Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ




«Ατυχώς δια τους χίους,
ο πλούτος των εξήπτε την επιθυμίαν πολλών
εκ των τα πρώτα φερόντων εν Ελλάδι,
κι εκέντρισε τυχοδιώκτας όπως επιχειρήσωσι
την κατάκτησιν της νήσου
».


Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως»,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008, τόμ. Α΄, σελ. 297.


 
 
 

Οι πραγματικοί υπαίτιοι της καταστροφής της Χίου

 
 

 
Η Χίος πριν το 1822 ήταν ένας επίγειος Παράδεισος με μοναδικά προνόμια για το χριστιανικό πληθυσμό. Δεν προσέλκυε μόνο ρωμιούς από άλλες περιοχές που αναζητούσαν καλύτερη μοίρα, αλλά και πολλούς ευρωπαίους. 


Οι χιώτες είχαν φορολογικές ελαφρύνσεις, ατομικές και θρησκευτικές ελευθερίες. Η οικονομία στηριζόταν εν μέρει στην αγροτική παραγωγή με κορυφαίο προϊόν τη μαστίχα, με την οποία πληρωνόταν ο φόρος στο σουλτάνο αντί για το γνωστό μας χαράτσι. Το μεγάλο εμπόριο όμως γινόταν με το μετάξι, που εξαιτίας της ποιότητάς του ήταν περιζήτητο. 


Η πρόοδος των χιωτών σε όλους τους τομείς (πολιτισμικό, πνευματικό και οικονομικό) απεικονίζει μια κοινωνία υψηλών προδιαγραφών. Εκμεταλλευόμενοι τα προνόμια που τους παραχωρήθηκαν από την Υψηλή Πύλη με τον πλέον συνετό και αποτελεσματικό τρόπο, οι χιώτες δημιούργησαν ένα αξιοζήλευτο διοικητικό σύστημα, τη Δημογεροντία, από την οποία πήγαζε, κατά κύριο λόγο, η ευημερία τους.


Το κλίμα που επικρατούσε στην «Ευδαίμονα Νήσο», προδίδει μια κοινωνία ακμαία, ανθηρή και προηγμένη, με σοβαρές εμπορικές δραστηριότητες στο εξωτερικό, δραστήριες παροικίες και στενές επαφές με τη Δύση, την κουλτούρα της οποίας ως ένα βαθμό είχε υιοθετήσει και αφομοιώσει.


Οι χιώτες είχαν κάνει τα πάντα, προκειμένου να παραμείνουν ουδέτεροι, αποστασιοποιημένοι από τα πλιάτσικα και τις θηριωδίες των ρωμιών από την άνοιξη του 1821 κι ύστερα.

Ένα χρόνο μετά το 1821 όμως, όλα άλλαξαν και η Χίος από ο Παράδεισος μετατράπηκε σε Κόλαση. Δυο τυχοδιώκτες, ο χιώτης Χατζηαντώνης Μπουρνιάς και ο σαμιώτης Λυκούργος Λογοθέτης έβαλαν στο μάτι τα πλούτη του νησιού. Χωρίς καμία σοβαρή
πολεμική προετοιμασία, χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς έγκριση από την κεντρική κυβέρνηση, τον Μάρτιο του 1822, μαζί με ένα τσούρμο πειρατών κατσαπλιάδων αποβιβάστηκαν στο νησί και πολιόρκησαν το κάστρο, στο οποίο είχαν κλειστεί οι οθωμανοί. Οι αρχές του νησιού θορυβήθηκαν, είδαν το κακό που ερχόταν και προσπάθησαν να τους διώξουν, ενώ ο μητροπολίτης εξέδωσε αφορισμό εναντίον τους, αλλά μάταια. Οι «επαναστάτες» άρχισαν τις καταστροφές και το πλιάτσικο λεηλατώντας αδιακρίτως σπίτια και περιουσίες οθωμανών, καθολικών, αλλά και ορθόδοξων ρωμιών.


 
Η πολιορκία τελικά απέτυχε. Οι οθωμανοί έστειλαν μεγάλη δύναμη στο νησί και η καταστολή που ακολούθησε ήταν πρωτοφανής.


 
Πανοραμική άποψη της Χίου, Jan Jansson, 1657.


Προνόμια


Μέχρι τον Απρίλιο του 1822, όλοι θα ήθελαν να ζήσουν σε αυτό το νησί. Τα προνόμια που απολάμβανε η Χίος ήταν μοναδικά. Αυτά τα προνόμια δεν αποκτήθηκαν ξαφνικά, μα σε βάθος χρόνου. Αρχικά, ήταν προνόμια εμπορικά των αστικών στρωμάτων του λιμανιού και στη συνέχεια προνόμια φορολογικά κυρίως των αγροτών του νότου, οι οποίοι παρήγαγαν τη μαστίχα. 



Απολάμβαναν απίθανες φορολογικές ελαφρύνσεις και ατομικές ελευθερίες τέτοιες, που μπροστά στη Χίο, πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες του 1822, έμοιαζαν με χωριά. 



Οι θρησκευτικές ελευθερίες ήταν δεδομένες και στην Χίο, όπως και στην υπόλοιπη οθωμανική αυτοκρατορία και τις απολάμβαναν όλοι οι υπήκοοί της. Οι άνθρωποι σε όλη την αυτοκρατορία δεν ήταν υπόδουλοι, όπως παρουσιάζεται από το νεορωμέικο εθνικισμό. Ήταν ισότιμοι πολίτες μιας αυτοκρατορίας, όπως κατ΄ αντιστοιχία σήμερα είναι πολίτες π.χ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης



Η οθωμανική περίοδος ερμηνεύθηκε, κατ΄ εξοχήν εθνοκεντρικά, από τη σκοπιά του «καταπιεσμένου» έθνους και το οθωμανικό κράτος παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως ένας μηχανισμός καταπίεσης. Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση δημιουργήθηκε τον προπερασμένο αιώνα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, δεδομένου, ότι η ιστοριογραφία της Ρωμιοσύνης, επηρεασμένη από τα ρεύματα του ρομαντισμού και του θετικισμού, αλλά και από τον θριαμβεύοντα εθνικισμό, αναπτύχθηκε ως εθνική ιστοριογραφία.

Η επιστημονική, ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και οι εκλαϊκευτικές μορφές της, όπως είναι τα σχολικά εγχειρίδια, αναπαρήγαν το ίδιο αυτό ψευδές σχήμα και μέσα στον 20ό αιώνα μέχρι και σήμερα.



 
Ρωμιός ευγενής την οθωμανική περίοδο.
 
 


Η Χίος είχε περιέλθει στην κατοχή των οθωμανών αμαχητί το 1566. Το γεγονός ότι οι χιώτες δεν αντιστάθηκαν όταν ο Πιαλή Πασάς εκστράτευσε κατά του νησιού, διευκόλυνε έπειτα την παραχώρηση προνομίων.

 

Οι ρωμιοί εκμεταλλεύθηκαν την ανικανότητα αντίστασης των γενουατών που κατείχαν το νησί, και ζήτησαν από τους οθωμανούς ευνοϊκή μεταχείριση.

 

Οι αξιόλογοι χιώτες γιατροί και άλλοι, που δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη, ως καλλιεργημένοι άνθρωποι βρίσκονταν κοντά στα κέντρα αποφάσεων, δηλαδή κοντά στον Σουλτάνο κι έτσι μπόρεσαν να εξασφαλίσουν από τον Σελίμ Β΄ τα περίφημα προνόμια, τα οποία παρείχαν αυτοκυβέρνηση του χριστιανικού πληθυσμού.


 
Οι ημέρες ευημερίας και ακμής στη Χίο κατά την οθωμανική περίοδο είχαν ξεκινήσει χάρη στα προνόμια της αυτοδιοίκησης, που παρασχέθηκαν από τον εικονιζόμενο Σουλτάνο Σελίμ Β΄ (16ος αι.). 
 

Τυπικά, το νησί αποτελούσε επαρχία της τοπαρχίας Αιγαίου (Εγιαλέτ) και διοικούταν από τον μουσελίμη (έπαρχο), ουσιαστικά όμως διοικούταν από χιώτικη τοπική αυτοδιοίκηση, αποτελούμενη από Δημογέροντες, τους λεγόμενους Δεπουτάτους, των οποίων η εξουσία ήταν διοικητική, δικαστική και εν μέρει εκτελεστική.
 

Οικονομία
 

Η οικονομία του νησιού βασιζόταν σε μεγάλη ποικιλία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπως στην:


Αγροτική παραγωγή κυρίως κηπευτικών. Η Κωνσταντινούπολη από τη Χίο προμηθευόταν πορτοκάλια, λεμόνια και κίτρα.

Βιοτεχνίες υφασμάτων, κυρίως βαμβακερών, που εξάγονταν σε διεθνές επίπεδο.


Παραγωγή και εξαγωγή μεταξιού, του οποίου η ποιότητα ήταν τέτοια, που το έκανε περιζήτητο άρα και ακριβότερο. Θεωρούταν καλύτερο από το μετάξι της Δαμασκού κι έφτανε μέχρι τις πρωτεύουσες της δυτικής Ευρώπης. 


Ναυτιλία, μέσω της οποίας τα προιόντα του νησιού γίνονταν διεθνώς γνωστά. Η πλοιοκτησία εξασφάλιζε αυτόνομες μεταφορές χωρίς εξαρτήσεις. 


Οι χιώτες ήταν περίφημοι έμποροι και ναυτικοί, που εξαπλώθηκαν σε πολλές παράλιες πόλεις της Τουρκίας, του Εύξεινου Πόντου, της Ρωσίας, της Μεσογείου, της Αγγλίας και της Ολλανδίας. Ασκούσαν κυρίως το εμπόριο τσόχινων ειδών, καθώς και μεταξωτών και χρυσοΰφαντων φορεμάτων. Με τη δραστηριότητά τους είχαν καταφέρει να ιδρύσουν αξιόλογους εμπορικούς οίκους σε όλα τα μεγάλα κέντρα της εποχής εκείνης, Άμστερνταμ, Μασσαλία, Λιβόρνο, Τεργέστη, Βιέννη, Μόσχα, Οδησσό, Μάλτα, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη κ.ά.. Οι οθωμανοί είχαν παράσχει ελεύθερη κυκλοφορία στους χιώτες έμπορους στην Τουρκία.

 
Το χιώτικο εμπορικό ναυτικό συναγωνιζόταν αποτελεσματικά στην Ανατολική Μεσόγειο τις ξένες σημαίες. Ευεργετικότατη επίδραση στο χιώτικο εμπόριο και στη ναυτιλία είχαν η καταστροφή και ο περιορισμός των ιταλικών δημοκρατιών, όπως και οι μετέπειτα ρωσοτουρκικοί πόλεμοι. Περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ο χιώτικος στόλος περιλάμβανε 250 πλοία.


Και τέλος στην:


Περιζήτητη μαστίχα. Η μοναδική στον κόσμο μαστίχα, ήταν το μέσο για να πληρωθεί ο ένας και μοναδικός φόρος που πλήρωναν οι κάτοικοι στο οθωμανικό κράτος. Ο σουλτάνος με αυτή την ελάχιστη μόνο φορολογία μπόρεσε να έχει μεγάλα κέρδη στα θησαυροφυλάκιά του. Η Χίος αποτελούσε γι΄ αυτόν μια από τις πιο πολύτιμες επαρχίες στην αυτοκρατορία του. 


Τη μαστίχα τη συγκέντρωνε ο αγάς. Η αγοραπωλησία της από ιδιώτες ήταν απολύτως απαγορευμένη. Τα εικοσιένα Μαστιχοχώρια είχαν αυτόνομη διοίκηση. 


Πράγμα περίεργο για οθωμανική επαρχία, τα Μαστιχοχώρια της Χίου αποτελούσαν κτήμα του αυτοκρατορικού χαρεμιού (άρα και προστατεύονταν απ΄ευθείας από αυτό), ενώ τα υπόλοιπα σαρανταέξι χωριά ανήκαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.


Όλα τα υπόλοιπα προϊόντα του νησιού ήταν ατελή. Δηλαδή, εντελώς αφορολόγητα. Κάτι, που σήμερα κανείς στον πλανήτη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι απολαμβάνει.
 

Για φανταστείτε έναν τόπο, του οποίου οι άνθρωποι έχουν πολλές και ποικίλες νόμιμες επιχειρήσεις, πληρώνουν φόρο μηδέν και μόνο ένα προϊόν τους θεωρείται ο φόρος ολόκληρου του τόπου τους. Ούτε οι σημερινές offshore δεν απολαμβάνουν τέτοια προνόμια.


Πληθυσμός
 

Συνέπεια των προνομίων ήταν το πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο, το οποίο έφερε και ανάλογα μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, που ξεπέρασε τους 100.000 κατοίκους.

 
Σύμφωνα με τα αρχεία των οθωμανών, οι κάτοικοι του νησιού ήταν 120.000. Κάποιοι ρωμιοί ιστορικοί υποστηρίζουν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό, που φτάνει τις 180.000. Αυτές οι διαφορές είναι μάλλον λογικές. Οι οθωμανοί, όπως ήταν φυσικό, είχαν στα αρχεία τους, τους καταγεγραμμένους υπηκόους, ενώ οι ιστορικοί ενδεχομένως έλαβαν υπ΄ όψη τους το σύνολο των κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων και των πολυάριθμων ξένων επισκεπτών για εμπορικούς ή άλλους λόγους. 


Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των δεκάδων χιλιάδων ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι μουσουλμάνοι αριθμούσαν μόνο 2.000-3.000, των οποίων η παρουσία μάλιστα, περιοριζόταν μέσα και γύρω από το Κάστρο του λιμανιού. Περιττό ίσως να γράψουμε ότι η ζωή τους κυλούσε σε απόλυτη αρμονία με τους υπόλοιπους κατοίκους, και η μόνη τους διαφορά ήταν θρησκευτική την οποία, όπως προείπαμε, κανείς δεν λάμβανε υπ΄ όψη του. Ο υπόλοιπος πληθυσμός αποτελούταν από 2.000 καθολικούς κι ελάχιστους εβραίους (περίπου εβδομήντα).

 
Ξένοι περιηγητές περιγράφουν τις γυναίκες της Χίου, με τα πλέον ζωηρά χρώματα. Πανάκριβο ντύσιμο, πολλά κοσμήματα, περιποιημένα μαλλιά και πρόσωπα και κυρίως, πνευματώδεις, μορφωμένες και ευχάριστες συζητήτριες. Οι χιώτισσες είχαν τέτοιες ελευθερίες, τις οποίες άλλες γυναίκες στην Ευρώπη εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν.

 
Χιώτισσα με κοντή φούστα!
 


Παιδεία


Στη Χίο υπήρχαν πολλά σχολεία. Πρώτο απ΄όλα το «Γυμνάσιον», όπου φοιτούσαν επτακόσια παιδιά από όλο τον ελλαδικό χώρο, από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, αλλά και δύο αμερικάνοι. (Η Εκκλησία ακόμα και σήμερα μιλάει για κάποια... κρυφά σχολειά της οθωμανικής περιόδου). 



Υπήρχε μάλιστα κι ένα μάθημα, το οποίο ήταν αρκετά σπάνιο για τα περισσότερα σχολεία. Είχε προληφθεί καθηγητής από το Παρίσι, προκειμένου να διδάξει… Ζωγραφική! Στο σχολείο υπήρχε Τυπογραφείο, καθώς και Βιβλιοθήκη 20.000 τόμων.


Στο μάτι των πλιατσικολόγων

 

Όλα αυτά ακούγονται τόσο προοδευτικά και πολιτισμένα. Την άνοιξη του 1822 όμως, η Χίος μέσα σε ελάχιστες μέρες μετατράπηκε από ένα κοσμοπολίτικο και εξαιρετικά εύπορο νησί, σε στάχτες. 



Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάσουμε από πού ξεκίνησε αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Έγινε ένα μεγάλης έκτασης πλιάτσικο και σφαγή κι ακολούθησε η συνήθης τότε πρακτική, αυτή της πώλησης ανθρώπων σε σκλαβοπάζαρα. 



Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η σφαγή; Οφείλεται στις επαναστατικές τάσεις των κατοίκων; Σε αδικίες από πλευράς των οθωμανών; 



Σε τίποτε από τα δύο. 



Η πλέον μοντέρνα κοινωνία από την Ευρώπη, έγινε στάχτες με αίτιους κάποιους ανθρώπους. Αυτοί οι ανθρωποι-κλειδιά κατάφεραν με τις κινήσεις και τις αποφάσεις τους να ρημάξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες και πρόοδο αιώνων.

 

Ας τους δούμε έναν-έναν:


Νεόφυτος Βάμβας

 




Χιώτης κληρικός, ένας από τους πολλούς διανοούμενους του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που ξεπήδησαν από τους κόλπους της Εκκλησίας και απόκτησαν την παιδεία μέσω της ιερωσύνης. 



Ήταν φίλος του Αδαμάντιου Κοραή, του πραγματικού πατέρα της σημερινής ιδεολογικής μας σχιζοφρένειας, αυτού, που μετάλλαξε τους ρωμιούς σε «έλληνες». Ο Κοράης καθοδηγούσε τις σπουδές του νεαρού Βάμβα στο Παρίσι, και του εξασφάλισε τα μέσα βιοπορισμού του. Αργότερα, τον έβαλε διευθυντή του Γυμνασίου, το οποίο είχε υπό την επιρροή του. 



Έγνοια του Βάμβα ήταν η Αγία Γραφή, που ήθελε να μεταφραστεί στην καθομιλουμένη. 



Οι χιώτες είχαν πολλά χρήματα. Έπρεπε να ανοίξουν τα πουγκιά τους! Ο Νεόφυτος Βάμβας, σα γνήσιος κληρικός, αποφάσισε να κάνει κουμάντο στις τσέπες των άλλων ερήμην τους και μάλιστα χωρίς καν να τους ρωτήσει ή έστω να τους ενημερώσει! Είπε να τους κάνει μια μεγάλη... έκπληξη.



Πριν την άνοιξη του ΄22 παρότρυνε τους υδραίους να εκστρατεύσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι αδερφοί Κουντουριώτηδες τον άκουσαν, αλλά δεν πείστηκαν. 



Εκείνος όμως επέμεινε στην ιδέα της εκστρατείας, παρά την αντίθετη γνώμη της κυβέρνησης. Η ατυχής έκβασή της και η σφαγή που επακολούθησε, έπληξαν το κύρος του.


Δημήτριος Υψηλάντης

 



 

Πρίγκηψ, γενικώς (και αορίστως). Ο Υποκινητής. Κατόπιν το μετάνιωσε, αλλά ήταν αργά. 



Για κακή τύχη της Χίου, ο Δ. Υψηλάντης εξουσιοδότησε ένα χιώτη έμπορο ονόματι Ράλλη, επίθετο συνηθισμένο στην Χίο, να βολιδοσκοπήσει εάν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, προκειμένου να εκστρατεύσουν στην Χίο. Ήθελαν να βάλουν χέρι στον πλούτο της.

 

Αυτό όμως δεν λέγεται έτσι ωμά κι έπρεπε να στολιστεί με κάποιο ιδεώδες. 



Κατηγορίες περί προδοσίας του «εθνικού αγώνα» άρχισαν να πέφτουν πάνω στους χιώτες.

 

Αλλάζοντας γνώμη ο Υψηλάντης, προσπάθησε να ματαιώσει την εκστρατεία αυτή, αλλά ο Λυκούργος Λογοθέτης δεν μαζευόταν πλέον κι έγραψε στον Υψηλάντη ότι θεωρεί την κατάκτηση —στην επιστολή του, δεν έγραψε απελευθέρωση— της Χίου ως ιερό καθήκον.


Εις το σχέδιον είχον εναντιωθεί όχι μόνον οι κορυφαίοι των χίων,
αλλά και οι νοημονέστεροι ψαριανοί....

Οι περί τον Λυκούργον ουχ ήττον ήσαν βέβαιοι ότι θα εκέρδιζον
μεγάλα λάφυρα εκ της στρατείας των,
καίτοι τα λάφυρα ταύτα θα ελαμβάνοντο
μόνον εκ των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου
».

 



Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως»,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008, τόμ. Α΄, σελ. 299.

 



Ιάκωβος Τομπάζης

 



Ο ναύαρχος της Ύδρας Ιάκωβος Τομπάζης έγινε όνομα δρόμου, αλλά και κορβέτας, η οποία έλαβε μέρος ως συμμετοχή της Ελλάδας στην απόβαση της Νορμανδίας κατά τον Β΄ Π.Π.. 



Το μεγαλύτερό του προσόν ήταν η πολύ καλή όσφρηση σε ό,τι είχε να κάνει με κέρδος. Αποφάσισε λοιπόν και βρέθηκε να καταπλέει προς την Χίο, με 25 καράβια και δέκα κανόνια, για να κάνει κι εκείνος απόβαση, όπως θα δούμε παρακάτω.

Η πλειονότητα των χιωτών θεωρούσαν τους ναύτες του εκστρατευτικού σώματος, τυχοδιώκτες και λαφυραγωγούς, κάτι για το οποίο όπως αποδείχτηκε, είχαν απόλυτο δίκιο. Τα μέλη της αντίπαλης ομάδας αποκαλούσαν τους χιώτες δειλούς και τουρκόφρονες, γιατί εποφθαλμούσαν τον κουμπαρά τους.

Οι μοναδικοί όμως, που είχαν να χάσουν κάτι, ήταν οι χιώτες.



Λυκούργος Λογοθέτης

 



Ο Λυκούργος Λογοθέτης, ούτε Λυκούργος ονομαζόταν ούτε Λογοθέτης, αλλά απλώς Γιώργος Παπλωματάς, πήρε όμως αυτό το πομπώδες όνομα για αυτοδιαφήμιση.

Ήταν τολμηρός τυχοδιώκτης. Είχε διατελέσει γιατρός / φαρμακέμπορος στη Σμύρνη. Εγκαταστάθηκε στην Σάμο κι εκμεταλλευόμενος την αμάθεια των υπολοίπων σαμιωτών σχετικά με τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα, τους έπεισε να παραδώσουν στα χέρια του τη δημόσια διοίκηση του νησιού. Ανακηρύχτηκε γενικός διοικητής και στρατηγός.

Προκειμένου να αποπλανήσει τους ψαριανούς και τους χιώτες, κοινολόγησε ότι θα εκστράτευε κατά της Σκαλανόβας (Κουσάντασι).

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Χίο, αυτό που δεν επέδειξε καθόλου ήταν γενναιότητα. Με το που ζόρισαν τα πράγματα, επιβιβάστηκε μαζί με τους άντρες του σε κάποια ψαριανά πλοία εγκαταλείποντες τους χιώτες στη μανία των οθωμανών, η οποία είχε αυξηθεί λόγω του φόνου όλων σχεδόν των αιχμαλώτων από τους ρωμιούς.

Θεωρήθηκε υπεύθυνος για την καταστροφή του νησιού. Γύρισε στη Σάμο, όπου οι σαμιώτες τον καθαίρεσαν από κάθε εξουσία και τον εξόρισαν. Η προσωρινή κυβέρνηση τον κάλεσε στο Ναύπλιο για απολογία και τον φυλάκισε. Ύστερα από λίγους μήνες όμως αποφυλακίστηκε,
χάρη στην επέμβαση των στρατιωτικών και συγκεκριμένα του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά.



Αντώνης Μπουρνιάς


Γνωστός και ως Χατζηαντώνης. Χιώτης στην καταγωγή. Η χρονιά του 1821 βρίσκει τον Μπουρνιά στην Αίγυπτο, όπου υπηρετούσε ως κοντοτιέρος (codottiere γαλλ. ή condottiero ιταλ.) του γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα. Κοντοτιέροι ήταν οι αρχηγοί μισθοφορικών εταιρειών, που μισθώνονταν κυρίως από τις ιταλικές πόλεις-κράτη από τον ύστερο Μεσαίωνα ως τα τέλη της Αναγέννησης. 



Όταν έμαθε για την έναρξη του πλιάτσικου του ΄21 στην ελλαδική χερσόνησο, μυρίστηκε λάφυρο, εγκατέλειψε την δουλειά του, γύρισε πίσω κι έγινε οπλαρχηγός. Οι μεταγενέστεροι δεν τον έκαναν ήρωα, όπως τους Κολοκοτρώνη, Τζαβέλα, Διάκο και λοιπούς, παρ΄ όλο που και το δικό τους παρελθόν δεν το λες και άσπιλο. 





Ζήτησε από την κυβέρνηση να επιτεθεί στην Χίο. Αρχηγός, εννοείται, θα ήταν ο ίδιος. Δεν βρήκε ανταπόκριση σε αυτή του την πρόταση και πλεύρισε τον Λυκούργο Λογοθέτη. 



Γιατί η επίθεση στην Χίο; Ο μύθος λέει ότι αφού ήταν χιώτης επιθυμούσε την απελευθέρωση του νησιού που γεννήθηκε, το οποίο δεν ήταν βέβαια υπόδουλο και δεν επιθυμούσε να «απελευθερωθεί» από κανέναν.

Η λογική, μα και τα γραπτά λένε, ότι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε και γέρασε σα μισθοφόρος σε άλλες περιοχές, μπορεί να αντιληφθεί τον πόλεμο ως αυτό που στην πραγματικότητα είναι και σήμερα: μέσο κέρδους. Και η Χίος, προσφερόταν! Αν ο Λογοθέτης συμφωνούσε με το σχέδιο, ο Μπουρνιάς θα ικανοποιούσε και την τσέπη του, αλλά και τους άνδρες μισθοφόρους του, οι οποίοι αδημονούσαν να λαφυραγωγήσουν. Τον ακολούθησαν, επειδή τους υποσχέθηκε πλούσια λάφυρα. Δεν γινόταν να τους απογοητεύσει, διότι θα κινδύνευε το δικό του κεφάλι, πλέον. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν υπαλληλίσκοι. Έπαιζαν τη ζωή τους σε κάθε μάχη κι έπρεπε να έχουν σοβαρούς λόγους για να το κάνουν.


 

Παρουσίασε πλαστές επιστολές χιωτών, που ανέφεραν ανυπομονησία για επανάσταση και υποσχέσεις περί χρηματοδότησης άλλων ομάδων σε άλλες περιοχές του σημερινού ελλαδικού χώρου, όπου ομοίως «επαναστατούσαν».



Κωνσταντίνος Κανάρης

 



 

Το πλιατσικολογικό εγχείρημα των Μπουρνιά-Λογοθέτη επέφερε τις πρώτες σφαγές στη Χίο. Κι ενώ η κατάσταση έδειχνε να εκτονώνεται, ήρθε ένα δεύτερο εγχείρημα, που αποτελείωσε το νησί. Ήταν η πυρπόληση της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου.



Ο Κανάρης (πραγματικό όνομα: Κωνσταντής Σπηλιωτέας) εξαίρεται στους επετειακούς λόγους των σχολικών εορτών για τον ηρωισμό του να ανατινάξει τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, όπου βρήκαν το θάνατο περίπου 2.000 οθωμανοί ναυτικοί. 



Η πράξη αυτή όμως, αποτελείωσε τη Χίο, η οποία ήταν απροστάτευτη, έρμαιο στις ορέξεις των οθωμανών, που αποθηριώθηκαν και δεν άφησαν τίποτε όρθιο πάνω στο νησί. Παρά την πρόθεση της Πύλης να ηρεμήσει η κατάσταση, τα αντίποινα ήταν τρομερά. Ξεκίνησε νέο κύμα σφαγών, από το οποίο δε γλίτωσαν πλέον ούτε τα Μαστιχοχώρια, που δεν είχαν έως τότε πειραχτεί. Έγιναν όλα στάχτη.

Επιπλέον, στο πλοίο που ανατίναξε, βρίσκονταν και επτακόσιοι περίπου ρωμιοί αιχμάλωτοι, εκ των οποίων πολλές χιώτισσες. Η αναλογία των θυμάτων λοιπόν, ήταν ένας ρωμιός προς τρεις οθωμανούς. Γι΄ αυτούς τους αθώους ρωμιούς όμως, ούτε ο Κανάρης ενδιαφέρθηκε ούτε κανείς σήμερα κάνει λόγο.



Βαχίτ Πασάς

 

Η Υψηλή Πύλη έστειλε στη Χίο τον Βεζίρη Μεχμέτ Εμίν Βαχίτ Πασά με στρατό, για να θωρακίσει το νησί από μελλοντικές επιθετικές ενέργειες. Ποιος όμως ήταν αυτός ο άνθρωπος; Μας τον περιγράφει ο μεταφραστής των χειρόγραφων απομνημονευμάτων του, ένας ρωμιός από τη Σύρο που επέλεξε να κρατήσει την ανωνυμία του και υπογράφει το μεταφρασμένο κείμενο ως Δ.Π.Δ. («Απομνημονεύματα Πολιτικά», «Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος», Σύρος, 1861). Τα χειρόγραφα του Βαχίτ έφτασαν στα χέρια του μεταφραστή από τους κληρονόμους του Πασά το 1860. 



Ο Βαχίτ ήταν γέννημα–θρέμμα του Βυζαντίου και συγκεκριμένα της συνοικίας Αϊβασαρίου κοντά στις Βλαχερνές. Λόγω του πλούτου των γνώσεων και της μόρφωσής του, ονομάστηκε Βαχίτ (Ένας), δηλαδή Μοναδικός. Από Γενικός Γραμματέας προβιβάστηκε σε Υπουργό Εξωτερικών. Διορίστηκε Πρεσβευτής στη Γαλλία επί Μεγάλου Ναπολέοντα μέχρι το 1810. Από το 1810 έως το 1813 επιστρέφοντας από τη Γαλλία, έλαβε την θέση Διευθυντή των Αυτοκρατορικών Ναυπηγείων. Το 1813 διορίστηκε Ανώτατος Διοικητής της Αττάλειας στην Μύγλα της Καρίας, άρα και Διοικητής της Χίου.

Η νήσος Ύδρα εν των Αιγαίω γαυριώσα δια τους ναυτικούς αυτής, αυτοχειροτόνητος οιονεί κατέστη ναύαρχος των πλοίων των αποστατών εκείνων, οδηγούσα και φέρουσα αυτά ασφαλώς εις την Μεσόγειον, αναπαπραμένα έχοντα νέον τι είδος ανταρτικής σημαίας.

Από της πρώτης του τζεμαζίλ αχίρ του ρηθέντος έτους 1236 (σ.σ. 1821) τα πλοία αυτά πληθυνόμενα κατήντησαν στόλοι ολόκληροι, λαφυραγωγούντα και καταστρέφοντα κατά πρώτον την εις Μέκκαν εξ Ανατολής διαπλέουσαν αθώαν και άκακον ισλαμωσύνην των προσκυνητών (χατζίδων), ακολούθως δε πάντας ανεξαιρέτως τους ποντοπορούντας Τούρκους· ώστε η μεν ακτοπλοΐα κατέστη επικίνδυνος, η δε ζωή των εν τη νήσω ταύτη ισλάμιδων τοσούτον ακροσφαλής, καθόσον μια των ημερών μοίρα εξ εικοσιτεσσάρων τοιούτων ανταρτικών πλοίων, εφωδιασμένων μεν εκ παντός πολεμικού εφοδίου, οίον κανονίων, σφαιρών, πυρίτιδος κτλ. οδηγουμένη δε υπό υδραϊκών χειρών, ελθούσα εις Χίον, και αγκυροβολήσασα άντικρυ της παραλίας Κρήνης (Πασά Τζεσμεσί) καλουμένης, εξέμεσεν έξω τινάς τοιούτους απίστους αντάρτας.

Βαχίτ Πασάς, Τοποτηρητής της Χίου το 1822.
(«Απομνημονεύματα Πολιτικά», «Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος», Σύρος, 1861, σελ. 53).


Μετά την καταστροφή του νησιού, δεν υπήρχε κανείς να καλλιεργεί τη γη και να πληρώνει το φόρο στην Υψηλή Πύλη. Τα διαφυγόντα κέρδη του Σουλτάνου ήταν τεράστια.

Ο Σουλτάνος ήθελε μεν παραδειγματική τιμωρία των ξεσηκωμένων, αλλά όχι μια τέτοιας έκτασης καταστροφή, για την οποία κύριος υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Βαχίτ, που εξορίστηκε στην Αλαΐα της Κιλικίας.



Καρά Αλής




Ο Καρά Αλής δεν είχε γνώση από διπλωματία. Κατ΄ ουσία, ήταν ένας πειρατής χωρίς γνώσεις στρατηγικής. Βρέθηκε στη θέση του Καπουδάν Πασά, ένας άνθρωπος κυνικός χωρίς αισθήματα, ένα άγριο θηρίο, που κλήθηκε να καταστείλει την εξέγερση και να τιμωρήσει τους χιώτες.

Μόλις πάτησε το πόδι στο λιμάνι, ξέσπασαν οι σφαγές. Ενώ τα χωριά είχαν αρχίσει να φλέγονται, ο Μπουρνιάς, ο Λογοθέτης και οι άνδρες τους υποχώρησαν άτακτα χωρίς να προβάλλουν καμία αντίσταση.

Τα στίφη των οθωμανών τους ενδιέφερε να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους, προκειμένου να λαφυραγωγήσουν, να έχουν το υλικό κέρδος.

Ο Καρά Αλής έπραξε το κατά δύναμη για να σώσει το νησί από την ερήμωση. Επιθυμούσε να προστατεύσει τους αγρότες, γιατί γνώριζε ότι η αξία του να νικήσει θα ήταν μεγαλύτερη στα μάτια του Σουλτάνου αν κατόρθωνε να προλάβει κάθε ελάττωση στο ποσό της φορολογίας.

Δεν τα κατάφερε κι εν τέλει σκοτώθηκε από την ανατίναξη της ναυαρχίδας του από τον Κανάρη.



 
Κρήνη στην πόλη της Χίου.
(Choiseul-Gouffier: «Voyage pittoresque de la Grèce», Παρίσι, 1782).

Αφού έχουμε τους πρωταγωνιστές, ας δούμε με τη σειρά πώς ξετύλιξαν μια σφαγή με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.


Απρίλιος 1821


Σκληροί ρωμιοί πειρατές περιδιαβαίνουν το Αιγαίο κι επιτίθενται σε καράβια αδιακρίτως σημαίας για διαρπαγή των φορτίων τους εφαρμόζοντας τις απάνθρωπες πειρατικές παραδόσεις της Μεσογείου.

 

Ο Αργύρης Στεμιτζιώτης για παράδειγμα, τολμά, κατά την έκφραση των ίδιων των συμπατριωτών του, προκρίτων των Σπετσών, στις 18 Απριλίου 1821 «παραφρόνως και απερισκέπτως», να διαγουμίσει μια αυστριακή γολέτα. Ο πλους των καραβιών στο Αιγαίο είναι πολύ επικίνδυνος.





Τα πειρατικά πληρώματα δεν έχουν καμία πειθαρχία. Οι ναύτες βγαίνουν στην ξηρά χωρίς να ζητήσουν άδεια, τις περισσότερες φορές γυρίζουν μεθυσμένοι κι αναστατώνουν τα καράβια με τις συμπλοκές και τους αμοιβαίους ξυλοδαρμούς. Ακόμα και οι φρουροί του καταστρώματος συχνά κοιμούνται.

Οι ναύτες είναι υδραίοι οι περισσότεροι, όλοι τους αρβανίτες, που στην πλειοψηφία τους δεν μιλούν καν τα ρωμέικα.


 

Oι αρβανίτες έδωσαν δυνατές μορφές στην περίοδο του ΄21: Τζαβέλλας, Μιαούλης, Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Μάρκος Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα, Κατσώνης και Κατσαντώνης (από τη ρίζα κατσ-, που σημαίνει τον μικροκαμωμένο) κ.λπ.. 



Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον Κουντουριώτη: «λαλήσας προς τους μεν ναύτας αλβανιστί προς δε τους πεζούς ελληνιστί». (Αναγκάστηκε να τους μιλήσει αλβανικά για να τον καταλάβουν). Ο δε Μάρκος Μπότσαρης έγραψε «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανητηκοίς Απλής», που εξέδωσε το 1980 η Ακαδημία Αθηνών.



Αυτά τα αλβανικά πειρατικά τσούρμα παρουσιάζονται σήμερα από τους ρωμιούς ιστορικούς στο εθνικό φαντασιακό μας ως «ελληνικός εθνικός στόλος».

Η δε πειρατεία στο Αιγαίο, παρά την αντίθεση σ΄αυτήν ακόμα και της τότε κεντρικής διοίκησης, σήμερα παρουσιάζεται σα δήθεν απελευθερωτικός αγώνας. Επίσης είχε και πολύ κακή απήχηση στην Ευρώπη.


 

Η πρώτη κοινή εκστρατεία από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά είχε ως αντικειμενικό σκοπό την ευημερούσα Ήπειρο, αλλά την εξέτρεψε προς τη Χίο ο Βάμβας, τότε αρχιγραμματέας του Υψηλάντη, επισημαίνοντας στους ναυτικούς τον πλούτο του νησιού. Η ενέργεια αυτή δεν είχε την έγκριση της Γερουσίας, έγινε εντελώς τυχοδιωκτικά. Ο Υψηλάντης εξ άλλου, αποδοκίμαζε τις πειρατικές πρακτικές.



Οι χιώτες από την άλλη, δεν ήταν καθόλου σύμφωνοι με την εκστρατεία στο νησί τους, γιατί ήθελαν την ησυχία τους. Ο μητροπολίτης Πλάτων από τον άμβωνα των εκκλησιών κατέκρινε τους «γραικούς αποστάτες» κι έδωσε εντολή να διαβαστεί στα χωριά ο αφορισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου (βλ. «Χιακόν Αρχείον», 336).



Πριν ακόμα φτάσει ο στόλος στη Χίο, ο οθωμανός διοικητής του νησιού το έμαθε και πήρε τα μέτρα του. Κάλεσε δήθεν για σύσκεψη ορισμένους προύχοντες και τον μητροπολίτη, αλλά μόλις πήγαν, τους κράτησε και τους έκλεισε στο κάστρο ως ομήρους. Παράλληλα, όπλισε τους οθωμανούς κι έστειλε τα γυναικόπαιδα στο Κάστρο.

Αν ο τόπος δείξη αδιαφορίαν,
ο στόλος έχει να μεταχειρισθή βίαν.

Απειλητικό γράμμα υδραίων προς τους χιώτες, 18 Απριλίου 1821.
Ιωάννη Βλαχογιάννη: «Χιακόν Αρχείον», Αθήνα, 1924, τόμ. 1, σελ. 6.


Στις 27 Απριλίου 1821, ο Ιάκωβος Τομπάζης, καταπλέει στη Χίο με 25 καράβια κι αγκυροβολεί στη λεγόμενη Πηγή του Πασά προς το βόρειο μέρος του νησιού. Οι χιώτες, που έχουν συνηθίσει να ζουν αμέριμνοι κι ειρηνικά, τρομοκρατούνται. 



Οι τρανοί προύχοντες της Χώρας και ο πρόεδρος της Δημογεροντίας Μικές Βλαστός αντιδρούν αμέσως και συνεργάζονται με την οθωμανική αρχή. Οι δημογέροντες μάλιστα, όταν ο οθωμανός διοικητής ζητάει δέκα ομήρους, του δίνουν σαράντα κι αργότερα άλλους τόσους («Χιακόν Αρχείον», 309).

Οι Δημογέροντες δεν ήταν καθόλου χαζοί. Ως διαπρεπείς επιχειρηματίες ήταν πανέξυπνοι άνθρωποι. Είδαν ξεκάθαρα τα πραγματικά κίνητρα των εισβολέων και πού το πήγαιναν. Τους ζητούν λοιπόν, να φύγουν χωρίς να συνεχίσουν την επιχείρηση αυτή, φοβούμενοι το χειρότερο.

Οι χιώτες μέχρι και εκείνες τις ημέρες απολάμβαναν έναν καιρό ειρήνης. Ο πόλεμος ήταν κάτι τελείως άγνωστο για εκείνους, ενώ αντίθετα οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, τους ήταν εξαιρετικά οικείες. Είχαν λοιπόν, πλήρη επίγνωση των ικανοτήτων τους.


 

Ο Μ. Βλαστός, ο Πολυχρόνης και ο Γ. Πατρικούζης, έχοντας τη γνώμη και των άλλων δημογερόντων κατεβαίνουν στον όρμο κι επικοινούν με τον Τομπάζη. Του ζητούν ναι μεν να φύγει, αλλά δεν τον διώχνουν και με άδεια χέρια. Σύμφωνα με κάποιοες πηγές, δίνουν στον Τομπάζη αυτό ακριβώς πού επιθυμεί: χρήματα, για να τους αφήσει ήσυχους. Τον παρακαλούν να φύγει, γιατί όχι μόνο το νησί θα πάθαινε μεγάλες καταστροφές, αλλά και οι χιώτες που ζούσαν στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και σ΄ άλλες πόλεις, θα σκλαβώνονταν και θα σφάζονταν από τους οθωμανούς. Εξ άλλου δεν είχαν όπλα και δεν γνώριζαν από πόλεμο.



Τελικά, μετά από μερικές μέρες, ο Τομπάζης βλέπει ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτε και πείθεται να αποχωρήσει. 



Άλλες πηγές αναφέρουν ότι βασικός λόγος της αποχώρησής του δεν ήταν οι μη επαναστατικές διαθέσεις του χιακού λαού, αλλά ένα περιστατικό απειθαρχίας του στόλου: Μερικά περιπολικά είχαν πιάσει εχθρικά καράβια με πολλά λάφυρα, αλλά οι ναύτες δεν θέλησαν να τα μοιράσουν μαζί με τα άλλα πληρώματα και να ξεχωρίσουν το κανονισμένο μερίδιο για το «Κοινόν», όπως είχε συμφωνηθεί, γεγονός που προκάλεσε τον αναβρασμό των άλλων, φιλονικίες και διαπληκτισμούς.

 

Η μεγαλύτερη έξαψη προήλθε από τη σύλληψη ενός τούρκικου καραβιού στις 28 Απριλίου κοντά στις Οινούσσες από τους υδραίους Πινότση και Σαχτούρη, το οποίο μετέφερε το νεοδιορισμένο στην Αίγυπτο μολλά (ανώτατο ιεροδικαστή) Γιαζιτζή Ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη, με τις γυναίκες και τα παιδιά του, καθώς και άλλες τουρκάλες και μερικούς επιβάτες από τη Σόφια που τους ακολουθούσαν στο προσκύνημα του τάφου του Μωάμεθ. Μαζί τους κουβαλούσαν ολόκληρο θησαυρό από πολύτιμα αντικείμενα, διαμάντια, μαργαριτάρια, διαμαντοστολισμένους καθρέπτες κ.λπ., αξίας πάνω από 6 εκατ. γρόσια. Όλα έγιναν λεία των ναυτών, ενώ τους επιβάτες τους έσφαξαν. (Α. Βακαλόπουλου: «Ιστορία του νέου ελληνισμού», Θεσσαλονίκη, 1982, τόμ, Ε΄, σελ 414-415).



Το μαρτύριο των κατοίκων της Χίου μόλις τώρα αρχίζει. Ενώ έχουν διώξει από το νησί τους τον «επαναστάτη» Τομπάζη για να μείνουν ήσυχοι, καθίστανται ύποπτοι ανταρσίας. 



Ο αντιπρόσωπος των χιωτών στην Κωνσταντινούπολη κι οι εκεί εγκατεστημένοι χιώτες έμποροι, με διπλωματική επιδεξιότητα προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και, ως ένα βαθμό, το κατορθώνουν. Οι ίδιοι, με τις οικογένειές τους, παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη φροντίζοντας τις ανθηρές επιχειρήσεις τους, ελπίζοντας ότι ο κίνδυνος θα περάσει. 



Στη Χίο όμως, ο τοποτηρητής δεν θεωρεί το συμβάν άνευ σημασίας. Ζητά πλήρη αφοπλισμό του νησιού (αν και ελάχιστοι χιώτες διαθέτουν όπλα). Συγκεντρώνει ακόμη και τα γεωργικά εργαλεία, τα οποία θα μπορούσαν, στην ανάγκη, να χρησιμοποιηθούν ως όπλα.



Κατόπιν κατασκευάζει μια τάφρο γύρω από το Κάστρο. Οι εργασίες πραγματοποιούνται για πολλές ώρες της ημέρας και χωρίς διακοπή, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. 



Μια μικρή παρένθεση, που αφορά ένα ακόμη εσκεμμένο λάθος της Ιστορίας, είναι τα καταναγκαστικά δημόσια έργα. Όταν επρόκειτο για δημόσια έργα, υπήρχε όχι μόνο εκείνη την εποχή μα και αργότερα, ένας και μόνο τρόπος για να εκτελεστούν: Η μέθοδος της αγγαρείας. Ήταν ανέξοδη και τη χρησιμοποιούσαν κατά κόρον. Επίτασσαν ανθρώπους, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να αφήνουν τις καθημερινές τους εργασίες για να εργάζονται αμισθί σε όποιο δημόσιο έργο χρειαζόταν: Σε γεφύρια (αρκετά εκ των οποίων είναι ακόμη σε λειτουργία και θαυμάζουμε τη δομή τους), σε δρόμους και οχυρώσεις. 



Έχουν ακουστεί πολλές κορώνες σχετικά με την καταναγκαστική εργασία. Σήμερα, πληρώνουμε Νομαρχίες, Υπουργείο Υποδομών, μίζες και άλλα «υπέροχα», για να εισπράττουν τους μισθούς τους και να παχαίνουν τις περιφέρειές τους οι δημόσιοι λειτουργοί, διορισμένοι και αιρετοί, και πνιγόμαστε. Τελικά, από αποτελεσματικής και οικονομικής άποψης, τι θα συνέφερε καλύτερα; 




 
Εικόνα από την καθημερινή ζωή της Χίου τον 18ο αιώνα, πριν την καταστροφή.


Μάρτιος 1822


Ενώ η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται, ένα δεύτερο συμβάν καθορίζει πλέον τη μοίρα της Χίου. Ο Βάμβας κατορθώνει να αποσπάσει άδεια από τον Δημήτριο Υψηλάντη για εκστρατεία στη Χίο με τη βοήθεια των σαμιωτών. Ο Υψηλάντης, κάτω από την πίεση του αρχιγραμματέα του, αναθέτει στον επίσης χιώτη, Ιωάννη Ράλλη, να επισκεφθεί τη Σάμο, τον Ιανουάριο του 1822, με σκοπό να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση και να εκτιμήσει την έκβαση των γεγονότων. 



Ο Ράλλης, μετά από επιτόπια έρευνα, διαπιστώνει την προχειρότητα της προετοιμασίας και πείθεται ότι η εκστρατεία πρέπει να αναβληθεί. Επιπλέον, ως χιώτης, γνωρίζει καλά την κατάσταση που επικρατεί στο νησί και θεωρεί την επιχείρηση άκαιρη και άκρως επικίνδυνη για τους κατοίκους του νησιού. 



Ο Υψηλάντης, ενστερνιζόμενος την εκτίμηση αυτή, ζητά την αναβολή της επιχείρησης. Στο εγχείρημα, ωστόσο, εμπλέκεται ο Αντώνης Μπουρνιάς, ο οποίος, χωρίς να λάβει υπ’ όψη του την απόφαση του Υψηλάντη, έρχεται σε επαφή με τον αρχηγό των σαμίων, έναν άλλο τυχοδιώκτη, τον Λυκούργο Λογοθέτη και τον διαβεβαιώνει, ότι οι χιώτες είναι οπλισμένοι, έτοιμοι να ξεσηκωθούν και να τεθούν υπό τις διαταγές του. Σκέφτονται ότι είναι μια καλή ευκαιρία να πάνε στην πλούσια Χίο, να κάνουν την εκστρατεία και να γεμίσουν λάφυρα.

Η κίνηση αυτή των Μπουρνιά-Λογοθέτη πυροδότησε, εκ των υστέρων, την οργή πολλών χιωτών ιστοριογράφων, οι οποίοι τους αποδίδουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή που ακολούθησε.


 

Ακόμη και η λαϊκή μούσα κατακεραυνώνει τον Μπουρνιά και τους σαμιώτες, τους οποίους θεωρεί βασικούς υπεύθυνους για τον όλεθρο της Χίου:





Στα χίλια οχτακόσια έτος είκοσι δύο,
Σαμιώτες εβουλήθησαν να πάρουσι τη Χίο.

Και δεν εφταίγαν Ψωριανοί, μηδέ Σπετσονυδριώτες,
μόνο εφταίγαν οι άνομοι, οι σκύλοι οι Σαμιώτες.

Στα Θυμιανά ξεμπάρκαραν κ΄ έκαμαν λιτανεία
και όρδινα δεν είχασι από τη βασιλεία.
(Σ.σ. δηλ. δεν είχαν εντολή από τον κυβερνήτη).


Ρίμα της Σφαγής.


Ο Λυκούργος Λογοθέτης, αν και άτομο με αμφισβητήσιμη υπόληψη, είχε αποκτήσει κυριαρχική επιρροή στους σαμιώτες συμπατριώτες του, σε βαθμό που να έχει εξελιχθεί σε ένα είδος δικτάτορα, θέση στην οποία αναδείχθηκε χάρη στο δυναμισμό του, σε οικογενειακές διασυνδέσεις και μηχανορραφίες. Η ματαιόδοξη και φιλόδοξη φύση του ενστερνίστηκε πρόθυμα τις απερίσκεπτες ιδέες του Μπουρνιά κι αποφάσισε να διακινδυνεύσουν εισβολή στη Χίο. Η εκστρατεία όμως, έγινε κατά τρόπο πολύ επιπόλαιο και χωρίς καμία προπαρασκευή.



Τις επικρίσεις κατά της εισβολής στη Χίο των σαμιωτών συμπυκνώνει ο Σπ. Τρικούπης υποστηρίζοντας ότι ο Λογοθέτης ανέλαβε την επιχείρηση...



 
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Χ. Γιοβάνη», Αθήνα, 1978, τόμ. Β΄, σελ. 189,190.


Η Πύλη ανησύχησε κι έστειλε στη Χίο στρατό ασιατικής και κρητικής προέλευσης, προκειμένου να θωρακίσει το νησί από μελλοντικές επαναστατικές ενέργειες. Στο σημείο εκείνο μπήκε μια τελεία στην ειρηνική κι ευτυχισμένη ζωή της Χίου. Οι στρατιώτες λήστευαν και σκότωναν σποραδικά χωρικούς. 



Όταν ανέλαβε τη διοίκηση ο Βαχίτ Πασάς, σε ένα βαθμό αποκατέστησε την τάξη. Οι μέχρι τότε κρατούμενοι όμηροι αντικαταστάθηκαν από άλλους. Οι προεστοί, που ήταν πρόθυμοι να εξαγοράσουν με οποιοδήποτε αντίτιμο μια κάποια ηρεμία, συμφώνησαν να πληρώνουν μηνιαίο μισθό για τις δαπάνες της φρουράς και του υπηρετικού προσωπικού του Πασά.



Είναι πολύ πιθανόν ότι και στη Χίο θα συνέβαινε αυτό που εν τέλει συνέβη και στις γειτονικές επαρχίες της Ανατολίας, δηλαδή κάποια στιγμή θα ησύχαζαν τα πράγματα, οι οθωμανοί θα βυθίζονταν στο συνηθισμένο τους λήθαργο και οι χριστιανοί θα επιδίδονταν και πάλι στις ειρηνικές ενασχολήσεις τους.

Όλα αυτά θα είχαν πράγματι συμβεί, αν το ληστρικό πνεύμα αυτών των δύο ανδρών δεν έριχνε τον ομορφότερο τόπο του Αιγαίου σε μια άβυσσο αίματος και αθλιότητας.


 

Επειδή, όμως, το σχέδιο διέρρευσε, οι τούρκοι ενέτειναν τα μέτρα προφύλαξης κι έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη τέσσερις προκρίτους ως ομήρους. Αφού πήραν την άδεια του Πασά, εξέχοντες πολίτες της Χίου έστειλαν ανθρώπους τους στη Σάμο εκλιπαρώντας την εκεί ηγεσία να μην προχωρήσει σε υλοποίηση των ολέθριων σχεδίων. Πράγματι, η συγκυρία ήταν η πλέον δυσοίωνη, αφού ο μεγάλος οθωμανικός στόλος ήταν έτοιμος να αποπλεύσει από τον Ελλήσποντο κι ο ερχομός της άνοιξης θα επέτρεπε στο Σουλτάνο να κινηθεί δυναμικά σε στεριά και θάλασσα. 



Δύο, όμως, ελατήρια ώθησαν πιθανόν τους σαμιώτες να επιλέξουν τον μήνα Μάρτιο για την εκτέλεση της επιχείρησής τους:

1. Η ελπίδα να μετατοπίσουν από τις δικές τους ακτές τον επικρεμάμενο κίνδυνο.

2. Η επιθυμία τους να αρπάξουν την παραγωγή της μαστίχας, την οποία οι χιώτες συλλέγουν αυτήν ακριβώς την εποχή του χρόνου.



Η επιχείρηση


 

Τη νύχτα της 22ας Μαρτίου 1822 (υπάρχουν μικρές αποκλίσεις των ιστορικών πηγών ως προς την ακριβή ημερομηνία), οι Λογοθέτης και Μπουρνιάς έφθασαν στη Χίο με έναν στολίσκο από οκτώ μπρίκια και τριάντα σακολέβες (ιστιοφόρα με ένα κατάρτι κι ένα τεράστιο τραπεζοειδές ιστίο στην πρύμνη, των οποίων η χρήση ήταν διαδεδομένη στις ακτές της Μικράς Ασίας) κι αποβιβάστηκαν στη νότια πλευρά του νησιού με ξεκάθαρες προθέσεις πλιάτσικου. Έπαιξαν με τις ζωές και τις περιουσίες των κατοίκων με απώτερο και μόνο σκοπό τον πλουτισμό μέσω της λαφυραγωγίας.



Διαφορετικές εκδοχές υπάρχουν ως προς τη δύναμη που τους συνόδευε. Πηγές από τη Σμύρνη είχαν αναφέρει τον αριθμό των πέντε χιλιάδων ανδρών, ενώ μεταγενέστερες μαρτυρίες έκαναν λόγο για δυόμισι χιλιάδες. Πιο μετριοπαθείς πληροφορίες κατέβαζαν τον αριθμό σε πεντακόσιους άνδρες με δύο κανόνια. Ωστόσο, αυτός ο τελευταίος υπολογισμός φαίνεται απολύτως δυσανάλογος με τον αριθμό των μεταγωγικών σκαφών. 



Οι κάτοικοι κυριευμένοι από ταραχή, κλείστηκαν στα σπίτια τους. Αφού απέκτησαν εύκολα τον έλεγχο της πόλης, οι άνδρες τον Λογοθέτη έκαψαν το τελωνείο, βεβήλωσαν κι έκαψαν δύο τζαμιά και λεηλάτησαν οθωμανικά σπίτια, ακόμη και κάποιων καθολικών. Φέρθηκαν έτσι όπως ήξεραν να φέρονται: σα συμμορία πειρατών κι όχι σα σώμα εθνικού στρατού. Οι οθωμανοί στρατιώτες κατατρομοκρατημένοι, μη γνωρίζοντας τον αριθμό, τις ελλείψεις και την κακή οργάνωση των επιδρομέων, υποχώρησαν στο φρούριο με μικρές απώλειες, ύστερα από μικροσυμπλοκές. 



Το φρούριο βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, που με τα νερά της γέμιζε η τάφρος. Διέθετε στέρνες, άφθονες προμήθειες και ισχυρή φρουρά κι ως εκ τούτου δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τους επιτιθέμενους, οι οποίοι επιχείρησαν ανεπιτυχώς να δελεάσουν τον Πασά, προσφέροντάς του τη δυνατότητα συνθηκολόγησης με ευνοϊκούς όρους. 



Η διαρπαγή και η λεηλασία από την πλευρά των σαμιωτών, που επεκτάθηκε και σε σπίτια χριστιανών, ορθόδοξων και καθολικών, στην οποία συμμετείχαν και ορισμένοι χιώτες χωρικοί που άρχισαν να έρχονται στην πόλη από τα χωριά, έκαναν τη στάση των κατοίκων ακόμη πιο επιφυλακτική.

 

Ο Ι. Βλαχογιάννης αναδημοσιεύει αποσπάσματα της «Spectateur Oriental», που αναφέρονται στους βανδαλισμούς των σαμιωτών και των χιωτών υποστηρικτών τους. («Χιακόν Αρχείον», τόμ. Α΄, σελ. 36). 



Ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη, Στράγκφορντ, σε επιστολή του προς τον Μαρκήσιο του Λονδίνου K.G. (Υπουργό των Εξωτερικών, K.G. = ιππότης της Περικνημίδος) αναφέρει: «Προ της αφίξεως του τουρκικού στόλου εις Χίον, οι έλληνες καθύβρισαν και εμόλυναν τα τζαμία δια παντός ακαθάρτου τρόπου και διέπραξαν τα φοβερότερα κακά επί των γυναικών και των παιδίων αιχμαλώτων προ των ομμάτων της δυνάμεως του φρουρίου» (ό.π. σελ. 96,96). 



Η άτακτος διαγωγή των στρατευμάτων του Λυκούργου εβίασε πολλούς των πλουσίων Χίων
να καταλίπωσι την νήσον μετά των οικογενειών των.
Προς παρεμπόδισιν των λιποταξιών τούτων, όπως εκαλούντο,
οι αξιωματικοί εφυλάκισαν πολλούς πλουσίους κατοίκους, τους ηπείλησαν με κακώσεις εκ μέρους των στρατιωτών,
και τους επέβαλον να πληρώσωσι μεγάλα ποσά χρημάτων, ως λύτρα ή ως δώρον
προς απαλλαγήν από των απειλουμένων αικισμών και κακώσεων.

Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως»,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008, τόμ. Α΄, σελ. 300.



Έριδες


Σύντομα, ο Λογοθέτης και ο Μπουρνιάς άρχισαν να αλληλοϋποβλέπονται και να εμπλέκονται σε δυσάρεστες συζητήσεις, γεγονός, που δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Οι σαμιώτες ήθελαν να επιβάλουν το νόμο και να αποσπάσουν υψηλή φορολογία. Αντίθετα, ο Μπουρνιάς, ως χιώτης, διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο καιρός για μεταμέλεια και στοχασμό έχει πλέον παρέλθει. 



Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ δυσοίωνα. Η αναρχία βασιλεύει.



Ο Σπηλιάδης γράφει:



Και ο μεν Μπουρνιάς δεν ανεγνώριζεν τον Λυκούργον ως αρχηγόν,
ο δε Λυκούργος μετεχειρίζετο τους Χίους ως κατακτημένους και τους εζήτει χρήματα.

Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα», έκδ. «Νικολαΐδου Φιλαδελφέως», Αθήνα, 1851.

 


Ο Αν. Μάμουκας και ο Χρ. Καστάνης —αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων— μνημονεύουν τον Λογοθέτη ως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ως αυτόκλητο απελευθερωτή των χιωτών και του αποδίδουν τεράστιες ευθύνες. Επιπόλαιος, αλαζονικός και αρχομανής, όπως υποστηρίζουν πολλοί αυτόπτες μάρτυρες, αυτοχρίζεται Αρχιστράτηγος, τίτλος με τον οποίο υπογράφει τα έγγραφά του, ενώ επιδεικνύει διασπαστική συμπεριφορά, πυροδοτώντας τη διχόνοια με την πλευρά των χιωτών υπό τον Μπουρνιά,, τους οποίους κατηγορεί για δειλία, έλλειψη πολεμικού ζήλου και άρνηση να συνεισφέρουν οικονομικά στη συντήρηση του στρατεύματος και στην παροχή πολεμικού υλικού. 



Ο Χρ. Καστάνης, που αιχμαλωτίστηκε στη συνέχεια, περιγράφοντας τα συμβάντα, κάνει λόγο στα «Απομνημονεύματά» του και για γενικό αφορισμό του Μητροπολίτη Πλάτωνος «εναντίον όλων των ελλήνων επιδρομέων», τον οποίο εξαπολύει από το κελί που κρατείται στο Κάστρο. Δεν φέρνει όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

 

Ο Βαχίτ Πασάς στα «Απομνημονεύματά» του περιγράφει τη στάση των σαμίων ως βάρβαρη και ασεβή απέναντι στους αμάχους οθωμανούς και στα μουσουλμανικά μνημεία.



Ο Λογοθέτης αναλώνεται σε αντεκδικήσεις με τον Μπουρνιά (αρχηγό των χιωτών χωρικών) για τη γενική αρχηγία και αφήνει τους άνδρες του ασύδοτους και τελείως απείθαρχους να περιφέρονται λεηλατώντας τα σπίτια και τις περιουσίες, όχι μόνο των οθωμανών, αλλά και των χιωτών, κυρίως των καθολικών, να πυρπολούν και να βεβηλώνουν ισλαμικά τεμένη επιδιδόμενοι σε διάφορες απρεπείς πράξεις. Στην ουσία, πρόκειται για παρωδία στρατεύματος σε αποσύνθεση.

 

Επιπλέον, καταργεί τη Δημογεροντία και ορίζει νέους Εφόρους, ενώ επιβάλλει στους πάντες να τον προσκυνούν: 



Ο μεν (ο Λογοθέτης) ήθελε να είναι απόλυτος κυριάρχης και κατοικών πάντοτε εις την Μητρόπολιν
εξήπλονε την χείρα του να την ασπασθώσιν όσοι επαρουσιάζοντο ενώπιόν του, υβρίζων Εφόρους και στρατηγούς
δια των αισχίστων εκφράσεων και μη επισκεπτόμενος πώποτε τα χαρακώματα,
και τέλος, απαιτών ποτέ μεν πεντακοσίας ποτέ δε επτακοσίας χιλιάδας γροσίων δι΄ έξοδα της εκστρατείας.

 

Α. Βλαστού: «Χιακά», έκδ. «Γ. Πολυμέρη», Ερμούπολη, 1840, τόμ. Β΄, σελ. 196.

 


Από την άλλη, ο Μπουρνιάς, ο οποίος θεωρούσε ότι, ως χιώτης, έπρεπε να έχει τα πρωτεία, αυτονομείται, ενώ απαγορεύει την αποχώρηση από το νησί των προκρίτων και των οικογενειών τους «φυλακίζοντας και προκρίτους και γυναίκας ετοίμους να φύγωσι», που διαισθάνονται το κακό που θα επακολουθήσει. 



Στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Μαρτίου και στις αρχές Απριλίου, τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα: σποραδικοί εκατέρωθεν κανονιοβολισμοί και πυροβολισμοί με τα καριοφίλια πίσω από τα ταμπούρια που έστηναν οι ρωμιοί. Τα κανόνια που είχε στήσει βέβαια ο Λογοθέτης στο λόφο του Ασώματου και στην ακτή ήταν μικρά, οι βόμβες τους δεν έφταναν το φρούριο κι έπεφταν στην πόλη. Προξενούσαν λοιπόν κακό αντί καλού.


Η αντίδραση της Υψηλής Πύλης

Εν τω μεταξύ, η Αυλή της Κωνσταντινούπολης εξαγριώθηκε από την ανταρσία ενός νησιού που θεωρούσε τόσο πολύτιμο. Δεν δικαιολογούταν κανένα παράπονο των χιωτών κατά της οθωμανικής διοίκησης, αφού μέσω των δημογερόντων αυτοί οι ίδιοι όριζαν το ποσόν του φόρου και από ρωμιούς γινόταν η είσπραξή του. Η Χίος ήταν από τους πλέον ευνοημένους από την εξουσία τόπους. Ο Σουλτάνος θεώρησε ότι οι χιώτες είχαν προδώσει την εύνοιά του. Επιπλέον, φοβήθηκε μήπως το παράδειγμα της Χίου ακολουθούσε κι ο χριστιανικός πληθυσμός της Λέσβου, που ήταν και μεγάλος στον αριθμό και τολμηρός. Σε τέτοια περίπτωση, το θέατρο του πολέμου θα μεταφερόταν πια κοντά στην πρωτεύουσα.

Κατόπιν αυτού, ο Καπουδάν Πασάς Καρά Αλής έλαβε εντολή να ξεκινήσει αμέσως, ενώ οι κατώτεροι διοικητές επαρχιών της Μικράς Ασίας διατάχθηκαν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους εσπευσμένα στο Τσεσμέ. Ποτέ προηγουμένως οθωμανός δεν είχε υπακούσει σε φιρμάνια με τέτοια προθυμία. Η είδηση για την εξέγερση της Χίου είχε προκαλέσει πολύ ζωηρή εντύπωση σε όλη την περιοχή. Στρατιωτικά αποσπάσματα γέμιζαν τους δρόμους και πολλά ήταν τα σημάδια ότι αναβίωνε η παλιά φλόγα του ισλαμισμού. Γέροι και νέοι άρπαξαν τα όπλα.

Στη Σμύρνη, ένα σύνταγμα πεζικού, αποκλειστικά από ιμάμηδες, πραγματοποίησε δυσοίωνη, σιωπηλή πορεία στους δρόμους της πόλης. Ήταν ένα ασυνήθιστο θέαμα, που έφερε δάκρυα στα μάτια των μουσουλμάνων.

Εν τούτοις, θα ήταν λάθος μας να υποθέσουμε ότι μόνον η αφοσίωση προς την πίστη και την αυτοκρατορία ήταν τα κίνητρα που ώθησαν τους οθωμανούς της Ασίας να κινητοποιηθούν τόσο γρήγορα. Η Σάμος βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις ασιατικές ακτές απ΄ ό,τι η Χίος κι οι κάτοικοί της είχαν δώσει απείρως περισσότερες αφορμές πρόκλησης. Όμως, ήταν φτωχοί και γενναίοι. Οι χιώτες, αντίθετα, ήταν οι πλουσιότεροι αλλά οι πλέον μαλθακοί ραγιάδες. Γι΄ αυτό, κάθε φορά που ακουγόταν κάποια πρόταση για εισβολή στη Σάμο, η φρόνηση μετρίαζε αποτελεσματικά τον ενθουσιασμό των μουσουλμάνων.

Στην περίπτωση της Χίου τα πράγματα ήταν όλως διόλου διαφορετικά: Δεν υπήρχε πιθανότητα σθεναρής αντίστασης, ενώ υπήρχε η βεβαιότητα της τεράστιας λείας. Έτσι, οι φανατικοί μπήκαν στην εμπροσθοφυλακή των πυκνών τάξεων που πήραν τον δρόμο για το Τσεσμέ, ενώ κακούργοι και αγύρτες γέμισαν το κέντρο και πλήθυναν την οπισθοφυλακή.


 

Περιμένοντας από ώρα σε ώρα την εμφάνιση του σουλτανικού ναυτικού, απειλούμενου από έναν στρατό τριάντα χιλιάδων οθωμανών που είχε συγκεντρωθεί στην απέναντι ακτή και καλύπτοντας τον τρόμο που ένιωθαν κάτω από το προσωπείο μιας αποφασιστικότητας βασισμένης στην αυτοπεποίθηση, οι ρωμιοί συνέχιζαν μια άτονη πολιορκία του Κάστρου, όταν στις 11 Απριλίου, Μεγ. Πέμπτη του 1822, φάνηκε στα ανοιχτά του νησιού ο Καρά Αλής. Τον στόλο του αποτελούσαν έξι πλοία γραμμής μάχης, δέκα φρεγάτες ή μεγάλες κορβέτες, και δώδεκα μικρότερα πολεμικά πλοία. 





Η ναυτική μοίρα αποκλεισμού των ρωμιών, που περιελάμβανε δεκατέσσερα μπρίκια κι έξι σκούνες, ως επί το πλείστον πλοία ψαριανά, εξαφανίστηκε αμέσως. Η επικράτηση των σαμιωτών δεν είχε διαρκέσει πάνω από είκοσι μέρες και η Χίος δεν έλαβε έγκαιρα καμία βοήθεια από την κυβέρνηση.



Αφού τοποθέτησε τα πλοία του σε γραμμή κατά μήκος των ακτών, ο αρχιναύαρχος επικοινώνησε με τον Βαχίτ Πασά, από τον οποίον πήρε ακριβείς πληροφορίες για την επικρατούσα κατάσταση. Διέταξε απόβαση. Υπό την κάλυψη των πυρών πυροβολικού του στόλου, αποβιβάστηκαν αρκετές χιλιάδες στρατιώτες. Ταυτόχρονα, ο Βαχίτ Πασάς πραγματοποίησε έξοδο με τη φρουρά του, ενώ ένας στολίσκος μετέφερε συνεχώς στρατεύματα από το στρατόπεδο του Τσεσμέ. Οι οθωμανοί όρμησαν στην πόλη κι ύστερα από μάχη σύντομης διάρκειας, κατέλαβαν με έφοδο το ύψωμα της Τουρλωτής και τα πυροβολεία. 



Απερίγραπτος ήταν ο πανικός που κυρίευσε τους ρωμιούς κατσαπλιάδες, «αυτοσχέδιους» στρατιώτες και τους κατοίκους, που δεν προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην πόλη και υποχώρησαν στα ενδότερα. Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι στη θέα του οθωμανικού στόλου οι σαμιώτες άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως, πολλοί επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και αποχώρησαν αφήνοντας τους χιώτες εντελώς αβοήθητους. 



Ο Μάμουκας καταγγέλλει την προσπάθεια διαφυγής ορισμένων προκρίτων με τις οικογένειές τους:
«Φροντίς των ήτον να εύρωσι καράβια ευρωπαϊκά και να φύγωσιν αφήνοντες το λοιπόν όλον πλήθος χωρίς καμμίαν ελπίδαν βοηθείας». (Χιακόν Αρχείον, τόμ. Α΄, σελ. 301).



Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν τότε στην Χίο φέρνουν στον νου ανάλογες εικόνες από τη λεηλασία της Τριπολιτσάς. Έλεος δεν υπήρχε. Οι νικητές έσφαζαν αδιακρίτως όποιον βρισκόταν μπροστά τους. Στριγκλιές έσκιζαν τον αέρα και οι δρόμοι στρώνονταν με πτώματα γέρων, γυναικών και παιδιών. Οι απάνθρωποι σφαγείς δεν έκαναν εξαίρεση ούτε στους ασθενείς του νοσοκομείου, του φρενοκομείου και του ιδρύματος κωφαλάλων. Οι φλόγες που ξεπήδησαν πρώτα από την εκκλησία της Τουρλωτής, έδωσαν το έναυσμα για μια γενική κόλαση φωτιάς που μαινόταν τις δύο επόμενες μέρες και κατέστρεψε μία από τις ομορφότερες πόλεις της ανατολικής Μεσογείου. Υπολογίζεται ότι εννέα χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου σφαγιάστηκαν στη διάρκεια αυτών των γεγονότων.

 

Στις 16 Απριλίου οι ταραχές είχαν κάπως κοπάσει, αφού οι στρατιώτες δεν έβρισκαν να ανακαλύψουν μέσα στα ερείπια άλλα θύματα ή λεία, καθώς και οι τάφοι ακόμη είχαν συληθεί. Οι ορδές των πλιατσικολόγων από τη Μικρά Ασία ανανεώνονταν συνεχώς κι έτσι μια μεγάλη μάζα οθωμανών διέτρεξε όλο το νησί κι έσπειρε τη φωτιά και το θάνατο σε όλα τα χωριά και τα μοναστήρια. Μεσ΄ στο μυαλό τους η πλεονεξία συναγωνιζόταν τώρα την απανθρωπιά, αφού σταμάτησαν να σκοτώνουν αδιακρίτως τους χριστιανούς και κρατούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά για να τους πουλήσουν σα σκλάβους.



Μετά τα γεγονότα αυτά, κάθε αντίσταση σταμάτησε. Ο Λογοθέτης κι ο Μπουρνιάς εγκατέλειψαν το νησί, αφού δεν ήταν πλέον δυνατόν να παραμένουν εκεί με ασφάλεια. Ο Μπουρνιάς φεύγοντας φώναζε το σύνθημα που είναι γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!...». Αγρότες από το Πυργί είχαν προηγουμένως συλλάβει και παραδώσει στους οθωμανούς ένα απόσπασμα δεκατριών σαμιωτών.

Εκεί μας απάντησεν ένας κουμπάρος μας, και λέει της μητέρας μου:

Έλα να σε κρύψω με τα κορίτσια σ΄ ενός τούρκου τον αχερώνα.

Μα ο άθλιος μόντις, μας έκρυψε, πάει και λέει του τούρκου:

Έλα να δεις, που σου ΄χω δυό κορίτσια κρυμμένα.

Του λέει ο τούρκος:

Τι σου είναι αυτές;.

Λέει:

Κουμπάρες μου.

Τότες ο τούρκος βγάζει το σπαθί του και του κόβει το κεφάλι ομπρός στα μάτια μας κι έρχεται και μας λέει:

Αυτός επειδή ήτανε κουμπάρος σας και σας επρόδωσε, τον σκότωσα, μόνο εσείς φευγάτε. Και μας έδειξε δρόμο κι εβγήκαμε πάλι στο Μέγα Λιμιώνα.

 

Κι εκεί είδαμε καΐκια σαμιώτικα βαθειά αραγμένα, και στην ακρογιαλιά ήτανε πολύς κόσμος, γυναικόπαιδα πολλά.

 


Οι σαμιώτες με τις βάρκες επαίρνανε τον κόσμο, μα όποιος είχενε πολλούς παράδες και χρυσά, όποιος δεν είχενε τον αφήνανε όξω.


 

Η καϋμένη η μητέρα μου είχε στο στήθος της ένα πουγγί γεμάτο με ψιλούς παράδες και μισιριώτικα κουκάκια που μας ήδινεν από δυό τριά της κάθε μιανής, για να περάσει η πείνα, βγάζει μια φουχτιά και τα δείχνει των σαμιωτών. Αυτοί νομίζοντας πως ήταν το στήθος της γεμάτο παράδες, μας επήρανε μέσα στο καΐκι.

 


Την ώρα που μπήκαμεν στη βάρκα, είδαμεν τη θάλασσα κόκκινην από το αίμα. Άλλο δεν ακούαμεν φωνές, κλιάματα κι εβλέπαμεν παντού φωτιές... Βλέπαμε στην ακρογιαλιά εκείνους που μείνανε και τι να δούμενε… Οι τούρκοι τους εσφάζανε, τους εκάμνανε κομμάτια και τα πετούσανε στον αγέρα.

 


Τα όσα είδαν τα μάτια μου ποτές μου δεν θα τα ξεχάσω!

 


Σαν ηφτάσαμε στη Σάμο, οι σαμιώτες δεν μας ηθέλανε γιατί δεν είχαμε λεφτά. Όποιοι δεν είχανε λεφτά, τους εγδύνανε και τους εστέλλανε στο Μοριά. Εκεί μας εστείλανε κ’ εμάς...

 


Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια εγυρίσαμε πίσω στη Χίο κι επήγαμεν να βρούμε τα σπίτια μας. Μα όχι σπίτια, αλλά ούτε σημάδι δε βρήκαμένε.

 


Η Χίος όλη ήταν σκόνη, καμένα όλα και δεν μπορούσαμεν να καταλάβομεν πού ήταν το σπίτι μας, κι έτσι εφύγαμεν κι επήγαμεν στη Σύρα.

 


Στυλιανού Βίου: «Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού»,
Επανέκδοση Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, Χίος 1987.
(Αποσπάσματα από πρωτότυπες αφηγήσεις ανθρώπων οι οποίοι εξιστορούν τα γεγονότα των σφαγών της Χίου,
όπως τα είχαν ακούσει από τους γονείς και παππούδες τους).

 


Ο Μάμουκας στιγματίζει την προδοτική συμπεριφορά ορισμένων μαστιχοχωτιτών: 



 
Ι. Βλαχογιάννη: «Χιακόν Αρχείον», έκδ. «Σακελλαρίου», Αθήνα, 1924, sel. 306.


Όταν έφθασε στα Ψαρά, ο Λογοθέτης συνελήφθη και απειλήθηκε με την εσχάτη των ποινών, ως αυτουργός μιας τρομερής συμφοράς. Οι ψαριανοί, που χρωστούσαν την ευημερία τους εν μέρει και στο εμπόριό τους με τη Χίο, δεν είχαν ποτέ εγκρίνει τα σχέδιά του. Παρ΄ όλα αυτά, η κατηγορία κατέρρευσε και στο τέλος ο Λογοθέτης ανέκτησε την επιρροή του στη Σάμο. 



Υπολογίστηκε ότι στα τέλη Μαΐου είκοσι πέντε χιλιάδες χιώτες είχαν χάσει τη ζωή τους κι άλλοι σαράντα πέντε χιλιάδες είχαν γίνει σκλάβοι. Μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν γυναίκες και παιδιά από τις καλύτερες οικογένειες του νησιού. 



Δεν ήταν λίγοι οι αιχμάλωτοι που απελευθερώθηκαν στη συνέχεια, χάρη στη φιλανθρωπία κάποιων ξένων, ιδιαίτερα εμπόρων της Σμύρνης, οι οποίοι κατέβαλαν τα λύτρα για μια πλειάδα από αυτούς. Ωστόσο, ο αριθμός όσων απελευθερώθηκαν κατ΄ αυτό τον τρόπο ήταν κατ΄ αναλογία μικρός, ενώ πολλά ήταν τα φορτία με δούλους που πήραν το δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και την Αλγερία. Το σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης γνώρισε μακρά περίοδο ζωηρής εμπορικής κίνησης, προσελκύοντας μουσουλμάνους αγοραστές από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας.

Κάποια στιγμή ο Καπουδάν Πασάς απαγόρευσε την εξαγωγή αυτού του εμπορεύματος, αλλά όταν διαπίστωσε ότι τότε οι στρατιώτες του άρχισαν να θανατώνουν τους αιχμαλώτους τους, έκρινε ότι ήταν καλύτερο να επιδείξει ανοχή σε αυτήν την κατάχρηση εξουσίας.


 

Περίπου δεκαπέντε χιλιάδες ήταν οι χιώτες που κατάφεραν να ξεφύγουν μετά την απόβαση των οθωμανών, οι περισσότεροι σε κατάσταση έσχατης ένδειας. Η πλειοψηφία των φυγάδων βρήκε αρχικά καταφύγιο στα Ψαρά, αλλά επειδή αυτός ο τόπος δεν είχε τα μέσα για να τους συντηρήσει, έφυγαν στη συνέχεια για άλλα μέρη της Ελλάδας. Καθώς όλοι τους υπέφεραν από τραύματα, από ασθένειες, ή —το λιγότερο— από την πείνα και τη γύμνια, παρουσίαζαν μια τόσο οικτρή εικόνα, ώστε προκαλούσαν την πιο βαθιά συμπόνια. Οικογένειες που άλλοτε ήταν πλούσιες και διαβιούσαν πολυτελώς, ήταν τώρα αναγκασμένες να κοιμούνται σε ερειπωμένες τρώγλες και να λαχταρούν ένα κομμάτι ψωμί. Πολλές νεαρές γυναίκες ήταν ακρωτηριασμένες από τα εχθρικά σπαθιά, αδιάψευστοι μάρτυρες της βαρβαρότητάς τους.

Παρ΄ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πιο δικαιολογημένη αυτήν την απανθρωπιά, παρά εκείνη τη διαβόητη κερδοσκοπία, στην οποία επιδόθηκαν μερικοί έλληνες νησιώτες, οι οποίοι επωφελούμενοι από το γεγονός ότι έφθασαν νωρίτερα από άλλους, δέχονταν να μεταφέρουν με τα καΐκια τους μόνον εκείνους που είχαν να τους πληρώσουν.

Τ. Γκόρντον: «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης», έκδ. «Αρχιπελαγος», Αθήνα, 2010, σελ. 251.


Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην ευθύνη του στόλου, λόγω της εγκληματικής αργοπορίας του, αλλά και της ολιγωρίας που επέδειξε κατά την επιχείρηση διάσωσης, η οποία δεν αποτελούσε ουσιαστικά εθνική προσπάθεια, αλλά κυρίως ιδιωτική πρωτοβουλία, που συχνά τροφοδοτούνταν από οικονομικά κίνητρα. Η έγκαιρη επέμβαση του στόλου θα μπορούσε να ματαιώσει την απόβαση και την καταστροφή. Αλλά η κινητοποίηση των καραβιών ήταν αδύνατη χωρίς την προκαταβολική πληρωμή των μισθών στα πληρώματα. Με λίγα λόγια: «Μόλις πληρωθούμε, θα πάμε».



Για τη διάσωση των φυγάδων κινήθηκαν πλοιάρια, κατά κύριο λόγο αλιευτικά, από τα παρακείμενα νησιά (Λέσβο, Σάμο, Τήνο, Μύκονο, Άνδρο κ.ά.) και ιδίως από τα Ψαρά, λόγω της μικρής απόστασης από τη Χίο. Η επιχείρηση διάσωσης δεν ήταν εθνική, ούτε φιλανθρωπική προσπάθεια, αλλά πρωτίστως εμπορική. Να σημειωθεί δε ότι, ενώ η Κοινότητα των Ψαρών επέδειξε ζήλο, πολλοί ιδιώτες δεν υπάκουαν τις υποδείξεις της, αλλά ενεργούσαν με βάση το χρηματικό όφελος. Χαρακτηριστική είναι η απολογητική επιστολή της Βουλής των Ψαρών προς την Εθνική Βουλή. 




 
Α. Βλαστού: «Χιακά», έκδ. «Γ. Πολυμέρη», Ερμούπολη, 1840, τόμ. Β΄, σελ. 199.


Κάτι ανάλογο έγινε αργότερα και στο Μεσολόγγι, το οποίο θα μπορούσε να είχε σωθεί. Η κυβέρνηση γνώριζε από μήνες τι γινόταν. Θα μπορούσαν να απομακρύνουν τους πολιορκημένους με καράβια. Οι υδραίοι ναυτικοί όμως, αρνήθηκαν να βοηθήσουν το Μεσολόγγι αν δεν πληρώνονταν κι η κυβέρνηση αδυνατούσε να ανταποκριθεί.



Οι όμηροι προύχοντες, συμπεριλαμβανομένου του μητροπολίτη ήταν απόλυτα αθώοι. Όχι μόνο δεν είχαν καμία συμμετοχή στην ενθάρρυνση της εξέγερσης, αλλά είχαν εξαντλήσει όλη την εξουσία τους στο να την αποτρέψουν. Παρ΄ όλα αυτά, αφού προσέφεραν αυτή την εκδούλευση, εκτελέστηκαν ατιμωτικά και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα μαζί με ένα πλήθος άλλων πτωμάτων και επέπλεαν γύρω από τα οθωμανικά πλοία.

Στην Κωνσταντινούπολη εκτελέστηκαν εξήντα από τους επιφανέστερους χιώτες εμπόρους.



Η πυρπόληση της ναυαρχίδας

 




Στις 19 Ιουνίου 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή «Μπουρλότα Σαϊμάζ», ο οποίος είχε κρατήσει το στόλο άπρακτο στο λιμάνι, λόγω του ραμαζανιού. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι, ενώ στο κατάφωτο κατάστρωμα του πλοίου οι ναύτες γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. 



Στη ναυαρχίδα, που έγινε παρανάλωμα του πυρός μέσα σε λίγα λεπτά, επέβαιναν 2.000 περίπου ναύτες, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων πλοιάρχων του στόλου. Οι επιζήσαντες δεν ξεπέρασαν τους εκατόν ογδόντα, κι αυτό γιατί οι αλλεπάλληλες εκρήξεις των κανονιών εμπόδιζαν τα σκάφη να πλησιάσουν.



Υπήρχε όμως, κι ένας μεγάλος αριθμός ρωμιών αιχμαλώτων, περίπου επτακόσιοι, κυρίως γυναίκες από τη Χίο, για την τύχη των οποίων ουδόλως ενδιαφέρθηκε ο Κανάρης. Οι ιστορικοί της Ρωμιοσύνης κι όσοι γράφουν άρθρα για το ΄21 ή βγάζουν λόγους στις εθνικές εορτές, δεν αναφέρονται σ΄ αυτούς, όταν υμνούν το κατόρθωμα του «μπουρλοτιέρη».

 

Συντετριμμένος ο Καπουδάν Πασάς μεταφέρθηκε από τους ακολούθους του σε μια λάντσα, αλλά μόλις πάτησε το πόδι του στο σκάφος, ένα καιόμενο κατάρτι έπεσε πάνω του, τον χτύπησε άσχημα κι η βάρκα βούλιαξε. Δεινοί κολυμβητές τον βοήθησαν να βγει στην ακτή, όπου άφησε την τελευταία του πνοή.

 

Ο Βαχίτ, στα «Απομνημονεύματά» του, αποδίδει στο ναύαρχο ευθύνες για το τραγικό και ατιμωτικό για τον οθωμανικό στόλο γεγονός. Η αντιπαλότητα του Βαχίτ με τον Καρά Αλή και η ειρωνική και χαιρέκακη διάθεση του πρώτου για το τραγικό, αλλά «δίκαιο» τέλος του ναύαρχου είναι εμφανέστατες. Ο Βαχίτ κατηγορεί τον Καρά Αλή για αδράνεια, ολιγωρία και ροπή προς την ακολασία και τη μέθη (φοβερή κατηγορία για ένα μουσουλμάνο).

 

Όταν οι οθωμανοί είδαν τις φλόγες τάχασαν και τρομοκρατήθηκαν, αλλά την άλλη μέρα ρίχτηκαν στα Μαστιχοχώρια, τα μόνα χωριά που είχαν γλιτώσει από τις σφαγές του Απρίλη, και τα ρήμαξαν. Εξαπολύθηκε γενική επίθεση από 20.000 ενόπλους. Έκαψαν, άρπαξαν, έσφαξαν και σκλάβωσαν γυναίκες, νέους και κορίτσια.

 

Στη Σμύρνη επικράτησε πανικός και τρόμος μεταξύ των ρωμιών. Οι σφαγές στο νησί συνεχίστηκαν ακατάπαυστα από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο και σποραδικά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1822. 



Ουσιαστικά, για κάποιους μήνες, η Χίος αποτέλεσε το πεδίο της εξάρτησης όλων των άνομων ορέξεων οποιουδήποτε άρπαγα, βιαστή, κακοποιού μπορούσε να μεταφερθεί έστω με μια βάρκα από την απέναντι ακτή.

 

Ακόμα κι ο Πασάς προσπάθησε να σώσει από το μανιασμένο οθωμανικό πλήθος αθώους χριστιανούς. Και τα κατάφερε κλείνοντας αρκετές εκατοντάδες γυναικόπαιδα στο φρούριο σώζοντάς τους έτσι τη ζωή. Πάτσισε έτσι ο οθωμανός αυτός, τον αριθμό των αθώων χριστιανών που είχε σκοτώσει ο... Κανάρης. 





Ο απολογισμός σε θύματα και αιχμαλώτους ήταν πολύ μεγάλος. Στον αριθμό των νεκρών από τις σφαγές προστέθηκαν και άλλες αιτίες· η πείνα, οι κακουχίες, ο πνιγμός και η αυτοχειρία. Όσους δεν κατάφεραν να θανατώσουν οι οθωμανοί και οι κακουχίες, το κατόρθωσαν οι ασθένειες. Οι σωροί των άταφων πτωμάτων έγιναν εστίες μόλυνσης και γρήγορα οι επιδημίες αποδεκάτισαν όσους είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν.


Απολογισμός


Ποιος όμως είναι ο τραγικός απολογισμός της σφαγής; Πόσοι επέζησαν τελικά; Πόσοι σφάχτηκαν και πόσοι αιχμαλωτίστηκαν; Πολλοί ιστορικοί, διπλωμάτες, περιηγητές, ο ίδιος ο Βαχίτ, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες προσπάθησαν να υπολογίσουν τα θύματα και αυτούς που επέζησαν, δίνοντας εκτιμήσεις που αποκλίνουν αρκετά μεταξύ τους. 42.000 σφαγιάστηκαν, 52.000 αιχμαλωτίστηκαν, 21.000 κατάφεραν να φύγουν πρόσφυγες στα γύρω νησιά, κυρίως στη Σύρο και τον ελλαδικό χώρο. Οι περισσότεροι μιλούν ότι απέμειναν 1.800 με 2.000 επιζώντες.



Οι γάτες και οι σκύλοι έτρωγαν τα πτώματα και κάποια στιγμή αρρώστησαν και επιτίθονταν σε όποιον έβρισκαν. Το νησί για πολλά χρόνια ήταν ένας απέραντος νεκρότοπος. Δεν μπορούμε να το πούμε νεκροταφείο, γιατί οι νεκροί δεν ήταν θαμμένοι. Οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί και οι εναπομείναμτες ζωντανοί τόσο λίγοι. Ποιος να θάψει τόσους νεκρούς; Οι αρουραίοι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με τους γνωστούς από την φύση τους ρυθμούς.



Πολλοί περιηγητές που ταξίδεψαν στη Χίο μετά την καταστροφή, περιγράφουν με αποτροπιασμό το οικτρό θέαμα της πόλης και των χωριών, τα ερείπια και τις αμέτρητες σορούς των ανθρώπων που παρέμεναν άταφοι και αδυνατούν να πιστέψουν (όσοι δε γνώρισαν τη Χίο πριν από την καταστροφή) ότι αυτός ο τόπος έσφυζε από ζωή και δημιουργικότητα και αποτελούσε τον «Παράδεισο» της Ανατολής.




Επανάκαμψη


Οι εναπομείναντες κάτοικοι του νησιού, κυρίως ηλικιωμένοι και γυναίκες δύσμορφες στην πλειονότητά τους, δεν κατορθώνουν να γιατρέψουν τις πληγές τους, αφού έχουν χάσει τα πάντα. Οι περιουσίες των χιωτών έχουν δημευθεί και οι νέοι ή έχουν θανατωθεί ή βρίσκονται αιχμάλωτοι σε πόλεις και χωριά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 



Αμέσως μετά την καταστροφή, ένας νέος αγώνας ξεκινά για τους εναπομείναντες στο νησί χιώτες, αλλά και γι΄ αυτούς που έχουν διασπαρεί στα διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο Σουλτάνος βλέποντας ότι ο πληθυσμός είχε αποδεκατιστεί, πράγμα που σήμαινε μείωση της φοροδοτικής ικανότητας των χιωτών, με φιρμάνι, τον Σεπτέμβριο του 1822, υπόσχεται ασφάλεια και ζητά από τους διασκορπισμένους ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό χιώτες να επιστρέψουν στο νησί, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα τους αποδώσει τις δημευμένες περιουσίες τους. Υπόσχεται δίκαιη αντιμετώπιση των προβλημάτων που προέκυψαν από τη σφαγή, αποκατάσταση των θιγέντων και ήπια διακυβέρνηση.

Ήταν απότομη η αλλαγή της πολιτικής συμπεριφοράς της Πύλης απένταντι στους χιώτες μετά την καταστροφή. Ο Σουλτάνος προσπάθησε, μέσω του νέου διοικητή του νησιού Γιουσούφ Πασά, ο οποίος έφτασε στη Χίο τον Σεπτέμβριο του 1822, να αποκαταστήσει την τάξη με μια ήπια πολιτική. Ο νέος διοικητής προσέφερε κίνητρα. Ένα πολύ σημαντικό κίνητρο ήταν η επιστροφή της ακίνητης περιουσίας στους ιδιοκτήκτες που θα επανέκαμπταν στο νησί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

Η ανοικοδόμηση της Χίου ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Σουλτάνου και οι κάτοικοί του νησιού, που άρχισαν να επιστρέφουν ήδη από το Σεπτέμβριο του 1822, αλλά κυρίως από την επόμενη χρονιά, γίνονται εκ νέου φορολογικά υπόλογοι απέναντί του με έγγραφο που τους χορηγεί ο Πασάς.


 

Από τον Μάιο του 1828 έως τις 9 Αυγούστου 1829, ο πληθυσμός του νησιού —κατά τον έλληνα πρόξενο στη Χίο, Λογιωτατίδη— ανέρχεται στις 26.000.



Τι απέγινε όμως ο Βαχίτ Πασάς; Μετά την αντικατάστασή του ταξιδεύει για την Έφεσο εγκαταλείποντας για πάντα τη Χίο. Τίθεται σε διαθεσιμότητα, του αφαιρείται ο τίτλος του βεζίρη, και ζει εξόριστος στην Κιλικία «παραμένοντας απλά ο Βαχίτ εφέντης, όπως και πριν». 



Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ότι η Εσμά Σουλτάνα, η αδελφή του Σουλτάνου Μαχμούτ, ιδιοκτησία της οποίας αποτελούσε η Χίος, από όπου ελάμβανε εισόδημα 200 έως 300 χιλιάδων γροσίων ετησίως, εξοργίστηκε όταν έμαθε την ολοσχερή καταστροφή του νησιού και ζήτησε από τον Σουλτάνο την αποπομπή του τοποτηρητή, ενώ απέρριψε με αποτροπιασμό τα πενήντα διαλεκτά κορίτσια, τα οποία είχαν επιλέξει για εκείνην ο Βαχίτ και ο Καρά Αλής ως πολύτιμο δώρο.



Την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα, υπό οθωμανική διοίκηση ακόμα, σημειώθηκε σοβαρή ανάκαμψη στο νησί, οικονομική και πνευματική. Τα Μαστιχοχώρια συνέχισαν να καλλιεργούν μαστίχα, η δε ονομαστή σχολή της Χίου συνέχισε τη λειτουργία της μέσα από άλλη μορφή. Το 1839 αριθμούσε τριακόσιους μαθητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικά σχολεία στα περισσότερα χωριά.

Εκτός από την αγροτική παραγωγή (σηροτροφία, εσπεριδοειδή), οι κάτοικοι εξακολούθησαν να διακρίνονται στο εμπόριο και τη ναυτιλία, Το 1845 ιδρύθηκε η «Κινδυνασφαλιστική Εταιρεία» προκειμένου να καλύπτει οικονομικά τις θαλάσσιες ζημιές. Σημαντικά ναυτιλιακά κέντρα του νησιού αναδείχθηκαν τα Καρδάμυλα, ο Βροντάδος και η Λαγκάδα.



 
Ήταν κρίμα να βλέπεις μια κοινότητα εκατόν τριάντα χιλιάδων ψυχών να κινδυνεύει εξαιτίας διακοσίων τυχοδιωκτών.
 
Χ. Καστάνη: «The greek exile or a narrative of the captivity and escape of Christophorus Plato Castanis, during the massacre on the island of Scio, by the turks, together with various adventures in Greece and America»,
«Lippincott, Grambo & Co», Φιλαδέλφεια, 1851, σελ. 27.


Επίλογος


Ο Βαχίτ στα «Απομνημονεύματά» του, χωρίς να τον τύπτει η συνείδησή του, παραδέχεται ότι οι πλείστοι των χιωτών δεν ενέχονταν στο κίνημα κι αποπειράται να δικαιολογήσει τη σκληρή του στάση επιρρίπτοντας την ευθύνη σε σαμιώτες, ψαριανούς και σπετσιώτες: «Κι εγώ, που είδα με τα μάτια μου αυτές τα σκηνές, ομολογώ ότι οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού είχαν μικρή ανάμειξη σ’ αυτή την απονενοημένη ενέργεια της αποστασίας, την οποία δημιούργησαν και κατεύθυναν οι σαμιώτες, οι ψαριανοί και οι σπετσιώτες».



Όλη αυτή η σφαγή ξεκίνησε εξαιτίας των ενεργειών λίγων ανθρώπων στο όνομα της λαφυραγωγίας και του προσωπικού πλουτισμού. Έμπλεξαν τους κατοίκους του νησιού στο παιχνίδι αυτό κι οι μόνοι που έχασαν ήταν οι χιώτες και μόνον αυτοί. Κι έχασαν τα πάντα!

 

Γενικά, αυτό είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα των κατοίκων αυτής της χώρας. Προέρχεται από το κράτος, το οποίο έδωσε εντολή σε ιστορικούς να κατασκευάσουν έναν εθνικό μύθο. Αντί να αναδείξουν την ευημερία και την πρόοδο διαφόρων περιοχών του ελλαδικού χώρου, ανέδειξαν το: «Εμείς οι ρωμαλαίοι και αδικημένοι, που πιάσαμε τα όπλα για επαναστατήσουμε απέναντι στο δυνάστη» και καθόλου το: «Εμείς οι έξυπνοι που διαπρέψαμε στα γράμματα και τις επιχειρήσεις» όπως οι χιώτες, οι βλάχοι και άλλοι. Οι «καλοί» εμείς και οι «κακοί» τούρκοι. 



Τι είναι αυτό λοιπόν, που μάς κάνει τόσο σπάταλους με την αυτήν την οικονομικά πανάκριβη, ανθρώπινη ζωή ακόμη και σήμερα; 

 

Γιατί αυτό που έγινε στην Χίο ήταν:

• Επιθυμία για λαφυραγωγία.

• Έπαρση των τυχοδιωκτών και η ανάγκη τους για πλούτο και προβολή.

• Κατεστραμμένες και χαμένες για πάντα επιχειρηματικές δραστηριότητες.

• Φυγή.

• Θάνατος.


Το αποτέλεσμα ποιο; Μηδέν. Μόνο σπάταλα, χυμένο αίμα. Σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι και χάθηκαν τόσες περιουσίες. Γιατί; Για το απόλυτο τίποτα! Για μια υπέροχα μεγάλη τρύπα στο νερό. Η Χίος, ανήκε στην οθωμανική επικράτεια για ακόμη ενενήντα χρόνια, δηλαδή έως το 1912.

 

Να σημειωθεί επίσης, ότι από τότε πού πέρασε η Χίος —και όχι μόνο η Χίος και και πάμπολλες άλλες περιοχές— σε «ελληνικά» χέρια, οπισθοδρόμησαν, κανείς δεν έκανε τίποτε για να τις αναδείξει. 



Μας φταίνε οι τούρκοι, μας φταίνε η ευρωπαίοι, μας φταίνε οι αμερικάνοι … γενικώς όλοι μας φταίνε, αναλόγως των εποχών. Μόνο εμείς δεν φταίμε. 



Απόδειξη του πόσο ανίκανοι είμαστε και σε κυβερνητικό και σε προσωπικό επίπεδο είναι ότι για διακόσια χρόνια από αυτή τη «σύσταση του νεοελληνικού κράτους», καμία κυβέρνηση δεν έκανε το παραμικρό για να αναδειχθεί η αξία κάποιων ιδιωτών. Δεν μπορεί, κάποιοι θα είναι αρκετά ευφυείς για να έχουν αξία.



Περαστικά μας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
● Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
• Α. Βακαλόπουλου: «Ιστορία του νέου ελληνισμού», Θεσσαλονίκη, 1982.
● «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
● Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών του Αιγαίου, 15ος-αρχές 19ου αιώνα»,
έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2004.
• Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Χ. Γιοβάνη», Αθήνα, 1978.
• Ι. Φιλήμονος: «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», «Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτένα», Αθήνα, 1860.
• Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα», έκδ. «Νικολαΐδου Φιλαδελφέως», Αθήνα, 1851.
● Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2008.
● Ι. Βλαχογιάννη: «Χιακόν Αρχείον», έκδ. «Σακελλαρίου», Αθήνα, 1924.
• Τ. Γκόρντον: «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης», έκδ. «Αρχιπελαγος», Αθήνα, 2010.
● Ε. Καραβόλου: «Συμβίωση ελλήνων και οθωμανών στη Χίο πριν από το 1882. Η τύχη των αιχμαλώτων και η εικόνα των οθωμανών τούρκων ως “άλλων” στις αφηγήσεις της καταστροφής και σε άλλες πηγές του 19ου αιώνα», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Φιλοσοφική Σχολή / Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα, 2019.
● Χ. Καστάνη: «The greek exile or a narrative of the captivity and escape of Christophorus Plato Castanis, during the massacre on the island of Scio, by the turks, together with various adventures in Greece and America», «Lippincott, Grambo & Co», Φιλαδέλφεια, 1851.
• Α. Βλαστού: «Χιακά», έκδ. «Γ. Πολυμέρη», Ερμούπολη, 1840.
● Βαχίτ Πασά: «Απομνημονεύματα Πολιτικά», «Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος», Σύρος, 1861.
● Κ. Σιμόπουλου: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 4ος-19ος αι. μ.Χ.», έκδ. «Στάχυ», Αθήνα.
● Κ. Σιμόπουλου: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21», έκδ. «Πολιτιστικές Εκδόσεις», Αθήνα, 2004.
● Χρ. Βασιλόπουλου, Μηχανή του χρόνου: «Η σφαγή της Χίου».

 

 

 

https://www.freeinquiry.gr/ 

 

 

 

 

 

 


 theologos vasiliadis