Όταν καλωσορίζαμε
τους τούρκους
ως ελευθερωτές
Η φιλότουρκη αυτή συμπεριφορά των ρωμιών δέν ήταν πρωτόγνωρη. Παρόμοιες φιλοτουρκικές εκδηλώσεις είχαν εκδηλωθεί σε πολλά μέρη τού ελλαδικού χώρου από τα τέλη τής βυζαντινοκρατίας ακόμα.
Αν τα αντιληφθούμε όλα αυτά, αλλά κυρίως, ότι μόλις έναν αιώνα πριν το ΄21, οι ρωμιοί ήταν αυτοί, που καλωσόρισαν τους τούρκους στην Πελοπόννησο, θα συνειδητοποιήσουμε, ότι οι τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, οι αγώνες γιά ελευθερία, η επανάσταση στην Αγία Λαύρα και τα υπόλοιπα τής επίσημης (μυθ)ιστοριογραφίας, που διδασκόμαστε από παιδιά στα σχολεία, είναι φληναφήματα γιά τις «εθνικές» γιορτές κι απέχουν παρασάγγας από την ιστορική αλήθεια.
Κατά
τις αρχές τού 15ου αιώνα οι οθωμανοί χωρίς καμμία σχεδόν αντίσταση
είχαν εισβάλει στον ελλαδικό χώρο ως ελευθερωτές απʼ το βυζαντινό ζυγό.
Το φιλο-οθωμανικό κλίμα είχε καλλιεργηθεί από τα πριν το 1453 χρόνια.
Η
εντολή τής εκκλησιαστικής ιεραρχίας ήταν: αγώνας μέχρι εσχάτων εναντίον
τής Ένωσης. «Καλύτερα τούρκικο φέσι, παρά ρωμαϊκή καλύπτρα»,
προπαγανδιζόταν τότε. «Τι κι αν έπεσε η Πόλις, τουλάχιστον εσώθη η
πίστις», δήλωσε λίγα χρόνια αργότερα ο οικουμενικός πατριάρχης Γεννάδιος
Σχολάριος.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Οι περίεργοι θάνατοι ενωτικών πριν την Άλωση.
Δέν πείραζαν όσους παραδίνονταν
Οι
οθωμανοί, σύμφωνα με το Κοράνι και το λόγο, που έδωσε ο Μωάμεθ ο
Κατακτητής, δέν πείραξαν ούτε τις ιδιωτικές ούτε τις κοινοτικές ή τις
μοναστηριακές ιδιοκτησίες των μερών, που υποτάχθηκαν θεληματικά. Μόνο σε
εκείνα τα μέρη, όπου έγινε αντίσταση, δημεύθηκαν όλες οι κινητές και
ακίνητες περιουσίες των χριστιανών.
Γι΄αυτό, οι περισσότερες
επαρχίες, η μία ύστερα από την άλλη και πολύ πιό πριν από την άλωση τής
Κωνσταντινούπολης, καλούσαν τους οθωμανούς να έρθουν να τις πάρουν. Οι αγιορείτες μάλιστα μοναχοί, στα χρόνια 1326-1390 τα είχανε καλά με τους τούρκους κι άμα έπεσε η Θεσσαλονίκη το 1430, κάλεσαν το σουλτάνο Μουράτ Β΄, να στείλει ανθρώπους να τού παραδώσουν το Άγιο Όρος.
Το 1396 πάλι, όταν ο Βαγιαζήτ περνούσε από τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, οι περισσότερες πόλεις (Τρίκαλα, Δομοκός, Λάρισα, Υπάτη, Λαμία) παραδόθηκαν θεληματικά. Μα και οι κρητικοί προτίμησαν τους οθωμανούς από τους λατίνους.
Δέν
ήταν δηλαδή, μόνο οι καλόγεροι τού Αγίου Όρους, που καλωσόρισαν τους
τούρκους, όπως παρουσιάζεται από ορισμένους τα τελευταία χρόνια. Ήταν η
πλειοψηφία τού ρωμέικου πληθυσμού. Δέν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των
τούρκων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τους καλοδέχτηκαν και σε αρκετές
ακόμα αγωνίστηκαν στο πλευρό τους.
Τα περί τετρακοσίων χρόνων
δουλείας, αγώνων κ.λπ. είναι παραμύθια, τα οποία πλάστηκαν πολύ
αργότερα, μετά τη δημιουργία τού κράτους και τού εθνικού φαντασιακού,
τότε, που το πλιάτσικο των χριστιανικών συμμοριών εναντίον των
ανυπεράσπιστων την εποχή εκείνη αμάχων μουσουλμάνων τής Πελοποννήσου,
βαφτίστηκε «ελληνική» επανάσταση.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Η λαφυρομανία των «αγωνιστών» τού ΄21).
Ο ρόλος τής Ορθοδοξίας
Η
οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων όχι μόνο δέν συνέτριψε την Ορθοδοξία,
αλλά τής προσπόρισε και πολλά πλεονεκτήματα, όπως κατάλαβαν πολύ καλά
και το Πατριαρχείο και οι εχθροί και ανταγωνιστές του. Η Εκκλησία
μπορούσε τώρα να ανακτήσει και μάλιστα να επεκτείνει την εξουσία της
τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Ανατολή. Χάρη στους τούρκους, λυτρώθηκε
σε μεγάλο βαθμό από την απειλή των καθολικών, την οποία αντιπροσώπευαν
οι ενετοί κι οι γενουάτες στην ανατολική Μεσόγειο.
Η
οθωμανική εξουσία ενοποίησε τα Βαλκάνια γιά πρώτη φορά μετά από
αρκετούς αιώνες. Στα τέλη τού δέκατου έκτου αιώνα, οι αναφορές από την
οθωμανική πρωτεύουσα έλεγαν, πως οι εκεί χριστιανοί «δέν προτιμούν
καμμία άλλη κυριαρχία από την τουρκική». Ύστερα από αυτά λοιπόν, ήταν
φυσικό, όταν τα τουρκικά στρατεύματα ανέκτησαν την Πελοπόννησο από τους
ενετούς το 1715, οι ρωμιοί να τους καλωσορίσουν και να τους
υποστηρίξουν.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»
γιά τα υπάρχοντα στοιχεία,
που οδηγούν στο συμπέρασμα,
ότι η Κωνσταντινούπολη δέν αλώθηκε,
αλλά παραδόθηκε από τους ανθενωτικούς
στους οθωμανούς στο άρθρο:
«Η Πόλη δέν επάρθη από σπαθίον».
Ανάπτυξη και ευμάρεια των χριστιανών
Η οθωμανική εξουσία έφερνε στους χριστιανούς των Βαλκανίων όχι μόνο θρησκευτική αυτονομία, αλλά και αυξανόμενη ευημερία. Από την αρχή, ο έλεγχος, που ασκούσαν οι χριστιανοί σε ορισμένες εισπράξεις, επέτρεψε σε μερικούς να συγκεντρώσουν τεράστια πλούτη. Τον δέκατο πέμπτο αιώνα, ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, που ανέβαζε και κατέβαζε πατριάρχες, έλεγαν, ότι συναναστρεφόταν πασάδες και βεζίρηδες κι ότι αυτοί τού μιλούσαν με σεβασμό.
Έμπλεοι φιλοτουρκισμού
οι
ρωμιοί κάτοικοι των Αθηνών υποδέχονται το 1458 τον Μωάμεθ (αυτόν, που
κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη) κι αυτός τους παραχωρεί προνόμια
φορολογικά, θρησκευτικά κ.λπ..
Αργότερα, ορθόδοξοι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν
την κατάρρευση των παληών ανταγωνιστών τους, όπως των ενετών, και το
άνοιγμα νέων αγορών στην κεντρική Ευρώπη και στη νότια Ρωσία φτιάχνοντας
μεγάλες περιουσίες και δημιουργώντας ένα σημαντικό εμπορικό στόλο.
Εύπορες χριστιανικές οικογένειες τής Κωνσταντινούπολης, οι λεγόμενοι φαναριώτες, απέκτησαν ρόλο μεσάζοντα στα ανώτατα κλιμάκια τής οθωμανικής διοίκησης κι άρχισαν να κυριαρχούν στα οφίκια τού Πατριαρχείου.
Στη Μακεδονία και την Ήπειρο
οι
κάτοικοι επωφελήθηκαν από την κίνηση τού εμπορίου με την Ιταλία και την
κεντρική Ευρώπη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις γιά οικονομική άνοδο.
Στην εικόνα, εύπορος ηπειρώτης έμπορος.
(Πηγή: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», «Εκδοτική Αθηνών»).
Οι ρωμιοί δραγουμάνοι
(διερμηνείς) έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στις διαπραγματεύσεις γιά την
παράδοση τής Κρήτης από τους βενετούς στα μέσα τού δέκατου έβδομου
αιώνα, καθώς και στη διάσκεψη ειρήνης τού 1698 με τους Αψβούργους, στο
Κάρλοβιτς, όπου ο αξιότιμος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προσέφερε
τις υπηρεσίες του δίπλα στον κύριο διαπραγματευτή, το Ραμί
Μεχμέτ-εφέντη. Ο γιος τού Μαυροκορδάτου διορίστηκε ηγεμόνας στις
παραδουνάβιες χώρες.
Η ενετοκρατία στην Πελοπόννησο
Από
το 1422 έως το 1718, μέσα σε τρεις αιώνες, στον ελλαδικό χώρο έγιναν
οκτώ πόλεμοι μεταξύ τής Πύλης και τής Βενετίας. Η Πελοπόννησος ήταν ένα
πεδίο μάχης. Η μεγαλύτερη συμφορά ήρθε το 1683, όταν η Βενετία εισέβαλε
στην Πελοπόννησο. Ενώ οι ενετικές δυνάμεις πολιορκούσαν και βομβάρδιζαν
την Αθήνα, η μοίρα τής Πελοποννήσου έχει κριθεί. Οι πόλεις ήταν
κατεστραμένες, τα χωράφια εγκατελειμένα και το εμπόριο έχει σβήσει. Ο
πληθυσμός έπεσε από τις 300.000 στις 100.000. Από αυτούς, πολλοί
κατέφυγαν στα ορεινά.
Οι ενετοί, όχι μόνο ανάγκασαν τους
οθωμανούς να φύγουν, αλλά κακομεταχειρίζονταν και τους ρωμιούς. Από τη
μιά μεριά πίεζαν πολύ τους ιερείς και επισκόπους να αναγνωρίσουν τον
Πάπα και να γίνουν καθολικοί, ενώ με διάφορα καταπιεστικά μέτρα άρπαζαν
τα αμπέλια και χωράφια των ντόπιων ρωμιών. Από την άλλη μεριά έφεραν
στην Πελοπόννησο πολλούς αποίκους και μαζί και πολλούς ιησουίτες, που
είχαν γίνει σκληροί καταπιεστές.
Από την τέτοια τακτική είχαν
τώρα εχθρούς όχι μόνο τον απλό λαό, που μισούσε τους φράγκους και τον
Πάπα, αλλά και τους μεγαλοκτηματίες και επισκόπους, που ανήκαν στη
μερίδα, που είχε φρονήματα φιλοδυτικά.
Η αντεπίθεση των οθωμανών
Οι
ενετοί όμως, έπεσαν και σʼ ένα άλλο μεγάλο λάθος. Πίστευαν, πως οι
τούρκοι ύστερα από τις μάχες, που έχασαν στην Ελλάδα και βόρεια
Βαλκανική, δέν θα τολμούσαν να παραβιάσουν τη συνθήκη τού Κάρλοβιτς.
Βγήκαν όμως, γελασμένοι.
Ο σουλτάνος Αχμέτ Βʼ άρχισε αμέσως να
καταστρώνει σχέδια γιά την εισβολή στην Πελοπόννησο. Καταλάβαινε, πως αν
εδραιώνονταν οι ενετοί στη νότια Ελλάδα μπορούσε ο Πάπας να ενώσει πάλι
τους ευρωπαίους και να οργανώσει νέα εκστρατεία μιάς, που οι δυτικοί θα
είχαν μεγάλη βάση γιά τις επιχειρήσεις τους. Με άλλα λόγια κινδύνευε η
Ρούμελη. Εξάλλου, κατέχοντας την Πελοπόννησο οι ενετοί κρατούσαν το
Αιγαίο.
Η ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571).
Άλλη
μιά περίπτωση, κατά την οποία χιλιάδες ρωμιών (25.000) πολέμησαν στο
πλευρό των οθωμανών εναντίον τού χριστιανικού συνασπισμού δυνάμεων.
Χωρίς
λοιπόν να το πάρουν είδηση οι ενετοί, στην Αδριανούπολη συγκεντρώθηκε
200.000 τουρκικός στρατός και στις αρχές Απριλίου 1715 ξεκίνησε γιά τη
Θεσσαλία. Σε λίγο οι τούρκοι πέρασαν τη Θεσσαλία κι έφτασαν στη Βοιωτία.
Στρατοπέδευσαν στον κάμπο τής Θήβας κι εκεί κατάστρωσαν τα σχέδια τής
εισβολής τους στην Πελοπόννησο.
Οι ρωμιοί δέχονται τους τούρκους ως ελευθερωτές
Πριν ξεκινήσουν γιά τον Ισθμό τής Κορίνθου, έφθασαν στή Θήβα απεσταλμένοι από τους πρόκριτους τού Μοριά και δήλωσαν, πως οι ρωμιοί μοραΐτες
όχι μόνο δέν θα πολεμήσουν μαζί με τους ενετούς, αλλά και θα δεχτούν
τους τούρκους σαν ελευθερωτές. (Μ. Β. Σακελλαρίου: «Η ανακατάληψις τής
Πελοποννήσου υπό των τούρκων εν έτει 1715», στο περ. «Ελληνικά», τ. 9,
1936, σ. 241-260 και «Απομνημονεύματα Καν. Δεληγιάννη», στου Τσαφαρά:
«Λαγκάδια», Αθήνα, 1937, σ. 281 και πέρα). Ο τούρκος στρατηγός τούς
υποσχέθηκε, πως όταν πάρει την Πελοπόννησο, ο τόπος θα κυβερνιέται με
δημοκρατικό σύστημα (ραγιά ιμπαρέτ). Είναι πολύ πιθανό, πως δόθηκε
γραπτή υπόσχεση. Γιʼ αυτό οι οθωμανοί δέν πείραξαν τους ρωμιούς, όταν
μπήκαν στην Πελοπόννησο.
Οι τούρκοι στις αρχές Ιουνίου, με
110 ως 120.000 στρατό πέρασαν τα Μέγαρα και πολιόρκησαν την Κόρινθο,
ενώ ο στόλος τους από 35 μεγάλα καράβια και 60 μικρά, περιπολούσε στα
παράλια τού Μοριά.
Οι ενετοί, που ήταν στό κάστρο τής
Ακροκορίνθου, κράτησαν άμυνα μόνο τρεις βδομάδες. Όταν όμως, διατάχτηκε
γενική έφοδος, αναγκάστηκαν να παραδοθούν «υπό όρους». Την ώρα όμως, που
έβγαιναν από το κάστρο, ανατινάχτηκε η μπαρουταποθηκη. Τότε, ο τούρκος
στρατηγός Τοπάλ Οσμάν, χαρακτήρισε την έκρηξη, πως έγινε επίτηδες και
γιʼ αυτό οι ενετοί στρατιώτες σφάχτηκαν κι οι φράγκοι κορίνθιοι
αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σα δούλοι.
Μόλις έπεσε η Κόρινθος, ήρθαν στόν τούρκο στρατηγό απεσταλμένοι από την Αίγινα και τον παρακάλεσαν να στείλει στόλο και στρατό να τους ελευθερώσει κι αυτούς από την τυραννία των ενετών.
Και η πρώτη κατάληψη τής Πελοποννήσου από τους οθωμανούς (1458), πάλι με τη συνδρομή των ρωμιών είχε γίνει. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος (βλ.
εικόνα), αδελφός τού τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, παρέδωσε στον
Μωάμεθ Β΄ την Πελοπόννησο κι ανταμείφτηκε με πλούσια δώρα και τις
προσόδους τεσσάρων νησιών τού Αιγαίου εφ΄όρου ζωής.
Από
την Κόρινθο οι τούρκοι τράβηξαν γιά το Άργος, που παραδόθηκε αμέσως
μόλις έφτασαν οι τουρκικές προφυλακές. Και από το Άργος άρχισε πορεία
γιά το Ναύπλιο.
Στο Ναύπλιο όμως, βρήκαν αντίσταση. Ωστόσο, οι
ενετοί δέν μπόρεσαν να κρατήσουν πολύ καιρό άμυνα. Εκτός από τους
ρωμιούς, που αντιδρούσαν, υπήρχαν και πολλοί φράγκοι, που ήθελαν να
παραδοθούν. Ύστερα από οκτώ ημερών πολιορκία, το κάστρο έπεσε.
Όταν
οι τούρκοι πήραν το Παλαμήδι, έστησαν σʼ αυτό κανόνια και βομβάρδιζαν
την πόλη. Σὲ λίγο έπεσε και αυτή. Το τί έγινε δέν περιγράφεται. Θρήνος
και κλαυθμός. Οι τούρκοι έσφαζαν, άρπαζαν, έκαιγαν, αιχμαλώτιζαν.
Σε
λίγες μέρες, μόλις ξεκουράστηκε ο στρατός, βγήκε διαταγή να προχωρήσει
προς τη Μάνη. Κατά το σχέδιο των ενετών, έπρεπε να κρατήσουν το
Μακρυπλάγι «πάση θυσία», που ήταν στρατηγική θέση στον ανάμεσα Αρκαδίας
και
Μεσσηνίας δρόμο. Μα δέν μπόρεσαν.
Φαίνεται, οι ρωμιοί βοηθούσαν φανερά και κρυφά τους τούρκους. Γι' αυτό ο ενετικός στρατός έχασε την πειθαρχία του. Οι μανιάτες πάλι, που ήταν καλοί πολεμιστές, αυτή τη φορά υποτάχτηκαν στους τούρκους χωρίς να δώσουν μάχη.
Όλα
έδειχναν, πως οι ενετοί δέν μπορούσαν να κρατήσουν τις λίγες πόλεις και
περιοχές, που κατείχαν ακόμα. Οι τούρκοι προχωρούσαν χωρίς να βρίσκουν
οργανωμένη αντίσταση. Μέσα σε λίγες ημέρες, ολόκληρος ο Μοριάς ήταν τώρα
στα χέρια των τούρκων. Μέσα σε εκατό μέρες οι τούρκοι κατόρθωσαν να
ξαναπάρουν την Πελοπόννησο.
Το 1779, ρωμιοί οπλαρχηγοί συνεργάστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην Πελοπόννησο και διαπραγματεύτηκαν με το φαναριώτη Νικόλαο Μαυρογένη, δραγουμάνο τού οθωμανικού στόλου και ηγεμόνα τής Μολδοβλαχίας, γιά να καταπνίξουν τους αλβανούς ατάκτους.
Στην εικόνα, ο Νικόλαος Μαυρογένης και το συμβούλιό του.
Εις προσκύνησιν αυτών
Γράφει ο στρατηγός Παπατσώνης στα απομνημονεύματά του: «Κατά
το 1715, ότε εκυρίευσαν την Πελοπόννησον οι οθωμανοί τούρκοι, όταν ήτον
στρατοπεδευμένοι εν Θήβα τής Αττικής, υπήγαν τινές εκ τής Πελοποννήσου
πρόκριτοι και τινες ηγούμενοι των μοναστηρίων εις προσκύνησιν αυτών και
επρότειναν τινά συνθήκην μετʼ αυτών, όπως και οι κάτοικοι τής
Πελοποννήσου συνδράμουν αυτούς, διότι επιέζοντο πολύ οι πελοποννήσιοι
παρά των ενετών και ιδίως από αγγαρείας δυσβαστάκτους.
»Και
οι οθωμανοί τούρκοι παρεδέχθησαν όλας τας συμφωνίας όσας τους
επρότειναν και έμειναν κατά πάντα σύμφωνοι και ευχαριστημένοι οι
χριστιανοί, ώστε ενθαρρυνθέντες οι τούρκοι ως έχοντες τους εντοπίους
χριστιανούς συμφώνους, εισέβαλον εις την Πελοπόννησον και μέχρι τού
Ναυπλίου δέν εύρον αντίστασιν τινά ειμή εις το φρούριον τού Ναυπλίου, το
οποίον είχον εφωδιασμένο καλώς οι ενετοί, το οποίο πολιορκήσαντες διά
ξηράς στενώς διʼ αρκετόν καιρόν, ώστε επέτυχον τινά προδότην ονόματι
Σάλαν, όστις εβούλωσεν τα κανόνια τής πόρτας τού Ναυπλίου και τής
τάπιας, όπου εφύλαττε την είσοδον τού Ναυπλίου. Ούτως ώρμησαν οι τούρκοι
εξ εφόδου και εκυρίευσαν το φρούριον τούτο, το οποίον οι ενετοί είχον
το κέντρον τους εν Πελοποννήσω.
»Κυριευθέντος τούτου δέν
εύρον τοιαύτην αντίστασιν πουθενά εν Πελοποννήσω, ειμή εις το φρούριον
τής Μονεμβασίας, το οποίον εφαίνετο ως απόρθητον και το οποίον έμεινεν
επί είκοσι επτά έτη εις την κυριαρχίαν των ενετών, αφʼ ότου εκατακτήθη
όλη η Πελοπόννησος και αντηλλάχθη το φρούριον τής Μονεμβασίας με το
Τσιρίγον, όπου οι ενετοί εξουσίαζον.
Αποκατασταθέντων των τούρκων
ευημερούσαν και οι χριστιανοί
»Κατακτηθείσης τής Πελοποννήσου δευτέραν φοράν από τους τούρκους, ετοποθετήθησαν εις μεν την Κόρινθον ο στρατάρχης Χαλίλμπεης...
»Αποκατασταθέντων των τουρκών, ευημερούσαν και οι χριστιανοί φυλάττοντες ακριβώς τας συνθηκολογίας, όσας έκαμον εις τας Θήβας».
(Παν.
Παπατσώνη: «Απομνημονεύματα από των χρόνων τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής
βασιλείας Γεωργίου Αʼ», ανατύπωση: «Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων τού
Κράτους», Αθήνα, 1993, σελ. 27).
Οι οθωμανοί λοιπόν, φέρθηκαν
καλά στους ρωμιούς. Κρατησαν το λόγο τους. Μα κι από άλλες πηγές
μαθαίνουμε, πως οι ρωμιοί ήταν ευχαριστημένοι, γιατί έφυγαν οι ενετοί. Ο
Θ. Π. Δεληγιάννης έλεγε: «Η τάξις αύτη (δηλ. οι Πρόκριτοι)
κατόρθωσε νʼ αναγνωρισθή η Πελοπόννησος αυτοδιοίκητος κατά το 1715, ότε
από τής ενετικής εις την οθωμανικήν δυναστείαν μετηνέχθη». (Πετρακάκου: «Κοινοβουλευτική Ιστορία τής Ελλάδος», 235).
Σε
λίγο καιρό, επέστρεψαν και μερικοί ρωμιοί, που είχαν εκπατριστεί στον
καιρό τής ενετοκρατίας, γιατί δέν μπορούσαν να υποφέρουν τις καταπιέσεις
των ενετών. Τους κάλεσε μάλιστα ο μέγας βεζύρης και τους υποσχέθηκε,
πως γυρίζοντας θα πάρουν τα σπίτια, τʼ αμπέλια και τα χωράφια, που τους
τα είχαν δημεύσει οι ενετοί. (Μ. Οικονόμου: «Ιστορικά τής ελλην.
επαναστάσεως», 21-22 και Pouqueville: «Voyage de la Grèce», IV, 331).
Eπίσης,
γύρισαν πολλοί οθωμανοί, που και αυτοί είχαν φύγει. Ξαναγύρισαν στα
χωριά και στις πόλεις, που έμεναν πριν και πήραν τα κτήματα, που είχαν.
Ήρθαν όμως και πολλοί από τη Ρούμελη και Μικρασία, καθώς και πολλοί
τουρκαλβανοί, που εγκαταστάθηκαν στις περιφέρειες τού Λάλα και
Βαρδούνιας.