Να πως εμπλουτισαν την ελληνικη γλωσσα.
Οι αμφισβητούμενες με ερωτηματικό (;)
- αλητάμπουρας [μόνο το δεύτερο μισό, βέβαια]
- αμπάριζα [αυτό είναι είδος αντιδανείου, αφού η αμπάρα, ιταλικής αρχής, πέρασε από τα ελληνικά στα αλβανικά. Οι καταλήξεις σε -ιζα είναι ένδειξη αλβανικής προέλευσης, και στα τοπωνύμια]
- βλάμης
- γκιόνης
- γούβα (;)
- ζαμάρα [φλογέρα]
- ζουλάπι (;)
- καλαμπόκι
- καλέσα [η ξανθιά προβατίνα]
- καλικούτσα [από τις Λέξεις που χάνονται]
- καρκαλέτσος
- καρούτα [ξύλινη σκάφη, ποτίστρα· από τις Λέξεις που χάνονται. Σλαβική απώτερη προέλευση, αλλά εμείς την πήραμε από τα αλβανικά]
- κόκα [κεφάλι, από τις Λέξεις που χάνονται]
- κοκορέτσι
- κοπέλα, κοπέλι (;)
- κουλαντρίζω
- λάγιος [για πρόβατα, σκούρο]
- λάλα [η κάμπια]
- λάπα [κοιλιά σφαγίου]
- λιάρος [παρδαλός]
- λούγκα [εξοίδημα αδένων]
- λουλούδι
- λούμπα
- λούτσα
- μάγκας (;)
- μάλε βράσε
- μαρκαλίζω (;)
- μαρμάγκα
- μπάκα
- μπαμπέσης
- μπέσα
- μπομπότα
- μπουλούκι [τουρκικής αρχής, αλλά κατά το ΛΚΝ το πήραμε μέσω αλβανικών]
- μπουσουλάω
- πίπιζα
- πλιάκος [ο γέρος, ο παλιός -ηπειρώτικο, αλλά από εκεί δεν ετυμολογείται και η Πλάκα;]
- πλιάτσικο
- πρατσαλίζω [καψαλίζω, ίσως και τρίζω στη φωτιά, παρακαλούνται οι Ηπειρώτες να ξεδιαλύνουν]
- σβέρκος
- σιγκούνα
- σιούτος [κατσίκι ή άλλο τέτοιο ζώο χωρίς κέρατα, από τις Λέξεις που χάνονται]
- τάτσι μίτσι κότσι
- τρίλιζα
- τσίφτης
- τσουνί (;)
- τσούπρα
- φάρα
- φέρμελη
- φλετουρώ [πεταρίζω, από τις Λέξεις που χάνονται]
- φλογέρα
730 ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
1
αβάντα: avanta (= κέρδος), όφελος
αγάς: aga, Τούρκος αξιωματούχος, άρχοντας, πρόκριτος
αγιάζι: ayaz, το πρωινό ή απογευματινό διαπεραστικό κρύο, η δροσιά
αγιάνης: âyan (=πρόκριτος), τουρκικός τίτλος τοπικού άρχοντα, που διοριζόταν από τον σουλτάνο
αγριλίκι: agirlik, προγαμιαία δωρεά του γαμπρού στη νύφη, ιδ. όταν ο άντρας είναι χήρος και η νύφη παρθένα
αλάνα/ι: alan (= πέρασμα μέσα από δάσος), ανοιχτός χώρος σε κατοικημένη περιοχή
αλατζάς: alaca, φτηνό βαμβακερό ύφασμα
άλικος: al (= κüκκινος), βαθυκόκκινος, φλογάτος
αλισβερίσι: alisveris (= πάρε δώσε), εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία
αλμπάνης/ισσα: nalbant, πεταλωτής, καλιγωτής | (ειρωνικά) άνθρωπος άξεστος, αδέξιος στη δουλειά του
αμάν: aman, έλεος! για όνομα του Θεού
αμανάτι: emanet, ενέχυρο, υποθήκη
αμανές: mani, είδος λαϊκού τραγουδιού, συνήθως ερωτικού, όπου επαναλαμβάνεται κάθε τόσο το επιφώνημα αμάν
αμπάρι: ambar, αποθήκη για σιτηρά
αναντάν μπαμπαντάν: anadan babadan, αναντάν μπαμπαντάν, από μάνα κι από πατέρα, από καταγωγή, ανέκαθεν
αντάμης: adam, θαρραλέος, παλικαράς | αυτός που καβγαδίζει για να προκαλέσει και να επιδειχθεί
αντερί: entari, μακρύ ένδυμα με μανίκια που φορούν οι ιερείς μέσα από το ράσο
αντέτι: adet, συνήθεια, έθιμο
αραλίκι: aralik (= χαραμάδα), ρωγμή, χαραμάδα, άνεση, ανάπαυση, αργία, ευρυχωρία από την αραίωση
αραμπάς: araba (= άμαξα), τετράτροχο ή δίτροχο μεταφορικό αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα, κάρο
αραμπατζής: arabaci, οδηγός ή ο ιδιοκτήτης του αραμπά
αριάνι: ayran, δροσιστικό ποτό από γιαούρτι διαλυμένο σε νερό
αρκαντάσης: arkadas, σύντροφος, φίλος, συνέταιρος
αρναούτης/ισσα: arnavut, Αλβανός, άξεστος, αγροίκος
αρσίζης: arsız (= αναιδής), ξεδιάντροπος, αναίσχυντος
ασίκης: âsık, ερωμένος, αγαπητικός, ωραίος, λεβέντης, παλικαράς
ασκέρι: asker (= σώμα στρατού), τακτικός ή άτακτος στρατός
ασουρές: asure, παχύρρευστο γλύκισμα από βρασμένο σιτάρι, καρύδια, σταφίδες κ.α.
ατζαμής: acemi, αδέξιος
ατζέμ πιλάφι: acem pilavı (= περσικό πιλάφι), ρύζι με κρέας
άτι: at, το αρσενικό, μη ευνουχισμένο άλογο, κατάλληλο για ιππασία, πολεμικό άλογο
άφεριμ: aferim, εύγε, μπράβο
αφιόνι: afyon, το φυτό μήκων η υπνοφόρος και το ναρκωτικό που παίρνεται απ’ αυτό, όπιο
αχμάκης: ahmak (= κουτός), αφελής, απλοϊκός, βραδύνους, νωθρός, τεμπέλης
αχούρι: ahır, στάβλος, χώρος ακάθαρτος ή ακατάστατος
άχτι: ahd (= υποχρέωση), έντονη επιθυμία, πόθος για εκδίκηση
βάι: vay, εκφραστικό λύπης, πόνου, με τη σημασία του αλίμονο, συχνά και επαναλαμβανόμενο, βάι βάι
βακούφι: vakıf, κτήμα αφιερωμένο σε ναό, μοναστήρι ή σε ευαγές ίδρυμα
βαλκανικός: balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)
βαράκ(ι): varak, λεπτότατο φύλλο χρυσού που χρησιμοποιείται για επιχρυσώσεις αντικειμένων
βαριεστίζω: vazgestim, αποκάνω, νιώθω κορεσμό ή αηδία για κάτι, βαριεστώ
βασιβουζούκος: basıbozuk, άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, απείθαρχος, ασύδοτος άνθρωπος
βαχ: vah, εκφράζει πόνο, λύπη, αχ βαχ
βεζίρης: vezir, ανώτατος κρατικός λειτουργός στην οθωμανική αυτοκρατορία
βελέντζα: velence, βαρύ, μάλλινο κλινοσκέπασμα
βερέμης: verem, καχεκτικός, ασθενικός, μελαγχολικός, κακεντρεχής, φθονερός
βερεσές: veresiye, αγορά ή πώληση με πίστωση
βιλαέτι‑: vilâyet, μεγάλη διοικητική περιοχή στην Τουρκία
βουρ: vur (=χτύπα) vurmak (=χτυπώ), όρμα του, βάλε μπρος
γαϊτάνι: gajtan, μεταξωτό κορδόνι για τη διακόσμηση φορεμάτων
γελέκι/ο: yelek, γιλέκο, ανδρικό ένδυμα που φοριέται κάτω από το σακάκι
γεμενί: Yemeni (= η χώρα Υεμένη), πολύχρωμο και διάφανο φακιόλι, τσεμπέρι
γεμιτζής: gemici, παλιός και πεπειραμένος ναυτικός, θαλασσόλυκος
γενίτσαρος: yeni-ceri (= νέος στρατός), Τούρκος στρατιώτης (στα χρόνια της τουρκοκρατίας) ειδικού σώματος αποτελούμενου κυρίως από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα
γεντέκι: yedek (= καπίστρι, σκοινί για ρυμούλκηση, το σκοινί με το οποίο σύρονται ή ρυμουλκούνται πλεούμενα από την ξηρά ή από άλλο πλοίο, σκοινί με το οποίο τραβούν τα ζώα
για: ya, αντί του, ώστε να,
γιαβάς: yavas, γιαβάς γιαβάς, αργά, σιγά σιγά
γιαβέρης: yaver, σωματοφύλακας, υπασπιστής
γιαβουκλού: yavuklu, μνηστή, αγαπητικιά
γιαβουκλούς: yavuklu, ο αγαπητικός, ο μνηστήρας
γιαβρί: yavru (= μωρό, νεογνό), νεογνό ζώων και ιδ. πτηνών
γιαβρούμ: yavrum, μωρό μου (τρυφερή προσφώνηση)
γιαγκίνι: yangın (= πυρκαγιά), πυρκαγιά, φωτιά, σφοδρό ερωτικό πάθος
γιαγλίδικος: yaglı, λιπαρός (για τροφές)
γιακάς: yaka, περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων
γιαλαντζί – ντολμάς: yalancı (= ψεύτικος) – dolma, νηστίσιμος ντολμάς
γιαλελί: yeleli, γιλέκο ανοιχτό στο στήθος που φορούσαν πάνω από το πουκάμισο οι βρακοφόροι νησιώτες του Αιγαίου
γιάμπολη: είδος φαρμακευτικού φυτού
γιάντες: yadest- yadetmek (= θυμίζω), παιχνίδι μνήμης κατά το οποίο χάνει ο παίκτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από συμπαίκτη, χωρίς να δηλώσει τους όρους του παιχνιδιού
γιαούρτη: yogurt, τροφικό παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα, γιαούρτι
γιαπί: yapı, οικοδομή που δεν τέλειωσε ακόμη, ο σκελετός οικοδομής
γιαπράκι: yaprak (= φύλλο), ντολμάδες, φαγητό από ρύζι, κιμά, μπαχαρικά κτλ. που τυλίγονται σε αμπελόφυλλα
γιαραμπής: yarabbi, ο Θεός
γιαρμάς: yarma-yarmak (= διχοτομώ, διαχωρίζω), είδος ροδάκινου
γιασεμί: yasemin, το αρωματικό φυτό ίασμος και το άνθος του
γιασμάκι: yasmak, καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών
γιαταγάνι: yatagan, πλατύ και καμπυλωτό σπαθί
γιατάκι: yatak, στρώμα, κρεβάτι
γιαχνί: yahni, τρόπος μαγειρέματος λαχανικών, οσπρίων ή και κρέατος με κρεμμύδι που τσιγαρίζεται σε λάδι, ντομάτα, μυρωδικά κτλ
γινάτι: inat, πείσμα
γιορντάνι: yordan, περιδέραιο
γιουβαρλάκια: yuvarlak (= σφαιρικός), ίδος φαγητού από κιμά, ρύζι και καρυκεύματα
γιούκι/ος: yük (= μεγάλο ντουλάπι όπου τοποθετούνται κλινοσκεπάσματα), στοίβα από κλινοσκεπάσματα, στρώματα, κουβέρτες κτλ. | κοίλωμα στον τοίχο όπου τοποθετούν σε στοίβα τα κλινοσκεπάσματα, στρώματα κτλ
γιουρούσι: yürüyüs, έφοδος, εφόρμηση, γιούρ(γ)ια
γιούχα: yuha, δηλωτικό αποδοκιμασίας
γκάγκαρο: gaga (= ράμφος), βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σκοινί πίσω από την αυλόπορτα την οποία έκλεινε αυτομάτως με το βάρος του
γκάιντα: gayda, λαϊκό, πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από δερμάτινο ασκό, δύο αυλούς και το επιστόμιο, ο άσκαυλος
γκελ: gel, το αναπήδημα που κάνει το τόπι, όταν ριχθεί στο έδαφος
γκέλα: gel (= έλα), ατυχής ρίψη των ζαριών κατά το τάβλι, η αποτυχία
γκέμι: gem, χαλινάρι
γκεσέμι: kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι, κεσέμι
γκιαούρ/ης: giaur (= άπιστος), ως υβριστικός χαρακτηρισμός των χριστιανών
γκιουβέτσι: güvez, ρηχό και πλατύ πήλινο σκεύος για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο, φαγητό με κρέας και ζυμαρικά κυρίως, ψημένο στο φούρνο
γκιουλές: gülle, βλήμα κανονιού
γλεντζές/τζού : eğlence, που του αρέσουν τα γλέντια
γλεντώ: eglenmek, διασκεδάζω με φαγοπότι, τραγούδι, χορό κτλ.
γούρι: ugur (= τύχη), καλή τύχη
γουρλής: ugurlu (= τυχερός), που έχει ή φέρνει τύχη, καλότυχος
γουρσούζης: ugursuz (= δυσοίωνος), που φέρνει κακοτυχιά
γριγρί: gir-gir, μικρό αλιευτικό σκάφος με πυροφάνι
δερβένι: dervent, στενü πέρασμα ανάμεσα σε βουνά
δερβίσης: dervis, μωαμεθανός μοναχός
διαγουμίζω: yagma (= διαρπαγή), λεηλατώ
εμ: hem (= και έπειτα, επίσης), όχι μόνον αλλά και…
εμίρης: emîr, τίτλος φυλάρχων και ηγεμόνων των μουσουλμανικών λαών
εντεψίζικος: edepsiz (= ανάγωγος, αγενής), αγενής, αθυρόστομος, αδιάντροπος
εργένης/ισσα: ergen, άγαμος, που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια
ερίφης/ισσα: herif, ο ανόητος, ο κακομοίρης που θέλει να φαίνεται έξυπνος
εσνάφι: esnaf, σωματείο επαγγελματιών, σινάφι
εφέντης: efendi, κύριος, τίτλος Τούρκων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων και ιδίως των αυτοκρατορικών πριγκίπων
ζαβαλής: zavallı, ταλαίπωρος, δυστυχής, ζάβαλης
ζαμάνι: zaman, μεγάλο χρονικό διάστημα
ζαμπάκι: zambak, ο νάρκισσος
ζαμπούνης: zabun, αδιάθετος, κακοδιάθετος
ζαπτιές: zaptiye (= χωροφύλακας), αστυνομικός, χωροφύλακας
ζαρζαβάτι(κό): zerzavat, λαχανικό, χορταρικό
ζαρίφης/ισσα: zarif, κομψός, λεπτός, ευγενής
ζάρφι: zarf, μεταλλικό, πλατύστομο κύπελλο
ζαφορά: zafran, το φυτό κρόκος
ζάφτι: zaptı, κάνω ζάφτι, δαμάζω, τιθασεύω
ζεβζέκης: zevzek, ανόητος, ελαφρόμυαλος
ζεϊμπέκης: zeybek, εξισλαμισμένοι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
ζεμπίλι: zempil, είδος σάκου από πλεχτή ψάθα
ζεύκι: zevki, φαγοπότι, τσιμπούσι
ζόρι: zor, βία, καταναγκασμός, άσκηση πιέσεως
ζορμπαλίκι: zorbalık, τυραννική συμπεριφορά, ετσιθελισμός
ζορμπάς: zorba, οπλοφόρος άτακτου στρατιωτικού σώματος, βίαιος, τυραννικός, παλικαράς
ζουμπάς: zιmba, εργαλείο που τρυπάει μέταλλα ή σπρώχνει προς τα μέσα τα κεφάλια των καρφιών που προεξέχουν
ζουμπούλι: sümbül, το φυτό υάκινθος ο ανατολικός και το λουλούδι του
ζουρνάς: zurna, λαϊκό μουσικό όργανο, είδος κλαρίνου
θεριακλής/ισσα: tiryakli, παθιασμένος με κάτι το απολαυστικό
ιμάμ μπαϊλντί: είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες
ιμάμης: imam, λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης
ινάτι: inat, πείσμα, γινάτι
ίρ(ντ)ζι: irz, τιμή, ντροπή
ιραδές: irade, σουλτανικό διάταγμα
2
καβάκι: kavak, είδος λεύκας
καβάσης: kavas (= φύλακας, φρουρός), φρουρός πρεσβείας ή προξενείου της παλιάς Τουρκίας και Αιγύπτου
καβάφης: kavaf, κατασκευαστής ή πωλητής παπουτσιών δεύτερης ποιότητας | κακός, αδέξιος τεχνίτης, σκιτζής
καβγάς: kavga, φιλονικία, τσακωμός
καβγατζής/τζού: kavgacı, άνθρωπος που του αρέσουν οι καβγάδες
καβούκι: kabuk, όστρακο
καβουρδίζω: kavurdim/kavurmak, καβουρντίζω, τσιγαρίζω, ξεροψήνω, κατακαίω
καβουρμάς: kavurma, είδος φαγητού από τσιγαρισμένο κρέας, λίπος και κρεμμύδια
καγιανάς: kaygana, ομελέτα με ντομάτα, κρεμμύδι και ψιλοκομμένο κρέας
καδής: kadi, κατής
καζάνι: kazan, μεγάλη μετάλλινη χύτρα, λέβητας
καζαντίζω: kazandim, αποκομίζω κέρδη, πλουταίνω
καζίκι: kazık, πάσσαλος, δύσκολη, δυσάρεστη περίσταση
καζμάς: kazma, σκαπάνη, αξίνα, σκαπτικό εργαλείο
καΐκι: kayık, μικρό ιστιοφόρο πλοίο
καϊκτσής: kayıkcı, ο ιδιοκτήτης καϊκιού, ο κυβερνήτης καϊκιού
καϊμακάμης: kaymakam, προϊστάμενος διοικητικής υπηρεσίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας
καϊμάκι: kaymak, ανθόγαλα, αφρόγαλα, πυκνό στρώμα αφρού, που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράζει
καϊσί: kaysı, το βερίκοκο
καλάι: kalay, κασσίτερος
καλαϊτζής: kalaycı, ασσιτερωτής χαλκωμάτων, γανωματής
καλαμπαλίκι: kalabalık, συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία
καλέμι: kalem, πένα από ινδοκάλαμο, που χρησιμοποιόταν παλαιότερα, εργαλείο λάξευσης που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλουργοί, μαρμαρογλύπτες
καλκάνι: kalkan, είδος ψαριού, ρόμβος ο κοινός, η επάνω άκρη της πρύμνης
καλντερίμι: kaldırım, λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια
καλούπι: kalıp , κοίλο στερεό σώμα όπου χύνονται ρευστές ύλες, για να πάρουν ορισμένο σχήμα, μήτρα, πρότυπο, φόρμα
καλπάκι: kalpak, μάλλινος ή δερμάτινος σκούφος
κάλπης/ισσα: kalp, απατεώνας, άνθρωπος αναξιόπιστος
καλπουζάνης/άνα: kalpazan, που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, πλαστογράφος, παραχαράκτης
καλτάκα: kaltak (= σέλα), ιερόδουλος δηλωμένη, πόρνη
κάλφας: kalfa, ο μαθητευόμενος τεχνίτης (ιδ. ράφτη ή παπουτσή)
καμιτσίκι: kamcı, μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι
καμουχάς: kemhu, υφαντό μεταξωτό ύφασμα με ποικίλματα κλαδιών και ανθέων, καμουκάς
καμπούρης: kambur, κυφός, που έχει καμπούρα
κανταΐφι: kadayıf, είδος γλυκίσματος του ταψιού
καντάρι: kantar, είδος ζυγαριάς
κανταρτζής: kantarcı, ο κατασκευαστής κανταριών
καπάκι: kapak, σκέπασμα σκεύους ή δοχείου
καπαμάς: kapama, είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με τομάτα και μπαχαρικά
καπλαμάς: kaplama, λεπτό φύλλο ξύλου ή μετάλλου για επένδυση επιφανειών
καπλάνι: kaplan, η τίγρη
καπλαντίζω: kapladım, καλύπτω επιφάνεια με καπλαμά
καρα-: kara (= μαύρος), ως α΄ συνθετικό δίνει στο β΄ τη σημασία του μαύρου
καραβάν σαράι: karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι
καραβάν σαράι: karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι
καραβάνα: karavana, μεταλλικό σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών
καραγάτσι: kara agac (= μαύρο δέντρο), κοινή ονομασία του ξύλου της φτελιάς
καράγιαλης: karayel, ονομασία βορειοδυτικού ανέμου, η μαϊστροτραμουντάνα
καραγιαπί: οικοδόμημα που δεν τέλειωσε ακόμη, γιαπί
καραγκιόζης: karagöz (= μαυρομάτης), ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών, τύπος τεμπέλη, πειναλέου, κακοφτιαγμένου και παμπόνηρου ανθρώπου, γελωτοποιός
καραγκιόζμπερντές: karagöz + perde, το θέατρο του καραγκιόζη
καρακατσάνοι: kara-kacan (= αυτός που φεύγει από το δάσος), σαρακατσαναίοι, ελληνική νομαδική φυλή ποιμένων
καρακόλι: karakol, αστυνομική περίπολος
καραμπογιά: karaboya, μαύρη βαφή
καραμπουζουκλής: καρα- + μπουζούκι, μάγκας, επιτήδειος, καπάτσος
καραούλι: karakol (= φρουρά), βάρδια, σκοπιά, παρατηρητήριο
καρας: kara, μαύρο άλογο
καρατζόβας: αγροίκος
κάργα: karga, είδος πουλιού, η καλιακούδα
καρντάσης/σινα: kardas, αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος
καρπούζι: karpuz, ο καρπός της καρπουζιάς, υδροπέπων
καρσί: karsı, αντίκρυ
καρσιλαμάς: karsılama, είδος λαϊκού αντικριστού χορού
καρτάλι: kartal, είδος αετού
κασέρι: kaser, είδος σκληρού τυριού
καταντίπ: dip, εντελώς, ολωσδιόλου
κατής: kadı, Τούρκος ιεροδικαστής
κάτι: kat, καθένα από τα μέρη που αποτελούν πτυχή
κατιμάς: katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής
κατιμέρι: katmer (= διπλωτός), είδος ανατολίτικου γλυκίσματος, μικρή πίτα που διπλώνεται και στην οποία χύνεται λιωμένο λάδι, βούτυρο και αβγό, και πασπαλίζεται με ζάχαρη ή μέλι
κατιφές: kadıfe, βελούδο, είδος λουλουδιού
κατμάς: katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής
κατσαμάκι: kacamak, χυλός από καλαμποκάλευρο, υπεκφυγή, πρόφαση
καφάσι: kafes, ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα των τουρκικών σπιτιών
καφάσι: kafa, κρανίο
καφέ-αμάν: kahve-aman, καφωδείο όπου τραγουδούν, κατά τη νύχτα, αμανέδες
καφένες: kahve-hane, το καφενείο
καφές: kahve, τα σπέρματα της καφέας και το αφέψημα απ’ αυτά
καφετζής/τζού: kahvecı, ο ιδιοκτήτης καφενείου, καφεπώλης
καφτάνι: kaftan, ένδυμα των ανατολικών λαών πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα
κελεπούρι: kelepir, ανέλπιστο εύρημα, εμπόρευμα σε τιμή ευκαιρίας
κεμέρι: kemer, βαλάντιο
κεμπάπ(ι): kebab, είδος ψητού κρέατος
κεμπάπ(ι): kebab, είδος ψητού κρέατος
κερχανάς: kerhane, ο κιρχανάς, το πορνείο
κεσάτι: kesat, εμπορική απραξία, αναδουλειά
κεσέμι: kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι
κεσές: kese, μικρό δοχείο όπου πήζεται το γιαούρτι
κετσές: kece, είδος υφάσματος από μαλλί ή τρίχες συμπιεσμένες, πίλημα
κέφι: keyıf (= ευθυμία), ευθυμία, καλή διάθεση
κεφτές: köfte, ίδος φαγητού από κιμά και άλλα υλικά
κεχαγιάς: kahya (= προϊστάμενος), οικονόμος ή διαχειριστής σε μεγάλο σπίτι, επίτροπος, τοποτηρητής
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου