φύγουν
κι εκείνοι, προκειμένου να παραδώσουν τα πυρομαχικά που ήταν φυλαγμένα
εκεί, σε τρεις τούρκους απεσταλμένους του Αλή, σύμφωνα με τους όρους της
συνθηκολόγησης.
Τότε, εσκεμμένα έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα ο Φώτος Τζαβέλας για να σκοτώσει τον Σαμουήλ, όπως κι έγινε, για λόγους που θα περιγραφούν παρακάτω.
Μαζί με τον καλόγερο σκοτώθηκαν κι ορισμένοι εκ των παρευρισκόμενων, εκ των οποίων και οι τούρκοι.
Ο αγώνας των σουλιωτών εναντίον του Αλή Πασά ―που έλαβε χώρα δεκαετίες πριν το '21
― δεν είχε καμία σχέση με ελληνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, όπως παρουσιάζεται από τους νεορωμιούς ιστορικούς και διδάσκεται στα σχολεία.
Οι σουλιώτες ήταν αλβανοί,
που είχαν ρημάξει τα χωριά της Ηπείρου.
Λήστευαν αδιακρίτως, δεν πλήρωναν φόρους κι αντίθετα έπαιρναν εκείνοι χρήματα πουλώντας προστασία.
Ο Αλή δικαιολογημένα προσπαθούσε να πατάξει την αλβανική αυτή μαφία.
Είχε την αμέριστη αρωγή της Εκκλησίας, αλλά και όλου του τοπικού στοιχείου (οθωμανών και χριστιανών, που είχαν φτάσει να ζητήσουν βοήθεια διαμαρτυρόμενοι για τις πράξεις των σουλιωτών ακόμα κι από το Σουλτάνο).
Την ίδια στιγμή δε, που οι σουλιώτες μάχονταν εναντίον του Αλή Πασά,
είχαν συνάψει συμφωνίες με άλλους πασάδες της περιοχής, αντιπάλους του
Αλή, οι οποίοι τους βοηθούσαν με πολλούς τρόπους.
Κι όταν τα συμφέροντά τους άλλαξαν, τότε που ο Αλή πολεμούσε εναντίον
του οθωμανικού στρατού που είχε στείλει η Υψηλή Πύλη κι όλοι του οι
πρώην σύμμαχοι τον είχαν εγκαταλείψει, τους μόνους σύμμαχους που βρήκε
ήταν οι... σουλιώτες!
Αλή Πασάς
Ο Αλή Πασάς καταγόταν από αλβανική οικογένεια ληστών.
Ήταν κι ο ίδιος ληστής με δική του συμμορία.
Βρέθηκε το χρυσό καριοφίλι του Αλή Πασά
Εκείνη την εποχή, οι
αρχηγοί συμμοριών πάρα πολύ εύκολα μπορούσαν, ανάλογα με τις
περιστάσεις, να μετατραπούν σε τοπικούς διοικητές, δημόσιους υπάλληλους
δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το αντίθετο.
(Βλ. κλέφτες κι
αρματολοί, για τον πραγματικό βίο και πολιτεία των οποίων μπορείτε να
διαβάσετε στο άρθρο: Τυχοδιώκτες και μαχαιροφόροι).
Ο πατέρας του είχε καταφέρει να πάρει το μικρό πασαλίκι του Δελβίνου. Πέθανε όμως σε μικρή ηλικία, οπότε η γυναίκα του Χάμκω, έγινε αρχηγός συμμορίας κι είχε στο πλευρό της τον μικρό γιο της, τον Αλή.
Το πασαλίκι των Ιωαννίνων περιελάμβανε την Ήπειρο, το
μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας, καθώς και τμήματα της Θεσσαλίας
και της Στερεάς Ελλάδας. Για να φτάσει να γίνει Πασάς των Ιωαννίνων ο
Αλή έκανε πολλές ραδιουργίες.
Υποστηρίχθηκε κυρίως από το ορθόδοξο
χριστιανικό στοιχείο της περιοχής και μάλιστα από τις περισσότερες
αρχοντικές οικογένειες του Ζαγορίου.
Κατά τη διοίκησή του ήταν πολύ σκληρός. Πολλοί τον αποκαλούν τύραννο,
άλλοι αιμοβόρο. Άλλοι πάλι είναι ενθουσιασμένοι για το έργο του και τον
χαρακτηρίζουν μεταρρυθμιστή κι άλλοι φιλελεύθερο και ανεξίθρησκο. Από
τον όγκο της φιλολογίας που γράφτηκε για το «σατράπη των Ιωαννίνων»
υπάρχουν και τα κατά και τα υπέρ.
Η αλήθεια είναι πως ο Αλή στο πασαλίκι του ήταν ένας δικτάτορας που
χτύπησε αλύπητα και σκληρά τις χωριστικές και αντάρτικες ενέργειες μέσα
στις διάφορες πατριές (φάρες) της Αλβανίας και προσπάθησε μαζί με τους
προοδευμένους ηπειρώτες να ιδρύσει δικό του ξεχωριστό κράτος.
Κι ίσως να ονειρεύτηκε να γίνει και Σουλτάνος.
Τα σχέδιά του άλλωστε δεν τα
κράτησε μυστικά, αλλά προσπάθησε να τα πραγματοποιήσει αρχίζοντας από
κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις. Στο πασαλίκι του έφερε ξένους διοργανωτές για το στρατό του, καθώς και για τα οικονομικά και τη διοίκηση.
Συμπεριφερόταν σαν ανεξίθρησκος κι επέτρεπε την ίδρυση χριστιανικών εκκλησιών. Ο ίδιος ήταν μουσουλμάνος, αλλά ανήκε στην αίρεση των μπεκτασήδων. Αυτοί ήταν πιο φιλελεύθεροι, αντίστοιχοι με τους σημερινούς αλεβίτες στην Τουρκία.
Αν και αγράμματος, κατέστησε τα Γιάννενα κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων. Άφησε ελεύθερη τη δημιουργία χριστιανικών σχολείων, ενώ έστελνε και πολλούς νέους να σπουδάσουν στο εξωτερικό με υποτροφίες που πλήρωνε ο ίδιος.
Οι περισσότεροι συνεργάτες του, που κατείχαν σημαντικές θέσεις, ήταν χριστιανοί ρωμιοί.
Στα τριαντατέσσερα χρόνια που ήταν πασάς, εξόντωσε τους ληστές κι εκτέλεσε πολλά έργα υποδομής (δρόμους, γέφυρες κ.ά.).
Είχε τέσσερα χαρέμια (και ανδρικό χαρέμι μέσα σε αυτά)
με συνολικό αριθμό μελών περίπου τριακόσια άτομα ανεξαρτήτως
εθνικότητας, φύλου ή θρησκείας.
Πολλοί γονείς έβαζαν μέσον για να βάλουν τα παιδιά τους σε κάποιο χαρέμι του, γιατί αφ' ενός έτσι αποκτούσαν οι ίδιοι την εύνοιά του κι αφ΄ετέρου τα παιδιά τους περνούσαν εκεί εύκολη κι ανέμελη ζωή (δεν δούλευαν καν).
Αργότερα, αφού τα βαριόταν ο Αλή, τα
άφηνε να φύγουν, αφού πρώτα τα αποκαταστούσε καλοπαντρεύοντάς τα. Μια
από τις κοπέλες του χαρεμιού του για παράδειγμα, ήταν αργότερα η γυναίκα
του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετέπειτα οπλαρχηγοί του ΄21
από μικροί με τον Αλή
Κοντά στον Αλή Πασά πέρασαν τα πρώτα τους χρόνια κι αρκετοί ρωμιοί μετέπειτα οπλαρχηγοί του ΄21, όπως
ο Οδυσσέας Ανδρούτσος,
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης,
ο Αθανάσιος Διάκος κ.ά..
Ο αλβανικής καταγωγής Οδυσσέας Ανδρούτσος,
είχε μείνει ορφανός από πατέρα όταν ήταν τεσσάρων ετών. Επειδή η
οικογένειά του ήταν φτωχή κι ο Οδυσσέας ατίθασου χαρακτήρα, η μητέρα του
τον έβαλε από πολύ μικρή ηλικία στα καράβια. Εκεί τον βρήκε ο Αλή και
τον πήρε μαζί του στα Γιάννενα, χωρίς να διευκρινίζεται αν τον έβαλε
μαζί με τους άλλους νέους στο ανδρικό του χαρέμι ή όχι.
Τότε, ο Οδυσσέας
ήταν περίπου δεκαεπτά ετών κι ο Αλή εξηντάρης.
Ο Ανδρούτσος πάντως, αποτελούσε την αδυναμία του. Τον είχε περί πολλού
ειδικά για το παράστημά του, το οποίο προκαλούσε τρόμο.
Τον έκανε
πρωτοπαλίκαρό του.
Ο Ανδρούτσος
ασπάστηκε κι εκείνος τη θρησκεία των μπεκτασήδων, στην οποία ανήκε και ο
προστάτης του. Μπλέχτηκε με φόνους και σκότωσε μερικούς, που είχαν
πέσει στη δυσμένεια του Αλή.
Ο Αλή του έδωσε το μεγάλο αρματολίκι της Ανατολικής Στερεάς.
Ο Ανδρούτσος έμπλεξε σε διάφορα γεγονότα του ΄21 πολεμώντας τους
οθωμανούς, με τους οποίους όμως αργότερα συνεργάστηκε με τον όρο να του
δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και
Θήβας.
Αυτά ήταν τα συνηθισμένα «καπάκια» των κλεφταρματολών, οι οποίοι δεν
είχαν καμία ελληνική εθνική συνείδηση
―αλβανικής καταγωγής οι περισσότεροι εξ άλλου
― και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να εξασφαλίσουν κάποιο καλό αρματολίκι ή όταν άρχισε το πλιάτσικο του '21 να λαφυραγωγήσουν.
(Βλ. Η λαφυρομανία των «αγωνιστών» του ΄21).
Για
τη συνεργασία του με τους οθωμανούς ο Ανδρούτσος συνελήφθη το 1825 και
φυλακίστηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, όπου και δολοφονήθηκε από τον Γιάννη Γκούρα ―πρώην παλικάρι του― προτού προλάβει να δικαστεί.
Σήμερα, τιμάται από τη Ρωμιοσύνη σαν ήρωας του ΄21.
Υπαρχηγός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, όταν κατείχε το αρματολίκι του, ήταν ο Αθανάσιος Διάκος
(Θανάσης Μασσαβέτας), ο οποίος ήταν διάκος. Έκανε όμως ένα φόνο κι αφού
πέρασε διάφορες περιπέτειες, βρέθηκε κι αυτός στην αυλή του Αλή Πασά,
τον οποίο υπηρέτησε σαν σωματοφύλακας (τζοχανταραίος).
Και σε αυτόν είχε αδυναμία ο Αλή Πασάς, γι΄ αυτό τον προίκισε με
πεντακόσια γρόσια και τον πάντρεψε με μια κοπέλα από το χαρέμι του.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ουδέποτε γνώρισε τον πατέρα του. Ήταν νόθος γιος της Ζωής Ντιμισκή,
γνωστής του Αλή Πασά, η οποία καλογέρευσε άνευ κουράς, γι΄ αυτό και του
έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Ήταν φτωχό και κατατρεγμένο
παιδί, που άλλοτε ήταν γιδοβοσκός κι άλλοτε «ελεύθερο πουλί της αρπαγής
και της κλεψιάς».
Τον γνωρίζουμε καλά από τα ανδρικά του χρόνια: Φιλόνικος, βλάσφημος,
βωμολόχος. Αυτά τα ιδιώματα τα είχε και κατά τα παιδικά του έτη. Νεαρός
βρέθηκε στα χέρια του Αλή Πασά.
Αργότερα πολέμησε στο πλευρό του, αλλά όταν το καλοκαίρι του 1820
πολιορκήθηκε ο Αλή από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης
προσχώρησε στους πολιορκητές.
Από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821. Ήρθε σε προστριβές με τον Μαυροκορδάτο, που τον παραγνώριζε, και κρίθηκε ένοχος «εσχάτης προδοσίας» γιατί είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με
την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Του
αφαιρέθηκαν όλοι οι τίτλοι και τα αξιώματα. Αν και ζήτησε εγγράφως
συγνώμη δεν εισακούστηκε.
Κατέφυγε στο Ναύπλιο, όπου η κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του. Στα τέλη του 1824 μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα λεηλάτησε τα σπίτια των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων.
Σκοτώθηκε το 1827 στη μάχη του Φαλήρου, αλλά δεν έχει διευκρινισθεί αν
ήταν από βόλι οθωμανού ή ρωμιού. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο
Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του. Τη γνώμη του υιοθέτησαν ο
Δημήτρης Φωτιάδης κι άλλοι ιστορικοί.
Αλβανοί και ΄21
Όταν οι τούρκοι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, πριν ακόμα κατακτήσουν την
Αλβανία, οι αλβανοί της βόρειας περιοχής πολέμησαν πολλά χρόνια εναντίον
τους.
Τα ονόματα δύο αρβανιτών οπλαρχηγών, Βουτσαράς, που, όπως πιστεύει ο Σάθας, συγγενεύει με το Βότσαρης–Μπότσαρης και Βρανάς, που σημαίνει στα αρβανίτικα σκυθρωπός, σοβαρός, αναφέρονται σε γεγονότα της Πελοποννήσου πριν τον 13ο αιώνα. Ο Κάρολος Τόπιας (14ος αιώνας) και ο γιος του Γεώργιος,
οργάνωσαν γερή αντίσταση και τους έκαναν πολλές καταστροφές. Ύστερα από
τη μάχη του Κόσοβου και την ήττα των σέρβων (1389), οι τούρκοι
εισέβαλαν στην Αλβανία, αλλά βρήκαν πεισματική αντίσταση.
Οι αλβανοί έμειναν μόνοι και στο τέλος οι τούρκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αλβανία.
Όμως, πολλοί πήραν τα βουνά και συνέχισαν την αντίστασή τους.
Στην ιστορική τους
πορεία οι ρωμιοί κι οι αρβανίτες (χριστιανοί αλβανοί), σε παλαιότερες
εποχές, πριν την οθωμανική περίοδο, ήταν ομόθρησκοι κι αυτό είχε μεγάλη
σημασία στην ενσωμάτωση των πολυάριθμων μεταναστών από το βόρειο προς το
νότιο χώρο, δηλαδή από τη σημερινή Αλβανία στη σημερινή Ελλάδα. Η
θρησκεία έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο στη συμμαχία ρωμιών κι αρβανιτών.
Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι αλβανοί συμμαχούσαν κατά βάση με τους
τούρκους· έμειναν γνωστοί ως τουρκαλβανοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπεριφέρονταν πολύ άσχημα στους ρωμιούς.
Εξισλαμισμένοι αλβανοί είχαν εγκατασταθεί σε μια φύσει οχυρά περιοχή του ανατολικού Ταΰγετου, την Μπαρδούνια, όπου έκτισαν πολλούς πύργους κι είχαν υπό τον έλεγχό τους τα γύρω χωριά, τα λεγόμενα Μπαρδουνοχώρια.
Μετά από ένα διάστημα βενετοκρατίας στο Μοριά, επανήλθαν οι τούρκοι και
για να δημιουργήσουν ισχυρότερα ερείσματα μετέφεραν σκληροτράχηλους
αλβανούς, που περί το 1718 σχημάτισαν το οχυρό χωριό Λάλα.
Με την ισχυρή αλβανική οικογένεια του Λάλα, τους Ισμαηλαίους, είχε συνάψει αδελφοποιία η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων. Η αδελφική αγάπη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εκδηλώθηκε, όταν επέστρεψε από τη Ζάκυνθο για να υπερασπισθεί τον ισάδελφό του, Αλή Φαρμάκη. [Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε το αρβανίτικο παρατσούκλι Μπιθεκούρας
(Κώλος + πέτρα = Κολόπετρας = Κολοκοτρώνης στην ελληνική του μετάφραση).
Τσεργίνης ήταν το οικογενειακό όνομα των Κολοκοτρωναίων, που πιθανώς παράγεται από τις αρβανίτικες λέξεις τσέρ=έξυπνος και Γκίνης=Γιάννης· με το όνομα αυτό υπήρχαν καμμιά εξηνταριά οικογένειες στη Μεσσηνία].
Οι Λαλιώτες επί έναν αιώνα υπήρξαν, μαζί με τους Μπαρδουνιώτες, οι φοβερότεροι διώχτες του χριστιανικού στοιχείου.
Οι αρματωλοί δεν ήταν οι μόνοι χριστιανοί στην οθωμανική αυτοκρατορία,
που τους επιτρεπόταν να οπλοφορούν. Πολλές χριστιανικές αλβανικές
κοινότητες στην Ελλάδα ελάμβαναν επίσης το προνόμιο αυτό από τον
Σουλτάνο. Οι κάτοικοι της Μεγαρίδας, που κατείχαν πέντε μεγάλα χωριά, τα λεγόμενα Δερβενοχώρια,
ευνοούνταν από την Πύλη. Τους είχε ανατεθεί να φρουρούν τα στενά στα
όρη του Κιθαιρώνα και Γερανείων. Ο αριθμός των ενόπλων ανδρών στα πέντε
χωριά ανερχόταν σε 2.000 περίπου.
Oι αρβανίτες έδωσαν δυνατές μορφές στην περίοδο του '21:
Τζαβέλας, Μιαούλης,
Κουντουριώτης,
Ζαΐμης,
Μπότσαρης,
Ανδρούτσος,
Μπουμπουλίνα,
Κατσώνης και
Κατσαντώνης (από τη ρίζα κατσ–, που σημαίνει τον μικροκαμωμένο) κ.ά..
Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον Κουντουριώτη: «λαλήσας προς τους μεν ναύτας αλβανιστί προς δε τους πεζούς ελληνιστί».
(Οι ναύτες ήταν υδραίοι
―όλοι οι υδραίοι ήταν αλβανοί
― και αναγκάστηκε να τους μιλήσει αλβανικά για να τον καταλάβουν).
Οι αρβανίτες ήταν «όπισθεν κομμώοντες», ξύριζαν δηλαδή το μπροστινό του
κεφαλιού τους και τους κροτάφους κι άφηναν πίσω πλούσια χαίτη μαλλιών.
Όλοι οι «ήρωες» του ΄21, που ήταν αρβανίτες, ήταν «όπισθεν κομμώοντες».
Ο σκωτσέζος περιηγητής John Galt, που ταξίδεψε στην Ανατολή από το 1809 ως το 1811 και επισκέφτηκε την Ύδρα, μας βεβαιώνει, πως «οι υδραίοι ξύριζαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού τους πάνω από το μέτωπο αφήνοντας τα μαλλιά τους να πέφτουν πίσω». («Voyages and travels in the years 1809, 1810, 1811», Λονδίνο, 1812).
Όταν ο Αλή Πασάς έβγαλε διαταγή να μην ξυρίζουν το κεφάλι τους, ξέσπασε ανταρσία με αποτέλεσμα να ανακαλέσει τη διαταγή του.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα....
Η περίπτωση των σουλιωτών
Από
το 1821 κι ύστερα, οι πιο πολλοί ηπειρώτες και κυρίως οι σουλιώτες,
όπως και αρκετοί νεορωμιοί ιστορικοί κακολογούν τον Αλή Πασά. Θα ρωτήσει
όμως κάποιος:
Δεν είναι σωστό ότι ο Αλή κτύπησε τους σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο;
Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι σουλιώτες;
Η απάντηση είναι ότι ήταν ληστές, που λυμαίνονταν τις περιοχές ληστεύοντας αδιακρίτως χριστιανούς και οθωμανούς, ενώ πουλούσαν προστασία
―όπως η σημερινή μαφία
― στους μπέηδες και τους αγάδες, που τους πλήρωναν.
Δεν ήταν βέβαια έλληνες
ούτε είχαν ανεπτυγμένη κάποια ελληνική συνείδηση.
Αρβανίτικο κεφαλοχώρι ήταν το Σούλι
(ψηλό στα αλβανικά)
με πληθυσμό περίπου 800 οικογένειες συγκροτημένες γύρω από διάφορες φάρες, όπως των Τζαβελαίων, Μποτσαραίων κ.ά.. Πρόκειται για μια βουνήσια περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά Μούργκε (υψ. 1340), Ζεβρούχο (υψ. 1317) και Τούρλιας (υψ. 1082) και στο μέρος που ενώνεται ο Αχέροντας ποταμός με τον Τσαγκαραδιώτικο.
Οι σουλιώτες, που αποτελούσαν κλάδο των τσάμηδων,
προεξείχαν για τις πολεμικές τους αρετές.
Ήταν χριστιανοί αλβανοί και μιλούσαν αλβανικά.
(Στην Κέρκυρα εξορισμένοι από τον Αλή Πασά οι σουλιώτες «τραγουδούσαν αλβανιστί τους ηρωισμούς τους».
O δεσπότης Ευλόγιος Κουρίλας στο «Κράτος της Αληθείας» λέει σαν γνήσιος σουλιώτης, ότι αυτός είναι σε θέση καλύτερα από τον καθένα να γνωρίζει, πως «αλβανοί είναι οι σουλιώτες και αλβανικά μιλάνε»).
Ρωμέικα (ελληνικά) δεν ήξεραν καθόλου.
Όταν αναγκάζονταν να αλληλογραφούν με τον Αλή και με άλλους χριστιανούς πρόκριτους και τούρκους, είχαν γραμματικούς που τους έγραφαν τα γράμματα. Το ότι δεν ήξεραν τα ρωμέικα πιστοποιέται και από το ότι ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα το 1809 άρχισε να τα μαθαίνει. Έφτιαξε μάλιστα και ένα λεξικό «Της ρομαϊκοίς και αρβανητικοίς απλής», για να μάθουν οι φίλοι και συγγενείς του τα ρωμέικα.
Την τσάμικη καταγωγή των σουλιωτών διαβεβαιώνουν επίσης ο Pouqueville και ο Leake.
Ο τελευταίος στο έργο του «Researches in Greece» (London, 1814, τόμ.
Β΄, σελ. 226-227), σαφώς διαχωρίζει τους σουλιώτες από τους ρωμιούς
γράφοντας, πως «στην ακμή τους οι σουλιώτες είχαν στην κατοχή τους
ολόκληρο τον κάμπο του Γλυκύ, με ριζότοπους και αραποσιτοχώραφα. Για την
καλλιέργεια των κτημάτων χρησιμοποιούσαν τους έλληνες της περιοχής».
Την ίδια στιγμή όμως, είχαν συνάψει συμμαχίες με διάφορους άλλους πασάδες, οι οποίοι τους εφοδίαζαν με τροφές και πολεμοφόδια.
Με τη «λογική» του νεορωμέικου εθνικισμού λοιπόν, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως εθνικοί προδότες.
Εκτός από τους αντίπαλους του Αλή πασάδες, τους σουλιώτες βοηθούσαν κατά καιρούς Γαλλία και Ρωσία, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Πηγή: Χριστόφορου Περραιβού: «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας», έκδ. Φ. Καραμπίνη και Κ. Βάφα, Αθήνα, 1857, σελ. 105.
Οι σουλιώτες πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στο Σούλι κατά τον 17ο
αιώνα. Στην αρχή ήταν κτηνοτρόφοι. Δεν είχαν ακόμα ξεπεράσει την
αρχέγονη «οργάνωση του γένους». Όπως και οι μανιάτες ήταν χωρισμένοι σε
φάρες (= πατριές) και όλες οι πατριές αποτελούσαν μια ομοσπονδία. Οι πιο
γνωστές φάρες ήταν οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελαίοι, οι Φωτομαραίοι, οι Σεχαίοι, οι Δαγκλήδες, οι Κουτσονίκηδες, οι Μπουσμηναίοι και άλλοι.
Ο μεγαλύτερος συνοικισμός, που ήταν σα να πούμε η πρωτεύουσα, ήταν το Σούλι. Άλλοι συνοικισμοί γνωστοί ήταν η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίβα (όλα τα τοπωνύμια είναι αρβανίτικες λέξεις). Όλοι αυτοί οι συνοικισμοί ήταν στα ψηλώματα και γύρω τους ήταν φαράγγια.
Κοντά στην Κιάφα ήταν μια βουνοκορφή που λεγόταν Κιούγκι (Κούγκι). Ήταν οχυρωμένο και είχε και μια εκκλησία.
Όταν οι σουλιώτες με
τον καιρό πλήθαιναν κι έφτασαν τους 10 ή 12 χιλιάδες, άρχισαν τις
αρπαγές και τις ληστείες. Ήταν οπλισμένοι και κατέβαιναν στις γύρω
περιοχές και τις ρήμαζαν. Ορισμένες φορές κατέβαιναν έως τα Γιάννενα κι
έκλεβαν τα ποίμνια του Αλή Πασά.
Φόρους δεν πλήρωναν βέβαια καθόλου ούτε στον Αλή ούτε στο Σουλτάνο. Ήταν εντελώς ανεξάρτητοι.
Κανένας, καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν.
Χριστόφορος Περραιβός: «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας», έκδ. Φ. Καραμπίνη και Κ. Βάφα, Αθήνα, 1857, σελ. 60.
Με το να είναι οπλισμένοι έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των οθωμανών και των χριστιανών αγροτών και κτηνοτρόφων. ΄
Γι΄ αυτό οι σουλιώτες θεωρούνταν ληστές και το Σούλι οι ηπειρώτες το έλεγαν Κακοσούλι. Το κακό μάλιστα παράγινε στο τέλος του 18ου αιώνα.
Κατά το έαρ του 1791 εξήλθον των ορεινών αυτών άντρων και ήρχισαν τας εργασίας αυτών λεηλατούντες και ερημώνοντες τα χωρία Μαργαρίτι και Παραμυθιά.
Αι επιδρομαί αυτών τοσούτον εξηπλώθησαν, ώστε το μετά της κάτω Αλβανίας εμπόριον διεκόπη ολοκλήρως, και ήτο αδύνατον να περάση τις τας προς δυσμάς της κοιλάδος των Ιωαννίνων διόδους, χωρίς πολυαρίθμου συνοδείας, την οποίαν εκείνοι (οι σουλιώτες) πολλάκις κατέστρεφον.
Έλαβον και ικανήν τόλμην να εκτείνωσι τας διαρπαγάς αυτών μέχρι των στενών του Πίνδου και δεν επέστρεψαν εις την ιδίαν των περιοχήν, ειμή ότε εβιάσθησαν υπό του χειμώνος.
Κατά τας επιδρομάς ταύτας εγένοντο ένοχοι πολλών βαναύσων καταχρήσεων∙ ελεηλάτουν και φίλους και εχθρούς, και περιεπλέχθησαν εις έριδας μετά των οπλαρχηγών των αρματωλών των Τσουμέρκων και του Βάλτου.
Τρύφων Ευαγγελίδης: «Ιστορία του Αλή Πασά», Αθήνα, 1896, σελ. 182–183.
Έχουμε ακόμα μαρτυρίες πως οι σουλιώτες επέβαλαν σε πάρα πολλά χωριά φόρο.
Ήταν φυσικό οι
χριστιανοί και οθωμανοί αγρότες να διαμαρτυρηθούν όχι μόνο στον Πασά της
Ηπείρου, αλλά και στο Σουλτάνο και να ζητήσουν να τιμωρηθούν οι
σουλιώτες και ν΄ αναγκαστούν να μην πατούν και ρημάζουν τα χωριά και τα
χωράφια τους.
Ο Σουλτάνος άμα έμαθε τα ληστρικά φερσίματα των σουλιωτών, προσταξε τους τοπάρχες της Ηπείρου να τους κτυπήσουν.
Πριν του Αλή έγιναν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα χρόνια 1732,
1754, 1759, 1762, 1772 και 1775. Όμως οι τούρκοι δεν μπόρεσαν ν΄ ανέβουν
στα κρησφύγετα των σουλιωτών κι αναγκάστηκαν σ΄ όλες αυτές τις
εκστρατείες να γυρίσουν πίσω χωρίς αποτελέσματα.
Προσπάθειες για περιορισμό της ληστρικής δράσης των σουλιωτών έκανε το 1801 και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, ο οποίος χαρακτήρισε μάλιστα σε αφοριστική εγκύκλιό του τους σουλιώτες ως κακούργους.
Αυτό δεν αναφέρεται όμως, στα σχολικά βιβλία και το παραβλέπουν οι ρωμιοί ιστορικοί:
Ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (= επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.
Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος, 1801.
Όταν
διορίστηκε Πασάς στα Γιάννενα ο Αλή, οργάνωσε κι εκείνος εκστρατείες
κατά των σουλιωτών, το 1791 και 1792, αλλά την έπαθε. Ύστερα όμως από
δέκα χρόνια, το 1802, εκστράτευσε με πολύ στρατό και τους ανάγκασε να
συνθηκολογήσουν.
Την άλλη χρονιά, το
1803, βλέποντας οι σουλιώτες πως δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο Σούλι
γιατί ο Αλή ήταν αποφασισμένος να τους εξοντώσει, χωρίστηκαν σε δυο
ομάδες.
Εκείνοι που είχαν αρχηγό τον Τζαβέλα πήγαν στην Πάργα, ενώ οι άλλοι που είχαν επικεφαλής τον Κουτσονίκα, όταν έφτασαν στο Ζάλογγο, χτυπήθηκαν από τον Αλή που τους έστησε καρτέρι κι ύστερα από μάχη σκοτώθηκαν πολλοί.
Από τότε ξανάσαναν οι αγρότες και άρχισαν άφοβα να καλλιεργούν τα
χωράφια και αμπέλια τους, γιατί οι σουλιώτες, άλλοι είχαν περάσει στα
Εφτάνησα κι άλλοι πήγαν στη Ρούμελη και στο Πήλιο.
Οι σουλιώτες δημιούργησαν προβλήματα και στην Κέρκυρα. Τα πρώτα ρωμέικα
μισθοφορικά σώματα συγκροτήθηκαν επί ρωσοκρατίας, για να απασχοληθούν οι
σουλιώτες, που λεηλατούσαν το νησί:
Κλέπτοντες ουν και διαρπάζοντες τα ζώα και αίγας των περιοίκων χωρικών της Κερκύρας, απεστρέφοντο τας ειρηνικάς φιλοπονίας. Αι δε γυναίκες αυτών, διασκελίζουσαι τας δρυφράκτους των αμπελώνων και χωραφίων και κόπτουσαι ξύλα εκ των ελαιώνων των κερκυραίων, μετέφερον εις την πόλιν και επώλουν προς διατροφήν εαυτών και των ανδρών.
Διότι αυτοί (οι άνδρες) ουδέν άλλο εφρόντιζον ειμή να καθαρίζωσι τα όπλα και να σημαίνωσι την κιθάραν, τραγουδώντες αλβανιστί τους ηρωισμούς.
Παν. Χιώτη: «Ιστορία της Επτανήσου και ιδίως της Ζακύνθου από Βενετοκρατίας μέχρι της ελεύσεως των άγγλων, 1500-1816», Κέρκυρα, 1862, τόμ. Γ΄, σελ. 857-858.
Οι σουλιώτες λοιπόν τους «πολέμους» τους με τον Αλή δεν τους έκαναν «εμπνευσμένοι από τον πόθον της ελευθερίας».
Το αίσθημα της εθνικής συνείδησης στα χρόνια εκείνα ήταν ολότελα άγνωστο σ΄ αυτούς.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
Ο Αλή Πασάς επιχειρώντας να αποκαταστήσει την τάξη συγκρούστηκε με τους σουλιώτες.
Τα γεγονότα του Ζαλόγγου έλαβαν χώρα το 1803, δηλαδή δυο δεκαετίες σχεδόν πριν το ʼ21.
Ουσιαστικά δηλαδή,
αφορούσαν στις προσπάθειες του Αλή να πατάξει την αλβανική μαφία και δεν είχαν σχέση με κάποιο δήθεν εθνικό ξεσηκωμό,
όπως ωρύονται οι αδαείς ελληναράδες στις μέρες μας.
Το Χορό του Ζαλόγγου δεν τον περιγράφει κανένας ιστορικός, παρά μόνον
κάποιοι περιηγητές, που απλά κατέγραφαν τους προφορικούς θρύλους της
Ρωμιοσύνης.
Πρόκειται για μια ακόμα ανιστόρητη μυθοπλασία της Ρωμιοσύνης, που ανακήρυξε εθνικούς ήρωές της
κάποιους αλβανούς ληστές, τους οποίους καταδίωκε ένας άλλος αλβανός, ηγεμόνας, που σκότωσε τις γυναίκες τους.
Tο σχετικό δήθεν δημοτικό τραγούδι «Έχε γεια καημένε κόσμε», δεν είναι παραδοσιακό, αλλά δημιούργημα των αρχών του 20ού αιώνα.
Έχε γεια, καημένε κόσμε
Τι πραγματικά έγινε στο Κούγκι
Το Δεκέμβριο του 1803, το Σούλι ήταν υπό την πολιορκία του Αλή Πασά.
Μετά από πολυήμερη άμυνα, οι σουλιώτες συνθηκολόγησαν. Συμφώνησαν να
παραδώσουν τα όπλα τους και να απομακρυνθούν, όπως κι έγινε.
Μόνο ένας αγράμματος αρβανίτης κοσμοκαλόγερος, ο Σαμουήλ (γνωστός με το παρωνύμιο «Τελευταία Κρίσις»), έμεινε τελευταίος στο Κούγκι μαζί με πέντε άλλους σουλιώτες, προκειμένου να παραδώσουν σε τρεις τούρκους απεσταλμένους του Αλή τα πυρομαχικά της αποθήκης οπλισμού, που ήταν μέσα στην εκκλησία. Μετά την παράδοση, θα αποχωρούσαν κι εκείνοι για την Πάργα.
Σύμφωνα με την παραμυθολογία της Ρωμιοσύνης, η οποία έχει στηριχθεί κυρίως σε αναφορές του εθνικιστή Χρ. Περραιβού,
ο καλόγερος σε μια πράξη ύψιστης αυτοθυσίας προτίμησε αντί να
παραδοθεί, να τινάξει την μπαρουταποθήκη στον αέρα παίρνοντας μαζί του
στο θάνατο κι ορισμένους εκ των παρευρισκομένων. («Ιστορία του Σουλλίου
και Πάργας», έκδ. Φ. Καραμπίνη και Κ. Βάφα, Αθήνα, 1857, σελ. 153, 154).
Ο Περραιβός αναφέρει ότι σκοτώθηκαν μόνο ο καλόγερος, δυο σουλιώτες και οι τρεις τούρκοι απεσταλμένοι κι ότι «την τραγικήν ταύτην πράξιν απέδωκάν τινες ως ενέργειαν του Βεζύρη, άλλοι δε των Σουλλιωτών».
Στις μέρες μας, οι ρωμιοί αρέσκονται να χρησιμοποιούν τη φράση «θα γίνουμε Κούγκι»,
για να δείξουν την αυτοθυσία κάποιου εννοώντας ότι η κατάσταση θα
φτάσει στα άκρα χωρίς το φόβο των συνεπειών, όσο τραγικές κι αν είναι
αυτές.
Αφού είχαν ήδη παραδοθεί όμως με συνθήκη κι είχαν αποχωρήσει οι
σουλιώτες, δεν είχε κανένα νόημα η ανατίναξη του καλόγερου και των
καθυστερημένων στην εκκλησία.
Την αλήθεια μπορούμε να την μάθουμε, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Αλή Πασάς, ακόμα κι αν δεν είναι στα υπέρ του.
Ο Αλή Πασάς είχε στην αυλή του έναν τουρκαλβανό από το Δελβίνο, ονομαζόμενο Χατζή Σεχρέτη, ο οποίος αν και αμόρφωτος, ήταν προικισμένος με ποιητική φαντασία.
Καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Αλή εξύμνησε τα πεπραγμένα του σε χιλιάδες στίχους στα ρωμέικα. Το έργο αυτό, που λέγεται «Αληπασιάδα», το βρήκε ο βρετανός William Martin Leake (στρατιωτικός, διπλωμάτης, τοπογράφος, αρχαιόφιλος, περιηγητής και συγγραφέας), ο οποίος το 1835 εξέδωσε 4.500 στίχους του.
Όλο το ποίημα διέσωσε ο Κωνσταντίνος Σάθας στο έργο του «Ιστορικαί Διατριβαί» (έκδ. Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα, 1870).
PDF FILES
Κωνσταντίνος Σάθας-Ιστορικαί Διατριβαί-Αληπασιάδα
Σύμφωνα με την
περιγραφή λοιπόν του ίδιου του Αλή ―μέσω του Χατζή Σεχρέτη― ο πασάς των
Ιωαννίνων κρατούσε αιχμάλωτους τη γυναίκα και τα παιδιά του Φώτου Τζαβέλα.
Έτσι, για να μην τους σκοτώσει, εκβίασε τον Τζαβέλα να πάει στο Κούγκι
και να σκοτώσει τον Σαμουήλ ,
επειδή τον θεωρούσε υπεύθυνο ότι ξεσήκωνε του σουλιώτες.
Ο
Τζαβέλας πήγε στο Σούλι, μπήκε στην μπαρουταποθήκη κι ήταν εκείνος που
έβαλε φωτιά στο φυτήλι και τίναξε στον αέρα τον καλόγερο και μερικούς
από τους παρευρισκόμενους.
Ο Περραιβός αποκρύπτει παντελώς την εμπλοκή του Τζαβέλα στο γεγονός της πυρπόλησης του καλόγερου και προκειμένου να αποκαθάρει την όλη υπόθεση της παράδοσης του Σουλίου, τη σύνδεσε με μια πράξη δήθεν αυτοθυσίας.
Αυτός είναι ο δημιουργός του μυθικού προσώπου του Σαμουήλ και της αυτοπυρπόλησής του.
Απ’ αυτόν θα αντλήσουν και οι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι και
λογοτέχνες (πχ Βαλαωρίτης κ.ά.), αναπαράγοντας στο έργο τους την «ηρωική αυτοθυσία του ιερομόναχου».
Ένας από αυτούς ήταν ο Pouqueville (γάλλος γιατρός,
περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και
φιλέλληνας), ο οποίος έχει αναπαράγει πιστά όλους τους μύθους της
Ρωμιοσύνης εκείνης της εποχής (κρυφά σχολειά, χορό Ζαλόγγου, ύψωση
λαβάρου '21
― που «ξέχασε» να αναφέρει ο ίδιος ο Π.Π. Γερμανός στα «Απομνημονεύματά» του κ.ά.).
Ο φιλελληνικώτατος Πουκβίλλ ειδικώτερον παντός άλλου περί του Αλή πασά λαλήσας, κατεστιγμάτισε τον τρομερόν τούτον ελληνομάστιγα.
Δυστυχώς όμως, υπό του κατακλύζοντος την ευγενή αυτού ψυχήν άλγους παρασυρθείς, εν πολλοίς ελέγχεται μυθολόγος μάλλον ή ευσυνείδητος ιστορικός.
Τούτω δε παρακολουθήσαντες και τινες των ημετέρων υπερβαλλόντως επέτειναν το απίστευτον.
Κωνσταντίνος Σάθας, «Ιστορικαί Διατριβαί», έκδ. Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα, 1870, σελ. 124-125.
Η Ρωμιοσύνη έχει τιμήσει δεόντως τον Pouqueville. Αναφέρεται παντού ως
δήθεν αξιόπιστη βιβλιογραφία, ενώ έχει γεμίσει το διαδίκτυο με
αποσπάσματα των φληναφημάτων του. Το όνομά του έχει δοθεί τιμής ένεκεν
και σε οδούς της Αθήνας, της Πάτρας και των Ιωαννίνων.
Σουλιώτες:
«Ο Αφέντης μας Αλή Πασάς»!
Το καλοκαίρι του 1820, ο Σουλτάνος πήρε την απόφαση κι έβγαλε το χάτι
σερίφ (καταδικαστικό διάταγμα), με το οποίο κήρυξε τον Αλή ως φερμανλή
κι έστειλε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων στα Γιάννενα εναντίον του με
αρχηγό τον Πασόμπεη. Ο Αλή Πασάς οργάνωσε την άμυνά του. Δεν ήταν εύκολη επιχείρηση κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κράτησε δύο χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, οι περισσότεροι συνεργάτες του Αλή Πασά
τον πρόδωσαν. Άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και οι ρωμιοί οπλαρχηγοί και
οι αλβανοί σύμμαχοί του, οι μπέηδες, οι πασάδες κ.ά. κι ιδίως ο Ομέρ Βρυώνης (που
αποτελούσε το χαϊδεμένο του παιδί, αλλά προβλέποντας την ήττα του τον
πρόδωσε κι ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου). Από τη στιγμή που η
Υψηλή Πύλη αποφάσισε ότι η ηγεμονία του Αλή Πασά στην Ήπειρο τελείωσε,
δεν υπήρχε περίπτωση να είχε συμμάχους.
Κι ενώ όλες οι
συμμαχίες κατέρρευσαν, οι Αλή Πασάς βρήκε πιστούς σύμμαχους τους...
σουλιώτες! Ξέχασαν τους «εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες», τα Κούγκια και
τα Ζάλογγα, κι έστειλαν δικούς τους στον Αλή δηλώνοντας πως είναι
πρόθυμοι και έτοιμοι να τον υπηρετήσουν. Υπέγραψαν συνθήκη μαζί του κι
άρχισαν αμέσως τις εχθροπραξίες. Οργάνωσαν στρατιωτικά αποσπάσματα και
χτυπούσαν τους σουλτανικούς στο πλευρό του Αλή.
Οι σουλιώτες ―μεταξύ αυτών πολυδιαφημισμένοι «ήρωες» της Ρωμιοσύνης, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας κ.ά.― αποκαλούν τον Αλή Πασά «αφέντη» τους
και δηλώνουν ότι θα χύσουν το αίμα τους για το «σελαμέτι (σ.σ. σωτηρία) αυτού του Αφεντός».
Παρατηρείστε επίσης, ότι αυτοαποκαλούνται «ρωμαίοι» (ρωμιοί) κι όχι βέβαια έλληνες.
Η εκστρατεία του Σουλτάνου κατά του Αλή έδειξε πως ο οθωμανικός στρατός
ήταν τώρα μπουλούκια και οι αξιωματικοί και στρατηγοί του μετριότητες. Η
τέτοια σύνθεση και κατάσταση του στρατού έδειχνε πως η οθωμανική
αυτοκρατορία έτριζε. Το στρατιωτικοφεουδαρχικό σύστημα που από αιώνες
επικρατούσε, στάθηκε η τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη των
παραγωγικών σχέσεων και τη δημιουργία νέων παραγωγικών δυνάμεων.
Τα ρήγματα που έγιναν στο ασιατικό δεσποτικό σύστημα, ωφέλησαν τους
ραγιάδες χριστιανούς της Βαλκανικής και κυρίως τους ρωμιούς του
ελλαδικού χώρου.
Το 1821, κι ενώ οι
δυνάμεις του οθωμανικού στρατού ήταν απασχολημένες στην Ήπειρο,
χριστιανικές ληστρικές συμμορίες βρήκαν την ευκαιρία κι άρχισαν τα
πλιάτσικα και τη γενοκτονία του μουσουλμανικού στοιχείου στην
Πελοπόννησο. (Βλ. Γιάννη Λάζαρη: Το άγνωστο 1821). Ο Αλή Πασάς, άθελά του, τους είχε βοηθήσει έμμεσα.
theologos vasiliadis