ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Η δήθεν αδιαφορία των αλβανών προς τη θρησκεία
Η
«εμπλοκή» τής θρησκείας με την εθνική ταυτότητα στα Βαλκάνια αποτελεί
ένα σημαντικό σημείο για την κατανόηση, την ερμηνεία και την ανάγνωση ως
εθνικής (εθνικιστικής) αφήγησης. Καθώς σημειώνει η ιστορικός Μιράντα Βίκερς, «στα Βαλκάνια, η θρησκεία, ο πολιτισμός και η πολιτική είναι πάντα κοντινοί συνοδοιπόροι».
Ο Γκασμέντ Καπλάνι,
(αλβανός, που από το 1991 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, πτυχιούχος τής
Φιλοσοφικής Σχολής τού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και διδάκτορας
Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης τού Παντείου Πανεπιστημίου), μελετά μια
αγροτική κοινωνία, την αλβανική, επιστρέφοντας όμως, στην κομβική
θεματική τής διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας.
Σε αντιθέση με τη δική μας περίπτωση (σ.σ. διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Zorba the christian),
ο αλβανικός εθνικισμός όχι μόνο δέν χρησιμοποίησε τη θρησκεία ως
συγκροτητικό - συστατικό του στοιχείο, αλλά το ακριβώς αντίθετο, έτεινε
να την υποκαταστήσει.
Η γλώσσα, το αίμα, η γη, αυτά ήταν τα
υλικά, με τα οποία πλάστηκε η αλβανική εθνική ταυτότητα. Στον βαθμό, που
ο «αλβανισμός» θεωρήθηκε κι αυτός θρησκεία (σύμφωνα με τον αφορισμό τού
αλβανού εθνικιστή Πάσκο Βάσσα), έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί
κανείς για τις απώτερες συνέπειες τής σχέσης, που συνάπτεται ανάμεσα
στις παραπάνω συνθήκες και την ιστορία.
Ο Καπλάνι πάντως,
υποστηρίζει, ότι οι μυθευτικές - εργαλειακές χρήσεις δέν έλειψαν, μόνο,
που τα πρόσημα ήταν αντεστραμμένα. Ο μύθος δέν αφορούσε μια δήθεν
οργανική σχέση έθνους και θρησκείας, αλλά το ακριβώς αντίθετο, ότι οι
αλβανοί ανέκαθεν αδιαφορούσαν για τη θρησκεία.
Η γενναιόδωρη Ελλάδα,
εκείνη τής ευθύνης και τού ανοιχτού μυαλού,
με σεβάστηκε και με αγάπησε.
Τη σεβάστηκα και την αγάπησα κι εγώ.
Αυτή η Ελλάδα, είναι από τα πιο πολύτιμα κομμάτια,
που κουβαλώ μέσα μου.
Η Ελλάδα των παρανοϊκών εθνικιστών
και τής τσαπατσουλιάς
δέν με χωνεύει και δέν τη χωνεύω κι εγώ με τίποτα!
Γκασμέντ Καπλάνι, gazikapllani.blogspot.gr.
Ο ιστορικός και καλός γνώστης τής αλβανικής ιστορίας, Νόελ Μάκλομ, αναφέρει τους τέσσερις κύριους αλβανικούς εθνικούς μύθους:
1. Το μύθο τής καταγωγής.
2. Το μύθο τής ιστορικής προτεραιότητας («είμαστε οι πιο παληοί σʼ αυτή την περιοχή»).
3. Το μύθο των συνεχών αγώνων τού έθνους για την επιβίωση.
4.
Το μύθο τής αδιαφορίας των αλβανών προς τη θρησκεία. (Noel Malkolm:
«Mitet e identietit kombëtar shqiptar» στο «Roli i miteve në historinë
et Shqipërisë, ed Përpjekja», τ. 15-16, 1999, Τίρανα).
Σύμφωνα
με αυτό τον τελευταίο εθνικό μύθο, η θρησκεία στη ζωή των αλβανών
καταλαμβάνει, και καταλάμβανε ανέκαθεν, μια εντελώς περιθωριακή θέση.
Αυτό συμβαίνει και λόγω μιας εγγενούς τάσης αδιαφορίας προς την
θρησκεία, που κατέχει και κατείχε πάντα τους αλβανούς.
Την
αντίληψη αυτή μπορεί να τη συναντήσει κανείς ακόμα και σε επιστημονικές
και ιστορικές αναλύσεις σημαντικών αλβανών λόγιων. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση τού πατέρα τής αλβανικής εθνογραφίας Ε. Τσαμπέι,
σύμφωνα με τον οποίο, από τον αλβανικό λαό -ο οποίος διακρίνεται για τον
ισχυρό και το δυναμικό του χαρακτήρα- λείπει η αφοσίωση στη θρησκεία,
επειδή «η ψυχή τού αλβανικού λαού είναι απολύτως ρεαλιστική και προσηλωμένη στα εγκόσμια». (Eqrem Çabej, «Shqiptaret midis Perendimit dhe Lindjes, ed. MCM 1994, Τίρανα, σ. 27).
είναι διακοσμημένη με ένα μωσαϊκό από αλβανικούς εθνικούς μύθους,
που διαμόρφωσαν την αλβανική εθνική ταυτότητα.
Το αλβανικό θρησκευτικό τοπίο, όμως, παρουσιάζεται αρκετά πιο σύνθετο και πολύπλοκο. Άλλωστε, δεν είναι δύσκολο, για όποιον έχει ζήσει και μελετήσει για ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα την Αλβανία, να διαπιστώσει -προσέχοντας πάντα να μήν προβεί σε καταχρηστικές γενικεύσεις και απλουστεύσεις- ότι στις διαπροσωπικές και τις κοινωνικές σχέσεις η θρησκευτική ένταξη επηρεάζει τον τρόπο, με τον οποίο μπορεί να εκδηλώσει κανείς την «ταυτότητά» του ή, ακριβέστερα, τις ταυτότητές του.
