Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: 12/06/23

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 


Ορισμένες αυτονόητες διευκρινίσεις για τον τίτλο, αλλά ας λέγονται τα αυτονόητα:

Α) Οι μύθοι, αντίθετα με τη συνηθισμένη παρερμηνεία, δεν ταυτίζονται πάντα με τα ψεύδη, αλλά νοούνται συνήθως ως ένα κράμα από αλήθειες, μισο-αλήθειες, απροσδιόριστες γκρίζες ζώνες, αποσιωπήσεις, όπως και ψεύδη (που δεν είναι επινοημένες αλήθειες).

Β) Με μυθολογική θεμελίωση, φυσικά και δεν εννοώ πως αναδεικνύεται ως η μόνη ή η κυριότερη θεμελίωση του ελληνικού κράτους, αλλά είναι ένα από τα ανθεκτικότερα μέσα στο χρόνο δομικά υλικά του.

Γ) Με νεο-ελληνικό κράτος, φυσικά και εννοώ απλούστατα το ελληνικό κράτος· αλλά επειδή τα πολιτισμικά συμφραζόμενα εν Ελλάδι συνεχίζουν και αποδέχονται ως αυτονόητη την αρχαιότητα ως αρχαία «Ελλάδα» —ιδιαίτερα όταν συνδέεται με τον κόσμο των μύθων—, είπα να επιτρέψω στο πρώτο αυτό συνθετικό να παρεισφρήσει. 


Δεν υπάρχει ούτε μεσαιωνική «Ελλάδα», αλλά Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ούτε αρχαία «Ελλάδα» ως κρατική οντότητα (αλλά οι πόλεις-κράτη) ούτε καν ως απόλυτη πολιτισμική ενότητα (παρά το δωδεκάθεο, ισχυρό κοινό χαρακτηριστικό κυμαινόμενο στις επιμέρους του εκφάνσεις και πρακτικές).




Συνεπαγόμενη διευκρίνιση αναφορικά με την έννοια της συνέχειας: Ενώ φυσικά και δεν υπάρχει συνέχεια ελληνικού κράτους, υπάρχει η συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια της ελληνικής γλώσσας για ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως επίσης και μια ενδεχόμενη επίδραση που ασκούν, στην πολύ μεγάλη ιστορική διάρκεια, στα καθημερινά ήθη και τις συμπεριφορές ο γεωγραφικός τόπος με τα βουνά, τις θάλασσες, τα ποτάμια, το κλίμα, που δεν αφήνουν ανέπαφο στη μεγάλη χρονική διάρκεια κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνοτικής ή θρησκευτικής προέλευσης, που κατοικεί το «αίθριο του Αιγαίου», τουλάχιστον μέχρι τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τις οικολογικές διαταραχές των τελευταίων πενήντα χρόνων.


Επομένως, όταν αναλύουμε κριτικά τις αντιλήψεις περί συνέχειας, εννοούμε τις αντιλήψεις για απόλυτες, αδιαμεσολάβητες συνέχειες και όχι για τα υπαρκτότατα ταυτοτικά ίχνη που θα μπορούσε ενδεχομένως να εντοπίσει κανείς και που όμως δεν μπορεί αναδρομικά (και αναχρονιστικά) να ορίσει ως εθνικά.

Δ) Θεωρώ αναγκαία μια ακόμη διευκρίνιση: Παρουσιάζοντας τη συγκεκριμένη νεο-ελληνική μυθολογία, δεν μπορεί ούτε πρέπει να εκληφθεί ως μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του ελληνικού έθνους-κράτους, αλλά ως η ιδιαίτερη έκφανση ενός φαινομένου που συνοδεύει την ίδρυση κάθε έθνους.

Από το σώμα των επεξεργασιών που μελέτησαν θεωρητικά, εννοιολογικά και ιστορικά το έθνος και τον εθνικισμό, γνωρίζουμε πολύ καλά πως κάθε έθνος-κράτος διαμόρφωσε τη δική του εθνική μυθολογία. Γνωρίζουμε ακόμη πως κάθε εξουσία, αυτοκρατορική ή τοπική, ακόμη και κάθε οικογένεια συγκροτεί τη δική της ηρωική μυθολογία, ενίοτε και θεϊκή γενεαλογία.

Θα ξεκινήσω εκθέτοντας εν συντομία όσα έχω διατυπώσει σε τρεις χρόνους, για να καταλήξω σε μία στάση (την τέταρτη, σημερινή).

 


Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ:
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ ΕΘΝΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΦΙΛΩΝ ΚΑΙ ΕΧΘΡΩΝ


Γνωρίζουμε πλέον μέσα από το σώμα της πολιτικής θεωρίας και ειδικότερα της θεωρίας του εθνικισμού πως η γένεση των εθνών υπήρξε βίαιη (με διαβαθμίσεις) και συνεχίζει να είναι. Η διαδικασία εθνογένεσης παράγει αυτομάτως το δίπολο φίλοι-εχθροί (εσωτερικοί και εξωτερικοί), όπου, μόλις διαφοροποιηθούν οι διεθνείς συνθήκες και συσχετισμοί ισχύος, ο φίλος μετατρέπεται σε εχθρό και τανάπαλιν.

Σχηματικά —σχηματικότατα— στον πρώτο αυτό χρόνο υποστήριξα πως μία ταύτιση, μέσω Ευρώπης, με την κλασική αρχαιότητα (γενικά και αφαιρετικά χωρίς διακρίσεις) —επικών διαστάσεων και ευτράπελων επενεργειών—, μια ταύτιση ισχυρή αλλά επιφανειακή (υψηλοί τόνοι αρχαιολατρίας-αρχαιομανίας και χαμηλά επίπεδα αρχαιογνωσίας), από κοινού με μία απόρριψη εξίσου μεγαλειώδη στις διαστάσεις της (του οθωμανικού παρελθόντος), με λυτρωτική μεν εκκίνηση αλλά τραγική στις μετέπειτα απολήξεις της, συμβαδίζουν άρρηκτα συνδεδεμένες στη διαμόρφωση της νεο-ελληνικής ταυτότητας από το Διαφωτισμό και μετά.

Οι δύο διαδικασίες, δηλαδή η διασύνδεση της ταύτισης (αρχαιοελληνικής και ευρωπαϊκής) με την απόρριψη (οθωμανοτουρκική), υπήρξαν τα αναγκαία συστατικά στοιχεία του ίδιου κοσμοθεωρητικού συνόλου. Συνέπεια αυτής της θεώρησης: ο αυτοπροσδιορισμός των Ελλήνων δεν ήταν μόνο με βάση κατασκευές της απόλυτης συνέχειας με την αρχαιότητα αλλά και μέσα από τον ετεροπροσδιορισμό προς τον Τούρκο κατά κύριο λόγο, ενίοτε «τον Βούλγαρο» εξαρχικό και πιο πρόσφατα, τη δεκαετία του 1990, με το «Σκοπιανό κρατίδιο» (ή πιο κομψά το «σκοπιανό σκουλήκι»).

Στόχος μου υπήρξε να αναιρέσω μια αξιωματική αλήθεια ανεπίδεκτη αμφισβήτησης, με όχι ασήμαντες πολιτικές προεκτάσεις σε ποικίλες φάσεις της ελληνικής ιστορίας, από τον Ψευδοπόλεμο του 1897 (ο τίτλος της έμμετρης σκωπτικής διακωμώδησης
του Β. Μόδη) στη Μικρασιατική εκστρατεία και Καταστροφή, και από εκεί στον τρόπο διαχείρισης του Κυπριακού, έως πολύ πρόσφατα στα Ίμια και την υπόθεση Οτσαλάν. Η αξιωματική αλήθεια είναι επιγραμματικά η εξής: Έλληνες και Τούρκοι υπήρξαν και θα παραμείνουν ες αεί προαιώνιοι εχθροί. Αξίωμα που έχει και ως προέκταση να χωρίζεται ο κόσμος όλος πολιτικά και πολιτισμικά, διαχρονικά και αναδρομικά σε φίλους και εχθρούςφιλέλληνες και φιλότουρκους— ή/και ενδοελλαδικά σε εθνικόφρονες και πεμπτοφαλαγγίτες «τουρκόσπορους», για όσους πολιτικούς, διανοουμένους, πολίτες τολμούσαν να εκφράσουν διαφορετική θέση.


Είχα υποστηρίξει πως αυτή η καλλιεργούμενη εκπαιδευτικά, τηλεοπτικά, πολιτικά σε βάθος χρόνου πολιτική και πολιτισμική ρήξη όχι μόνο δεν έχει κανένα σοβαρό σύστημα τεκμηρίωσης ως υπόβαθρο αλλά έρχεται σήμερα να συνδεθεί με εξόχως επικίνδυνες θεωρήσεις περί σύγκρουσης πολιτισμών.


Το ίδιο ακλόνητο αξίωμα «Έλληνες και Τούρκοι προαιώνιοι εχθροί» θεμελιώνεται σε εθνικιστικά ιδεολογήματα που εκλαμβάνονται ως απόλυτες βεβαιότητες. Τους φίλους και τους «εχθρούς» τούς γνωρίζουμε πέραν πάσης βεβαιότητας. Διαπίστωση εδραία: «400 χρόνια Τουρκοκρατίας», ένα στερεότυπο με όλη τη σημασία της λέξης, που εκλαμβάνεται ως πλαίσιο θεώρησης και που επιτρέπει την αυτονόητη συνεπαγωγή ως προς την αντιστασιακή φύση του Έλληνα. 


Είχα επιχειρηματολογήσει στον πρώτο αυτό χρόνο, βασιζόμενος στην όλο και πλουσιότερη αρθροβιβλιογραφία, πως η υφή της τεκμηρίωσης για τον έλεγχο του αξιώματος περνά αναγκαστικά μέσα από κάθε λογής διαθέσιμες πηγές αλλά και με τη συνεκτίμηση ενός άλλου παράγοντα: τις εκκωφαντικές σιωπές τους (το αγροτικό 99% του πληθυσμού δεν έχει αφήσει αποκωδικοποιήσιμη μαρτυρία). Αναγκαστικά τα πορίσματά μας εξάγονται από:


(α) Σωζόμενα γραπτά τεκμήρια· πάνω από 80% μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν θρησκευτικής-θεολογικής φύσης. Η ιδεολογία που εξέπεμπε θα μπορούσε πιο εύστοχα να περιγράφει ως «πατριαρχο-οθωμανική».

(β) Τεκμήρια στο επίπεδο της προφορικής παράδοσης (που τονώνονται με όλα τα στοιχεία τα εθνικά στη φάση του Ρομαντισμού).

(γ) Πέρα από το σώμα των γραπτών και προφορικών μαρτυριών, οι πειθαρχημένες περιπτωσιολογικές μελέτες συγκεκριμένων τόπων ή περιοχών (και όχι η τοπικά ανθούσα κατά κανόνα —όχι πάντοτε— παραφιλολογία περασμένων μεγαλείων).

 

 
Η επιλογή γίνεται ανάμεσα σε δύο υπαρκτά μοντέλα διακυβέρνησης: Λατινοκρατία στις ποικίλες εκδοχές της —Φραγκοκρατία, Βενετοκρατία— ή Οθωμανική κυριαρχία.

Οι περισσότερες μελέτες αποκωδικοποιούνται και ταξινομούνται σχηματικά με βάση τρία κριτήρια:

1. Τη σχετική αυτονομία στις Κοινότητες (και πάντως τη μη ταυτόσημη ευέλικτη διοικητική πολιτική).

 

2. Το βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας (οι πολλαπλές απαγορεύσεις των καθολικών συγκριτικά με τη γνωστή σχετική ανεκτικότητα της οθωμανικής πρακτικής).

3. Το ειδικό βάρος της φορολογίας. (Ίσως και το σημαντικότερο κριτήριο, μια που συστηματικά επαχθέστερη φαίνεται να είναι η δυτική πρακτική σε σχέση με την πιο ευλύγιστη και προσαρμόσιμη κατά περιοχή οθωμανική.)

Ένας κάποιος απλός λογικός έλεγχος της αφήγησης τι μας δείχνει; Θα πάρω ένα και μόνο παράδειγμα: ο αντιστασιακός χαρακτήρας του Έλληνα, πέρα από τον προβληματικό αναγωγισμό για την υποτιθέμενη αντίσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού —που ζούμε κάθε χρόνο με αφορμή τη φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο επί χούντας—, ελέγχεται πολλαπλά όταν εμφανίζεται ως εάν να αφορά αποκλειστικά την οθωμανική περίοδο, ενώ αποσιωπάται για ανάλογους ξεσηκωμούς σε πρότερες περιόδους (επί Βυζαντίου)· για να πάμε 2.500 χρόνια πίσω, όταν η ανταρσία των Μηλίων κατά της αθηναϊκής αυτοκρατορίας πνίγεται στο αίμα, δεν νοηματοδοτείται· ή όταν οι εξεγέρσεις επί οθωμανικής περιόδου στενά εθνικοποιούνται, ενόσω στις ίδιες χρονικές περιόδους εκδηλώνονται περιοδικοί ξεσηκωμοί όχι μόνον ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών αλλά και σλαβόφωνων ή/και (ακόμη χειρότερα για τους σημερινούς υπερπατριώτες) ξεσηκωμοί μουσουλμάνων τουρκόφωνων στην Ανατολία, και ελληνόφωνων (μουσουλμάνων και χριστιανών) στην Κρήτη και την Κύπρο· ή όταν ακόμη οι αποκεφαλισμοί πατριαρχών εμφανίζονται ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οθωμανικής ισχύος και όχι της ευλογημένης βυζαντινής εξουσίας· ή όταν οι ευσεβείς αυτές πρακτικές εμφανίζονται ως βαρβαρότητες που αφορούν μόνο τους χριστιανούς αρχηγέτες (και μάλιστα όταν αναδρομικά νοηματοδοτούνται ως ανθελληνικές) και δεν εντάσσονται στη συνήθη πρακτική αποκεφαλισμού μουσουλμάνων βεζίρηδων και αρχιβεζίρηδων, υιών, αδελφών και πατεράδων σουλτάνων.



Γιατί, πώς να το κάνουμε, θρησκευτικά ανεκτικό το οθωμανικό καθεστώς μπορεί να ήταν απέναντι στις αναγνωρισμένες θρησκείες (ανεκτικότητα θρησκευτική, που διόλου δεν επεδείκνυε απέναντι στους ετερόδοξους μουσουλμάνους — περιοδικές σφαγές των αλεβί), αλλά δεσποτικό-τυραννικό επίσης ήταν για όλους τους υπηκόους. Η ανάδειξη ή η αποσιώπηση όλων αυτών των πρακτικών ελέγχεται ως προς το βαθμό αναδρομικής εθνοκεντρικής αυθαιρεσίας και υποκειμενικότητας.

Όλη αυτή η μυθολογία βαραίνει, καθόσον στην ελληνική εθνικιστική ιδεολογία, από όλες τις συνθετότητες, τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις, αλλά και τις συγκλίσεις και τις αλληλεπιδράσεις από τα 1.000 χρόνια κοινής ιστορίας, το μόνο που απομένει γραμμικά και ανούσια είναι τα ανύπαρκτα 400 χρόνια Τουρκοκρατίας. Γιατί, όπως εύστοχα το έχει διατυπώσει η Ελισάβετ Ζαχαριάδου, ούτε 400 ήταν (αλλά κυμαινόμενα κατά περιοχή από 250 έως 1.000) ούτε ακριβώς φυλετικά «Τουρκο-κρατία» ήταν, αλλά Οθωμανική Αυτοκρατορία (με κυμαινόμενες εθνοτικές κυριαρχίες κατά επαγγελματικό και οικονομικό τομέα), όπως άλλωστε ούτε το Βυζάντιο ήταν «Ελληνοκρατία».




Θα έκλεινα τον ως άνω προβληματισμό λέγοντας, πως αντί να αναζητείται η διαμόρφωση
της νεοελληνικής ταυτότητας πριν από τον 18ο αιώνα (ακόμη και πριν από τα μέσα του) στην αντίσταση κατά του Τούρκου-Οθωμανού και την απόρριψή του, προτιμότερο είναι να κοιτάξει κανείς σε πιο γόνιμες κατευθύνσεις: στη διασταύρωση, στη σύγκραση του ρωμαίικου-ορθόδοξου πολιτισμού και του τουρκο-ισλαμικού εντός του οθωμανικού πλαισίου.

Η κοινή ιστορική εμπειρία 200, 500 ή/και 1.000 ετών βαραίνει, όχι ως ένα στοιχείο ανάμεσα σε άλλα,
αλλά ως το δεσπόζον, ως το προσδιοριστικό στοιχείο, παράλληλα με κάποια άλλα στοιχεία της βιωμένης ιστορίας, όπως γλώσσα και θρησκεία —πάντα κάτω από τις επιταγές της οθωμανικής εξουσίας—, σύστημα των μιλλέτ, που λειτουργούν σε διαφορετικούς βαθμούς ομοιογενοποιητικά στο εσωτερικό των κοινοτήτων.

Η διατύπωση του μεγάλου λόγιου και λεξικογράφου Βυζάντιου Σκαρλάτου (μέσα 19ου) στην τρίτομη ιστορία του είναι πολύ πιο κοντά στα πράγματα από οποιαδήποτε μανιχαϊστική θεώρηση έκτοτε:

Χίλια χρόνια συγκατοίκησης, αυτοί γραικίσανε και εμείς τουρκέψαμε.


Εάν, όπως καίρια είχε διατυπωθεί στο Μεσοπόλεμο, ο τότε σύγχρονος Γερμανός έμοιαζε κατά πολύ περισσότερο με τον σύγχρονο Γάλλο, Άγγλο παρά με τον μεσαιωνικό Γερμανό ή/και τον Βησιγότθο (περί εθνικού χαρακτήρα ο λόγος), εξίσου ισχύει και με τον σύγχρονο Έλληνα: πολύ περισσότερο μοιάζει με τον σύγχρονο Ευρωπαίο, όπως και με τον σύγχρονο Τούρκο παρά με τους αρχαίους προγόνους, Αθηναίους, Μυκηναίους, Μινωίτες κ.ά., ασυναρτησίες που ακούγονται για την απόλυτη διαχρονική συνέχεια στην ιδιοπροσωπία των Ελλήνων.



Μολαταύτα, παρά την επίμονη επιχειρηματολογία, παρά τη συστηματική τεκμηρίωση, παρά την ορθολογική αποσυναρμολόγηση, παρά τη θεωρούμενη ως κεκτημένη στη νεο-ελληνική ιστοριογραφία αποκατασκευή της ελληνικής εθνικής μυθολογίας, φαίνεται πως οι συλλογικές προκαταλήψεις πολύ δύσκολα πεθαίνουν, μια που συνεχίζουν να λειτουργούν ως απόλυτες βεβαιότητες (σχολικές εορτές, ΜΜΕ, πολιτικά και από άμβωνος κηρύγματα): Το μοτίβο της απόρριψης του Τούρκου, κατά κανόνα, επαναλαμβάνεται στον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια του 19ου αιώνα (με κάποια διαλείμματα αντιβουλγαρικά) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα (με απότομη σύζευξή του με το αντι-μακεδονικό, αρχές της δεκαετίας του 1990). (Η «Fyrom, τουρκο-αμερικανικό όργανο περικύκλωσης της Ελλάδας».)

Οι νοοτροπίες αυτές γίνονται επικίνδυνες, γιατί το μόνο που πετυχαίνουν είναι να εκτρέφουν στις κρίσιμες στιγμές των πολιτικών αποφάσεων τη μισαλλοδοξία.



II. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ:
Ο ΕΝΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ

Σε έναν δεύτερο χρόνο, με βάση την ουσιαστική τεκμηρίωση που είχε προκύψει στο μεταξύ (μετά τα μέσα
της δεκαετίας του 1990), υποστήριξα πως το κόστος της κινητοποίησης της κυρίαρχης πληθυσμιακά
ελληνικής ομάδας είναι ο αποκλεισμός ή/και ο αφανισμός του άλλου, του μειονοτικού, εντός επικράτειας. Η σιωπή του «άλλου» και για τον «άλλο» γίνεται αισθητή διά της απουσίας του από τις επίσημες ιστοριογραφίες, τα σχολικά εγχειρίδια αλλά και μέχρι πολύ πρόσφατα από τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών. Στο συναφές συμπόσιο της «Εταιρείας», ενστερνιζόμενος την κεντρική θέση μελέτης του Δημήτρη Χριστόπουλου, υποστήριξα πως η ιδεολογία που αποτυπώνεται στα κείμενα και στην πράξη του αποκλεισμού είναι εκείνη του εξουσιαστικού λόγου, ενίοτε και της βίας.

Και η λογική αυτή οδηγεί στην κατάχρηση της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών (γλωσσολογία, δημογραφία, γεωγραφία, χαρτογραφία, εθνογραφία), μετατρέποντάς τες σε ψευδο-επιστήμες, που ανθούν στηρίζοντας βαρύγδουπα τα ιδεολογήματα που εκπέμπουν ομότροπες προπαγάνδες, ακριβώς εκεί όπου δεν αντιπαρατίθεται αντίρροπος συστηματικός «επιστημονικός» λόγος. 
 
 

Η αυτιστική ελληνική εθνικιστική ιδεολογία και η δεξαμενή μύθων από την οποία αντλεί είχαν ως απόρροια να αναδεικνύεται ταυτοχρόνως το υπέρτερο των Ελλήνων και το υποδεέστερο των αλλόθρησκων και των αλλόγλωσσων μειονοτικών κοινοτήτων εντός συνόρων (Τούρκων-μουσουλμάνων, Σλαβομακεδόνων, Εβραίων και, φυσικά, σήμερα των νέων μειονοτήτων, των μεταναστών — κυρίως Αλβανών).

Στο ίδιο πλαίσιο, η εθνικιστική ιδεολογία κινητοποιεί για την «προστασία ομογενών» εκτός συνόρων τους «ομοεθνείς», «ομόθρησκους» ή «ομόγλωσσους» —όπως ονοματίζονται—, κατά κανόνα σε όμορα κράτη (ελληνοποιώντας Βλάχους στην Αλβανία —το περίφημο «βλαχόμετρο»— και Ρωσοπόντιους από τις παρευξείνιες χώρες), ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιεί, αποκλείει ή και εξοντώνει τους «άλλους» εντός συνόρων.


Και στην Ελλάδα και αλλού, ιστορικά, οι εθνικές αξίες χρησιμοποιήθηκαν για να αποκρουστούν προκλήσεις κοινωνικού-ταξικού χαρακτήρα μέσα από την κάθετη διεισδυτικότητα των ιδεών του εθνικισμού σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. «Εαμοσλάβοι», «εαμοβούλγαροι» θα χαρακτηριστούν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μειωτικά-προσβλητικά οι ιδεολογικοί αντίπαλοι της κυρίαρχης δεξιάς, οι κομμουνιστές.


ΙΙΙ. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΜΗΤΡΑ
ΤΩΝ ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ


Σε έναν τρίτο χρόνο, με ενδοχώρα δύο τόμους που είχαν μόλις εκδοθεί, υποστήριξα πως, εφόσον μπορούμε να τεκμηριώσουμε ότι δεν είναι ενδογενείς στην οθωμανική επικράτεια οι ρίζες του ιδεολογήματος περί αδελφών-εχθρών (είτε Τούρκων είτε μετέπειτα μειονοτικών αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων), χρειάζεται να στραφούμε στις εξωγενείς ευρωπαϊκές μήτρες της νεο-ελληνικής απόρριψης του Τούρκου και του «Αλλου» γενικότερα.

Έχει ενδιαφέρον πως και η θετική ταύτιση με τους Αρχαίους θα περάσει μέσα από την ευρωπαϊκή ταύτιση από το Διαφωτισμό και μετά. «Η Αρχαιότητα», όπως μια σειρά σύγχρονων μελετών έχουν τεκμηριώσει, γίνεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αναγκαία συνέπεια «της Νεωτερικότητας», μια που τα διαμορφούμενα έθνη-κράτη επιζητούν και επινοούν «τις ρίζες» τους και «την κληρονομιά» τους. 



Σε όλα τα πεδία της δυτικής ακαδημαϊκής αρθρο-βιβλιογραφίας, γεω-γραφία, ιστοριο-γραφία, κοινωνικο-πολιτικές επιστήμες, όπως επίσης στο επίπεδο του καθημερινού δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου, αναδύεται ως συνισταμένη μια αρνητική μέχρι και απορριπτική ευρωπαϊκή εικόνα (γιατί φυσικά είναι πολλές, άλλοτε συμπληρωματικές και άλλοτε συγκρουόμενες, οι Ευρώπες και πολλαπλάσιες οι αποχρώσεις).

Άλλη είναι η εικόνα της Τουρκίας στη βικτοριανή Βρετανία —όπως αποτυπώνεται στη μελέτη της Έλλης Σκοπετέα— και άλλη της Γερμανίας (και αντιθετικά τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα αναμεταξύ τους)· πολλαπλάσιες οι εικόνες που αναδύονται σε συνάρτηση όχι μόνο με τον τόπο θέασης και με την εποχή αλλά και με τα επιμέρους πολιτικοϊδεολογικά και φιλοσοφικά-θεολογικά ρεύματα (Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, αντι-Μεταρρύθμιση, Εκκοσμίκευση). Η ποικιλία αυτών των οπτικών δεν καλύπτεται από τη στερεοτυπική παρουσίαση μιας αφήγησης ως εάν να είναι η ιστορία δύο απόλυτα διαφορετικών πολιτισμών αεροστεγώς προστατευόμενων και αδιαπέραστων.

Για τη Χριστιανοσύνη μοιάζει ως εάν το Ισλάμ να υπάρχει στο Νότο της, απ’ άκρη σ’ άκρη της Μεσογείου, ως μια αφαιρετική συνισταμένη με τη μία ή την άλλη μορφή: αρχικά το αραβικό Ισλάμ μετέπειτα η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο μεγάλος φόβος και τρόμος των Οθωμανών, του Ισλάμ, θα αποτελέσει βασική κλείδα ερμηνευτική για ιστορικούς τόσο διαφορετικών καταβολών και στοχεύσεων όπως ο Braudel και ο Duroselle, που θα ωθήσει στη μεγάλη φυγή προς το Νέο Κόσμο (Άλωση της Πόλης και οι δύο Πολιορκίες της Βιέννης).

Δεν θα επανέλθω εκθέτοντας όλα όσα έχω διατυπώσει, παρά μόνο για να επισημάνω πως η συνειδητοποίηση και η κατασκευή της διαφοράς Ελλήνων και Τούρκων στην απολυτότητά της υπήρξε απόρροια του συναπαντήματος με τους Ευρωπαίους — στις ποικίλες του εκφάνσεις. Υπήρξε απόρροια της χωρίς προηγούμενο επικοινωνίας με άλλα έθνη που προκάλεσε η καπιταλιστική εκβιομηχάνιση· η εθνική συνείδηση αναπτύχθηκε πρώτιστα και για μακρά περίοδο σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα σε εμπόρους ή λογίους που συναλλάσσονταν ή έζησαν σε ξένες επικράτειες και δεν θα ήταν νοητή διαφορετικά.

Συνοψίζοντας τις τρεις πρώτες ενότητες (οι τρεις χρόνοι) της παρουσίασής μου θα κατέληγα στα εξής: 


Εάν δεν υπάρχει —και δεν μπορεί πραγματολογικά να υπάρξει— τεκμηριωτικό υλικό που να πείθει για την ενδογενή απόρριψη «των Τούρκων» ως προαιώνιων εχθρών πριν από τα μέσα του 18ου, οι μήτρες της νεο-ελληνικής απόρριψης «του Τούρκου», όπως άλλωστε του ρατσιστικού αποκλεισμού του μειονοτικού «άλλου», αναγκαστικά εντοπίζονται στις ευρωκεντρικές στερεοτυπικές κατασκευές του «Άλλου» εντός συνόρων και του Τούρκου εκτός επικράτειας ως της ακραίας μορφής ετερότητας στα περίχωρα της Ευρώπης (και της Ελλάδας)· ταύτιση με την Αρχαιότητα και απόρριψη του εγγύτερου άλλου, του Τούρκου, συνθέτουν δύο διαδικασίες αντινομικές του ενός και του αυτού διανοητικού κλίματος: συλλαμβάνονται ως δύο αντιτιθέμενα συστήματα αξιών και δοξασιών — πολιτικά και πολιτισμικά.

Αυτή τη θεώρηση εξυπηρετεί η ελληνική εθνική μυθολογία, παρέχοντας τη δεξαμενή από την οποία αντλεί η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία τα στερεότυπά της και τους επιμέρους μύθους (εδαφικούς, καταγωγής, θεσμικούς).


IV. ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΤΑΣΗ:
ΕΘΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ


Το πώς συναρθρώνεται το εθνικό ως ιστορικό παρελθόν δεν είναι κάτι το φυσικό και το αυτονόητο. Είναι απόρροια των εκάστοτε πολιτικών αποφάσεων. Με τη σειρά του το ιδεολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις διαμορφώνεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και τους δεδομένους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.

Ο ακριβέστερος δυνατόν ιστορικός προσδιορισμός και η περιοδολόγηση στη χρήση των επιμέρους όρων, ιδεολογημάτων και στερεοτύπων της εθνικιστικής ιδεολογίας, όπως επίσης η διερεύνηση της σταθεροποίησης ή της τροποποίησης στη χρήση τους μέσα στο χρόνο, είναι, εκτός από φωτεινές εξαιρέσεις, σε μεγάλο βαθμό terra incognita. Η διεξοδική διερεύνηση του λόγου με όλες τις σύγχρονες μεθόδους που προσφέρονται θα επιτρέψει να μην παραμείνουμε δέσμιοι σε αϊστορικές δομιστικές αναλύσεις στη μεγάλη διάρκεια των δυόμισι αιώνων από το Διαφωτισμό ή και από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και μετά, μέχρι σήμερα.

Μια πειθαρχημένη μελέτη μπορεί να δώσει ορισμένα αξιοποιήσιμα αποτελέσματα αναφορικά με τον σκληρό πυρήνα των συλλογικών νοητικών κατασκευών. Στην κατεύθυνση αυτή οι κρίσεις, τα σταυροδρόμια, οι «μεγάλες» κομβικές στιγμές «του έθνους» μπορεί να αναδειχθούν προνομιακά ερευνητικά πεδία. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές εκδηλώνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια εθνο-κρατικές πολιτικές που απορρέουν από συνειδητές αποφάσεις (συχνά στιγμιαίες), που όμως συνήθως παγιώνονται για μεγάλες διάρκειες (ενίοτε και από αδράνεια). 
 


Είναι ερμηνευτικά χρήσιμο, πιστεύω, να κατανοηθεί στο σημείο αυτό ένα κεντρικό παράδοξο: το κράτος δεν είναι μόνο φορέας βίας αλλά και φορέας οραμάτων με τα οποία κινητοποιεί μια συντριπτική πλειοψηφία. Χωρίς τα οράματα αυτά (έστω και ψευδεπίγραφα) άλλωστε, ο εθνικισμός δεν θα άντεχε στο χρόνο. Η Μεγάλη Ιδέα δεν είναι μόνο συγκεκριμένο κακό, όπως βιώθηκε και θεωρητικοποιήθηκε εκ των υστέρων μετά την Καταστροφή, αλλά ιστορικά βιώνεται ως πολύ συγκεκριμένο μεγαλείο (εννοείται η ψευδαίσθησή του). Και το κακό με την πολιτική είναι η παράνοια που παράγει το νόστο περασμένων μεγαλείων και μελλοντικών παραδείσων (η υπόσχεση διανομής των γαιών της Μικράς Ασίας στους συμμετέχοντες στα εκστρατευτικά σώματα), ενόσω ποτέ δεν αναπαράγει την ενοχή των εγκλημάτων της. Μεγαλείο και ενοχή που δεν λειτουργούν μόνο στο επίπεδο της συλλογικότητας αλλά και του κάθε ατόμου ξεχωριστά: ηρωικές πράξεις (που φυσικά μνημονεύονται) και εγκληματικές (σφαγές) που λησμονούνται, θύματα που είναι συνάμα ή/και εναλλάξ θύτες.

Η Μεγάλη Ιδέα προϋποθέτει πολύ επιλεκτική μνήμη, αυθαίρετα επιλεκτική μνήμη: εδώ δραστηριοποιείται η πολιτική της νοσταλγίας. Το κάθε εθνικό κράτος, ο εθνικισμός ως πολιτική ιδεολογία έχει την ιδιαίτερη στόχευσή του, την τελεολογία του. Στις πραγματικές ιδιαιτερότητες, στις διαφορές έγκειται ο λαβύρινθος της πραγματικής καθημερινής πολιτικής.


Με εκκίνηση στα μέσα του 19ου αιώνα, η Μεγάλη Ιδέα κατά τα τέλη του αιώνα και ως το 1922 ριζώνει ως δεύτερη φύση όχι μόνο του ελληνικού κράτους αλλά της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, θα αποτολμούσα να πω (αν και η τεκμηρίωση είναι αδύνατη). Συγκεκριμενοποιείται απόλυτα το «τέλος» της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, «το νόημά της», «η αυτονόητη φύση της».

Σε γενικές γραμμές η εθνικιστική μυθολογία έχει σφραγίσει τον τρόπο σκέψης, από τη μια συσπειρωτικά και δημιουργικά, από την άλλη διαιρετικά, στείρα ενίοτε και καταστροφικά. Μπορεί κανείς να οργανώσει τη σκέψη του κατ’ αυτόν τον τρόπο εξετάζοντας τις επιμέρους πολιτικές του κράτους.

Θα αναφερθούμε επιγραμματικά στα ερωτήματα-προβλήματα που τίθενται με τις επιμέρους κρατικές πολιτικές, χαρτογραφώντας συνάμα την ανάγκη ερευνητικά να εξεταστούν διεξοδικά και κατά ιστορική περίοδο.

1. Στην εξωτερική και αμυντική πολιτική (κυρίως στα ελληνοτουρκικά), με υπόβαθρο την εθνικιστική μυθολογία, το κράτος συσπειρώνει σε κάθε κρίση εντός επικράτειας αλλά και βαθαίνει το ρήγμα εκτός της, αναπαράγει και οξύνει το δίπολο φίλοι και εχθροί. 
 
 

2. Γενικότερα στις εσωτερικές δημόσιες κρατικές πολιτικές την αυθαιρεσία την κατέχει κεντρικά η πολιτική εξουσία, με αλυσίδα μικρών και μεγάλων αποφάσεων που συσσωρεύονται συμπληρωματικά αλλά και αλληλοαναιρετικά (νόμοι, θεσμοί, εγκύκλιοι και διοικητικές πράξεις), όπως επίσης και αποφάσεις που λαμβάνονται απόκεντρα, τοπικά, καθόσον εσωτερικεύεται το «εθνικό καλό» σε όλα τα επίπεδα και στα περισσότερα πεδία άσκησης πολιτικής.

3. Η εξυπηρέτηση των στόχων του έθνους-κράτους ως ύψιστου αγαθού ενεργοποιεί τη λογική των μέσων (και τον καθαγιασμό τους)· η ίδια λογική παράγει μια νέα εθνική νομιμότητα με τους κυρίαρχους ιδεολογικούς (και πολιτισμικούς) μηχανισμούς· τους γνωρίζουμε. Η κάθε θεώρηση του έθνους δεν είναι χωρίς άμεσες επιπτώσεις στις καθημερινές εκπαιδευτικές αποφάσεις (ιεράρχησης, κατανομής κονδυλίων κ.ά.).

O εθνικισμός ως ιδεολογία χειραγωγεί τη λεγόμενη κοινή γνώμη και οι κυβερνήσεις αποφασίζουν ακόμη και εάν στο σχήμα της συνέχειας συμμετέχουν εκπαιδευτικά και εγχειριδιακά ή όχι το Βυζάντιο, η Μακεδονική Δυναστεία· η απάντηση που δόθηκε μέχρι μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ΌΧΙ, αλλά μετά ΝΑΙ, και ιδιαίτερα στον «Μακεδονικό Αγώνα», και με πάταγο ΝΑΙ τη δεκαετία του 1990, καθόσον μοιράζονται κεντρικά εκδόσεις σε μαθητές και ενισχυτικές εγκύκλιοι και φυλλάδες στους καθηγητές· ΟΧΙ στον οθωμανισμό, που έχει εξοβελιστεί ως ξένο σώμα μέχρι σήμερα και αντιμετωπίζεται ως 400 χρόνια —εθνικά προσδιοριζόμενα— «Τουρκοκρατίας», που τη διαπερνά ένα κόκκινο νήμα «εθνικής αντίστασης».

Με το Κυπριακό, δεν ξεχνώ την τουρκική εισβολή, την ίδια ώρα που ξεχνώ τη δεκαετία που προηγήθηκε
με τις εκτελέσεις της ΕΟΚΑ Β', και επικυρώνεται η απόφαση της συλλογικής λήθης με εντολή υπουργού
Παιδείας το 2002, όταν με τη μεγαλύτερη άνεση καταργεί, τηλεφωνικά από το Πεκίνο, παράγραφο
από σχολικό βιβλίο ιστορίας εγκεκριμένο από ακαδημαϊκή επιτροπή και που είχε προκριθεί ύστερα από ανοιχτό διαγωνισμό. (Η επίμαχη παράγραφος απλώς στηλίτευε τα έκτροπα της περιόδου ενάντια στους Τουρκοκυπρίους από την ΕΟΚΑ Β'.) Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά πόσο προβληματική είναι η οργάνωση της σκέψης μας διλημματικά γύρο από το δίπολο μνήμη-λήθη, ενόσω ενδιαφέρει πρώτιστα η δυναμική σχέση των δύο.


4. Η πολιτισμική πολιτική ενεργοποιείται για τη συνεχή νομιμοποίηση της διαχρονικής ελληνικότητας, καθόσον έθνος και πολιτισμός συμβαδίζουν εντός Ελλάδος και εκτός, κινητοποιώντας κατά κανόνα τις δυνάμεις της κουλτούρας και του πνεύματος (Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Ίδρυμα Απόδημου Ελληνισμού κ.ά. κοινωφελή —ή μάλλον εθνωφελή— ιδρύματα. Θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί ποια αντίληψη προωθούν όλα αυτά τα ιδρύματα και πώς αποτυπώνεται σε κονδύλια και σε κρατικές επιδοτήσεις και πόσο επιτυγχάνονται οι στόχοι — όταν μάλιστα κυριαρχούν τα ειρωνικά σχόλια του διεθνούς τύπου που συνοδεύουν την παρουσίαση πολυδάπανων εκθέσεων για το ελληνοποιημένο Βυζάντιο («Faith and Power») και τον Έλληνα Μ. Αλέξανδρο (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βερολίνο).

5. Ειδικότερα η γλωσσική πολιτική γνωρίζουμε πόσο συνυφασμένη υπήρξε με την αντίληψη περί έθνους και τη συσπείρωσή του. Η κριτική του Τάσου Χριστίδη υπήρξε καίρια: καυτηριάζει τους γλωσσαμύντορες και την ορολογία όπως: εισβολή, ρύπανση, νόθευση [της γλώσσας μας] και, κατά προέκταση [της εκπαίδευσής μας], αποκοπή από τις ρίζες: μονολεκτικά αφελληνισμός (και όχι μόνο γλωσσικός αλλά και πολιτισμικός και πολιτικός).

Ποια είναι η απάντηση που δίνει ο Χριστίδης; Φυσικά η γλώσσα δεν χρειάζεται να περάσει από το Καθαρτήριο· απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό σήμαινε απελευθέρωση και από τις τουρκικές λεξιλογιο-πειρατικές επιδρομές και άλλες «κακές συνήθειες». Η επιζήτηση καθαρότητας και η εκδίωξη «ακάθαρτων» λέξεων έχουν διαμορφώσει ένα σώμα νόμων, αποφάσεων, εγκυκλίων, επιτροπών, μια κληρονομιά γλωσσικού αποκλεισμού (αλλόγλωσσων λέξεων).

Σχολικά —πάντα ως απόρροια πολιτικών αποφάσεων του αρμόδιου επί των εκπαιδευτικών υπουργείου— η ελληνική γλώσσα εμφανίζεται ως φάρος της οικουμένης, ως εάν να υπάρχουν μόνο χρέη όλων των άλλων προς την ελληνική γλώσσα και καμία σοβαρή οφειλή της σε άλλους πολιτισμούς.

6. Ένας άλλος τομέας που συσπειρώνει και διαιρεί ταυτόχρονα είναι τα ΜΜΕ. Η πολιτική πληροφόρησης, που περιλαμβάνει και την πολιτική πρόσβασης σε αρχεία, είναι καθοριστική ως προς το τι γνωστοποιείται και τι αποσιωπάται. Ο έλεγχος των πηγών πληροφόρησης αποτελεί πρώτιστο μέλημα της κάθε εξουσίας — φυσικά και του εθνικού κράτους: βαρόμετρο αποτελούν τα κριτήρια με τα οποία επιτρέπει την έρευνα σε κρατικά αρχεία ιδιαίτερα στα ευαίσθητα λεγάμενα «εθνικά θέματα», που εφάπτονται των συνοριακών διακρατικών σχέσεων αλλά και των εντός επικράτειας μειονοτικών.

7. Ανεξερεύνητη στις αποχρώσεις της στο «διαίρει και ηγεμόνευε» η πολιτική δικαιοσύνης. Οι τρόποι θεώρησης και λειτουργίας των δικαστηρίων στη μεγάλη διάρκεια του ελληνικού κράτους (και στις ιστορικές υποπεριόδους του) παραμένει terra incognita στους τομείς των εθνοτικών μειονοτήτων (ιστορικών και νέων μεταναστευτικών). Πιο πρόσφατα η Ευρώπη, στις ποικίλες θεσμικές της εκφάνσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), μοιάζει να έχει τροποποιήσει αποφασιστικά την πρότερη «νομιμότητα» σε ζητήματα ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων όπως και θρησκευτικών ελευθεριών.

8. Η ισχύς του κράτους στη συγκρότηση και τη συσπείρωση του έθνους και της ιδεολογίας του συμβαδίζει κατά κανόνα με την καταδυνάστευση των μειονοτήτων, όπως αποτυπώνεται στις πολιτικές του: αφομοίωση, περιθωριοποίηση, εξουθένωση ή/και διάλυση των άλλων εθνοτικών μειονοτήτων εντός επικράτειας.

Όλο το θεσμικό πλαίσιο έχει μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίσει να μελετάται συστηματικά. Αναδεικνύεται το πυκνό πλέγμα των νόμων και εγκυκλίων που απαγορεύουν τη χρήση μιας γλώσσας (της σλαβομακεδονικής)· αποτρέπεται η αρχειακή οργάνωση της ιστορικής μνήμης (τι έγινε, αλήθεια, με τις εβραϊκές περιουσίες ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη;), συγκαλύπτονται οι πρακτικές της Εκκλησίας της Ελλάδος όταν απαγορεύεται το κτίσιμο τζαμιών ή ακόμη και η επιδιόρθωση καθολικών εκκλησιών (στο Ρέθυμνο), ενώ δεν απαγορεύεται να μετατρέπεται μια άλλη καθολική εκκλησία σε χορευτικό club (Βαθύ Σάμου) και το τζαμί του Ναυπλίου σε κινηματογράφο.

9. Στη μεταναστευτική πολιτική μόλις πρόσφατα άρχισαν να μελετώνται συστηματικά τα σοβαρά προβλήματα στο όλο θεσμικό πλαίσιο και την ιδεολογία. Τι αποκαλύπτουν αυτές οι μελέτες; Πως οι διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δείχνουν την απροθυμία, την αδυναμία αλλά και την (εύλογη) αμηχανία του ελληνικού κράτους να διαχειριστεί το μεταναστευτικό ως σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, αντιμετωπίζοντάς το σαν «ιστορικό ατύχημα» την ίδια ώρα που γνωρίζει πως υπήρξε μετρήσιμη στατιστικά, οικονομικά και κοινωνικά «ευλογία». Και εδώ, με την αντι-ξενική κυρίως αντι-αλβανική ρητορεία που εκπέμπεται, επιτυγχάνεται η ψυχοκοινωνική συσπείρωση, μια που κατά κανόνα κολακεύει την αίσθηση ανωτερότητας του Έλληνα απέναντι στον Αλβανό.

10. Οι πολιτικές κτήσης και αφαίρεσης ιθαγένειας από τα τέλη του 19ου σηματοδοτούν και αυτές τις ευρύτερες στρατηγικές ένταξης και αποκλεισμού που επεξεργάστηκε το ελληνικό κράτος από τη στιγμή της ίδρυσής του μέχρι σήμερα. Σχετικές νομοθεσίες και διοικητικές πρακτικές μελετώνται μόλις πρόσφατα από νεότερους ερευνητές. 


Γενικότερα μοιάζει ως εάν η νέα εθνική νομιμότητα να παράγει την ψευδαίσθηση, την αυταπάτη μιας χειραφετημένης κοινωνίας. Το ερώτημα έχει τεθεί στην ουσία του, προτείνοντας ένα πλαίσιο προσέγγισης στην εξαιρετικά γόνιμη για τις επεξεργασίες μας αναστοχαστική μελέτη του Paul Ricoeur, Memory, History, Forgetting. Προσαρμοζόμενο το κεντρικό ερώτημα που θέτει θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι το ελληνικό κράτος υπήρξε στο διηνεκές παράλογο; Ήταν οι πολιτικοί του και οι πολιτικές του σταθερά παραδομένες αποκλειστικά στο διάβολο;

Θα μας πει σε επίπεδο γενίκευσης ο Ricoeur πως όσο και εάν ορισμένες στιγμές τείνει κανείς να το πιστέψει, το παράδοξο έγκειται ακριβώς στη συνύπαρξη μιας πορείας ορθολογιστικού εθνικού εκσυγχρονισμού που αντιπαρατίθεται με τη μυθολογική —επομένως και ανορθολογική— θεμελίωση των πολιτικών του (κινητοποίηση και εθνική ενότητα από τη μια, αλλά και ετεροπροσδιορισμός — απόρριψη του κάθε άλλου από την άλλη).

Το εθνικό κράτος μόνιμα και σταθερά, θα πει ο Paul Ricoeur, δεν είναι αυτό που προσποιείται
πως είναι: δεν είναι κράτος της αλήθειας (παρά τις συνεχείς επικλήσεις της)· δεν είναι κράτος της αυθεντικότητας, της ισονομίας, της συμφιλίωσης· δεν είναι ούτε καν κράτος αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό, όπως διατείνεται· δεν είναι κράτος που επιλύει τις διαφορές χωρίς να οξύνει κάποιες άλλες (εθνικές, εθνοτικές ή/και ταξικές).

Προσαρμόζοντας την ως άνω συλλογιστική στα καθ’ ημάς, μπορούμε να πούμε πως το ελληνικό κράτος από τη μια κινητοποιεί και συσπειρώνει γύρω από την εθνική ιδέα και από την άλλη προκαλεί την πόλωση με τον συνοριακό άλλο (Τούρκο, Βούλγαρο), προκαλεί ακόμη την αποξένωση και τον αποκλεισμό (ιστορικών και νέων μεταναστευτικών μειονοτήτων).

Προβληματικότατη είναι η συνεχιζόμενη εν Ελλάδι αυθαίρετη διεκδίκηση του εθνικο-κρατικού μονοπωλίου της επιλογής και της συγκρότησης της λεγόμενης εθνικής μνήμης (τι συγκρατούμε, τι καταχωνιάζουμε). Η χρήση και η κατάχρηση αυτού του μονοπωλίου για την επινόηση ενός παρελθόντος που δικαιώνει, επιβεβαιώνει συνεχώς το εθνικό παρόν και συνάμα αμαυρώνει διαρκώς το εχθρικό παρόν κάποιου άλλου, του Τούρκου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενίοτε του Σλαβο-Μακεδόνα, πιο πρόσφατα του Τσάμη-Αλβανού, έχει επιπτώσεις στα πολιτικά (και πολιτειακά) δρώμενα.

Φαίνεται πως η τυραννία της εθνικής ιστορίας δύσκολα μας εγκαταλείπει, καθόσον λειτούργησε για έναν αιώνα μετά την εγκαθίδρυση του ελληνικού βασιλείου κυρίως ως φενάκη-φαρμακεία, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως ως δηλητηριώδες φαρμάκι.

Η συγκρότηση του έθνους, το γνωρίζουμε, αποτελεί μια κατεξοχήν αφηγηματική διαδικασία. Όλη η ορολογία για την κατασκευή εθνών, την επινόηση της παράδοσης, τη φαντασιακή εθνοτική ή εθνική κοινότητα είναι κεντρική, γιατί λειτούργησε τις τελευταίες δύο δεκαετίες λυτρωτικά στην αποδέσμευση από την απόλυτη αλήθεια, την απόλυτη αντικειμενικότητα μιας απόλυτα υποκειμενικής εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας, αναπαραγόμενης σε ευκολοχώνευτα στερεότυπα που αντλούσε από την ανεξάντλητη δεξαμενή εθνικών μύθων.

Προσπάθησα να σκιαγραφήσω πώς η εθνικιστική ιδεολογία διεκδικεί τα πρωτεία στη χάραξη πολιτικής μέσα από μία πολυεπίπεδη κρατική και κοινωνικο-πολιτική μηχανική σε πολλαπλά επίπεδα και πεδία.

Αντί της πειθούς δια της παραγωγής επιχειρημάτων, έχει στηθεί ένας μηχανισμός παραγωγής πειθούς
δια του συναισθηματικού παιγνίου της μνήμης και της λήθης, που σταθερά στοχεύει στο να κολακεύει το συλλογικό υποσυνείδητο.

 

 


 

Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι από την εισήγηση
του κ. Στέφανου Πεσμαζόγλου στην «Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας» στο Επιστημονικό Συμπόσιο «Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα» (23-24.11.05), όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά του, στο ομώνυμο βιβλίο. Οι εικόνες και οι υπότιτλοι προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».

 

https://www.freeinquiry.gr/ 

 


 

theologos vasiliadis