Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

ΔΟΥΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΜΠΩΔΕΙΣ ΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

ΔΟΥΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΜΠΩΔΕΙΣ ΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ


 

Στους κοτζαμπάσηδες
και καπεταναίους - κληρονόμους
της οθωμανικής εξουσίας

Πανούτσος Νοταράς (1752-1849)



Οι κοτζαμπάσηδες, οι φαναριώτες και πολλοί καπεταναίοι συμπεριφέρονται ως κληρονόμοι της οθωμανικής εξουσίας.
Για να εδραιώσουν την επιρροή τους εμφανίζονται με πολυτελέστατα ενδύματα και μεγαλοπρέπεια και πάντοτε με ένοπλες συνοδείες και θριαμβικές επιδείξεις ισχύος.

Πολλοί οπλαρχηγοί βάδιζαν με τη στολή Τούρκων σερασκέρηδων, με οθωμανική «σερβέττα» στο κεφάλι και πορφυρή καταστόλιστη ενδυμασία.

• Τον καπετάν Χατζη-Χρήστο, γράφει ο Ν. Κασομούλης, οι υποτακτικοί της συνοδείας του αποκαλούσαν «βεζύρη της βούλας» — μουχιούρ σαΐμπη. Κατά την έξοδό του στο δρόμο έδινε εντολή —όπως οι αυλικοί των σουλτάνων— να προπορεύονται δέκα βήματα οι προσωπικοί του φρουροί. «Οι σουϊταρήδες (παράσιτοι) έμπροσθεν άνοιγαν τον λαόν και ένας πλησίον βαστούσε τα παπούτσια τα κίτρινα» — σύμβολο εξουσίας! Ακολουθούσε «μια ουρά έως 100-200 (παλληκάρια) με σαρίκια, με πάλες (κρεμαστά σπαθιά) και έτρεχαν πατώντας ταις πτέρναις ο ένας του άλλου». («Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήνα, 1940, τ. Β΄, σελ. 11).

• Ο Γάλλος εθελοντής L.D. Bollman είδε στο Άργος την Μπουμπουλίνα πάνω σ΄ ένα «αράπικο άτι» και πίσω της «ένα πλήθος αρματωμένων Ελλήνων που έτρεχαν πλάι της σαν ζαγάρια κραυγάζοντας». («Remarques sur l’ état moral, politique et militaire de la Grèce écrites sur les lieux pendant l’ année 1882», Παρίσι, 1823, σελ. 27).

Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, όπως ιστορεί ο Ν. Δραγούμης, εμφανίζονταν στους δρόμους «διακεχλιδότες» (καμαρώνοντας), «κλασαυχενιζόμενοι» (με επίδειξη μεγαλείου) και «σύροντες όπισθεν εκατοντάπηχυν ουράν παλληκαρίων». («Ιστορικαί Αναμνήσεις», Αθήνα, 1870, τόμ. Α΄, σελ. 34).




• Ο Αλ. Μαυροκορδάτος αποκαλείται «εκλαμπρότατος» και «υψηλότατος πρίγκιψ».




• Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης «ενδοξότατος περίβλεπτος πρίγκιψ».




• Ο Γ. Κουντουριώτης, πρόεδρος του Εκτελεστικού, «υψηλότατος», «ενδοξότατος πρίγκιψ», «εκλαμπρότατος αυθέντης».

Οι γραμματικοί που περιβάλλουν τους νέους άρχοντες προετοιμάζουν τη δουλική συμπεριφορά των Ελλήνων, ορίζοντας τίτλους και προσφωνήσεις που ανήκαν στα δουλοκτητικά καθεστώτα σουλτάνων, αυτοκρατόρων και μοναρχών.

Η νέα επιστολογραφική εθιμοτυπία επιβάλλει χαμερπείς προσαγορεύσεις και προσκυνήματα. Οι τούρκικοι τεμενάδες επανέρχονται στον δημόσιο βίο.  

 

Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες του Εικοσιένα εμφανίζονται ως διάδοχοι των πασάδων. 

 

Οι χωρικοί γονάτιζαν μπροστά στον Υψηλάντη αποκαλώντας τον «αφέντη» και σ’ όλους τους ισχυρούς, από τον Κολοκοτρώνη ως τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο.

Ιδού μερικές δουλοπρεπείς προσφωνήσεις σε έγγραφα και αναφορές που υποδείκνυαν επιτακτικά οι λόγιοι αυλοκόλακες της νέας εξουσίας:

• «Ενδοξότατε περίβλεπτε πρίγκιψ κύριε Πετρόμπεη». 




• «Πανεκλαμπρότατέ μου αυθέντα» (ο Κίτσος Τζαβέλλας στον Μαυροκορδάτο).

• «Την ευγενίαν της δουλικώς εν ταπεινότητι προσκυνώ» (στον Γ. Κουντουριώτη, Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτη, τόμ. ΣΤ΄, σελ. 68).

• «Την περισπούδαστόν μοι εκλαμπρότητά της ταπεινώς ευχόμενος ασπάζομαι υπερήδιστα» (ο μητροπολίτης Δανιήλ πρός τον Γ. Κουντoυριώτη, ό.π. τόμ. Ζ΄, σελ. 276).

• «Τω ενδοξοτάτω πρίγκιπι Κυρίω μοι Γεωργίω Κουντουριώτη, τω ευεργετικωτάτω προσκυνητώς». (ό.π. τόμ. ΣΤ΄, σελ. 140).

• «Εκλαμπρότατε αυθέντα».

• «Δουλικώς προσκυνούντες σας μένομεν εις τας διαταγάς σας προθυμότατοι και όλως εξηρτημένοι δούλοι». 




Ο Κολοκοτρώνης προσφωνεί τον Καποδίστρια «Υπερεξοχότατε»!




Ο Γεώργιος Σισίνης, πρόκριτος της Μάνης με το φέσι του.
 
 
 

Ο «εκλαμπρότατος» και «υψηλότατος πρίγκιψ» Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
 

Η εξουσία όλων των εποχών και όλων των τόπων υπήρξε εξίσου αλαζονική και διεφθαρμένη από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ανατριχιαστικές οι δουλοπρεπείς και μεγαλόστομες υμνητικές προσφωνήσεις των αρχόντων της βυζαντινής εποχής:

• Ο λόγιος κληρικός Μιχαήλ Χωνιάτης (12ος αι.) απευθύνεται σε κάποιον μεγιστάνα, αποθεώνοντάς τον: «Αγιώτατε, αγχίθεε, θειότατε, μεγαλοϋπέροχε, πανεντιμιότατε, πανευγενέστατε, πανιερώτατε, πανυπέρτιμε, περιπόθητε τελειότης, πανσέβαστε». (Νικ. Τωμαδάκης, «Βυζαντινή Επιστολογραφία», Αθήνα, 1970, τόμ. Γ΄, σελ. 102).

• Ο λόγιος Νικηφόρος Βλεμμίδης (12ος αι.) προς τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη: «Σοφωτάτη ψυχή, βασιλικωτάτη κεφαλή, παγκόσμιον εγκαλλώπισμα, του λόγου τιμή, το του Χριστού καύχημα, των αρετών δόξα, Δέσποτά μου άγιε, βασιλειοτάτη φιλτάτη μου κεφαλή» (ό.π. τόμ. Γ΄, σελ. 101).

• Και ο Γεννάδιος Σχολάριος (15ος αι.), απευθυνόμενος σε κάποιον άρχοντα: «Τω μεγαλοπρεπεστάτω, μεγαλοφυεστάτω, αξιεπαινεστάτω, μοναδικώ του γένους ερείσματι, τω μεγάλω δουκί, ευτυχώς τω κυρίω μου, ο ελάχιστος Γεννάδιος ψυχής σωτηρία συν ευζωία παντοία» («Άπαντα», 1935, σελ. 492).

Η αχρειότητα της βυζαντινής εξουσίας και η έμφοβη δουλοφροσύνη των υπηκόων θα μεταμοσχευθεί στην οθωμανική απολυταρχία μετά την άλωση της Πόλης.

• Το παράδειγμα της ευτέλειας και της χαμέρπειας προσφέρει ο σουλτάνος Μωάμεθ. Απευθύνεται, το 1481, σε έλληνική γλώσσα, στο δόγη της Βενετίας: «Ενδοξότατε, εκλαμπρότατε, υπέρτιμε δουξ της αυθεντίας των Βενετών» (Miklosisch-Müller, «Acta et Diplomata Graeca», τόμ. Γ΄, σελ. 295).

• Τέσσερα χρόνια αργότερα απευθύνεται «προς τον υψηλότατον, ενδοξότατον και εκλαμπρότα τον κυρ. Ιωάννην Μονσενίγον και μέγα δούκα της εκλαμπροτάτης αυθεντίας των Βενετικών» (ό.π. σελ. 302).

• Το 1685 ο Τούρκος διοικητής του κάστρου της Ζαρνάτας (Μάνη) απευθύνεται στον Βενετό στρατηγό Μοροζίνι, που πολιορκούσε το φρούριο: «Ενδοξότατε, εκλαμπρότατε αυθέντη αρχιστράτηγε, χαιρετίσματα και προσκυνήματα από εμέ τον δισδάραγαν του φρουρίου Ζαρνάτας» (ό.π. σελ. 315).

• Και ο επίσκοπος Μάνης προς τον Μοροζίνι: «Εκλαμπρότατε και εξοχώτατε καπετάν γενεράλη της γαληνοτάτης Αριστοκρατίας» (ό.π. σελ. 325).

Αυτές οι δουλικές και πομπώδεις προσαγορεύσεις καθιερώνονται και γενικεύονται κατά την τουρκοκρατία σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.

• Το 1799 οι προεστοί της Άνδρου απευθύνονται στην οθωμανική έξουσία: «Ενδοξότατε και μεγαλοπρεπέστατε Ασίζ εφέντη, Σουλτάν Τζαχαγιασί της Υψηλοτάτης κυρίας ημών Σαχ Σουλτάνας. Την ενδοξότητά σου δουλικώς προσκυνούμεν και φιλούμεν τα ίχνη του ενδόξου σου ποδός και παρακαλούμεν τον απειροδύναμον Θεόν να αυξάνει το δοβλέτι σου και να σε αναβιβάζη από δόξαν και τιμήν εις τιμήν, Αμήν». 
 
 

• Οι κάτοικοι της Πάτμου προς τον δραγουμάνο του τουρκικού στόλου Νικ. Μουρούζη (1819): «Την εκλαμπρότητά σου δουλικώς προσκυνούμεν. Της εκλαμπρότητός σου δούλοι χαμερπείς. Οι κάτοικοι της νήσου Πάτμου και πιστοί υπήκοοι».

• Και οι Λαρισινοί πρός τον πατριάρχη (1814): «Την υμετέραν σοφωτάτην και σεβασμιωτάτην παναγιότητα... δουλικώτατα προσκυνούμεν».

Η μανία της εξουσίας όλων των χωρών της οικουμένης για τίτλους και μεγαλειώδεις προσαγορεύσεις θα μεταδοθεί ως επιδημία σε όλες τις τάξεις, προφανώς για να διασφαλισθεί η ισορροπία της ασχημίας. Παράδειγμα το «κύριος» και «κυρία» και η συνομιλία μεταξύ αγνώστων ή κατώτερων προς ανώτερους στον πληθυντικό. Πρόκειται για μια απεχθέστατη νόθευση της αυθόρμητης και ειλικρινούς επικοινωνίας μεταξύ ατόμων όλων των τάξεων και κατηγοριών.

 

 

 

https://www.freeinquiry.gr/ 

 

 

 

theologos vasiliadis

 

 

ΟΜΟΡΦΕΣ -ΚΑΛΟΝΤΥΜΕΝΕΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ

ΟΜΟΡΦΕΣ -ΚΑΛΟΝΤΥΜΕΝΕΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ





Οι γυναίκες της Χίου
την οθωμανική περίοδο

Γυναικεία ενδυμασία από τη Χίο, γύρω στα 1820.
(Argenti, Philip P. The Costumes of Chios. Their development
from the XVth to the XXth century, Λονδίνο, B.T. Batsford, 1953).

 
 

Όλοι οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν τη Χίο την οθωμανική περίοδο, πρόσεξαν την ομορφιά και την ελευθερία που απολάμβαναν οι γυναίκες της. Επιβλητικές και υπεροπτικές, περιγράφουν ότι κυκλοφορούσαν ντυμένες με πολυτελή φορέματα από ταφτάδες και μετάξια, ασημοκεντημένα και χρυσοΰφαντα. Πολύτιμα πετράδια και άλλα κοσμήματα, περιδέραια, καδένες, δαχτυλίδια και βραχιόλια στόλιζαν το λαιμό και τα χέρια τους. 



Η Χίος είναι ίσως το νησί για το οποίο διαθέτουμε τις πυκνότερες περιηγητικές μαρτυρίες. Αφορούν τόσο την πρωτεύουσα όσο και το σύνολό του. Δεν υπάρχει περιηγητικό χρονικό του 16ου και 17ου αιώνα, που να μην εγκωμιάζει το κάλλος, αλλά και την τολμηρότητα της συμπεριφοράς των γυναικών του νησιού. 


Πρόκειται για ένα φαινόμενο κοινωνικής ισοτιμίας, που έχει την εξήγησή του: Ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει πολλά προνόμια στη Χίο. Μεγάλος πλούτος είχε συσσωρευθεί εκεί και η ιθύνουσα τάξη καλλιεργούσε ατμόσφαιρα κοσμοπολιτισμού, που προκαλούσε εντύπωση στους ευρωπαίους ταξιδιώτες. 




Από τις αρχές του 17ου αιώνα η Χίος ήταν πυκνοκατοικημένη, με σχετικά σταθερό πληθυσμό, που διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε εντοπίζεται μια περαιτέρω άνοδος. 

Αποτελούσε το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό κέντρο του Αιγαίου. 

Φυσικό ήταν να δημιουργηθεί απ΄ αυτή τη μεγάλη εμποροναυτική κίνηση, η ευημερία που οδήγησε και στην αντίστοιχη κοινωνική ελευθεριότητα. 

 

 


Έτσι, η φήμη της Χίου ως «επίγειου παράδεισου» και μάλιστα ερωτικού, είχε φθάσει στα πέρατα της Ευρώπης.




Τόσο από τις περιγραφές των περιηγητών όσο κι από παλιές γκραβούρες, πολλές από τις οποίες παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο, προκύπτει εμφανώς ότι η ―υπό οθωμανική διοίκηση― χιώτικη κοινωνία, δεν ήταν μια κοινωνία δούλων, αλλά μια εξαιρετικά ευημερούσα κοινωνία με ειδικά προνόμια, ελευθερίες και υψηλό βιοτικό επίπεδο. 




Εκείνα τα χρόνια, που η εθνική ιστοριογραφία μας περιγράφει ως «Τουρκοκρατία», ως δήθεν εποχή σκλαβιάς και βασάνων, πολλές ακόμα πόλεις και λιμάνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν γίνει πόλοι έλξης πολλών χιλιάδων χριστιανών από τον ελλαδικό χώρο κι απ΄ όλα τα Βαλκάνια. 

Όλοι αυτοί πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Χίο κι αλλού, προκειμένου να βρουν δουλειά.  

Αυτοί οι χιλιάδες ρωμιοί δεν πήγαιναν τρέχοντας στην οθωμανική αυτοκρατορία για να γίνουν δούλοι! 



Οι χριστιανοί δεν ήταν δούλοι την οθωμανική περίοδο. 

Ήταν ισότιμοι υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως ήταν και οι μουσουλμάνοι.

   

Κατ΄ αντιστοιχία, θα μπορούσαμε να πούμε, όπως είναι σήμερα υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.




Ευημερία την οθωμανική περίοδο


Η οθωμανική εξουσία έφερε στους χριστιανούς των Βαλκανίων όχι μόνο θρησκευτική αυτονομία, αλλά και αυξανόμενη ευημερία.  

Από την αρχή, ο έλεγχος, που ασκούσαν οι χριστιανοί σε ορισμένες εισπράξεις, επέτρεψε σε μερικούς από αυτούς να συγκεντρώσουν τεράστια πλούτη.

 

Τον 15ο αιώνα, ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, που ανέβαζε και κατέβαζε πατριάρχες, έλεγαν, ότι συναναστρεφόταν πασάδες και βεζίρηδες κι ότι αυτοί του μιλούσαν με σεβασμό.



Αργότερα, ορθόδοξοι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν την κατάρρευση των παλιών ανταγωνιστών τους, όπως των ενετών, και με το άνοιγμα νέων αγορών στην κεντρική Ευρώπη και στη νότια Ρωσία έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες και δημιούργησαν ένα σημαντικό εμπορικό στόλο. 



Εύπορες χριστιανικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, οι λεγόμενοι φαναριώτες, απέκτησαν ρόλο μεσάζοντα στα ανώτατα κλιμάκια της οθωμανικής Διοίκησης κι άρχισαν να κυριαρχούν στα οφίκια του Πατριαρχείου. 



Σύζυγος προεστού.

Femme d'un Archonte, dessinée par le baron de Stackelberg.

Χρονολογία έκδοσης 1828

Οι ρωμιοί δραγουμάνοι (διερμηνείς) έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Κρήτης από τους βενετούς στα μέσα του 17ου αιώνα, καθώς και στη διάσκεψη ειρήνης του 1698 με τους Αψβούργους, στο Κάρλοβιτς, όπου ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προσέφερε τις υπηρεσίες του δίπλα στον κύριο διαπραγματευτή, τον Ραμί Μεχμέτ-εφέντη.  

Ο γιος του Μαυροκορδάτου διορίστηκε ηγεμόνας στις παραδουνάβιες χώρες.



Στα τέλη του 18ου αιώνα η Κοζάνη ήταν μια ανεπτυγμένη κι ευημερούσα πολιτεία. 



Στη Μακεδονία και την Ήπειρο οι κάτοικοι επωφελήθηκαν από την κίνηση του εμπορίου με την Ιταλία και την κεντρική Ευρώπη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για οικονομική άνοδο. 




Γυναίκα της Χίου.

Femme de l'île de Chio, dessinée par le baron de Stackelberg.

Χρονολογία έκδοσης   1828


Οι ρωμιοί καλοδέχθηκαν τους οθωμανούς


Στην Πελοπόννησο υπήρχε για αιώνες ενετοκρατία. Όταν το 1715, οι τούρκοι πολέμησαν τους ενετούς για την κατάληψη της Πελοποννήσου, οι ρωμιοί τους καλοδέχτηκαν κι αγωνίστηκαν μάλιστα στο πλευρό τους εναντίον των ενετών. 



Η φιλότουρκη αυτή συμπεριφορά των ρωμιών δεν ήταν πρωτόγνωρη. 

Παρόμοιες φιλοτουρκικές εκδηλώσεις εκδηλώθηκαν σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου από τα τέλη της βυζαντινοκρατίας ακόμα. 



Αν τα αντιληφθούμε όλα αυτά, αλλά κυρίως, ότι μόλις έναν αιώνα πριν το ΄21,  

οι ρωμιοί ήταν αυτοί, που καλωσόρισαν τους τούρκους στην Πελοπόννησο, 

θα συνειδητοποιήσουμε, 

ότι οι τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, 

οι αγώνες για ελευθερία,

η επανάσταση στην Αγία Λαύρα 

και τα υπόλοιπα της επίσημης (μυθ)ιστοριογραφίας, που διδασκόμαστε από παιδιά στα σχολεία, 

είναι φληναφήματα για τις «εθνικές» γιορτές  

κι απέχουν παρασάγγας από την ιστορική αλήθεια.




Γυναίκες της Χίου.

Χρονολογία έκδοσης    1688


Οι οθωμανοί ήρθαν ειρηνικά στην Αθήνα, η οποία παραδόθηκε το 1458. 

Έμπλεοι φιλοτουρκισμού οι ρωμιοί κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν τον Μωάμεθ 

(αυτόν που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη

κι αυτός τους παραχώρησε προνόμια φορολογικά, θρησκευτικά κ.λπ..




Αθηναία με καθημερινή ενδυμασία.

An Athenian lady in the dress commonly worn.

Χρονολογία έκδοσης     1813



 


Εκτός από ευημερία τους πρώτους αιώνες, οι οθωμανοί έφεραν και νέα ήθη. 

Οι ρωμιοί υιοθέτησαν τα ήθη τους κι άρχισαν να ζουν σαν ανατολίτες. 

Καρέκλες και τραπέζια αντικαταστάθηκαν από χαμηλά έπιπλα. 

Μαχαιροπίρουνα δεν υπήρχαν πια. 

Αντί για πιάτα τώρα σέρβιραν και μοιράζονταν το φαγητό σε μεγάλους δίσκους. 

Προτιμούσαν να κάθονται κάτω, παρά σε καρέκλες. 

Φρόντιζαν οι γυναίκες τους να μην κυκλοφορούν ακάλυπτες και ζούσαν χωριστή κοινωνική ζωή από αυτές. 








Επίσημη παραμυθολογία


Η οθωμανική περίοδος ερμηνεύθηκε όμως, κατ' εξοχήν εθνοκεντρικά, από τη σκοπιά του «καταπιεσμένου» έθνους, και το οθωμανικό κράτος παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως ένας μηχανισμός καταπίεσης. 



Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση δημιουργήθηκε τον προπερασμένο αιώνα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. 



Η επιστημονική, ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και οι εκλαϊκευτικές μορφές της, όπως είναι τα σχολικά εγχειρίδια, αναπαρήγαν το ίδιο σχήμα και μέσα στον 20ό αιώνα.

 

 


Γυναικεία ενδυμασία από τη Χίο, 1815-1821. Υδατογραφία από τη συλλογή του συγγραφέα.

Women's costume, 1815-1821. Reproduction of the original water-colour in Author's Collection painted for Plate LII (Femme de l'isle de Chio, ancien costume) published by Lachaise in his work Costumes de l'Empire Turc.Paris, M.DCCC.XXI.

Χρονολογία έκδοσης    1953
ARGENTI, Philip P. The Costumes of Chios. Their development from the XVth to the XXth century, Λονδίνο, B.T. Batsford [1953].
 
 
 

Η ευμάρεια της Χίου  την οθωμανική περίοδο


Η Χίος περιήλθε υπό οθωμανική διοίκηση το 1566. Χάρη στα προνόμια της αυτοδιοίκησης, που παρασχέθηκαν με τον αυτοκρατορικό αχτιναμέ του σουλτάνου Σελίμ Β΄, είδε ημέρες ευημερίας και ακμής. 

Οι χιώτες είχαν φορολογικές ελαφρύνσεις, ατομικές και θρησκευτικές ελευθερίες.


Την οθωμανική περίοδο, η κυβέρνηση και η συλλογή των φόρων παρέμεινε στα χέρια
των ρωμιών, ενώ η φρουρά των οθωμανών στο νησί ήταν μικρή.


 

Η Χίος τυπικά αποτελούσε επαρχία της τοπαρχίας Αιγαίου (Εγιαλέτ) και διοικούταν από τον μουσελίμη (έπαρχο). Ουσιαστικά όμως, διοικούταν από χιακή τοπική αυτοδιοίκηση αποτελούμενη από δημογέροντες, τους λεγόμενους δεπουτάτους, των οποίων η εξουσία ήταν διοικητική, δικαστική κι εν μέρει εκτελεστική. 

Αυτή η αυτοδιοίκηση του νησιού διατηρήθηκε μέχρι το 1866.

 

Ήδη επί γενουατών (πριν τους οθωμανούς) η Χίος αποτελούσε σημαντικό εμπορικό λιμάνι, τη σπουδαιότερη ναυτική και εμπορική βάση στην Ανατολή. Αλλά και μετά την εποχή των γενουατών, οι ίδιοι οι χιώτες εγκαταστάθηκαν σε ξένες αγορές κι υποκατέστησαν τους γενουάτες στο εμπόριο και τη ναυτιλία. 

Με αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκε το χιώτικο εμπορικό ναυτικό, το οποίο ναυπηγούταν στη Χίο.



Το εμπορικό ναυτικό κι η εγκατάσταση χιωτών εμπόρων στην αλλοδαπή έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο εμπόριο του νησιού. Δεσπόζουσα θέση μεταξύ των χιώτικων εμπορικών κέντρων κατείχαν η Κωνσταντινούπολη και από τον 15ο αιώνα η Σμύρνη. Πολλοί χιώτες έμποροι εγκαταστάθηκαν και άκμασαν σε παράλιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου, της Μεσογείου και της Ολλανδίας. 



Πολλοί είχαν μαγαζιά στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό, στη Μόσχα και σε ευρωπαϊκές πόλεις. Οι χιώτες έμποροι, αλλά και οι τραπεζίτες που ήταν εγκαταστημένοι στο εξωτερικό, φημίζονταν για τον πλούτο τους.


Οι οθωμανοί μεταξύ των άλλων προνομίων που είχαν παραχωρήσει στο νησί, έλαβαν κι ειδική πρόνοια για το χιώτικο εμπόριο και παρείχαν ελεύθερη κυκλοφορία στους χιώτες εμπόρους στην Τουρκία.  

Στα τέλη του 18ου αιώνα ο χιώτικος εμπορικός στόλος περιλάμβανε 250 πλοία.



Κήπος στη Χίο, 1776.


Από τα μέσα του 18ου αιώνα στη Χίο υπήρξε σημαντική οικονομική ευμάρεια. Σε αυτό συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της βιοτεχνίας, το εμπόριο μεταξωτών υφασμάτων, το οποίο ήταν περιζήτητο και η καλλιέργεια της μαστίχας. 

Ο σουλτάνος με ελάχιστη μόνο φορολογία μπόρεσε να έχει μεγάλα κέρδη. 

Η Χίος αποτελούσε γι΄αυτόν μια από τις πιο πολύτιμες επαρχίες στην αυτοκρατορία του.



Στα πριν του ΄21 χρόνια, λειτουργούσε στο νησί η Σχολή της Χίου υπό τη διεύθυνση του χιώτη ιερωμένου Νεόφυτου Βάμβα, κοραϊκής επιρροής
(βλ.: Πώς οι ρωμιοί μεταλλάχτηκαν σε «έλληνες»), εκπρόσωπου του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού. 



Με την αρωγή πολλών εύπορων χιωτών, η Σχολή αποτέλεσε ένα πρότυπο εκπαιδευτήριο. Στις εγκαταστάσεις της περιλαμβάνονταν εννέα κτίρια με παρεκκλήσι, εργαστήριο, βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο και τυπογραφείο, ενώ είχε δεκατέσσερις διδάσκοντες.



Η οθωμανική Διοίκηση δεν είχε λόγο να εναντιώνεται στη λειτουργία σχολείων των χριστιανών υπηκόων της. Έτσι, τα πριν του ΄21 χρόνια, λειτουργούσαν επίσημα πλείστα σχολεία σε όλο τον ελλαδικό χώρο. 

Υπήρχε ένας εκπαιδευτικός αναβρασμός. 



Αντίθετα, εκείνο που ανέδρασε συστηματικά ήταν το Πατριαρχείο

Δεν επιθυμούσε να διδάσκονται στα σχολεία τα Ανώτερα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επιστήμες και τα φιλοσοφικά μαθήματα, όπως στα σχολεία της Δύσης. 

Γι΄ αυτό όχι μόνο αποδοκίμαζε τα νέα εκπαιδευτικά προγράμματα, μα και τα απαγόρευε. 

Υποστήριζε πως τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν το Ψαλτήρι (ψαλμούς του Δαβίδ) και την Οκτώηχο (βλ.: Η διαιώνιση της ιστορικής απάτης του «Κρυφού Σχολειού»).



Η Υψηλή Πύλη είτε γιατί αδιαφορεί, είτε γιατί εφαρμόζει μια συγκεκριμένη πολιτική,
δεν αντιμετωπίζει εχθρικά την αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων.

 


Οι πραγματικοί εχθροί αυτής της παλιγγενεσίας βρίσκονται ανάμεσά μας.
Και αν μπορέσουμε να δαμάσουμε τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του πανίσχυρου κλήρου, που σήμερα αποτελεί το πρωταρχικό σώμα του ελληνικού έθνους, ελάχιστα θα ΄χουμε να ζητήσουμε απ΄ την πλευρά των τούρκων.

 



Νεόφυτος Βάμβας, Διευθυντής της Σχολής της Χίου.


Γενικά, η Χίος την οθωμανική περίοδο παρουσίασε σημαντική εμποροβιοτεχνική και πνευματική άνθηση:

Η Χίος και η Σμύρνη δεν έμειναν κατόπιν εις του εμπολαίου Ερμού τα μυστήρια.

 


Οι Χίοι εκατοίκουν αγεληδόν την Σμύρνην και την Κων/λιν δια την εμπορίαν. Χίοι και σμυρναίοι εις τους τριάκοντα τελευταίους ενιαυτούς (1800/30) είχαν εμπορικούς οίκους με όνομα επαινετόν εις Λιβόρνον, Τεργέστην, Βιένναν, Μασσαλίαν, Αμστελόδαμον, Λονδίνον, Οδησσόν, Ταγαρρόκον, Μόσκαν.

 


Και περί της Χίου ηδύνατό τις των φιλογενών να εύχεται μόνον: «Νεμέσεως μη βάλοι βέλος!».

 



Κων/νος Κούμας: «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας», Βιέννη, 1830-1832, τόμ. ΙΒ΄, σελ. 550/1 .

 


Πριν το 1821 ο πληθυσμός των ρωμιών της Χίου είχε αυξηθεί πολύ. Ζούσαν τότε στο νησί αρμονικά, 120.000 χριστιανοί, 1.100 οθωμανοί και 70 εβραίοι περίπου (υπόμνημα Ι. Καποδίστρια). Παράλληλα, αρκετοί χιώτες όμως είδαμε, ήταν εγκαταστημένοι στη Σμύρνη, αλλά και σε χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.



Η Χίος πριν το 1821 χαρακτηρίζεται με τα ομορφότερα επίθετα που έχουν βρεθεί: Παράδεισος, ευτυχισμένο νησί.

Είχε τα πάντα.

 


Κατάφερε να πάρει προνόμια για πολλούς λόγους. Όχι μόνο για τη μαστίχα που έχει επικρατήσει, αλλά κυρίως γιατί είχε στα κέντρα αποφάσεων δικούς της ανθρώπους κοντά στο σουλτάνο.

 


Είχε αναπτύξει ένα πολιτισμό πάρα πολύ σημαντικό. Δίδασκαν ξένες γλώσσες, είχαν φέρει και δάσκαλο ζωγραφικής από το Παρίσι, είχαν τυπογραφείο, είχαν βιβλιοθήκη 20.000 τόμων χάρη στις ενέργειες του Κοραή.

 



 

Τα προνόμια της Χίου εξελίσσονται
σε ένα μακρύ χρονικό διάστημα.

 


Αρχικά, ως προνόμια εμπορικά των αστικών στρωμάτων του λιμανιού
και στη συνέχεια ως προνόμια φορολογικά των αγροτών κυρίως του νότου,
οι οποίοι παρήγαγαν τη μαστίχα.

 


Τα εικοσιένα μαστιχοχώρια της Χίου είχαν δική τους διοίκηση. Ο αγάς συγκέντρωνε τη μαστίχα, που αποτελούσε το φόρο αυτών των χωριών. Η αγοροπωλησία της μαστίχας από ιδιώτες ήταν απόλυτα απαγορευμένη.



Ο πλούτος όμως του νησιού δεν προερχόταν από τη μαστίχα, αλλά κυρίως από το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Το μετάξι και τα υφάσματα έφταναν μέχρι τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι χιώτες δημιουργούσαν παντού επιχειρήσεις με μεγάλα κέρδη.



Ενενήντα δύο ατράκτους είχε ένα εργοστάσιο από τα πολλά της Χίου. Κοντά στην πλατεία, η συνοικία Βλαταριά ήταν εκεί που ύφαιναν τα διάφορα.

 


Μετάξι έφτιαχναν στο νησί από τις πολλές μουριές που είχαν, αλλά έκαναν και εισαγωγές.

Τα μεταξωτά της Χίου θεωρούνταν καλύτερα από της Δαμασκού.

 







 

Ξεσηκωμός για το πλιάτσικο


 

Όσοι ξεσηκώθηκαν το ΄21, δεν το έκαναν «για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν». Δεν είχαν ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά κίνητρα, όπως κατά κόρον προπαγανδίζεται από τη δημιουργία του κράτους και εντεύθεν, Ούτε επίσης κοινωνικά / ταξικά, όπως υποστηρίχθηκε αργότερα, από ορισμένους αριστερίζοντες θεωρητικούς.



Μοναδικός στόχος των εξεγερμένων ήταν οι περιουσίες (χωράφια, χρυσαφικά κ.λπ.) των ανυπεράσπιστων εκείνη την εποχή μουσουλμανικών οικογενειών στην Πελοπόννησο, 

δεδομένου, ότι ο οθωμανικός στρατός ήταν απασχολημένος με τον Αλή Πασά στην Ήπειρο.



Αν ανατρέξουμε στα κείμενα, που μας άφησαν οι ίδιοι οι «αγωνιστές» του ΄21 (απομνημονεύματα κ.ά.) 

ή στα χρονικά, που έγραψαν διάφοροι ξένοι αξιωματικοί και φιλέλληνες, θα βρούμε απίστευτες περιγραφές, που μαρτυρούν, ότι ο μοναδικός σκοπός των ξεσηκωμένων ήταν το πλιάτσικο. 

Δεν είχαν καμία ελληνική εθνική συνείδηση, 

αλλά ενεργούσαν με εντελώς ταπεινά κίνητρα.



Υπό αυτές τις συνθήκες ο Νεόφυτος Βάμβας παρότρυνε τους υδραίους να επιχειρήσουν την απερίσκεπτη εκστρατεία στη Χίο, 

την οποία ακολούθησαν τα αντίποινα των οθωμανών με τη γνωστή καταστροφή του νησιού (που θα αναλύσουμε σε προσεχές άρθρο μας).



 

Ο Ιστορικός Μιχάλης Βαρλάς για τις…. ” σφαγές της Χίου”.(βίντεο)

 

10/05/2022   

Το περασμένο Σάβκο στην Χίο πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις μνήμης από την 200η επέτειο από τις….  Σφαγές  της Χίου.

Στην εκδήλωση ένας εκ τον κύριων ομιλητών ήταν ο Χιώτης Ιστορικός Μιχάλης Βαρλάς, που μέσα από τις περιγραφές του φώτισε τα γεγονότα της εποχής.

Συνοψίσαμε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ομιλίας του :

“Μετά από μια αποτυχημένη πολιορκία του Κάστρου της Χίου από Σαμιώτες επαναστάτες και Χιώτες στασιαστές με ηγέτες τον Λυκούργο Λογοθέτη και τον Αντώνη Μπουρνιά, οθωμανικά στρατεύματα και άτακτοι από την Ανατολία εξαπολύουν σφαγές που θα διαρκέσουν από τις 30 Μαρτίου μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1822.

Ο Σφαγές της Χίου αποτέλεσαν γεγονός με τεράστια σημασία για την Ελληνική Επανάσταση, γιατί

  • Ξέπλυναν την ντροπή των σφαγών αμάχων Μουσουλμάνων κατά την κατάληψη της Τριπολιτσάς
  • Αναζωπύρωσαν το Φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη και συγκίνησαν ακόμα και συντηρητικούς κύκλους και κυβερνήσεις που αρχικά ήταν αντίθετοι στην Επανάσταση
  • Οδήγησαν τους Χιώτες της Διασποράς σε πιο ένθερμη υποστήριξη και χρηματοδότηση της Επανάστασης.
  • Ενέπνευσαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Ευγένιος Ντελακρουά να εκφράσουν καλλιτεχνικά την συμπαράσταση τους στα θύματα της Σφαγής.

 

Η μη αίσια έκβαση της επιχείρησης έπληξε κατ' αρχήν το κύρος του, αλλά αργότερα η Ρωμιοσύνη τον αντάμειψε κατάλληλα: Τακτοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης.

 



Χιώτισσες


Ο σκωτσέζος περιηγητής William Lithgow (περ. 1582-1645) σημειώνει στο χρονικό του ότι οι γυναίκες της Χίου είναι οι ωραιότερες ―«αγγελικά πλασμένες»— όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο όλο κι ότι είναι επιρρεπείς στα ερωτικά:

Επιβλητικές και υπεροπτικές, κυκλοφορούν ντυμένες με πολυτελή φορέματα από ταφτάδες και μετάξια, ασημοκεντημένα και χρυσοΰφαντα.

Πολύτιμα πετράδια και άλλα κοσμήματα, περιδέραια, καδένες, δαχτυλίδια και βραχιόλια στολίζουν το λαιμό και τα χέρια τους.

 

 



 

 



William Lithgow, σκωτσέζος περιηγητής, 17ος αιώνας.

 


Οι περισσότεροι ξένοι που ταξίδεψαν στη Χίο δε μπόρεσαν κατά τη φευγαλέα (τις περισσότερες φορές) επίσκεψή τους να ερευνήσουν τα κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια της ζωής του νησιού και παρεξηγούσαν, αντικρίζοντας τα επιφαινόμενα, και κυρίως τη συμπεριφορά των γυναικών. 



Δεν είχαν αντιληφθεί ίσως ότι το νησί είχε εξασφαλίσει προνομιακή μεταχείριση κι ελευθερίες κι αποτελούσε ένα από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια, ότι η ευγένεια των κατοίκων ήταν το τουριστικό πνεύμα της εποχής, πραγματική πηγή πλούτου, κι ότι ο γυναικείος πληθυσμός κάλυπτε την παραγωγή των φημισμένων σ΄ όλη την Ανατολή και την Ευρώπη υφαντών, πράγμα που απαιτούσε να έρχονται οι ίδιες οι γυναίκες σε άμεση επικοινωνία με τους ξένους για τη διάθεση των προϊόντων της τοπικής βιοτεχνίας. 



Σ΄ αυτό τον περίεργο κοσμοπολιτισμό και την κοινωνικότητα των γυναικών είχαν συμβάλει η συμβίωση ρωμιών και γενοβέζων, οι ευρωπαϊκές εκπολιτιστικές μεταμοσχεύσεις, η θρησκευτική ελευθερία, η άμεση επικοινωνία με τη Δύση, η άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και οι επιμιξίες.



Η ελευθερία του δόγματος,
η γαλήνη και η ισορροπία των κοινωνικών σχέσεων,
η κοινότης των οικογενειακών ναών,
η αβρότης εις τας κοινωικάς σχέσεις,
η απλότης των τρόπων.

Η Βελισσού, η Ριανού, η Ραλλού, η Κοζού,
τι χαριτωμέναι θα ήσαν με τα κοντοφούστανά των και τους κεφαλοδέσμους των και τα άκακα γέλια των και τα πειράγματά των, όπως τας περιγράφουν
οι ευρωπαίοι ταξιδιώται!

 

 


Ειδικότερα, οι συνθήκες που δημιούργησαν στο νησί η ανάπτυξη της μεταξοβιομηχανίας και βιοτεχνίας θα συντελέσουν στη κοινωνικότητα των γυναικών της Χίου. 



Οι ρίζες της οικονομικής ακμής, της ευημερίας και του εκπολιτισμού της Χίου ξεκινούν από τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας των γενοβέζων (14ος αιώνας). Από τους Γιουστινιάνι είχαν μάθει οι χιώτες την επεξεργασία του μεταξιού.

Η βομβυκοτροφία και η επεξεργασία του μεταξιού ήταν κυρίως απασχόληση των γυναικών. Εκεί υφαίνονταν οι περίφημοι ταφτάδες, τα σαντάλια, όπως τους ονόμαζαν οι χιώτες, περιζήτητα στις μουσουλμανικές χώρες (λεπτά και λεία υφάσματα, ραβδωτά, από βρασμένο μετάξι), οι μουαρέδες (κυματοειδή υφάσματα), τα εξάμιτα (τα βελούδα ή κατηφέδες ), τα δαμασκηνά (καμουχάδες ), τα λαουντάνια και τα χατάγια.

Σ΄ αυτά τα υφάσματα πρόσθεταν λεπτά σύρματα μαλαματένια ή ασημένια. Ήταν τα πανάκριβα μπροκάρ, που προορίζονταν για τα σεράγια και τα χαρέμια των πασάδων της Κωνσταντινούπόλης και του Καΐρου.

Ύφαιναν ακόμα μουσελίνες, διάφανα υφάσματα απαλά κι ανάλαφρα για σαρίκια, ζώνες, σάλια και λαιμοδέτες, καθώς και δίμιτα, που τόσο επαινούν οι περιηγητές (βαμβακερά υφάσματα γερά και πάμφθηνα).

Ονομαστά ήταν τα γαϊτάνια που κατασκεύαζαν οι επιδέξιες χιώτισσες τεχνίτρες από μετάξι και χρυσά σύρματα. Ήταν το απαραίτητο στολίδι των φουστανιών των οθωμανών γυναικών, πιο όμορφα και πιο στέρεα από τα φημισμένα της Προύσας και της Κωνσταντινούπόλης.

Έπλεκαν ακόμα κάλτσες και πουγγιά, που γίνονταν ανάρπαστα στις αγορές της Ανατολής. Περιζήτητα επίσης, ήταν τα κεντημένα μαντήλια, τα σάλια και οι σκούφοι.

Όλα αυτά τα προϊόντα τα πουλούσαν στους ξένους οι ίδιες οι γυναίκες. Μόλις έμπαινε καράβι στο λιμάνι ξεχύνονταν στους δρόμους κι άπλωναν την πραμάτεια τους. Μιλούσαν θαρρετά, είχαν εξοικειωθεί στα παζάρεμα. Το εμπόριο και η επικοινωνία εξημέρωναν τα ήθη, απαιτούσαν λόγο, πειθώ και προσωπική γοητεία. Οι ξένοι ήταν η πηγή πλούτου του νησιού κι οι γυναίκες που πρόσφεραν την τέχνη τους αποτελούσαν βασικό στοιχείο της παραγωγής. Απέκτησαν έτσι με την εργασία τους δικαιώματα και κάποια ισοτιμία. Κι ήταν φυσικό να παραξενεύονται οι ξένοι και να παρερμηνεύουν το φαινόμενο των χειραφετημένων θηλυκών της Χίου. Γιατί σ΄ ολόκληρη την Ανατολή κυριαρχούσε το μουσουλμανικό γιασμάκι και οι υπόλοιπες ρωμιές ζούσαν κάτω από συνθήκες αυστηρού περιορισμού και οικογενειακής επιφυλακής.
 

Ας παρακολουθήσουμε όμως τις εντυπώσεις και τις πληροφορίες των μεσαιωνικών και μεταγενεστέρων περιηγητών: 



Ο γερμανός Johan Sommer, που ταξίδεψε στο νησί το 1540, σημειώνει στο οδοιπορικό του ότι οι χιώτισσες περπατούν με ακάλυπτο το κεφάλι κι ότι μιλάνε ελεύθερα μ΄ όλους τους ξένους:

«Αυτό το νησί είναι πραγματικός παράδεισος. Μείναμε τέσσερις μέρες και κάθε μέρα, μας φιλοξενούσε πότε ο ένας και πότε ο άλλος». («Wasser und Landreyse gethan nach der Levante», Άμστερνταμ, 1664).

Ο ιταλός περιηγητής Pietro della Valle (1559) αφηγείται με κάποια έπαρση τις διασκεδάσεις του στη Χίο:

«Μ΄ όλο που το νησί βρίσκεται υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, επικρατεί ησυχία και ελευθερία. 

 Παντού τραγούδια και χοροί και μάλιστα με γυναικεία συντροφιά. Κι οχι μονάχα την ημέρα, αλλά και τη νύχτα ως την τέταρτη και πέμπτη νυκτερινή (σ.σ. υπολογίζει την ώρα από τη δύση του Ήλιου) στους δημόσιους δρόμους. Έτσι, που ποτέ δεν έζησα τόσο εύθυμη και τρελλή ζωή.



»Ο Belon είχε δίκιο που έγραφε ότι οι κάτοικοι της Χίου είναι φιλόξενοι και περιποιητικοί. Δια μέσου των καλών φίλων και χάρη στη γλώσσα που με βοήθησε αρκετά, έκανα γρήγορα στενές γνωριμίες και βρήκα πολλές ερωμένες και διασκεδάσεις. 



»Οι γυναίκες είναι πολύ ωραίες, αλλά δεν μου αρέσει το ντύσιμό τους. Γιατί εκτός από τη σκούφια από μετάξι πράσινο, γαλάζιο ή κόκκινο που καλύπτει αντιαισθητικά τα μαλλιά και μέρος του μετώπου, έτσι που το πρόσωπο χάνει τη χάρη του, τα φουστάνια έχουν τη ζώνη, όχι εκεί που πρέπει, δηλαδή στη μέση, αλλά πολύ ψηλά, στο στήθος και στην πλάτη κι αυτό ασχημίζει την κορμοστασιά τους. Έχουν ευκίνητο και γρήγορο βάδισμα και διακρίνονται στους χορούς, όπου φορούν κομψότατα βελουδένια σκαρπίνια
». («Viaggi di Piedro della Valle il pellegrino, con minuto ragguaglio di tutte le cose notabili osservate in essi descritti da lui medesimo in 54 lettere familiari da diversi luoggi della intrapresa peregrinatione diνisi in tre parti cioè la Turchia, la Persia, e l΄India», Ρώμη, 1560-63).




Κι ο νεαρός περιηγητής François Pavie, βαρόνος de Fourquevaux, θαύμασε το 1589 την ωραιότητα των γυναικών της Χίου:

«Η ομορφιά τους είναι κάτι μοναδικό στον κόσμο. Εκτός από τα φυσικά τους χαρίσματα είναι και τα “τσακίσματα” της ελληνικής γλώσσας που τις κάνει χαριτωμένες. Και πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό αν ξεφύγεις από τα χέρια τους. Γιατί ακομα και τους ξένους τους αιχμαλωτίζουν με τις κάθε λογής περιποιήσεις τους». 



Ο άγγλος ταξιδιώτης Thomas Dallam, κατά το γυρισμό του από την Κωνσταντινούπολη βγήκε μαζί με μερικούς ναύτες του καραβιού σ΄ ένα από τα μαστιχοχώρια των νότιων ακτών του νησιού για προμήθεια τροφίμων. Βρήκε το ρωμιό πρόξενο να ρεμβάζει στο χαγιάτι του σπιτιού του «με συντροφιά έξι πολύ όμορφες αριστοκράτισσες».

Η επίσκεψη προκάλεσε συναγερμό του γυναικόκοσμου του χωριού, που συγκεντρώθηκε να θαυμάσει τους ξένους: 



Κι ενώ κατεβαίναμε τις σκάλες, είδαμε να ΄χουν παραταχθεί από τις δυο πλευρές στα σκαλοπάτια οι αρχόντισσες, η μία πλάι στην άλλη.

Στάθηκαν έτσι, που να βλέπουμε τα πρόσωπά τους και τα γυμνά τους στήθη. Ήταν πλούσια στολισμένες, καδένες στο λαιμό με διαμάντια, σκουλαρίκια στ΄ αυτιά και στο κεφάλι ταινίες πολύχρωμες.

Εκείνο όμως που θαυμάσαμε περισσότερο είναι η ομορφιά τους και η ασπράδα τους. Νομίζω, πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν ωραιότερες γυναίκες.

 



Thomas Dallam, «Τhe diary of mαster Thomas Dαllam (1599-1600)», Λονδίνο, 1893.


 

Για τις γυναίκες της Χίου και την κοινωνική και οικονομική ζωή του νησιού, παραθέτει πληροφορίες και ο ιταλός γεωγράφος και περιηγητής Francescο Lupazolo, που ταξίδεψε στη Χίο το 1637:

«Οι χιώτισσες ντύνονται κομψά, στεφανώνουν τα μαλλιά τους με λουλούδια γύρω-γύρω και φορούν πολύχρωμες μεταξωτές παντούφλες. Μιλάνε πάντοτε στον πληθυντικό, γιατί αυτός ο τρόπος θεωρείται πιο ευγενικός στην ελληνική, μ΄ όλο που η γλώσσα έχει παραφθαρεί με την ανάμιξη της ιταλικής». 



Αλλά και η επαφή της εύπορης εμπορικής κοινωνίας της Χίου με τους μόνιμα εγκατεστημένους ξένους, με τις διπλωματικές αποστολές και τις αντιπροσωπείες που έφθαναν στο νησί, προπαρασκεύαζε την προσαρμογή στα «προηγμένα ήθη» των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

 


Αυτά που είδε στην ρωμέικη κοινωνία της Σμύρνης το 1653 ο γάλλος περιηγητής D΄ Arvieux, έκτακτος απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας, θα συνέβαιναν σίγουρα και στην εύπορη τάξη της Χίου. 



Ο D΄ Arvieux αφηγείται ότι σύχναζε, κατά την παραμονή του στη Σμύρνη στα μέγαρο ενος πλούσιου άγγλου έμπορου. Στους χορούς έπαιρναν μέρος «ευρωπαίες κυρίες και δεσποινίδες», αλλά σιγά-σιγά έμπαιναν στον κύκλο και ρωμιές. 



Καλούσαν και ελληνίδες κυρίες. Κι αυτές έρχονταν παρά την απέχθεια των συζύγων τους. Είχαν τον τρόπο να καταπραΰνουν την οργή τους. Χόρευαν και συμπεριφέρονταν όπως οι άλλες, μόνο που στην αρχή δεν άφηναν με κανένα τρόπο να τις φιλήσεις. Τελικά, όμως, καταλάβαιναν ότι έπρεπε να μιμηθούν τις αγγλίδες που δεν έκαναν διόλου τσιριμόνιες γι΄ αυτές τις ελαφρές παραχωρήσεις. Και συνήθισαν τόσο καλά, που ένοιωθαν άσχημα όταν νόμιζαν πως τις παραμελούσες σ΄ αυτό το ζήτημα. Ήθελαν να τις μεταχειρίζεσαι, όπως τις γαλλίδες και τις αγγλίδες.

 


Σιγά-σιγά άρχισαν να δέχονται επισκέψεις στα σπίτια τους και μάλιστα να δίνουν χορούς, πράγμα σπανιότατο σ΄ αυτή τη χώρα.

 


Έρχονταν και τούρκοι να διασκεδάσουν μαζί μας.

 

Στην αρχή σκανδαλίζονταν, αλλά ύστερα παραδέχονταν ότι ο δικός μας τρόπος ζωής είναι πιο λογικός. Ωστόσο, περιορίζονταν να επιδοκιμάζουν αυτό που έκαναν οι άλλοι αποφεύγοντας όμως να μας μιμηθούν.

 


Laurent d'Arvieux, «Memoirεs du chevalier d'Arvίeux envoyé extraordinaire du Rοi à la Porte,
consul d'Alger du Τripoli et autres échelles du Levant contenant ses voyages à Constantinοple, dans l'Asie, la Syrie, la Palestine, l'Egypte et la Barbarie, la description des ces pays, les religions, les moeurs, les coutumes, les négoces de ces peuples et leur gouvernements, l'histοire naturelle et les événements les plus considérables, recueillis des ses mémoires originaux et mis en ordre avec des réflexions par R. Ρ. Jean Baptiste Labat», Παρίσι, 1735.

 

Laurent d'Arvieux, «Απομνημονεύματα του Chevalier d'Arvieux, έκτακτου απεσταλμένου του Βασιλιά στην Πύλη,
πρόξενος του Αλγερίου της Τρίπολης και άλλες κλίμακες του Λεβάντε που περιείχε τα ταξίδια του στον Κωνσταντίνο, στην Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τη Βαρβαρία, την περιγραφή αυτών των χωρών, τις θρησκείες, τα ήθη, τα έθιμα, το εμπόριο αυτών των λαών και των κυβερνήσεών τους, φυσική ιστορία και τα πιο σημαντικά γεγονότα, που συλλέγονται από τα πρωτότυπα απομνημονεύματά του και έχουν τεθεί σε σειρά με στοχασμούς από τον R. Ρ. Jean Baptiste Labat”, Παρίσι, 1735.

 


Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαπιστώσεις του νεαρού γάλλου αριστοκράτη Louis Chevalier, που παρέμεινε αρκετές μέρες στο νησί το 1674 κατά το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη (ήταν στη συνοδεία του πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Ferriol). 



Ο Chevalier αφηγείται στο τρίτομο χρονικό του με απαράμιλλη διεξοδικότητα και μεγάλη δόση ναρκισσισμού τις ερωτικές του επιτυχίες στη Χίο. Γράφει ότι οι γυναίκες φώναζαν τους ξένους από τα παράθυρα και τους καλούσαν να μπούν στα σπίτια τους. «Από τον τρόπο που μας δέχτηκαν νομίσαμε πως ήταν εταίρες».


Στον περίπατο οι γυναίκες έπαιρναν την πρωτοβουλία της γνωριμίας, μιλούσαν τολμηρά, έπιαναν από το μπράτσο τους ξένους («μια καλοντυμένη κυρία με τσίμπησε») και δεν δίσταζαν να τους οδηγήσονν στον κοιτώνα τους αν έλειπε ο σύζυγος, για ολονύχτια συντροφιά.


Του εξομολογήθηκαν ότι η μοναδική τους χαρά ήταν η γνωριμία τους με τους ταξιδιώτες που φθάνουν στο λιμάνι.

 

Μια έγγαμη χιώτισσα που τον φιλοξένησε, εξηγεί τα τοπικά ήθη δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες:

Υπάρχουν γυναίκες που δεν διστάζουν να λούζονται στη θάλασσα μπροστά στους άντρες.

Βέβαια, φορούν ένα ύφασμα που καλύπτει τους ώμους και το λαιμό και ένα άλλο που σκεπάζει το σώμα από το ισχίο ως τα γόνατα. Υπάρχουν, μάλιστα, μερικές που βγάζουν όλα αυτά τα υφάσματα που τις σκεπάζουν και τις ενοχλούν πολύ.

 


Η αλήθεια είναι ότι εδώ οι γυναίκες δεν ατιμάζονται διόλου αν λουσθούν μπροστά σε άντρες, έστω και ολόγυμνες. Εμένα πάντως, με αηδιάζει.

 


Louis Chevalier, «Voyage du Levant ou itinéraire du voyage qu'a dans le Levant Mr Louis Chevalier Président au Parlement de Paris en l'annee 1669» (βιβλιοθήκη de l'Arsenal).

 


Υπάρχου ωστόσο και ταξιδιώτες, που πλέκουν το εγκώμιο της αρετής των γυναικών της Χίου. Γράφει λ.χ. ο Lupazolo:

«Οι κάτοικοι της Χίου είναι πολύ ευγενικοί και οι γυναίκες χαριτωμένες και πάντοτε εύθυμες. Τις ακούς να τραγουδούν αδιάκοπα. Κυρίως όμως, είναι τιμιότατες, κι αν πει κανείς το αντίθετο θα είναι ψέμα. Οπωσδήποτε, αν υπάρχει τέτοια περίπτωση, θα πρόκειται για ξένη, γιατί αυτές κάπου-κάπου παραστρατούν». (Francescο Lupazolo: «Isolario dell Arcipelago», Χίος, 1638).




Οι ρίζες της μηλιάς δίνουν γλυκό ρόδινο χρώμα. Το ξύλο της κυδωνιάς δίνει το χρώμα της ανοιχτής επιδερμίδας.
Από τα κλαδιά της ροδακινιάς παράγουν πράσινο ανοιχτό και από τα φύλλα της βαθύ πράσινο. (Guillaume Antoine Olivier, 1794).

Ο ανώνυμος γάλλος περιηγητής του 1668 γράφει για τους χιώτες και τις χιώτισσες:

«Οι χιώτες έχουν τη φήμη πως είναι κάπως ιδιότροποι. Υπάρχει, μάλιστα, και μια σχετική παροιμία: Είδες πράσινο άλογο; Είδες χιώτη φρόνιμο;

 



Οι γυναίκες πηγαίνουν ελεύθερα όπου θελήσουν. Αισθάνονται ιδιαίτερη κλίση προς τους ξένους. Είναι πανέμορφες, παίζουν μουσικά όργανα, τραγουδούν και χορεύουν θαυμάσια. Οι λιγότερο ωραίες φτιασιδώνονται με μια κόκκινη σκόνη που τη λένε σουλιμά.

Στο κεφάλι φορούν ένα είδος ψηλής μίτρας, που τη λένε σκουφί, και πάνω στο σκουφί ένα χρυσοκεντημένο ή απλό, αλλά λεπτό ύφασμα. Ο κορμός του φουστανιού τους είναι πολύ κοντός και η ζώνη βρίσκεται ακριβώς στο ύψος των μαστών. Κι αυτό τις ασχημίζει.

 



Η φούστα φθάνει λίγο κάτω από το γόνατο. Έχει πολλές πτυχές, έτσι που χρειάζονται 30 μέτρα δίμιτο για το ράψιμό της. Τα παπούτσια τους είναι από κόκκινο ή γαλάζιο βελούδο και οι κάλτσες μεταξωτές και πολύχρωμες. Τα μανίκια δεν είναι ραμμένα στους ώμους, αλλά προσαρμοσμένα με πλατιές χρυσοκεντημένες ταινίες.

Οι άντρες ακολουθούν τη γενοβέζικη μόδα. Μακριά μαλλιά, καπέλλα, γελέκια, βρακιά, υποδήματα. Τα καπέλα τους έχουν πλατιούς γύρους, τα γελέκια είναι με μανίκια, πλατειά και σφιγμένα στον καρπό, τα παντελόνια τους έχουν τόσο ανοιχτά μπατζάκια, που φαίνονται από κάτω τα σώβρακα. Τα παπούτσια έχουν μεγάλα αυτιά κι είναι μυτερά μπροστά.

 


Voyage à Constantinople, en Egypte, en Terre Sainte dans quelques iles de l'Achipel et fait pendant les années 1667, 1668, 1669 et 1670, par un prètre de Liège (Βιβλιοθήκη της Amiens).

 


Και ο άγγλος περιηγητής Moryson, που ταξίδεψε το 1697 στη Χίο, θεωρεί μύθο τα περι διαφθοράς και ηθικής παραλυσίας. Γράφει στο χρονικό του:

Σ΄ ολόκληρη τη μουσουλμανική επικράτεια οι γυναίκες ζούν κάτω από συνθήκες αυστηρών περιορισμών. Μοναδική εξαίρεση η Χίος, που πάντοτε είχε δημοκρατική διακυβέρνηση.

Οι γυναίκες είναι πανελεύθερες και κυκλοφορούν στους δρόμους με ακάλυπτο το πρόσωπο, όπως στη Γαλλία. Μιλούν με οικειότητα, χορεύουν, κάνουν περιπάτους και διασκεδάζουν άνετα μ΄ όλο τον κοσμο.

Και πρέπει να σημειώσω, πως όσο κι αν δείχνουν οι χιώτισσες ματαιοδοξία και ελευθεριότητα, είναι πιο αγνές από τις άλλες (δεν θα αναφέρω τόπους), που ενώ αποφεύγουν τις δημόσιες εμφανίσεις, επιδίδονται μυστικά σε κάθε λογής εκτροχιασμούς.

Οι γυναίκες της Χίου ξεπερνούν σε όμορφιά όλες τις ελληνίδες. Είχα την ευκαιρία να τις γνωρίσω και μπορώ να βεβαιώσω, πως δεν είναι μόνο το κάλλος που τις κάνει αξιαγάπητες, αλλά και η εσωτερική ομορφιά και οι αρετές τους.

Relation historique d'un voyage nouvellement fait au Mont de Sinai et à Jérusalem.
On trouvera dans cette relation en dédail exact de ce que l'auteur a νu de plus
remarquable dans les iles de la Méditerranée et de l'Archipel, dans l'Asie Mineure,
sur' les côtes de Negrepont (Τουλ, 1704).


Ο σουηδός γιατρός και βοτανολόγος Frederic Hasselquist, ταξίδεψε το 1749 στην Ανατολή για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τη φυσική ιστορία, την ιατρική και το εμπόριο.

Στη Χίο έμεινε κατάπληκτος από τη γραφικότητα της πολιτείας: «Είναι το ωραιότερο θέαμα του κόσμου».

Διαπίστωσε πως το νησί είχε καλούς γιατρούς κι ότι οι περισσότεροι ήταν νησιώτες σπουδασμένοι στην Πάδοβα. («Voyages dans le Levant dans les années 1749, 50, 51, et 52», Παρίσι, 1796, σελ. 34).




 
Γυναικεία και παιδική ενδυμασία, 1805.
 

Η Χίος του 1711


Ένας πολυμαθέστατος σουηδός ανατολιστής, ο Michael Olofson Eneman, ταξιδεύοντας με βασιλική διαταγή στις χώρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επισκέπτεται το Νοέμβριο του 1711 τη Χίο και παραμένει στο νησί τρεις περίπου μήνες. Ύστερα από σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα και διετείς μελέτες των ανατολικών γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη, είχε αποκτήσει τα ιδεώδη εφόδια για μεθοδική περιήγηση και επιστημονική έρευνα. Ήταν τότε 35 ετών. 



Το οδοιπορικό του Eneman, μ' όλο που έχει σωθεί ακατέργαστο εξ αιτίας του πρόωρου θανάτου του από τις κακουχίες των περιπλανήσεων, είναι από τα καλύτερα περιηγητικά κείμενα του αιώνα. Με ευσυνειδησία και παρατηρητικότητα ο μορφωμένος σουηδός καταγράφει πληροφορίες, ερευνά και εξακριβώνει. Πρόκειται για ανήσυχο και γόνιμο πνεύμα.



Η Χίος, μοναδική πολιτεία του ομώνυμου νησιού, σημειώνει στο oδοιπορικό του o Εneman, έχει ωραίες και επιβλητικές κατοικίες. Ένας γέροντας τον πληροφόρησε, πως ο αριθμός των σπιτιών, σύμφωνα με τελευταία απογραφή, ήταν 2.080. Η πόλη δεν ήταν περιτειχισμένη, αλλά σε κάθε περιβόλι του γειτονικού κάμπου υψωνόταν κι ένας πύργος με επίπεδη οροφή, δημιουργώντας στην περιοχή ένα γραφικό θέαμα. Στο λιμάνι προσορμίζονταν μικρά σκάφη και φορτηγίδες. Τα μεγάλα καράβια αγκυροβολούσαν έξω από το λιμάνι. Στο κάστρο, που αποτελούσε μια σύνθεση τειχών και τάφρων, κατοικούσαν μόνο τούρκοι και 50-60 εβραϊκές οικογένειες. Συνολικά πέντε ώς έξι χιλιάδες ζούσαν μέσα στο φρούριο. 



Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσε, οι μαστιχοπαραγωγοί του νησιού έπρεπε να παραδίνουν στο σουλτάνο κάθε χρόνο είκοσι ως τριάντα χιλιάδες οκάδες μαστίχα. Οι μαστιχοχωρίτες ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν την παραπανίσια παραγωγή τους στον δοαντζή, τον αρχιεισπράκτορα, τρία σουηδικά τάληρα την οκά. Προτιμούσαν όμως το λαθρεμπόριο, μ΄ όλους τους κινδύνους του, για να εξασφαλίσουν καλύτερη τιμή.



Το ποσό της μαστίχας που έπρεπε να παραδοθεί, είχε ορισθεί το 1750 σε 20.000 οκάδες με το ευεργετικό φιρμάνι του Οσμάν Γ':

Προστάζω να μην αξιώνετε (από τους μαστιχοχωρίτες) φόρο για τα αμπέλια, για τους καπνούς και τα χωράφια τους, υπο τον όρο να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο.

Οι ραγιάδες μαστιχοχωρίτες εξαιρούνται από τη δεκατιά, τους τελωνειακούς δασμούς και τα άλλα υποχρεωτικά τέλη. Θα παραδώσουν μονάχα σε είδος (μαχτού) 20.000 οκάδες μαστίχι, 300 άσπρα για κεφαλιάτικο και 30 για προσωπικό φόρο.

Γ. Γ. Ζολώτα: «Ιστορία της Χίου», Αθήνα, 1926, τόμ. Γ', σελ. 338-341.

 


«Υπάρχουν χιλιάδες αγοραστές που προμηθεύονται κρυφά μαστίχι και το εξάγουν από το νησί με χίλιους δυο τρόπους. Το τοποθετούν λ.χ. σε καλάθια με σταφύλια ή σύκα. Όταν πετύχουν την εξαγωγή, δεν διατρέχουν πια κανένα κίνδυνο, γιατί οι περιορισμοί ισχύουν μόνο για τη Χίο». («Resa i Orienten, 1711-1712», af Michael Eneman, Professor i orientaliske Sprak vid Upsala Universitet, Ουψάλα, 1889).

Ο άγγλος πρόξενος στη Χίο το 1799, αγόρασε μαστίχα και την μεταπούλησε στην Κωνσταντινούπολη. Τον ανακάλυψαν όμως, του επέβαλαν βαρύτατο πρόστιμο (8.000 πιάστρα) και τον κακοποίησαν. (William Witman: «Travels in Turkey», Λονδίνο, 1803, σελ. 448).



Η μεταξοβιομηχανία ήταν μεγάλη πηγή πλούτου για το νησί: «Υφαίνουν σάρπες αξίας 30, 50, ακόμα και 100 σουηδικών ταλήρων».

Οι υψηλές τιμές, σημειώνει ο σουηδός περιηγητής, οφείλονται στα θαυμάσια χρυσοκέντητα χειροτεχνήματα και τις παραστάσεις λουλουδιών που υφαίνονται στα μεταξωτά αυτά είδη. Οι χιώτες τα διαθέτουν με την οκά, δυο ή τρεις παράδες το δράμι, δηλαδή ένα εικοστό του σουηδικού τάλιρου. Άλλοι κατασκευάζουν πουγγιά κι άλλοι σαρίκια για τους γενίτσαρους. Πολλοί δουλεύουν τη μεταξωτή κλωστή για τους αργαλειούς, που υφαίνουν τα δίμιτα, τα ατλάζια και τα κατάι, πανάκριβα ωραία μεταξωτά με ενυφασμένα άνθη από χρυσάφι.

Το χώτικο μετάξι είναι το καλύτερο, μαζί με το μετάξι της Προύσας, της Κρήτης και της Τύνιδας.


«Για το μετάξι που εισάγεται στην Κωνσταντινούπολη από τα χωριά καταβάλλεται δασμός 5%, που αναλογεί σε 10-12 παράδες την οκά. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε. Οι πλουσιότεροι κάτοικοι μετακομίζουν κάθε άνοιξη μαζί με τα παιδιά τους και τους υπηρέτες τους στο εξοχικό περιβόλι, στον πύργο τους όπως λένε, κι εκεί ασχολούνται έξι ως οκτώ μήνες με τη σηροτροφία και την επεξεργασία του μεταξιού. Συχνά, όλη η διαδικασία, από το κουκούλι ως το ύφασμα, γίνεται μέσα στην ίδια οικογένεια κι ας έχει περάσει η πρώτη ύλη από δεκατρία χέρια. Ύστερα ο παραγωγός στέλνει κρυφά το προϊόν του στη Σμύρνη ή στην Πόλη χωρίς να πληρώνει διόλου εργατικά. Κάπου 800 αργαλειοί υφαίνουν μόνο δαμάσκο και κατάι» (σελ. 77 κ.ε.)

Εντύπωση προκάλεσε στον σουηδό περιηγητή η φιλοπονία των κατοίκων: «Είναι ευχάριστο να βλέπεις με πόση προθυμία τρέχουν στη δουλειά τους. Δεν υπάρχει στο νησί ούτε ένα κομμάτι γης ακαλλιέργητο ή χωρίς επιμελημένη και καλαίσθητη περίφραξη. Ελάχιστους φτωχούς συναντάς στη Χίο. Αντίθετα, οι λατίνοι που απόμειναν στο νησί, ύστερα από τον τελευταίο βενετικό πόλεμο, υποφέρουν οικονομικά».

Ο Eneman εκθειάζει την ασφάλεια που επικρατούσε στο νησί και την κοινωνικότητα των κατοίκων. «Πουθενά δεν είδα έλληνες εμπόρους με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και θάρρος όσο στη Χίο. Οι γυναίκες, ζωηρές και εύθυμες, περιφέρονται στους δρόμους, όπως οι γυναίκες της Λειψίας σαν να μην έχουν τίποτα να φοβηθούν από τους τούρκους. Πραγματικά, ακόμα κι ένα μικρό παιδί μπορεί σήμερα να τριγυρίσει ολόκληρο το νησί χωρίς φόβο».

Οι ρωμιοί στο νησί δεν αντιμετώπισαν καμία δυσκολία σχετικά με την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας:

«Από την εποχή που απόκτησαν αυτή την ελευθερία και παραμέρισαν τους λατίνους, άρχισαν να χτίζουν αδιάκοπα εκκλησίες. Κι είναι τόσο πολλές, που σε κάθε χωριό δεν βλέπει κανείς σχεδόν τίποτα άλλο από ναούς. Υπολογίζουν ότι σ΄ ολόκληρη τη Χίο υπάρχουν γύρω στις δυο χιλιάδες εκκλησίες.

»Βλέπεις χωριουδάκια με ελάχιστους κατοίκους, αλλά με είκοσι ως τριάντα ξωκκλήσια, χτισμένα στους αγρούς ή στα υψώματα. Κάπου εκατό, που βρίσκονται στις κορυφές των βουνών, είναι αφιερωμένα στον προφήτη Ηλία
» (σελ. 95-96).

Ο Eneman παρακολούθησε τον εσπερινό στην εκκλησία των Αγίων Βικτώρων (στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά). Στην εκκλησιαστική τελετή πήραν μέρος ένας παπάς από κάθε ναό της πολιτείας κι ένας καλόγερος από κάθε μονή. Το πιο θεαματικό σημείο του εσπερινού ήταν η έξοδος του ιερατείου από το ιερό του ναού:

«Βγήκαν πρώτα τέσσερα παιδιά κρατώντας αναμμένες λαμπάδες στερεωμένες πάνω σε μεγάλο χρωματιστό κοντάρι. Ακολούθησαν κάπου σαράντα παπάδες, κατά δυάδες, ντυμένοι τα άμφιά τους. Έφθασαν ως τη μέση του ναού, ξαναγύρισαν και στάθηκαν μπροστά στο ιερό σε παράταξη έχοντας μπροστά τους τις εικόνες των τριών μαρτύρων, που τη μνήμη τους γιόρταζαν εκείνο το βράδυ, του Βίκτωρος, του Μηνά και τον Βικέντιου. Οι εικόνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε μικρό βάθρο σκεπασμένο με κόκκινο ύφασμα μαζί με λαμπάδες.

»Πλησίασε τότε ένας ιερωμένος κρατώντας θυμιατό και θυμιάτισε τους παπάδες έναν έναν
» (σελ. 96-97).

Οι παπάδες φορούσαν στο κεφάλι ένα λευκό περίβλημα, σαν ταινία, που συγκρατούσε κι έκρυβε τα μαλλιά, εκτός από ένα βόστρυχο που ξέφευγε πίσω κι έπεφτε στον τράχηλό τους. Άλλοι όμως, στην Κωνσταντινούπολη λ.χ., συνηθίζουν μια μικρή σκούφια που περιβάλλεται από κόκκινο ή μαύρο σαρίκι. Στη Χίο ωστόσο, το σαρίκι ήταν λευκό. Ένδειξη μεγαλύτερης ελευθερίας, παρατηρεί ο περιηγητής.

Διαπίστωσε ακόμα ότι υπήρχαν και σχολεία στην πόλη και στα χωριά της Χίου:

«Απ' αυτό μπορεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα όχι μόνο σχετικά με την ελευθερία που απολαμβάνουν οι κάτοικοι, την αύξηση του πληθυσμού και τη φιλοπονία τους, αλλα και σχετικά με την έφεσή τους για την απόκτηση γνώσεων».

Στο χρονικό του σουηδού περιηγητή βρίσκουμε και πολύτιμες πληροφορίες για τη θαυμαστή κοινωνική πρόνοια, που είχε οργανωθεί στη Χίο. Νοσηλευτικά κέντρα, άσυλα, ειδικά ταμεία προστασίας και αλληλεγγύης, λειτουργούσαν με λαϊκές συνεισφορές σε μια εποχή υποτίθεται δουλείας και καταπιέσεων.


Υπήρχαν τέσσερα κοινωφελή ιδρύματα στο νησί:

• Το πρώτο ήταν νοσοκομείο για ανάπηρους, ανίκανους για εργασία και άπορους. Κτίστηκε το 1640. Σ΄ αυτό το άσυλο έβρισκαν οι απόκληροι τροφή, ιατρική περίθαλψη από γιατρό του ιδρύματος και μάθηση από δάσκαλο διορισμένο ειδικά γι΄ αυτό το σκοπό.

• Το δεύτερο ίδρυμα ήταν το Λεπροκομείο ή Λαζαρέτο. [Οι λεπροί ονομάζονταν στα βυζαντινά χρόνια λάζαροι, δηλαδή νεκροί πρίν από το θάνατο (Γρηγόριος Θεολόγος, PG, 36, 580)]. Ήταν σε ένα θαυμάσιο κτήμα με πολλά σπίτια και τους ναούς της Υπακοής και του Αγίου Λαζάρου. Στο ίδρυμα αυτό κατέφευγαν όλοι οι λεπροί του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, επειδή ήταν οργανωμένο και ανακουφιστικό για τους πάσχοντες. Ο Eneman δεν αναφέρει κι ένα άλλο σχετικό ίδρυμα, ένα Λοιμοκαθαρτήριο που λειτουργούσε στα βορεινά του λιμανιού από την εποχή των Giustiniani.

• Το τρίτο ίδρυμα είχε προορισμό τη διενέργεια εράνων κάθε Κυριακή και γιορτή για την ανακούφιση αυτών που φυλακίζονταν για φορολογικές υποχρεώσεις.

• Το τέταρτο ίδρυμα, εφοδιασμένο με το αναγκαίο προσωπικό και προικοδοτημένο με ειδικό ταμείο, είχε αναλάβει τη συντήρηση και ανατροφή των νόθων παιδιών. Εκεί ανατρέφονταν, ώσπου να βρισκόταν κάποιος που θα τα υιοθετούσε ή θα τους δίδασκε μια τέχνη. Ο μεγάλος αριθμός εξώγαμων παιδιών αποτελούσε κοινωνικό πρόβλημα στα πολυσύχναστα ναυτεμπορικά κέντρα του Αιγαίου.

Η διαδικασία για την τέλεση οθωμανικού γάμου ήταν απλή. Ο γαμπρός συνόδευε τη νύφη στον καδή κι εκείνος, αφού διαπίστωνε ότι ο γάμος ήταν επιθυμία και των δύο, προχωρούσε σε εγγραφή στο ειδικό κιτάπι, το χοτζέτι.

Αυτή την ευκολία των τούρκικων γάμων εκμεταλλεύονταν μερικές ρωμιές, που σύμφωνα με τον Eneman, παντρεύονταν οθωμανούς:

«Έρχονται εδώ γυναίκες από τα άλλα νησιά —μερικές ωστόσο είναι χιώτισσες— άλλες γιατί είναι δυσαρεστημένες από τον άντρα που τους δόθηκε ως σύζυγος κι άλλες γιατί είναι ελαφρών ηθών, κι αφού τυλίξουν στα δίχτυα τους ένα τούρκο, πηγαίνουν στον μουχτασίπ και παντρεύονται με την καθιερωμένη διαδικασία. Ύστερα από την τέλεση του γάμου κανένας χριστιανός δεν τολμάει να καταγγείλει το γεγονός. Η ελληνίδα σύζυγος παραμένει χριστιανή και πηγαίνει στην εκκλησία χωρίς να εμποδίζεται απο τον οθωμανό άντρα της. Αποκλείεται μονάχα η εξομολόγηση γιατί κανένας παπάς, ξέροντας πως είναι γυναίκα τούρκου, δεν την δέχεται. Τα παιδιά της γίνονται μουσουλμάνοι. Η ίδια έχει το προνόμιο να φοράει πράσινο μπούστο, πράγμα που απαγορεύεται στις ελληνίδες. Έτσι περνάει τη ζωή της, αλλά όταν πεθάνει, κανείς δεν φροντίζει πια γι΄ αυτή, ούτε ο ιμάμης, αφού δεν είναι μουσουλμάνα, ούτε ο παπάς, αφού γέννησε τουρκόπαιδα για να μεγαλώσει τη μάντρα των αντίχριστων, αλλά δυο χασάπηδες ή οι άνθρωποί τους, σέρνουν το κουφάρι της σε μια πλαγιά».

Πρόκειται για το θεσμό κιαμπίν του οθωμανικού Δίκαιου —το κεπήνιον ή καπίν, όπως το αποκαλούσαν οι ρωμιοί— που αποτελούσε
ένα είδος πολιτικού γάμου. Με το κεπήνιο —τουρκικά σημαίνει μίσθωμα— νομιμοποιούσαν οι οθωμανοί τις σχέσεις τους με χριστιανές, εβραίες, καθώς και αλλόθρησκες σκλάβες του χαρεμιού τους.

Στον πολιτικό γάμο που γινόταν μπροστά στον ιεροδίκη, είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν και ρωμιοί, σε περίπτωση που η Εκκλησία αρνιόταν να νομιμοποιήσει το δεσμό τους. Πολλές ρωμιές δέχονταν να συνάψουν κεπήνιο με οθωμανούς, άλλες εξ αιτίας των κωλυμάτων γάμου που προβλέπονταν από την Εκκλησία (απαγόρευση τετάρτου γάμου κ.λπ.) κι άλλες γιατί δεν είχαν προίκα. Παρόλο που είχαν σύζυγο αλλόθρησκο, μπορούσαν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.



Η Χίος του 1747


Ο γιος του γάλλου ανατολιστή Antoine Galland, Jean Gαlland, ανατολιστής κι αυτός και δραγουμάνος του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης, πραγματοποίησε το 1747 ερευνητικό ταξίδι ως τη Μέκκα. Ένα κεφάλαιο του χρονικού του (Julien Galland: «Recueil des rits et céremonies du pèlerinage de la Mecke auquel on a joint divers écrits relatives à la Religion, aux Sciences et aux Moeυrs de Turcs», Άμστερνταμ, 1754) αναφέρεται στη Χίο, όπου ο συγγραφέας παρέμεινε τέσσερις μήνες για λόγους υγείας.

Ο Galland είχε την ευκαιρία να συγκεντρώσει εξακριβωμένες πληροφορίες για το δημόσιο και ιδιωτικό βιο, για τη θρησκευτική ζωή, την παραγωγή και το εμπόριο του νησιού. Είναι παρατηρητικός, μεθοδικός, προσέχει τη λεπτομέρεια και δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα της Χίου στα μέσα του 18ου αιώνα.

Υπολογίζει τους κατοίκους σε 120.000, εκ των οποίων οι μισοί κατοικούν στην πόλη και οι υπόλοιποι στα χωριά. Στην πρωτεύουσα κατοικούν 7.000 οθωμανοί. Οι καθολικοί του νησιού είναι 1.766. Στο κάστρο, μαζί με τους γενίτσαρους είναι εγκατεστημένοι και 200 εβραίοι.

Το εμπόριο του νησιού είναι μετάξι, νέφτι, μαστίχα και εσπεριδοειδή. Η ετήσια παραγωγή μεταξιού φθάνει τις 24.000 λίτρες και η τιμή του κυμαίνεται ανάμεσα στα οκτώ και δέκα φράγκα τη λίτρα. Για την κάλυψη των αναγκών της τοπικής βιοτεχνίας εισάγονται από τα άλλα νησιά του Αιγαίου, από το Μοριά και την Ανατολή γύρω στις 150.000 λίτρες ακατέργαστο μετάξι. Με αυτή την πρώτη ύλη κατασκευάζονται, ύστερα απο επεξεργασία, δαμασκηνά, χρυσόπαστα και αργυρόπαστα, σταυρωτά σάλια, μονόχρωμα ή ραβδωτά σατέν, παραπετάσματα για τις πόρτες, χαλιά, σαρίκια ασημοχρυσοΰφαντα, ζώνες και πουγγιά.

Όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας, άντρες, γυναίκες και παιδιά δουλεύουν στο μετάξι ολόκληρη τη μέρα, χειμώνα καλοκαίρι. Το χειμώνα μάλιστα, κάνουν και νυχτέρια. Τα χιώτικα μεταξωτά εξάγονταν σ΄ ολόκληρη την Ανατολή και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, στο Κάιρο και στη Θεσσαλονίκη.


Όλοι οι κάτοικοι της Χίου μασούσαν μαστίχα:

«Αφού τη ζυμώσουν στο στόμα με τη γλώσσα, τη φουσκώνουν μεταβάλλοντάς τη σε μπαλίτσες μ΄ ένα φύσημα. Ύστερα τις σπάνε με κρότο. Αυτό αποτελεί μεγάλη διασκέδαση για τις γυναίκες. Θεωρούν μάλιστα ερωτοτροπία να πλησιάσουν το στόμα τους στο πρόσωπο κάποιου, να τον ξαφνιάσουν με τον κρότο και να τον κάνουν να νιώσει την ευωδιαστή ανάσα τους.

»Η μαστίχα κάνει καλό στο στομάχι. αλλά καταστρέφει τα δόντια. Απογυμνώνονται σιγά σιγά από τα ούλα και φαίνονται αηδιαστικά μεγάλα. Γενικά, δεν υπάρχει χιώτισσα με όμορφα δόντια
».

Αντίθετα, ο άγγλος περιηγητής Julius Griffiths, που έφτασε στη Χίο το 1787, γράφει ότι η μαστίχα προστατεύει τα δόντια:

«Από τις ωραίες σειρές των μαργαριταριών που στολίζουν το στόμα των κατοίκων του νησιού, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το λεπτοφυές αυτό κόμι αποτελεί θαυμάσιο προστατευτικό των δοντιών». (Τravels in Europe, Asia Μinor and Αrabia by J. Griffiths Μ. D. member of the Royal Μedical Society of Edinburgh and of several foreign literacy societes, Λονδίνο, 1805, σελ. 239).

Οι νοικοκυρές διαλύουν τη μαστίχα σε νερό και ζυμώνουν εύπεπτο ψωμί. Αυτό το ψωμί είναι κάτασπρο, νόστιμο και ακριβό, επειδή γίνεται απο το πιο εκλεκτό αλεύρι. Έπειτα, η μαστίχα στοιχίζει 40 σόλδια η λαθραία και το διπλό αν την αγοράσεις από τον αγά, που έχει το μονοπώλιο στο εμπόριό της. 



Τα είκοσι μαστιχοχώρια βρίσκονταν στα νότια του νησιού, προς τον Κάβο Μάστικο, όπως ονομαζόταν η περιοχή. «Τα σχινόδεντρα αποτελούν ιδιοκτησία του σουλτάνου». Στους νησιώτες που ασχολούνται με την καλλιέργεια και τη συγκομιδή έχουν παραχωρηθεί ορισμένα προνόμια. Μ΄ όλο που είναι χριστιανοί, φορούν άσπρο σαρίκι, όπως οι τούρκοι, έχουν καμπάνες στις εκκλησίες τους, πληρώνουν ελάχιστο φόρο και απαλλάσσονται από τις καθημερινές αγγαρείες. Διοικούνται από έναν αγά, που νοικιάζει την παραγωγή στην Κωνσταντινούπολη». (Σελ. 108. Οι οθωμανοί ονόμαζαν τη Χίο εξ αιτίας της μαστιχοπαραγωγής, Σακεζεντά ή Σακεζαντασί).



Κάθε χωριό πρέπει να παραδώσει τρεις περίπου χιλιάδες λίτρες (σελ. 109). Επειδή η σοδειά είναι πάντοτε μεγαλύτερη, ο ενοικιαστής αγοράζει την παραπανίσια πληρώνοντας 40 σόλδια ή κάτι παραπάνω τη λίτρα και φροντίζει ύστερα να τη μεταπουλήσει προς τρία ή τέσσερα φράγκα τη λίτρα. Ο αγάς έχει δικαίωμα να τιμωρήσει τους χωριάτες που πούλησαν λαθραία μαστίχα. Αν μάλιστα δεν κατορθώσει να ανακαλύψει το λαθρέμπορο, τιμωρεί ολόκληρο το χωριό. Γι΄ αυτό οι χωριάτες υποβλέπουν ο ένας τον άλλο και αλληλοκατασκοπεύονται. Κατά την περίοδο της συγκομιδής κλείνουν μόλις νυχτώσει τις πύλες του χωριού, ώστε να μη βγει κανείς στον κάμπο και μαζέψει πεσμένη μαστίχα στον τόπο του γείτονά του με σκοπό να δημιουργήσει απόθεμα, για να την πουλήσει όταν βρει ευκαιρία. 



Οι παραγωγοί έχουν στη διάθεσή τους ένα μήνα για να καθαρίσουν τη μαστίχα. Από τις 11 Νοεμβρίου ο αγάς γυρίζει στα χωριά για να συγκεντρώσει τις 60.000 λίτρες του σουλτάνου και να αγοράσει την υπόλοιπη παραγωγή.


Από την έναρξη της συγκομιδής ως την παράδοση του προϊόντος τοποθετούνται φρουροί σ΄ όλα τα περάσματα των βουνών και σε κάθε δρόμο που οδηγεί στον Κάβο Μάστικο. Οι φύλακες ψάχνουν τους διαβάτες προσεκτικά μήπως κρύβουν μαστίχα. 



Η μεταφορά της μαστίχας στο κάστρο της Χίου γίνεται πανηγυρικά. Σχηματίζεται πομπή και παίζουν τύμπανα και άλλα μουσικά όργανα.



Άλλοτε υπήρχαν πολλοί καθολικοί ναοί και μοναστήρια στην πόλη και στην ύπαιθρο. Από την εποχή όμως που ο βενετοί εγκατέλειψαν το νησί, μετατράπηκαν σε τζαμιά ή καταστράφηκαν. Αντίθετα, οι ρωμιοί έχουν 700-800 εκκλησίες και άλλους τόσους παπάδες και καλογέρους. Εξήντα από τις εκκλησίες αυτές βρίσκονται στην πόλη και οι υπόλοιπες στα διάφορα χωριά. Στα τρία τέταρτα αυτών των ναών γίνεται λειτουργία μόνο μια φορά το χρόνο. Ο μεγαλύτερος αριθμός των εκκλησιών είναι ιδιωτικές (σελ. 132). 



Υπάρχουν ακόμα στη Χίο και έντεκα μοναστήρια. Μοιάζουν όλα με μικρές οχυρωμένες πόλεις και μπορούν να περιλάβουν 450 καλογέρους. Το ωραιότερο απ΄ αυτά τα μοναστήρια είναι η Νέα Μονή, όπου ζουν 180 καλόγεροι και 20 παπάδες. Απέχει δύο περίπου λεύγες από την πόλη.


 

Ο ηγούμενος προθυμοποιήθηκε να δείξει στο γάλλο περιηγητή και τη συνοδεία του τα άγια λείψανα και τα ιερά κειμήλια του μοναστηριού. Του έδειξαν πρώτα-πρώτα μια ασημένια συρματένια κασετίνα μ΄ ένα καλοδιατηρημένο αντίχειρα χωρίς νύχι. Του είπαν πως είναι ο αντίχειρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. «Ο ηγούμενος, γνωρίζοντας ότι η συνοδεία μας ήταν κυρίως γάλλοι, είπε ότι το νύχι του αγίου βρίσκεται στη Γαλλία. Έχω την ιδέα, πως αν ήταν ιταλοί, θα έλεγε πως βρίσκεται στην Ιταλία». 



Του έδειξαν επίσης ένα κομμάτι απο τον «αληθινό σταυρό», όσο το μικρό δάκτυλο του χεριού, ένθετο σε ασημένια πλάκα. Ύστερα έδειξαν ένα κομμάτι από το κρανίο του Αγίου Θεοδώρου. 



Γυναίκες δεν μπαίνουν ποτέ στο μοναστήρι. Κι όταν θέλουν να προσκυνήσουν, τους φέρνουν τα άγια λείψανα στην πόρτα. 



Τα έσοδα της Νέας Μονής είναι κολοσσιαία, γράφει ο γάλλος περιηγητής. Το μοναστήρι έχει κτήματα σ΄ όλη τη Χίο, στη Μ. Ασία στα νησιά του Αιγαίου, ακόμα και στη Ρωσία. Τα κτήματα αυτά χωρίζονται σε μετόχια.

 

Το γυναικείο μοναστήρι της Καλιμασιάς, σε απόσταση δύο λευγών από την πόλη, ήταν ανοικτό σ΄ όλο τον κόσμο, άντρες και γυναίκες. Πολλοί ξένοι πήγαιναν να το επισκεφθούν, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι για ν΄ ακούσουν τις ψαλμωδίες των καλογριών. Γι΄ αυτό διάλεγαν τις πιο καλλίφωνες. Οι μοναχές μπορούσαν να απουσιάσουν όσο ήθελαν από το μοναστήρι, με την άδεια βέβαια της ηγουμένης. 



Ο Galland πληροφορήθηκε κι ένα σκάνδαλο. Η ηγουμένη υποχρεώθηκε πριν από μερικά χρόνια να πληρώσει πρόστιμο στον οθωμανό διοικητή της Χίου, «επειδή αποδείχτηκε, πως έκανε παιδί».



Οι χιώτες, γράφει ο Galland, τρώνε σε τραπέζι, όπως οι ευρωπαίοι. Μαγειρεύουν την τροφή τους και ευρωπαϊκά και τουρκικά. Οι γυναίκες, συνηθίζουν να τρώνε το πρωί ζωμό και το απόγευμα γλυκό τριαντάφυλλο, σουμάδα και σιρόπι από μενεξέδες, λεμόνι ή καλλίτριχο. Οι λεχώνες πίνουν μόνο σιρόπι από μήλα.

 

Τα εξοχικά σπίτια στον κάμπο είναι ωραιότερα από τις κατοικίες της πόλης. Έχουν μεγάλες πόρτες, ενώ οι πέτρες που σχηματίζουν το πλαίσιο εναλλάσσονται πότε κόκκινες πότε λευκές, έτσι που από μακριά δίνουν την εντύπωση πως είναι μαρμαρένιες. Πρόκειται για την περίφημη θυμιανούσικη πέτρα. Έξω απο την πόρτα, από τις δυο πλευρές, υπάρχουν πέτρινα καθίσματα, όπου οι γυναίκες κάθονται και δροσίζονται τα βράδια και τις Κυριακές. Αλλά το ίδιο γίνεται και στην πόλη. Γυναίκες και κορίτσια κάθονται στο κατώφλι των σπιτιών χωρίς να ενοχλούνται από τους οθωμανούς. 



Οι εσωτερικές αυλές είναι στρωμένες με μεγάλες σκληρές πέτρες. Από τη μια μεριά βρίσκεται το σπίτι σε σχήμα πύργου. Από την άλλη μεριά βρίσκεται μεγάλη στέρνα με τετράγωνους στύλους στις τέσσερις γωνίες από λευκές και κόκκινες πέτρες. Τέτοιοι στύλοι υπάρχουν στην αυλή, καθώς και μια συστοιχία που σχηματίζει πέρασμα απέναντι στην πόρτα και οδηγεί στον κήπο. Όλοι αυτοί οι στύλοι είναι σκεπασμένοι με κληματαριές. 



Πλάι στη στέρνα βλέπεις μεγάλο πηγάδι με τροχό. Τρία τέσσερα και συχνά έξι μουλάρια γυρίζουν νύχτα μέρα το μαγγάνι. Το νερό γεμίζει τη στέρνα κι από εκεί με αυλάκια χωρίζεται σ΄ όλα τα σημεία του κήπου για να ποτιστούν οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές. Οι μπαξεβάνηδες δεν τις αφηνουν να πετάξουν μπόι, τις διατηρούν χαμηλές, γιατί πιστεύουν πως έτσι αποδίδουν περισσότερο καρπό (σελ. 148-149).



Οι χιώτες περνούν εφτά ή οχτώ μήνες το χρόνο στα εξοχικά τους σπίτια, όπου αποφεύγουν κάθε επαφή με τους οθωμανούς. Στέλνουν εκεί τις οικογένειές τους το Πάσχα και τις ξαναφέρνουν τέλη Νοεμβρίου. Επειδή όμως οι άντρες έχουν δουλειές στην πόλη έρχονται κάθε πρωί και γυρίζουν το βράδυ στην εξοχή (σελ. 151).


Όλα τα περιβόλια του κάμπου είναι περιτοιχισμένα. Οι πανύψηλοι τοίχοι με τις επιβλητικές εισόδους και τις αγροικίες από θυμιανούσικη πέτρα αποτελούν και σήμερα το πιο γραφικό χαρακτηριστικό του πολυφημισμένου κάμπου. Στην εξοχική πολιτεία επικρατεί τόση ασφάλεια, που οι γυναίκες και τα κορίτσια πηγαίνουν χωρίς συνοδεία στην πόλη πεζοπορώντας στις κοντινές αποστάσεις και με μουλάρι ή γαϊδούρι στις μακρινές. 



Οι χιώτες, γράφει ο Galland, ονομάζονται Γασκώνοι της Ανατολής, επειδή έχουν εύθυμο χαραχτήρα και λεπτό πνεύμα. «Αλλά αυτή η εύθυμία και η κοινωνικότητα έχουν κάτι παράξενο. Το λεπτό πνεύμα μοιάζει αρκετά με την ελληνική πανουργία. Είναι δύσκολο να μην εξαπατηθεί κανείς όταν έχει νιτερέσια μαζί τους».



Οι κάτοικοι της Χίου ντύνονται όπως και οι κωνσταντινουπολίτες, δηλαδή τούρκικα, με τη διαφορά ότι η φορεσιά τους είναι πιο στενή. Φορούν σκούφους στολισμένους με δέρμα προβάτου Αστραχάν, που ζυγίζουν δέκα ως δώδεκα λίτρες.

Οι χιώτισσες φορούν φούστα που συνδέεται μ΄ ένα ζιπούνι από το ίδιο ύφασμα. Το ζιπούνι είναι τόσο στενό και τόσο εφαρμοστό, που πληγώνει το δέρμα μπροστά στους ώμους και αναγκάζει τις γυναίκες να σκύβουν και να φαίνονται καμπουριασμένες, μ΄ όλο που τα σώματά τους είναι ευθυτενή. Είναι ανοιχτό μπροστά κι αφήνει να φαίνεται ο λαιμός. Το στήθος σκεπάζεται μ΄ ένα κομμάτι βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα, λευκό πάντοτε, που προσαρμόζεται στο ζιπούνι με κόπιτσες. Καθώς σφίγγει ο μπούστος το πανωκόρμι, οι σάρκες ξεχειλίζουν και μαζεύουν στον τράχηλο, έτσι που θαρεί κανείς πως οι γυναίκες πάσχουν από βρογχοκήλη. Η ομορφιά αυτού του σημείου του σώματος είναι αποκλειστικά το πάχος.

 


Η φούστα κατεβαίνει λόγο πιο κάτω από τα γόνατα. Κάτω απο το φόρεμα συνηθίζουν μεσοφούστανο από λευκό ύφασμα, δυο δάχτυλα πιο μακρύ από τη φούστα. Στο ποδογύρι το μεσοφούστανο έχει δαντέλλα, ενάμιση δάχτυλο πλάτος, έτσι που να φαίνεται ολόκληρη η γάμπα. Φορούν πάντοτε βαμβακερές κάλτσες, καθώς και παντούφλες που το πάνω μέρος, από λευκό δέρμα, μόλις σκεπάζει τα δάχτυλα των ποδιών. Μ΄ όλα αυτά χορεύουν με πολλή χάρη και ευκινησία. Στον ταρσό του ποδιού και στο πίσω μέρος των παπουτσιών δένουν βυσσινιά μεταξωτή φούντα που τονίζει την ασπράδα και είναι πολύ φανταχτερή. Το χειμώνα φορούν κατάσαρκα σαλβάρια, αλλά όχι τα κορίτσια.

 


Το κεφαλοδέσι τους είναι από βαμβακερό ύφασμα. Πάνω σ΄ αυτά επαγγελματίες κομμώτριες απλώνουν κυκλικά και με μεγάλη δεξιοτεχνία δύο πήχες λευκή μουσελίνα αλειμμένη καλά με κόμι, έτσι που να σχηματίζει σαρίκι πλατύ προς τα πάνω και με περίμετρο ενάμιση πήχη.

 


Julien Galland, «Recueil des rits et céremonies du pèlerinage de la Mecke
auquel on a joint divers écrits relatives à la Religion, aux Sciences et aux Moeυrs de Turcs», Άμστερνταμ, 1754, σελ. 163.


Γενικά το γυναικείο φύλο είναι πολύ ωραίο στη Χίο. Η ελευθερία και η ευπροσηγορία του προκαλεί κατάπληξη σ΄ εκείνους που γνωρίζουν πόσο περιορισμένες είναι οι γυναίκες της Ανατολής. Ωστόσο, η ομορφιά τους αμαυρώνεται από τα μακρουλά και κούφια δοντια τους. Τους αρέσει ο χορός, ο περίπατος και το τραγούδι. Με όλα αυτά, δεν παραμελούν ποτέ τη δουλειά τους για την ψυχαγωγία. Διασκεδάζουν μόνο την Κυριακή και τις γιορτές (σελ. 164).

 

Στη Χίο οι γιατροί είναι πολυσέβαστοι. Οι οθωμανοί τους εκτιμούν τόσο πολύ, που επιτρέπουν σ΄ αυτούς να φορούν παπούτσια από κίτρινο μαροκίνι και να ντύνονται με ζωηρόχρωμα υφάσματα, όπως οι ίδιοι. Οι ρωμιοί τους προσφωνούν «μισέ» και τη γυναίκα τους «μαντόνι».

 

Ο Galland θα επισκεφθεί και το λεπροκομείο του νησιού. Είδε τριάντα περίπου άντρες και γυναίκες με πρόσωπα φρικτά παραμορφωμένα από την αρρώστια. Το νοσοκομείο προοριζόταν μονάχα για τους χριστιανούς της Χίου και του Αιγαίου. Επειδή παρατηρήθηκε πως οι οθωμανοί δεν προσβάλλονται από λέπρα, μερικοί υποστήριξαν ότι η αρρώστια προέρχεται από τα παστά και τα αλλοιωμένα ψάρια που τρώνε οι ρωμιοί στις ατέλειωτες νηστείες τους.

 

Την οικονομική και πολιτιστική ακμή της Χίου σ΄ αυτή την περίοδο συνοψίζει ο ιστορικός Gustav Friedrich Hertzberg:

Μόνο η Χίος ανάμεσα στις παράλιες χώρες του νησιωτικού ελληνικού κόσμου βρισκόταν σε ανώτερο επίπεδο κατά το πρώτο τρίτο του 18ου αιώνα. Εκτός από την ανθηρή βιομηχανία της, την αξιόλογη γεωργία, την παιδεία, το εμπόριο, οι κάτοικοι της Χίου πλεονεκτούσαν ακόμα και στα ήθη και στο χαρακτήρα και στη μόρφωση.

Δεν λείπουν βέβαια και τα σκοτεινά σημεία της εσωτερικής ζωής. Είναι το μίσος ανάμεσα στους ορθόδοξους και τους παπικούς. Το 1719 οι λατίνοι απόκτησαν ό,τι είχαν χάσει το 1695. Μεγάλη πίκρα ένιωσαν οι χιώτες από τη δράση των γάλλων μισσιοναρίων κυρίως μεταξύ 1724 και 1728. Αλλά οι έλληνες κατόρθωσαν και πάλι να εφαρμοσθούν μέτρα εναντίον του προσηλυτισμού.

 


G. F. Hertzberg, «Histoire de la Grèce sous la domination des Romains», τόμ. Γ΄, σελ. 32.



Η Χίος του 1800


Ανάμεσα στα 76 μέλη μιας αγγλικής στρατιωτικής αποστολής, που τέλη του 1798, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για την παροχή επιτελικής και τεχνικής βοήθειας στις δυνάμεις του σουλτάνου, ήταν κι ο William Wittman, στρατιωτικός χειρουργός του πυροβολικού. 



Ο Wittman θα ακολουθήσει τον Μεγάλο Βεζύρη —χρημάτισε και προσωπικός γιατρός του— κατά την εκστρατεία στην Αίγυπτο και θα έχει την ευκαιρία να συγκεντρώσει υλικό για την κατάσταση που επικρατούσε στην οθωμανική αυτοκρατορία, τη διοίκηση, τη στρατιωτική οργάνωση, τα ήθη και έθιμα και κυρίως για τα υγειονομικά προβλήματα. Τις παρατηρήσεις που σημείωσε κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του, θα δημοσιεύσει σε ένα ογκώδες χρονικό, που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1803. («Travels in Turkey, Asia Minor, Syria and across the desert into Egypt during the years 1799, 1800 and 1801»).



Στο βιβλίο του William Wittman υπάρχουν και πληροφορίες που αφορούν τους ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης και των νησιών του Αιγαίου. 



Στις 14 Ιουνίου η αποστολή έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκε στη λουτρόπολη Μπουγιούκ-Ντερέ, ένα γραφικό και πλούσιο χωριό πάνω στην ακτή του Βόσπορου, σε απόσταση δώδεκα μιλίων από την Πόλη, θέρετρο των σουλτάνων.



Ευμάρεια και ευθυμία επικρατούσαν στο Μπουγιούκ-Ντερέ. Οι έλληνες, σημειώνει ο Wittman στο ημερολόγιό του, μαζεύονται κάθε βράδυ και κάνουν περιπάτους ή διασκεδάζουν με μουσική και τραγούδια πάνω σε πλεούμενα, που βολτάρουν λάμνοντας μπροστά στο χωριό.


Ερωτικές σερενάτες ακούγονταν κάθε βράδυ. Οι έλληνες τραγουδούσαν παθητικά τραγούδια κάτω απο το παραθύρι της εκλεκτής τους ή από τη βάρκα. Αυτές οι σερενάτες ήταν τοσο συχνές, που δεν άφηναν τους κατοίκους να κοιμηθούν (σελ. 23).



Οι ελληνίδες, με ακάλυπτο πάντοτε πρόσωπο και βαμμένα φρύδια και βλεφαρίδες, ήταν γενικά όμορφες. Τα μακριά μαλλιά τους, κατάμαυρα και λαμπερά, έπεφταν πλεξίδες στη ράχη ή στερεώνονταν παράξενα στο κεφάλι. Πολλές φορές κρέμονταν πίσω ως τους γοφούς. Φορούσαν πανωφόρι από μετάξι, σατέν ή άλλο ύφασμα και στο κεφάλι μια μικρή σκούφια.

 

Οι έλληνες ντύνονταν όπως οι τούρκοι. Δεν επιτρεπόταν να φορέσουν καβούκι ή σαρίκι από άσπρη μουσελίνα κι έτσι περιορίζονταν στο καλπάκι ή στο γαλάζιο σαρίκι (σελ. 24).

 

Ο άγγλος χειρουργός παρακολούθησε ένα ελληνικό πανηγύρι στις 4 Απριλίου 1799 στην εκκλησία του Άη-Γιάννη:

Όλες οι ελληνίδες ήταν πλούσια ντυμένες, ακόμα και οι γυναίκες των ψαράδων.

Φορούσαν κομψά φουστάνια μεταξωτά ή βελουδένια και γούνες πανάκριβες γαρνιρισμένες με ερμίνα.

William Wittman, «Travels in Turkey, Asia Minor, Syria and across the desert into Egypt during the years 1799, 1800 and 1801», σελ. 31.


 

Τον κάλεσαν και σε ένα επίσημο ελληνικό γάμο. Στην τελετή, που έγινε στο ανάκτορο της ρωσικής πρεσβείας, χοροστάτησε ο πατριάρχης. 



Οι γυναίκες ήταν φορτωμένες διαμαντικά. Η νύφη, κόρη του δραγουμάνου της αγγλικής πρεσβείας, ήταν στολισμένη με κυματιστά μαντήλια από χρυσές πούλιες που σέρνονταν στο έδαφος. Μοίρασε στις νεαρές φιλενάδες της κομμάτια απ΄ αυτά τα μαντήλια.

Το βράδυ έγινε δεξίωση. Χορεύτηκαν βάλς, καθώς και ελληνικοί και αγγλικοί χοροί (σελ. 38).


 

Την ημέρα του Πάσχα οι ρωμιοί διασκέδαζαν στα περίχωρα του Πέραν: «Μεγάλα πλήθη με πολύχρωμες φορεσιές είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν το εορταστικό θέαμα. Αγώνες πάλης, παράγκες γεμάτες γλυκά και σερμπέτια, συντροφιές καθισμένες στο γρασίδι που έπαιζαν τυχερά παιγνίδια, άλλες που χόρευαν σε κύκλους, ενώ ηχούσε ένα είδος γκάιντας. Σε αμέτρητα τηγάνια τηγάνιζαν συκώτια, πλεμόνια κ.ά.» (σελ. 100).



Στη Χίο έφτασε το καλοκαίρι του 1800, την ημέρα της γιορτής της Παναγίας. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά και οι γυναίκες, φορώντας τις πιο κομψές φορεσιές τους, είχαν βγεί στην πόλη για διασκέδαση. Ο περιηγητής δεν παραλείπει να τις περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια. Είναι η τελευταία μαρτυρία του 18ου αιώνα για τις ενδυμασίες των γυναικών της Χίου και επιτρέπει μια σύγκριση με τις προγενέστερες περιγραφές, για να επισημανθούν οι μεταβολές που έχουν σημειωθεί στο συρμό. 



Η φορεσιά δεν είναι πια ομοιόμορφη. Παρουσιάζεται ποικιλία στην κόμμωση και γενικά μια τάση για απλοποίηση των αμφιέσεων:

«Φορούν ένα φέσι κεντημένο με μάλαμα και τυλιγμένο γύρω-γύρω με χρωματιστό μαντήλι, που αφήνει ακάλυπτο μόνο το κέντημα στο κέντρο του κεφαλιού. Κάπου κάπου βλέπεις να σκεπάζουν τα μαλλιά τους με ένα λευκό μαντήλι. Τα κόβουν κοντά ή τα αφήνουν να πέφτουν στη ράχη τους. 



»Συνηθίζουν ένα κοντό μεταξωτό φουστάνι. Το έσωτερικό των μανικιών είναι παραγεμισμένο με βαμβάκι για να φαίνονται παχιά τα μπράτσα. Οι χρυσοκέντητες μανσέτες που φθάνουν ως τους αγκώνες είναι διπλές. Πάνω από το φουστάνι συνηθίζουν ένα εξωτερικό φόρεμα που φθάνει ως τα γόνατα και έχει τόσους πλισέδες, που δινει την εντύπωση πως η γυναίκα που το φορεί είναι τετράπαχη κι ότι είναι ντυμένη με κρινολίνο. Το εξωτερικό αυτό φόρεμα είναι πράσινο ή ροζ σατέν ή μεταξωτό ύφασμα. Μια κοντή ποδιά συμπληρώνει την αμφίεση. Είναι μεταξωτή με ραβδώσεις, κάπου κάπου κεντημένη ή από πολύχρωμο βαμβακερό και φθάνει ως τα γόνατα. Το μεσοφούστανο είναι από άσπρο βαμβακερό και τόσο κοντό, που φαίνονται οι κόκκινες κεντημένες καλτσοδέτες.



»Οι κάλτσες είναι λευκές, καθώς και οι παντούφλες, πατημένες στις φτέρνες και στολισμένες με χρωματιστές μεταξωτές κορδέλες ή άλλα διακοσμητικά. 



»Μερικές γυναίκες αφήνουν το πάνω μέρος του στήθους τους ακάλυπτο, ενώ άλλες το σκεπάζουν με μαντήλι. Όταν φορούν τα ζωηρόχρωμα φουστάνια τους φκιασιδώνονται πολύ έντονα
» (σελ. 442).



Μεγάλο πλήθος γυναικών είχε συγκεντρωθεί στην προκυμαία «για να γιορτάσουν την ημέρα και να επιδείξουν τα όμορφα φορέματά τους, που αποτελούν τη μεγάλη αδυναμία των ελληνίδων. 



»Νομίζεις, πως βρίσκεσαι στους κήπους του Κένσιγκτον ή στο πάρκο του Αγίου Ιακώβου του Λονδίνου κατά τις ώρες του περιπάτου. Κομψότητα και χάρη κυριαρχούν σε συνδυασμό με σεμνότητα και ευπρέπεια
» (σελ. 443).



Το βράδυ βγήκε στον καθιερωμένο δημόσιο περίπατο: «Οι ευπορότεροι κάτοικοι της Χίου βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες, φορώντας τα κομψά γιορτινά τους. Πολλές κυρίες στόλιζαν το κεφάλι τους με ανθοδέσμες. Νομίζεις πως ήταν ντυμένες για δεξίωση».



Δεν παρέλειψε και μια περιοδεία στα μαστιχοχώρια. Πέρασε πρώτα πρώτα από τον Κάμπο, την κατάφυτη και εύφορη περιοχή που απλωνόταν έξω από την πόλη:

«Ήταν πόσο πυκνά κατοικημένη, που συναντούσαμε συνέχεια κατοικίες από τη Χίο ως την Καλλιμασιά, που απέχει εφτά μίλια. Μεγάλα και καλοχτισμένα κτίρια με ταράτσες. Είναι οι θερινές κατοικίες των πλούσιων ελλήνων και τούρκων». 



Στα μαστιχοχώρια οι κάτοικοι είχαν όψη υγείας και εύθυμη έκφραση.

«Οι γυναίκες και τα παιδιά γνέθουν βαμβάκι και στέλνουν τα νήματα στα εργαστήρια καλτσοπλεκτικής της Χίου. Αυτές οι κάλτσες είναι λευκές, στέρεες και η ποιότητά τους άριστη.

 

»Στην πόλη της Χίου τα σπίτια των προεστών είναι καλοχτισμένα, έχουν εξωτερικές διακοσμήσεις και κομψή εσωτερική επίπλωση. Οι δρόμοι είναι στενοί και πλακόστρωτοι με υψωμένα πεζοδρόμια. Τα καταστήματα έχουν πλούσια πραμάτεια, αλλά επικρατεί μεγάλη ακρίβεια. 



»Ζωηρό είναι το εμπόριο της Χίου με το Λιβόρνο. Τα κυριότερα βιοτεχνικά προϊόντα της Χίου είναι υφάσματα μεταξωτά και σατέν, απλά και ριγωτά, βαμβακερά και δίμιτα και κάθε λογής κεντήματα. Οι βαμβακερές κάλτσες και οι νυχτερινοί σκούφοι που κατασκευάζονται στη Χίο έχουν μεγάλη φήμη
» (σελ. 448-450). 




Η Χίος του 1811


Ένας πολυταξιδεμένος στην οθωμανική Ανατολή γάλλος διπλωμάτης, ο J. M. Tancoigne, καταγράφει στο χρονικό του, τους τόπους που γνώρισε το 1811 κατά το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στην Κρήτη διαμέσου Σμύρνης και Χίου. 



Για τη Χίο αναφέρει ότι οι γυναίκες προκαλούσαν την προσοχή των ξένων με τους χαριεντισμούς, την ευθυμία τους, μερικές φορές και με την ελευθεροστομία τους:

«Η ελευθερία που απολαμβάνουν οι γυναίκες στη Χίο είναι ασύλληπτη για ένα τόπο που βρίσκεται υπό την τουρκική κυριαρχία. Κυκλοφορούν ασύδοτες απ;o το πρωί ως το βράδυ στους δρόμους, στις πλατείες και στους περιπάτους, ομάδες από δέκα ως δώδεκα, κρατημένες από το μπράτσο ή από το χέρι, γελώντας, τραγουδώντας και σχολιάζοντας κάθε τι που συναντούν στο πέρασμά τους. Και οι μουσουλμάνοι ούτε τους δίνουν σημασία.

Δεν είναι καλοκαμωμένες: Στήθος πελώριο, πόδια πολύ χοντρά, άσχημα δόντια. Η φιλαρέσκειά τους όμως φαίνεται απεριόριστη.
Καθώς είναι παραμορφωμένες από το πολύ φκιασίδι, κόκκινο και άσπρο, η παράξενη φορεσιά τους, φορτωμένη με κακόγουστα χρυσαφικά και στολίδια, εξαφανίζει κάθε χάρη και κομψότητα
».


 

Το ότι οι χιώτισσες φκιασιδώνονταν υπερβολικά φαίνεται και από τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού:

Είν' τα χαμπάρια από τη Χιό;
Κουντουρούδι περισσό,
σουλουμά με το καντάρι
κοκκινάδι με το φτυάρι.


(Κων. Α. Κανελλάκη, «Χιακά ανάλεκτα», Αθήνα, 1890, σελ. 506 σημ. 2).

 

 

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Κων/νου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
● Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
● Κ. Σιμόπουλου: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 4ος-19ος αι. μ.Χ.», έκδ. «Στάχυ», Αθήνα.
● Κ. Σιμόπουλου: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21», έκδ. «Πολιτιστικές Εκδόσεις», Αθήνα, 2004.
● Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών του Αιγαίου, 15ος-αρχές 19ου αιώνα»,
έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2004.
● Γραφείο σχολικών δραστηριοτήτων ΠΕ Χίου: «Φορεσιές της Χίου μέσα από τα μάτια των περιηγητών, 15ος-19ος αιώνας», Χίος, 2015.
• Χρ. Βασιλόπουλου, Μηχανή του χρόνου: «Η σφαγή της Χίου».
• Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη, el.travelogues.gr.

 

 

 

 https://www.freeinquiry.gr/

 

 

 

theologos vasiliadis