Το θρησκευτικό ανήκειν δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί ένα «χώρο» φορτισμένο με σύμβολα και κώδικες, που συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την κατασκευή τής εικόνας τού Εαυτού και τού Άλλου:
Οι ορθόδοξοι λένε, ότι είναι οι πιο γνήσιοι αλβανοί, γιατί ο ορθόδοξος χριστιανισμός είναι η πιο παλαιά θρησκεία των αλβανών. Η εικόνα, που έχουν για τους μουσουλμάνους είναι αρνητική, επειδή τους θεωρούν, ότι δέν είναι αληθινοί αλβανοί, γιατί συνεργάστηκαν για πέντε αιώνες με τους τούρκους και δέχτηκαν τη θρησκεία τους... Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι υποστηρίζουν, ότι είναι οι πιο γνήσιοι αλβανοί, επειδή είναι μεγάλοι πατριώτες. Εκείνοι αντιστάθηκαν στους σέρβους και ήταν η βάση τής εθνικής αναγέννησης, ενώ οι ορθόδοξοι ήταν πουλημένοι στους έλληνες και οι καθολικοί στους ιταλούς. Τέλος, οι καθολικοί υπόστηρίζουν, ότι είναι οι μόνοι γνήσιοι αλβανοί, επειδή διατηρούν στα βουνά ακόμα το αλβανικό Kanuni, τον πιο παληό αλβανικό κώδικα τιμής, ενώ οι άλλοι έχουν δανειστεί ξένα ήθη και έθιμα. (Rajawantee Lakshman-Lepain, «Albanie: le enjeux de la reislamisation» στο «Le nouvel islambalkanique, les musulmans, acteurs du post-communisme 1990-2000», ed. Maisonneuve & Larose, Παρίσι, 2001.
Διαβάστε επίσης: Gilles de Rapper: «”Culture” and the re-invention of
myths in a border area of southern Albania» στο Stephanie
Schwander-Sievers and Bernd J. Fischer, «Albanian identities, myth,
narrative and politics», ed. C. Hurst & Co. Publishers Ltd.,
Λονδίνο, 2002).
Παράλληλα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην
Αλβανία τους πολυάριθμους μεικτούς γάμους ανάμεσά σε χριστιανούς και
μουσουλμάνους. Την αμοιβαία ανταλλαγή επισκέψεων μουσουλμάνων και
χριστιανών για τις γιορτές τού Πάσχα και τού Bayram.
«Εκδηλώσεις», (που μπορεί ή μπορούσε να βρει κανείς και σε άλλα μέρη
των Βαλκανίων), όπως εκείνη στην καθολική εκκλησία τού αγίου Αντωνίου
τής Πάντοβα στην πόλη Λάτς τής βόρειας Αλβανίας, την οποία, λίγο πριν τα
Χριστούγεννα, την επισκέπτονται μαζί μουσουλμάνοι και χριστιανοί
προφέροντας τις κοινές προσευχές τους. Φαινόμενα, που οδηγούν τον ίδιο
παρατηρητή να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι «για έναν αλβανό, λίγη σημασία έχει σε ποιό θεό απευθύνεται η προσευχή, το ουσιαστικό είναι να ακούγεται η προσευχή» (ό.π).
Τέτοια
παραδείγματα αντλούμενα από την καθημερινή πράγματικότητα διατηρούν
αναμφίβολα τη σπουδαιότητά τους, αλλά, περιοριζόμενοι μόνο σε τέτοιου
είδους διαπιστώσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να παγιδευτούμε μέσα στα
όρια
μιας μεροληπτικής οπτικής. Ωστόσο, για να δούμε πώς παράγονται τέτοια
φαινόμενα, αλλά ενδεχομένως και η αναίρεσή τους, οφείλουμε να εξετάσουμε
πρωτίστως τις συνθήκες, τον τρόπο και τους όρους, με τους οποίους
αναδύεται, συγκροτείται κι εξελίσσεται ο αλβανικός εθνικισμός και η
αλβανική εθνική ταυτότητα στην μετά-οθωμανική εποχή.
Θρησκεία και ανάδυση τής αλβανικής εθνικής συνείδησης
Ο
αλβανικός εθνικισμός εμφανίζεται με σημαντική χρονική καθυστέρηση
(τέλος 19ου - αρχές 20ού αιώνα) σε σύγκριση με εκείνον των σέρβων και
των ελλήνων. Αρχικά, συγκροτείται ως μια «εθνική» λογοτεχνία, η οποία
εντάσσεται στο ρεύμα τού ρομαντικού εθνικισμού. Θα μπορούσε να ονομάσει
κανείς αυτή την περίοδο και «αλβανικό πρωτο-εθνικισμό» (αρχές 19ου
αιώνα).
Οι πρωταγωνιστές και οι «εκπρόσωποι» τού αλβανικού
πρώτο-εθνικισμού είναι χριστιανοί αλβανόφωνοι τής Κάτω Ιταλίας,
επηρεασμένοι σαφώς από τις εθνικιστικές ιδέες, που είχαν διαδοθεί στην
ιταλική χερσόνησο. Οι συνεχιστές αυτού τού ρεύματος, από την
Κωνσταντινούπολη μέχρι το Βουκουρέστι, εκπροσωπούσαν όλα τα θρησκευτικά
δόγματα. Η «πολυθρησκευτική» αυτή συνύπαρξη στο επίπεδό τής αλβανικής
εθνικιστικής ελίτ συνεχίζεται και διατηρείται κι όταν περνάμε πλέον στην
εποχή τής δυναμικής προβολής και εκδήλωσης τού αλβανικού εθνικισμού
(αρχές τού 20ού αιώνα). Ο εθνικιστής φραντσεσκάνος ιερέας και ποιητής Γκέργκι Φίστα είχε «αγαστή» συνεργασία με τον εθνικιστή ορθόδοξο ιερέα και λογοτέχνη (και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο) Φαν Νόλι και εκείνος, από την πλευρά του, με τον εθνικιστή λόγιο μουσουλμάνο Φαΐκ Κονίτσα...
Θα έλεγε κανείς, ότι δεν δυσκολευόμαστε πολύ να συμπεράνουμε, ότι η
αλβανική εθνικιστική ελίτ ήταν εξ αρχής «πολυθρησκευτική».
Διαφοροποιούμενος
από τον εθνικισμό των γειτόνων (σέρβων και ελλήνων), όπου ενσωματώθηκαν
πολλά στοιχεία τής θρησκευτικής ταυτότητας, ο αλβανικός εθνικισμός δέν
συγκροτήθηκε διεκδικώντας και προβάλλοντας ως διακριτό του σημείο το
θρησκευτικό στοιχείο. Είναι γεγονός, ότι, αρχής γενομένης τού Συνδέσμου
τού Πρίζρεν (1878) -η οποία εκτιμάται ως η πρώτη οργανωμένη και δυναμική
εκδήλωση τής αλβανικής εθνικιστικής συνείδησης-, το εθνικό ανήκειν και η
εθνική ταυτότητα αρχίζει να προβάλλει ως η υπέρτερη μορφή ταυτότητας,
αξιώνοντας τον παραμερισμό κάθε άλλου τύπου ταυτότητας (είτε επρόκειτο
για τη θρησκευτική, είτε για την τοπική). 'Οπως σημειώνει η ιστορικός Μ. Βίκερς: «Όταν
πια έγινε εμφανής η παρακμή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, η έμφαση
μεταφέρθηκε περισσότερο στο ξεπέρασμα των πολιτιστικών και γλωσσικών και
λιγότερο των θρησκευτικών διαφορών [...] Όλες οι θρησκευτικές
κοινότητες τής αυτοκρατορίας είχαν δικά τους σχολεία, πλην των αλβανών,
που εκπαιδεύονταν ως τούρκοι. Για να επιτευχθεί η ενότητα τού αλβανικού
λαού, τα νέα σχολεία δέν θα έπρεπε να έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα». (Miranda Vickers: «Οι αλβανοί», έκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1997).
Ενώ ένας από τους πρωταγωνιστές τού αλβανικού εθνικισμού, ο ορθόδοξος Βεκιλχάρτζη -ο οποίος το 1850 ίδρυσε τον Αλβανικό Εκπολιτιστικό Σύνδεσμο- υποστηρίζει, ότι «η
Αλβανια δέν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους αλβανούς, οι αλβανοί δέν
μπορούν να υπάρξουν χωρίς την αλβανική γλώσσα και αυτή δέν μπορεί να
υπάρξει χωρίς δικό της αλφάβητο και σχολεία» (ό.π.).
Οι
πρωτεργάτες και οι διαμορφωτές τής εθνικής ιδεολογίας δέν χρησιμοποιούν
τη θρησκεία ως μεσολαβητικό στοιχείο, που εξασφαλίζει την ενότητα τού
έθνους, αλλά στηρίζονται αποκλειστικά στη γλώσσα, την ιστορία και την
αιώνια φυλετική συνέχεια των αλβανών ανά τους αιώνες. Πρόκειται για έναν
εθνικισμό τού τύπου «Γλώσσα, Αίμα και Γη».
Στη διάρκεια τού χρόνου έχουμε την εκτύλιξη και εμπέδωση μιας «άλλης θρησκείας», τού «αλβανισμού». Γράφει ο ιστορικός Roberto Morozzo della Rocca: «Οι
αλβανοί καθολικοί είχαν ως πνευματική τους αναφορά το Βατικανό, οι
αλβανοί ορθόδοξοι είχαν το οικουμενικό πατριαρχείο, οι σουνίτες αλβανοί
την Umma των πιστών τού Προφήτη και τους άγιους τόπους, οι αλβανοί
μουσουλμάνοι μπεκτασίδες κήρυτταν ένα είδος οικουμενικού πανθεϊσμού, και
όμως όλοι ήταν σύμφωνοι να κηρύττουν αφοσίωση και αγάπη για την πατρίδα
τους». (Roberto Morozzo della Rocca: «Nazione e religione in Albania 1920-1944», ed. Il Mulino, Μπολόνια, 1990).
Η
διαδικασία αυτή όμως, δέν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Σημαδεύτηκε
και εξακολουθεί να σημαδεύεται από συγκρούσεις και αντιφάσεις, ακόμα και
από τραγικές εμπειρίες, όπως ήταν η περίοδος τού ολοκληρωτισμού
(1945-1991), όταν το αλβανικό Σύνταγμα όρισε, ότι η επίσημη θρησκεία τής
Αλβανίας είναι η αθεΐα (1968).
«Η θρησκεία τού αλβανού είναι ο αλβανισμός!»
Στην
περίοδο τής «εθνικής αφύπνισης» και τής συγκρότησης τής αλβανικής
εθνικής ταυτότητας, φαίνεται, ότι η προσπάθεια των αλβανών εθνικιστών
δέν ήταν επικεντρωμένη μόνο στην υπέρβαση των πολιτιστικών και των
γλωσσικών διαφορών -όπως σημειώνει η Βίκερς- αλλά και των θρησκευτικών διαφορών.
Η
αλβανική εθνική συνείδηση ήταν κεκτημένο των ηγετών τού αλβανικού
εθνικισμού, αλλά δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ότι το ίδιο
συνέβαινε και με το «λαό». Φαίνεται άλλωστε, πως αυτός ήταν ο κύριος
λόγος, για τον οποίο, ο οθωμανός κυβερνήτης τού Λιβάνου και αλβανός
εθνικιστής Πάσκο Βάσσα θα καλέσει το 1880 («κάλεσμα», που θα
χρησιμοποιηθεί με τραγικές συνέπειες για την επιβολή τής αθεΐας στην
Αλβανία περίπου έναν αιώνα μετά) τους συμπατριώτες του να παραμερίσουν
τις θρησκευτικές διαφορές και να ενωθούν γύρω από τη νέα αναδυόμενη
θρησκεία με το όνομα Αλβανία:
Αλβανοί, αδελφοκτόνο πόλεμο έχετε ξεκινήσει [...]
Μερικοί λένε είμαστε τούρκοι, άλλοι λένε λατίνοι,
μερικοί, ότι είναι Έλληνες και άλλοι, πως Σλάβοι είναι.
Μα είστε αδέλφια, βρε κακότυχοι!
Οι ιερείς και οι χοτζάδες σάς έχουν πάρει τα μυαλά,
για να σάς χωρίζουν και να σάς κρατούν στη φτώχεια [...]
Ξύπνησε, Αλβανέ, από τον ύπνο ξύπνησε
και όλοι σαν αδέλφια σε μια μπέσα δεθείτε
και μήν κοιτάτε εκλλησίες και τζαμιά.
Η θρησκεία τού αλβανού είναι ο αλβανισμός!
Την
ίδια στιγμή, η συνύπαρξη και η αλληλο-αποδοχή ανάμεσα στις θρησκευτικές
κοινότητες δεν υπήρξε πάντα και παντού δεδομένη και αυτονόητη, όπως
αξιώνει ασυζητητί η κυρίαρχη εθνική αφήγηση.
Μια από τις
μεγαλύτερες αλβανικές πόλεις, εκείνη της Σκόδρας, λεγόμένης και
«πρωτεύουσας τού αλβανικού βορρά», ήταν διαιρεμένη σε δώδεκα γειτονιές,
όπου έμεναν μόνο μουσουλμάνοι και δυο γειτονιές, όπου έμεναν μόνο
καθολικοί. Οι σχέσεις ανάμεσά τους χαρακτηρίζονταν από κάποια ανοχή,
αλλά όχι αποδοχή και δέν ήταν λίγες οι στιγμές έντασης ανάμεσα στις δυο
κοινότητες.
Επίσης, στο ζήτημα τής αλφαβήτου τής αλβανικής
γλώσσας υπήρχε σκληρή σύγκρουση (όπου ο ρόλος τού θρησκευτικού
«προσανατολισμού» δέν ήταν καθόλου ουδέτερος) ανάμεσα στους
«φιλο-ανατολικούς» -μουσουλμάνοι, οι οποίοι τάχθηκαν με το αραβικό
αλφάβητο- και τους «φιλο-δυτικούς» - χριστιανοί και μουσουλμάνοι, οι
οποίοι τάχθηκαν υπέρ τού λατινικού αλφάβητου. Μετά δε την τελική επίλυση
τής σύγκρουσης υπέρ τού λατινικού αλφάβητου το 1908, οι
«φιλο-ανατολικοί», ενισχυμένοι και από τους νεότουρκους, συνέχισαν να
αντιτίθενται σθεναρά, επαναφέροντας συχνά το ζήτημα στη δημόσια συζήτηση
μέχρι την τελική απόσχιση τής Αλβανιας
από την οθωμανική αυτοκρατορία (1912).
Ταυτόχρονα,
μετά την «απόσχιση» τής Αλβανιας από την οθωμανική αυτοκρατορία, δέν
έλειψαν ούτε τα κινήματα ή οι εξεγέρσεις, που ως βασικό τους στόχο
είχαν είτε την προστασία τού μουσουλμανισμού (όπως ήταν η περίπτωση τού Μουλά Ζέκα και
τού Συνδέσμου τής Πέγια το 1889) είτε την ίδρυση ενός θρησκευτικού
μουσουλμανικού κράτους, όπως ήταν η περίπτωση τής εξέγερσης τού Χατζί Καμίλι στην
κεντρική Αλβανία (1913-1914). Παρʼ όλο, που μπορεί να υποστηρίξει
κανείς, ότι τέτοιες ενέργειες έμοιαζαν περισσότερο με αναχρονιστικές
κινήσεις επαναφοράς ενός κόσμου, που χανόταν, δέν μπορεί να παραλείψει
κάνεις το γεγονός, ότι τα κινήματα αυτά είχαν λαϊκή απήχηση.
Σε
αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε, πως η προσπάθεια αποβολής τού
θρησκευτικού στοιχείου από την εθνική ταυτότητα είχε τους
συγκεκριμένους» της λόγους. Οι αλβανοί εθνικιστές πάσχιζαν να πείσουν τη
«χριστιανική Ευρώπη», ότι οι Αλβανοί αποτελούσαν ένα λαό με διάφορετική
και ξεχωριστή ταυτότητα. Προσπάθεια αρκετά δύσκολη, αφού από τη μια η
οθωμανική διοίκηση δεν αναγνώριζε την ύπαρξη ξεχωριστής αλβανικής
ταυτότητας, θεωρώντας τους αλβανούς ως τούρκους, ενώ από την άλλη, τους
αλβανόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς τους «διεκδικούσαν» συνήθως οι
εθνικισμοί των γειτόνων.
Γιʼ αυτό το λόγο άλλωστε, ο Σύνδεσμος τού Πρίζρεν,
απευθυνόμενος στο Συνέδριο τού Βερολίνου το 1878 -όπου ουσιαστικά η
αλβανική ταυτότητα δέν αναγνωρίστηκε ως μια «υπαρκτή» ταυτότητα-
σημείωνε: «Όπως δεν είμαστε και δέν επιθυμούμε να είμαστε τούρκοι,
για τον ίδιο λόγο θα αντιταχτούμε με όλες μας τις δυνάμεις σε
οποιονδήποτε θελήσει να μάς μεταβάλει σε σλάβους, αυστριακούς ή έλληνες.
Επιθυμούμε να είμαστε αλβανοί».
Οι πρωτεργάτες τού αλβανικού
εθνικισμού και τής αλβανικής συνείδησης δέν έδειχναν όλοι και πάντοτε
την ίδια αδιάφορη και ουδέτερη στάση προς τη θρησκεία ή τις θρησκείες.
Επʼ αυτού, αξιοπρόσεκτη περίπτωση αποτελεί η προσπάθεια τού αλβανού
εθνικού ποιητή, τού Νάιμ Φράσερι, ο οποίος στο ποιητικό του έργο
επεξεργάστηκε την ενσωμάτωση στην εθνική ταυτότητα θρησκευτικών συμβόλων
και μύθων, που δανειζόταν από την ισλαμική μυθολόγια. Επιδιώκοντας να
παροτρύνει τους αλβανούς ενάντια στην οθωμανική κατοχή, ο Φράσερι, προς
το τέλος τού 19ου αιώνα, προσπάθησε να προωθήσει ως κεντρικό μύθο τού
αλβανικού έθνους τον γνωστό ισλαμικό μύθο τής «Μάχης τής Καρμπαλά».
Η
μάχη αυτή κατέχει κεντρική θέση για τους σιίτες μουσουλμάνους. Η
πεδιάδα τής Καρμπαλά βρίσκεται στο σημερινό Ιράκ. Σύμφωνα με τον
ισλαμικό μύθο, ο εγγονός τού Προφήτη, ο Χουσεΐν, τρίτος ιμάμης των
σιιτών, αντιμετώπισε το 1260 μ.Χ. μαζί με 72 πολεμιστές εξαντλημένους
από τις κακουχίες, την πείνα και τη δίψα, τους χιλιάδες αντίπαλούς τους,
που απότελούσαν το στρατό τού χαλίφη Ιαζίντ. Αυτή η μάχη στάθηκε αφορμή
για το σχίσμα στους κόλπους των μουσουλμάνων, ανάμεσα σε σιίτες και
σουνίτες. Με πολύ απλοϊκά λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι για τους
σιίτες ο ιμαμής Χουσεΐν εκπροσωπεί τον μάρτυρα και τον ενάρετο, ενώ ο
χαλίφης Ιαζίντ τον τύραννο και τον εισβολέα.
Σύμφωνα με τον ιστορικό G. Duijzing,
είναι πολύ πιθανόν ο Φράσερι να έβλεπε ένα αντίστοιχο πρότυπο στη
μεσαιωνική μάχη τού Κοσόβου και τον τρόπο, που αυτή χρησιμοποιήθηκε και
ενσωματώθηκε από τους σέρβους στην
εθνική τους ταυτότητα και
μυθολογία. («Qerbelaja e Naim Frasherit» στο Roli i miteve në historinë e
Shqipërisë, ed. Përpjekja, τ. 14-16, 1999, Τίρανα). Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μια χαμένη μάχη, που στο βάθος προωθεί το μύθο τού αιώνιου και ηρωικού θύματος.
Ο μπεκτασής Νάιμ Φράσερι,
από την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσε, πιθανώς πίστευε, ότι η θρησκεία
μπορούσε να επιτελέσει ένα σημαντικότατο έργο για την προώθηση τής
εθνικής ταυτότητας, όπως και για την επίτευξή τής ενότητας. Την ίδια
στιγμή, ο Φράσερι φαίνεται, πως είχε κατανοήσει επαρκώς, ότι το κοινό
του ήταν πολυθρησκευτικο. Γι' αυτό δέν αγνοεί την ύπαρξη των άλλων
θρησκειών, αλλά προτείνει το δόγμα των μπεκτασήδων, ως αυτό, που
προσιδιάζει καλύτερα στην περίπτωση των αλβανών: «όχι μόνο ανάμεσά
τους, αλλά και με όλους τους άλλους ανθρώπους οι μπεκτασήδες είναι
πνευματικά αδέλφια. Εκείνοι αγαπούν το γείτονά τους σαν τον εαυτό τους,
είτε είναι μουσουλμάνος είτε είναι χριστιανός [...] Αλλά πάνω από όλα αγαπούν την πατρίδα τους και τους συμπατριώτες τους, γιατί αυτή είναι η υφηλότερη αρετή», έγραφε ο Φράσερι. (Fletore e Bektashinjet, Vepra V. I. Τίρανα, 1995).
Οι αλβανοί πάντως δεν «επέλεξαν» ως βασικό τους εθνικό μύθο τη «Μάχη τής Καρμπαλά», αλλά τον Σκεντέρμπεη (1405-1468), τον ονομασμένο από τους πάπες τού 15ου αιώνα «αθλητή τού Χριστού» (athleta Christi).
Ο
Σκεντέρμπεης «αλλαξοπίστησε» επανειλημμένως. Πιθανότατα καθολικός στην
αρχή, «παραδίδεται» από τον πατέρα του, τον Γκιώνη Καστριώτη, ως όμηρος
στο σουλτάνο Μεχμέντ Ι. Στην αυλή τού σουλτάνου μεγαλώνει ως
μουσουλμάνος και παίρνει τον τίτλο τιμής Σκεντέρμπεη. Το 1443, με νόθο
φιρμάνι κατακτά το κάστρο τής Κρούγια (σημερινή βόρεια Αλβανία). Το
1444, ιδρύει τον Σύνδεσμο τής Λέζα και μέχρι το 1468 προβάλλει σθεναρή
αντίσταση στον οθωμανικό στρατό εμποδίζοντας την πορεία του προς τις
ιταλικές ακτές. Ο πάπας Νικόλαος V, τον χρίζει «αθλητή του Χριστού». (Georges Castellan, «Histoire des Balkans, XIV-XX siecle. Ed. Fayard).
Στην εξιδανικευμένη εικόνα
τού Σκεντέρμπεη
(αποκομμένη από το ιστορικό πλαίσιο
και φτιαγμένη
στα μέτρα τής εθνικής μυθολογίας)
οι αλβανοί εθνικιστές
έβρισκαν το παράδειγμα τής ενότητας,
τής πίστης προς την πατρίδα,
τής αντίστασης και τής πολεμικής αρετής.
Η
εικόνα τού Σκεντέρμπεη στα γραπτά των αλβανών ποιητών φιλοτεχνείται με
τέτοιο τρόπο, ώστε η κάθε θρησκευτική του προτίμηση να έχει περιθωριακή
θέση σε σχέση με τον αγώνα του υπέρ τού έθνους και τής πατρίδας.
Ο ορθόδοξος ιερέας Φαν Νόλι αποτελεί την πιο ενδεικτική περίπτωση. Συγγραφέας ενός πολύ δημοφιλούς βιβλίου με τον τίτλο «Η ιστορία τού Σκεντέρμπεη», ο Φαν Νόλι, αν και ιερέας ο ίδιος, σχολιάζει ως θετικό το γεγονός, ότι «ο Σκεντέρμπεη ήταν ένας γνήσιος αλβανός, αφού άλλαζε την θρησκευτική του πίστη ανάλογα με την πολιτική συγκυρία».
(Historia e Skërdërbeut, Βοστώνη, 1921, George Castrioti Scanderbeg,
Νέα Υόρκη, 1947, Historia e Gjergj Kastrioti Skëndërbeut, Kryezoti
Arbëris, Βοστώνη, 1950, Noli, F. Vepra, τόμ. V, VI, Τίρανα, 1898).
Ο νεορωμέικος εθνικισμός
διεκδικεί την εθνική ταυτότητα
τού Σκερντέμπεη
και τον ζωγραφίζει
κατά τα δικά του πρότυπα.
Μόνο το φωτοστέφανο τού λείπει...
Η κήρυξη τής ανεξαρτησίας και το καθεστώς τού Ζόγου
Το
1912 η Αλβανία κηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος μέσω πολλών περιπετειών και
βασάνων. Όμως, η ανεξαρτησία τής χώρας αποτελεί περισσότερο ένα τυπικό,
παρά ουσιαστικό γεγονός. Θα ακολουθήσει μια μακρά περίοδος αμφισβήτησης
τού νέου κράτους, ακυβερνησίας και ταραχών, συγκρούσεων ανάμεσα σε
ξένους στρατούς μέσα στο αλβανικό έδαφος και εσωτερικών συγκρούσεων για
τον έλεγχο της εξουσίας, που οδηγούν στη βίαιη εξέγερση του Ιουνίου το
1924.
Ο αυταρχικός πρωθυπουργός και ύστερα αυτό-ανακηρυχθείς βασιλιάς τής Αλβανίας προσπάθησε από την αρχή να υποτάξει τους ηγέτες των θρησκευτικών κοινοτήτων στην απόλυτη εξουσία του. Ο ίδιος αρεσκόταν να προβάλλει την εικόνα ενός φωτισμένου τυράννου. Όντας μουσουλμάνος, παντρεύτηκε το 1938 μια καθολική κοντέσα ουγγρικής καταγωγής, την Geraldina Apponyi, προκαλώντας την οργή όχι των μουσουλμάνων συμπατριωτών του, αλλά τού Βατικανού, το οποίο απείλησε την Apponyi, ότι δέν θα τής δοθεί η Ευχαριστία εάν συνάψει γάμο με ένα μουσουλμάνο ηγεμόνα.
Οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των πιστών στο νεοσύστατο αλβανικό βασίλειο. Υπολογίζεται, ότι το 1925 πάνω από 65% του αλβανικού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι, οι περισσότεροι εξισλαμισθέντες -εν πολλοίς εκουσίως- μετά την επικράτηση των οθωμανών. Επίσης, η Αλβανία είναι και το επίκεντρό τού δόγματος των μπεκτασήδων και τα Τίρανα η πρωτεύουσά του.
Φαν Νόλι:
O 14ος πρωθυπουργός
της Αλβανίας (1924).
Η ορθόδοξη κοινότητα κατατάσσεται δεύτερη σε αριθμό πιστών - 20% τού συνόλου τού πληθυσμού. Απαρτίζεται κυρίως από αλβανόφωνους, ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και βλαχόφωνους. Μετά την κήρυξη τής ανεξαρτησίας, όλες οι προσπάθειες των αλβανών εθνικιστών επικεντρώνονται στη δημιουργία μιας «αυτοκέφαλης» αλβανικής ορθόδοξης εκκλησίας. Σ' αυτή την προοπτική αντιδρούσε έντονα το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Στην απόφαση για τη δημιουργία της αυτοκέφαλης εκκλησίας έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο το κλίμα της «εθνικής αναγέννησης», αλλά και οι προσπάθειες των αλβανών εθνικιστών να χειραφετηθούν από την «ελληνική ηγεμονία» πάνω στην Ορθοδοξία.
Ορθόδοξη εκκλησία
του 12ου αιώνα
(Labovë e Kryqit).
Σύμφωνα με στοιχεία τού 1937, οι αλβανοί καθολικοί αποτελούσαν το 10,2% τού
συνόλου τού πληθυσμού. Οι καθολικοί βρίσκονται κατά κύριο λόγο στη
βόρεια Αλβανία. Οι σχέσεις τής κοινότητας των καθολικών και τής
καθολικής Εκκλησίας με τον Ζόγου υπήρξαν συχνά τεταμένες. Η σύγκρουση
κορυφώθηκε, όταν η κυβέρνηση ετοίμασε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ο
αλβανικός κλήρος έπρεπε να είναι μόνο αλβανικής καταγωγής.
Ως
συμπέρασμα θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, ότι ο Ζόγου -στην προσπάθειά
του για τη στερέωση τού αλβανικού κράτους-έθνους- προώθησε όλα τα
«δόγματα» τού αλβανικού εθνικισμού. Σ' αυτό το πλαίσιο προώθησε την
«εθνικοποιήση» τής θρησκείας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την υποταγή των
θρησκευτικών ηγετών στην απόλυτη εξουσία τού καθεστώτος του. Όλη η
προπαγάνδα τού καθεστώτος πρόβαλλε το βασιλιά ως τον μεγάλο ειρηνοποιό
τού έθνους, προωθώντας ταυτόχρονα το μύθο τής αδιαφορίας των αλβανών προς τη θρησκεία.
Επʼ αυτού είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω προπαγανδιστικό κείμενο στα σχολικά βιβλία τής εποχής:
Οι
αλβανοί πάντα ήταν ανεχτικοί. Δεν έχουν πότε χύσει αίμα για θρησκευτικά
προβλήματα. Αλλά η προπαγάνδα και οι ξένες ίντριγκες, στη διάρκεια και
μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν πείσει το λαό μας για την ύπαρξη
των θρησκευτικών διαφορών. Συνεπώς, ήταν αναγκαίο να επιστρέψει στις
καρδιές των αλβανών το ευγενικό αίσθημα τής ανοχής και εμείς είμαστε
υπερφήφανοι, που μπορούμε να πούμε, ότι ο αγαπητός μας βασιλιάς το
κατάφερε και αυτό. (Roberto Morozzo Della Rocca, Nazione e religione in Albania 1920-1944, ed. Il Mulino, Μπολόνια, 1990, σ. 47).
Αλβανοί με την παραδοσιακή τους φουστανέλα.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Φουστανέλα: Μια παραδοσιακή αλβανική φορεσιά).
Η περίοδος τού ολοκληρωτισμού
Συνδυάζοντας τους στίχους τού Πάσκο Βάσσα «η θρησκεία τού αλβανού είναι ο αλβανισμός» και την έκφραση τού Μαρξ «η θρησκεία είναι το όπιο τού λαού», το ολοκληρωτικό καθεστώς, που εγκαθιδρύεται στην Αλβανια το 1945
αντιμετώπισε
τις θρησκείες ως ύψιστη απειλή για την εθνική ενότητα και ως επικίνδυνο
εμπόδιο στη διαδικασία τής δημιουργίας τού «νέου ανθρώπου». Στη
δεκαετία τού '60, το καθεστώς, μετά από το κλείσιμο των συνόρων,
προχωρά και στο «κλείσιμο τού ουρανού».
Η μετά-ολοκληρωτική περίοδος
Μέχρι
το 1967 στην Αλβανια υπήρχαν περίπου 1200 τζάμια, 400 εκκλησίες
(ορθόδοξες και καθολικές), όπως και περισσότεροι από 300 τεκέδες, που
ανήκαν στο δόγμα των μπεκτασήδων. Ελάχιστοι από αυτούς τους ναούς είχαν
επιβιώσει έως το 1991, που καταρρέει το καθεστώς και αίρεται η
απαγόρευση προς τη θρησκευτική λατρεία. Οι θρησκείες καλούνται να
«αναγεννηθούν» περίπου από το μηδέν. Την ίδια στιγμή, η αλβανική
οικονομία έχει διαλυθεί,
ενώ είναι παντού ορατά τα σημάδια τής κρατικής και κοινωνικής διάλυσης, ενίοτε δε και τού χάους.
Ορθόδοξη εκκλησία
στην Κορυτσά.
Πάντως το ερώτημά quo vadia Albania?
-σχετικά με τη σχέση των αλβανών με τη θρησκεία- δεν θα αργήσει να
τεθεί. Επ' αυτού θα μπορούσε κανείς να καταγράψει τρία ρεύματα σκέψης:
Το πρώτο ρεύμα εκφράστηκε πολύ νωρίς από τον γνωστό αλβανό συγγραφέα, Ισμαήλ Κανταρέ. Στο βιβλίο του «Η αλβανική άνοιξη», καλεί τους συμπατριώτες του να εφαρμόσουν τη ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
Το κακό σʼ αυτή την περίπτωση είναι το κομμουνιστικό καθεστώς. Το καλό
είναι, ότι μετά από το μεγάλο χάσμα, που έχει δημιουργηθεί πλέον ανάμεσα
στους αλβανούς και στη θρησκευτική πίστη, ίσως η παρούσα συγκυρία είναι
ευνοϊκή για την επιστροφή των αλβανών στην πίστη των προγόνων τους, την
χριστιανική πίστη (κατά προτιμήση καθολική). Με αυτά τον τρόπο, οι
αλβανοί όχι μόνο θα επιστρέψουν στη χαμένη τους «αθωότητα», αλλά θα
πάρουν και τυπικά διαζύγιο από την «απολίτιστη» Ανατολή στρεφόμενοι,
μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης, προς την «ευημερούσα και πολιτισμένη»
Δύση.
Το δεύτερο ρεύμα, το
οποίο έχει μεγάλη απήχηση στην εθνικιστική ελίτ τής Αλβανίας και του
Κοσόβου, επιμένει στην ευλαβική τήρηση τού θρησκευτικού πλουραλισμού,
τής ανεξιθρησκίας και στη μή ανάμειξη τής θρησκείας με την πολιτική. Οι
εκπρόσωποι αυτού τού ρεύματος είναι πολύ πιο κοντά στους πρωτεργάτες τού
αλβανικού εθνικισμού. Έτσι, ο Σκελζέν Μαλίκι, αλβανός διανοούμενος από το Κόσοβο, σημειώνει, ότι «εάν
το κενό, που άφησε πίσω του ο κομμουνισμός πρέπει να γεμίσει από κάτι,
από κάποια εθνική πίστη ή πεποίθηση, αυτή πρέπει να είναι η πεποίθηση,
ότι οι αλβανοί ως έθνος επιλέγουν τον οικουμενισμό και πηγαίνουν μπροστά
τις παραδόσεις, ανθρώπων, όπως ο Ναΐμ Φράσερι, ο Φαν Νόλι και ο Γκέργκι
Φίστα». (Fatos Lubonja, «Religjonet ne Balkan», ΑΙΜ, 2000).
Ένα τρίτο ρεύμα,
πολύ πιο μειοψηφικό και με ασύγκριτα λιγότερη επιρροή στην αλβανική
εθνικιστική ελίτ, εμφανίζεται το 1991. Θα μπορούσε κανείς να το
αποκαλέσει, χρησιμοποιώντας την ορολογία τής Ναταλί Κλεγιέ, ως
«ισλαμο-εθνικισμός». Σύμφωνα με αυτό το ρεύμα, ο εξισλαμισμός των
αλβανών δέν έγινε ως αποτέλεσμα τής επιβολής των οθωμανων, αλλά
αποτέλεσε μια εθνική στρατηγική, ώστε να αποφύγουν οι αλβανοί τη
«σλαβοποίηση» ή την «ελληνοποίησή» τους. Επομένως, το Ισλάμ αποτελεί την
«ασπίδα» και το «σκληρό πυρήνα» τής αλβανικής εθνικής ταυτότητας. Το
ρεύμα τού «ισλαμο-εθνικισμού» χαρακτηρίζεται συνάμα από ένα κρυπτό ή
σαφή αντι-δυτικισμό
και γιʼ αυτό αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο σφοδρής επίθεσης τής πλειοφηφίας τής αλβανικής εθνικιστής ελίτ.
Από απογραφή πληθυσμού
στην Αλβανία, το 2011.
(Άθεοι δηλώνουν μόλις το 2,5%).
Γεγονός
πάντως είναι, ότι η «αναγέννηση» των θρησκειών στο «παρθένο θρησκευτικό
έδαφος» τής Αλβανίας «έλκει» αρκετά χρήματα και προσωπικό από όλα τα
σημεία τού ορίζοντα: από την αλβανική διασπορά μέχρι τη Σαουδική Αραβια,
από τα γνωστά θρησκευτικά δόγματα μέχρι τις πιο παράξενες θρησκευτικές
σέχτες. Παρά τις εύλογες δυσκολίες, μέχρι τον Σεπτέμβριο τού 1992 είχαν
ανεγερθεί και τεθεί σε λειτουργία γύρω στα 100 τζαμιά και 30 καθολικές
και ορθόδοξες εκκλησίες.
Η καθολική εκκλησία
τού αποστόλου Παύλου
στα Τίρανα.
Το 1993 επισκέπτεται την Αλβανία για πρώτη φορά στην ιστορία της, ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Βʼ.
Στις
2 Δεκεμβρίου 1992, ο αυταρχικός πρόεδρος τής Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα,
-κρίνοντας πιθανώς, ότι οι φλόγες τού πολέμου στη Γιουγκοσλαβία
πλησιάζουν και στο Κόσοβο κι ότι η Αλβανία θα χρειαστεί συμμάχους- βάζει
την υπογραφή του, ώστε η χώρα να γίνει μέλος τής Ισλαμικής Διάσκεψης.
Ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών του αντίπαλων και των αλβανών
διανοούμενων τον κατηγόρησαν, ότι επιδιώκει τη μετατροπή τής Αλβανίας σε
«ισλαμική δεξαμενή».
Τζαμί στο Δυρράχιο.
Είναι
γεγονός πάντως, ότι η συμφωνία αυτή είχε ως συνέπεια να ανοίξουν
διάπλατα οι πόρτες τής Αλβανίας στις ισλαμικές οργανώσεις (ανθρωπιστικές
και μή), οι οποίες έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για την ανέγερση ισλαμικών
και πολυτελών τεμενών.
Επίσης, ο ίδιος ο Μπερίσα, για να εξασφαλίσει την πολιτική του επικράτηση προσπάθησε να χρησιμοποιεί για πολιτικούς λόγους την Κρατική Γραμματεία για τις Θρησκείες στην Αλβανία.
----------
Ένα
σημαντικό ρόλο ως προς την ανάμειξη της πολιτικής με τη θρησκεία
φέρεται να έπαιξε ο τότε αρχηγός των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών, ο
Μπασκίμ Γκαζιντέντε, ο οποίος πριν γίνει αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών,
ήταν πρόεδρος τού συνδέσμου των μουσουλμάνων διανοουμένων «Η Ισλαμική
Κουλτούρα».
Χάρη στον Γκαζιντέντε κυρίως, η οργάνωση αυτή παρεκτρέπεται από τον πόλιτιστικό της χαρακτήρα και παίρνει ένα σαφή πολιτικό χαρακτήρα. Ένας από τους στόχους της οργάνωσης είναι η δημιουργία στην Αλβανία μιας κοινωνίας, που θα στηρίζεται σε «ισλαμικές άξιες».
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε, το 1940 συγκεκριμένα,κατέβαζαν την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη.
Συνεχίζουν να προκαλούν οι Αλβανοί εθνικιστές που δεν διστάζουν να σηκώσουν την Αλβανική σημαία ακόμα και στον Ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Μετά τις αποκαλύψεις για σχέδιο
οι Αλβανοί προχωρούν ακόμα ένα βήμα, υψώνοντας την κόκκινη σημαία της Αλβανίας με φόντο τον Παρθενώνα.
Διαβάζω,
σε ένα από τα εξαιρετικά ρεπορτάζ τού Γιάννη Παπαδόπουλου στα «ΝΕΑ»,
για την «καθαρή» πλατεία τού Αγίου Παντελεήµονα: «Θέλουµε έναν Χίτλερ ή
έναν Χότζα, για να κόψει κεφάλια. Είµαι υπέρ τής αυστηρότητας, λέει ένας
ψαροµάλλης αλβανός, που παρακολουθεί την παρτίδα». Και µετά κάποιος
άλλος αλβανός µετανάστης προσθέτει, πως αυτός είναι λευκός, όχι σαν κι
αυτούς, αφγανούς και πακιστανούς και λοιπούς µελαψούς. Διαβάζοντας όλα
αυτά σκέφτηκα, ότι το αλλοτινό σύνθηµα, στις αρχές τού ʼ90, πρέπει πλέον
να αλλάξει: «Αλβανοί µετανάστες µή µάς αφήνετε µόνους µε τους αλβαναράδες!».
Επιβεβαιώνεται
έτσι, για µια ακόµη φορά, ότι η θεωρία «έχω δοκιµάσει το ρατσισµό, άρα
δέν είµαι ρατσιστής», είναι µια µπαρούφα και µισή. Μάλλον ο ρατσισµός
είναι σαν το χαλασµένο φαγητό, που δηλητηριάζει τον οργανισµό. Οποιος
τον έχει φάει, συνήθως τον ξερνάει πάνω σε άλλους, πιο «διαφορετικούς»
και πάντα πιο αδύναµους. (Gazmend Kapllani, «Μή µάς αφήνετε µόνους µε
τους αλβαναράδες!», tanea.gr, 21 Σεπτεμβρίου 2010).
Η
γενική αυτή περιγραφή τής σχέσης τής αλβανικής εθνικής ταυτότητας και
τής θρησκείας αναμφίβολα είναι αρκετό περιορισμένη. Πρώτον, δέν
ασχολείται με τις αποχρώσεις τής εν λόγω σχέσης στους αλβανικούς
πληθυσμούς, που
ζουν έξω από τα κρατικά σύνορα τής Αλβανίας και,
δεύτερον, δέν προβαίνει σε διεξοδικές αναλύσεις πολύ σημαντικών
ιστορικών περιόδων.
Ως γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς τον Αλεξάντερ Πόποβιτς, σύμφωνα με τον οποίο, «η εθνική ταυτότητα και η θρησκεία στην Αλβανία δεν συμπίπτουν».
Την ίδια στιγμή, ανάλογα με τις συγκυρίες, οι σχέσεις ανάμεσα στην
εθνική ταυτότητα (ή ταυτότητες) και τη θρησκεία γίνονται αντικείμενο
συζητήσεων και ανασυγκρότησης μύθων.
Μια τέτοια συγκυρία ήταν
π.χ. εκείνη τής 11ης Σεπτεμβρίου, όταν πολλοί στην Αλβανία -λόγω τού
γεγονότος, ότι η πλειοψηφία τού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι- φοβήθηκαν,
μήπως τους κατατάξουν στο στρατόπεδο τού «Σατανά». Είναι
χαρακτηριστικός ο τίτλος τού πιο δημοφιλούς αλβανικού περιοδικού, Κλαν, αμέσως μετά τα γεγονότα: «Εμείς θρήσκοι; Όχι, αλβανοί!» αναπαράγοντας έτσι τον «πάγιο» μύθο τού αλβανικού εθνικισμού για την αδιαφορία των αλβανών για τη θρησκεία.
Ασφαλώς
και λέγοντας «μύθο» δεν εννοούμε κάτι, που έχει κατασκευαστεί ex nihilo
στο εργαστήριο τής φαντασίας. Εννοούμε περισσότερο αυτό, που ο Λίπμαν ορίζει ως μύθο «[...] το
διακριτό σημείο τού μύθου είναι, ότι η αλήθεια και το λάθος, η
πραγματικότητα και το παραμύθι, το ντοκουμέντο και η φαντασία, στέκονται
όλα στο ίδιο επίπεδο αξιοπιστίας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Γκασμέντ Καπλάνι
γεννήθηκε το 1967 στην πόλη Lushnje τής Αλβανίας. Από το 1991 ζει και
εργάζεται στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος τής Φιλοσοφικής Σχολής τού
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και διδάκτορας Ιστορίας και Πολιτικής
Επιστήμης τού Παντείου Πανεπιστημίου. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί,
μέχρι τώρα, στα αγγλικά, τα πολωνικά, τα δανέζικα και τα γαλλικά. Επί
τού παρόντος, ζει στη Βοστώνη, έπειτα από υποτροφία, που τού
απονεμήθηκε από το Radcliffe Institute for Advanced Study τού
πανεπιστημίου τού Harvard.
2. Το παραπάνω κείμενο
αποτελείται από αποσπάσματα από άρθρο τού δρ. Καπλάνι, που αναρτήθηκε
στην ψηφιακή βιβλιοθήκη τού Πάντειου πανεπιστημίου
(pandemos.panteion.gr), με τίτλο: «Θρησκεία και αλβανική εθνική ταυτότητα. Μύθοι και πραγματικότητες»). Ο τίτλος και η εικονογράφηση έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου