Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: Το κουτσοβλαχικό ζήτημα

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Το κουτσοβλαχικό ζήτημα

Το κουτσοβλαχικό ζήτημα

Βλάχικη οικογένεια
 
Με την ένωση των παραδουνάβιων ηγεμονιών στο αυτόνομο κράτος της Ρουμανίας το 1859 άρχισε να αναπτύσσεται ο ρουμανικός μεγαλοϊδεατισμός. Για να οικοδομήσουν την εθνική τους συνείδηση οι Ρουμάνοι δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους Σλάβο και ανήγαγαν την απαρχή του έθνους τους στους εκλατινισμένους, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό, Δάκες. Οι Ρουμάνοι χρησιμοποίησαν τους ελληνόβλαχους ως διπλωματικό μέσο για τη ρύθμιση των συνόρων (για παράδειγμα αντέδρασαν στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και αργότερα της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος). Στην αρχή έγινε προσπάθεια να τονιστεί η γλωσσική συγγένεια των Ελληνόβλαχων της Ελλάδας με τους Βλάχους της Ρουμανίας και στη συνέχεια επικεντρώθηκαν στη φυλετική συγγένεια.

Ο Ν. Ράπτης, ο Ε. Αβέρωφ και άλλοι Κουτσόβλαχοι που αντέδρασαν στην προπαγάνδα των Ρουμάνων

Ο όρος Κουτσόβλαχοι επινοήθηκε από  τους Οθωμανούς Τούρκους για να χαρακτηρίσει τους Βλάχους που κατοικούν στη Μικρή Βλαχία (Κιουτσούκ–Βαλαχί), τον ελληνικό χώρο δηλαδή, έναντι αυτών που έμεναν στη Ρουμανία, την Μεγάλη Βλαχία (Μπουγιούκ – Βαλαχί). Κι αυτό το έκαναν για να μην ταυτιστούν οι δύο φυλές.
Ο όρος Βλάχος δεν είχε εθνικό περιεχόμενο αλλά υποδήλωνε κάποια γλωσσική διαφοροποίηση από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Άλλωστε αλλιώς αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι οι Βλάχοι κι αλλιώς τους αποκαλούν όλοι ο υπόλοιποι. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ως  Αρωμούνοι (Αrmani), ονομασία που προέρχεται από τον όρο Romanus και υποδήλωνε, κατά τη Ρωμαϊκή εποχή,  την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη
 
Το όνομα με το οποίο αποκαλούν οι υπόλοιποι τους Αρωμούνους είναι «Βλάχοι». Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την  προέλευση του όρου αυτού. Το πιο πιθανό είναι ότι προήλθε από την παλαιοσλαβική λέξη Vlah που σημαίνει τον μη Σλάβο αλλά λατινόφωνο ή ότι προήλθε από το γερμανικό Walechen (ξένος, μη Γερμανός, λατινόφωνος). Με την κάθοδο των Σλάβων στην Βαλκανική, οι Βυζαντινοί δανείστηκαν τη λέξη για να χαρακτηρίσουν έτσι τους δικούς τους λατινόφωνους, καθώς έβλεπαν ομοιότητες στη γλώσσα.
 
Το 1860 ιδρύεται στο Βουκουρέστι το «Μακεδονορουμανικό κομιτάτο», που ως στόχο είχε την ίδρυση ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών σε περιοχές της Μακεδονίας, όπου ζούσε λατινόφωνος πληθυσμός, με απώτερο στόχο τη δημιουργία ρουμανικής συνείδησης. Το 1862 εμφανίζεται ως «Εθναπόστολος» του ρουμανισμού ο δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, καταγόμενος από τη Βλαχοκλεισούρα (Κλεισούρα της Καστοριάς), όπου και ιδρύθηκε το πρώτο ρουμανικό σχολείο.  Ο Μαργαρίτης, με τις περιοδείες του,  προσπαθούσε να πείσει το βλαχόφωνο πληθυσμό της περιοχής για την ρουμανική καταγωγή του.

Κλεισούρα Καστοριάς, εκεί ιδρύθηκε το πρώτο ρουμάνικο σχολείο

Το 1878 το Ρουμανικό κράτος γίνεται ανεξάρτητο και ο Μαργαρίτης διορίζεται Γενικός Επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Τότε ξεκίνησαν τα αιτήματα για ίδρυση ρουμανικών εκκλησιών και άρχισαν να στέλνονται μεγάλα ποσά για την ίδρυση σχολείων ρουμανικών και φοίτηση μαθητών σε αυτά, αλλά χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό άρχισαν να χρησιμοποιούν διαφορετικά μέσα όπως εκφοβισμούς Ελληνόβλαχων, κλοπές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, απειλές, δολοφονίες αλλά και συκοφαντίες στις τουρκικές αρχές.
 
Σημαντική στιγμή υπήρξε για τους Ρουμάνους όταν ο Αμπντούλ Χαμίτ εξέδωσε στις 22 Μαΐου 1905, σουλτανικό ιραδέ που προέβλεπε αναγνώριση της κουτσοβλαχικής κοινότητας ως ισότιμης εθνότητας στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ενισχυμένη η ρουμανική πλευρά, έκανε λόγο, μέσω του ρουμάνου πρέσβη στην Αθήνα, για εθνοκάθαρση της βλάχικης μειονότητας στην περιοχή της Μακεδονίας από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. 
 
Οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέβαλαν διάβημα προς την Ελλάδα σχετικά με τη δράση των ανταρτικών σωμάτων εναντίον των Κουτσόβλαχων, ενώ οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Ρουμανίας διακόπηκαν. 
 
Στη Μακεδονία, οι εντάσεις συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα την πυρπόληση  ελληνικής εκκλησίας στα Άνω Πορρόια Σερρών το 1907, ενώ το ίδιο έτος είχαμε αιματηρά γεγονότα στη Βέροια και επεισόδια σε κηδεία ρουμανίζοντα στο Μέτσοβο.

Νικόλαος Ματούσης, πρόεδρος της Ρωμαϊκής Λεγεώνας

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώρισε στις 15 Μαΐου 1913 την λειτουργία και την αυτονομία ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών για τους Κουτσόβλαχους στις Νέες Χώρες της Ελλάδας (29 σχολεία μέχρι το 1939). Αυτό το έκανε για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Ρουμάνων στο θέμα της Καβάλας, που την διεκδικούσαν και οι Βούλγαροι. Ουσιαστικά, όμως, με την κίνηση του αυτή ο Βενιζέλος αναγνώριζε την ύπαρξη ρουμανικής μειονότητας στο εσωτερικό της Ελλάδας!
 
Τότε εμφανίζεται και ο Αλκιβιάδης Διαμάντης από τη Σαμαρίνα, ο οποίος μαζί με μία ομάδα ρουμανιζόντων προπαγάνδιζε υπέρ της λατινικής καταγωγής των Κουτσόβλαχων. Ο Διαμάντης ζητούσε να συσταθεί ένα αυτόνομο καντόνι Κουτσόβλαχων στην περιοχή της Βωβούσας, υπό ιταλική αιγίδα. Μάλιστα το φθινόπωρο του 1918 έγινε ανακήρυξη της «Δημοκρατίας της Πίνδου» από Βλάχους της Κορυτσάς, οι οποίοι εμπόδισαν τον ελληνικό στρατό να πάρει τη Βωβούσα από τους αποχωρούντες Ιταλούς, αλλά η συγκεκριμένη Δημοκρατία έζησε για μία μόνο ημέρα. Ο Διαμάντης, αν και διέφυγε στην Αλβανία, καταδικάστηκε σε θάνατο. Το 1927, ωστόσο, αμνηστεύτηκε από το ελληνικό κράτος.
 
 
Αυτό έγινε γιατί στον Μεσοπόλεμο το κουτσοβλαχικό ζήτημα έπεσε σε δεύτερη μοίρα, αφού οι δύο χώρες είχαν άλλα προβλήματα. Οι Ελλάδα είχε ανοιχτά ζητήματα με τους σλαβόφωνους και τους Τσάμηδες, ενώ η Ρουμανία με την ουγγρική και βουλγαρική μειονότητα. Μάλιστα το 1925 η Ρουμανία ζήτησε τη συγκατάθεση της Ελλάδας, ώστε να μεταναστεύσει ένας αριθμός Κουτσόβλαχων στη χώρα. Και πράγματι την περίοδο  1925–1929 περίπου 2.000 οικογένειες έφυγαν για την Ρουμανία, γεγονός που απάλλαξε την Ελλάδα από σημαντικό αριθμό ρουμανιζόντων. 
 
Η μετανάστευση συνεχίστηκε και το επόμενο διάστημα, γιατί υπήρχαν οικονομικά προβλήματα και έλλειψη βοσκότοπων. Αυτό συνέβη γιατί ήρθαν πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και την Α. Θράκη, στους οποίους δόθηκαν πολλά από τα πρώην τουρκικά τσιφλίκια.
 
Με την εμφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη έχουμε αναζωπύρωση του κουτσοβλαχικού  ζητήματος. Στην Ελλάδα το 1936 ο Μεταξάς απαγόρευσε τη χρήση οποιασδήποτε ξένης διαλέκτου στην ελληνική επικράτεια. Οι τοπικές αρχές απαγόρευαν τη χρήση της βλαχικής διαλέκτου, με την απειλή της φυλάκισης, ενώ στράφηκαν εναντίον των οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους στα σχολεία των ρουμανιζόντων. 
 
Όπως ήταν φυσικό, οι αντιδράσεις των ρουμανιζόντων ήταν έντονες και παρατηρήθηκαν συγκρούσεις. Στη Ρουμανία η εθνικιστική οργάνωση Σιδηρά Φρουρά μετέχει στη δικτατορική κυβέρνηση του στρατάρχη Αντωνέσκου με αποτέλεσμα να ξαναβγεί στην επιφάνεια το σενάριο δημιουργίας ιταλορουμανικού κράτους στη νότια Βαλκανική.

Απόστολος Μαργαρίτης, κύριο όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα

Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου πολλοί ήταν οι ρουμανίζοντες που συνεργάστηκαν με το φασιστικό στρατό, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να εκτοπιστούν από τις ελληνικές αρχές.  Μετά την γερμανική εισβολή οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου περιήλθαν στην ιταλική ζώνη κατοχής. Τότε επανεμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης.  Τον Μάιο του 1941, ο Διαμάντης ίδρυσε γραφείο προπαγάνδας του «Αυτόνομου Κράτους της Πίνδου». 
 
Τον επόμενο μήνα, προχώρησε στη σύσταση «Κοινοτήτων Κουτσόβλαχων» στο Μέτσοβο και τα Γιάννενα. Τον Αύγουστο ίδρυσε στα Γρεβενά την «Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων». Το έμβλημα του ήταν η λύκαινα με τα λυκόπουλα και ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε «Πρίγκιπας της Πίνδου».
 
Το 1942 ο Διαμάντης εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου ίδρυσε τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Πρόεδρος της ορίστηκε ο Νικόλαος Ματούσης. Τα μέσα που χρησιμοποιούσαν για τον προσεταιρισμό των Ελληνόβλαχων ήταν απειλές και εκφοβισμοί. Το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό, αφού στρατολόγησαν μόνο 2.000 άτομα, καθώς ταυτόχρονα οργανώθηκε «Ένωση Ελλήνων Κουτσόβλαχων» από ελληνόβλαχους όπως ο Ε. Αβέρωφ, που απέτρεψαν τον προσηλυτισμό των Κουτσόβλαχων στους Ρουμάνους. 
 
Τελικά ο Διαμάντης ανακλήθηκε στο Βουκουρέστι, καθώς κατηγορήθηκε για στροφή προς την Ιταλία. Συνεχιστής της Λεγεώνας ήταν ο Βασίλης Ραποτίκας. Με την αποχώρηση, όμως, τον ιταλικών στρατευμάτων το 1943, η οργάνωση έπεσε σε παρακμή και τα μέλη της διέφυγαν στο εξωτερικό.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μιχαήλ Παλάγκας Μεταπτυχιακό Βαλκανικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ  ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ 1859 – 1944
Αβέρωφ, Ευάγγελος , Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος, Εκδόσεις Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 1987.
Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Μαρία, Οι Βαλκανικοί λαοί από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση. Εκδόσεις Bάνιας, Θεσσαλονίκη 2000.



http://attheendshavedpriest.blogspot.com 
 
 
 
 theologos vasiliadis

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου