Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: Να πως εμπλουτισαν την ελληνικη γλωσσα.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Να πως εμπλουτισαν την ελληνικη γλωσσα.

Να πως εμπλουτισαν την ελληνικη γλωσσα.








O πίνακας με τις πενήντα ελληνικές λέξεις αλβανικής προέλευσης. 
 


Οι αμφισβητούμενες με ερωτηματικό (;)

  1. αλητάμπουρας [μόνο το δεύτερο μισό, βέβαια]
  2. αμπάριζα  [αυτό είναι είδος αντιδανείου, αφού η αμπάρα, ιταλικής αρχής, πέρασε από τα ελληνικά στα αλβανικά. Οι καταλήξεις σε -ιζα είναι ένδειξη αλβανικής προέλευσης, και στα τοπωνύμια]
  3. βλάμης
  4. γκιόνης
  5. γούβα (;)
  6. ζαμάρα [φλογέρα]
  7. ζουλάπι (;)
  8. καλαμπόκι
  9. καλέσα [η ξανθιά προβατίνα]
  10. καλικούτσα [από τις Λέξεις που χάνονται]
  11. καρκαλέτσος
  12. καρούτα [ξύλινη σκάφη, ποτίστρα· από τις Λέξεις που χάνονται. Σλαβική απώτερη προέλευση, αλλά εμείς την πήραμε από τα αλβανικά]
  13. κόκα [κεφάλι, από τις Λέξεις που χάνονται]
  14. κοκορέτσι
  15. κοπέλα, κοπέλι (;)
  16. κουλαντρίζω
  17. λάγιος [για πρόβατα, σκούρο]
  18. λάλα [η κάμπια]
  19. λάπα [κοιλιά σφαγίου]
  20. λιάρος [παρδαλός]
  21. λούγκα [εξοίδημα αδένων]
  22. λουλούδι
  23. λούμπα
  24. λούτσα
  25. μάγκας (;)
  26. μάλε βράσε
  27. μαρκαλίζω (;)
  28. μαρμάγκα
  29. μπάκα
  30. μπαμπέσης
  31. μπέσα
  32. μπομπότα
  33. μπουλούκι [τουρκικής αρχής, αλλά κατά το ΛΚΝ το πήραμε μέσω αλβανικών]
  34. μπουσουλάω
  35. πίπιζα
  36. πλιάκος [ο γέρος, ο παλιός -ηπειρώτικο, αλλά από εκεί δεν ετυμολογείται και η Πλάκα;]
  37. πλιάτσικο
  38. πρατσαλίζω [καψαλίζω, ίσως και τρίζω στη φωτιά, παρακαλούνται οι Ηπειρώτες να ξεδιαλύνουν]
  39. σβέρκος
  40. σιγκούνα
  41. σιούτος [κατσίκι ή άλλο τέτοιο ζώο χωρίς κέρατα, από τις Λέξεις που χάνονται]
  42. τάτσι μίτσι κότσι
  43. τρίλιζα
  44. τσίφτης
  45. τσουνί (;)
  46. τσούπρα
  47. φάρα
  48. φέρμελη
  49. φλετουρώ [πεταρίζω, από τις Λέξεις που χάνονται]
  50. φλογέρα


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

730 ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

 Τουρκικές λέξεις που έγιναν ελληνικές: Διαβάστε το λεξιλόγιο της  καθημερινότητας - ΤΑ ΝΕΑ

 

 

 1

 

αβάντα:               avanta (= κέρδος), όφελος

αγάς:    aga, Τούρκος αξιωματούχος, άρχοντας, πρόκριτος

αγιάζι:  ayaz, το πρωινό ή απογευματινό διαπεραστικό κρύο, η δροσιά

αγιάνης:              âyan (=πρόκριτος), τουρκικός τίτλος τοπικού άρχοντα, που διοριζόταν από τον σουλτάνο

αγριλίκι:              agirlik, προγαμιαία δωρεά του γαμπρού στη νύφη, ιδ. όταν ο άντρας είναι χήρος και η νύφη παρθένα

αλάνα/ι:              alan (= πέρασμα μέσα από δάσος), ανοιχτός χώρος σε κατοικημένη περιοχή

αλατζάς:              alaca, φτηνό βαμβακερό ύφασμα

άλικος: al (= κüκκινος), βαθυκόκκινος, φλογάτος

αλισβερίσι:        alisveris (= πάρε δώσε), εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία

αλμπάνης/ισσα:              nalbant, πεταλωτής, καλιγωτής | (ειρωνικά) άνθρωπος άξεστος, αδέξιος στη δουλειά του

αμάν:    aman, έλεος! για όνομα του Θεού

αμανάτι:             emanet, ενέχυρο, υποθήκη

αμανές:               mani, είδος λαϊκού τραγουδιού, συνήθως ερωτικού, όπου επαναλαμβάνεται κάθε τόσο το επιφώνημα αμάν

αμπάρι:               ambar, αποθήκη για σιτηρά

αναντάν μπαμπαντάν: anadan babadan, αναντάν μπαμπαντάν, από μάνα κι από πατέρα, από καταγωγή, ανέκαθεν

αντάμης:             adam, θαρραλέος, παλικαράς | αυτός που καβγαδίζει για να προκαλέσει και να επιδειχθεί

αντερί: entari, μακρύ ένδυμα με μανίκια που φορούν οι ιερείς μέσα από το ράσο

αντέτι:  adet, συνήθεια, έθιμο

αραλίκι:               aralik (= χαραμάδα), ρωγμή, χαραμάδα, άνεση, ανάπαυση, αργία, ευρυχωρία από την αραίωση

αραμπάς:            araba (= άμαξα), τετράτροχο ή δίτροχο μεταφορικό αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα, κάρο

αραμπατζής:     arabaci, οδηγός ή ο ιδιοκτήτης του αραμπά

αριάνι: ayran, δροσιστικό ποτό από γιαούρτι διαλυμένο σε νερό

αρκαντάσης:     arkadas, σύντροφος, φίλος, συνέταιρος

αρναούτης/ισσα:            arnavut, Αλβανός, άξεστος, αγροίκος

αρσίζης:               arsız (= αναιδής), ξεδιάντροπος, αναίσχυντος

ασίκης: âsık, ερωμένος, αγαπητικός, ωραίος, λεβέντης, παλικαράς

ασκέρι:                asker (= σώμα στρατού), τακτικός ή άτακτος στρατός

ασουρές:             asure, παχύρρευστο γλύκισμα από βρασμένο σιτάρι, καρύδια, σταφίδες κ.α.

ατζαμής:              acemi, αδέξιος

ατζέμ πιλάφι:    acem pilavı (= περσικό πιλάφι), ρύζι με κρέας

άτι:        at, το αρσενικό, μη ευνουχισμένο άλογο, κατάλληλο για ιππασία, πολεμικό άλογο

άφεριμ:               aferim, εύγε, μπράβο

αφιόνι: afyon, το φυτό μήκων η υπνοφόρος και το ναρκωτικό που παίρνεται απ’ αυτό, όπιο

αχμάκης:             ahmak (= κουτός), αφελής, απλοϊκός, βραδύνους, νωθρός, τεμπέλης

αχούρι:                ahır,  στάβλος, χώρος ακάθαρτος ή ακατάστατος

άχτι:      ahd (= υποχρέωση), έντονη επιθυμία, πόθος για εκδίκηση

βάι:        vay, εκφραστικό λύπης, πόνου, με τη σημασία του αλίμονο, συχνά και επαναλαμβανόμενο, βάι βάι

βακούφι:             vakıf, κτήμα αφιερωμένο σε ναό, μοναστήρι ή σε ευαγές ίδρυμα

βαλκανικός:       balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)

βαράκ(ι):            varak, λεπτότατο φύλλο χρυσού που χρησιμοποιείται για επιχρυσώσεις αντικειμένων

βαριεστίζω:        vazgestim, αποκάνω, νιώθω κορεσμό ή αηδία για κάτι, βαριεστώ

βασιβουζούκος:               basıbozuk,  άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, απείθαρχος, ασύδοτος άνθρωπος

βαχ:       vah, εκφράζει πόνο, λύπη,  αχ βαχ

βεζίρης:               vezir, ανώτατος κρατικός λειτουργός στην οθωμανική αυτοκρατορία

βελέντζα:            velence, βαρύ, μάλλινο κλινοσκέπασμα

βερέμης:             verem, καχεκτικός, ασθενικός, μελαγχολικός, κακεντρεχής, φθονερός

βερεσές:              veresiye, αγορά ή πώληση με πίστωση

βιλαέτι‑:              vilâyet, μεγάλη διοικητική περιοχή στην Τουρκία

βουρ:    vur (=χτύπα) vurmak (=χτυπώ), όρμα του, βάλε μπρος

γαϊτάνι:               gajtan, μεταξωτό κορδόνι για τη διακόσμηση φορεμάτων

γελέκι/ο:             yelek, γιλέκο, ανδρικό ένδυμα που φοριέται κάτω από το σακάκι

γεμενί: Yemeni (= η χώρα Υεμένη), πολύχρωμο και διάφανο φακιόλι, τσεμπέρι

γεμιτζής:              gemici, παλιός και πεπειραμένος ναυτικός, θαλασσόλυκος

γενίτσαρος:       yeni-ceri (= νέος στρατός), Τούρκος στρατιώτης (στα χρόνια της τουρκοκρατίας) ειδικού σώματος αποτελούμενου κυρίως από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα

γεντέκι:                yedek (= καπίστρι, σκοινί για ρυμούλκηση, το σκοινί με το οποίο σύρονται ή ρυμουλκούνται πλεούμενα από την ξηρά ή από άλλο πλοίο, σκοινί με το οποίο τραβούν τα ζώα

για:        ya, αντί του, ώστε να,

γιαβάς:                yavas, γιαβάς γιαβάς, αργά, σιγά σιγά

γιαβέρης:            yaver, σωματοφύλακας, υπασπιστής

γιαβουκλού:      yavuklu, μνηστή, αγαπητικιά

γιαβουκλούς:    yavuklu,  ο αγαπητικός, ο μνηστήρας

γιαβρί: yavru (= μωρό, νεογνό), νεογνό ζώων και ιδ. πτηνών

γιαβρούμ:           yavrum, μωρό μου (τρυφερή προσφώνηση)

γιαγκίνι:              yangın (= πυρκαγιά), πυρκαγιά, φωτιά, σφοδρό ερωτικό πάθος

γιαγλίδικος:       yaglı, λιπαρός (για τροφές)

γιακάς: yaka, περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων

γιαλαντζί – ντολμάς:       yalancı (= ψεύτικος) – dolma, νηστίσιμος ντολμάς

γιαλελί:                yeleli, γιλέκο ανοιχτό στο στήθος που φορούσαν πάνω από το πουκάμισο οι βρακοφόροι νησιώτες του Αιγαίου

γιάμπολη:           είδος φαρμακευτικού φυτού

γιάντες:               yadest- yadetmek (= θυμίζω), παιχνίδι μνήμης κατά το οποίο χάνει ο παίκτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από συμπαίκτη, χωρίς να δηλώσει τους όρους του παιχνιδιού

γιαούρτη:           yogurt, τροφικό παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα, γιαούρτι

γιαπί:    yapı, οικοδομή που δεν τέλειωσε ακόμη, ο σκελετός οικοδομής

γιαπράκι:            yaprak (= φύλλο), ντολμάδες, φαγητό από ρύζι, κιμά, μπαχαρικά κτλ. που τυλίγονται σε αμπελόφυλλα

γιαραμπής:        yarabbi, ο Θεός

γιαρμάς:              yarma-yarmak (= διχοτομώ, διαχωρίζω), είδος ροδάκινου

γιασεμί:               yasemin, το αρωματικό φυτό ίασμος και το άνθος του

γιασμάκι:            yasmak, καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών

γιαταγάνι:          yatagan, πλατύ και καμπυλωτό σπαθί

γιατάκι:               yatak, στρώμα, κρεβάτι

γιαχνί:  yahni, τρόπος μαγειρέματος λαχανικών, οσπρίων ή και κρέατος με κρεμμύδι που τσιγαρίζεται σε λάδι, ντομάτα, μυρωδικά κτλ

γινάτι:  inat, πείσμα

γιορντάνι:           yordan, περιδέραιο

γιουβαρλάκια: yuvarlak (= σφαιρικός), ίδος φαγητού από κιμά, ρύζι και καρυκεύματα

γιούκι/ος:           yük (= μεγάλο ντουλάπι όπου τοποθετούνται κλινοσκεπάσματα), στοίβα από κλινοσκεπάσματα, στρώματα, κουβέρτες κτλ. | κοίλωμα στον τοίχο όπου τοποθετούν σε στοίβα τα κλινοσκεπάσματα, στρώματα κτλ

γιουρούσι:          yürüyüs, έφοδος, εφόρμηση, γιούρ(γ)ια

γιούχα: yuha, δηλωτικό αποδοκιμασίας

γκάγκαρο:          gaga (= ράμφος), βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σκοινί πίσω από την αυλόπορτα την οποία έκλεινε αυτομάτως με το βάρος του

γκάιντα:              gayda, λαϊκό, πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από δερμάτινο ασκό, δύο αυλούς και το επιστόμιο, ο άσκαυλος

γκελ:     gel, το αναπήδημα που κάνει το τόπι, όταν ριχθεί στο έδαφος

γκέλα:  gel (= έλα), ατυχής ρίψη των ζαριών κατά το τάβλι, η αποτυχία

γκέμι:    gem, χαλινάρι

γκεσέμι:               kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι, κεσέμι

γκιαούρ/ης:       giaur (= άπιστος),  ως υβριστικός χαρακτηρισμός των χριστιανών

γκιουβέτσι:        güvez, ρηχό και πλατύ πήλινο σκεύος για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο, φαγητό με κρέας και ζυμαρικά κυρίως, ψημένο στο φούρνο

γκιουλές:             gülle, βλήμα κανονιού

γλεντζές/τζού  :                eğlence, που του αρέσουν τα γλέντια

γλεντώ:                eglenmek, διασκεδάζω με φαγοπότι, τραγούδι, χορό κτλ.

γούρι:   ugur (= τύχη), καλή τύχη

γουρλής:             ugurlu (= τυχερός), που έχει ή φέρνει τύχη, καλότυχος

γουρσούζης:      ugursuz (= δυσοίωνος), που φέρνει κακοτυχιά

γριγρί:  gir-gir, μικρό αλιευτικό σκάφος με πυροφάνι

δερβένι:              dervent, στενü πέρασμα ανάμεσα σε βουνά

δερβίσης:            dervis, μωαμεθανός μοναχός

διαγουμίζω:       yagma (= διαρπαγή), λεηλατώ

εμ:          hem (= και έπειτα, επίσης), όχι μόνον αλλά και…

εμίρης: emîr, τίτλος φυλάρχων και ηγεμόνων των μουσουλμανικών λαών

εντεψίζικος:       edepsiz (= ανάγωγος, αγενής),  αγενής, αθυρόστομος, αδιάντροπος

εργένης/ισσα:  ergen, άγαμος, που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια

ερίφης/ισσα:     herif,  ο ανόητος, ο κακομοίρης που θέλει να φαίνεται έξυπνος

εσνάφι:                esnaf, σωματείο επαγγελματιών, σινάφι

εφέντης:              efendi, κύριος, τίτλος Τούρκων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων και ιδίως των αυτοκρατορικών πριγκίπων

ζαβαλής:             zavallı, ταλαίπωρος, δυστυχής, ζάβαλης

ζαμάνι: zaman, μεγάλο χρονικό διάστημα

ζαμπάκι:              zambak, ο νάρκισσος

ζαμπούνης:        zabun, αδιάθετος, κακοδιάθετος

ζαπτιές:                zaptiye (= χωροφύλακας), αστυνομικός, χωροφύλακας

ζαρζαβάτι(κό): zerzavat, λαχανικό, χορταρικό

ζαρίφης/ισσα:  zarif, κομψός, λεπτός, ευγενής

ζάρφι:   zarf, μεταλλικό, πλατύστομο κύπελλο

ζαφορά:              zafran, το φυτό κρόκος

ζάφτι:   zaptı, κάνω ζάφτι, δαμάζω, τιθασεύω

ζεβζέκης:             zevzek, ανόητος, ελαφρόμυαλος

ζεϊμπέκης:           zeybek, εξισλαμισμένοι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

ζεμπίλι:                zempil, είδος σάκου από πλεχτή ψάθα

ζεύκι:    zevki, φαγοπότι, τσιμπούσι

ζόρι:      zor, βία, καταναγκασμός, άσκηση πιέσεως

ζορμπαλίκι:        zorbalık, τυραννική συμπεριφορά, ετσιθελισμός

ζορμπάς:             zorba, οπλοφόρος άτακτου στρατιωτικού σώματος, βίαιος, τυραννικός, παλικαράς

ζουμπάς:             zιmba, εργαλείο που τρυπάει μέταλλα ή σπρώχνει προς τα μέσα τα κεφάλια των καρφιών που προεξέχουν

ζουμπούλι:         sümbül, το φυτό υάκινθος ο ανατολικός και το λουλούδι του

ζουρνάς:              zurna, λαϊκό μουσικό όργανο, είδος κλαρίνου

θεριακλής/ισσα:              tiryakli, παθιασμένος με κάτι το απολαυστικό

ιμάμ μπαϊλντί:  είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες

ιμάμης:                imam, λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης

ινάτι:     inat, πείσμα, γινάτι

ίρ(ντ)ζι:                irz, τιμή, ντροπή

ιραδές: irade, σουλτανικό διάταγμα

 

 


 

 

2

 

 

καβάκι:                kavak, είδος λεύκας

καβάσης:            kavas (= φύλακας, φρουρός), φρουρός πρεσβείας ή προξενείου της παλιάς Τουρκίας και Αιγύπτου

καβάφης:            kavaf, κατασκευαστής ή πωλητής παπουτσιών δεύτερης ποιότητας | κακός, αδέξιος τεχνίτης, σκιτζής

καβγάς:               kavga, φιλονικία, τσακωμός

καβγατζής/τζού:              kavgacı, άνθρωπος που του αρέσουν οι καβγάδες

καβούκι:              kabuk, όστρακο

καβουρδίζω:      kavurdim/kavurmak, καβουρντίζω, τσιγαρίζω, ξεροψήνω, κατακαίω

καβουρμάς:       kavurma, είδος φαγητού από τσιγαρισμένο κρέας, λίπος και κρεμμύδια

καγιανάς:           kaygana, ομελέτα με ντομάτα, κρεμμύδι και ψιλοκομμένο κρέας

καδής:  kadi, κατής

καζάνι: kazan, μεγάλη μετάλλινη χύτρα, λέβητας

καζαντίζω:          kazandim, αποκομίζω κέρδη, πλουταίνω

καζίκι:   kazık, πάσσαλος, δύσκολη, δυσάρεστη περίσταση

καζμάς:                kazma, σκαπάνη, αξίνα, σκαπτικό εργαλείο

καΐκι:    kayık, μικρό ιστιοφόρο πλοίο

καϊκτσής:            kayıkcı, ο ιδιοκτήτης καϊκιού, ο κυβερνήτης καϊκιού

καϊμακάμης:      kaymakam, προϊστάμενος διοικητικής υπηρεσίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας

καϊμάκι:               kaymak, ανθόγαλα, αφρόγαλα, πυκνό στρώμα αφρού, που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράζει

καϊσί:    kaysı, το βερίκοκο

καλάι:   kalay, κασσίτερος

καλαϊτζής:          kalaycı, ασσιτερωτής χαλκωμάτων, γανωματής

καλαμπαλίκι:    kalabalık, συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία

καλέμι: kalem, πένα από ινδοκάλαμο, που χρησιμοποιόταν παλαιότερα, εργαλείο λάξευσης που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλουργοί, μαρμαρογλύπτες

καλκάνι:              kalkan, είδος ψαριού, ρόμβος ο κοινός, η επάνω άκρη της πρύμνης

καλντερίμι:        kaldırım, λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια

καλούπι:              kalıp , κοίλο στερεό σώμα όπου χύνονται ρευστές ύλες, για να πάρουν ορισμένο σχήμα, μήτρα, πρότυπο, φόρμα

καλπάκι:              kalpak, μάλλινος ή δερμάτινος σκούφος

κάλπης/ισσα:    kalp, απατεώνας, άνθρωπος αναξιόπιστος

καλπουζάνης/άνα:         kalpazan, που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, πλαστογράφος, παραχαράκτης

καλτάκα:             kaltak (= σέλα), ιερόδουλος δηλωμένη, πόρνη

κάλφας:               kalfa, ο μαθητευόμενος τεχνίτης (ιδ. ράφτη ή παπουτσή)

καμιτσίκι:            kamcı, μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι

καμουχάς:          kemhu, υφαντό μεταξωτό ύφασμα με ποικίλματα κλαδιών και ανθέων, καμουκάς

καμπούρης:       kambur, κυφός, που έχει καμπούρα

κανταΐφι:            kadayıf, είδος γλυκίσματος του ταψιού

καντάρι:              kantar, είδος ζυγαριάς

κανταρτζής:       kantarcı, ο κατασκευαστής κανταριών

καπάκι:                kapak, σκέπασμα σκεύους ή δοχείου

καπαμάς:            kapama, είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με τομάτα και μπαχαρικά

καπλαμάς:          kaplama, λεπτό φύλλο ξύλου ή μετάλλου για επένδυση επιφανειών

καπλάνι:              kaplan, η τίγρη

καπλαντίζω:       kapladım, καλύπτω επιφάνεια με καπλαμά

καρα-:  kara (= μαύρος), ως α΄ συνθετικό δίνει στο β΄ τη σημασία του μαύρου

καραβάν σαράι:              karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι

καραβάν σαράι:              karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι

καραβάνα:         karavana, μεταλλικό σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών

καραγάτσι:        kara agac (= μαύρο δέντρο),  κοινή ονομασία του ξύλου της φτελιάς

καράγιαλης:      karayel, ονομασία βορειοδυτικού ανέμου, η μαϊστροτραμουντάνα

καραγιαπί:         οικοδόμημα που δεν τέλειωσε ακόμη, γιαπί

καραγκιόζης:     karagöz (= μαυρομάτης), ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών, τύπος τεμπέλη, πειναλέου, κακοφτιαγμένου και παμπόνηρου ανθρώπου, γελωτοποιός

καραγκιόζμπερντές:      karagöz + perde, το θέατρο του καραγκιόζη

καρακατσάνοι:                kara-kacan (= αυτός που φεύγει από το δάσος), σαρακατσαναίοι, ελληνική νομαδική φυλή ποιμένων

καρακόλι:           karakol, αστυνομική περίπολος

καραμπογιά:     karaboya, μαύρη βαφή

καραμπουζουκλής:         καρα- + μπουζούκι, μάγκας, επιτήδειος, καπάτσος

καραούλι:           karakol (= φρουρά), βάρδια, σκοπιά, παρατηρητήριο

καρας:  kara, μαύρο άλογο

καρατζόβας:      αγροίκος

κάργα: karga, είδος πουλιού, η καλιακούδα

καρντάσης/σινα:             kardas, αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος

καρπούζι:            karpuz, ο καρπός της καρπουζιάς, υδροπέπων

καρσί:   karsı, αντίκρυ

καρσιλαμάς:      karsılama, είδος λαϊκού αντικριστού χορού

καρτάλι:              kartal, είδος αετού

κασέρι:                kaser, είδος σκληρού τυριού

καταντίπ:            dip, εντελώς, ολωσδιόλου

κατής:   kadı, Τούρκος ιεροδικαστής

κάτι:      kat, καθένα από τα μέρη που αποτελούν πτυχή

κατιμάς:              katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής

κατιμέρι:             katmer (= διπλωτός), είδος ανατολίτικου γλυκίσματος, μικρή πίτα που διπλώνεται και στην οποία χύνεται λιωμένο λάδι, βούτυρο και αβγό, και πασπαλίζεται με ζάχαρη ή μέλι

κατιφές:              kadıfe, βελούδο, είδος λουλουδιού

κατμάς:                katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής

κατσαμάκι:        kacamak, χυλός από καλαμποκάλευρο, υπεκφυγή, πρόφαση

καφάσι:               kafes, ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα των τουρκικών σπιτιών

καφάσι:               kafa, κρανίο

καφέ-αμάν:       kahve-aman, καφωδείο όπου τραγουδούν, κατά τη νύχτα, αμανέδες

καφένες:             kahve-hane, το καφενείο

καφές:  kahve, τα σπέρματα της καφέας και το αφέψημα απ’ αυτά

καφετζής/τζού:                kahvecı, ο ιδιοκτήτης καφενείου, καφεπώλης

καφτάνι:             kaftan, ένδυμα των ανατολικών λαών πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα

κελεπούρι:         kelepir, ανέλπιστο εύρημα, εμπόρευμα σε τιμή ευκαιρίας

κεμέρι: kemer, βαλάντιο

κεμπάπ(ι):          kebab, είδος ψητού κρέατος

κεμπάπ(ι):          kebab, είδος ψητού κρέατος

κερχανάς:           kerhane, ο κιρχανάς,  το πορνείο

κεσάτι: kesat, εμπορική απραξία, αναδουλειά

κεσέμι: kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι

κεσές:   kese, μικρό δοχείο όπου πήζεται το γιαούρτι

κετσές: kece, είδος υφάσματος από μαλλί ή τρίχες συμπιεσμένες, πίλημα

κέφι:     keyıf (= ευθυμία), ευθυμία, καλή διάθεση

κεφτές:                köfte, ίδος φαγητού από κιμά και άλλα υλικά

κεχαγιάς:            kahya (= προϊστάμενος), οικονόμος ή διαχειριστής σε μεγάλο σπίτι, επίτροπος, τοποτηρητής



newspepper.gr




theologos vasiliadis

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου