Τα τοπωνύμια της Ελλάδας και η προέλευσή τους
Τι είναι τα τοπωνύμια;
- Πόσα από αυτά είναι ξενικά;
- Η περίφημη μελέτη του Max Vasmer για τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
- Οι απόψεις των Ελλήνων επιστημόνων
Με ένα άκρως ενδιαφέρον θέμα, που έχει προκαλέσει τεράστιες συζητήσεις
μεταξύ Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας
άρθρο. Θα εξετάσουμε τα ελληνικά τοπωνύμια και την προέλευσή τους. Για
τα τοπωνύμια της χώρας μας έχουν γραφτεί πολλά και υπήρξαν έντονες
αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλήνων και ξένων επιστημόνων. Υπάρχουν χιλιάδες
τοπωνύμια στη χώρα μας και είναι πολύ πιθανό μερικές ετυμολογίες που
έχουν δοθεί μέχρι σήμερα να είναι λανθασμένες.
Στο σπουδαίο έργο του «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ», ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης καταγράφει τις ετυμολογίες 18.445 ελληνικών τοπωνυμίων. Λογικό είναι στα αμέτρητα στοιχεία που παρουσιάζει να υπάρχουν και κάποια λάθη. Το ίδιο συμβαίνει και με το κλασικό έργο του Μαξ Φάσμερ (Max Vasmer) «Die Slaven in Griechenland»(Βερολίνο 1941). Θα παραθέσουμε εδώ μερικά στοιχεία για το ποια από τα τοπωνύμια της χώρας μας είναι ξενόφερτα με βάση κάποιους κανόνες και θα επανέλθουμε αν χρειαστεί με νέα στοιχεία.
Στο σπουδαίο έργο του «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ», ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης καταγράφει τις ετυμολογίες 18.445 ελληνικών τοπωνυμίων. Λογικό είναι στα αμέτρητα στοιχεία που παρουσιάζει να υπάρχουν και κάποια λάθη. Το ίδιο συμβαίνει και με το κλασικό έργο του Μαξ Φάσμερ (Max Vasmer) «Die Slaven in Griechenland»(Βερολίνο 1941). Θα παραθέσουμε εδώ μερικά στοιχεία για το ποια από τα τοπωνύμια της χώρας μας είναι ξενόφερτα με βάση κάποιους κανόνες και θα επανέλθουμε αν χρειαστεί με νέα στοιχεία.
Τι είναι τα τοπωνύμια;
Με τον όρο τοπωνύμια (αγγλ. place-names, γαλλ. Noms de lieu, γερμ. Ortsnamen κλπ) ονομάζονται όλοι οι κατοικημένοι και ακατοίκητοι τόποι: πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, λίμνες, ακόμα και συνοικίες πόλεων. Οι ονοματολόγοι χρησιμοποιούν τον πιο εξειδικευμένο όρο οικωνύμια για τα ονόματα κατοικημένων τόπων (πόλεων, κωμοπόλεων, οικισμών) ,σε αντίθεση με τα ονόματα των απλών τοποθεσιών που ονομάζονται εδαφωνύμια. Τα ονόματα ποταμών, λιμνών κλπ ονομάζονται υδρωνύμια, τα ονόματα βουνών, λόφων κλπ ορεωνύμια, τα ονόματα που προέρχονται από κάποιον άγιο ή ναό λέγονται ναωνύμια κλπ.
Πώς όμως παίρνει το όνομά του ένας τόπος, πώς δίνεται ένα τοπωνύμιο;
α) από ένα κατεξοχήν γνώρισμά του (Μαυροβούνι, Ξεριάς, Δερβένι κλπ)
β) από τη γεωργική χρήση του (Αμπελόκηποι, Καρυές κλπ)
γ) από ένα ιστορικό ή μυθολογικό πρόσωπο ή γεγονός (Θεσσαλονίκη, Φίλιπποι, Ελλήσποντος κλπ)
δ) από τεχνικά έργα (Γέφυρα, Νταμάρια, Καμίνια κλπ)
ε) από οποιαδήποτε άλλη θέση, γνώρισμα (Βίγλα= παρατηρητήριο σε δεσπόζουσα θέση, Κάστρο, Επισκοπή κλπ)
στ) από ονόματα θεών, αγίων και ηρώων(Άγιος Γεώργιος, Ποσειδωνία, Ηράκλεια κλπ)
ζ) από ονόματα φυτών (φυτωνύμια) και ζώων (ζωωνύμια)(Δάφνη, Γαϊδουρονήσι, Μελίσσια κλπ) και
θ) από λαϊκές αντιλήψεις και δοξασίες (Δρακοβούνι, Νεράιδα κλπ).
ε) από οποιαδήποτε άλλη θέση, γνώρισμα (Βίγλα= παρατηρητήριο σε δεσπόζουσα θέση, Κάστρο, Επισκοπή κλπ)
στ) από ονόματα θεών, αγίων και ηρώων(Άγιος Γεώργιος, Ποσειδωνία, Ηράκλεια κλπ)
ζ) από ονόματα φυτών (φυτωνύμια) και ζώων (ζωωνύμια)(Δάφνη, Γαϊδουρονήσι, Μελίσσια κλπ) και
θ) από λαϊκές αντιλήψεις και δοξασίες (Δρακοβούνι, Νεράιδα κλπ).
Στα ελληνικά τοπωνύμια αποτυπώθηκε το πέρασμα διάφορων αρχαίων και
μεσαιωνικών λαών: Πέρσες, Ρωμαίοι, Γαλάτες ,Ούννοι, Γότθοι, Άβαροι,
Σλάβοι, Άραβες, Αλβανοί, Τούρκοι κ. ά.
Ετυμολογικές αναζητήσεις για τοπωνύμια υπάρχουν ήδη από την αρχαιότητα. Στους νεότερους χρόνους τα θεμέλια για τις ονοματολογικές έρευνες στη χώρα μας βάζει η «Γεωγραφία Παλαιά και Νέα» του μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιου(Βενετία 1728). Ακολουθεί η «Νεωτερική Γεωγραφία» των Γ. Κωνσταντά και Δ. Φιλιππίδη (Βιέννη 1791) και το περιοδικό «Ελληνομνήμων» που εξέδιδε από το 1843 ως το 1853 ο Α. Μουστοξύδης. Σημαντική είναι η συνεισφορά στην ονοματολογία των πανεπιστημιακών και ακαδημαϊκών Γ. Ν. Χατζηδάκι, Μ.Πολίτη, Σ. Λάμπρου και κυρίως του Κ.Άμαντου.
Νεότεροι σημαντικοί ονοματολόγοι είναι οι: Α. Μηλιαράκης, Η. Τσιτσέλης, Δ. Γεωργακάς, Δ. Βαγιακάκος και Ι. Θωμόπουλος.
Προελληνικά τοπωνύμια
Τα παλαιότερα τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο είναι τα λεγόμενα προελληνικά. Προέρχονται από τη γλώσσα ενός ή περισσοτέρων λαών που κατοίκησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά πριν την εγκατάσταση των ινδοευρωπαϊκής καταγωγής Ελλήνων. Ο προελληνικός αυτός λαός αναφέρεται από τους Έλληνες συγγραφείς με διάφορα ονόματα: Πελασγοί, Λέλεγες, Κάρες κ. α.
Πρώτος ο P. Kretschmer παρατήρησε και έφερε στην επιφάνεια το γεγονός της καταπληκτικής ομοιότητας ονομάτων πόλεων, ποταμών και βουνών που απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου από τη μία πλευρά και τη Μ. Ασία από την άλλη.
Έτσι προελληνικά τοπωνύμια θεωρούνται μεταξύ άλλων τα: Κνω(σ)σός,
Υμηττός, Λυκαβηττός, Κηφισός, Ιλισός, Φαλάσαρνα, Παρνασσός, Τέλενδος,
Κόρινθος, Κάρυστος, Ρίθυμνα, Λάρισα, Δήλος, Σάμη, Θήβαι κ. ά.
Διατυπώθηκαν κάποιες ενστάσεις από πελασγιστές (V. Georgiev, A. Van Windekens κ. α.), οι οποίες όμως δεν φαίνεται ότι ευσταθούν.
Διατυπώθηκαν κάποιες ενστάσεις από πελασγιστές (V. Georgiev, A. Van Windekens κ. α.), οι οποίες όμως δεν φαίνεται ότι ευσταθούν.
Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια
Πάρα πολλά αρχαία ελληνικά τοπωνύμια σώζονται ως τις μέρες μας: Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Θάσος, Δελφοί, Ολυμπία, Σπάρτη, Πολίχνη, Ναύπακτος κλπ. Σημαντικές συγκεντρωτικές πηγές τους είναι τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα (1ος π. Χ.-1ος μ. Χ. αι.) και τα «Εθνικά» του Στέφανου Βυζάντιου (7ος αι. μ. Χ.). Σήμερα βρίσκονται συγκεντρωμένα στο μοναδικό στο είδος του λεξικό των κυρίων ονομάτων των Pape-Benseller.
Βυζαντινά τοπωνύμια
Στα βυζαντινά χρόνια εκτός από τα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια που επιβιώνουν προστίθενται νέα, καθώς συντελούνται μεγάλες αλλαγές και δημιουργούνται νέοι όροι στην κρατική, οικονομική και θρησκευτική ζωή του τόπου. Κατά την βυζαντινή περίοδο εμφανίζονται πάρα πολλά ναωνύμια, τα οποία ο περιβόητος Fallmerayer θέλησε να αξιοποιήσει για να στηρίξει τη θεωρία του για δήθεν εκσλαβισμό της Ελλάδας. Ισχυριζόταν ότι τα ναωνύμια του ελληνικού και γενικότερα του βαλκανικού χώρου οφείλονται στους εκχριστιανισμένους Σλάβους που τα διέδωσαν παντού.
Όμως οι πρώτες
συστηματικές μελέτες των ναωνυμίων και άλλων χριστιανικών τοπωνυμίων
(από τον C. Jirecek) απέδειξαν ότι τα τοπωνύμια της κατηγορίας αυτής δεν
συνδέονται κατά κανένα τρόπο με τους Σλάβους, εφόσον εμφανίζονται με
την ίδια συχνότητα και σε άλλα ελληνικά μέρη, όπου ποτέ δεν πάτησαν το
πόδι τους Σλάβοι, αλλά ανήκουν στην περίοδο των πρώτων χριστιανικών
αιώνων και στον ζήλο των πρώτων Χριστιανών.
Στα βυζαντινά χρόνια αρχίζουν εμφανίζονται και τα πρώτα ξένα τοπωνύμια, με τα οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια: αραβικά (Ατσιπόπουλο, Σαρακήνικοκ. ά.), σλαβικά(Σκλαβοχώρι, Αλαμάνα κ. ά.), αρβανίτικα, αρμένικα κ. α. Δυστυχώς, υπάρχει τεράστιο κενό και στον χώρο των βυζαντινών ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων. Από το 1892 ο Σ. Λάμπρος και από το 1930 ο Κ.Άμαντος τόνισαν την ανάγκη σύνταξης ενός μεσαιωνικού τοπωνυμικού λεξικού. Υλικό υπάρχει ιδίως στα πρακτικά των μονών του Αγίου Όρους και της Πάτμου, προεργασία έχει γίνει, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την έκδοση ενός τέτοιου λεξικού.
Στα βυζαντινά χρόνια αρχίζουν εμφανίζονται και τα πρώτα ξένα τοπωνύμια, με τα οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια: αραβικά (Ατσιπόπουλο, Σαρακήνικοκ. ά.), σλαβικά(Σκλαβοχώρι, Αλαμάνα κ. ά.), αρβανίτικα, αρμένικα κ. α. Δυστυχώς, υπάρχει τεράστιο κενό και στον χώρο των βυζαντινών ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων. Από το 1892 ο Σ. Λάμπρος και από το 1930 ο Κ.Άμαντος τόνισαν την ανάγκη σύνταξης ενός μεσαιωνικού τοπωνυμικού λεξικού. Υλικό υπάρχει ιδίως στα πρακτικά των μονών του Αγίου Όρους και της Πάτμου, προεργασία έχει γίνει, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την έκδοση ενός τέτοιου λεξικού.
Νεοελληνικά τοπωνύμια
Με τον όρο νεοελληνικά τοπωνύμια, εννοούμε τόσο εκείνα που δημιουργήθηκαν κατά τη νεοελληνική περίοδο, όσο εκείνα που προέρχονται από το παρελθόν (προελληνικά, αρχαιοελληνικά, βυζαντινά). Αρκετά προελληνικά τοπωνύμια, επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Στο εξαιρετικό έργο του «Μελέτη τοπωνυμική της νήσου Κέω» (Σύρος 1963), ο Ι. Θωμόπουλος αποδεικνύει ότι πολλά τοπωνύμια της Κέας, είναι προελληνικά: Λάρνα (πβ. προελλ. Λάρ-υμνα, Λαρίνη), Άρταλος (πβ. αρχ. Αρτάνη, Άρδαλος, Άρδαλα κλπ.), Καύκασος, Ορκός (πβ. Όρκος, Όρκιστος).
Η περίπτωση της Τζιας, μας
δείχνει ότι υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο πολύ περισσότερα προελληνικά,
αρχαία και βυζαντινά απ’ ότι νομίζουμε και προφανώς κάποια από αυτά
έχουν «χρεωθεί» ως ξενόφερτα. Σίγουρα, όμως, τα περισσότερα σύγχρονα
ελληνικά τοπωνύμια, είναι δημιουργήματα του μεσαιωνικού και του νέου
ελληνισμού.
Για τα επιθήματα (προσφύματα που προσκολλώνται στο τέλος μιας λέξης) των νεοελληνικών τοπωνυμίων, υπάρχει μία εξαιρετική, αν και παλιά μελέτη του Κ. Άμαντου: «Die Suffixe der neugriechischen Ortsnamen», Μόναχο 1903.
Από τα νεοελληνικά τοπωνύμια, έχουν μελετηθεί περισσότερο τα ναωνύμια, που προέρχονται δηλαδή από το όνομα κάποιου αγίου ή αγίας. Βέβαια, εκτός από τους ευρέως γνωστούς αγίους και αγίες, υπάρχουν και λιγότερο γνωστοί και γνωστές: Άγιος Κάρπων, Άγιος Ελισαίος, Αγία Θέκλα, Αγία Ματρώνα, Αγία Φωτίδα, κ.ά. Οι Άγιοι Δέκα, είναι γνωστοί στην Κρήτη όπου και μαρτύρησαν, ενώ υπάρχουν διάφοροι τύποι των ναωνυμίων: π.χ. Αϊγιάννης < Άγιος Ιωάννης, Αϊλιάς < Άγιος Ηλίας κ.ά.
Για τα επιθήματα (προσφύματα που προσκολλώνται στο τέλος μιας λέξης) των νεοελληνικών τοπωνυμίων, υπάρχει μία εξαιρετική, αν και παλιά μελέτη του Κ. Άμαντου: «Die Suffixe der neugriechischen Ortsnamen», Μόναχο 1903.
Από τα νεοελληνικά τοπωνύμια, έχουν μελετηθεί περισσότερο τα ναωνύμια, που προέρχονται δηλαδή από το όνομα κάποιου αγίου ή αγίας. Βέβαια, εκτός από τους ευρέως γνωστούς αγίους και αγίες, υπάρχουν και λιγότερο γνωστοί και γνωστές: Άγιος Κάρπων, Άγιος Ελισαίος, Αγία Θέκλα, Αγία Ματρώνα, Αγία Φωτίδα, κ.ά. Οι Άγιοι Δέκα, είναι γνωστοί στην Κρήτη όπου και μαρτύρησαν, ενώ υπάρχουν διάφοροι τύποι των ναωνυμίων: π.χ. Αϊγιάννης < Άγιος Ιωάννης, Αϊλιάς < Άγιος Ηλίας κ.ά.
Χρησιμοποιούνται επίσης υποκοριστικά ως τοπωνύμια (Παναγίτσα, Προδρόμι
< Άγιος Πρόδρομος), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παραλείπεται το
προσωπωνύμιο του αγίου ή της αγίας και το τοπωνύμιο εκφέρεται μόνο με
τον τοπικό ή κτητορικό προσδιορισμό: Σπηλιώτισσα (=Παναγιά η
Σπηλιώτισσα), Ρωμανού (παλιά μονή ιδιοκτησίας σήμερα της οικογένειας
Ρωμανού) κ.ά. Συγχώνευση των λέξεων άγιος/αγία με το όνομα τους, έχουμε
σε αρκετές περιπτώσεις (Σαντριάς = Άγιος Ανδρέας, Ασοφιά = Αγία Σοφία
κλπ).
Τέλος, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια περιληπτικά (Άγιος Σαράντος, Άγιος
Πάντος) ή άλλα που δεν προσδιορίζουν κάποιον άγιο (Αγία Σωτήρα, Αγία
Καπέλα, προερχόμενο από την εποχή των Φράγκων , cappella=ξωκλήσι).
Ας δούμε τώρα και τα πιο συνηθισμένα επιθήματα των νεοελληνικών τοπωνυμίων.
ούσσα (αρχ.-όεσσα/-ούσσα, π.χ. Ερεικούσσα)
ού (πιθανότατα προέρχεται από την –ούσσα με συντόμευση και προσαρμογή της στα θηλυκά κύρια ονόματα σε – ού, π.χ. Αχινού, Κολοκυνθού, που όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μας, προέρχεται από τα κτήματα της οικογένειας Κολοκύνθη στην περιοχή κλπ).
ούντα (αρχ. –ούς, π.χ. Ελούντα < ελαία).
ώντας/-ώντα (από σύμφυρση των αρχαίων επιθημάτων
ούς, -ούντος και –ών, -ώνος, π.χ. Παγώντας, της Σάμου < αρχ. πάγος = λόφος)
ώνας (αρχ. –ών, -ώνος, π.χ. Δαφνώνας < δάφνη)
ωνιά (αρχ. –ωνιά < -ών),
-ιάς, π.χ. Πευκιάς < πεύκο
άς, το οποίο κατά τον Κ. Άμαντο προέρχεται από το προηγούμενο επίθημα –ιάς, ενώ ο Χ. Συμεωνίδης, θεωρεί ότι «πρόκειται για νέα τοπωνυμική λειτουργία που ανέλαβε κάποτε το αρχαίο επίθημα –άς, που σχημάτιζε επαγγελματικά και παρωνύμια: π.χ. Αρμακάς = αρμάκι = χώρισμα των αγρών με πέτρες ή ανυψωμένο χώμα.
άδα (από το αρχ. –άς, -άδα, π.χ. Λευκάδα)
ερός, -ερή, -ερό, (αρχ. –ρός, π.χ. Αχλαδερή < αχλάδι)
ωπός (αρχ. –ωπός), -ός, -ό (από τα αρχ. χρυσούς, αργυρούς κλπ, δημιουργήθηκαν τα χρυσός, αργυρός, που προσδιόρισαν αργότερα και τα τοπωνύμια)
ίλας (αρχ. –ίας), -ιανά (αρχ. –ιανός, π.χ. Θεοδωριανά < Άγιος Θεόδωρος)
ιάνικα < - ιανά + -ικα, π.χ. Σωτηριάνικα < Σωτήρης
αίικα < επίθημα οικογενειακών ονομάτων - αίοι(π.χ. Σπαθαραίοι < επών. Σπαθάρης)
Σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
Ας δούμε τώρα και τα πιο συνηθισμένα επιθήματα των νεοελληνικών τοπωνυμίων.
ούσσα (αρχ.-όεσσα/-ούσσα, π.χ. Ερεικούσσα)
ού (πιθανότατα προέρχεται από την –ούσσα με συντόμευση και προσαρμογή της στα θηλυκά κύρια ονόματα σε – ού, π.χ. Αχινού, Κολοκυνθού, που όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μας, προέρχεται από τα κτήματα της οικογένειας Κολοκύνθη στην περιοχή κλπ).
ούντα (αρχ. –ούς, π.χ. Ελούντα < ελαία).
ώντας/-ώντα (από σύμφυρση των αρχαίων επιθημάτων
ούς, -ούντος και –ών, -ώνος, π.χ. Παγώντας, της Σάμου < αρχ. πάγος = λόφος)
ώνας (αρχ. –ών, -ώνος, π.χ. Δαφνώνας < δάφνη)
ωνιά (αρχ. –ωνιά < -ών),
-ιάς, π.χ. Πευκιάς < πεύκο
άς, το οποίο κατά τον Κ. Άμαντο προέρχεται από το προηγούμενο επίθημα –ιάς, ενώ ο Χ. Συμεωνίδης, θεωρεί ότι «πρόκειται για νέα τοπωνυμική λειτουργία που ανέλαβε κάποτε το αρχαίο επίθημα –άς, που σχημάτιζε επαγγελματικά και παρωνύμια: π.χ. Αρμακάς = αρμάκι = χώρισμα των αγρών με πέτρες ή ανυψωμένο χώμα.
άδα (από το αρχ. –άς, -άδα, π.χ. Λευκάδα)
ερός, -ερή, -ερό, (αρχ. –ρός, π.χ. Αχλαδερή < αχλάδι)
ωπός (αρχ. –ωπός), -ός, -ό (από τα αρχ. χρυσούς, αργυρούς κλπ, δημιουργήθηκαν τα χρυσός, αργυρός, που προσδιόρισαν αργότερα και τα τοπωνύμια)
ίλας (αρχ. –ίας), -ιανά (αρχ. –ιανός, π.χ. Θεοδωριανά < Άγιος Θεόδωρος)
ιάνικα < - ιανά + -ικα, π.χ. Σωτηριάνικα < Σωτήρης
αίικα < επίθημα οικογενειακών ονομάτων - αίοι(π.χ. Σπαθαραίοι < επών. Σπαθάρης)
Σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
Ο πρώτος που έθεσε το θέμα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα, ήταν ο Ιάκωβος Φίλιππος Φαλμεράιερ, στον οποίο έχουμε αναφερθεί σε άρθρα μας παλαιότερα.
Με την εξασθένηση των βορείων συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Φωκά (602-610), βρήκαν ευκαιρία οι Σλάβοι να διεισδύσουν στα βυζαντινά εδάφη και σταδιακά να εγκατασταθούν σε ορισμένα από αυτά, αφήνοντας πίσω τους και τα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν ως σήμερα στην Ελλάδα.
Ο Φαλμεράιερ έγραφε:
«Επειδή ούτε σταγών γνησίου και ακράτου ελληνικού
αίματος ρέει εις τας φλέβας των χριστιανικών κατοίκων της Ελλάδας… Είναι
σκυθικοί Σλάβοι, ιλλυρικοί Αρναούται (= Αλβανοί), απόγονοι βορείων
λαών, ομόφυλοι των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Δαλματών και των
Μοσχοβιτών…».
Στις ατεκμηρίωτες αναφορές του Φαλμεράιερ, αντέδρασαν πολλοί, με πρώτο τον Βιεννέζο σλαβιστή B. Kopitar (1830).
Ακολούθησαν οι: J. Zinkeisen (1832), Gervinus, Κ. Παπαρρηγόπουλος (1843), K. Hopf (1867), G. Hertzberg (1906), A. Thumb (1915) κ.ά., που ανασκεύασαν τις έωλες θεωρίες του Φαλμεράιερ. Κορυφαίο έργο για τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, είναι το «Die Slaven in Griechenland του M. Vasmer (1941), με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια.
Στις ατεκμηρίωτες αναφορές του Φαλμεράιερ, αντέδρασαν πολλοί, με πρώτο τον Βιεννέζο σλαβιστή B. Kopitar (1830).
Ακολούθησαν οι: J. Zinkeisen (1832), Gervinus, Κ. Παπαρρηγόπουλος (1843), K. Hopf (1867), G. Hertzberg (1906), A. Thumb (1915) κ.ά., που ανασκεύασαν τις έωλες θεωρίες του Φαλμεράιερ. Κορυφαίο έργο για τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, είναι το «Die Slaven in Griechenland του M. Vasmer (1941), με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια.
Πώς όμως ξεχωρίζουμε ένα σλαβικό τοπωνύμιο;
Κατά τον Max Vasmer, οι καταλήξεις των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα, είναι 27.
Κυριότερες, είναι οι εξής τέσσερις:
α) – ίτσα: προέρχεται από την αρχική σλαβική κατάληξη – ic (-ιτς), π.χ. Πέτροβιτς = ο γιος του Πέτροβιτς. Στα θηλυκά, η κατάληξη έγινε –ica (=ίτσα), απέκτησε αρχικά υποκοριστική σημασία, αλλά τελικά έγινε τοπωνυμική κατάληξη. Προσοχή όμως! Όλα τα τοπωνύμια σε –ίτσα, δεν είναι σλαβικά! Ιδιαίτερα, πολλά σύνθετα, όπως π.χ. η Παλαιοκαστρίτσα (της Κέρκυρας), είναι ελληνικότατα τοπωνύμια (<παλαιός+καστρίτσα<κάστρο).
β) –ιστα: προέρχεται από το αρχικό σλαβικό επίρρημα –isce το οποίο έμπαινε σ’ ένα όνομα για να δηλώσει τον τόπο όπου βρισκόταν ένα πράγμα ή πρόσωπο.
γ) –οβα, -οβο: προέρχεται από την αρχική σλαβική κατάληξη –οv, -ονα, -ονο, που σήμαινε τον κτήτορα, αυτόν δηλαδή στον οποίο ανήκει κάτι. Σαν τοπωνυμική κατάληξη, σήμαινε τον τόπο που ανήκε σε κάποιον.
δ) –ανη, -ιανη: προέρχεται από τη σλαβική κατάληξη –ani (-jani) ή –ane, που είναι πληθυντικού αριθμού και φανερώνει εθνικά ονόματα ή ενδείξεις κοινωνικών τάξεων.
Φραγκικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
Τα φραγκικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, είναι απομεινάρια της φραγκοκρατίας (1204-1566), κατά τη διάρκεια της οποίας Φράγκοι ηγεμόνες είχαν εγκατασταθεί σε νησιωτικά ή και ηπειρωτικά μέρη. Η έρευνά τους, αν και ξεκίνησε σε ικανοποιητικό βαθμό στις αρχές του 20ου αιώνα, από τους Α. Αδαμαντίου, Σ. Λάμπρο και Σ. Δραγούμη, δεν προχώρησε σημαντικά από τότε. Οι Φράγκοι, είτε άλλαζαν τελείως τα τοπωνύμια (π.χ. η Ναύπακτος, ονομαζόταν Lepanto) είτε, άλλοτε τα μετέφραζαν στη γλώσσα τους π.χ. η Μονεμβασιά λεγόταν Malevesie κλπ.
Βενετσιάνικα/Ιταλικά τοπωνύμια
Πρόκειται για τοπωνύμια που εμφανίστηκαν επίσης μετά το 1204 και οφείλονται όχι μόνο στην κατάκτηση ελληνικών εδαφών από τους Βενετούς, αλλά και στις εμπορικές-πολιτιστικές σχέσεις Ανατολής-Δύσης, αυτή την εποχή.
Τα ελληνικά τοπωνύμια αυτής της κατηγορίας, βασίζονται σε:
Ελληνικά προσηγορικά βενετσιάνικης/ιταλικής προέλευσης
Κύρια ονόματα:
α) ελληνικά προσωνύμια από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
β) ελληνικά βαφτιστικά από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
γ) ελληνικά επώνυμα από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
δ) αγιωνύμια
Ελληνικά προσηγορικά βενετσιάνικης/ιταλικής προέλευσης
Κύρια ονόματα:
α) ελληνικά προσωνύμια από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
β) ελληνικά βαφτιστικά από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
γ) ελληνικά επώνυμα από αντίστοιχα βενετσιάνικα/ιταλικά
δ) αγιωνύμια
Αλβανικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
Ένα θέμα που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις όταν αναφερόμαστε σ’ αυτό, είναι η παρουσία των Αλβανών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, Αλβανοί βοήθησαν τους Βυζαντινούς, όταν οι Νορμανδοί επέδραμαν στα παράλια της Αδριατικής (1081-1085). Η πρώτη ασφαλής μνεία για Αλβανούς εγκατεστημένους στην Ελλάδα είναι του 1315: «Οι τα ορεινά της Θετταλίας νεμόμενοι Αλβανοί προσαγορευόμενοι περί δισχιλίους και μυρίους όντες, προσεκύνησαν» (Ιωάννη Καντακουζηνού, Ιστοριών II, τόμος Α’, σελ. 474).
Στη συνέχεια οι Αλβανοί εγκαταστάθηκαν στην Αιτωλοακαρνανία και τη
(νότια) Ήπειρο (1358), στην Πελοπόννησο (1405 και 1418), στην Αττική
(1418), στη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, την Ύδρα, τον
Πόρο, τις Σπέτσες, την Άνδρο, την Κύθνο και αλλού.
Τα αλβανικά τοπωνύμια της Ελλάδας, ανήκουν στις εξής κατηγορίες:
α) Κυριωνυμικά (π.χ. Σπάτα, Λιόσια, Μαλακάσα κλπ, από τα επώνυμα Αλβανών φυλάρχων)
β) Τοπωνύμια από προσηγορικά (π.χ. Φιλιάτες < Filati, «οι απόγονοι του Φίλη/Φίλιου (Fil=ελλ. επών. Φίλης, Φίλιος), Μαζαράκι < Mazerak, επίθετο από τον πληθυντικό mazer του mazi, χωράφι έτοιμο για σπορά κλπ).
γ) Τοπωνύμια από ελληνικά δάνεια στη γλώσσα των αλβανοφώνων Ελλήνων (π.χ. Βάρκιζα <αλβ. varke-za: varke-a (βάρκα), Αμυγδαλέζα < αλβ. midhale – za: midhale-a < αμυγδαλέα κλπ).
δ) Σλαβικής αρχής τοπωνύμια με αλβανική μεσολάβηση
Πρώτος ο Κ. Σάθας (1842-1914), υποστήριξε ότι τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, μεταφέρθηκαν από τους Αλβανούς κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα Μεταγενέστεροι ερευνητές όπως ο M. Vasmer, θεωρούν την άποψη αυτή υπερβολική.
Κουτσοβλάχικα (Αρωμούνικα) τοπωνύμια
Για τους Βλάχους, έχουμε επίσης αναφερθεί σε αρκετά άρθρα μας. Πρώτη αναφορά στη λ. Βλάχοι, γίνεται από τον Κεδρηνό το 976. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη μελέτη για τα κουτσοβλάχικα τοπωνύμια στην Ελλάδα.
Αρκετά στοιχεία, υπάρχουν στο έργο του G. Weigand «Die Aromunen, Ethnographisch-philologisch – historische Untersuchnugen», τόμοι 1-2, Λειψία 1895.
Ο Weigand, μελέτησε και τα αρωμουνικά τοπωνύμια της Πίνδου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι από τα 65 χωριά που εξέτασε, 15 έχουν ελληνικά ονόματα, 21 αρωμουνικά (π.χ. Σαμαρίνα < λατ. Sanctus Marinus) και 29 σλαβικά.
Τουρκικά τοπωνύμια στην Ελλάδα
Κλείνουμε το θέμα ξενικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, με τα τουρκικά τοπωνύμια. Στον Κουμανικό κώδικα (13ος αιώνας), βρίσκουμε ελληνικές λέξεις που «πέρασαν» στα τουρκικά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι Τούρκοι διατήρησαν τις ελληνικές ονομασίες των μεγάλων πόλεων, προσαρμοσμένες στη φωνητική και μορφολογία της γλώσσας τους: Istanbul < εις την Πόλιν, Izmir < Σμύρνη, Izmit < Νικομήδεια κλπ.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει εκτενής μελέτη για τα τουρκικά τοπωνύμια στη χώρα μας, τα οποία μαζί με τα σλαβικά, ήταν τα πρώτα που άλλαξαν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Μετονομασία των τοπωνυμίων
Αμέσως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, άρχισε η μετονομασία των τοπωνυμίων (ΒΔ 3/4/1833, «Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεως αυτού»). Υπήρξαν απλές μετονομασίες πχ. Διακοφτό (από Διακοπτόν, Φτέρη από Πτέρη κλπ.), αλλά και άλλες, ατυχείς η λανθασμένες! Οι Σπέτσες, έγιναν Τιπάρηνον, κάτι που δεν δέχονταν οι κάτοικοί τους. Το ίδιο και τα Κρέσταινα, που έγιναν Σελινούς, το Καρπενήσι, Καλλιδρόμι, ο Πύργος, Πύλος Τριφυλιακή κλπ. Υπήρξαν όμως και μετονομασίες που έμειναν: Βοστίτσα-Αίγιο, Ζητούνι-Λαμία, Βραχώρι-Αγρίνιο, Νέαι Πάτραι-Υπάτη κλπ. Η Αλόννησος, Λιαδρόμια ή Χιλιοδρόμια (1838), ενώ στην αρχαιότητα, ονομαζόταν Ίκος, πήρε το όνομα με το οποίο είναι γνωστή ως σήμερα. Αλόννησος ονομαζόταν κατά τον Πλίνιο νησίδα μεταξύ Σαμοθράκης και Καλλίπολης, που πιθανότατα καταποντίστηκε μετά από σεισμό, ενώ κατά τον Ηρόδοτο, νησί των Β. Σποράδων (η Κυρά Παναγιά ή η Περιστέρα;). Το 1909, συγκροτήθηκε επιτροπή μετονομασίας από τον τότε υπουργό Ν. Λεβίδη. Από τα 5.069 χωριά που είχε τότε η Ελλάδα, τα 1.500 ήταν, όπως γράφτηκε, «βαρβαρόφωνα». Μετά την ενσωμάτωση Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και Κρήτης, η επιτροπή εργάστηκε σε επιστημονική και ιστορική βάση και για τα χιλιάδες νέα χωριά. Και πάλι όμως, δεν έλειψαν τα λάθη. Η Χασιά της Αττικής, έγινε Φυλή, χωρίς λόγο, καθώς το Χασιά είναι ελληνικό όνομα.
Η Γαλάτιστα Χαλκιδικής, έγινε Ανθεμούς. Όμως το Γαλάτιστα, είναι επίσης ελληνικό (απαντά ως Γαλάτισσα σε έγγραφο της Μονής Μεγίστης Λαύρας του 1300)! Γι’ αυτό, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την προέλευση των τοπωνυμίων και να μην θεωρούμε άκριτα, ότι κάποια τοπωνύμια είναι ξενικά, καθώς είναι ελληνικότατα...
Ο Max Vasmer
Για τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, κορυφαίο είναι το έργο του
Ρωσογερμανού γλωσσολόγου Max Vasmer (1886-1962), «Die Slaven in
Griecheland» (Βερολίνο 1941) («Οι Σλάβοι στην Ελλάδα»). Αν και δεν
αποκλείεται να εξυπηρετούσε και κάποιους πολιτικούς σκοπούς, ο Vasmer,
χαρακτηρίζει τον Fallmerayer ως σλαβιστή μέτριου επιπέδου, δέχεται ότι
οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν «από τη δραστηριότητα και τη δεξιοτεχνία» των
Βυζαντινών και θεωρεί ότι ο Ταΰγετος και η Ήπειρος, είναι οι τελευταίες
περιοχές που αφομοιώθηκαν.
Παρά τα λάθη του, ο Vasmer, το έργο του
οποίου αντέκρουσαν οι Κ. Άμαντος, Δ. Ζακυθηνός, Σ. Κυριακίδης, Δ.
Γεωργακάς, Α. Χατζής κ.ά., παρουσιάζει μια πολύ αξιόλογη μελέτη.
Στα Γιάννενα και τη Θεσπρωτία, θεωρεί ότι σλαβικά ονόματα, έχουν 334 χωριά, στην Άρτα 50, στην Πρέβεζα 34, στην Αιτωλοακαρνανία 98, στα Επτάνησα 18, στην Ευρυτανία 48, στη Θεσσαλία 230, στην Εύβοια 19, στη Φωκίδα 45, στην Αττική 18, στη Βοιωτία 22, στην Κορινθία 24, σε Αργολίδα-Ύδρα 18, στην υπόλοιπη Πελοπόννησο 387, στην Κρήτη 17, στην Κοζάνη 116, στη Φλώρινα 165, στην Πέλλα 94, σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική 152, στις Σέρρες 111, σε Δράμα και Καβάλα 92 και στη Θράκη (στην οποία ο Vasmer, άγνωστο γιατί περιλαμβάνει και τις Σαράντα Εκκλησίες, την Αδριανούπολη, τη Ραιδεστό και τον Αίνο, που δεν ανήκαν στην Ελλάδα το 1941), υπήρχαν 50 χωριά με σλαβικά ονόματα.
Στα Γιάννενα και τη Θεσπρωτία, θεωρεί ότι σλαβικά ονόματα, έχουν 334 χωριά, στην Άρτα 50, στην Πρέβεζα 34, στην Αιτωλοακαρνανία 98, στα Επτάνησα 18, στην Ευρυτανία 48, στη Θεσσαλία 230, στην Εύβοια 19, στη Φωκίδα 45, στην Αττική 18, στη Βοιωτία 22, στην Κορινθία 24, σε Αργολίδα-Ύδρα 18, στην υπόλοιπη Πελοπόννησο 387, στην Κρήτη 17, στην Κοζάνη 116, στη Φλώρινα 165, στην Πέλλα 94, σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική 152, στις Σέρρες 111, σε Δράμα και Καβάλα 92 και στη Θράκη (στην οποία ο Vasmer, άγνωστο γιατί περιλαμβάνει και τις Σαράντα Εκκλησίες, την Αδριανούπολη, τη Ραιδεστό και τον Αίνο, που δεν ανήκαν στην Ελλάδα το 1941), υπήρχαν 50 χωριά με σλαβικά ονόματα.
Πηγές: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ», ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ, 2010.
Max Vasmer, «Die Slaven in Griechenland», Βερολίνο 1941
Κ.Δ. Παπανικολάου, «Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΣΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», Εκδόσεις «Δωδώνη» 2004.
Max Vasmer, «Die Slaven in Griechenland», Βερολίνο 1941
Κ.Δ. Παπανικολάου, «Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΣΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», Εκδόσεις «Δωδώνη» 2004.
============================================================
Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση
Η
παρούσα εργασία έχει δύο σκέλη: στο πρώτο εξετάζεται η ετυμολογία
κάποιων τοπωνυμίων της περιοχής μας με σλαβική ή τουρκική προέλευση· στο
δεύτερο παρουσιάζεται εν συντομία η
συνάντηση
του σλαβικού με το ελληνικό στοιχείο κατά την περίοδο της καθόδου των
Σλάβων στη Βαλκανική Χερσόνησο από τον 6ο ως τον 9ο αιώνα περίπου. Θα
ακολουθήσει -εν ευθέτω χρόνω- η
εξιστόρηση
των γεγονότων της δεύτερης συνάντησης κατά τον 14ο αιώνα καθώς και της
συνάντησης του ελληνισμού με το τουρκικό στοιχείο στη συνέχεια. Ας
ξεκινήσουμε όμως με τα τοπωνύμια...
A. Ετυμολόγηση
1. Βελεμίστι
Το
Αγιόφυλλο είναι ένα χωριό που ανήκει στη δημοτική ενότητα Χασίων του
Δήμου Καλαμπάκας. Μέχρι τις 12 Μαρτίου του 1928 ονομαζόταν Βελεμίστι.
Τότε, με το ΦΕΚ 81/1928 μετονομάσθηκε σε
Αγιόφυλλο.
Η λέξη Βελεμίστι ετυμολογείται από τις παλαιοσλαβικές λέξεις *velьjь
που σημαίνει « σπουδαίος, μεγάλος» και *město , που σημαίνει « οικισμός,
πόλη, χωριό ».
2. Δούπιανη
Λίγο
πριν βγούμε από το χωριό Καστράκι με κατεύθυνση προς τα Μετέωρα, στα
αριστερά μας συναντούμε τον ναΐσκο της Παναγίας της Δούπιανης και πίσω
του τον βράχο της Δούπιανης, με ύψος
εκατό
περίπου μέτρα, στον οποίο βρίσκονταν τρία μοναστήρια: η μονή Παναγίας
Δούπιανης, η μονή Παντοκράτορος και η μονή Αγίου Δημητρίου της
Δούπιανης.
Η
μονή Παναγίας της Δούπιανης, που ήταν κτισμένη στην ανατολική πλευρά
του βράχου της Δούπιανης σ' ένα από τα σπήλαια, σήμερα δεν σώζεται. Η
παλαιότερη αναφορά σ' αυτή γίνεται το 1336
στο
χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου, που βρίσκεται
αντιγραμμένο στον βορινό τοίχο του εσωνάρθηκα του ναού της Παναγίας στην
Καλαμπάκα.
Ανάμεσα
σε άλλα, που κατοχύρωναν τα όρια, τις κτήσεις και τα δίκαια της
επισκοπής Σταγών, καταγράφηκαν και τρία μονύδριά της, « ἥ τε μονὴ τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Δούπιανη καὶ ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου εἰς τὸ Λιμπόχοβον
καὶ ἡ μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς τὸν Ἀσπροπόταμον ». 1
Η
ονομασία Δούπιανη έχει σλαβική αρχή και σημαίνει « βαθούλωμα» , «
σπηλιά» . Σχετίζεται με την παλαιογερμανική λέξη * daupijaną , που
σημαίνει « βουτώ, βυθίζω », συγγενική με τη λέξη
*deupaz
, που σημαίνει « βαθύς». Αυτές με τη σειρά τους προέρχονται από την
ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰéwbus / *dʰewb- που σημαίνει « βαθύς».
Στις
σλαβικές γλώσσες βρίσκουμε πολλές λέξεις που ανήκουν στην ίδια
ετυμολογική οικογένεια. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την λέξη дъбрь , που
στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα
σημαίνει
« κοιλάδα», την λέξη дупља που στα σερβικά σημαίνει « κουφάλα » (ρωσικά
дупло), τη βουλγαρική дупка, που σημαίνει « τρύπα, κοιλότητα», το βουνό
Dupljak στα σερβοβουλγαρικά σύνορα, το σέρβικο χωριό Dupljane κ.ά.
3. Κλινοβός
Το
χωριό αυτό μετονομάστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1957 με το ΦΕΚ 253/1957 σε
Κλεινός (< αχαιοελληνική κλεινός < κλέος ), σε μια όψιμη
προσπάθεια αποτυχημένης απάντησης στις ανερμάτιστες θεωρίες του
Φαλμεράυερ και σύνδεσής του με το αρχαιοελληνικό κλέος.
Στην
πραγματικότητα προέρχεται από την σλαβική λέξη klin / клин , που
σημαίνει « σφήνα » 2 , όπως και η απώτερη πρωτοσλαβική * klinъ.
Η
κατάληξη -οβο προέρχεται από την πρωτοσλαβική κατάληξη - ovъ (από το
-vъ κι αυτό από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *-wós ), που χρησιμοποιείται σε
κτητικά επίθετα και δηλώνει « κάτι που ανήκει σε κάποιον » ή
χρησιμοποιείται σε οικογενειακά ονόματα, προκειμένου να δηλώσει καταγωγή
ή συγγενική σχέση. Ο Στάθης Ασημάκης (Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα,
-ιτσα, Αθήνα 2015, σελ. 35 κ.ε.) σε πολλά τοπωνύμια του ελληνικού χώρου
με τέτοια κατάληξη βλέπει την επίδραση της λατινικής λέξης ovis (“
πρόβατο ”, που έχει κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή καταγωγή με την
αρχαιοελληνική λέξη ὄϊς / οἶς), που μέσω της αρωμουνικής επηρέασε την
κατάληξη -οβο πολλών τοπωνυμίων του ελληνικού χώρου ως κατάληξη
τοπωνυμίων οικισμών / χωριών (πβ. Μέτσ οβο , Τσεπέλοβο κ.ά.).
Όπως
προκύπτει από την ετυμολογική προσέγγιση, η λέξη πρέπει να
ορθογραφείται με - ι - και όχι με - ει -: Κλ ι νοβός λοιπόν κι όχι Κλ ει
νοβός!
4. Κόζιακας
Ο
Κόζιακας είναι βουνό του νομού Τρικάλων με υψόμετρο 1.901 μέτρα.
Αποτελεί ουσιαστικά, τμήμα της νότιας Πίνδου με την οποία συνδέεται στα
δυτικά. Ανατολικά καταλήγει στον θεσσαλικό κάμπο.
Ετυμολογικά
η ονομασία του προέρχεται από τη σλαβική λέξη Kozjak , που είναι
ονομασία βουνών σε διάφορες σλαβικές χώρες (Σερβία, πΓΔΜ, Βουλγαρία
κ.ά.), κι αυτό με τη σειρά του προέρχεται από τη σλαβική λέξη коза /
koza, που σημαίνει « κατσίκα », από την πρωτοσλαβική λέξη * koza, που
σημαίνει « δέρμα». 3
5. Κουβέλτσι
Η
Θεόπετρα είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Καλαμπάκας. Το όνομά του το
πήρε στις 12 Μαρτίου του 1928 με το ΦΕΚ 81/1928 , ενώ μέχρι τότε λεγόταν
Κουβέλτσι. « Στη μέση μιας καταπράσινης
πεδιάδας»,
γράφει στα 1859 ο ελληνομαθής Ρώσος θεολόγος, ιστορικός, παλαιογράφος,
εθνολόγος, αρχιμανδρίτης και περιηγητής Πορφύριος Ουσπένσκι (Порфирий
Успенский), « ο πετρώδης λόφος στα δεξιά μας, ομοίαζε με ένα
αναποδογυρισμένο πέτρινο καράβι, λες και ήταν το καράβι του Δευκαλίωνα.
Στους
πρόποδες αυτού του λόφου βρίσκεται το χωριό Κουβέλτσι » 4 . Η ονομασία
αυτή προέρχεται από την σλαβική λέξη kubeł, που σημαίνει « κάδος, κουβάς
» και την κατάληξη -ац (-ec) .
Η
λέξη kubeł έχει περάσει και ως δάνειο στα ελληνικά από τα σλαβικά:
κουβέλι . Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία της φιλολόγου Βασιλικής Γκιάτα,
που μετέφερε ενθυμίσεις του πατέρα της, με
καταγωγή
από τη Θεόπετρα, « με τα κουβέλια -κάτι σαν κάδο ή κουβά- μετρούσαν οι
Τούρκοι τα σιτηρά που έπαιρναν από τα χωριά ως φόρο.
Μάλιστα στη Θεόπετρα υπήρχε η Κούλια, μια μεγάλη αποθήκη όπου τα συγκέντρωναν ».
Η
σλαβική λέξη kubeł προέρχεται από την πρωτοσλαβική * kъbьlъ, αυτή από
την παλαιά υψηλή γερμανική kūbel , που με τη σειρά της ανάγεται στη
λατινική λέξη cupellum, cupella και cupa , με
απώτερη αναγωγή την ινδοευρωπαϊκή ρίζα * keup -, που σημαίνει « κοιλότητα».
Όσο για την κατάληξη -ац (-ec) προέρχεται από το πρωτοσλαβικό * -ьcь , με απώτερη αναγωγή στην ινδοευρωπαϊκή κατάληξη * -ikos .
6. Μεράι
Το
Μεράι είναι μια περιοχή δίπλα από το νεκροταφείο της πόλης της
Καλαμπάκας, σχετικά επίπεδη, όπου υπήρχαν καλλιεργούμενα χωράφια. Η λέξη
προέρχεται από την τουρκική mera , που σημαίνει
«
βοσκότοπος, χορτολιβαδική έκταση, λιβάδι, λειμώνας », με απώτερη αρχή
το αραβικό ﻣﺮﻋﻲ . Μάλιστα η « οριστική πτώση» (~αιτιατική) της τουρκικής
λέξης είναι merayı.
Και
σε άλλες περιοχές απαντά παρόμοια ονομασία, όπως ο Μεράς στην Τρίγλια ,
κωμόπολη της Προύσας, στον ιστορικό χώρο της Βιθυνίας, με 2.500
κατοίκους σήμερα. « O Μεράς, η αγροτική περιοχή, της Τρίγλιας είναι
μεγάλη και εύφορη. Η περιοχή αποτελείται από λόφους και ενδιάμεσες
μικρές κοιλάδες. Έχει άφθονα νερά. Ο Μεράς της Τρίγλιας βασικά ήταν ένας
απέραντος ελαιώνας ».
Αλλά
και στα σλαβικά υπάρχει η λέξη mȅra , που σημαίνει « μέτρο, διάσταση,
έκταση », που προέρχεται από την πρωτοσλαβική *měra. Κι αυτή από την
ινδοευρωπαϊκή * meh₁ - , που σημαίνει « μετρώ », απ’ όπου προέρχεται και
η αρχαιοελληνική λέξη μέτρον .
Η
ύπαρξη όμως ανάλογων τοπωνυμίων σε περιοχές (και) με τουρκικό πληθυσμό,
όπως η Τρίγλια, και η σύμπτωση της « οριστικής πτώσης » merayı με το
καλαμπακιώτικο τοπωνύμιο Μεράι μάς κάνουν να πιστεύουμε πως η αρχή ήταν η
τουρκική λέξη.
7. Μήκανη
Η
Μήκανη είναι μια περιοχή κοντά στον ποταμό Ίωνα ή Μουργκάνη, παραπόταμο
του Πηνειού. Η ονομασία προέρχεται από την τουρκική λέξη ﻣﻜﺎﻥ / mekân (
θέση, τοποθεσία, τόπος ), κι αυτή
από
την αραβική λέξη ﻣَﻜَﺎﻥ (makān), που σημαίνει « τόπος, τοποθεσία » (κι
αυτό από το ρήμα ﻛَﺎﻥ:َ kāna: είμαι, από τη ρίζα ﻙ ﻭ ﻥ : k-w-n).
Κρίνοντας από την τουρκική γραφή (mekân) θα προτείναμε η λέξη στα
ελληνικά να γράφεται με - η - (Μ ή κανη) ή σε διαφορετική περίπτωση να
απλογραφείται με - ι - (* Μίκανη). Πάντως η γραφή με - υ- (Μύκανη) δεν
δικαιολογείται ετυμολογικά.
8. Μπάντοβας
Βόρεια
της Καλαμπάκας, στα δυτικά του τεράστιου βράχου της Αϊάς και στην
ανατολική πλευρά της μετεωρίτικης περιοχής των Κοφινίων βρίσκεται σε
ύψος 55 μέτρων περίπου το μονύδριο του
Αγίου Νικολάου του Κοφινά ή Μπάντοβα πάνω στον ομώνυμο βράχο.
Η
λέξη Μπάντοβας προέρχεται από την σλαβική λέξη пад, που σημαίνει «
πτώση ». Στη γενική του πληθυντικού μάλιστα η λέξη είναι падова: των
πτώσεων. Η σλαβική λέξη προέρχεται από την
πρωτοσλαβική πρόθεση * podъ (*po + *-dъ ) , που σημαίνει « υπό, κάτω από ».
Αρχικά
η λέξη θα ήταν Πάντοβας. Ο τύπος Μπάντοβας θα προήλθε, όπως σε πολλές
άλλες περιπτώσεις συμβαίνει, από την αιτιατική: το ν Π άντοβα, τομΠ
άντοβα → ο Μπ άντοβας.
9. Οστροβός
Στις
17 Ιουλίου του 1930 με το ΦΕΚ 251/1930 το χωριό Οστροβός μετονομάστηκε
σε Αγναντιά. Πρόκειται για χωριό του νομού Τρικάλων, που υπάγεται
διοικητικά δημοτική ενότητα Χασίων του
Δήμου Καλαμπάκας και βρίσκεται 32 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Καλαμπάκας σε υψόμετρο 720 μέτρων, στην πλαγιά της Τζουμανάλτας.
Κατοικούν 400 - 500 περίπου, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, το χειμώνα και διπλάσιοι το καλοκαίρι.
Η
ονομασία Οστροβός προήλθε από τη σλαβική λέξη о̏стрво , που σημαίνει «
νησί », σύμφωνα με τον Max Vasmer. 5 Η σημασία όμως αυτή δεν εξηγεί την
ονομασία Οστροβός, καθώς το χωριό δεν έχει
καμία σχέση με τη θάλασσα ή με νησιά.
Προσέχοντας
όμως τη σημασία της πρωτοσλαβικής λέξης *ostrovъ (*ob- + *strovъ, απ’
την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *srowo-s / *srew-, που σημαίνει « ροή, ρεύμα,
ρέμα »), απ’ την οποία προέρχεται η λέξη о̏стрво, διαπιστώνουμε πως
σημαίνει « υδάτινο ρεύμα, ρέμα, νησί σε ποταμό, νησί ». Και στα Πολωνικά
η λέξη ostrów σημαίνει « νησί σε ποτάμι ».
Πράγματι, κοντά στην Αγναντιά υπάρχει το ρέμα Τζαρούνα 6 , που το χειμώνα ενίοτε κατεβάζει αρκετό νερό.
Να
σημειωθεί πως και η Άρνισσα , κωμόπολη του Δήμου Έδεσσας, παλαιότερα
ονομαζόταν Όστροβο , ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι το 1926. Μάλιστα και
η Άρνισσα / Όστροβο βρίσκεται δίπλα σε
υδάτινο όγκο, τη λίμνη Βεγορίτιδα, δεν υπήρξε όμως ποτέ νησί.
Ο
Στάθης Ασημάκης (Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα, -ιτσα, Αθήνα 2015, σελ.
139-140) αναφέρει ότι η λέξη « πιθανόν ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη
ούστουρ ου (= επικαίω : ουστούροβο > ούστροβο > όστροβο) και
σημαίνει περιοχή, όπου έχει συμβεί πυρκαγιά. Πράγματι, το χωριό Αγναντιά
βρίσκεται στην κορυφογραμμή οροσειράς ήπιας κλίσης εν μέσω
καλλιεργήσιμων εκτάσεων, οι οποίες φαίνεται ότι έχουν προέλθει από
“αφανισμό” (πιθανόν με κάψιμο) της γύρω δασώδους έκτασης».
Στο
λεξικό του Νικολαΐδη Κωνσταντίνου, Ετυμολογικόν Λεξικόν της
Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 399 (λήμμα
ούστουρ ου ) αναφέρεται ότι η αρωμουνική λέξη
ετυμολογείται με τη σειρά της από τη λατινική ustulo (με ρωτακισμό ) κι ότι λέγεται επίσης και « ούστρου ».
10. Σοποτός
Ο
Σοποτός είναι μια παλιά συνοικία της Καλαμπάκας, στην οποία υπήρχε μια
όμορφη ‑κατά καιρούς!‑ βρύση, απ’ την οποία έπαιρναν νερό οι κάτοικοι τα
παλαιότερα χρόνια.
Περισσότερα στοιχεία και ετυμολογία του τοπωνυμίου δες στη σχετική ενότητα για το Ναΰδριο Αγίου Γεωργίου Σοποτού Καλαμπάκας
11. Σουρλωτή
Η
Σουρλωτή είναι ένας μεγάλος βράχος στα ανατολικά του Καστρακίου και
στις υπώρειές του βρίσκεται το Κελί του Κωνστάντιου. Το όνομα σουρλωτή
προέρχεται από το επίθετο σουρλωτός, που σημαίνει αυτός που έχει τη
μορφή σούρλου, ρύγχους, μουσούδας. Και πράγματι ο βράχος έχει τέτοια
μορφή, αν τον κοιτάξει κάποιος από ορισμένη οπτική γωνία.
Η
λέξη σουρλωτός / σούρλος προέρχεται από την σλαβική λέξη сурла, που
σημαίνει « μουσούδα, προβοσκίδα ». Επειδή δεν έχουμε βρει σε παλαιότερες
πηγές ή στα μετεωρίτικα χειρόγραφα τη λέξη
Σουρλωτή
ως ονομασία του βράχου, δεν ξέρουμε αν πρόκειται για παλαιό σλαβικό
τοπωνύμιο ή -το πιθανότερο- για νεότερο λεξιλογικό δάνειο από τα
σλαβικά.
12. Σταγοί
Στους
ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη της Καλαμπάκας λεγόταν
Αιγίνιο. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, σε χρονολογία που δεν έχει
εξακριβωθεί, οπωσδήποτε όμως πριν από τον 9ο αιώνα, η πόλη μετονομάζεται
σε Σταγούς:
Οι Σταγοί .
Δεν
είναι ξεκάθαρο για ποιο λόγο έγινε η μετονομασία αυτή ούτεποια είναι η
ετυμολογική της αρχή. Ήδη από τον 19ο αιώνα διατυπώθηκαν πολλές σχετικές
απόψεις.
Ο
γάλλος ιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας και
ακαδημαϊκός François Charles Hugues Laurent Pouqueville ( Φρανσουά
Πουκεβίλ), πρόξενος για μια δεκαετία (1805-1815) της Γαλλίας παρά τον
Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στο έργο του « Ταξίδι στην Ελλάδα: Μακεδονία -
Θεσσαλία » 7 ετυμολογεί την λέξη από την συνεκφορά: εἰς τοὺς Ἁγίους >
στοὺς Ἁγίους > στ᾽ Ἁγιούς > Σταγούς > Σταγοί .
Με
τη φράση εἰς τοὺς Ἁγίους εννοεί τους αναχωρητές και άλλους ασκητές που
εγκαταβιούσαν στις μετεωρίτικες σπηλιές και τους οποίους ο λαός
ευλαβούνταν και αποκαλούσε αγίους. Όμως το όνομα Σταγοί δόθηκε πριν από
τον 9ο αιώνα στην πόλη, όταν δεν υπήρχαν ακόμα αναχωρητές μοναχοί στην
περιοχή.
Ο
Ρώσος περιηγητής, θεολόγος με ειδίκευση στην ιστορία του πρώιμου
Χριστιανισμού, ιστορικός, παλαιογράφος, εθνολόγος, αρχιμανδρίτης και
κατόπιν επίσκοπος Чигирин (Chyhyryn) Порфирий Константин Александрович
Успенский ( Πορφύριος Ουσπένσκι ), που τον Απρίλιο του 1859 περιόδευσε
στα μοναστήρια των Μετεώρων, « επιχειρώντας κι αυτός να εξηγήσει την
προέλευση του ονόματος Σταγοί, συσχετίζει και συνδέει τη λέξη, χωρίς
όμως και να δικαιολογεί περαιτέρω τη γνώμη του, με τις ομόηχες λέξεις
στάζω, σταγών, στάγμα ». 8
Ο
βυζαντινολόγος καθηγητής Ιωάννης Βογιατζίδης 9 ετυμολογεί την ονομασία
Σταγοί από τη λέξη σταγός (< σιταγωγός ), λέξη ιδιωματική της
ευβοϊκής διαλέκτου, που σημαίνει « θημωνιά καθώς
και
τόπος στο αλώνι όπου τοποθετείται η θημωνιά ». Δεν έχουμε όμως άλλη
μαρτυρία ότι η ευβοϊκή αυτή ιδιωματική λέξη χρησιμοποιόταν στην
Καλαμπάκα ούτε βέβαια η περιοχή είναι η μοναδική σιτοπαραγωγός περιοχή
στη Θεσσαλία.
Ο
θεσσαλός ιστορικός και αρχαιολόγος Νικόλαος Γιαννόπουλος10 ετυμολογεί
την ονομασία από την σλαβική λέξη στάγια, που σημαίνει « δωμάτια ή
κοιλώματα βράχων και σπηλαίων ».
Ο
σπουδαίος μελετητής της μετεωρικής ιστορίας Δημήτριος Σοφιανός
απορρίπτει την άποψη αυτή, σχολιάζοντας: « Έτσι, κατά τη γνώμη του (του
Νικολάου Γιαννόπουλου), οι Σλάβοι που επέδραμαν στην περιοχή κατά τον Ζ'
αιώνα, εντυπωσιασμένοι από τα κοιλώματα των μετεωρίτικων βράχων,
μετονόμασαν το αρχαίο Αιγίνιο σε Στάγια και οι Βυζαντινοί, με τη σειρά
τους, το εξελλήνισαν σε Σταγούς.
Όμως
δεν έχουμε ούτε τέτοιας έκτασης ούτε μόνιμες σλαβικές εποικίσεις και
εγκαταστάσεις εδώ, ώστε να δικαιολογείται και να στηρίζεται ως συνέπεια
μια τέτοια μετονομασία» . 11
Αφού
απορρίψει τις παραπάνω ερμηνείες, ο Δημήτριος Σοφιανός δέχεται ως
πιθανότερη την ετυμολογία που του «πρότεινε (Άθως, 12-12-1998) ο
αγαπητός φίλος, λόγιος ιερομόναχος, π. Αθανάσιος Αγγελάκης ο
Σιμωνοπετρίτης, δόκιμος και καταξιωμένος υμνογράφος της Μεγάλης του
Χριστού Εκκλησίας, δυτικοθεσσαλός την καταγωγή.
Σύμφωνα
λοιπόν με την άποψή του, όταν ακόμη σωζόταν και χρησιμοποιούνταν η
παλαιά ονομασία της πόλεως Αἰγίνιον, οι κάτοικοι της περιοχής, θέλοντας
να δηλώσουν πού σκοπεύουν να κατευθυνθούν, στην προκειμένη περίπτωση «
εἰς τὸ
Αἰγίνιον»,
και χρησιμοποιώντας την επιτόπια θεσσαλική προφορά, συγκόπτοντας τα
τελικά φωνήεντα, θα έλεγαν « στ᾽ Αἰγίν᾽ », εξ ου οι «Σταγοί», με τη
συνεκφορά άρθρου και ουσιαστικού.
Η
προτεινόμενη ετυμολογία έχει το πλεονέκτημα ότι συντηρεί την ιστορική
συνέχεια της αρχικής ονομασίας της πόλεως: Αἰγίνιον < στ᾽ Αἰγίν᾽<
Σταγοί». 12
Μάλιστα,
σε τουρκικό φορολογικό κατάστιχο των ετών 1454-5 η πόλη Καλαμπάκα
αναφέρεται στα δεξιά της βουλίτσας στο χάρτη σαν Kalbakkaya και στα
αριστερά σαν Istagos, 13 με το αρχικό Is- να παραπέμπει στο «εἰς».
Απ’
όλες τις ετυμολογικές προτάσεις που παραθέσαμε, προσωπικώς κλίνω προς
την άποψη του ιστορικού Νικολάου Γιαννόπουλου, αν λάβουμε υπόψη τα
δεκάδες σλαβικά τοπωνύμια
της περιοχής και ιδίως όσα αφορούν στα μετεωρίτικα βράχια και τη γύρω περιοχή.
Η λέξη Σταγοί θα μπορούσε να προέρχεται από κάποια σλαβική λέξη:
1.
τη σλαβική λέξη ста́я (stája), που σημαίνει « δωμάτιο, θάλαμος». Στα
ρώσικα ειδικότερα η ίδια λέξη έχει τη σημασία « κοπάδι, σμήνος, αγέλη,
πλήθος » αλλά και « στρατεύματα ». Για τη λέξη αυτή ισχυρίζεται ο
Νικόλαος Γιαννόπουλος ότι σημαίνει « κοιλώματα βράχων και σπηλαίων »,
κάτι που όμως δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω από τα λεξικά.
2. τη σλαβική λέξη stajaś 14 (stájaɕ) / stojaś, που σημαίνει « θέτω, τοποθετώ αλλά και στέκομαι ».
3. τη σλαβική λέξη ста̏ја (stȁja), που σημαίνει « στάβλος ».
4.
τη σλαβική λέξη стајати (stâjati), που έχει τη σημασία « σταματώ , κάνω
κάτι να σταθεί ακίνητο , κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του ,
διαμένω».
Απ’
την ίδια ρίζα φαίνεται να είναι και η λέξη Σταγιάδες . Η μονή Κοιμήσεως
Θεοτόκου Σταγιάδων βρίσκεται έξω από το ομώνυμο χωριό των Χασίων και σε
απόσταση 30 χιλιομέτρων από την
Καλαμπάκα. Η χρονολογία ίδρυσης της μονής είναι άγνωστη ενώ ελάχιστα γνωρίζουμε για την ιστορία της.
13. Χάσια
Τα
Χάσια είναι βουνό της βόρειας Ελλάδας με υψόμετρο 1.564 μέτρα.
Βρίσκονται στα σύνορα του Νομού Τρικάλων με τον Νομό Γρεβενών,
βορειοδυτικά της Καλαμπάκας. Αποτελούν τμήμα της
ευρύτερης
οροσειράς της Πίνδου. Περικλείονται, στα δυτικά και βόρεια από την
βόρεια Πίνδο και στα νότια και ανατολικά από τα Αντιχάσια και τα
Καμβούνια όρη.
Η
ονομασία προέρχεται από τη λέξη χάσια , που σημαίνει « Μεγάλη έκταση
γης (μικρότερες ήταν τα ζιαμέτια και τα τιμάρια) που η οικονομική
εκμετάλλευσή τους επιδικαζόταν κατ' αποκοπή από το
Σουλτάνο
(στον οποίο ανήκαν), για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε φυσικά πρόσωπα,
κυρίως μέλη της βασιλικής οικογένειας (π.χ. Βαλιδέ Σουλτάνα) ή σε
αξιωματούχους του κράτους (π.χ. σπαχήδες) που αναλάμβαναν μεταξύ άλλων
και την υποχρέωση να καταβάλουν στο Παλάτι καθορισμένα χρηματικά ποσά
και εισέπρατταν, ως αντάλλαγμα, τα βασικά φορολογικά έσοδα από τη γη
τους ».
Η
λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη hâss, που σημαίνει « καθαρός»,
επειδή απέδιδαν κατευθείαν (=καθαρό) φόρο στο Σουλτάνο.15 Η λέξη hâss
μάλιστα έχει στην τουρκική γλώσσα τη σημασία « κρατική γη που αποφέρει
εισόδημα πάνω από εκατό χιλιάδες άσπρα ».
Τα σημερινά σλαβικά κράτη
B. Ιστορική αναδρομή
Οι Σλάβοι και η κάθοδός τους στη Βαλκανική Χερσόνησο
Οι
Σλάβοι είναι μία μεγάλη εθνογλωσσική ομάδα , που σήμερα τα μέλη της
κατοικούν στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς και στη Βόρεια
και την Κεντρική Ασία. Αποτελούν τον κυρίως πληθυσμό σε δεκατρία
ευρωπαϊκά κράτη : Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Πολωνία, Τσεχία,
Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη,
Πρώην Γιουγκοσλαβική
Δημοκρατία της Μακεδονίας και Βουλγαρία.
Βάσει γλωσσικών και ιστορικών κριτηρίων, σήμερα η σλαβική ομάδα λαών διαιρείται σε τρεις κύριες υποομάδες:
1. Ανατολική : Ρώσοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί.
2. Δυτική: Τσέχοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι.
3. Νότια : Σέρβοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Βούλγαροι, Σλαβομακεδόνες, Βόσνιοι, Μαυροβούνιοι.
Σήμερα,
τα σλαβικά έθνη έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους σε ποικίλους τομείς
και οι σχέσεις τους ποικίλλουν από αισθήματα σύνδεσης μέχρι αμοιβαία
αισθήματα εχθρότητας.
Κατά
τον μεσαίωνα υπήρχαν δεκάδες σλαβικά φύλα , που από τις αρχές του 6ου
αιώνα άρχισαν να εξαπλώνονται , για να κατοικήσουν το μεγαλύτερο μέρος
της Κεντρικής, της Ανατολικής και της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μέσα
από αλλεπάλληλες ενοποιήσεις, ενσωματώσεις και διασπάσεις, διαμορφώθηκε
σε γενικές γραμμές η εικόνα του σλαβικού κόσμου που συναντάμε στις
μέρες μας και που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης.
Οι Σλάβοι στην Ευρώπη κατά το 650
Για
την καταγωγή τους δεν υπάρχουν αρκετές ιστορικές μαρτυρίες ούτε καν
γενεαλογικοί μύθοι που θα διέσωζαν κάποιον ιστορικό πυρήνα. Η προϊστορία
τους παραμένει σκοτεινή. « Εμφανίζονται ξαφνικά στην ιστορία σαν ένας
πολυάριθμος και ήδη διαμορφωμένος λαός: οι πρώτες ρητές ιστορικές
μαρτυρίες χρονολογούνται στον 6ο αιώνα.
Τότε
αρχίζει για τα σλαβικά φύλα η ιστορική εποχή ». 16 Είναι εγκατεστημένοι
στα βόρεια και βορειοανατολικά του Δούναβη. « Οι Σλάβοι είναι
ινδοευρωπαϊκός λαός και η γλώσσα τους ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική
οικογένεια. Από τα γλωσσολογικά δεδομένα (τοπωνύμια και υδρωνύμια, που
αποδίδονται σε μια πολύ αρχαϊκή σλαβική γλώσσα) και τις πρόσφατες
(κυρίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) συστηματικές ανασκαφές, η αρχική
τους κοιτίδα τοποθετείται σε μια εκτεταμένη περιοχή ανάμεσα στους
ποταμούς Όντερ και Βιστούλα δυτικά και στον άνω ρου του Δνείπερου
ανατολικά. » (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ.
14-15)
Η
ονομασία Σλάβοι, που αναφέρεται σε όλες τις διαφορετικές σλαβικές
ομάδες, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη Σθλᾶβος / Σκλᾶβος / Σκλαβηνός /
Σθλαβηνός, καθώς οι βυζαντινοί δεν μπορούσαν εύκολα να αποδώσουν το
σύμπλεγμα -σλ-. Κι αυτές με τη σειρά τους προέρχονται από το
παλαιοσλαβικό словенинъ, που ανάγεται στην πρωτοσλαβική λέξη * Slověninъ
17 (Σλοβένος), όπως
οι ίδιοι ονόμαζαν τον εαυτό τους.
Ο
Πολωνός γλωσσολόγος και σλαβιστής Jan Baudouin de Courtenay υποστήριξε
πως «δεν υπάρχει ξεχωριστός σλαβικός πολιτισμός , κοινός σε όλους τους
Σλάβους και ξένος προς τους άλλους λαούς» 18 , καθώς τα σλαβικά φύλα
ήταν πολυδιασπασμένα και είχαν εξαπλωθεί σε μεγάλη έκταση, κάτι που τους
διαφοροποίησε πολιτιστικά. Κοινά τους χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να
θεωρηθούν η καύση των νεκρών, η χειροποίητη -χωρίς τη χρήση τροχού-
κεραμική και η ημιυπόγεια καλύβα για κατοικία.
(Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 17)
Ο
5ος και 6ος αιώνας είναι η περίοδος των μεγάλων μεταναστεύσεων στην
Ευρώπη, κατά την οποία ένας μεγάλος αριθμός λαών ( Γότθοι , Οστρογότθοι ,
Βησιγότθοι , Έρουλοι , Λομβαρδοί , Ούννοι κ.ά.) μετακινήθηκε σε
διάφορες περιοχές ως αποτέλεσμα της φθοράς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
και της
πίεσης
που δέχονταν από άλλους λαούς προερχόμενους από την Ανατολή. Τότε
αρχίζουν και οι σλαβικές μετακινήσεις προς νότο και ανατολή, που θα
ολοκληρωθούν τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Οι
Σλάβοι βρέθηκαν στα μέσα του 6ου αιώνα εγκαταστημένοι στα βόρεια του
Δούναβη, ο οποίος αποτελούσε -μέχρι το 582- σταθερό σύνορο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι από κει ενεργούσαν
επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από το 558 εντάσσονται στη σφαίρα επιρροής των Αβάρων .
Από
το 582 και για 50 περίπου χρόνια οι Σλάβοι εγκαθίστανται μόνιμα και
ομαδικά στη Βαλκανική Χερσόνησο, γεγονός που άλλαξε την εθνολογική
σύσταση του βόρειου τμήματος της Βαλκανικής. (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου
Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 29)
Κατά
τις επιδρομές των Σλάβων δημιουργήθηκαν μικρές πολιτικά αυτόνομες
νησίδες σλαβικού πληθυσμού, με δική τους αρχικά, χωριστή η καθεμιά,
φυλετική οργάνωση, διάσπαρτες ανάμεσα σε
Έλληνες,
οι Σκλαβηνίες , χωρίς όμως τούτο να αναστατώσει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή
των ντόπιων στις πόλεις και την ύπαιθρο, ούτε να διακόψει την
επικοινωνία και τις εμπορικές σχέσεις με την
Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 32)
«Ο
πληθυντικός Σκλαβηνίες, τον όποιο γενικά χρησιμοποιούν οι πηγές, η
χωριστή οργάνωση, καθώς και η διαφορετική στάση κάθε Σκλαβηνίας απέναντι
στο Βυζάντιο συνηγορούν για την ύπαρξη
χωριστών
ομάδων, χωρίς συνοχή και συνέχεια, και αποκλείουν την περίπτωση μιας
σλαβικής ενιαίας ομάδας, που κατείχε εκτεταμένες περιοχές σε αδιάσπαστη
συνέχεια.» (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου
Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 39)
Στις
αρχές του 7ου αιώνα έχουμε μαρτυρίες για Σλάβους εγκατεστημένους στη
Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Από κει επέδραμαν εναντίον
της Κεντρικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των ακτών και νησιών του
Αιγαίου. (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 35)
Τα
«Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», κείμενο του 7ου αιώνα, που, παρά τον
αγιολογικό του χαρακτήρα και το θρησκευτικό του στόχο, παρέχει πολύτιμες
πληροφορίες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις εγκαταστάσεις των
Σλάβων στο βόρειο ελληνικό χώρο, καθώς και για την οργάνωσή τους,
αναφέρουν τα ονόματα διαφόρων σλαβικών φύλων :
Οι
Βελζήτες, στα βόρεια όρια της Μακεδονίας, στην περιοχή του Μοναστηριού,
οι Δρογουβίτες, το πιο πολυάριθμο φύλο, που τοποθετείται στη
βορειοδυτική Μακεδονία, στην περιοχή της Βέροιας και βορειότερα, οι
Σαγουδάτοι, στα νότια των Δρογουβιτών, οι Βελεγεζήτες στη Θεσσαλία και
οι Βαϊουνίτες ίσως στην Ήπειρο, οι Ρηγχίνοι στις εκβολές του Αλιάκμονα,
οι Στρυμονίτες στην κοιλάδα του Στρυμόνα και οι Σμολεάνοι κοντά στο
Νέστο.
Οι
Σλάβοι επιδίδονταν σε επιδρομές και λεηλασίες και, καθώς μετακινούνται
συχνά, ελάχιστα ασχολούνταν με την εκμετάλλευση της γης. Από τα μέσα του
7ου αιώνα μαρτυρούνται ως γεωργοί και
κτηνοτρόφοι,
όπως οι Βελεγεζήτες στη Θεσσαλία και οι Δρογουβίτες στη βορειοδυτική
Μακεδονία. Κατοικούσαν στις πλαγιές των βουνών και σε δυσπρόσιτα μέρη
και σπανιότερα στην πεδιάδα. Δεν είχαν αναπτύξει αστικό βίο και δεν
κατείχαν κέντρα αστικά.
(Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 43)
Η
βυζαντινή αυτοκρατορία είχε χαρακτήρα πολυεθνικό και πολιτισμικό και
διακρινόταν από μια ανεκτικότητα προς στα ξένα εθνικά στοιχεία που
ζούσαν ή εγκαθίσταντο στα εδάφη της. Έτσι, δεν αντιμετώπισε εχθρικά τους
Σλάβους επήλυδες, όσο βέβαια αυτοί δεν προκαλούσαν ανυπέρβλητα
προβλήματα στο Βυζάντιο, αλλά προσπάθησε να τους εντάξει ομαλά στο
πολιτικό και οικονομικό
σύστημα
της αυτοκρατορίας και βαθμιαία να τους ενσωματώσει , λαμβάνοντας μέτρα
ειρηνικά (διοικητικά, δημογραφικά, εκκλησιαστικά, οικονομικά κ.ά.) αλλά
και στρατιωτικά , όπως με την εκστρατεία του Κώνσταντα Β' , που το 658
εκστράτευσε « κατὰ Σκλαυινίας καὶ ἠχμαλώτισε πολλοὺς καὶ ὑπέταξεν ». 19
Βλέπουμε
λοιπόν ότι το Βυζαντινό κράτος, ακολουθώντας μια συνεπή και ρεαλιστική
πολιτική, αντιμετώπισε το πρόβλημα των Σλάβων εποίκων, έθεσε υπό τον
έλεγχό του και ενέταξε στην
αυτοκρατορία
τα σλαβικά φύλα, (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι,
σελ. 56) αναγκάζοντάς τα να αναγνωρίσουν την αυτοκρατορική εξουσία και
να ανταποκρίνονται στις φορολογικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις τους
προς το Βυζαντινό Κράτος.
Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκουν το χριστιανισμό στους
σλαβόφωνους πληθυσμούς
Σημαντικό ρόλο στο έργο της αφομοίωσης έπαιξε και η
Εκκλησία , που τότε αναδιοργανώθηκε και ενισχύθηκε διοικητικά. « Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων εποίκων στο εσωτερικό της
αυτοκρατορίας έγινε σταδιακά και κατά τόπους, αλλά οπωσδήποτε
είχε σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί στις αρχές του 9ου αιώνα.
Επομένως προηγήθηκε κατά πολύ της επίσημης αποστολής του
Κυρίλλου και του Μεθοδίου στη Μοραβία το 864 και είναι
ανεξάρτητος από τον εκχριστιανισμό των εκτός των συνόρων της
αυτοκρατορίας Σλάβων.» (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία,
Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 61)
Ο εξελληνισμός των Σλάβων διευκολύνθηκε και από την
επικοινωνία μεταξύ των Σλάβων εποίκων και του γηγενούς
ελληνικού πληθυσμού καθώς και από τη γειτνίαση και συμβίωση σε
χωριά με μικτό πληθυσμό . 20
Η αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου δεν εξελίχθηκε με τον ίδιο
ρυθμό σε όλες τις περιοχές. Ήταν ταχύτερη για τους Σλάβους που
κατοικούσαν στις πεδιάδες και κοντά σε αστικά κέντρα και
βραδύτερη σε απρόσιτες και ορεινές περιοχές και μέχρι τον 10ο
αιώνα είχε επιτευχθεί.
Στις αρχές του 10ου αιώνα ο αυτοκράτορας Λέων ο Ϛ’ αναφέρει
χαρακτηριστικά21
: « Ταῦτα (τὰ Σκλαβικὰ δὲ ἔθνη) ὁ ἡμέτερος ἐν θείᾳ τῇ λήξει γενόμενος
πατὴρ καὶ Ρωμαίων αὐτοκράτωρ Βασίλειος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν μεταστῆναι καὶ,
γραικώσας , καὶ ἄρχουσι κατὰ τὸν Ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας, καὶ βαπτισμάτι
τιμήσας, τῆς τε δουλείας ἠλευθέρωσε τῶν ἑαυτῶν ἀρχόντων, καὶ
στρατεύεσθαι κατὰ τῶν Ρωμαίοις πολεμούντων ἐθνῶν ἐξεπαίδευσεν, οὕτω πως
ἐπιμελώς πεὶ τὰ τοιαῦτα διακείμενος, διὸ καὶ ἀμερίμνους Ρωμαίους ἐκ τῆς
πολλάκις ἀπὸ Σκλάβων γενομένης ἀνταρσίας ἐποίησεν, πολλὰς ὑπ’
ἐκείνων ὀχλήσεις καὶ πολέμους τοῖς πάλαι χρόνοις ὑπομείναντας. » 22 « Γραικώσας», λέει ρητά το κείμενο, δηλαδή τους εξελλήνισε.
Ο εξελληνισμός αυτός επιβεβαιώνεται και από τα τοπωνύμια.
Σύμφωνα με την καταγραφή 23 του Γερμανού γλωσσολόγου Max
Vasmer (1886-1962), « τη μόνη ως τώρα, παρά τις αδυναμίες της,
συνολική καταγραφή, προκύπτει ότι είναι 2.123 όλα τα σλαβικά
μακροτοπωνύμια 24 του ελληνικού χώρου και κατανέμονται κατά
περιοχές
ως εξής: Μακεδονία 730, Θράκη 45, Ήπειρος 412, Θεσσαλία 165,
Αιτωλοακαρνανία 98, Ευρυτανία 48, Φθιώτιδα 55, Φωκίδα 45, Βοιωτία 22,
Αττική 18, Πελοπόννησος 429, Νησιά του Ιονίου 16, Εύβοια 19, Νησιά του
Αιγαίου 4, Κρήτη 17. » (Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και
Σλάβοι, σελ. 67-68)
Ο αριθμός 2.123 είναι μικρός, αν συγκριθεί με το σύνολο των
δεκάδων χιλιάδων ελληνικών τοπωνυμίων. Και τα σλαβικά
τοπωνύμια περιορίζονται ακόμα περισσότερο, καθώς πολλά από τα
τοπωνύμια του Max Vasmer έχουν άλλη ετυμολογική αρχή
(Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ. 68),
ενώ
ορισμένα « δεν αποτελούν πρωτογενείς σλαβικές ονοματοθεσίες, αλλά
οφείλονται σε δευτερογενείς σχηματισμούς, γιατί, παρόλο που προέρχονται
από λέξεις σλαβικές, δόθηκαν στο χώρο από τρίτους φορείς, Έλληνες,
Βλάχους ή Αλβανούς, και όχι από τους ίδιους τους Σλάβους.
Έτσι λέξεις σλαβικές που πέρασαν στο καθημερινό ελληνικό
λεξιλόγιο, που μεταπλάστηκαν σύμφωνα με τούς κανόνες της
ελληνικής γλώσσας, όπως π.χ. οι λέξεις λόγγος, λαγκάδα, βάλτος
κ.ά., και δόθηκαν από Έλληνες κατοίκους σε διάφορους τόπους, δεν
μπορούν να θεωρηθούν τοπωνύμια σλαβικάᐧ είναι απλώς λεξιλογικά
δάνεια . » (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι,
σελ. 69)
Τα σλαβικά τοπωνύμια στον ελληνικό χώρο απαντούν
περισσότερο σε ορεινές περιοχές , λιγότερο στις πεδιάδες και
ελάχιστα στα παράλια. Δείχνουν έναν λαό γεωργικό, που δεν
γνωρίζει τον αστικό βίο και δεν έχει αξιόλογη πολιτική και
πολιτισμική ανάπτυξη. Τα περισσότερα σχετίζονται με τις ποιμενικές
και αγροτικές εργασίες και έχουν σχέση με τη φύση και την
καθημερινή ζωή.
Όπως
και με τα υπόλοιπα σλαβικά λεξιλογικά δάνεια, λείπουν αφηρημένες
έννοιες ή λέξεις που αφορούν το δημόσιο βίο και τη θρησκευτική ζωή. «
Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι σλαβικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν σε
ελληνικά εδάφη τους ταραγμένους αιώνες που σημάδεψαν την ιστορική
εξέλιξη της Βαλκανικής. Όμως η εγκατάσταση των Σλάβων δεν διέσπασε την
ιστορική συνέχεια του
Ελληνισμού ούτε αλλοίωσε εθνολογικά το ελληνικό στοιχείο, με το
όποιο οι Σλάβοι έποικοι ενώθηκαν τελικά και με το όποιο
αφομοιώθηκαν.» (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και
Σλάβοι, σελ. 74)
Paul Lemerle
Ο γάλλος βυζαντινολόγος Πωλ Λεμέρλ σημειώνει
χαρακτηριστικά: « Δεν αδικούμε το Βυζάντιο και τον Ελληνισμό, όταν
αναγνωρίζουμε, όπως επιβάλλουν οι πηγές, την αριθμητική σημασία
της σλαβικής διεισδύσεως στην Ελλάδα. Γιατί αυτούς τους Σλάβους
το Βυζάντιο τους εκχριστιάνισε, τους εκπολίτισε, τους αφομοίωσε
και τους έκανε Έλληνες. Και αυτό είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές
νίκες του ελληνικού πνεύματος .» 25
Θεωρίες Φαλμεράυερ
Ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 10
Δεκεμβρίου 1790 - 26 Απριλίου 1861) ήταν Αυστριακός περιηγητής,
δημοσιογράφος, πολιτικός και ιστορικός.
Στη
δεκαετία του 1830 δημοσίευσε κάποια έργα 26 , στα οποία διατυπώνει την
άποψη πως οι Έλληνες της νεότερης εποχής δεν κατάγονται από τους
αρχαίους Έλληνες, αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλαν στην Ελλάδα
κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και Αλβανούς που εξαπλώθηκαν κατά τον
ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους και οι οποίοι αναμίχθηκαν με
Ελληνόφωνους, αλλά μη Έλληνες το γένος Βυζαντινούς πρόσφυγες,
δημιουργώντας τον λαό των νέων Ελλήνων.
Με τη διατύπωση των θεωριών αυτών, ξέσπασε μεγάλος θόρυβος
τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, προκαλώντας αρνητικά -
αλλά και κάποια θετικά- σχόλια. Οι Έλληνες λόγιοι προσπάθησαν να
αποδείξουν αβάσιμους τους ισχυρισμούς του με συγκριτικές μελέτες
της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων των Ελλήνων διαχρονικά. Οι
θεωρίες του Φαλμεράυερ απορρίφθηκαν ως υποκειμενικές και
αντιεπιστημονικές από την Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και
Κλασικών Μελετών, ενώ ο ίδιος δέχτηκε επικρίσεις και από
αρκετούς Ευρωπαίους ιστορικούς.
Βιβλιογραφία, δικτυογραφία
1. Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων
Ελληνικών και Ιλλυρικών χωρών, Ι-ΙΙ, Αθήναι 1856-1857.
2. Γκίνης Νίκος, Αλβανοελληνικό Λεξικό , εκδ. Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, 1998 (ηλεκτρονική έκδοση 2006)
3. Γκίνης Νίκος, Ελληνοαλβανικό Λεξικό , εκδ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,
1993 (ηλεκτρονική έκδοση 2006)
4. Ηλιάδη Αμαλία, Εγκατάσταση και παρουσία Σλάβων στη Βυζαντινή Μ.
Ασία, Απ' τον 7ο ως τον 10ο αιώνα, Ιδιωτική Έκδοση, 2003, σελ. 147,
ISBN 9789609236027
5. Ηλιάδη Αμαλία, Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου ως ιστορικές
πηγές , Επιδρομές και σλαβικές εποικίσεις εντεύθεν του Δουνάβεως,
Ιδιωτική Έκδοση, 2003, σελ. 165, ISBN 9789609236034
6. Θεοδοσίου Στράτος, Βυζάντιο και Σλάβοι, Η ιστορική πορεία των
βαλκανικών κρατών από την κάθοδο των σερβικών φύλων έως την
άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Δίαυλος, 2015, σελ. 320, ISBN
978-960-531-335-7.
7. Κατσαροπούλου Μελπομένη, Ένα πρόβλημα της ελληνικής
μεσαιωνικής ιστορίας : Η σερβική επέκταση στη Δυτική Κερντρική
Ελλάδα στα μέσα του ΙΔ' αιώνα, Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1989, σελ. 232.
8. Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη Γιάννα, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων , Εισαγωγή
στην ιστορία και τον πολιτισμό τους, εκδ. Gutenberg, 2004, σελ. 407,
ISBN 9789600110135. *
9. Λαΐτσος Στέργιος, Τα τοπωνύμια ως πηγή της μεσαιωνικής ιστορίας
του Ασπροποτάμου, στο Ευάγγελος Αυδίκος (επιμ.), Ο
Ασπροπόταμος στο Χώρο και το Χρόνο, Τρίκαλα 2009, σελ. 78-95.
10. Μαλαβάκης Νίκος, Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού Τρικάλων ,
περ. Τρικαλινά, 21, 2001, σελ. 101-150.
11. Μαλιγκούδης Φαίδων , Ελληνισμός και σλαβικός κόσμος , εκδ. Βάνιας,
2006, σελ. 245, ISBN-13 9789602881552, 16 €.
12. Μαλιγκούδης Φαίδων , Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων ,
εκδ. Βάνιας, 1997, σελ. 166, 9 €.
13. Μαλιγκούδης Φαίδων , Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, εκδ.
Κυριακίδη, 2013, σελ. 248, ISBN 9786188094116, 18€.
14. Μπούτσικας Ανδρέας, Σλάβοι και τοπωνύμια στην Ηλεία, Απάντηση
στο σλαβολόγο Max Vasmer, Ιδιωτική Έκδοση, 1992, σελ. 136, ISBN
9789608523906
15. Νικολαΐδης Κωνσταντίνος, Ετυμολογικόν Λεξικόν της
Κουτσοβλαχικής Γλώσσης, 1909.
16. Νικολούδης Γεώργιος, Η ιστορία των νότιων σλάβων , Από τον 6ο αι.
μ. Χ. μέχρι το 1995, Ιδιωτική Έκδοση, 1998, σελ. 195, ISBN
978-960-90736-1-5
17. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι (6ος - 20ός
αι.), εκδ. Βάνιας, 2001, σελ. 430, ISBN 9789602880807
18. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη
μεσαιωνική Ελλάδα, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 2000, σελ. 75,
ISBN 97896070791451
19. Πλιάτσικας Δημήτριος, Καλαμπάκα: η γλώσσα, ο τόπος, οι
άνθρωποι , εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2012, σελ. 311, ISBN:
908998988.
20. Συλλογικό έργο, Μεσαιωνικός σλαβικός κόσμος , Δεληκάρη Αγγελική,
Καρδαράς Γεώργιος Θ., Μίνεβα Εβελίνα,μΣοφούλης Πάνος, Zivkovic
Tibor, Παπαγεωργίου Αγγελική, Μπορίσοβα Τατιάνα, Curta Florin,
Raffensperger Christian, Grantzios - Drapelova Pavla, Chroma Martina,
Μεταφραστές Μακρυπούλιας Χρήστος, Αγγέλης Γιώργος,
Επιμελητές, Σοφούλης Πάνος, Παπαγεωργίου Αγγελική, εκδ.
Ηρόδοτος, Φεβρουάριος 2015, σελ. 578, ISBN 9789604851003, 30€.
21. Ταχιάος Αντώνιος, Βυζάντιο, Σλάβοι, Άγιον Όρος , Αναδρομή σε
αμοιβαίες σχέσεις και επιδράσεις, εκδ. University Studio Press 2006,
σελ. 568, ISBN: 9789601214825.
22. Χοπφ Κάρολος, Οι Σλάβοι στην Ελλάδα, Ανακατασκευή των θεωριών
του Φαλμεράγερε , εκδ. Λιβάνης- Νέα Σύνορα 1995, μτφρ.
Φραγκίσκος Ζαμβαλδής, σελ. 135, ISBN 9789602365021.
23. Avenarius Alexander, Ο βυζαντινός πολιτισμός και οι Σλάβοι , εκδ.
Παπαδήμας 2008, μτφρ. Αγγελική Δεληκάρη, σελ. 480, ISBN
9789602065471.
24. Vasmer Max, Die Slaven in Griechenland , Verlag der Akademie der
Wissenschaften in Kommission bei Walter de Gruyter u. Co., Berlin
1941, σελ. 350.
Σλάβοι )
29. https://el.wikipedia.org/wiki/ Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ
Υποσημειώσεις
1 Σοφιανός Ζ. Δημήτριος, Η Επισκοπή Σταγών. Σύντομο ιστορικό
διάγραμμα, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων,
Καλαμπάκα 2004, σελ. 94.
2 Το όνομα πρέπει να δόθηκε από το σχήμα της κορυφής του
βουνού Τριγγία.
3 πβ. ινδοευρωπαϊκή * h₂eǵós : τράγος
4 Πορφύριος Ουσπένσκι (Порфирий Успенский), Περιήγηση στις
μονές των Μετεώρων το 1859, μετάφραση από τα ρωσικά: Ειρήνη
Δεμίρη-Δημήτρης Δημητρίου, σχόλια: Νίκος Ζδάνης, Θεσσαλικό
Ημερολόγιο, 54 (2008), σελ. 65-74.
5 Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941
(επανέκδοση, Λιψία 1970).
6 ή « Γκρεμός », όπως αναφέρεται στους χάρτες της Google. Το
βουνό που υπάρχει δίπλα στο χωριό λέγεται Γκόλνα.
7 Πουκεβίλ (Pouqueville) Φραγκίσκος, Ταξίδι στην Ελλάδα:
Μακεδονία - Θεσσαλία, μτφρ. Νίκη Μολφέτα, εκδ. Αφοί Τολίδη,
Θεσσαλονίκη 1996. Βλ. Δημήτριος Σοφιανός, περιοδικό Τρικαλινά,
13, 1993, 7-8.
8 Σοφιανός Ζ. Δημήτριος, Η Επισκοπή Σταγών. Σύντομο ιστορικό
διάγραμμα, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων,
Καλαμπάκα 2004, σελ. 19.
9 Βογιατζίδης Ιωάννης, Το Χρονικόν των Μετεώρων, Ιστορική
ανάλυσις και ερμηνεία, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 2
(1925), σελ. 162.
10 Γιαννόπουλος Νικόλαος (1866-28 Νοεμβρίου 1945), Τα
Μετέωρα: μελέτη ιστορική και τοπογραφική, εκδ.
Παρασκευοπούλου, Βόλος 1926, σελ. 17-19.
11 Σοφιανός Ζ. Δημήτριος, Η Επισκοπή Σταγών. Σύντομο
ιστορικό διάγραμμα, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και
Μετεώρων, Καλαμπάκα 2004, σελ. 20. Η τελευταία αυτή παρατήρηση
του έγκριτου μελετητή φαίνεται κάπως βιαστική, αν λάβουμε υπόψη
τα δεκάδες σλαβικά τοπωνύμια της περιοχής και ιδίως όσα αφορούν
στα μετεωρίτικα βράχια και τη γύρω περιοχή. Εκτός απ’ όσες
αναφέρονται στην εργασία αυτή, αναφέρουμε ενδεικτικά: Βοϊβόντα,
Βυτουμάς, Γάβρος, Γαύροβο, Δολιανά, Κονισκός, Μπάμπα, Μπουνήλα,
Πουλιάνα, Ρίγκλοβο, Σκλάταινα, Στρούζα κ.ά.
12 Σοφιανός Ζ. Δημήτριος, Η Επισκοπή Σταγών, σελ. 20-21.
13 Μαλίγκου Ευαγγελία, Η Θεσσαλία κατά την πρώτη περίοδο της
οθωμανικής κυριαρχίας: η περίπτωση του οθωμανικού φορολογικού
κατάστιχου του 1454/55 του σαντζακίου Τρικάλων, σελ. 71.
14 Με τη σειρά της η λέξη stajaś προέρχεται από τη λέξη staś, κι
αυτή από την πρωτοσλαβική *stati, με απώτερη αναγωγή στην
ινδοευρωπαϊκή steh₂-, απ’ όπου προέρχεται και η αρχαιοελληνική
λέξη ἵστημι / ἵσταμαι.
15 Υπάρχει και η άποψη: <τουρκική hassa (=ιδιωτικός), επειδή
ήταν ιδιωτική υπόθεση της σουλτανικής οικογένειας η φορολόγησή
τους· βλ. Νίκος Μαλαβάκης, Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού
Τρικάλων, περ. Τρικαλινά, 21, 2001, σελ. 115-116.
16 Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Βυζάντιο και Σλάβοι, σελ.
13-14.
17 ετυμολογείται από το *slovo (λέξη) ή από το *slava (δόξα,
φήμη) ή από το ινδοευρωπαϊκό *slawos (λαός, έθνος).
18 Roger Portal, Les Slaves. Peuples et Nations (VIIIe-XXe
siècles), Coll. «Destins du monde» , 1965, σελ. 7.
19 Θεοφάνης 347, 6-7:« Τούτῳ τῷ ἔτει ἐπεστράτευσεν ὁ βασιλεὺς
κατὰ Σκλαυινίας καἰ ἠχμαλώτισε πολλούς καὶ ὑπέταξεν ».
20 Ιωάννης Καμινιάτης: « ἀμφιμίκτους τινας κώμας ».
21 Τακτικά, 18.95.
22 Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των
Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε
να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και τους δίδαξε την γραικική
γλώσσα, τους έκανε υπηκόους αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο,
τους τίμησε με το βάπτισμα, τους ελευθέρωσε από την δουλεία
στους δικούς τους δυνάστες και τους εκπαίδευσε να εκστρατεύουν
εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε
αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και
να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες, τις
παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο
παρελθόν. ( https://smerdaleos.wordpress. com/2014/07/21 )
23 Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941
(επανέκδοση, Λιψία 1970).
24 Τα μακροτοπωνύμια ή αστικά τοπωνύμια έχουν μεγαλύτερη
από τα μικροτοπωνύμια ή αγροτικά τοπωνύμια βαρύτητα και
ιστορική σημασία, γιατί δηλώνουν κατοικημένους οικισμούς.
25 Paul. Lemerle, «La Chronique improprement dite de
Monemvasie: le contexte historique et ligendaire», Revue des Etudes
Byzantines 21 (1963), σελ. 49.
26 «Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters -
Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς
Χρόνους», 1830, «Die Enstehung der heutigen Griechen - Περί της
καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», 1835. Τα δύο επίμαχα βιβλία
δεν μεταφράστηκαν στα Ελληνικά και δεν κυκλοφόρησαν στην αγορά
παρά μόνο κατά τα έτη 2002 και 1984 αντίστοιχα.
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου