theologos vasiliadis
Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
theologos vasiliadis
Οι άγνωστες περιπέτειες ενός βλαστού της ένδοξης σουλιώτικης «φάρας».
Καθώς ξεφύλλιζα κάποια παλιά έντυπα, το μάτι μου έπεσε στο σκίτσο ενός άντρα, που έφερε «τατουάζ» σε όλο του το σώμα.
Η εικόνα και μόνο στάθηκε αρκετή, για να κεντρίσει την περιέργειά μου και να διαβάσω το σχετικό κείμενο: «Προ τεσσάρων ημερών διήλθεν εκ Πειραιώς, επιβαίνων του γαλλικού ατμοπλοίου “Τίγρις” των Θαλασσίων Διαπορθμεύσεων ο διάσημος καπετάν-Γιώργης.»
Δεν άργησα να αναζητήσω στοιχεία και σε άλλες εφημερίδες της ιδίας περιόδου: Έκπληκτος διαπίστωσα, ότι επί ημερησίας βάσεως και για τέσσερις μήνες αφιερώνονταν μακροσκελή άρθρα για τον άνθρωπο αυτόν, που έφτασε ξαφνικά στη μικρή τότε πατρίδα, όχι μόνο για την περίεργη εμφάνιση που παρουσίαζε, αλλά – περισσότερο – για την ελληνική καταγωγή που διεκδικούσε.
Δημοσιεύθηκαν τότε σειρά συνεντεύξεων τόσο από τον απρόσμενο αυτόν επισκέπτη, όσο και από αυτόπτες μάρτυρες, ενώ ο αθηναϊκός τύπος προσπαθούσε με επιβλητικούς τίτλους να ικανοποιήσει την περιέργεια των αναγνωστών.
Οι έρευνες όμως μέρα με τη μέρα έπαιρναν όλο και πιο περίεργη τροπή, ώσπου ξεσπά η είδηση: «Δραματική είδησις διεδόθη σήμερον εις την πόλιν ήτις, καθ α πληροφορούμεθα, είνε ακριβής. Ο κατάστικτος άνθρωπος, όστις είχεν εκτεθή εις κοινήν θέαν από τινων ημερών και του οποίου την εικόνα είχε δημοσιεύσει το “Άστυ” (σημ. εφημερίδα εκείνης της εποχής) προ τινών μηνών, είναι γόνος μιας των πρώτων Ελληνικών οικογενειών, υιός του στρατηγού Τζαβέλλα…».
Ο καπετάν-Γιώργης ή Δημήτριος Κ. Τζαβέλλας.
Δεν άντεξε τη Ρωμιοσύνη,
παράτησε τη Σχολή Δοκίμων και τη δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία ως
αξιωματικός και απόλαυσε μία ελεύθερη και ηρωική ζωή σε διάφορες
περιοχές της Γης. (Σκίτσο αθηναϊκής εφημερίδας της εποχής.)
Γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι το ζήτημα μετά από αυτήν την αποκάλυψη συγκλόνισε το Πανελλήνιο, ενώ ενισχυτική της σημαντικότητας των γεγονότων είναι και η παρακάτω δημοσιογραφική αναφορά: «Δεν μας συγκινεί και δεν μας εξεγείρει το ενδιαφέρον μόνον η δραματική, η μυθιστορική, η απίστευτος σχεδόν ιστορία του καταστίκτου ανθρώπου, του περιελθόντος επί μακρά έτη τον κόσμον ολόκληρον και εκτιθεμένου προς αργυρολογίαν εις την κοινήν θέαν και από τεσσάρων ημερών αναγνωρισθέντος ως γόνου του Τζαβέλλα, του φημισμένου ήρωος της Κλείσοβας.
Το όνομα του Τζαβέλλα δεν ανήκει μόνον εις την οικογένειαν αυτού, ανήκει εις την ιστορίαν, εις το έθνος· και εννοούμεν να εξαντλήσωμεν παν μέσον, όπως πείσωμεν εαυτούς περί της ταυτότητος του παρουσιαζομένου σήμερον ως υιού του γενναίου στρατηγού και διαφωτίσωμεν περί τούτου την κοινωνίαν, ήτις μετ’ ενδιαφέροντος παρακολουθεί την δραματικήν αυτήν ιστορίαν…».
Η αναστάτωση που προκλήθηκε λοιπόν δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ο καπετάν-Γιώργης παρουσιάζεται από τον ημερήσιο τύπο ως γόνος του ηρωικού Κίτσου Τζαβέλλα, που πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι διετέλεσε τόσο υπουργός Αμύνης όσο και πρωθυπουργός της χώρας το 1847. «Το γεγονός της ημέρας είνε η είδησις την οποίαν εδημοσίευσε χθες την εσπέραν το “Άστυ”:
η αναγνώρισις του καπετάν-Γιώργη… ως υιού… του Τζαβέλλα…».
Ο ηρωικός Κίτσος Τζαβέλλας, πατέρας του κατάστικτου καπετάν-Γιώργη.
Μετά την επανάσταση μπήκε στα γρανάζια του Ρωμαίικου και του «πολιτικού κόσμου»
(τον «έκαναν» και πρωθυπουργό, εκμεταλλευόμενοι τη δόξα του),
απογοητεύθηκε από την αθλιότητα του κράτους και πέθανε αλκοολικός στη Ναύπακτο, διασυρόμενος ακόμη και από την «μαρίδα» της πόλης, που τον πετροβολούσε και τον φώναζε «καπετάν Παγούρα», γιατί κυκλοφορούσε έχοντας κρεμασμένο στη ζώνη του ένα παγούρι ρακή…
Η υπόθεση αυτή ήταν αδύνατον να μην αποσχολήσει και την Αστυνομία. Ακολουθεί σειρά ανακρίσεων, στις οποίες πρωτοστατεί μία άλλη ιστορική φυσιογνωμία, ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, που είναι γνωστός για την απαλλαγή της Αθήνας από τους μάγκες και τα κουτσαβάκια της εποχής εκείνης.
Δυστυχώς οι ανακρίσεις δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα: «Ο κ. Μπαϊρακτάρης, ο οποίος κατά την ώραν εκείνην ήτο απησχολημένος εις την υπηρεσίαν του, μας έδωκε την εξής σύντομον, αλλά λίαν εκφραστικήν απάντησιν: –Εγώ, κύριέ μου, βλέπω, ότι αυτή η υπόθεσις είνε κυριολεκτικώς βρωμοδουλειά…».
Η εναπομείνασα ανακριτική διαδικασία, που φαίνεται να λύνει το μυστήριο,
είναι αυτή της κατ’ αντιπαράσταση μαρτυρίας μέσω ανθρώπων, που φέρονται
ως εξ αίματος συγγενείς με τον όντως προ 50 ετών χαμένο γιο του μεγάλου
Σουλιώτη οπλαρχηγού.
Η κόρη του Τζαβέλλα και σύζυγος του γνωστού στρατηγού Ζορμπά σπεύδει
κατόπιν προσκλήσεως των Αρχών να συναντήση τον άνθρωπο, που
παρουσιάζεται ως ο χαμένος αδελφός της.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται στο «Ξενοδοχείο της Μασσαλίας» (σημ. το μεγαλύτερο εκείνης της εποχής), όπου διέμενε προσωρινά ο κατάστικτος καπετάν-Γιώργης, είναι συγκινητικές: «…η σύμπτωσις χρονολογιών τινών και γεγονότων προς όσα η αδελφή του καπετάν-Γιώργη, κυρία Κριεζώτου, εγνώριζε περί αυτού, την έκαμαν να υποπτεύση ότι είχε εν Αθήναις αυτόν τον προ πεντήκοντα ετών θεωρούμενον ως απωλεσθέντα αδελφόν της.
Απόπειρα του νεωτέρου αυτής υιού… όπως πείση τον θείον του να ομολογήση το οικογενειακόν μυστήριον, δευτέρα απόπειρα της θυγατρός της κυρίας Ζορμπά να πεισθή εις εξομολόγησιν, απέτυχον.
Αλλ’ όταν είδε την αδελφήν του, παρουσιασθείσαν αυτοπροσώπως εις το «Ξενοδοχείον της Μασσαλίας», όπου κατοικεί, δεν αντέσχεν. Οι δυό αδελφοί έπεσον εις τας αγκάλας αλλήλων, εξερράγησαν εις λυγμούς και εν μέσω της γενικής συγκινήσεως των παρισταμένων έγινεν η αναγνώρισις των δύο αδελφών, οίτινες εχωρίσθησαν παιδία και επανευρίσκοντο γέροντες..!».
Αρχηγός συνωμοσίας στη Σχολή Δοκίμων
Έφτασε όμως η ώρα να αποκαλύψουμε τον πολυτάραχο βίο αυτού του ανθρώπου,
που η έλευσή του στην Ελλάδα το 1882 συγκλόνισε ολόκληρη την κοινωνία.
Απ’ ο,τι πληροφορούμαστε, οι περιπέτειες του Δημητρίου (το «Γιώργης» το
υιοθέτησε, για να αποκρύψει την ταυτότητά του) Τζαβέλλα άρχισαν, όταν σε
ηλικία 25 ετών φοιτούσε ως δόκιμος αξιωματικός στη Σχολή Ευελπίδων.
«… ο Δημήτριος Τζαβέλλας εμαθήτευσεν εν έτει 1844 εις την Σχολήν των Ευελπίδων. Ο πατήρ του ήτο υπουργός των Στρατιωτικών. Εν τω σχολείω νεαροί συνωμόται απεπειράθησαν την εξέγερσιν των συμμαθητών των, αρχηγός δε της συνωμοσίας ανεκαλύφθη ότι ήτο ο υιός του υπουργού των Στρατιωτικών. Ο πατήρ, κατελθών εις το σχολείον, εζήτησε να ιδή τον υιόν του, θυελλώδης δ’ επηκολούθησε σκηνή μεταξύ του υπουργού του βασιλέως και του νεαρού στασιαστού. Ο υιός απεβλήθη του σχολείου, αποκεκηρυγμένος δε υπό του πατρός του, μη έχων που την κεφαλήν κλίναι, έλαβε την προς την ξένην άγουσαν…».
(Αξίζει να επισημάνουμε ότι, καίτοι ο νεαρός Δημήτρης ήταν γιος υπουργού, δεν έλαχε καμμιάς ευνοϊκής μεταχείρισης από τον πατέρα του: Άλλοι καιροί – άλλα ήθη…).
Ο τσακωμός αυτός ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για μία ζωή τόσο περιπετειώδη, που θα έμοιαζε περισσότερο με παραμύθι παρά με πραγματικότητα. Ταπεινωμένος από τις προσβολές του πατρός του και αποκηρυγμένος πλέον απ’ αυτόν, ο εικοσιπεντάχρονος Δημήτρης φεύγει και πηγαίνει μόνος του στη Ρουμανία.
Εκεί, θέλοντας προφανώς να κρύψει την ταυτότητά του, αλλάζει όνομα και από Δημήτρης διαλέγει να αυτοαποκαλείται Γιώργης. «… οπωσδήποτε ο ήρως μας, ευρεθείς εν Ρουμανία, δεν εστενοχωρήθη· το ευειδές αυτού πρόσωπον, το λυγηρόν του ανάστημα, του οποίου τας ωραίας γραμμάς ανεδείκνυεν έτι μάλλον η φουστανέλλα, είλκυσαν επί του νεαρού και σφριγώντος Ηπειρώτου την προσοχήν πλουσίου τινός βογιάρου, όστις και τον προσέλαβεν εις την υπηρεσίαν του.
Ήτο τότε μόλις εικοσιπενταετής ο Γιώργης, μ’ όλην του δε την ρουμελιώτικην απλότητα δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι η πλουσία κυρία του ησθάνετο προς αυτόν ιδιάζουσαν ευμένειαν.
Ο κύριος ένεκα των υποθέσεών του ηναγκάζετο πολλάκις να επιχειρή πολυήμερα ταξείδια, τότε δε η κυρία, μόνον τον Γιώργην προσλαμβάνουσα σχεδόν, εξήρχετο εις μακράς εφ’ αμάξης εκδρομάς ανά τας γαίας της, αψηφούσα τας χιόνας, αφού –ας είπωμεν– εθέρμαινεν αυτήν ο έρως του Ρουμελιώτου νεανίου.
Ο βογιάρος ουδέν είχεν παρατηρήσει το ύποπτον εν ταις σχέσεσι της κυρίας του μετά του Γιώργη, αλλά την ευτυχίαν του ηπείλησε μετά τινα χρόνον η ζηλοτυπία ετέρας γυναικός, της αδελφής του βογιάρου…».
Κουρσάρος στα παράλια του Ειρηνικού
Ευρισκόμενος σ’ αυτή τη δύσκολη θέση ο ωραίος και δαιμόνιος Έλληνας προτίμησε να φύγει λαθραία από το σπίτι του πλούσιου βογιάρου, προτού αποκαλυφθεί δηλαδή το παράνομο ερωτικό του ειδύλλιο και η θέση του γίνει δυσκολώτερη.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις σε διάφορες χώρες της Ασίας «ανευρίσκομεν τον Γιώργην εν Κίνα και Ιαπωνία… Στην Άπω Ανατολή ο Δημήτρης Τζαβέλλας αποδεικνύει ακόμη μία φορά, ότι, όταν ο Έλληνας βγει από τα σύνορά του, ακόμη κι αν δεν πράττει φρόνιμα, σπάνια μένει αθέατος:
«… τώρα πλέον είνε ο καπετάν-Γιώργης, κυβερνών δε ισχυράν κανονιοφόρον, καθίσταται ο τρόμος των κατοικούντων τα παράλια και τας νήσους του Ειρηνικού.
Ο καπετάν-Γιώργης είναι πειρατής, προ αυτού δε φεύγουσιν έντρομα ουχι μόνον τα ελαφρά πλοιάρια των αυτοχθόνων, αλλά και αυτά τα πολεμικά σκάφη της Ιαπωνίας και του Ουρανίου Κράτους (ενν. της Κίνας)».
Ύστερα από αρκετά χρόνια πειρατείας και περιπλάνησης στα άγνωστα νερά του Ειρηνικού ο θαλασσοδαρμένος πειρατής μας αποφασίζει να σταματήσει την επικίνδυνη ζωή.
«… Ανεχώρησε λοιπόν εις Ινδίας…», όπου λόγω της τρομερής του φήμης ως γενναίου πειρατού έγινε δεκτός από έναν ισχυρό Μαχαραγιά: «Αλλ’ ουτ’ εδώ έμελλον να λήξουν αι περιπέτειαι του καπετάν-Γιώργη. Ο ραγιάς (ενν. μαχα-ραγιάς) είχε αδελφόν, όστις ωθούμενος υπό ακράτου φιλοδοξίας, απεφάσισε να εκθρονίση τον αδελφόν του· έχων δε βοηθόν και τον καπετάν-Γιώργην διωργάνωσε συνωμοσίαν και συγκεντρώσας οπαδούς του, εστασίασε κατά του ηγεμόνος, απέτυχεν, ηχμαλωτίσθησαν δε ο αρχηγός των αποστατών και τινες των γνωστοτέρων οπαδών του, εν οις και ο καπετάν-Γιώργης. Ο ραγιάς, πλήρης οργής δια τα εναντίον του αποτολμηθέντα, διέταξε να σφαγώσιν οι αιχμάλωτοι…».
Ευτυχώς για αυτούς η κόρη του Ινδού ηγεμόνα παρακάλεσε τον πατέρα της να τους ελεήσει, κι αυτός μετρίασε την ποινή, επιβάλλοντας το επώδυνο βασανιστήριο του στιγματισμού…
«… Ειδικοί υπηρέται του ηγεμόνος παρέλαβον τους αιχμαλώτους και κατέγειναν, επί μήνας όλους εργαζόμενοι, να εγκολάψωσιν επί του σώματος αυτών το στίγμα της προδοσίας των.
Τινές των αιχμαλώτων απέθανον εν τω μεταξύ (σημ. προφανώς από φριχτούς πόνους και μολύνσεις), άλλοι δε ρωμαλεώτεροι, εν οις και ο καπετάν-Γιώργης, επέζησαν…».
Ο καπετάν-Γιώργης έμεινε κλεισμένος στα σκοτεινά και απάνθρωπα κελιά των ινδικών φυλακών για πολλά χρόνια, ενώ η ζωή του κινδύνευε διαρκώς τόσο από τις αντίξοες συνθήκες, που επικρατούσαν, όσο και από τα βασανιστήρια από τα οποία υπέφερε καθημερινά, όμως τελικά «…επωφελήθη της πρώτης ευκαιρίας όπως δραπετεύση νυκτός δε και ημέρας οδοιπορών έφθασεν εις Καλκούτταν…».
Σε αυτό το σημείο τερματίζεται ο κατά κάποιο τρόπο πολεμικός βίος του Δημητρίου Τζαβέλλα.
Γρήγορα διαπίστωσε, ότι τα στίγματα, που έφερε σε όλο του το σώμα προκαλούσαν εύκολα το φιλοθεάμον κοινό, και μη έχοντας άλλο μέσο βιοπορισμού άρχισε να επιδεικνύει εαυτόν επ’ αμοιβή.
Για καλή του τύχη σε κάποια παράσταση τράβηξε την προσοχή κάποιων Άγγλων περιηγητών, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι ο καπετάν-Γιώργης «…ηδύνατο να γίνη άφθονος πηγή χρηματισμού.
Απηύθυνον προς αυτόν τας προτάσεις των και ο καπετάν-Γιώργης τας απεδέχθη, έκτοτε δε ανέλαβε νέαν ανά τον κόσμον θεατρικήν περιοδείαν, παρέχων εαυτόν εις θέαν του κοινού επί πληρωμή. Επεσκέφθη ούτω την Αγγλίαν, την Αμερικήν, κατόπιν δε ολόκληρον την Ευρώπην.
Εκέρδισε πολλά χρήματα, έλαβε δε μετάλλια παρ’ ηγεμόνων και άλλων επισήμων προσώπων.
Ο καπετάν-Γιώργης, όστις πολλών ανθρώπων είδεν άστεα, γνωρίζει την μεγάλην αξίαν του χρήματος· δια τούτο φέρει πάντοτε μαζί του το μέγιστον μέρος της περιουσίας του εις τιμαλφή κοσμήματα και χονδράς αλύσεις εκ σφυρηλάτου χρυσού… σημειούμεν ότι το δέρμα του… θα περιέλθη μετά τον θάνατόν του, αγορασθέν προ καιρού, εις το μουσείον της Νέας Υόρκης… διότι… χείρες Ινδών εκέντησαν δια της βελόνης επί του δέρματος του καπετάν-Γιώργη εικόνας ελεφάντων, λεόντων, παρδάλεων και όφεων και αλλοκότους αλληγορικάς παραστάσεις. Το μουσείον τούτο ανέλαβε να καταβάλη ανά μίαν αγγλικήν λίραν καθ’ ημέραν και εφ’ όρου ζωής εις τον καπετάν-Γιώργην, όστις δικαίως δύναται να καυχάται ότι επώλησεν ακριβά το πετσί του…».
Μετά από δεκαετίες περιπλανήσεων ο Ποσειδώνιος αυτός άντρας γύρισε στην προσφιλή του πατρίδα, τερματίζοντας έτσι τον τυχοδιωκτικό βίο του. Η οικογένειά του τον απάλλαξε από τους Άγγλους κερδοσκόπους κι έτσι… «…ο έρημος ανήρ, ο τόσα ιδών και παθών, ο πολύπλαγκτος ήρως των σινικών θαλασσών, εύρε συγχρόνως όνομα, οικογένειαν και στέγην…».
Δυστυχώς οι νέοι Έλληνες δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τις περιπέτειες αυτού του σύγχρονου Οδυσσέα, που στο κάτω-κάτω της γραφής είναι αληθινές. Αντίθετα το σύγχρονο κατεστημένο φρόντισε να προβάλει επαρκώς τόσο μέσω βιβλίων, όσο και με «χολλυγουντιανές» παραγωγές «ήρωες» όπως τον Σεβάχ τον Θαλασσινό, τον Ροβινσώνα Κρούσο και άλλα παραμύθια εξ ανατολών και εκ δυσμών…
theologos vasiliadis