Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

 


Στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια μεγάλη συμπαγή περιοχή, που ξεκινούσε από το νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Φθιώτιδας, περιλάμβανε το νομό Βοιωτίας (εκτός του βορειοδυτικού τμήματος), τη νοτιότερη Εύβοια και την Βόρεια Άνδρο, όλη την Αττική, σημαντικό τμήμα των νομών Κορινθίας και Αργολίδας, την επαρχία Τροιζηνίας και τα νησιά του Αργοσαρωνικού (εκτός τής Αίγινας) όλοι οι ντόπιοι οικισμοί ομιλούσαν αρβανίτικα.

Πέρα από αυτήν την περιοχή υπήρχε μια ακόμη σημαντική περιοχή, στο εσωτερικό τής οποίας μιλούνταν αρβανίτικα, στη δυτική Πελοπόννησο: ξεκινούσε από την βόρεια ορεινή Ηλεία και κατέληγε στην Τριφυλία τής Μεσσηνίας. Σήμερα, μόνο στην τελευταία επιζεί η γλώσσα.

Εκτός από μερικά διασπαρμένα χωριά στην Αρκαδία, στα οποία (εκτός τού Δάρα) η γλώσσα έχει εκλείψει, υπήρχαν δυο ακόμη σημαντικές οικιστικές συγκεντρώσεις. Η πρώτη στην ανατολικότερη Λακωνία, όπου σήμερα ελάχιστοι ηλικιωμένοι σε λίγα χωριά μιλούν τη γλώσσα, η δεύτερη περιλάμβανε το όρος Παναχαϊκό, στο οποίο όμως σήμερα η γλώσσα έχει σχεδόν εκλείψει, ενώ διατηρείται περισσότερο στους μετακινηθέντες από αυτό στη δυτική Αχαΐα και σε άλλα χωριά τού νομού.

Το λιγότερο το ένα πέμπτο (και με όχι εντελώς απίθανο το ένα τρίτο) τού πληθυσμού μιλούσε αρβανίτικα. Τα αλβανικά αυτά τής νοτιότερης Ελλάδας προέρχονται από μεσαιωνικά ιδιώματα. Οι γλωσσολόγοι συμφωνούν, ότι «προέρχονται» από νοτιοανατολικά τοσκικά ιδιώματα, δηλαδή σχετίζονται με την τσάμικη υποδιάλεκτο.

 


 Το «μακρυνάρι» είναι ο χαρακτηριστικός τύπος τού στενόμακρου, κεραμοσκεπούς λαϊκού αρβανίτικου σπιτιού με συνεχόμενα δωμάτια και την είσοδο στη μακρυά πλευρά του.

Η κάτω αριστερή φωτογραφία είναι από τη Μεταμόρφωση Αττικής
και οι άλλες από το Λιόπεσι, σημερινή Παιανία.

 

 

 Οι όροι (χρήσεις, ιδεολογία)

 
Οι μεσαιωνικές ελληνόγλωσσες πηγές περιγράφουν τους πρωτοεμφανιζόμενους στα κείμενα βαλκανικούς αυτούς πληθυσμούς ως αλβανούς και αρβανίτες (ή αλβανίτες) στις λόγιες και δημώδεις γλωσσικές μορφές αντίστοιχα. Η διπλή αυτή χρήση αφορά συνολικά τους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς αλβανόφωνους πληθυσμούς τής Ηπείρου και Αλβανίας όσο και τής νότιας Ελλάδας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στις ιστορικές μαρτυρίες δέν παρατηρείται διαφορά στον προσδιορισμό μεταξύ βορείων και νοτίων αλβανόφωνων, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα, αλλά και περίπου μέχρι και τη δεκαετία τού 1950.

Με έναυσμα ίσως το σημαντικό ιδεολογικά σύγγραμμα τού Κώστα Μπίρη (Αρβανίτες. Οι δωριείς τού νεώτερου ελληνισμού), που εκδίδεται το 1960, και σαν αποτέλεσμα τής απομόνωσης τής Αλβανίας, τής ανάγκης διαχωρισμού από τους αλβανούς πολίτες και το αλβανικό έθνος, καθώς και τής τυπικής λήξης τής γλωσσικής διμορφίας, ο μεν όρος αλβανός τείνει να σημαίνει τον αλβανό τής Αλβανίας ο δε όρος αρβανίτης τον αλβανόφωνο τής νότιας Ελλάδας και, κατ' επέκταση, το σύνολο των αλβανοφώνων τής Ελλάδας, διαχωρισμός πλήρως παγιωμένος πλέον.

Το παλαιότερο αυτοπροσδιοριστικό όνομα των αρβανιτών Αρμπερόρ (Arbëror) έχει εγκαταλειφθεί και ξεχαστεί από τις κοινότητες. Σήμερα, ο όρος που χρησιμοποιείται, προέρχεται από τον ελληνικό ετεροπροσδιορισμό αρβανίτης, αρβανίτ (arvanitë) και για τη γλώσσα χρησιμοποιούνται οι όροι αρβανίτ, αρβανίτικα, και σπανιότερα αρμπερίστε (arvanít(e)/arbërishte).

Οι αρβανίτες συμμετέχουν ως ντόπιοι ορθόδοξοι χριστιανοί στην επανάσταση, ως έλληνες-ρωμιοί, και εξ αρχής συμβάλλουν στη δημιουργία τού εθνικού κράτους και εντάσσονται στο εθνικό φαντασιακό. Η γλωσσική τους ετερότητα δέν τους αποκλείει από την δημιουργούμενη φαντασιακή κοινότητα, αφού από την αρχή εντάσσονται στην εθνική γενεαλογία και αποτελούν συστατική ομάδα τού ελληνικού έθνους.

Ήδη το 1850, ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος θα γράψει: «Δυο φυλαί κατοικούσι την Ελλάδα, η ελληνική και η αλβανική. Αλλʼ η αλβανική φυλή αποτελεί άραγε έθνος ίδιον;». («Εισαγωγή εις την ιστορίαν τής αναγεννήσεως τού ελληνικού έθνους», Πανδώρα, τ. Α΄, φυλλ. 9, Ιούλιος 1850, σ. 201, βλ και Σκοπετέα σ. 188). Η «αφομοιωτική δύναμη τού ελληνισμού» επενεργούσε (και) στους αλβανούς, ειδικά σε αυτούς τού ελληνικού βασιλείου.

Η «ανακάλυψη» των πελασγών (και των ιλλυριών) από τους ευρωπαίους προσφέρει τη φυλετική καθαρότητα και συγγένεια με τους αρχαίους έλληνες, αφού πλέον και οι αλβανοί ανήκουν στους αρχαίους και εντόπιους λαούς. Με την ευρωπαϊκή εγκυρότητα καθίστανται αδελφός λαός με καταγωγική σχέση με τους «υπόλοιπους» έλληνες. Διάφορες θεωρίες αναπτύσσονται, ώστε να στηρίξουν αυτό το σχήμα.





Λιόσια, Πλάκα, Λυκουρέζος, Μπιθικώτσης κ.λπ. κ.λπ..
Αποσπάσματα από εκπομπή για τους αρβανίτες από τον δημοσιογράφο... κ. Αρβανίτη.(ΕΤ 1,
Από πού κρατά η σκούφια μας).
 

Η συγκρότηση τής ελληνικής εθνικής ταυτότητας των αρβανιτών σαφώς σχετίζεται και με την αργοπορημένη εθνοποιητική διαδικασία των αλβανών, αλλά και την παρουσία τους ως συνόλου στο νέο κράτος. Σχετικά διαφορετική είναι η στάση των αρβανίτικων κοινοτήτων τής νότιας Ιταλίας και Σικελίας (των ιταλοαλβανών), οι οποίες εμπλέκονται στην εμφάνιση και διαμόρφωση τού αλβανικού εθνικισμού.

Στην απουσία διαμόρφωσης μιας ξεχωριστής αρβανίτικης-αλβανικής εθνικής ταυτότητας συνέβαλε και το γεγονός, ότι δέν μπορούν να εντοπιστούν συνολικά διαφορές στην κοινωνικοοικονομική συγκρότηση των ελληνόφωνων από τις αλβανόφωνες κοινότητες, κάτι, που ανιχνεύεται μερικούς αιώνες πριν.

Αρβανίτικες στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ

 

Η ιδιόμορφη οικονομική ανάπτυξη τής Ύδρας και των Σπετσών, και κατά δεύτερο λόγο τού Πόρου και τού Κρανιδίου, που ενδεχομένως θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την θέση των αρβανιτών στο νέο ελληνικό κράτος, σταματά με την επανάσταση. Αφού αποτυγχάνουν να περάσουν από το ιστίο στον ατμό και αφαιμαγμένες οικονομικά από τον πόλεμο, οι παρακμάζουσες αυτές κοινότητες στρέφονται στην επάνδρωση τού κρατικού μηχανισμού, στον οποίο θα διατηρήσουν σημαντικές θέσεις μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα.

Οι λίγες μαρτυρίες τού 19ου αιώνα καταδεικνύουν, ότι τουλάχιστον στο πρώτο μισό του, υπάρχει μια ιδιαίτερα σημαντική αίσθηση γλωσσικής και πολιτιστικής ενότητας των αρβανιτών μεταξύ τους. Τα αρβανίτικα παραμένουν γλώσσα προφορικής παράδοσης, παρά την περιορισμένη τους γραπτότητα στον 19ο αιώνα. Γνωρίζουμε, ότι τουλάχιστον τον 19ο αιώνα είχαν μια περιορισμένη παρουσία στο δημόσιο χώρο και σημαντική στη θρησκευτική ζωή. Οι συμπαγείς περιοχές αλβανοφωνίας, η άγνοια ή η περιορισμένη γνώση τής ελληνικής από το πιο μεγάλο τμήμα των κοινοτήτων καθιστούν τα αρβανίτικα σε μερικές περιοχές «langue vehiculaire», κάτι, που σε μερικές περιπτώσεις συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία τού 1950.

«Οι δυο αδελφοί λαοί»:
Θεωρίες περί συγγενών και αδελφών φυλών και γλωσσών

 

Οι αλβανοί, κυρίως οι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά και οι μουσουλμάνοι και πολύ λιγότερο οι καθολικοί, θα αποτελέσουν μέχρι τη δημιουργία τού αλβανικού κράτους, αλλά και στη συνέχεια μέχρι τα τέλη τής δεκαετίας τού 1920, τους αδελφούς, που ανήκουν στην Ελλάδα και στο ελληνικό έθνος, αφού άλλωστε δέν συνιστούν έθνος. 

 

Κυρίως μετά την εμφάνιση τού αλβανικού εθνικισμού στη δεκαετία τού 1870, οι αρβανίτες τού ελληνικού κράτους χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια τής Ελλάδας να προσελκύσει τους αλβανικούς πληθυσμούς. 

 

Μια σειρά επαφών αρχίζουν με σημαίνοντες αλβανούς, οι οποίες προσβλέπουν ακόμη και σε διάφορες μορφές συνομοσπονδίας ή δημιουργίας ελληνοαλβανικού κράτους.


 


 

 

Το 1878 αποτελεί ορόσημο για το αλβανικό ζήτημα ως μέρος τού ανατολικού ζητήματος. Η δημιουργία τού Συνδέσμου τής Πρισρένης (Λίγκας τού Πρίζρεν) και η άρνηση των αλβανών στην ενδεχόμενη προσάρτηση τής Ηπείρου στην Ελλάδα, εγκαινιάζει μια ενεργή πολιτική προσεταιρισμού, πέρα από τους ορθόδοξους, και των μουσουλμάνων αλβανών, η οποία βρίσκει σχετική ανταπόκριση στη βάση τού «κοινού σλαβικού κινδύνου». 

 

Είναι εμφανές όμως, και από τις ελληνικές αρχειακές πηγές, ότι η ελληνική πολιτική στόχευε στον εξελληνισμό των αλβανών μέσω αυτής τής πολιτικής «παγίδευσής» τους.

Η σφοδρή αντίθεση τού Πατριαρχείου στον εγγραμματισμό τής αλβανικής, ιδιαίτερα για τους ορθόδοξους, και η ανάλογη οθωμανική πολιτική για τους μουσουλμάνους, στάθηκαν αρωγοί σε αυτήν την πολιτική. Η οθωμανική διοίκηση δέν μπορούσε να δεχθεί τη διοικητική «εδαφοποίηση» των αλβανών.

Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα μπορούμε να διακρίνουμε μια πικρία των διανοουμένων αρβανιτών για την αντιμετώπιση τής γλώσσας τους. Τα στοιχεία που έχουμε δέν είναι επαρκή, ώστε να θεμελιώσουμε την αρχή ενός κινήματος ή να καθορίσουμε τα χαρακτηριστικά του.

 

 


Οι αρβανίτες και τα αρβανίτικα λειτούργησαν στην υπηρεσία τού φαντασιακού τής Ρωμιοσύνης
περί τής ευγενούς καταγωγής, σα γέφυρα στο «ομόαιμον» ελλήνων και αλβανών.
Στη φωτογραφία εικονίζεται ο δήμαρχος τής Σαλαμίνας πριν το 1915 (Λαογραφικό Μουσείο Σαλαμίνας)

 

 

Οι μαρτυρίες είναι επαρκείς, όμως, σχετικά με την πολιτική γλωσσικού εξελληνισμού, που ασκήθηκε όλο τον 19ο αιώνα, γνωρίζουμε, ότι υπήρχε ήδη από την δημιουργία τού κράτους μια ιδιαίτερη εκπαιδευτική πολιτική για τις αρβανιτόφωνες περιοχές, ώστε να μειωθεί η χρήση τής γλώσσας και να εξαφανιστεί: Ίδρυση σχολείων ειδικά για κορίτσια, μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση και στην επάνδρωση με δασκάλους κ.λπ.. Τα μέτρα «γλωσσικής
καταστολής» τής μεταξικής περιόδου θα εφαρμοστούν, πιο χαλαρά βέβαια, σε σχέση με τους σλαβόφωνους, ακόμη και στους αρβανίτες τής Αττικής.

Το 1912-1913 με την ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στην Ελλάδα και την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων μή ελληνόφωνων, για τους οποίους μάλιστα μάχονται ο ελληνικός και οι γειτονικοί εθνικισμοί, η γλωσσική ετερότητα των αρβανιτών τής νότιας Ελλάδας, δέν συνιστά το παραμικρό πολιτικό πρόβλημα για το ελληνικό κράτος.

Η χρήση των αρβανιτών στην ιδιαίτερη ελληνοαλβανική διαμάχη θα συνεχιστεί (βλ. Βενιζέλος).

Μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχεί, όπως και για οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερότητας στην Ελλάδα, η πλήρης αποσιώπηση και απόκρυψη. Η γλώσσα υποχωρεί σημαντικά μετά το 1950, ταχύτερα από ότι στις άλλες μή
ελληνόφωνες κοινότητες τής Ελλάδας. Παρʼ όλο, που ακόμη και στη δεκαετία τού 1970 θα μπορούσε κανείς να βρει ακόμη λίγους μονόγλωσσους ομιλητές στη νότια Ελλάδα, η μετατόπιση προς την ελληνική είναι ραγδαία τελευταία.

Στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970 και στις αρχές τού ʽ80, που σχηματικά μπορούμε να ταυτίσουμε με την ανάληψη τής διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, η συγκυρία εγγυάται μια μεγαλύτερη σχετικά ανοχή στα ζητήματα πολιτισμικής και γλωσσικής ετερότητας. Είναι η περίοδος, που ένα τμήμα των διανοούμενων αρβανιτών τής νότιας Ελλάδας προσανατολίζεται στη διάσωση τής γλώσσας και τού πολιτισμού των αρβανιτών. 

 

Το 1982 δημιουργείται ο Αρβανίτικος Σύνδεσμος Ελλάδας, ο οποίος δραστηριοποιείται για μια δεκαετία περίπου. Με ηγεσία, που ανήκε στην ευρύτερη Αριστερά τής εποχής, όχι μόνο δέν διατηρούσε σχέσεις με τα κέντρα ελέγχου τέτοιων δραστηριοτήτων (ΥΠΕΞ κ.λπ.), αλλά και αποδεχόταν τη σχέση των αρβανιτών με τους αλβανούς. Ασκούσε μια όχι ασήμαντη επιρροή στις κοινότητες, τουλάχιστον μέχρι το 1987.

Το 1987, σύμφωνα με μαρτυρίες μελών τού συνδέσμου, ακροδεξιοί κύκλοι, που σχετίζονταν με τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, εξαπολύουν επίθεση εναντίον του καθιστώντας τον στα μάτια τμήματος των κοινοτήτων προδοτικό όργανο των αλβανών. Οι εκδηλώσεις ταυτοτικού χαρακτήρα, όπως η πολύ μεγάλη προσέλευση από πολλά γειτονικά χωριά σε τοπικές συγκεντρώσεις τού συνδέσμου με αρβανίτικα τραγούδια, ανασύρουν τον παράλογο φόβο δημιουργίας (εθνικής) μειονότητας.

Το μακεδονικό και η έλευση των αλβανών μεταναστών αποτελούν τους εξωγενείς -αλλά πολύ σημαντικούς- παράγοντες παρακμής τού συνδέσμου και τής όλης κίνησης.

 


Πηγή: Κ.Μπίρης, Ν. Σαλτάρης,

«Ρίζες ελλήνων, αρβανίτες», έκδ. «Πήγασος».

 

 

 

Οι αρβανίτες, και ειδικά τής νοτιότερης Ελλάδας, υφίστανται σοκ από την ύπαρξη ανθρώπων, με τους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν. Η προσπάθεια αποφυγής ταύτισής τους με τους αλβανούς, είτε στο εσωτερικό των κοινοτήτων είτε από τους άλλους, οδηγεί στην απομάκρυνση από ό,τι το κοινό με αυτούς, δηλαδή την κοινή γλώσσα.

Η κίνηση τής δεκαετίας τού 1980, ενώ αποενοχοποίησε τις κοινότητες σε σχέση με την καταγωγή τους, δέν μπόρεσε να συμβάλει στη διάσωση τής γλώσσας. Άλλωστε, το βιβλίο τού Αριστείδη Κόλλια, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1983, και έκτοτε είναι το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο από τις ίδιες τις κοινότητες, έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αρβανίτες και η καταγωγή των ελλήνων».

Η προσπάθεια, που είχε ξεκινήσει μετά τον πόλεμο, και προωθούσε μια ημι-επίσημη ιστορική εκδοχή για τους αρβανίτες τής νότιας Ελλάδας, εντείνεται τη δεκαετία τού 1980 -ως αντίπαλο δέος στο σύνδεσμο- και ισχυροποιείται μετά την παρουσία των αλβανών στην Ελλάδα.

Κυρίαρχο στοιχείο αυτού τού λόγου, που είχε βασικό αποδέκτη τις κοινότητες, ήταν -και είναι- η αποσύνδεση από τους αλβανούς και την τυποποιημένη επίσημη συγγενή γλώσσα: Οι αρβανίτες δεν κατάγονται από αλβανούς, τα αλβανικά δέν σχετίζονται με τα αρβανίτικα (ακόμη και στην Ήπειρο), υπήρχε παντοτινή διγλωσσία ή η γλώσσα επιβλήθηκε στις κοινότητες (χαρακτηριστικό δείγμα επιστημονικοφανούς λόγου: Σ. Καργάκου: Έλληνες, αλβανοί, αρβανίτες). Μερικά από τα παραπάνω ιδεολογήματα ενστερνίζεται τμήμα τής επιστημονικής και ακαδημαϊκής κοινότητας (που δεν σχετίζεται άμεσα με την κάθε επιμέρους επιστήμη), η οποία τα επαναφέρει έχοντάς τους προσδώσει αυξημένο κύρος.

Το μεγαλύτερο τμήμα των αλβανόφωνων κοινοτήτων και των τοπικών ελίτ έχουν ενσωματώσει τη γλωσσική και πολιτιστική απαξίωση. Σε μερικές περιπτώσεις όχι μόνο δέν ενδιαφέρονται για τη διατήρηση τής γλώσσας, αλλά είναι εχθρικοί σε ο,τιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως ενεργός προσπάθεια διάσωσής της ή να τους αποκόψει στα μάτια των άλλων από τον κορμό τού έθνους.

 

 

Οι επαναστατήσαντες ντόπιοι ορθόδοξοι αρβανίτες αποτέλεσαν συστατικό τμήμα τού δημιουργούμενου ελληνικού έθνους, τής φαντασιακής
κοινότητας των ρωμιών.
Η
φουστανέλλα ήταν
το παραδοσιακό τους ένδυμα.


 

Αυτοεικόνα υποτίμησης

 

Οι αρβανίτες τής νότιας Ελλάδας διατηρούν και σήμερα μια «χαλαρή» αίσθηση τού συνανήκειν, όπως αυτή εκφράζεται με την ακριβή γνώση των γεωγραφικών ορίων τής ομάδας και των γλωσσικών τους διαφορών, κυρίως από τους γεροντότερους. Η ύπαρξη ενός «παναρβανίτικου» ρεπερτορίου τραγουδιών από το 1930 τουλάχιστον, που ισχυροποιείται και μετά το 1980, μπορεί να θεωρηθεί από τα τελευταία εθνοτικά marker.



Σημειώσεις:


1. Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από άρθρο τού κ. Λάμπρου Μπαλτσιώτη, που αναρτήθηκε στην ψηφιακή βιβλιοθήκη τού Πάντειου πανεπιστημίου (pandemos.panteion.gr), με τίτλο: «Ιστορία και πολιτισμός τής νεότερης Αλβανίας». Ο τίτλος και η εικονογράφηση έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».

2. Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
- Θεμελιώδεις μύθοι τού αλβανικού εθνικισμού

- Για τους μεσαιωνικούς αλβανικούς εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο:
  Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...

- Για το εθνογραφικό χάος και τη γέννηση των εθνικισμών στα Βαλκάνια:
  Μακεδονική σαλάτα

- Για τη φουστανέλλα:
  Φουστανέλλα: Μια παραδοσιακή αλβανική φορεσιά

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 

 

 

 

https://www.freeinquiry.gr 

 

 

 

theologos vasiliadis

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου