Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: “ΕΣΛΑΥΩΘΗ ΠΑΣΑ Η ΧΩΡΑ...”

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

“ΕΣΛΑΥΩΘΗ ΠΑΣΑ Η ΧΩΡΑ...”

“ΕΣΛΑΥΩΘΗ ΠΑΣΑ Η ΧΩΡΑ...”

 


Οι σλάβικοι εποικισμοί  στον ελλαδικό χώρο

 

Από τον 6ο αιώνα κι ύστερα, κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν πολλοί σλάβοι -όχι μόνο στην βόρεια και κεντρική Βαλκανική, αλλά και- στον ελλαδικό χώρο. Έφτασαν κι εγκαταστάθηκαν ως την Πελοπόννησο. Αργότερα, πέρασαν με πλεούμενα στα νησιά τού Αιγαίου κι έφτασαν ως την Κρήτη.

Παλιότερα, στούς ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, είχαν εγκατασταθεί εδώ, κυρίως στίς μεγάλες πόλεις, πολλοί ξένοι (ανατολίτες και ρωμαίοι), ο εποικισμός όμως των σλάβων ήταν μεγαλύτερος. Η εθνογραφική σύνθεση τού πληθυσμού τού ελλαδικού χώρου άλλαξε πολύ. (Αργότερα, άλλαξε ακόμα περισσότερο με την εγκατάσταση κι άλλων φυλών, όπως αρβανιτών, βλάχων, αρμένιων, τούρκων κ.λπ.).

Το ζήτημα τού μεσαιωνικού εκσλαβισμού τού ελλαδικού χώρου αποτελεί ευθεία βολή στην ιδέα περί δήθεν ιστορικής συνέχειας των αρχαίων ελλήνων και των σημερινών κατοίκων τής Ελλάδας, το σκληρό πυρήνα δηλαδή, τού σύγχρονου εθνικού μας μύθου. 

 

Οι ιστορικοί, που αναφέρθηκαν σ΄ αυτό, δέχθηκαν το ανάθεμα τού επίσημου νεοελληνικού κρατιδίου, αλλά και των ποδηγετούμενων ρωμιών διανοούμενων, οι οποίοι τούς αποκήρυξαν, ενίοτε με βαρύτατες ύβρεις. Έκτοτε, το θέμα αποτέλεσε εθνική υπόθεση και προσφιλές πεδίο άσκησης εθνικοφροσύνης για ερασιτέχνες, αλλά κι επαγγελματίες ελληναράδες πατριώτες.

Το άρθρο αυτό είναι το τρίτο τής σειράς τής έρευνας, που ξεκινήσαμε στην «Ελεύθερη Έρευνα», για την αποκάλυψη τής πραγματικής καταγωγής τών σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου. (Βλ. Από τον Σπάτα και των Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα... 

 

και Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας!).

Η πρώτη παρουσία σλάβων στα Βαλκάνια

 
Η πρώτη παρουσία των σλάβων στη βόρειο Βαλκανική καταγράφεται το 493 μ.Χ., μαζί με των αβάρων ( Αλβανων) κι αργότερα των βούλγαρων. 

 

Μέχρι τότε, κατοικούσαν στην περιοχή τού Δούναβη και στη σημερινή Μολδαβία. 

 

Οι άβαροι, ( Αλβανοι) ήταν λαός ουννικής ή μογγολικής καταγωγής, που από τα βάθη τής Ασίας είχαν εγκατασταθεί στον Καύκασο (τούς περιγράφει ο Θεοφάνης στη «Χρονογραφία», 1, 232). 

 

Άσχετα με το όνομά τους, οι άβαροι, ενώ στην αρχή αποτελούσαν χωριστές πατριές, με τον καιρό ανακατώθηκαν με τούς σλάβους και τούς βούλγαρους. 

 

Στις διαδρομές τους έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο, όπου κι εγκαταστάθηκαν. Το τοπωνύμιο Ναβαρίνο, θυμίζει ως τώρα την εγκατάστασή τους αυτή. Το λιμάνι τής Πύλου λεγόταν τότε Ζόγλος, αλλά από τούς άβαρους 

 ( Αλβανους) και μετά, Αβαρίνο-Ναβαρίνο.  

Οι λαοί τού βορά, συχνά επέδραμαν κι έκαναν καταστροφές και στη νότιο Βαλκανική, οπότε πολλές φορές ήρθαν σε προστριβές με το Βυζάντιο. Οι πρώτες επιδρομές έγιναν στα χρόνια τού Ιουστινιανού. Αργότερα, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, συνέχισαν τις επιδρομές, κατέκλυσαν τη Βαλκανική κι έφτασαν ως την Πελοπόννησο. 

 

Οι επιτυχίες των λαών αυτών δεν οφείλονταν μόνο στη στρατιωτική αδυναμία τού Βυζαντίου, αλλά τούς ενίσχυαν κι οι εξαθλιωμένοι κατά τόπους πληθυσμοί. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (βυζαντινός ιστοριογράφος των αρχών τού 7ου αιώνα) λέει, ότι τον 6ο αιώνα τραγουδιώνταν «αβαρικά άσματα» («Ιστορία», σελ. 288). 

 

Πρόκειται για λαϊκά τραγούδια, που εξυμνούσαν τα ηρωικά κατορθώματα των αβάρων και πολύ πιθανόν να κυκλοφορούσαν κι ανάμεσα στούς αγροτικούς πληθυσμούς τής Βαλκανικής, που μισούσαν τούς βυζαντινούς, γιατί με τις καταπιέσεις και τούς φόρους είχαν απαθλιώσει τις μάζες.

Για την κάθοδο των σλάβων από τη βόρεια βαλκανική έως την κυρίως Ελλάδα τον 7ο αιώνα κάνουν λόγο διάφοροι, όπως: ο Μαυρίκιος στο «Στρατηγικόν», ο επίσκοπος Isidorus Hispalensis («Patrol. Lat. Migne», τ. 83, 1056), οι Ch. Diehl - G. Marcais («Le monde oriental», 152 και 215) κ.ά.. 

 

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (3, 152) γράφει, πως ο Ηράκλειος εγκατέστησε τούς σλάβους στη δυτική Μακεδονία. Άλλοι πάλι σλάβοι ενεργήσανε κι επιδρομές κατά τής Θεσσαλονίκης (βλ. Tafrali: «Thessalonique des origines», σελ. 108 και 118 και Drovik: «Les Slaves, Byzance et Rome...», 8).

Στα μέσα τού 7ου αιώνα, που η βυζαντινή αυτοκρατορία έχασε τις κτήσεις της στην Ανατολή, οι σλάβοι είχαν πλημμυρίσει τη Βαλκανική κι είχαν εγκατασταθεί οριστικά σε πολλές περιοχές, όπως στη σημερινή Βουλγαρία και Νοτιοσλαβία. Μόνο στις παραθαλάσσιες περιοχές αναγνωριζόταν η βυζαντινή εξουσία.

Οι ντόπιοι πληθυσμοί (δηλαδή οι ιλλυριοί, οι έλληνες, οι θράκες και οι μακεδόνες), στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι, άλλοι κατέφυγαν στα βουνά κι άλλοι πήγαν πρόσφυγες στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη κι άλλοι στις οχυρωμένες βυζαντινές πόλεις τής Αδριατικής και τού Αιγαίου.

Οι σλάβοι, πολλές φορές αντιστάθηκαν στούς φορολογικούς υπάλληλους τού Βυζαντίου, γι΄ αυτό, στα 657, ο βυζαντινός στρατός τούς ανάγκασε, όχι μόνο να πληρώνουν τούς φόρους, αλλά και να γίνουν πολίτες τού Βυζαντίου και να στρατεύονται. 

 

Μα κάθε φορά, που το Βυζάντιο βρισκόταν σε πόλεμο, αυτοί στασίαζαν. Στα χρόνια μάλιστα τού Ιουστινιανού Β΄ έγινε μεγάλη στάση στη Μακεδονία. Ο αυτοκράτορας έστειλε πολύ στρατό, τους χτύπησε κι έπιασε χιλιάδες αιχμαλώτους. 30.000 σλάβοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη Βιθυνία τής Μικράς Ασίας. 

 

Εκεί σχηματίστηκε σλαβικός στρατός, το Τάγμα των Σκλαβησιάνων, με το οποίο ο αυτοκράτορας σκόπευε να ενισχύσει τη θωράκιση τού Βυζαντίου απέναντι στον αραβικό κίνδυνο. (Οι επιδρομές των περσών και των αράβων είχαν φέρει μεγάλες μεταβολές στις μικρασιατικές επαρχίες τού Βυζαντίου. Πολλοί αρμένιοι, μαρδαΐτες και άλλοι πληθυσμοί τής μακρυνής και μέσης Ανατολής είχαν έρθει κι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία κι αλλού.)

Ο Ιουστινιανός Β΄, φαίνεται, πως συμβιβάστηκε τελικά με τούς σλάβους κι εγκατέστησε πολλούς και στην περιοχή τού Στρυμόνα. [Ο Κ. Πορφυρογέννητος γράφει, πως «Σκύθας (=σλάβους) εν τοις όρεσι τού Στρυμόνος και ταις βάθραις (=διάσελλα) των κλεισουρών» (3, 50), βλ. και Άμαντου, μελέτη στο περιοδικό «Ελληνικά» (τ. 5ος, σελ. 321, 1932)].

Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, στα 748-762, έγιναν νέες μαζικές εγκαταστάσεις σλάβων στις βυζαντινές περιοχές και περισσότεροι από 200.000 εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. 

 

Ο εποικισμός αυτός έφερε μεγάλη οικονομική άνθιση στην ύπαιθρο, γιατί όχι μόνο καλλιεργήθηκαν οι έρημες περιοχές, αλλά και γενικά βελτιώθηκαν οι παραγωγικές συνθήκες, επειδή οι σλάβοι ήταν καλοί κτηνοτρόφοι και γεωργοί. 

 

Έτσι, ο ντόπιος αγροτικός κοινοτισμός βρήκε τώρα τούς κατάλληλους όρους να επιβιώσει και να αναζωογονηθεί. Σε πολλές μάλιστα περιοχές, σλάβοι κι έλληνες, με τις επιγαμίες και τις άμεσες συναλλακτικές επαφές τους αποτέλεσαν μικτές κοινότητες. 

 

Οι κοινωνικοί αυτοί μετασχηματισμοί συνεχίστηκαν ως τον 9ο αιώνα κι είχαν πολύ καλά αποτελέσματα. Ενίσχυσαν την αγροτική οικονομία τού Βυζαντίου και το έσωσαν από την οικονομική κρίση που περνούσε κι από τούς εξωτερικούς του εχθρούς.

Έτσι εξηγείται, το γιατί δεν γονάτισε το Βυζάντιο ύστερα από τι επιδρομές των σλάβων, τις εισβολές των αράβων, το χάσιμο τής Αιγύπτου, τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και άλλων περιοχών. 

 

Αν και είχε περιοριστεί στη Μικρά Ασία, στις επαρχίες τής Βαλκανικής, στα νησιά και σε ορισμένες κτήσεις στην Ιταλία, κατόρθωσε να επιζήσει κι ύστερα από έναν αιώνα να ξαναγίνει μεγάλη οικονομική δύναμη. Αυτό οφείλεται από τη μια μεριά στην αναδιοργάνωση τού κρατικού διοικητικού μηχανισμού κι από την άλλη στον εποικισμό των πολλών και διαφόρων φυλών, που ενίσχυσαν την αγροτική οικονομία.

Στα νεότερα όμως χρονια, άλλοι από τους ιστορικούς δεν δέχονται πως οι σλάβοι πλημμύρισαν τη Βαλκανική και την Ελλάδα κι άλλοι αρνούνται την εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο και λένε, πως η επίδρασή τους στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των λαών τής αυτοκρατορίας ήταν μηδαμινή. 

 

Ειδικά από τον 19ο αιώνα και μετά, οι έρευνες, οι σχετικές με τις εισβολές και την εγκατάσταση των σλάβων στη Βαλκανική κι ειδικότερα στην Ελλάδα, χώρισαν τούς βυζαντινολόγους σε δύο αντίθετες παρατάξεις. Αφορμή έγινε η θεωρία τού γερμανού Fallmerayer.

Ο Fallmerayer

 

O αυστριακός καθηγητής, που είχε περιοδεύσει στην Ελλάδα, δημοσίευσε το 1830 τον Α΄ τόμο τής εργασίας του «Ιστορία τής Χερσονήσου τού Μοριά», που προκάλεσε μεγάλο σάλο. Ηταν η εποχή, που η Ευρώπη έδειχνε τη μεγάλη της συμπάθεια για την επανάσταση τού ΄21. 

 

Ο Fallmerayer υποστήριζε στην εργασία του αυτή, πως η Ελλάδα είναι σωρός από ερείπια και πως οι νεοέλληνες δεν έχουν καμμία σχέση με τούς αρχαίους έλληνες. 

 

Στήριζε τη γνώμη του από τη μια μεριά στις βυζαντινές πηγές κι από την άλλη σε παρατηρήσεις, που έκανε περιοδεύοντας την Ελλάδα. 

Βρήκε ένα λαό πεινασμένο και απαθλιωμένο. 

Σε πολλές περιοχές μιλούνταν τα αρβανίτικα (αλβανικά) και τα βλάχικα. 

 

Η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν άγνωστη. 

 

Τις απόψεις του τις συμπλήρωσε αργότερα και με γλωσσολογικές παρατηρήσεις. 

Έκανε λόγο για σλαβικά τοπωνύμια, που από τη Μακεδονία έως τη νότιο Πελοπόννησο δείχνουν 

-όχι μόνο το πέρασμα, αλλά και

- την εγκατάσταση σλάβων στην Ελλάδα. («Fragmente aus den Orien», 1845). 

 


Jakob Philipp Fallmerayer:
«Geschichte der Halbinsel Morea Wahrend des Mittelalters», τ. Α΄, ΙΙΙ-ΧΙV).


Ερευνώντας τις βυζαντινές πηγές, ο γερμανός ιστορικός στηρίχτηκε κυρίως στις πληροφορίες τού εκκλησιαστικού συγγραφέα τού 6ου αιώνα, Ευάγριου, που γράφει: «Οι άβαροι επιτέθηκαν δυο φορές μέχρι το Μακρό Τείχος και κατέλαβαν τη Σιγγιδώνα (σ.σ. Βελιγράδι), την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα καταστρέφοντας και καίοντας το κάθε τι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων τού Βυζαντίου ήταν απασχολημένο στην Ανατολή». («Εκκλ. Ιστορία», VI, 10).

 

 


 Επειδή ο Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861) ήταν άκρως επικίνδυνος για τις εθνοποιητικές διαδικασίες επί των διαφόρων λαών τού ελλαδικού χώρου και τη δημιουργία τού νεοελληνικού κρατιδίου τον 19ο αιώνα, αμέσως οι εργασίες του στοχοποιήθηκαν από το νεοελληνικό εθνικισμό και διάφοροι ρωμιοχριστιανοί θεωρητικοί τούς επιτέθηκαν μετά μανίας.



Επίσης, ο Fallmerayer υποστήριξε, πως η πανούκλα, που το 746 μεταδόθηκε στην Ελλάδα από την Ιταλία, εξολόθρευσε τελείως τον ελληνόφωνο πληθυσμό

Για την πανούκλα έκανε λόγο κι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφοντας, πως από τον τρομερό λοιμό «εσλαυώθη πάσα η χώρα». («Περί Θεμάτων», ΙΙ, 3). Στον εκσλαβισμό τού ελλαδικού χώρου αναφέρεται ακόμα κι ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος (βλ. παρακάτω ανατύπωση από την «Ιστορία» του).

 

 


 

Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους»,
τ. 4, κεφ. «Λοιμός. Πάλιν οι Σλαύοι», σελ. 390.

Αργότερα, ο Fallmerayer, στον Β΄ τόμο τής «Ιστορίας τού Μοριά», υποστήριξε, πως οι αρβανίτες άποικοι έδιωξαν κατά τον 14ο αιώνα τούς εναπομείναντες πληθυσμούς κι έτσι η επανάσταση τού ΄21 ήταν κυρίως έργο των αρβανιτών. (Διαβάστε σχετικά στο Β΄ και Γ΄ μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...)

 

https://vimeo.com/70593665

 


Σύγχρονος ιστορικός ψευδόμενος.
(Ο καθηγητής τού πανεπιστημίου Αθηνών,
Θάνος Βερέμης).

Οι ιστορικοί τής Ρωμιοσύνης τα τελευταία 150 χρόνια έχουν επιχειρήσει να αποδείξουν τη δήθεν φυλετική συνέχεια των σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου με τούς αρχαίους έλληνες
δημιουργώντας το ψέμα «οι αρχαίοι ημών πρόγονοι», πάνω στο οποίο έχει στηθεί ολόκληρο το νεοελληνικό κράτος-ψέμα.

Παρατηρείστε στο παραπάνω βίντεο πώς ψεύδεται ένας σύγχρονος ιστορικός, ο καθηγητής Ιστορίας τού πανεπιστημίου Αθηνών Θ. Βερέμης, λέγοντας, πως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ήταν δήθεν υπεράνω αιμάτων και μή πιστεύοντας στη βιολογική ομοιογένεια απάντησε απαξιωτικά στο Fallmerayer (o οποίος ήταν εκείνος, που ασχολείτο με τα αίματα).

Όχι μόνον ασχολείτο με τα αίματα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, αλλά ήταν από τούς πρωτεργάτες τής δημιουργίας τού μύθου τής συνέχειας τού ελληνικού έθνους στο χρόνο. Η Ιστορία του τιτλοφορείται «Ιστορία τού ελληνικού έθνους»,
το οποίο βέβαια δεν ισχύει, διότι δεν υπήρχε ούτε καν σαν έννοια το ελληνικό έθνος πριν τον 19ο αιώνα. 
 
Δείτε στην παρακάτω φωτοτυπία από την Ιστορία του (τόμος Δ΄, σελ. 186, έκδ. «Νίκας Α.Ε.), πώς ο Κ. Παπαρρηγόπουλος υπερασπίζεται τη «συγγένεια τού καθ΄ ημάς ελληνικού έθνους προς το αρχαίον».

 


 

 Προκειμένου να τεκμηριώσει τη δήθεν φυλετική συγγένεια των σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου με τούς αρχαίους έλληνες απαντώντας στον Fallmerayer, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, έγραψε το εικονιζόμενο βιβλίο.

 

 


 

 Ιστορικά στοιχεία

 
Για τις επανειλημμένες εισβολές των σλάβων τούς πρώτους βυζαντινούς αιώνες κάνουν λόγο ο Αγαθίας («Ηist. Graeci Minores, II, 389), o Mένανδρος («Ηist. Graeci Minores, II, 98,99) και ο Προκόπιος σε πολλά σημεία των «Ανεκδότων» του. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι εισβολές αυτές είχαν ληστρικό χαρακτήρα. Τις οργάνωναν για να πάρουν τρόφιμα, κοπάδια κ.λπ.. 

 

Στα χρόνια αυτά δεν υπήρχαν ισχυρές βυζαντινές φρουρές στα διάσελα και στις επίκαιρες στρατηγικές θέσεις Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ελλάδας κι έτσι οι σλάβοι, αλλά κι άλλοι λαοί, όπως οι ούννοι, (οι οποίοι μάλιστα, σύμφωνα με τον Προκόπιο, μια φορά έφτασαν μέχρι τον Ισθμό τής Κορίνθου), δεν έβρισκαν αντίσταση κι αφού ρήμαζαν χώρες και χωριά, γύριζαν πίσω. 

 

Είναι όμως πολύ πιθανό, πως έμεναν πολλοί από αυτούς σε περιοχές βουνήσιες ή ακόμα και σε πεδινά μέρη, που ήταν ακατοίκητα ή όπου οι κάτοικοι, που μισούσαν τούς βυζαντινούς για τις φορολογικές κι άλλες καταπιέσεις, έβλεπαν τούς σλάβους σαν ελευθερωτές.   

Από τον 6ο αιώνα, που άρχισαν να εμφανίζονται στις περιοχές τής αυτοκρατορίας οι σλαβικές φυλές, η βυζαντινή διοίκηση επέτρεψε τον εποικισμό των ποιμενικών και νομάδων αυτών σλαβικών πληθυσμών δεδομένου, ότι ήταν ανάγκη ο εποικισμός, για να μη μείνουν έρημες οι πλούσιες μακεδόνικες, θρακικές και θεσσαλικές περιοχές και να προφυλαχθούν από βαρβαρικές επιδρομές.

 

 Κατά τον 7ο αιώνα είχε ανάψει οξύς εμφύλιος πόλεμος στις ανατολικές περιοχές τού βυζαντινού κράτους. 

 

Λόγω τής επίθεσης  των αραβικών καί περσικών στρατιών κατά τού βυζαντίου κι ορισμένων εμφύλιων ταραχών ήταν δύσκολο στη βυζαντινή διοίκηση να μην επιτρέψει το σλαβικό εποικισμό κατά το τέλος τού 6ου - αρχές 7ου αιώνα.

 

 

 Στα μέσα, όμως, τού 7ου αιώνα, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι στρατηλάτες,  έκαναν σειρά ολόκληρη επιχειρήσεων πολεμικών εναντίον των σλαβικών φυλών. Όταν έλυσαν τα χέρια τους από τις επιδρομές στις ανατολικές περιοχές, τότε εξεστράτευσαν -κυρίως κατά των σλάβων, που είχαν εποικισθεί στη Μακεδονία και στη Θράκη- γιατί  συνιστούσαν κίνδυνο για την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. 

 

Οι εκστρατείες αυτές (κατά το 657, 678, 687 μ.Χ.) δεν είχαν και πολύ μεγάλη επιτυχία. Πολλές σλαβικές νομαδικές και ποιμενικές φυλές, δήλωσαν υποταγή στο βυζαντινό κράτος και πολλούς μετέφερε ο Ιουστινιανός ο Β΄ σε μικρασιατικές περιοχές. Οι άλλοι, όσοι έμειναν στη βυζαντινή επικράτεια, έμειναν κι αυτοί σαν ελεύθερες βυζαντινές κοινότητες τού κράτους.

 


 

Δεν είναι μόνον ο Fallmerayer, που αμφισβήτησε την αρχαιοελληνική καταγωγή των σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου. 
 
Τού Fallmerayer είχε προηγηθεί ο άγγλος ιστορικός Edward Gibbon, ο οποίος στο έργο του «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» (τόμος 9, κεφ. LIII, 1776) είχε αναφερθεί στο θέμα. 
 
Η πλειοψηφία εξ άλλου των κατά καιρούς διαφόρων περιηγητών στην Ελλάδα (ιστορικών, αρχαιολατρών κ.λπ.) στις ίδιες πάνω - κάτω παρατηρήσεις προβαίνουν. [Διαβάστε σχετικά στις σειρές τού Κυριάκου Σιμόπουλου Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (4 τόμοι) και Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ΄21 (5 τόμοι).]  
 

Χριστιανικές πηγές κάνουν επίσης λόγο για εισβολές («Βιβλίο των θαυμάτων τού αγίου Δημητρίου», αββάς Ι. Biclarensis και Ευάγριος στην «Εκκλ. Ιστορία», 228 και «Monumenta Germaniae Historica», τ. ΧΙ, 215), αλλά και για εγκατάσταση των σλάβων στον ελλαδικό χώρο: 
 
«...Ο καταραμένος λαός των σλάβων διήλθε όλη την Ελλάδα, κατέλαβε πολλές πόλεις και φρούρια, ερήμωσε, κατέκαυσε, λεηλάτησε και κυριάρχησε τής χώρας, εγκατασταθείς ανενόχλητος και άνευ φόβου, ως να έμενε εις την πατρίδα του... 
 
Και έως σήμερα ακόμη (σ.σ. 6ος αιώνας) είναι εγκαταστημένοι ησύχως στις ρωμαϊκές (σ.σ. = βυζαντινές) επαρχίες και χωρίς καμμιά φροντίδα ή φόβο λεηλατούν, δολοφονούν, πυρπολούν. Έχουν γίνει πλούσιοι, κατέχουν χρυσό και άργυρο, ποίμνια αλόγων και πολλά όπλα. Έμαθαν να διεξάγουν τον πόλεμο καλύτερα από τούς ρωμαίους...» (Σύρος επίσκοπος Εφέσου, Ιωάννης: «Τhessalonique des origines au XIV siecle, 98-99).
 

Σύμφωνα με το Θεοφάνη, η αυτοκράτειρα Ειρήνη, (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ειρήνη η Αθηναία ή Ειρήνη η Εβραία;), το 783, έστειλε πολύ στρατό εναντίον των σλάβων στη Θεσσαλονίκη, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο και τούς υπέταξε («Χρονολ., 1, 456-457). 
 

Η επανάσταση των σλάβων
 
Γύρω στα 805 - 807 (Βασίλιεφ, Κουγέας και Ζακυθηνός παραδέχονται τη χρονολογία 805, ενώ ο Χόπφ την 807), οι ελεύθεροι αγρότες στην Πελοπόννησο, που ανήκαν σε κοινότητες ελληνικές και σλάβικες, στασίασαν, όπως μάς πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, χτύπησαν τούς τσιφλικάδες κι ακόμα έφτασαν απ΄ έξω από την Πάτρα και την πολιόρκησαν από στεριά και θάλασσα. Δεν μπόρεσαν όμως, να την πάρουν. Ο βυζαντινός στρατός τούς νίκησε.
 

Αν δεν είχε γίνει εγκατάσταση πολλών σλάβων στην Ελλάδα, δεν θα ξεσπούσαν κάθε τόσο στάσεις και ανταρσίες σλάβων. «Πράγμα, που δείχνει καθαρά -γράφει ο Βασίλιεφ-, πως τον 8ο αιώνα, οι σλάβοι στη βαλκανική χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένης και τής Ελλάδας, όχι μόνον είχαν εγκατασταθεί οριστικά και σταθερά, αλλά και έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή τής αυτοκρατορίας». («Ιστορία τής βυζ. αυτοκρ.», σελ. 298-299). 
 

«218 χρόνους κατέσχον»
 
Ο πατριάρχης Νικόλαος Β΄ (1084-1111), σ΄ ένα γράμμα του προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «Οι άβαρες, μέχρι τού 805 ή 807 την Πελοπόννησον επί διακοσίους δέκα οκτώ χρόνους όλους κατέσχον και τής ρωμαϊκής (=βυζαντινής) απετέμνοντο, ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή ρωμαίον (=βυζαντινό) άνδρα». (Le Quien: «Oriens Christianus», τ. ΙΙ, 179).
     
Ο σύρος πατριάρχης Μιχαήλ (1166-1199), έχοντας υπ΄ όψη του πηγές τού 6ου αιώνα, γράφει για επεισόδια και μάχες επί Μαυρικίου μεταξύ βυζαντινών και σλάβων στην Κόρινθο, την Αγχίαλο κ.ά.. («Χρονικόν Μιχαήλ τού Σύρου», έκδ. J.B.Chabot, βιβλ. Χ, κεφ. ΧΧΙ, τ. ΙΙ, 361-364).

 
Αλλά και οι βυζαντινές πηγές πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι πολλές. Για σλάβικες επιδρομές, πιθανώς το 588, κάνει λόγο ο βυζαντινός ιστοριογράφος, ο Ευάγριος. («Εκκλ. Ιστορ.», έκδ. «Rindez et Parnentier», 288). 
 
Ο Σιμοκράτης μνημονεύει σλαβική επιδρομή στα 585-586 και για συνθήκη ειρήνης, που έκλεισαν οι άβαροι και ο Μαυρίκιος γύρω στα 600. Στα χρόνια τού Φωκά και Ηράκλειου οι σλαβικές επιδρομές εξακολούθησαν. Γι΄ αυτές γράφουν ο επίσκοπος τού Νικίου τής Αιγύπτου, Ιωάννης, ο Θεοφάνης κι ο Ισίδωρος επίσκοπος Σεβίλλης (570-636).

 
Οι σλάβοι το 623 ενεργούν θαλάσσια επιδρομή ενάντια στα νησιά τού Αιγαίου και την Κρήτη, σύμφωνα με το χρονογράφο Θωμά τον πρεβύτερο από τα Έμμεσα, που έζησε τέλος τού 6ου αιώνα, αρχές 7ου. 
 
Για να ενεργούν οι σλάβοι τέτοιες επιδρομές στη νησιά και την Κρήτη, είναι προφανές, ότι ήταν εγκαταστημένοι στα παράλια τής Θεσσαλίας και τής Πελοποννήσου. Για τη θαλάσσια αυτή επιδρομή των σλάβων κάνει λόγο κι άλλη μια πηγή, το «Πασχάλιον Χρονικόν» (Ι, 712). Το καλοκαίρι τού 626 οι άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος αναγνώρισε την εγκατάσταση των σλάβων στην Ιλλυρία κι έτσι απαλλάχηκε από αυτούς.

 
Από τις πηγές μαθαίνουμε ακόμα, πως και στο Δυρράχιο και στην Αθήνα υπήρχαν σλάβοι (βλ. Βασίλιεφ, 298). Ο γερμανός ιστορικός Κούρτιος, έχοντας υπ΄ όψη τις βυζαντινές πηγές υποστηρίζει, πως στην Πελοπόννησο και μάλιστα στη Μεσσηνία ιδρύθηκε αβαροσλαβικό κράτος κατά τον 6ο αιώνα: «Σύμφωνα με σαφέστατη μαρτυρία, διακόσια δέκα οκτώ χρόνια από το 589 ως 807 υπήρχε και διατηρήθηκε στην Πελοπόννησο αβαρικό, ανεξάρτητο από το βυζαντινό κράτος και απρόσιτο σε κάθε έλληνα χριστιανό». («Peloponnesos», τ. Α΄, 91). 
 
Ο Κούρτιος υποστηρίζει ακόμα, πως το αβαρικό κράτος περιλάμβανε τα δυτικά παράλια τής Πελοποννήσου κι ότι το τοπωνύμιο Ναβαρίνο διατηρήθηκε «ίχνος σαφές», που υποδηλώνει, πως στο μέρος αυτό υπήρξε εστιά των αβάρων, όπως προαναφέρθηκε.
 
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι σλάβοι πλήθαιναν στην Ελλάδα. Τον 8ο αιώνα οι πληροφορίες για τις σλαβικές εποικίσεις είναι πολλές και διαφωτιστικές. 
 
Στο «Οδοιπορικό» τής αποδημίας τού αγίου Βιλλιβάρδου (επίσκοπου Eichstaedt) στούς Αγίους Τόπους, λέει, πως στα 723 - 728, που έκανε το ταξίδι του ο παραπάνω επίσκοπος, η Μονεμβασία βρισκόταν στα χέρια των σλάβων. Αργότερα, ο Κ. Πορφυρογέννητος, όπως είδαμε πιο πάνω, γράφει, πως από την πανούκλα, που έπεσε στα μέσα τού 8ου αιώνα, ερημώθηκε ο τόπος, γιατί πέθαναν πολλοί, οπότε εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι κι έτσι «εσλαυώθη πάσα η χώρα».

 
 
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ένας αυτοκράτορας «Κοπρώνυμος», επειδή συγκρούστηκε με την Εκκλησία),  όταν το 751 κατέλαβε τη Θεοδοσιούπολη και τη Μελιτηνή, πήρε από εκεί τούς παυλικιανούς και τούς πήγε στη Θράκη. Από τις βυζαντινές πηγές μαθαίνουμε, πως ο Κωνσταντίνος έπαιρνε τον πληθυσμό από τη μια περιοχή και τον πήγαινε αλλού. Εκτός από την πανούκλα, ο Κωνσταντίνος είχε κι άλλο λόγο, που εφάρμοσε πλατιά εποικιστική πολιτική. 
 
 
Πήρε από την Ανατολή πληθυσμούς και τούς μετέφερε στη Θράκη κι από τη Βαλκανική τούς σλάβους τούς εποίκισε στην Ελλάδα. Κι ακόμα, το 762, 200.000 σλάβους μέσω τής Μαύρης Θάλασσας τούς μετέφερε στη Βιθυνία (Θεοφάν. 1, 439 και Νικηφ. 66). Εφαρμόζοντας το πρόγραμμα τής εικονομαχίας στα μέρη εκείνα, όπου υπήρχαν πολλοί εικονολάτρες, έστειλε παυλικιανούς και σλάβους, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.
 

Κάτι αντίστοιχο μαθαίνουμε από το Θεοφάνη, ότι έγινε και στην Κωνσταντινούπολη: Το 754/5, από θανατικό λιγόστεψαν πολύ οι κάτοικοί της, γι΄ αυτό μεταφέρανε οικογένειες από αλλού (Θεοφάν. 66).
 

Το «Χρονικόν τής Μονεμβασίας»
 
 
Έχουμε όμως, κι άλλη πηγή, το «Χρονικόν τής Μονεμβασίας», που γράφτηκε από ανώνυμο ιστοριογράφο τού 10ου αιώνα, βασίζεται σε ιστορικές πηγές προηγούμενων αιώνων και εξιστορεί με παραστατικό τρόπο τη μαζική αβαροσλαβική εποίκηση τού ελλαδικού χώρου από τα χρόνια τού Ιουστινιανού και δώθε. 
 
Το ανακάλυψε στη μονή Ιβήρων ο μετέπειτα καθηγητής και πρωθυπουργός, Σπ. Λάμπρου, ο οποίος μάλιστα προβληματίστηκε, για το αν θα το δημοσίευε ή όχι, δεδομένου, ότι το μεσαιωνικό αυτό χειρόγραφο κατέρριπτε όλα όσα υποστήριζε μέχρι τότε η νεοελληνική εθνική σχολή και δικαίωνε από τον τάφο τον Fallmerayer.

 

 


 

 Ορισμένα αποσπάσματα από το «Χρονικό τής Μονεμβασίας» (από αριστερά προς τα δεξιά):
1. Οι σλαβικές ειβολές στον ελλαδικό χώρο, η εκδίωξη των ελληνικών φύλων κι η εγκατάσταση των σλαβικών στην Πελοπόννησο.
2. Η πολύχρονη (επί 218 χρόνια) εγκατάσταση των αβάρων στην Πελοπόννησο.
3. Ο βασιλιάς Νικηφόρος ανοικοδομεί τη Λακεδαίμονα και την αποικίζει με καφήρους, θράκες, αρμένιους κι άλλους από άλλους τόπους.
4. Ο εκχριστιανισμός των «βαρβάρων».

 

Παρά το ότι το «Χρονικόν τής Μονεμβασίας» αποτελεί το σπουδαιότερο ίσως κείμενο για την κατανόηση των πληθυσμιακών μεταβολών, που συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο κατά το Μεσαίωνα, αγνοείται, επικρίνεται ως αναξιόπιστο ή παραποιείται -για προφανείς λόγους- από την επίσημη νεοελληνική ιστοριογραφία.

 

Οι σλαβικές κοινότητες στον ελλαδικό χώρο

 
Οι εσωτερικές διαμάχες τής αυτοκρατορίας κατά τις αρχές τού 8ου αιώνα, οι διαμάχες περί τον αυτοκρατορικό θρόνο, ο αγώνας εικονομάχων και εικονολατρών ήταν τότε κέντρο προσοχής τού κράτους κι έτσι έμειναν άλυτα πολλά ζωτικά προβλήματα των βυζαντινών πληθυσμών. 

 

Έτσι, κατά τα χρόνια, που υπολογίζεται, ότι εκδόθηκε ο βυζαντινός αγροτικός νόμος (μέσα τού 8ου αιώνα) υπήρχαν αρκετοί σλαβικοί πληθυσμοί στίς περιοχές τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι φυλές αυτές μπορούν να χωρισθούν σε δυο μεγάλες ομάδες.

Μερικοί σλαβικοί πληθυσμοί, κυρίως οι νομαδικοί, έμειναν ανεξάρτητοι από την αυτοκρατορία. Οι άλλοι υποταγήκαν στούς αυτοκράτορες (Κώνστα Β΄, Κωνσταντίνον Πωγωνάτο και στον Ιουστινιανό Β΄).

Η αυτοκρατορία διατηρούσε σε όλα τα Βαλκάνια ενισχυμένα φρούρια των θεμάτων, όπως έλεγαν τότε τις περιοχές (επαρχίες ή νομούς). Ήταν ισχυρά φρούρια σε όλη την Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη, στο Στρυμόνα, στην Εύβοια, στην Πάτρα, στην Κόρινθο και αλλού. Και όλες οι μάζες των πληθυσμών τής κύριας Ελλάδας, που κατοικούσαν στις περιοχές αυτές είχαν κάποια ανεξαρτησία από την κεντρική διοίκηση και είχαν ξεχωριστά ήθη, έθιμα και παραδόσεις διαφορετικές από τις μακρυνές μικρασιατικές περιοχές τού Βυζαντίου. 

 

Φαίνεται, πώς οι σλαβικές φυλές, που είχαν δηλώσει υποταγή στούς αυτοκράτορες ζούσαν κάτω από ομαλές συνθήκες με τούς ντόπιους. Στη Μακεδονία, κοντά στη Θεσσαλονίκη, κατά τον 7ο αιώνα ζούσε η σλαβική φυλή των βερζίτων. Οι βερζίτες πήραν μερος στην πολιορκία τής Θεσσαλονίκης κατά το 676. Ανατολικά απ΄ τούς βερζίτες ζούσαν οι στριμμονίτες σλάβοι ή σλαβίνοι οι από Στρυμώνος. 

 

Ασφαλώς σ΄αυτές τις περιοχές τής Μακεδονίας έκανε επιδρομή και ο Ιουστινιανός Β΄ κατά τό 687. Κάτι τέτοιο αναφέρει ο Θεοφάνης κι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Στον ποταμό Νέστο, σύμφωνα με τα γραφόμενα τού Νικήτα Χωνιάτη, (το 1199) ζούσαν οι σμολένοι σλάβοι, αναφέρει μάλιστα το θέμα των σμολένων.

Παληοί σλαβικοί θρύλοι μιλούν για την φυλή των ρυγχίνων σλάβων, που ζούσαν κοντά στον Κόλπο Ορφανού. Κοντά στούς ρυγχίνους ζούσαν κι οι σαγουδάτες (ή σαγουδαίοι, σαγουδάοι, σαγουδάτοι). Δυτικά τής Θεσσαλονίκης ζούσαν οι δραγουβίτες. Άλλοι δραγουβίτες ζούσαν στη βορειοδυτική Θράκη κοντά στη Ροδόπη. Εκτός απ΄ τις σλαβικές αυτές φυλές, στα παράλια τής νοτίου Ηπείρου, βόρεια τής Άρτας, ζούσαν οι  βεουνίτες, που είχαν πάρει κι αυτοί μέρος στην πολιορκία τής Θεσσαλονίκης το 676. 

 

Στα περίχωρα τής Δημητριάδος Βόλου και των Θεσσαλικών Θηβών ζούσαν οι φυλές των βελεγιζιτών σλάβων εξ ου και η τοπωνυμία τού Βελεστίνου. Οι βελεγιζίτες ήταν σύμμαχοι με τους βεουνίτες τής Άρτας. Στή λοιπή Ελλάδα, γύρω στη Σπάρτη, στις δυτικές πλευρές τού Ταϋγέτου ζούσαν οι μιλίνγοι κι οι εζερίτες (γι΄ αυτούς αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος).
 
Οι σλαβικές κοινότητες, που είχαν δημιουργηθεί στη βυζαντινή επικράτεια, ακολουθούσαν κι αυτές τούς νόμους και τις περιπέτειες τού κράτους. Κατά τα μέσα τού 7ου αιώνα, ήταν χωρισμένοι σε πολλές κοινότητες, που έπαιρναν πολλές τ΄ όνομά τους από τον τόπο κι όχι απ΄ τον αρχηγό τής φυλής τους. 

 

Πολλοί συμμαχούσαν μεταξύ τους, όπως οι δραγουβίτες, σαγουδάτες, βελεγιζίτες, βεουνίτες, βερζίτες, συμμάχησαν κατά την πολιορκία τής Θεσσαλονίκης το 676. Άλλοτε όμως, όπως το 685 - 687, όταν οι ρυγχίνοι, οι στρυμονίτες κι οι σαγουδάτες  πολιορκούσαν τη Θεσσαλονίκη, οι θεσσαλοί βελεγιζίτες σλάβοι, βοήθησαν τούς πολιορκούμενους βυζαντινούς και τούς προμήθευαν τροφές κι ό,τι άλλο χρειάζονταν.

 

Σλαβικό νεκροταφείο στην Ολυμπία

 
Το ότι οι σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τη Θεσσαλία έως τον Ταϋγετο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. 

 

Το 1959, σε ανασκαφές στην Ολυμπία, στα ανώτερα στρώματα, επάνω από τα υστερορωμαϊκά, βρέθηκαν αβαθείς λακοειδείς κοιλότητες, κάθε μία από τις οποίες είχε μέσα ένα χονδροειδές αγγείο με στάχτη από καύση νεκρού και μαζί υπολείμματα από σιδερένια μαχαίρια και υποτυπώδεις χάντρες από υαλόμαζα, σχηματοποιημένες. 

 

Πρόκειται για σλαβικό νεκροταφείο. Όταν λέμε εγκατάσταση, δεν εννοούμε, πως οι πριν κάτοικοι έφυγαν όλοι ή μετανάστευσαν, πέθαναν από θανατικά κ.λπ.. Έμειναν σε πολλές περιοχές. 

 

Έτσι, αλλού μεν στα αστικά κέντρα σλάβοι και ντόπιοι, σιγά - σιγά, ήρθαν σε επιγαμίες κι αλλού στα ορεινά οι σλάβοι εξακολούθησαν να είναι οργανωμένοι σε κοινότητες - πατριές.

 


 

 Βοστίτζα (Αίγιο), Μίρακα, Βελιγόστι, Νίκλι (Τεγέα), Σλαβοχώρι, Χαρβάτι (Μυκήνες), Χελμός (Αροάνια), Σέτσοβα, Ωλωνός (Ερύμανθος), Βουνδούκλα κ.λπ. Ο γερμανός ιστορικός κι ελληνιστής τού 19ου αιώνα, Gustav Friedrich Hertzberg, αναφέρεται στα σλαβικά τοπωνύμια.
      
Οι σλάβοι αντιστάθηκαν κατά τον 8ο αιώνα κατά των φράγκων επιδρομέων. Ο  Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει, ότι κατά την πολιορκία των Πατρών οι σλάβοι έγιναν τρόπον τινά υποτελείς τής Μητρόπολης Πατρών κι ήταν υποχρεωμένοι να συντηρούν με έξοδά τους όλοι μαζί όλους τούς επισκέπτες τής Μητρόπολης κρατικούς υπαλλήλους και σημαίνοντες τιτλούχους των διοικητικών υπηρεσιών.

Μάς αποκαλύπτει μάλιστα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, την αναφορά τού πρωτοσπαθάριου τής Πελοποννήσου, Ιωάννη Πρωτέα, στον αυτοκράτορα Ρωμανό τον Λεκαπηνό. Στην αναφορά αυτή σημειώνονται τα καθήκοντα των σλαβικών πληθυσμών προς το κράτος.

Το «Στρατηγικόν» τού Μαυρίκιου μάς πληροφορεί, ότι οι ελεύθερες σλαβικές αγροτικές κοινότητες ζούσαν ήσυχα στις περιοχές τής βυζαντινής επικράτειας. Οι  παρατηρήσεις του είναι σαφείς: «Οι σλάβοι έχουν περισσότερα ζώα κοπάδια από τούς ντόπιους. Συνήθως ζούνε κοντά σε δάση, σε άγρια ποτάμια, σε βάλτους και σε λίμνες. Δεν υπακούουν εύκολα στούς αρχηγούς τους και εν γένει δεν έχουν ομόνοια μεταξύ τους».

Έτσι μπορούμε να ορίσουμε το σλαβικό εποικισμό στις βυζαντινές περιοχές σαν αγροτικό και ποιμενικό πληθυσμό, που κατέλαβε κατά τον 6ο - 8ο αιώνα αγροτικές και ορεινές περιοχές τού χώρου τής αυτοκρατορίας.

Το σύστημα τού Γεωργικού Νόμου στο Βυζάντιο καθόριζε τη νομική υπόσταση των μελών των ελευθέρων αγροτικών κοινοτήτων και οικονομικά τούς κατέτασσε στην τάξη των λιγότερο φορολογουμένων υπηκόων τού Βυζαντίου. Ιδιαίτερα πρέπει να προσέξουμε, ότι στον αγροτικό νόμο τού Βυζαντίου δεν υπάρχει καθόλου εθνικιστικός χαρακτήρας. Τα γεωγραφικά όρια τού νόμου συμπίπτουν απόλυτα με την έκταση τού τότε βυζαντινού κράτους.

Φαίνεται από τα άρθρα τού νόμου, ότι το βυζαντινό κράτος προσπάθησε με το νόμο αυτό να αξιοποιήσει όλες τις εγκαταλελειμένες λόγω των πολέμων και των μεταναστεύσεων γαίες. Από την άλλη μεριά προσπάθησε με κάθε τρόπο ν΄αυξήσει και  να καλυτερεύσει τη γεωργική οικονομία τής αυτοκρατορίας.
 
Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά τον 6ο - 8ο αιώνα, οι επιθέσεις των αβάρων και των σλάβων είχαν ερημώσει τη Θράκη, τη Μακεδονία και την κυρίως Ελλάδα. Τα ίδια έπαθε και η Μικρά Ασία, από τις επιδρομές αράβων και περσών. Οι πληθυσμοί κατέφευγαν έντρομοι στήν πρωτεύουσα και στις μεγάλες οχυρωμένες πόλεις κι έτσι η ύπαιθρος έμενε έρημη, πράγμα, που δεν συνέφερε στο κράτος. 

 

Με τις συνθήκες λοιπόν αυτές, το βυζαντινό κράτος θεώρησε ορθό, όπως και ήταν, να βοηθήσει με νόμους την ανάπτυξη των ελεύθερων αγροτικών κοινοτήτων με τις παραδόσεις τής συνεταιριστικής εργασίας και τής συνεταιριστικής ιδιοκτησίας των λειβαδιών και των χωραφιών.

Έτσι, όλες οι σλαβικές φυλές, κυρίως ποιμενικές, που είχαν εποικισθεί από καιρό στη βυζαντινή επικράτεια, δημιούργησαν κι αυτές ελεύθερες κοινότητες και υπετάγησαν στις διατάξεις τού αγροτικού νόμου. Επίσης, και οι ελεύθερες γεωργικές κοινότητες των ντόπιων πληθυσμών, που είχαν ξεπέσει κατά την εποχή των επιδρομών, άρχισαν να ξανανθίζουν με νέα ζωή κατά τον 6ο - 8ο αιώνα, εποχή, που έγινε και ο σλαβικός εποικισμός στο Βυζάντιο. 

 

Νίκων Μετανοείτε εναντίον σλάβων Μάνης

 
Μερικά σλαβικά τοπωνύμια τής Μάνης: Αλτομιρά (σλαβ. Altomir - Aldomir), Ζίμοβα (Cimo, Cimov), Αράχοβα (orechova = τόπος με καρυδιές), Ανδρούβιτσα (Radovic στη Βουλγαρία), Μπάνιτζα (panica = δεξαμενή, λεκάνη), Τσέρια και Τσεροβά (cer = δρυς), Σελίστια και Σελεγούδι (selce, selca, selo = χωριό), Κριμίνιο (kremen = πέτρα), Δολοί (dola = χαμήλωμα, κοιλάδα), Ντόμπρα (dobrava = δάσος δρυών), Γαστίτζα (gazisti = διάβαση ανάμεσα σε όχθες ποταμού, πέρασμα), Λιασίνοβα (lesinova, les, lesina = πτώμα), Ίζινα (nizina = πεδιάδα), Λεντίνιο (ledina = νέα γη), Λοσνά (lozna, loza = κλήμα), Χελμός (halma = λόφος), Πιλαβίστα και Παλοβά (polovica, pola = πλευρά, μέρος, μισό), Πολυάννα (poliana = πεδινός τόπος, λιβάδι), Σαϊδόνα (sada = κήπος, αμπελώνας) κ.λπ. κ.λπ.. 

 

Η καταγραφή των τοπωνυμίων βρίσκεται στο βιβλίο τού Κ. Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης (15ος-19ος αιώνας)» (έκδ. πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005) κι έχει βασιστεί σε βενετσάνικα φορολογικά κατάστιχα, διάφορες στατιστικές τής εποχής κι άλλα μεσαιωνικά έγγραφα.

Ο μεγάλος αριθμός τοπωνυμίων, αλλά και ιστορικές πηγές τής εποχής, δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία για την παρουσία σλάβων στη Μάνη. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά τους να εγκατασταθούν στο μεσσηνιακό κάμπο, οι σλάβοι κατέληξαν στις δυτικές πλαγιές τού Ταΰγετου. Ζούσαν ως νομάδες κτηνοτρόφοι και δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα στούς ντόπιους, προβαίνοντας σε αρπαγές ζώων και λεηλασίες.

Σε διάφορους οικισμούς τής Μάνης έχει προτεθεί στο τοπωνύμιο ένα σλάβικο οικογενειακό όνομα ως επεξήγηση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Νικλιάνοι, οι οποίοι εμφανίζονται ως ιδρυτές ή κυρίαρχοι σε πέντε οικισμούς. Από αυτή την οικογένεια καταγόταν η μητέρα τού Διονυσίου Σολωμού, Αγγελική Νίκλη. 

 

Οι σλάβοι πρόγονοί της ήταν από αυτούς, που είχαν εποικήσει την Πελοπόννησο από τον 7ο αιώνα. Είχαν εγκατασταθεί αρχικά -εκτοπίζοντας τούς παλαιότερους κατοίκους τής περιοχής- στην αρχαία Τεγέα, όπου ίδρυσαν την πόλη Νίκλι, απ΄ όπου και το επώνυμό τους. Μετά την καταστροφή τής πόλης, τον 13ο αιώνα, αρκετοί από αυτούς πέρασαν στη Μάνη. 

 

Τον 15ο αιώνα, αφού η Βενετία είχε καταλάβει τη Ζάκυνθο κι επειδή το νησί είχε ερημωθεί από τούς πολέμους, τις επιδρομές των πειρατών και τις συχνές επιδημίες, η Βενετική Γερουσία κάλεσε οικογένειες από διάφορες περιοχές -μεταξύ των οποίων και από τη Μάνη- να εγκατασταθούν εκεί χορηγώντας τους κτήματα και διάφορες άλλες συνδρομές. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Άεργος, οκνηρός, μέθυσος, διεφθαρμένος. Βίος και πολιτεία τού Διονύσιου Σολωμού, εθνικού ποιητή τής Ρωμιοσύνης).

Ενώ όμως, ο εκχριστιανισμός των σλάβων τής υπόλοιπης Βαλκανικής προχωρούσε, στη Μάνη οι σλαβικές φυλές με κανένα τόπο δεν ήθελαν ν΄ αλλάξουν την πολυθεϊστική έως τότε θρησκεία τους. 

 

Γι΄αυτό η βυζαντινή κυβέρνηση, για να υποτάξει τούς σλάβους τής Μάνης, που κάθε τόσο στασίαζαν, αποφάσισε να τούς κάνει χριστιανούς με το ζόρι, ώστε να γίνουν κι αυτοί υποτακτικοί υπήκοοι τού Βυζαντίου και να καταβάλλουν ετήσιο φόρο, προκειμένου να παραμείνουν στις εστίες τους. 

 

Έστειλε λοιπόν στρατό και με τη βία τούς ανάγκαζε να βαπτίζονται και να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα.

 

Η βυζαντινή εξουσία ανέθεσε το δέκατο αιώνα στον αρμένιο μοναχό, Νίκωνα τον Μετανοείτε, τον εκχριστιανισμό τής Λακωνίας. Οι σλάβοι τού Ταϋγέτου ήταν πολυθεϊστές. Δεν είχαν ακόμα δεχθεί τη χριστιανική θρησκεία. 

 

Στο βίαιο εκχριστιανισμό των σλάβων ο Νίκων βοηθήθηκε από τον επίσκοπο Λακεδαίμονος Θεόπεμπτο και το στρατηγό Βασίλειο Απόκαυκο.

 

 


 

Σήμερα, ο Νίκων ο Μετανοείτε τιμάται ως άγιος και πολιούχος Σπάρτης (26 Νοεμβρίου).

 

 

Όταν αργότερα, έφτασαν οι φράγκοι στο Μοριά, οι σλάβοι διατηρούσαν ακόμα τη φυλετική τους υπόσταση. Είχαν όμως εκχριστιανιστεί κι αναγνωρίζοντας μόνο τη βυζαντινή εξουσία, πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Αυτό ανάγκασε τούς ιππότες τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας να εκστρατεύουν συχνά εναντίον τους και τελικά να οχυρώσουν το Μυστρά και το Λεύκτρο.

Οι φράγκοι βρήκαν τούς σλάβους οργανωμένους διοικητικά σε «δρούγγο». Ο δρούγγος ήταν υποδιαίρεση τής βυζαντινής «τούρμας» και η τούρμα υποδιαίρεση τού θέματος. Με άλλα λόγια οι περιοχές τους, είχαν οργανικό δεσμό με τη βυζαντινή διοίκηση και ανάλογο φρόνημα.

Προ τού 15ου αιώνα οι σλάβοι τής Έξω Μάνης είχαν πια αφομοιωθεί πλήρως, χωρίς να αφήσουν ίχνη σε μνημεία λόγου ή τέχνης, εκτός από τα τοπωνυμικά γλωσσολογικά κατάλοιπα. Οι απόγονοι τού «περήφανου Ζυγού των Μελιγών», όπως αναφέρονται στο «Χρονικό τού Μορέως (στίχ. 2993) αποκαλούνταν ζυγιώτες κι ήταν ελληνόφωνοι.

Αμοιβαία ανταλλαγή πολιτιστικών στοιχείων

 
Παρόμοια ήταν κι τύχη των σλάβων τού υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Όπως και οι  διάφοροι άλλοι λαοί, που εποίκισαν τον ελλαδικό χώρο το Μεσαίωνα, αργά ή γρήγορα εκβυζαντινίστηκαν ή σωστότερα, εκρωμαΐστηκαν, δηλαδή πήραν τη θρησκεία (χριστιανισμό) και τη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που από τον 7ο αιώνα και δώθε ήταν η ελληνική). 

 

Δεν εξελληνίστηκαν βέβαια, ο όρος αυτός είναι λάθος. Δεν υπήρχαν στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (παιδεία, αθλητισμός κ.λπ.) στο Βυζάντιο.  

 

Ακόμα κι ως λέξη, ο έλληνας ήταν υπό διωγμό όλο τον βυζαντινό μεσαίωνα. 

 

Επίσης, έδωσαν κι οι επήλυδες στοιχεία από την κουλτούρα τους στούς ντόπιους. Για την ακρίβεια, έγινε ανταλλαγή κι αμοιβαία αφομοίωση πολιτιστικών στοιχείων. Αυτός είναι κι ο λόγος, που στη σημερινή Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία παραδοσιακών φορεσιών, χορών, τραγουδιών κ.λπ.. 

 

Κάθε λαός, που κατά καιρούς ερχόταν κι εγκαθίστατο στο χώρο, έφερνε μαζί του και την κουλτούρα του. Έδινε στοιχεία, αλλά και αφομοίωνε στοιχεία από τούς άλλους. 

 

Γι΄ αυτό και μοιάζουν τόσο τα παραδοσιακά τραγούδια, οι χοροί κ.λπ. τής Ελλάδας με τής Βουλγαρίας, τής Τουρκίας, τής Σερβίας, τής Αλβανίας, τής Π.Γ.Δ.Μ..

 Υπάρχει βαλκανική ενότητα στην τέχνη, τη λαογραφία κ.λπ.. 

 

Ο Α. Κεραμόπουλος παρατήρησε: «Αρκεί να ακούσει κανείς στο ραδιόφωνο τη λαϊκή μουσική των βαλκανικών χωρών, για να κατανοήσει, πώς συγχέεται η μουσική περιουσία των αντίστοιχων λαών». 

 

Έτσι λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για βαλκανική μουσική, βαλκανική ποίηση, βαλκανική αρχιτεκτονική κι εν γένει περί κοινού βαλκανικού πολιτισμού. Ακόμα και στις βαλκανικές γλώσσες υπάρχουν πλείστα κοινά στοιχεία. Οι αμοιβαίες επιδράσεις των λαών τής Βαλκανικής κατέληξαν σε ανθρωπογεωγραφική σχεδόν ισοπέδωση.

Η ενότητα και η ομοιομορφία στις εκδηλώσεις τής πνευματικής ζωής και τής τέχνης των βαλκανικών λαών αποδίδονται εύλογα στη μακραίωνη συμβίωσή τους υπό την κοινή πολιτική διοίκηση τής Ρώμης και τού Βυζαντίου στην αρχή και των τούρκων αργότερα. 

 

Δείτε πόσες βαλκανικές χώρες έχουν το βυζαντινό δικέφαλο στις σημαίες τους ή σε εθνόσημα και θυρεούς τους. 

Ο βυζαντινός μεσαίωνας επιβιώνει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.


Σημείωση:
Από τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες κι έπειτα, δεν εμφανίζονται πλέον σλάβοι στο ιστορικό προσκήνιο. Το θέμα τής «εξαφάνισής» τους αναλύεται στο επόμενο άρθρο τής «Ελεύθερης Έρευνας» με τίτλο: Τί απέγιναν τόσοι σλάβοι;

Τα άρθρα αυτά εντάσσονται στη σειρά τής «Ελεύθερης Έρευνας» για την αποκάλυψη τής πραγματικής καταγωγής των σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου. (Βλ. Θεματολόγιο / Η πραγματική καταγωγή μας). 

 

 Θα ακολουθήσουν κι άλλα άρθρα στο μέλλον με τούς αποικισμούς κι άλλων ακόμα λαών, όπως τούρκων, μικρασιατών, βορειοαφρικανών κ.λπ..

Βιβλιογραφία

 
1. «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους», έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία τής Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
4. «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
5. «Το περί κτίσεως Μονεμβασίας χρονικόν».
6. I. Φ. Φαλλμεράυερ: «Περί τής καταγωγής των σημερινών ελλήνων», έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1984.
7. Καρόλου Χόπφ: «Οι σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλλμεράυρ», Βενετία, 1872.
8. Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Εμπορικής Τράπεζας τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987.
9. Κώστα Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης, 15ος-19ος αιώνας», έκδ. πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005.
10. «Ρίζες ελλήνων - Μανιάτες», έκδ. «Πήγασος εκδοτική Α.Ε.», Αθήνα, 2009.

Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...
Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των βλάχων
Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας!
Τί απέγιναν τόσοι σλάβοι;
Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται  
Ο μύθος τής διατήρησης των «εθνικών» χαρακτηριστικών τού ελληνικού έθνους
Το DNA των ελληναράδων
Με το ζόρι έλληνες! 

 


 

https://www.freeinquiry.gr 

 

 

 

theologos vasiliadis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου