Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: 10/14/23

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

Οταν η Ελλάδα έκανε εξαγωγές χασίς

   Οταν η Ελλάδα έκανε εξαγωγές χασίς

 

Η εγχώρια παραγωγή σε ινδική κάνναβη πλησιάζει, ετησίως, τους 18.000 τόνους. Απ’ αυτή την ποσότητα, περίπου 6.000 τόνοι χασίς εξάγονται σε διάφορα κράτη.

Τα μεγαλύτερα οφέλη απ’ αυτή τη δραστηριότητα έχει η Πελοπόννησος καθώς εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων, με τα ετήσια έσοδα να ξεπερνούν, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές, τα έσοδα ακόμα και από τις ελιές!

Γι’ αυτό η επιβολή φόρου στο χασίς, ως προαπαιτούμενο σε διεθνή σύμβαση, προκαλεί την έντονη αντίδραση των κατοίκων.

Η ένταση μεταφέρεται και στη Βουλή και σε θυελλώδεις συνεδριάσεις οι βουλευτές της περιοχής ξεπερνώντας κομματικές γραμμές εναντιώνονται δυναμικά στο μέτρο. Καταγγέλλουν, μάλιστα, ότι η ψήφισή του θα προκαλέσει τεράστια ζημιά στην Πελοπόννησο.

Εικόνες από το μέλλον; Οχι, από το παρελθόν, τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε η ινδική κάνναβη καλλιεργούνταν ελεύθερα, η διακίνηση δεν είχε εμπόδια και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής διετίθετο ως πρώτη ύλη στην κλωστοϋφαντουργία.

Η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης στον ελλαδικό χώρο είναι άγνωστο πότε άρχισε.

Πάντως, στην αρχαιότητα φαίνεται από γραπτές αναφορές (Ηρόδοτος κ.ά.) ότι καλλιεργούνταν στην κεντρική Ασία (Σκυθία) και από τις ίνες του στελέχους της κατασκευάζονταν σχοινιά και υφάσματα.

Οι αναφορές

 


Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν αναφορές που δείχνουν ότι μεταξύ του 1860 και του 1870 υπήρχαν σημαντικές καλλιέργειες ινδικής κάνναβης στη Μαντίνεια και στην Αργολίδα.

Σύμφωνα με αναφορά του δημάρχου Ορχομενού της Μαντίνειας, που δημοσιεύτηκε, τον Μάρτη του 1887, στο μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» του Παναγιώτη Γ. Γεννάδιου, η καλλιέργεια και η παρασκευή του προϊόντος διδάχθηκαν από Αιγύπτιους, Κύπριους και άλλους μετανάστες χωρών της Ανατολής.

Λίγους μήνες νωρίτερα, κάποιος με τα αρχικά Λ.Κ.Τ. από τη Λαμία έστειλε επιστολή στο ίδιο περιοδικό (τεύχος Νοεμβρίου 1886), ζητώντας πληροφορίες για την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, την παραγωγή και την εμπορία του χασίς.

Το περιοδικό, στη στήλη «ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ», του απαντάει υπό τον υπότιτλο «Περί χασίς», γράφοντας μεταξύ άλλων:

❝Τω κ. Λ.Κ.Τ. εις Λαμίαν-Δύνασθε ευκόλως και επιτυχώς να καλλιεργήσετε το ναρκωτικόν τούτο φυτόν, όπερ είναι απλώς ποικιλία της κοινής καννάβεως (…)❞.

Από αυτό το κείμενο μαθαίνουμε, ακόμα, ότι η απαγόρευση της εισαγωγής του χασίς στην Αίγυπτο και στην Ασία οδήγησε στη μείωση της καλλιέργειάς του σε Τρίπολη και Αργος, «ένθα άλλοτε παρήγετο μέγα ποσόν».

Τον Αύγουστο του 1892, η «Ελληνική Γεωργία», στην ίδια στήλη, απαντά σε κάποιον Κ.Κ., από την Αθήνα, που ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει ινδική κάνναβη και παπαρούνα για την παραγωγή οπίου.

❝Περί οπίου. Τω κ. Κ.Κ. εις Αθήνας. Το όπιον είναι ναρκωτική ουσία χρησιμοποιουμένη εν τη φαρμακευτική. Εις τας Ινδίας, την Σινικήν και εις τινα μέρη της Ανατολής καπνίζουσι το όπιον όπως το χασίς… Η καλλιέργεια του φυτού τούτου προς παραγωγήν οπίου δεν συμφέρει παρ’ ημίν, διότι απαιτεί πολλά ημερομίσθια, άτινα εν Ελλάδι είνε λίαν υπερτιμημένα…❞.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση του δημάρχου Ορχομενού:

❝Η εν όλω δαπάνη διά την καλλιέργειαν αγρού εκ δέκα στρεμμάτων και την παρασκευήν του προϊόντος αυτού προς εξόδευσιν ανέρχεται εις 90-120 δραχμάς. Το χασίς εις φύλλον τιμάται από 50-80-90-100 λεπτά η οκά (σ.σ. η οκά αντιστοιχούσε σε 1.282 γραμμάρια), αναλόγως της ποιότητος και της ζητήσεως αυτού, η δε τιμή της κόνεως κυμαίνεται μεταξύ των 12-20 δραχμών. Εις το εξωτερικόν η τιμή αύτη είνε τριπλασία και τετραπλασία (…)❞.

Γι’ αυτό, πριν ακόμα μπει ο 20ός αιώνας οι εξαγωγές του χασίς ήταν μια πολύ σημαντική οικονομική δραστηριότητα.

 


Σύμφωνα με στοιχεία από τη «Στατιστική του ειδικού εμπορίου της Ελλάδος μετά του εξωτερικού 1899» (έκδοση της Διεύθυνσης Στατιστικής του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας) το 1899 είχαν εξαχθεί 9.576 οκάδες χασίς (περίπου 123 τόνοι) αξίας 14.369 δραχμών της εποχής (σ.σ. για να υπάρχει μια εικόνα του μεγέθους σημειώνουμε ότι το ημερομίσθιο ενός αγρότη ήταν 4-6 δραχμές, ανάλογα το είδος εργασίας, ο μισθός κλητήρα Α' υπουργείου ήταν 70 δραχμές και ο μισθός μοιράρχου χωροφυλακής 330 δραχμές).

Φαίνεται πάντως ότι εκείνη η χρονιά δεν ήταν ιδιαίτερα καλή για την παραγωγή του χασίς καθώς έναν χρόνο νωρίτερα, το 1898, οι εξαγωγές ήταν κατά πολύ περισσότερες, στις 66.852 οκάδες (περίπου 858 τόνοι), αξίας 100.283 δραχμών.

Ομως, οι εξαγωγές δεν περιορίζονταν στο χασίς.

Με την επεξεργασία της κάνναβης δημιουργούνταν κλωστές, ιδανικές για την κατασκευή σχοινιών, πανιών κ.ά.

Στη συγκεκριμένη στατιστική αυτά καταγράφονται ως «Είδη χονδρά εκ καννάβεως» και είχαν εξαχθεί, το 1899, 44.382 οκάδες (περίπου 569 τόνοι) αξίας 17.753 δρχ., κυρίως στη Γαλλία (12.380 οκάδες), στη Ρωσία (2.955 οκάδες), στην Τουρκία (6.460 οκάδες), στην Αυστρία (1.760 οκάδες) κ.α.

Το 1906 η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη εισάγει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη φορολογία των καλλιεργειών ινδικής κάνναβης και την απαγόρευση εξαγωγής στην Αίγυπτο.

Οπως προέκυψε από τις συζητήσεις στη Βουλή, η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου ήταν προαπαιτούμενο από την αιγυπτιακή κυβέρνηση για να υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών εμπορική συμφωνία, η οποία θεωρούνταν πολύ σημαντική λόγω της ύπαρξης μεγάλου ελληνικού στοιχείου στη χώρα του Νείλου.

Ομως, αποδείχτηκε ότι πίσω από τις αιγυπτιακές απαιτήσεις βρίσκονταν οι Αγγλοι, που ήλεγχαν μέσω των Ινδιών τη διακίνηση χασίς στην Ασία!

Οι εφημερίδες, άλλες υπέρ της φορολόγησης και άλλες κατά, αφιερώνουν κύρια άρθρα στο θέμα, ενώ οι κάτοικοι περιοχών της Πελοποννήσου που πλήττονταν από το νομοσχέδιο άρχισαν να «βομβαρδίζουν» τη Βουλή με διαμαρτυρίες.

Στη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 1906 (Συνεδρίαση ΙΗ’ της Α Συνόδου της ΙΙΙ Κοινοβουλευτικής Περιόδου) ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Μπουφίδης ανακοινώνει «αναφοράν των κατοίκων των χωρίων Ορχομενού και Νάσσης της Επαρχίας Μαντινείας παρακαλούντων όπως διαβιβασθώσιν εις την Βουλήν τα παράπονά των περί καταργήσεως της καλλιεργείας χασίς».

Στις 2 Ιουνίου (Συνεδρίαση ΛΔ’) οι κάτοικοι του Λεβιδίου με άλλη αναφορά παρακαλούν όπως εξαιρεθεί «πάσης φορολογίας η εφετεινή σπορά και η παρακαταθήκη κόνεως χασίς επί εν τουλάχιστον έτος» και την επομένη (Συνεδρίαση ΛΕ' της 3ης Ιουνίου 1906) οι κάτοικοι των Δήμων Τεγέας και Φαλάνθου ζητούν «όπως μη ψηφισθή η μετά της Αιγύπτου σύμβασις ως καταστρεπτικώτατη διά την επαρχίαν των».

Είναι προφανές ότι οι βουλευτές της περιοχής δεν μπορούν να αγνοήσουν τις αντιδράσεις των κατοίκων.

Το νομοσχέδιο κυριάρχησε σε δύο συνεδριάσεις, στις 6 και 7 Ιουνίου, στις οποίες υπήρξαν στιγμές εντάσεων και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βουλευτές των περιοχών της Πελοποννήσου όπου υπήρχαν μεγάλες καλλιέργειες χασίς, ξεπερνώντας κομματικές γραμμές, δήλωσαν όλοι αντίθετοι στο νομοσχέδιο.

Κάποιοι απ’ αυτούς κατήγγειλαν ότι το νομοσχέδιο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των καπνοπαραγωγών, οι οποίοι θα συνέχιζαν να κάνουν εξαγωγές στην Αίγυπτο, ενώ αξιοσημείωτο και πολύ… επίκαιρο ήταν το επιχείρημα ενός βουλευτή Γορτυνίας (Π. Αλεξάκης) ότι καλλιεργητές χασίς εξέταζαν τη μεταφορά των καλλιεργειών τους στη Βουλγαρία…

Από την άλλη πλευρά, οι βουλευτές καπνοπαραγωγών επαρχιών υπερθεμάτιζαν για τη φορολόγηση του χασίς.

Σε αυτές τις συζητήσεις ο υπουργός Οικονομικών Α. Σιμόπουλος θα επισημάνει, προφητικά, ότι «και μετά τον φόρον η καλλιέργεια του χασίς δεν θα ελαττωθή διότι η εξαγωγή του θα εξακολουθήση εις Ευρώπην όπως άλλωστε και σήμερον πωλείται».


 

Πραγματικά, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της γεωργικής παραγωγής «παλαιάς Ελλάδος κατά τα έτη 1911, 1914 και 1915» (υπουργείο Εθνικής Οικονομίας/Διεύθυνση Στατιστικής), η ολική παραγωγή του χασίς το 1911 έφτασε στους 17.750 τόνους, με το μεγαλύτερο μέρος να παράγεται στην Πελοπόννησο.

Την ίδια χρονιά (1911) οι εξαγωγές του χασίς ήταν μόλις 150 οκάδες (περίπου 2 τόνοι) αξίας 2.250 χρυσών δραχμών.

Ολη η ποσότητα είχε εξαχθεί από τον Πειραιά στη Γαλλία.

Σημαντικές παρέμεναν οι εξαγωγές υφασμάτων «εκ λίνου και καννάβεως», οι οποίες το 1911 έφτασαν στις 600 οκάδες (περίπου 7,5 τόνοι) και των «χονδρών ειδών εκ καννάβεως», που ανήλθαν σε 6.650 οκάδες (περίπου 85 τόνοι) αξίας 2.660 χρυσών δραχμών.

 



Σε ό,τι αφορά τις περιοχές όπου καλλιεργούνταν η ινδική κάνναβη, από τη στατιστική της γεωργικής παραγωγής φαίνεται ότι οι περισσότερες καλλιέργειες υπήρχαν στην Πελοπόννησο και ανέρχονταν σε 18.863 στρέμματα, τα οποία μοιράζονται ως εξής:

Αργολίδα και Κορινθία: 2.289 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 12,13% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της περιοχής. Απ’ αυτά στο Αργος υπήρχαν 161 στρέμμ. και στην Κόρινθο 2.128 στρέμμ.

Αρκαδία: 16.508 στρέμματα, που αντιστοιχούσαν στο 87,52% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σχεδόν όλα βρίσκονταν στη Μαντίνεια και μόλις 13 στρέμματα στη Γορτυνία.

Η ολική αξία της παραγωγής υπολογιζόταν σε 535.134 δραχμές, ενώ τα αντίστοιχα έσοδα από τις ελιές ήταν μόλις 86.100 δραχμές…

Μικρότερες καλλιέργειες υπήρχαν στη Θεσσαλία (108 στρέμματα), μοιρασμένα σε Λάρισα (40), Τρίκαλα (912), Καλαμπάκα (1) και Καρδίτσα (55), στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (51 στρέμματα) και στα Ιόνια νησιά (44 στρέμματα).

Από το 1914 εντάσσονται στις στατιστικές και οι «νέες επαρχίες» (Μακεδονία, Ηπειρος, Νησιά Αιγαίου και Κρήτη) και φαίνεται ότι 490 στρέμματα καλλιεργούνταν στη Μακεδονία και 28 στρέμματα στην Ηπειρο.



 

Το 1920 η κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου προωθεί τον νόμο 2107 (ΦΕΚ 62/14.3.1920) «περί απαγορεύσεως της καλλιέργειας, της εμπορίας και της καταναλώσεως της ινδικής καννάβεως (χασίς)», που όριζε ότι η απαγόρευση θα άρχιζε από την 1η Ιανουαρίου 1921.

Ομως, το 1924 συντάσσεται ο νόμος 3070 της 24/31 Μαρτίου, που τροποποιούσε τον προηγούμενο νόμο και μετέθετε την έναρξη της απαγόρευσης από την 1η Ιανουαρίου 1921 στην 1η Ιανουαρίου 1926.

Δύο μήνες πριν αρχίσει η απαγόρευση, επέρχεται νέα αλλαγή.

Με νομοθετικό διάταγμα της 7/20 Νοεμβρίου 1925 ορίζεται νέα ημερομηνία απαγόρευσης η 1η Ιανουαρίου 1936!

Αλλα δέκα χρόνια παράταση. Αλλα δέκα χρόνια φορολόγησης των αγροτών παραγωγών χασίς, άλλα δέκα χρόνια επιβολής χρηματικών εγγυήσεων στους λαθρεμπόρους του χασίς, αλλά δέκα χρόνια είσπραξης εσόδων.

Ωστόσο, αυτές οι παλινωδίες θα έχουν αρνητικό αποτέλεσμα καθώς από το 1923 μέχρι και το 1925 δεν καταγράφεται καμία εξαγωγή.

Αντίθετα, γίνονται εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων ακατέργαστης κάνναβης, προφανώς για χρήση στην αναπτυσσόμενη κλωστοϋφαντουργία.

Τελικά, το 1932 κατεβαίνει… αυλαία στη νόμιμη καλλιέργεια ινδικής κάνναβης, παραγωγή και εξαγωγή χασίς με τον νόμο 5539 της 15/23 Ιουνίου 1932 «Περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών».

Εκεί καθορίζονται ποια είναι τα ναρκωτικά, των οποίων η εισαγωγή και η πώληση «είναι αποκλειστικόν δικαίωμα του Κράτους», ενώ τίθεται ρητά η απαγόρευση καλλιέργειας και κατοχής της ινδικής κάνναβης.

 

 

Οι πόλεμοι του οπίου και ο ρόλος των Αγγλων



 

Η εμπορία ναρκωτικών ήταν ανέκαθεν «χρυσοφόρα» και γι’ αυτό βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως η Αγγλία.

Ενδεικτικό του οικονομικού ενδιαφέροντος είναι ότι η Αγγλία έκανε δύο μεγάλους πολέμους εναντίον της Κίνας (1839-1842 και 1856-1860), που ονομάστηκαν «πόλεμοι του οπίου», με βασικό στόχο να πετύχει την ελεύθερη εισαγωγή οπίου στη μεγάλη αγορά του Πεκίνου από την αποικία της, την Ινδία.

Με το τέλος και του «δεύτερου πολέμου του οπίου», οι Αγγλοι έλεγξαν πλήρως την αγορά της Ασίας και της Αιγύπτου αποκλείοντας από εκεί άλλες χώρες με σημαντική παραγωγή ινδικής κάνναβης, όπως η Ελλάδα.

Ετσι, όπως αναφέρεται σε έκθεση του δημάρχου Ορχομενού της Μαντίνειας (βλ. παραπάνω, περιοδικό «Ελληνική Γεωργία», Μάρτιος 1887), μετά την απαγόρευση της εισαγωγής και χρήσης του χασίς στην Αίγυπτο και στην Ασία, μειώθηκε η καλλιέργειά του σε Τρίπολη και Αργος, «ένθα άλλοτε παρήγετο μέγα ποσόν».

Αργότερα, θα αποκαλυφθεί στη Βουλή ότι οι περιοριστικές διατάξεις στην εξαγωγή χασίς στην Αίγυπτο τέθηκαν από την αιγυπτιακή κυβέρνηση κατ’ απαίτηση των Αγγλων!

Αυτό έγινε το 1906, με το νομοσχέδιο που προώθησε προς ψήφιση η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη και επέβαλε φορολογία στην καλλιέργεια του χασίς σε συνδυασμό με την απαγόρευση των εξαγωγών στην Αίγυπτο.

Από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίστηκε ότι η κύρωση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου αποτελούσε προϋπόθεση για την υπογραφή της ελληνο-αιγυπτιακής σύμβασης.

Μάλιστα, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «αν δεν επιψηφισθή η φορολογία επί της Ινδικής καννάβεως η Ελληνο-Αιγυπτιακή σύμβασις δεν δύναται να συζητηθή».

Ωστόσο, ένας βουλευτής (Ιωάννης. Μπακόπουλος), αφού υπενθύμισε ότι «η Αγγλία διεξήγαγεν αιματηρότατο πόλεμο διά την εισαγωγή του χασίς στην Κίνα», αποκάλυψε πως «η φορολογία αύτη επιβάλλεται διότι η κυβέρνησις ήκουσε τας περί τούτου εισηγήσεις αντιπροσώπου ξένης δυνάμεως προς ην ήθελε να φανή ευάρεστος».

Ο πρωθυπουργός το επιβεβαιώνει λέγοντας τα εξής:

❝Επειδή προεκλήθημεν να δηλώσωμεν πόθεν επείσθημεν υποβάλλοντες την φορολογίαν, δηλούμε ότι υπάρχει έγγραφον της αγγλικής κυβερνήσεως ότι τότε μόνον θα υπογραφή η ανανέωσις της [ελληνο-αιγυπτιακής] συμβάσεως, όταν θα υποσχεθώμεν ότι θα συντάξωμεν νομοσχέδιο φορολογίας συμφώνως προς τους όρους της αιγυπτιακής κυβερνήσεως❞.

Ο ίδιος βουλευτής θα εξηγήσει ότι «η Αγγλία επιζητεί την απαγόρευσιν της εξ Ελλάδος εισαγωγής του χασίς [στην Αίγυπτο], όπως εξασφαλίση ταύτην εξ Ινδιών».

Το σχέδιο των Αγγλων θα ολοκληρωθεί τη δεκαετία του 1920, οπότε έχουν σταματήσει οι ελληνικές εξαγωγές παραγώγων κάνναβης και γίνονται μεγάλες εισαγωγές ακατέργαστης κάνναβης, κυρίως για τα κλωστοϋφαντουργεία.

Λεπτομέρεια: Οι περισσότερες εισαγωγές γίνονται από την Ινδία…

 




  theologos vasiliadis

 

Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Γ¨..

Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον 

ελλαδικό χώρο Μερος Γ¨..
 

  
 
 
Αλβανική -κι όχι ελληνική- η καταγωγή των 
 
αρβανιτών 

 
 
Οι Αρβανίτες ήταν «όπισθεν κομμώοντες», 
 
ξύριζαν δηλαδή το μπροστινό τού κεφαλιού τους 
 
και τους κροτάφους κι άφηναν πίσω πλούσια 
 
χαίτη μαλλιών. 
 
 
Όλοι οι ήρωες τού ΄21, που ήταν Αρβανίτες, ήταν 
 
«όπισθεν κομμώοντες» κι ας το «παραλείπουν» 
 
αυτό οι νεοέλληνες ζωγράφοι. Ο Σκωτσέζος 
 
περιηγητής, John Galt, που ταξίδεψε στην 
 
ανατολή από το 1809 ως το 1811 και επισκέφτηκε 
 
την Ύδρα, όπου όπως είδαμε παραπάνω ήταν 
 
άπαντες Αλβανοί, μάς βεβαιώνει, πως «οι 
 
Υδραίοι ξύριζαν το μεγαλύτερο μέρος τού 
 
κεφαλιού τους πάνω από το μέτωπο αφήνοντας 
 
τα μαλλιά τους να πέφτουν πίσω». («Voyages 
 
andtravels in the years 1809, 1810, 1811», 
 
Λονδίνο, 1812).

 
      
 
 
 
Επάνω: Τα παλλικάρια τού Αλή Πασά, όλοι 
 
Αρβανίτες με ξυρισμένο το μπροστινό μέρος τού 
 
κεφαλιού και τους κροτάφους τους και χαίτη στο 
 
πίσω μέρος. Όταν ο Αλή Πασάς έβγαλε διαταγή 
 
να μην ξυρίζουν το κεφάλι τους, ξέσπασε 
 
ανταρσία με αποτέλεσμα να ανακαλέσει τη 
 
διαταγή του. 
 
 
Κάτω αριστερά: Σουλιώτης στην Κέρκυρα (έργο 
 
τού Louis Dupre) και δεξιά: ο Βασίλης Γούδας, 
 
υπασπιστής τού Μάρκου Μπότσαρη, όλοι με 
 
ξυρισμένο κεφάλι εμπρός και στο πλάι.



     
Αρβανίτικο κεφαλοχώρι ήταν το Σούλι (ψηλό στα 
 
αλβανικά) με πληθυσμό περίπου 800 οικογένειες 
 
συγκροτημένες γύρω από διάφορες φάρες, όπως 
 
των Τζαβελαίων, Μποτσαραίων κ.ά.. Οι 
 
Σουλιώτες, που αποτελούσαν κλάδο των 
 
Τσάμηδων, προεξείχαν για τις πολεμικές τους 
 
αρετές. Ήταν χριστιανοί Αλβανοί και μιλούσαν 
 
αλβανικά. (Στην Κέρκυρα εξορισμένοι από τον 
 
Αλή Πασά οι Σουλιώτες «τραγουδούσαν 
 
αλβανιστί τούς ηρωισμούς τους». Ο δεσπότης 
 
Ευλόγιος Κουρίλας στο «Κράτος τής Αληθείας» 
 
λέει σαν γνήσιος Σουλιώτης, ότι αυτός είναι σε 
 
θέση καλύτερα από τον καθένα να γνωρίζει, πως 
 
«Αλβανοί είναι οι Σουλιώτες και Αλβανικά 
 
μιλάνε».) Την τσάμικη καταγωγή των Σουλιωτών 
 
διαβεβαιώνουν επίσης ο Πουκεβίλ και ο Άγγλος 
 
συνταγματάρχης, Λήκ. Ο τελευταίος στο έργο του 
 
«Researches in Greece», (London, 1814, τόμ. Β΄, 
 
σελ. 226-227), σαφώς διαχωρίζει τους Σουλιώτες 
 
από τους Έλληνες γράφοντας, πως «στην ακμή 
 
τους οι Σουλιώτες είχαν στην κατοχή τους 
 
ολόκληρο τον κάμπο τού Γλυκύ, με ριζότοπους 
 
και αραποσιτοχώραφα. Για την καλλιέργεια των 
 
κτημάτων χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες τής 
 
περιοχής».
 
 
 
    
 
Στη Ρούμελη και στο Μοριά οι κλέφτες είναι
 
 
στην πλειοψηφία τους Αρβανίτες, αλλά αυτό 
 
αποσιωπάται από τους νεοέλληνες ιστορικούς. Ο 
 
πρόξενος τής Γαλλίας στην Αθήνα, Jean Giraud, 
 
στην έκθεση, που έγραψε το 1674 για τον 
 
 μαρκήσιο Ντε Νουαντέλ, μεταξύ των άλλων 
 
αναφέρει: «Οι κλέφτες τής υπαίθρου, τόσο εδώ, 
 
όσο και στο Μοριά, είναι όλοι Αρβανίτες». (M. 
 
Maxime Collignon, Le consul Jean Giraud et sa 
 
relation de l΄Attique au XVIIe siecle. Extrait des 
 
Memoires de l΄Academie des inscriptions et 
 
Belles-Lettres, tome XXXIX, Paris, 1913).
 
 
 
       
 
 
 
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε το αρβανίτικο 
 
παρατσούκλι Μπιθεκούρας (Κώλος + πέτρα = 
 
Κολόπετρας = Κολοκοτρώνης στην ελληνική του 
 
μετάφραση). Τσεργίνης ήταν το οικογενειακό 
 
όνομα των Κολοκοτρωναίων, που πιθανώς 
 
παράγεται από τις Αρβανίτικες λέξεις 
 
τσέρ=έξυπνος και Γκίνης = Γιάννης· με το όνομα 
 
αυτό υπήρχαν καμμιά εξηνταριά οικογένειες στη 
 
Μεσσηνία.
      
 
 
 
 
 
 
Στις εικόνες φαίνεται ο Θεόδωρος 
 
Κολοκοτρώνης: Αριστερά, σύμφωνα με σχέδιο 
 
που δημοσιεύθηκε το 1827 στο Παρίσι από τον A. 
 
Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές 
 
απεικονίσεις του και δεξιά σε σχέδιο από τού 
 
φυσικού, τού Γάλλου συνταγματάρχη, Voutier. 
 
 
Δεν 
 
απεικονίζεται με τη γνωστή περικεφαλαία των 
 
εικόνων, που έχουν κατακλύσει τα σχολικά μας 
 
βιβλία και τους πίνακες των  σχολείων, των στ
 
 
ρατώνων και των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά με 
 
την αρβανίτικη κόμμωση των ξυρισμένων  
 
κροτάφων και τού εμπρός μέρους τού κεφαλιού, 
 
με μακρυά μαλλιά πίσω. (Το 2000, κατά τη 
 
διάρκεια εργασιών στο άγαλμα τού Θ. 
 
Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, οι συντηρητές 
 
ανακάλυψαν χαραγμένη μία σημείωση, με την 
 
οποία ο γλύπτης, Λάζαρος Σώχος, δικαιολογείται, 
 
 
για την περικεφαλαία που τον ανάγκασαν να 
 
 
προσθέσει στο άγαλμα).
 
 
 
 
 
Δημιουργία ενός έθνους «ελλήνων»
 
      
 
Με τη δημιουργία των εθνικών κρατών τον 19ο  
 
αιώνα και την τοποθέτηση των κλειστών 
 
συνόρων, οι λαοί χωρίστηκαν, αποκτώντας μια 
 
εκ των άνω επιβεβλημένη εθνική συνείδηση. Τα 
 
γλωσσικά ιδιώματα χτυπήθηκαν και η εθνική 
 
συμπεριφορά έγινε το πρότυπο.
   
 
 Οι περισσότεροι Αρβανίτες ήταν δίγλωσσοι 
 
(μιλούσαν και ελληνικά και αρβανίτικα = 
 
αλβανικά). Μετά την απελευθέρωση, οι 
 
ελληνόφωνοι εγκατέλειψαν τα χωριά κι 
 
εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου είχαν 
 
καλύτερη εξέλιξη στο στρατό, στη διοίκηση και 
 
στην πολιτική. Είναι ενδεικτικό, ότι αρκετοί 
 
στρατηγοί, ναύαρχοι και πρωθυπουργοί τής 
 
Ελλάδος ήσαν Αρβανίτες (Δημ. Βούλγαρης, 
 
Μιαούληδες, Κουντουριώτηδες, Πάγκαλοι, 
 
Ράλληδες και άλλοι). Στα αρβανιτοχώρια έμεινε 
 
το φτωχό αγροτικό στοιχείο, που δυστυχώς επί 
 
πολλά χρόνια έμενε υποβαθμισμένο.
 
 
 
 
 Πολλά επώνυμα ρωμιών είναι αρβανίτικης 
 
προέλευσης, όπως: Αδάμης, Μπιθικώτσης, 
 
Βαλάμης, Τόγιας, Ζάρπας, Κόλλιας, Κουρτέσης, 
 
Μάτεσης, Μπάρδης, Στίνης, Γκολέμης, Δρίτσας, 
 
Δρίβας, Μίζας, Σκούρτης, Γκίκας, Σκίπης, 
 
Κριεζής, Λαλιώτης, Κακριδής, Αληζιώτης, 
 
Παπούλιας, Βρεττάκος, Μπόγρης, Ρώτας, 
 
Κατσιφάρας  κ.λπ..


 
     Η  αλβανοφωνία διατηρήθηκε κυρίως γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο, έτσι δεν μάθαιναν ελληνικά. 
 
Αργότερα, ως μητέρες, μοιραία μάθαιναν τα παιδιά τους αρβανίτικα. Αυτό γινόταν κυρίως στις βουνήσιες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές ή σε περιοχές, που δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (χωριά τής Αττικής, Κορίνθου, Ευβοίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου κ.λπ.). 
 
Εκεί κράτησαν όχι μόνο τη γλώσσα τους ως πρόσφατα, αλλά και την πατριαρχική τους οργάνωση ως τις αρχές τού 20ού αιώνα.
     
Τα ελληνικά τα μάθαιναν οι άντρες όχι μόνο μέσω τού σχολείου και τής επικοινωνίας, αλλά και χάρη στη στρατιωτική τους θητεία. Δεν έχει μελετηθεί καθόλου ο ρόλος τού στρατού στην επιβολή τής ελληνικής. 
 
Στις μέρες μας στον ελληνικό στρατό απαγορεύουν π.χ. στους μουσουλμάνους στρατιώτες να μιλούν μεταξύ τους τη μητρική τους γλώσσα, τους απειλούν με ποινές και τους υποχρεώνουν να μιλούν ελληνικά. Μέχρι τα μέσα τού 20ού αιώνα επικρατούσα γλώσσα π.χ. στο Μενίδι ήταν η αλβανική, κυρίως στον αγροτοποιμενικό πληθυσμό. Ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές μιλούν ακόμα τα αρβανίτικα.


     
Όσοι μουσουλμάνοι έμειναν στην Ελλάδα μετά το '21 έγιναν χριστιανοί και μάς το θυμίζουν αυτό τα ονόματα Νικολάου, Αθανασίου, Κωνσταντίνου, Γεωργίου κ.λπ., που σημαίνει, πως οι βαπτισμένοι πήραν τα χριστιανικά τους ονόματα, Νικόλαος, Αθανάσιος, Κωνσταντίνος, Γεώργιος κ.λπ.. (Γι΄ αυτό ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί με ίδιο -χριστιανικό- όνομα κι επίθετο π.χ. Γεώργιος Γεωργίου κ.λπ.). Πολλοί από αυτούς άλλαξαν τα μικρά τους ονόματα, αλλά διατήρησαν τα αρβανίτικα επίθετά τους, όπως Κούρτης, Αληζιώτης, Παπούλιας κ.λπ..
 
Η χρήση τής ελληνικής γλώσσας δεν τεκμηριώνει
φυλετική καταγωγή από τους αρχαίους έλληνες
      
Το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε να ιδρύσει ένα έθνος «Ελλήνων» από τις διάφορες εθνότητες, που κατοικούσαν τότε στον ελλαδικό χώρο. Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί όφειλαν να ομογενοποιηθούν βιώνοντας την ελληνική ιστορία και την ορθόδοξη θρησκεία μέσα από τους εκπαιδευτικούς κι από άλλους εθνοποιητικούς μηχανισμούς (εθνικοθρησκευτικές γιορτές, παρελάσεις, εθνικό ύμνο, σημαία κ.ά.) υποχρεούμενοι να γίνουν Έλληνες μέσα από την επιβολή τής ελληνικής γλώσσας. 
 
      
 
Κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν είναι καθαρόαιμος. Από το Μεσαίωνα και δώθε με τις μεταναστεύσεις των λαών στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο έγιναν πολλές εθνογραφικές αλλαγές. Όμως, και στα αρχαία χρόνια το ίδιο είχε γίνει. Οι Έλληνες από τα χρόνια τού Αλεξάνδρου και ύστερα, κατά χιλιάδες μετανάστευσαν στην Ανατολή και ανακατώθηκαν με τους ντόπιους. Και πριν ακόμα, στα χρόνια τής περσικής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμών στην Ανατολή και ανακάτεμα λαών. 
 
Κι ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην αρχαία Ελλάδα έγιναν χιλιάδες απελευθερώσεις δούλων, που προέρχονταν από την Ανατολή και Μεσόγειο, που ήταν «βάρβαροι», καθώς και πολλές επιγαμίες με ξένους. Συνακόλουθα, ούτε ο πληθυσμός τής αρχαίας Ελλάδας ήταν καθαρόαιμος. Κατά την ελληνιστική δε και τη ρωμαϊκή εποχές στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι (Ρωμαίοι, Ανατολίτες, Εβραίοι κ.λπ.).
 

 Δυο επιφανείς Αρβανίτες τής νεοελληνικής κοινωνίας: Ο ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας (αριστερά) και ο πρώτος ολυμπιονίκης, Σπύρος Λούης
.

   
     
Είναι λάθος να πιστεύουμε, ότι η ελληνική γλώσσα μιλιόταν αδιάκοπα από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα στον ελλαδικό χώρο κι επί πλέον να θεωρούμε αυτή τη λάθος υπόθεση ως τεκμηρίωση τής δήθεν φυλετικής σχέσης των σύγχρονων κατοίκων τού ελλαδικού χώρου με τους αρχαίους Έλληνες. 
 
Τό όρος Ελικώνας για παράδειγμα επί αιώνες λεγόταν Ζαγαράς. Το ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός επέβαλε τη διδασκαλία τής ελληνικής σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς και μετονόμασε π.χ. το Ζαγαρά σε Ελικώνα, αυτό δεν σημαίνει, ότι οι πληθυσμοί αυτοί έχουν καμμιά σχέση (φυλετική, ιστορική κ.λπ.) με τους λαούς τής εποχής τού Ησιόδου, που έγραφε για τις Ελικωνιάδες Μούσες.
    
 
Ούτε οι Αλβανοί τής Αλβανίας, που μιλούν Αλβανικά, είναι καθαρόαιμοι· και σε αυτούς έχουν γίνει πολλές επιμειξίες. Το οξύμωρο δε είναι, ότι οι σημερινοί Αλβανοί -άν και δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τους Αρβανίτες- τους κατατάσσουν στους πιό γνήσιους Αλβανούς δεδομένου, ότι θεωρούν, πως έχουν υποστεί τις λιγότερες επιμειξίες.
     Πολύ γλαφυρά ο Γάλλος αρχαιολόγος, δημοσιογράφος και βουλευτής, Γκαστόν Ντεσάν, περιγράφει στο βραβευθέν από τη Γαλλική Ακαδημία βιβλίο του «Η Ελλάδα σήμερα» (1890), την κατάσταση, που βρέθηκε ο νεοέλληνας μετά την απελευθέρωση:
 
 «Ήταν απομονωμένος από τα πάντα, σαν ένας άνθρωπος, που βγήκε από τη φυλακή. Αυτός ο νεοφερμένος, που ήθελαν να τον βάλουν με μιας στην κοινότητα των ευρωπαϊκών εθνών, δεν είχε τίποτα έτοιμο: ούτε πρωτεύουσα, ούτε δρόμους, ούτε αστυνομία, ούτε στρατό, ούτε γλώσσα. Έπρεπε να αυτοσχεδιάσει για όλα τούτα.
   
 
 » Τώρα οι Έλληνες έχουν, όπως όλος ο κόσμος, μιά πρωτεύουσα και πρωτεύουσες νομών, δρόμους και σιδηροδρόμους, λοχίες και στρατηγούς, αστυφύλακες και αστυνομικούς, λεωφόρους και λεωφορεία. 
 
Όμως, δεν έχουν ακόμα ένα σταθερό γλωσσικό ιδίωμα ή μάλλον είναι πολύ μπερδεμένοι: έχουν πολλές γλώσσες και δεν ξέρουν ποιά να διαλέξουν. Λόγιοι και σοφοί εργάζονται συνεχώς, για να τού δώσουν δύο πράγματα απαραίτητα σε ένα λαό, που σέβεται τον εαυτό του: ένα λεξικό και μια γραμματική... Όμως οι Έλληνες εδώ και λίγο καιρό έχουν Βουλή, υπουργεία, υπουργείο Εξωτερικών. 
 
Πώς να εκφραστούν, με το ψέλλισμα των βοσκών τής Αρκαδίας, όλες αυτές οι πληκτικές εφευρέσεις, που η άγρια όμορφη ζωή αγνοούσε: ο προϋπολογισμός, η εκλογική πλατφόρμα, η συμφωνία των δυνάμεων και η ευρωπαΪκή ισορροπία; Σ΄ αυτό οι φανατικοί ελληνίζοντες και οι επαγγελματίες φιλόλογοι απαντούν, ότι δεν ανησυχούν καθόλου. 
 
Αρκεί, λένε, να αναστηθεί απλώς η κλασική γλώσσα. Και σ΄ αυτό το σημείο διαγράφουν από την ιστορία τους αιώνες, που τους ενοχλούν. Δέχονται, ότι από τον Περικλή μέχρι τον κ. Κωνσταντόπουλο (σ.σ. τού είχε αναθέσει ο Γεώργιος Α΄ το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης), δεν έχει συμβεί τίποτα.»


     
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τής πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα αποτελεί η λαϊκή κωμωδία τού Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». Σε μία σκηνή της, ένας  Αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει έναν Κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια πιστολιά. 
 
Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από Επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός τού Κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες, ούτε οι μάρτυρες αυτόν. (Η φωτογραφία είναι από παράσταση τού έργου από το Κ.Θ.Β.Ε.).
  
 
Aυθαίρετες μετονομασίες
     
 
Στο πλαίσιο αυτό άρχισε μιά τεράστια επιχείρηση κάθαρσης τού χώρου από τα ξένα τοπωνύμια. Κάθε χωριό, βουνό, ποτάμι κ.τ.λ. έπρεπε να εφοδιαστεί τάχιστα με ένα πραγματικό ή φανταστικό ελληνοπρεπές ή χριστιανικό όνομα. Σε περίπτωση, που κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, το «βαρβαρικό» τοπωνύμιο όφειλε να μεταφραστεί στα ελληνικά, είτε τουλάχιστον να άλλαζε δοκιμάζοντας μιά παρήχησή του, που θα θύμιζε ελληνική λέξη. Σοβαρότατες κυρώσεις νομοθετήθηκαν για τους παραβάτες.
       
 
Ο συνοικισμός Κάτω Λιόσια ή Νέα Λιόσια ονομάστηκε έτσι, αφού κατοικήθηκε από τους απογόνους τής αρβανίτικης φάρας τού Πέτρου Λιώσα, όπως προαναφέρθηκε, η οποία από τον 14ο  αιώνα είχε αναλάβει τη φρούρηση τού λεκανοπεδίου. Η αρβανίτικη παράδοση καταργήθηκε το 1994, όταν το υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να μετονομάσει το Δήμο με το ελληνοπρεπές «Ίλιον».
   
      
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυθαίρετης και ανιστόρητης μετονομασίας αποτελεί το Κορωπί, το οποίο είχε ονομασθεί έτσι από το όνομα κάποιου Αλβανού φύλαρχου, τού Κορωπή. 
 
Το όνομα αυτό αργότερα φάνηκε βολικό στο νεοελληνικό εθνικισμό, που προκειμένου να τεκμηριώσει τη δήθεν συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο, ονόμασε μιά ευρεία περιοχή στα Μεσόγεια ως δήμο Κρωπίας, ισχυριζόμενος, ότι το όνομα προερχόταν από την αρχαία πόλη Κρωπιά, που δήθεν βρισκόταν σε εκείνη τη θέση. 
 
Ο Θουκυδίδης όμως αναφέρει (Β΄, 19), ότι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος, όταν εισέβαλε στην Αττική από το Θριάσιο πεδίο τής Ελευσίνας κι έφθασε στις Αχαρνές (Μενίδι), πέρασε από την Κρωπιά, έχοντας δεξιά το όρος Αιγάλεω. 
 
(«Έπειτα προυχώρουν εν δεξιά έχοντες το Αιγάλεων όρος διά Κρωπιάς έως αφίκοντο ες Αχαρνάς, χώρον μεγιστον της Αττικής»). Η αρχαία Κρωπιά δηλαδή βρισκόταν σε εντελώς διαφορετικό μέρος από αυτό που βρίσκεται ο σημερινός δήμος Κρωπίας.
 
     
 
Ο σημερινός κάτοικος τού δήμου Κρωπίας βαυκαλίζεται, ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων κατοίκων τής αρχαίας Κρωπιάς. Οι κάτοικοι όμως του χώρου είναι επήλυδες, στην πλειοψηφία τους Αρβανίτες, η δε αρχαία Κρωπιά βρισκόταν κοντά στο Αιγάλεω. Το Κορωπί και ο δήμος Κρωπίας οφείλουν το όνομά τους στον αλβανό φύλαρχο με το ομόηχο όνομα, Κορωπή και ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαία ελληνική Κρωπιά.
 
      
 
Ας δούμε, πώς περιγράφει το φαινόμενο των αυθαίτερων ονοματοδοσιών ο φιλόλογος και μεταφραστής, dr Gerhard Bl­mlein, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (18.9.2005): «Περί το 1974, πέρασα από το χωριό Mέρμπακας (Aργολίδος), για να δω την ωραιότατη βυζαντινή εκκλησία του. Oταν χρόνια αργότερα ξαναπήγα, δεν υπήρχε καμιά πινακίδα πλέον με την επιγραφή MEPMΠAKAΣ, λεγόταν πια Aγία Tριάδα. 
 
Hμουν σοκαρισμένος, διότι μού ήταν αδιανόητο να αλλάζουν ακόμη και σήμερα τοπωνύμια και να σβήνεται έτσι η ιστορία. Στην περίπτωση τού Mέρμπακα το όνομα του χωριού συνδεόταν με τον Λατίνο επίσκοπο Kορίνθου Wilhelm von Meerbeke, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί μετά τη φραγκική κατάκτηση το 1204, που αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο τής ελληνικής ιστορίας. Pώτησα έναν χωρικό για την αλλαγή και μού είπε πως έγινε, επειδή ήταν τούρκικη η παλιά ονομασία: Mέρμπεη!
     
» Περνώντας λίγες μέρες στην Mπαρμπίτσα Λακωνίας (τα δύο χωριά, που παλιά ονομάζονταν Bερβίτσα μετονομάστηκαν!) ξεφύλλισα το “Λεξικό των οικισμών τής Πελοποννήσου” τού Γ. A. Πίκουλα. Πρόκειται για μια πολύτιμη μελέτη, που αναφέρει και τις πολυάριθμες παλιές ονομασίες, οι οποίες είναι σχεδόν όλες ή σλαβικές ή αρβανίτικες (τούρκικες δεν συναντάμε καθόλου -εκτός από τις Mαχμούτμπεη, Mουσταφάπασα και Oσμάναγα κ.ο.κ.), και έχουν συνεπώς ένα ιστορικό υπόβαθρο. Oλοφάνερα επιδιώχτηκε να ξεχαστεί αυτή η ιστορική εξέλιξη. Tις παλιές ονομασίες τις θεωρούσαν “ξένες”, άρα “μίασμα”, το οποίο έπρεπε να εξολοθρευτεί.
    
 » Nα δούμε, πώς οι γραφειοκράτες προχωρούσαν (με οδηγίες κυρίως της δεκαετίας τού ΄20): Συνήθως “δημιούργησαν” ονομασίες, που ήταν αποκυήματα τής (περιορισμένης) φαντασίας τους και δεν υπήρχαν (στην Πελοπόννησο τουλάχιστον): Tο Kέντρον, Tο Kεντρικόν, Kαλλονή, Kαλοχώριον, Kαλόβρυση, Kεφαλόβρυση, Mέλισσα, Mεταμόρφωση, Περδικόβρυση, Περδικονέριον, Προσήλιον, Προσήλια, Σιτοχώριον, Xαραυγή (δύο στη Mεσσηνία!) και Xρυσαυγή.

      
 
Ενδεικτικός κατάλογος των μετονομασιών οικισμών τής Αρκαδίας. Το όνομα των οικισμών δίνεται σύμφωνα με βενετικό έγγραφο απογραφής τού 1.700. Ακολουθεί το τοπωνύμιο στα ελληνικά στην πιό συνηθισμένη μορφή του και με αστερίσκο η μεταγενέστερη μετονομασία του μετά την ίδρυση τού ελληνικού κράτους. 
 
Παρατηρείστε, ότι από τους 92 οικισμούς έχουν μετονομασθεί οι 38, ποσοστό 41,3%. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στις άλλες περιοχές τής Πελοποννήσου. (Β. Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987).
 
      
» Συχνά διάλεξαν ήδη υπάρχοντα για αντικατάσταση των παλιών: Eτσι βαφτίστηκαν “Kαλλιθέα” τα χωριά Γαϊδουριάρη, Zαραφούνα, Zάχα, Kάνι, Mετερίζι, Mουράταγα και Σκούπα, η ονομασία “Kρήνη” αντικατέστησε τα Aράχοβα, Παλοβά και Bέλιζι, ενώ η Mουζούστα και Δούνιτσα έγιναν “Λεύκη”. 
 
Σε λίγες περιπτώσεις μετέφρασαν: Aράχοβα σε Kαρυές, τού Bοϊβόντα σε Aρχοντας, Γκιόζα σε Mάτιον. (Nόμιζαν -λανθασμένα πιστεύω- ότι το Γκιόζα προέρχεται από το τούρκικο “gioz”=μάτι. Eάν ήταν έτσι, θα επρόκειτο για μια σπανιότατη περίπτωση μετάφρασης τούρκικης λέξης. Mού φαίνεται πιθανότερη η προέλευση από το “γκιόσα” (σλαβ. kozje, αλβ. gjosa=γίδα).
     
» Yπάρχει και μια κατηγορία τοπωνυμίων, που η ονομασία “ελληνοποιήθηκε”: η Aναστάσοβα έγινε Aνάστασις, η Bάλτσα Bάλτος, το Zουνάτι Zώνη, η Kερέσοβα Kερασέα, η Λαπάτα Λαπάθεια, το Mπεσχίνι Σχίνοι, το Mάρκασι Mάννα(!), η Mίρτιζα Mυρτέα, η Mέρτεζα Mύρτος, το Pετούνι Aρετή, το Σίρτζι εξελίσσεται σε Σύρριζον(!), το Tόσκεσι σε Tόσκαι στην Aχαΐα, ενώ στη Mεσσηνία παραμένει Tόσκεσι! Aλλαγή έγινε όμως και σε περιπτώσεις, που η παλιά ονομασία ήταν κατανοητή: 
 
H Γκορτσιά έγινε Λιναριά, προφανώς επειδή η λέξη είχε ξένη “όψη” (πράγματι, είναι αρβανίτικη). Hρωες τής Eπανάστασης χρησιμοποιήθηκαν για αντικατάσταση των Mπολάτι (τώρα Kολοκοτρώνης) και Kοντογόνι (Παπαφλέσσας).
   
    
 » Eίναι αξιοπερίεργο (ή και όχι), πώς “γλίτωσαν” μερικά άκρως “ύποπτα” ονόματα: Aρβανίτης (δύο φορές) -το Aλβάνιτσα όμως αντικαθίσταται- Aράπηδες, Aραπόλακκα, Aραποχώρι, Σέρβος, Tουρκολέκας. Aλλες ασυνέπειες: το Kαλέντζι (Hλείας) έγινε Kεραμίδιον, μα τα άλλα δύο χωριά με το όνομα Kαλέντζιον (Aχαΐας, Kορινθίας) έμειναν ως ήταν, Λόπεσι (Aχαΐας), αντικαταστάθηκε τέσσερις φορές, ενώ από τα δύο χωριά με το όνομα Λιόπεσι έμεινε μόνο το ένα. 
 
Kαταργήσανε το Γκορτσιά (βλ. παραπάνω) και διατηρήσανε το Γκοριτσά. 
Δεν κατάφεραν εν τούτοις να εξοντώσουν το Aράχοβα: σε τέσσερις περιπτώσεις το άλλαξαν, σε δύο όχι».
      
Τα ίδια ακριβώς έχουν γίνει βέβαια και στα άλλα βαλκανικά κράτη, π.χ. στην Αλβανία με διάφορα διατάγματα μετονόμαζαν τα τοπωνύμια -Αγ. Σαράντα σε Σαράντι κ.λπ.).
     
 
Με γλαφυρό τρόπο ο Τούρκος συγγραφέας, Αζίζ Νεσίν, περιέγραφε την κατάσταση στη χώρα του: «Δυστυχώς, τις ελληνικές ονομασίες δεν τις αφήσαμε. Πώς ήταν δυνατό να υπάρχουν στην Τουρκία περιοχές με ελληνικές ονομασίες! 
 
Τις ελληνικές ονομασίες των περιοχών αυτών τις αλλάξαμε, τις κάναμε τουρκικές. Λόγου χάρη την περιοχή “Πόδημα” της Μαύρης Θάλασσας την αλλάξαμε, την ονομάσαμε “Γιαλίκιοϊ” κι ησυχάσαμε. Μα δεν ξέραμε ότι η λέξη “Γυαλί” είναι ελληνική κι όχι τουρκική. 
 
Τι ιλαροτραγωδία! Είναι βλέπετε αδύνατο ο Τούρκος να απαλλαγεί απ΄ τον Ελληνα κι ο Ελληνας απ΄ τον Τούρκο. Κι εξάλλου, ποιος ο λόγος ν' απαλλαγεί ο ένας από τον άλλο;»
 
Μετονόμασαν ένα χωριό στα τρία
     
Σύμφωνα με το ερευνητικό πρόγραμμα «Ιστορική έρευνα των οικισμών τής Ελλάδας (15ος-20ός  αι.)», το οποίο διεξάγεται στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών τού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, επί 11.500 περίπου οικισμών τής Ελλάδας, οι 3.600 έχουν μετονομαστεί. 
 
Οι αριθμοί αφορούν μόνο στις επίσημα καταγεγραμμένες ονομασίες και μόνο για το διάστημα 1912-1961, για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σε σειρές. 
 
Πρόκειται για το 31% τού συνόλου των ελληνικών οικισμών ή, αλλιώς, για ένα χωριό στα τρία. (Λ. Καλλιβρετάκη, «Ιστορική έρευνα των οικισμών τής Ελλάδας», «Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.) Έτσι εξαφανίστηκαν -μεταξύ των άλλων και- πλείστα αλβανικά τοπωνύμια.
 
 
 
 
Αλβανικές παραδόσεις
     
Ο  κυβερνήτης τού Μοριά, Φραγκίσκος Γριμάνης (1706-1709) γράφει σε επίσημη έκθεσή του προς την Ενετική Γερουσία: «Οι Αλβανοί, τοσούτον έχουσι συγχωνευθεί μετά των Ελλήνων, ώστε δεν θεωρούνται αποτελούντες ιδίαν φυλήν, αλλ΄ απλώς διάφορον τάξιν». 
 
(Όλοι οι λαοί σήμερα αποτελούνται από συγχωνεύσεις· ομογενοποιούνται σταδιακά όμως, μέσω των εθνοποιητικών μηχανισμών των εθνών-κρατών, που ανήκουν - βλ. Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται). 
 



     Ο Μενούσης: Ένα τραγούδι, που το γνωρίζουμε με ελληνικά λόγια, αλλά είναι πέρα γιά πέρα αρβανίτικο· τραγουδιέται στα αρβανίτικα, στα αρβανιτοχώρια τής Ελλάδας από την Ήπειρο ως τον Μωρηά, αλλά και στην Αλβανία. «Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέταγας» αρχίζει το τραγούδι. Ο Μενούσης είναι 
 
Αρβανίτικο όνομα. Το ίδιο κι ο Μπιρμπίλης, όνομα σύνθετο από το Μπιρ=γιός και Μπιλ=κόρη, που προέρχεται από τα μωρουδιακά φορέματα, που έπλεκε η μάνα πριν γεννηθεί το παιδί της. 
Επειδή δεν ήξερε εάν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι, έπλεκε και αγορίστικα (μπίρην) και κοριτσίτικα (μπίλλιεν), δηλαδή μπιρμπίλλια, αγοροκοριτσίστικα.
 
   
 Αρβανίτικα είναι πολλά θεωρούμενα παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια και χοροί, όπως τα συρτά των νησιών τού Αργοσαρωνικού και τής Νότιας Εύβοιας, αλλά κυρίως τα Τσάμικα, των οποίων την προέλευση εξ άλλου μαρτυράει το όνομά τους. 
 
Το ίδιο κι ο Καλαματιανός, για τον οποίο δεν είναι σαφές άν η ονομασία προήλθε από την πόλη τής Καλαμάτας, ή από τη λέξη καλαμάτα, που στα αρβανίτικα σημαίνει το χρωματιστό συνήθως μαντήλι, που ήταν διακοσμητικό εξάρτημα τής γυναικείας αρβανίτικης φορεσιάς και που το χρησιμοποιούσαν σε μερικές περιπτώσεις στο χορό.

Επίλογος
  
Οι σημερινοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου είναι ένα κράμα διαφόρων φυλών, οι οποίες μόλις μετά τον 19ο αιώνα και μέσω των εθνοποιητικών μηχανισμών τού νέου έθνους - κράτους, που τότε  δημιουργήθηκε, (σχολική παιδεία, υποχρεωτική διδασκαλία κι επιβολή τής νεοελληνικής γλώσσας κ.λπ.), άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση ως χριστιανοί ορθόδοξοι νεοέλληνες. (Βλ. Ο μύθος τής διατήρησης των “εθνικών” χαρακτηριστικών τού ελληνικού έθνους).
   
  
Αφού επεκδύθηκε η Ρωμιοσύνη την αλβανική -και όχι μόνον- καταγωγή πολλών υπηκόων της, τους επέβαλε την ελληνική γλώσσα κι έριξε στο «πυρ το εξώτερον» ονόματα, τοπωνύμια και πλήθος μη φυλετικά καθαρών λέξεων. 
 
Αυταπατήθηκε έτσι, ότι αποτελεί «έθνος ανάδελφον» με 3.000 δήθεν χρόνια συνεχούς Ιστορίας, με την άπλετη συνεισφορά βέβαια τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
 
Ετσι ενστερνίστηκε διάφορα εθνικά ιδεώδη, τον ελληνοχριστιανισμό, την αίσθηση τού ηθικού πλεονεκτήματος, την πλειοδοσία τού φυλετικού ταλέντου, την αίσθηση τού αδικημένου από ξένες συνωμοσίες κ.λπ..
     
 
Όσο περισσότερη έλλειψη αυτοπεποίθησης έχει κάποιος, όσο περισσότερο αδύναμος νοιώθει κι όσο περισσότερο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει να δημιουργεί φανταστικές καταστάσεις, από τις οποίες επιχειρεί απεγνωσμένα να πιαστεί. 
 
Ο σύγχρονος Ρωμιός, ένας παρηκμασμένος, εξαθλιωμένος, τριτοκοσμικός, ψυχικά και νοητικά άρρωστος άνθρωπος επιχειρεί να καλύψει τα κενά του δημιουργώντας τη φαντασίωση «Ελλάς». (Βλ.  
    
 
 (Η μελέτη αναφέρθηκε στους μεσαιωνικούς αλβανικούς εποικισμούς κι όχι στο σύγχρονο εκτεταμένο αλβανικό εποικισμό, που συντελείται τα τελευταία είκοσι χρόνια στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος εξ άλλου παρουσιάζει πλείστα κοινά στοιχεία με τους παλαιότερους).
 

     Μετάβαση στο:
   
 
Kατεβάστε ολόκληρο το άρθρο
πλήρες κι ενιαίο με τα Παραρτήματά του
σε μορφή pdf (57 σελίδες, 3,83 ΜΒ)
κάνοντας κλικ εδώ.



 
 

 

theologos vasiliadis