Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΖΙΧΑΝΤ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΖΙΧΑΝΤ

Σφαγές αμάχων, λεηλασίες
κι ευλογημένες θηριωδίες
μετά τη συμφωνία παράδοσης
του κάστρου του Ναβαρίνου

Η σφαγή του Νεόκαστρου ήταν μια από τις σειρές σφαγών που σημειώθηκαν μετά το ξέσπασμα των ταραχών του ΄21 κι είχαν ως αποτέλεσμα την −σε σύντομο χρονικό διάστημα− εξόντωση του άμαχου οθωμανικού πληθυσμού που για αιώνες κατοικούσαν στην Πελοπόννησο.


Σφαγές αμάχων στα κάστρα


Όταν τον Μάρτιο του 1821 άρχισαν στην Πελοπόννησο οι φόνοι και τα πλιάτσικα, οι μικρές κοινότητες των οθωμανών ήταν εντελώς απροστάτευτες, δεδομένου ότι ο οθωμανικός στρατός ήταν απασχολημένος με τον Αλή Πασά στην Ήπειρο. Μόνη ελπίδα σωτηρίας τους ήταν να καταφεύγουν σε κάποιο από τα κάστρα που έλεγχαν ακόμα λιγοστές δυνάμεις του οθωμανικού στρατού.

Οι ρωμιοί πολιόρκησαν τη Μονεμβασία, την Ακροκόρινθο, την Κορώνη, τη Μεθώνη, το Ναβαρίνο. Η μέθοδος των πολιορκιών ήταν απλή. Καταλάμβαναν θέσεις γύρω από την πόλη σε απόσταση ασφαλείας από την εμβέλεια των οθωμανικών κανονιών και καθημερινά έκαναν μικρές εξορμήσεις προς το φρούριο. Ύστερα από πολύμηνες πολιορκίες και εξάντληση των πολιορκημένων λόγω ασθενειών, έλλειψης νερού και τροφής, υπεγράφοντο συφωνίες συνθηκολόγησης για τις παραδόσεις των κάστρων και κυρίως των κινητών και ακίνητων περιουσιών των οθωμανών με αντάλλαγμα την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειάς τους.

Όμως, με το που άνοιγαν οι πύλες, αθετούνταν όλες οι συμφωνίες. Άμεσα ακολουθούσαν όργια λεηλασιών και σφαγές αμάχων. 

Οι άνδρες κατά κανόνα σκοτώνονταν όλοι, όπως και πολλά γυναικόπαιδα. Ακόμη πιο θλιβερή ήταν η τύχη όσων γυναικών επιζούσαν. Υφίσταντο κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις. 

Όσες δεν ήταν νέες κι όμορφες, ήταν άχρηστες. 

Αυτές, απλά τις βασάνιζαν και τις έσφαζαν. 

Τις πιο καλοδιατηρημένες τις πουλούσαν. 

Στον Ακροκόρινθο (όπως και σε πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις) πουλούσαν οθωμανές, γυναίκες και κορίτσια, 30 ως 40 γρόσια τη μία, ανάλογα με την ηλικία και την ομορφιά τους. 

Κι αγόραζαν όλοι: Έφοροι, προεστοί, ακόμα κι οι εθελοντές φιλέλληνες! 

(Βλ. Σωματέμποροι του ΄21).

Ο μοναδικός σκοπός των ξεσηκωμένων το ΄21 ήταν το πλιάτσικο, οι περιουσίες (χωράφια, χρυσαφικά κ.λπ.) των μουσουλμανικών οικογενειών. 

  

Αρβανιτόβλαχοι κ.λπ. επήλυδες στο σύνολό τους, οι ρωμιοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου, ενεργούσαν με εντελώς ταπεινά κίνητρα. Ενώ κέρδιζαν σε μάχες, άφηναν τους οθωμανούς που κατεδίωκαν πολλές φορές να φεύγουν κι ασχολούνταν με τη λαφυραγωγία αλληλομαχώντας άγρια μεταξύ τους. 

 

Πολιορκούσαν τα κάστρα ανυπομονώντας πότε θα πέσουν, γιατί λαχταρούσαν να σφάξουν τους οθωμανούς, ώστε να προσπορισθούν τα τιμαλφή τους. 

 

Τις αλώσεις των κάστρων ακολουθούσαν έριδες μεταξύ των πολιορκητών για το μοίρασμα των λαφύρων. Στο τέλος, για το εθνικό ταμείο δεν έμενε τίποτε.

Στο άρθρο αυτό θα περιγράψουμε απίστευτες σκηνές ντροπής, που συνέβησαν κατά την άλωση του Νεόκαστρου στο Ναβαρίνο, οι οποίες αμαυρώνουν την προπαγανδιζόμενη από το επίσημο κράτος εικόνα του ΄21.  

Η ιστορική αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική από τις ηρωικές περιγραφές στα σχολικά βιβλία και στους πανηγυρικούς λόγους περί ανδραγαθημάτων των δήθεν ανιδιοτελών αγωνιστών, που με αγνά εθνικοθρησκευτικά κίνητρα μάχονταν για την ελευθερία τους.





1821: Χριστιανική Τζιχάντ στην Πελοπόννησο.
 
 
George Finlay: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως»,
έκδ. «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων», Αθήνα, 2008, τόμ. Α΄, σελ. 199, 200.
 


Άλωση Μονεμβασίας


Η Μονεμβασία ήταν ένα από τα πιό εντυπωσιακά οχυρά της νότιας Πελοποννήσου. Ο βράχος περιβαλλόταν απ΄ όλες τις πλευρές από απότομα κι αδιάβατα βράχια. Συνδεόταν με την ξηρά με ένα υπερυψωμένο δρόμο, τη μόνη της είσοδο. Ένα μοναδικό στενό μονοπάτι οδηγούσε στα τείχη της Άνω Πόλης. Η Ακρόπολη της Μονεβασίας ήταν απόρθητη.



Πέρασαν τρεις μήνες οι ρωμιοί πολιορκώντας τη Μονεμβασία. Το κρίσιμο για τους πολιορκημένους οθωμανούς ήταν η πείνα. Όταν οι λιγοστές προμήθειές τους εξαντλήθηκαν, άρχισαν να τρώνε φραγκοσυκιές, ρίζες, σπόρους και κατέληξαν σε γαϊδούρια, σκύλους κ.ά..  

Όταν κι αυτά εξαντλήθηκαν, κατέφυγαν στον κανιβαλισμό τρώγοντας ανθρώπινα πτώματα. 

Τους είχαν αποδεκατίσει κι οι επιδημίες. Η απόγνωσή τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κάποιοι, προκειμένου να φτάσουν στην ξηρά, πηδούσαν από το βράχο. 



Στις αρχές Ιουνίου, οι πολιορκημένοι πρότειναν τους όρους για την παράδοση. Φοβούνταν ότι θα σφαγιάζονταν από τους μανιάτες και τους σπετσιώτες. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, που είχε μόλις φτάσει στην Πελοπόννησο, τους υποσχέθηκε ότι θα κρατούσαν τα υπάρχοντά τους και δεσμεύτηκε για την ασφαλή μεταφορά τους στη Μικρά Ασία.



Στο ρωμέικο στρατόπεδο δημιουργήθηκαν τότε διαφωνίες. Πολλοί αρχηγοί ενόπλων, που είχαν υποσχεθεί στους άνδρες τους πληρωμές από τα λάφυρα, βιάζονταν και πίεζαν να δεχθούν μόνο την πόλη, όπως ήταν η αρχική πρόταση, ενώ άλλοι επέμεναν στην παράδοση και του κάστρου.


Τελικά, στις 2 Αυγούστου, τα κλειδιά του φρουρίου παραδόθηκαν επίσημα σε ασημένιο δίσκο.  

Όταν όμως άνοιξαν οι πόρτες, κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους ρωμιούς. Η πόλη λεηλατήθηκε. Πολλοί οθωμανοί δολοφονήθηκαν.

  Οι υπόλοιποι, περίπου πεντακόσιοι, επιβιβάστηκαν σε τρία σπετσιώτικα πλοία, τα οποία ανέλαβαν να τους μεταφέρουν στη Μικρά Ασία, όπως προέβλεπε η συμφωνία. Οι οθωμανοί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν ένα ορισμένο ποσό για ναύλο. Τελικά, τους εγκατέλειψαν σε ένα ακατοίκητο νησί, ανοικτά των ακτών της Μικράς Ασίας.



Αυτοί που εναντιώθηκαν με σθένος στην εκτέλεση της συνθηκολογίας ήταν οι μανιάτες. 

 Έσφαξαν πολλούς οθωμανούς, έτοιμους να επιβιβασθούν κι άρπαξαν τις περιουσίες οικογενειών που είχαν ήδη επιβιβασθεί.



Η άλωση της Μονεμβασίας είναι η μόνη περίπτωση, που κάποιος αριθμός οθωμανών κατοίκων κατέφερε να διαφύγει.

   

Στα υπόλοιπα κάστρα που καταλήφθηκαν από τους ρωμιούς, όλοι οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν. 



Ακολούθησε η άλωση του Νεόκαστρου, η οποία συνοδεύτηκε με πολύ μεγαλύτερες ωμότητες.




Πολιορκία Νεόκαστρου


 

Τον Μάρτιο του 1821, οι ρωμιοί κατέλαβαν το Ναβαρίνο (έχει μετονομασθεί σε Πύλο) και ξεκίνησαν την πολιορκία του φρουρίου του, του Νεόκαστρου, όπου είχαν καταφύγει πολλές οθωμανικές οικογένειες των γύρω περιοχών. 



Το κάστρο πολιορκήθηκε με επικεφαλής τον Επίσκοπο Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριο από περίπου 2.000 μεσσήνιους χωρικούς, 200 επτανήσιους και με τη συνδρομή των μανιατών. Στις 18 Μαΐου, το φρούριο αποκλείστηκε κι από τη θάλασσα, καθώς κατέπλευσαν στον κόλπο του Ναβαρίνου δυο πλοία από τις Σπέτσες.


 

Τα ευτράπελα του εορτασμού του Πάσχα


 

Παραλίγο όμως, η πολιορκία να λήξει σύντομα και άδοξα τη Μεγάλη Εβδομάδα. Επειδή οι πολιορκητές στρατιώτες-χωρικοί, φοβούνταν ότι αν δεν γιορτάσουν το Πάσχα (τότε έπεφτε στις 10 Απριλίου), θα αμάρταναν θανάσιμα, από την Μεγάλη Πέμπτη μέχρι το Μεγάλο Σάββατο εγκατέλειψαν την πολιορκία κι αναχώρησαν για τα χωριά τους. Στην πολιορκία έμειναν μόνο 85 άτομα! 



Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου (11 Απριλίου), οι πολιορκημένοι οθωμανοί, βλέποντας το ολιγοάριθμο των πολιορκητών, αποφάσισαν να κάνουν έξοδο, η οποία όμως αποκρούστηκε από τους ρωμιούς. 



Τελικά οι φιλέορτοι ρωμιοί είχαν επιστρέψει στις θέσεις τους μέχρι την Τετάρτη της Διακαινησίμου κι αποκαταστάθηκε η αριθμητική ισορροπία χωρίς άλλα απρόοπτα.


Τραγική κατάσταση των πολιορκημένων


 

Στα τέλη Ιουνίου η κατάσταση των πολιορκημένων ήταν αφόρητη. Ελπίδα βοήθειας δεν είχαν καμιά. Μετά από κάποιες άτυχες προσπάθειες επισιτισμού τους, η κατάστασή τους έγινε τραγική. Προέβαλαν βέβαια σθεναρή αντίσταση όσο μπορούσαν κι έκαναν αρκετά γιουρούσια, μέχρις ότου τους έκαμψαν οι ασθένειες, η πείνα και η δίψα, αφού οι ρωμιοί, τους είχαν αποκόψει και την παροχή νερού. 



Έβραζαν θαλασσινό νερό κι έπιναν τις σταγόνες από τους ατμούς. Τη μέθοδο αυτή τους την έμαθε ο αυστριακός υποπρόξενος Λεόνες, που είχε αποκλεισθεί μαζί τους. Είχαν αρχίσει να τρώνε τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους σκύλους, τις γάτες, τα ποντίκια κι ό,τι άλλο έβρισκαν. Εξ αιτίας του νερού που έπιναν σε συνδυασμό με την άθλια ποιότητα τροφής, τους θέριζε η διάρροια κι ο θάνατος.


 

Αρχική παράδοση ορισμένων οικογενειών


 

Προτού συνθηκολογήσει η φρουρά, πολλές οθωμανικές οικογένειες υποχρεώθηκαν από την πείνα να παραδοθούν στους ρωμιούς της περιοχής, με τους οποίους γνωρίζονταν από παλιά.

Θλιβερά διηγούνταν περί της τύχης τους. 

Είχαν πολύ άσχημο τέλος.



Πρώτα βγήκαν 125 άνδρες και γυναίκες, που παραδόθηκαν κι αφέθηκαν στην ευσπλαχνία των πολιορκητών ζητώντας μόνο ψωμί και νερό (14 Ιουλίου). Τους έστειλαν με συνοδεία στην Κυπαρισσία. Εκεί, μοίρασαν τις γυναίκες σε σημαίνουσες οικογένειες των γύρω κωμοπόλεων και χωριών να εργάζονται ως υπηρέτριες και κράτησαν μόνο 16 άνδρες νεότερους των εξήντα ετών σε οίκημα ερείπιο της Ακρόπολης της Κυπαρισσίας. 

Σε λίγες μέρες όμως, τους γκρέμισαν όλους από τα τείχη.



Μετά τους 125, άλλη μια ομάδα 60 και πλέον ατόμων, παραδόθηκε στους πολιορκητές, οι οποίοι τους μετέφεραν στο ερημονήσι Χελωνάκι με την υπόσχεση να τους φέρνουν τροφή και νερό. 

Αυτό δεν έγινε ποτέ κι έτσι όλοι οι οθωμανοί πέθαναν από τη δίψα και την πείνα.



Ο Πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος Φραντζής, ο οποίος άφησε πολύτιμα απομνημονεύματα περί των συμβάντων στην Πελοπόννησο, ήταν παρών στη σφαγή του Ναβαρίνου κι έδωσε περιγραφή όσων σκηνών παρέστη, περιγράφει το τέλος τους:

Είναι φρίκης άξιον εάν ήθελεν περιγράψη τις λεπτομερώς την αθλίαν και οδυνηράν κατάστασιν των δυστυχών αυτών οθωμανών, εις την οποίαν τους είχεν καταντήσει η παραμέλεια και η δια την ολίγην τροφοδοσίαν των φειδώ των ελλήνων.

Έργον τω όντι απάνθρωπον και σκληρόν! Έργον θηριωδίας, ασπλαχνίας και ωμότητος...

Δεν εξήρκει εις τους δυστυχείς αυτούς, ότι πεινώντες κατέτρωγον τα των θνησιμαίων πτωμάτων των άλλων ομοίων αυτοίς ανθρώπων κρέατα, αλλά και μη έχοντες πώς να αποβώσιν εις την ξηράν (ίσως δι΄ ελέους άλλων τινων τύχωσι σωτηρίας) ελάμβανον τα πτώματα των τεθνεώτων, και μετεχειρίζοντο αυτά ως είδος λέμβου κωπηλατούντες δια των ιδίων χειρών των, αλλά και κατά τούτο απετύγχανον, διότι οι έλληνες δεν τους άφηνον να πλησιάσωσιν εις την ξηράν, ή φονεύοντες αυτούς ή και εμποδίζοντες παντοιοτρόπως την εις την ξηράν αποβίβασίν των, έως ότου κατελύθησαν άπαντες με τοιούτον τραγικόν τέλος.

 



Πρωτοσύγκελλου Αμβρόσιου Φραντζή: «Επιτομή της αναγεννηθείσης Ελλάδος
αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835», έκδ. «Εκ της τυπογραφίας
η Βιτώρια του Κων. Καστόρχη και συντροφίας»,
Αθήνα, 1839, τόμ. Α΄, σελ. 395-396.


Από όλους αυτούς, δύο μόνο σώθηκαν, ο Μεχμέτ Αγάς Καστρινός και ο Μολά Χαλίλ, ως ιδιαίτεροι φίλοι του Επίσκοπου Γρηγόριου.

Οι υπόλοιποι πολιορκημένοι, αφού είδαν τί έπαθαν όσοι παραδόθηκαν, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά προτιμούσαν να πεθάνουν στο φρούριο. Υπερίσχυσαν όμως οι εντός του φρουρίου κατακραυγές και κλάματα των οικογενειών που λιμοκτονούσαν κι έτσι άρχισαν οι προτάσεις για παράδοση. Ο Επίσκοπος Μεθώνης, ως αρχηγός της πολιορκίας, «άλλον Θεσβίτην Ηλίαν εαυτόν υπολαμβάνων» (Ι. Φιλήμονος: «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», τόμ. Δ΄, σελ. 115) και άλλοι οπλαρχηγοί και πλοίαρχοι, τους υπόσχονταν πολλά για την ασφάλεια της ζωής και της τιμής τους.

Όταν κατανάλωσαν και το τελευταίο κομμάτι τροφίμων κι αφού είχαν μαγειρέψει ακόμη και το δέρμα από τις παντόφλες τους, έλπιζαν πλέον στην επιείκεια του Υψηλάντη. Πρότειναν, λοιπόν, να παραδοθούν με τους ίδιους όρους που ίσχυσαν και για την περίπτωση της Μονεμβασίας, εφόσον ο πρίγκιπας θα παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλειά τους.

Ο Υψηλάντης έστειλε εκεί ως εντεταλμένούς του ένα γάλλο αξιωματικό, τον Βαλέστ, κι έναν κεφαλονίτη γιατρό, τον Τυπάλδο, σύντροφό του από τη Βεσαραβία. Οι απεσταλμένοι κατάλαβαν ότι οι όροι της παράδοσης δεν επρόκειτο να τηρηθούν και γι΄ αυτό απέφυγαν να εκθέσουν το κύρος του Υψηλάντη, καθιστώντας τον εταίρο στη διαπραγμάτευση.

Όλα έδειχναν ότι οι μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να παρατείνουν παρά για ελάχιστες μόνον ημέρες την άμυνά τους. Οι ρωμιοί έδειχναν να βιάζονται υπερβολικά να συντομεύσουν το διάστημα της αναμονής. Έτσι λοιπόν, δυο εκπρόσωποι, ένας αλβανός, ο Φώτης, και ο Νικόλαος Πονηρόπουλος από τον Πύργο, −πολύ λιγότερο έντιμοι σε σχέση με τον Τυπάλδο και τον Βαλέστ− μαζί με τον Επίσκοπο Γρηγόριο και τον Μαυρομιχάλη, υπέγραψαν συμφωνητικό παράδοσης του κάστρου, με το οποίο υπόσχονταν στους δυστυχείς οθωμανούς αυτό που ούτε μπορούσαν, αλλά ούτε κι είχαν την πρόθεση να πράξουν, δηλαδή να τους εξασφαλίσουν μετάβαση στην Αίγυπτο και την Τύνιδα.


Ραδιούργος διαπραγματευτής

 


Κύριος διαπραγματευτής ήταν ο αρχικοτζάμπασης και προσωπικός φίλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Νικόλαος Πονηρόπουλος, ο οποίος, σύμφωνα με περιγραφή του βρετανού ιστορικού και φιλέλληνα George Finlay, ήταν «ασυνείδητος, ραδιούργος, πρότυπον της χειρίστης τάξεως». (G. Finlay: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Ίδρυμα της Βουλής των ελλήνων», Αθήνα, 2008, τόμ. Α΄, σελ. 260).

 

Ο Πονηρόπουλος καυχήθηκε μερικά χρόνια αργότερα στον στρατηγό Thomas Gordon, «περί της επιδεξιότητός του εις το να υπεξαιρέση και εξαφανίση αντίγραφον της συνθηκολογίας δοθέν εις τους τούρκους, όπως μη μείνη τεκμήριον τοιαύτης τινός συμφωνίας συναφθείσης ποτέ».

 

Ο Νικόλαος Πονηρόπουλος (1783-1852) έλαβε μέρος σε πολλά πλιάτσικα το ΄21. Έγινε γερουσιαστής στην Πελοποννησιακή Γερουσία, αργότερα πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις του Άστρους και της Τροιζήνας και μετά τη δημιουργία του κράτους έγινε βουλευτής Κυπαρισσίας και υπουργός. Το 1833 ανέλαβε χρέη διευθυντή του Γραφείου της Δημοσίου Οικονομίας, με απόφαση της Κυβέρνησης Μαυροκορδάτου και του αρχηγού του γαλλικού κόμματος Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος ήταν γραμματέας επί των Εσωτερικών. Το 1847, ενώ ήταν υπουργός Οικονομικών, κατηγορήθηκε ότι πλαστογράφησε πρωτόκολλα με την τιμή των σιτηρών. Αν και παραπέμφθηκε με βάση τη σχετική πρόβλεψη στο Σύνταγμα του 1844, δεν δικάστηκε.


Τα έγγραφα συνθηκολόγησης για την παράδοση του φρουρίου, την ασφαλή διέλευση, διατροφή και μετεπιβίβαση των οθωμανών.
 


Θηριωδίες


Όταν έγινε η συνθηκολόγηση, οι οθωμανοί εγκατέλειψαν όλη τη δημόσια περιουσία στο φρούριο, ενώ όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους τα φόρτωσαν στα δυο σπετσιώτικα καράβια, που είχαν επί τούτου πλησιάσει.



Ωστόσο, οι ρωμιοί δεν τους έδωσαν την ασφαλή δίοδο που υποσχέθηκαν. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ι. Φιλήμονος, είχαν μαζευτεί κάτω από το φρούριο της Πύλου σαν τα κοράκια γύρω από το πτώμα πάνω από τρεις χιλιάδες ένοπλοι με σκοπό να λαφυραγωγήσουν. («Υπό το φρούριον της Πύλου συνηγμένοι, ως οι κόρακες περί το πτώμα, ήσαν τότε υπέρ τους τρισχιλίους ενόπλους επί σκοπώ λαφυραγωγίας», «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», τόμ. Δ΄, σελ. 114).

 

Όταν στα μέσα Αυγούστου οι πολιορκημένοι άνοιξαν τις πύλες, οι ρωμιοί όρμησαν στην πόλη αφήνοντας να εκδηλωθούν αχαλίνωτα πάθη και διέπραξαν μια τραγωδία κατώτερη κάθε προσδοκίας. 



Με το που μπήκαν μέσα, άρχισαν τις κλεψιές, τις λεηλασίες και ξεκίνησαν επεισόδια, τα οποία κατέληξαν σε γενική άγρια σφαγή των οθωμανών. «Βοαί γοεραί ανδρών, κοπετοί γυναικοπαίδων
στερνοκοπουμένων και φωνούντων “Αλλάχ ιχσούν!” όπλων κρότοι και αλαλαγμοί στρατιωτών, ανάμικτοι κατά την σκηνήν του τραγικωτάτου αυτού δράματος ηκούοντο εν μακρά αποστάσει
» (ό.π., σελ. 115).



Ο Δεσπότης Έλους, επικεφαλής των οπλισμένων, έδειξε τη χειρότερη διαγωγή και τη μεγαλύτερη αιμοβορία. Αρπάζοντας τα χρυσαφικά από τις οθωμανικές οικογένειες, ήρθε ο ίδιος στα χέρια με έναν οθωμανό κι επειδή του αντιστάθηκε, πρόσταξε «γενική σφαγή των γυναικόπαιδων». Κι έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, 2.000 γυναικόπαιδα σφάχτηκαν σαν αρνιά «εν ονόματι του Σταυρού και της Χριστιανοσύνης». 



Σύμφωνα με τον Finlay, «εντεύθεν γενική σφαγή επηκολούθησεν και εις διάστημα μίας ώρας, σχεδόν πας ανήρ, γυνή ή παιδίον, όστις δεν είχε προλάβη ήδη να επιβιβασθή εις πλοίον, εσφάγη».


 

Εκτός από εκατόν εξήντα άτομα που κατάφεραν να διαφύγουν, σκότωσαν όλους τους αιχμαλώτους ή τους εγκατέλειψαν να πεθάνουν αβοήθητοι σε ένα γυμνό βράχο του λιμανιού.



Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο Φραντζή, όλη η θέση του προάστιου Βαρουσίου ήταν πλήρης πτωμάτων κειμένων σε ελεεινό και αξιοδάκρυτο θέαμα όσων τα έβλεπαν. 

Γυναίκες, που λαβωμένες από βόλια και σπαθιά, έτρεχαν προς τη θάλασσα αναζητώντας διαφυγή, τουφεκίζονταν εσκεμμένα. 

Μητέρες με βρέφη στις αγκαλιές που προλάβαιναν να φτάσουν στη θάλασσα, έμπαιναν κάτω από το νερό, πυροβολούνταν απάνθρωπα. 

Ρωμιοί άρπαζαν βρέφη από τους κόλπους των μητέρων τους και τα πέταγαν στα βράχια. 

Παιδιά τριών και τεσσάρων ετών πετιούνταν ζωντανά στη θάλασσα για να πνιγούν.

Όταν τελείωσε η σφαγή, το χρώμα των νερών είχε γίνει κόκκινο, ενώ τα πτώματα που εκβράστηκαν στον αιγιαλό ήταν επίφοβα να επιφέρουν λοιμό. 

Ο Φραντζής, με ντροπή και αγανάκτηση, ό ίδιος πλήρωσε ανθρώπους να κάψουν τα πτώματα, ώστε να μην μείνουν εκτεθειμένα στη σήψη κάτω από το φθινοπωρινό ήλιο.


«Τοιαύτη σφαγή τραγική και φόνος δεν εφάνησαν εις κανενός αιώνος ιστορίαν».
 
Πρωτοσύγκελλου Αμβρόσιου Φραντζή: «Επιτομή της αναγεννηθείσης Ελλάδος
αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835», έκδ. «Εκ της τυπογραφίας
η Βιτώρια του Κων. Καστόρχη και συντροφίας», Αθήνα, 1839, τόμ. Α΄, σελ. 399-400.


PDF FILES

1821 Κατασκευή του έθνους πάνω σε σφαγές και βιασμούς αμάχων λεηλασίες και δουλεμπόριο



Έριδες για τα λάφυρα


Οι ρωμιοί, αφού εξαπάτησαν τους οθωμανούς, βάλθηκαν και να αλληλοεξαπατηθούν. Οι προσωπικές αντιζηλίες των αρχηγών τους οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ τους, ενώ τα λάφυρα, τα οποία περιελάμβαναν μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών, τα μοιράστηκαν μεταξύ τους μη αφήνοντας −ως συνήθως− τίποτε στο εθνικό ταμείο.

Είχε προσυμφωνηθεί ότι τα λάφυρα θα μοιράζονταν σε τρεις ίσες μερίδες:


• Το 1/3 για το εθνικό ταμείο.

• Το 1/3 για τα στρατεύματα.

• Το 1/3 για τα πλοία, που συμμετείχαν στον αποκλεισμό.


Οι ναυτικοί, σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, φοβούνταν ότι αν έμενε το μερίδιο για το εθνικό ταμείο στην ξηρά θα το έπαιρναν οι στρατιωτικοί και δεν θα το απέδισαν στο ταμείο. Το ίδιο θα έκαναν βέβαια κι οι ναυτικοί, εάν έμενε στα χέρια τους.

 

Επιπλέον, η κυβέρνηση και οι στρατιωτικοί θεωρούσαν ότι αδικούνταν από τις μερίδες τους. Δυο σπετσιώτικα πλοία, τα οποία ανήκαν στον Νικόλαο Μπόταση και τον Αναστάση Κολανδρούτζο, αμέσως μόλις επιβίβασαν λίγες από τις πλουσιότερες οικογένειες, καθώς και τα τιμαλφή των οθωμανών σε σφραγισμένα κιβώτια, τα άνοιξαν και δεν έδωσαν λογαριασμό για το μεγαλύτερο μέρος της λείας που πήραν. 



Η διαγωγή αυτή προκάλεσε πολλές αντεγκλήσεις μεταξύ των ρωμιών στρατιωτών και των αλβανών ναυτών. Τότε, οι σπετσιώτες φιλοδώρησαν τους προύχοντες και τους οπλαρχηγούς, προκειμένου να εγκαταλείψουν το δίκαιο του εθνικού ταμείου και των πτωχών στρατιωτών. 



Επειδή το μερίδιο των στρατιωτών θεωρήθηκε λιγότερο από αυτό που είχε αρχικά υπολογιστεί, αποτέθηκε σε κάποια αποθήκη του φρουρίου, προκειμένου να γίνει δεύτερη εκτίμηση. Κάποιοι όμως άνοιξαν την αποθήκη και την άδειασαν, γενογός, που γέννησε νέες έριδες.



Η χαμερπής διαγωγή των αρχόντων τους και ο άδικος τρόπος που έγινε το μοίρασμα των λαφύρων, μάρανε τον ενθουσιασμό του λαού της Μεσσηνίας, ο οποίος έγινε πλέον τόσο χλιαρός στον αγώνα, ώστε παραμέλησε στη συνέχεια να λάβει λυσιτελή μέτρα για τον αποκλεισμό της Μεθώνης και Κορώνης, που ακόμα κατέχονταν από τους οθωμανούς.



Σφαγών συνέχεια


 

Λίγες βδομάδες μετά, έγινε κι η μεγάλη σφαγή της Τριπολιτσάς, η γενοκτονία της οποίας υμνείται στα βιβλία, στις εθνικές γιορτές, στο δημοτικό τραγούδι, στον εθνικό ύμνο κ.λπ.. 

Κάτω από κωμικοτραγικές συνθήκες με μυστικές συνεννοήσεις, προδοσίες, σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες κ.ά., από τη μια πολιορκούσαν κι από την άλλη πουλούσαν στη μαύρη αγορά τρόφιμα στους πολιορκημένους. 

Από τη μια πολεμούσαν με τους οθωμανούς 

κι από την άλλη μεταξύ τους, για τα λάφυρα

τα οποία, προκειμένου να τα αποκτήσουν, έσφαξαν αδιακρίτως τον οθωμανικό πληθυσμό της πόλης. 

Πλιατσικολόγησαν τα πάντα, μέχρι και τα σκουριασμένα καρφιά στους τοίχους!


Επίλογος


Δεν είναι μόνον η Αγία Λαύρα και τα κρυφά σχολειά. 

Υπάρχουν πολλοί εθνικοθρησκευτικοί μύθοι,

 πολλά ψέματα, που έχουν φτιαχτεί γύρω από το ʼ21, 

τις πραγματικές συνθήκες, 

τα πραγματικά γεγονότα του οποίου, τα μαθαίνουμε διαστρεβλωμένα από τους επίσημους θεωρητικούς της Ρωμιοσύνης,  

που αναγόρευσαν πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές σε εθνικούς ήρωες.

Όχι με κανόνες ευνομίας, αλλά πάνω στα ψέματα αυτά εξ άλλου,  

από πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές στήθηκε και το σύγχρονο κράτος, 

γι΄ αυτό ένα κράτος-ψέμα πλιατσικολόγων, κλεφτών και ληστών είναι έκτοτε...



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.

● Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.

● Ιωάννου Φιλήμονος: «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Π.Β. Μωραϊτίνη», Αθήνα, 1861.

● Αμβρόσιου Φραντζή: «Επιτομή της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835», έκδ. «Εκ της τυπογραφίας η Βιτώρια του Κων. Καστόρχη και συντροφίας», Αθήνα, 1839.

● George Finlay: «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Ίδρυμα της Βουλής των ελλήνων», Αθήνα, 2008.

● Thomas Gordon: «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης», έκδ. «Αρχιπέλαγος», Αθήνα, 2010.

● Γιάννη Λάζαρη: «Το Άγνωστο 1821», έκδ. «Δρόμων», 2016.

 

 

 

 https://www.freeinquiry.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 theologos vasiliadis