Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΡΩΜΕΪΚΗ

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΡΩΜΕΪΚΗ

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΡΩΜΕΪΚΗ



Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους του νεορωμέικου εθνικισμού είναι η τρισχιλιετής και πλέον ιστορία της γλώσσας μας, η αδιάλειπτη συνέχειά της δηλαδή, από την αρχαιότητα έως σήμερα. «Η ενιαία και αδιαίρετη ελληνική» αποτελεί σχεδόν στερεοτυπική έκφραση, που επαναλαμβάνεται συνεχώς. Ο μύθος της γλωσσικής συνέχειας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν άλλο μύθο, αυτόν της πολιτισμικής και φυλετικής ενότητας και συνέχειας, καθότι η συνέχεια του «ελληνισμού» προϋποθέτει, φυσικά, και τη συνέχεια της γλώσσας.

Η γλώσσα επομένως, που επιβλήθηκε στους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου μέσω της υποχρεωτικής παιδείας του έθνους─κράτους, έπρεπε οπωσδήποτε να αναχθεί στην αρχαιότητα. Γιʼ αυτό το λόγο έχει θεσπισθεί η ανούσια διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ήδη από το Γυμνάσιο. Δεν ενδιαφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα να μάθει αρχαία ο μαθητής. Τα διδάσκεται όμως, προκειμένου να πεισθεί, ότι είναι απόγονος των αρχαίων ελλήνων.

Για τους σημερινούς ρωμιούς, παρά τα χρόνια, που υποχρεωτικά διδάσκονται αρχαία ελληνικά στο σχολείο, είναι σαφές, ότι τους είναι εντελώς ακατανόητα. Το επιχείρημα, ότι πολλές λέξεις είναι ίδιες ή παρόμοιες δεν καθιστούν τα αρχαία κατανοητά, καθώς η αναγνώριση σποραδικών λέξεων μέσα σε προτάσεις δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση κατανόηση του νοήματος των προτάσεων.

Η σχετική εξ άλλου λεξιλογική και μορφολογική ομοιότητα της σημερινής γλώσσας (της ρωμέικης, όπως λεγόταν μέχρι πρότινος κι όχι ελληνικής) με προγενέστερες φάσεις της οφείλεται στον καθαρευουσιανισμό και στην τάση υποχρεωτικής «εξυγίανσής» της από διάφορα ξένα στοιχεία (αλβανικές, τούρκικες, σλάβικες κ.λπ. λέξεις και τοπωνύμια). Από τον 19ο αιώνα και μετά, επιβλήθηκε δια της παιδείας αθρόα και αυθαίρετη εισαγωγή αρχαίων λέξεων και ριζών για τη δημιουργία νέων λέξεων.

Κάποιες λέξεις επομένως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη γλώσσα μας, οι οποίες είναι ίδιες ή μοιάζουν με αρχαίες, δεν χρησιμοποιούνταν διαχρονικά, αλλά «νεκραναστήθηκαν» και επιβλήθηκαν μετά τη δημιουργία του κράτους, για να πείσουν τους αρβανίτες, βλάχους, βορειοαφρικανούς, ανατολίτες κ.λπ. κατοίκους του ελλαδικού χώρου για τη δήθεν γλωσσική ─και κατʼ επέκταση φυλετική τους─ συνέχεια.

Όλα τα γλωσσικά κριτήρια συνηγορούν, στο ότι τα ρωμέικα που μιλάμε σήμερα, δεν έχουν άμεση σχέση με τα αρχαία ελληνικά. Δεν αποτελούν μορφές της ίδιας γλώσσας. Ονομάστηκαν αυθαίρετα ελληνικά, όπως κι οι ρωμιοί αυθαίρετα ονομάστηκαν έλληνες. Ο μύθος της ενιαίας ελληνικής δεν έχει σχέση με τη γλωσσολογία, αλλά με την πολιτική. Δεν υπάρχει μια ενιαία ελληνική, όπως δεν υπάρχει εξ άλλου και κάποιος ενιαίος «ελληνισμός».

Άλλωστε, όλες οι γλώσσες τοποθετούνται κάπου σε ένα ιστορικό συνεχές, διαθέτουν δηλαδή κάποια άλλη γλώσσα καταγωγής, η οποία για τα ελληνικά είναι η ινδο-ευρωπαϊκή.

 


Μύθοι για τη γλώσσα

 
Στο Διαδίκτυο, σε πολλούς ιστότοπους κάποιοι αντιγράφουν ή επαναλαμβάνουν ορισμένους μύθους για την ελληνική γλώσσα. Όπως, ότι η ελληνική γλώσσα έχει έξι εκατομμύρια λέξεις, ότι είναι η πιο πλούσια γλώσσα, ότι όλες οι γλώσσες προέρχονται από τα ελληνικά, ότι για μία ψήφο δεν καθιερώθηκε ως γλώσσα των ΗΠΑ, ή ότι ο Κίσσινγκερ είχε δηλώσει, ότι αν θέλεις να πλήξεις τους έλληνες, αρκεί να πλήξεις πρώτα τη γλώσσα τους και άλλες τέτοιου τύπου ανοησίες.

Είναι χαρακτηριστική η σκηνή από την ταινία «Γάμος α λα ελληνικά» με τον ρωμιό πατέρα, που πίστευε, ότι όλες οι λέξεις του κόσμου έχουν ελληνική ρίζα κι έφερε ως παράδειγμα την ιαπωνική λέξη kimono, ως δήθεν προερχόμενη από τη λέξη χειμώνας. (Kimono σημαίνει κάτι που φοριέται. Προέρχεται από τις ιαπωνικές λέξεις ki=φοράω και mono=πράγμα).

Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες βέβαια, όπως πχ στην Τουρκία, όπου οι εθνικιστές πασχίζουν να αποδείξουν, ότι όλες οι λέξεις προέρχονται από την τουρκική, στην Αλβανία, όπου οι λέξεις δήθεν προέρχονται από την αρχαία ιλλυρική κ.λπ..

Ιστορικά στοιχεία
Ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία

 
Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε ακριβώς μπαίνει η αρχαία ελληνική γλώσσα στην Ιστορία ως ξεχωριστή γλώσσα. Ξέρουμε ωστόσο, ότι ανήκει στη μεγάλη και πολύ παλιά γλωσσική οικογένεια, την ινδοευρωπαϊκή, η οποία περιλαμβάνει γλώσσες της Ευρώπης, αλλά και της Ινδίας.

 


 

 Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Sir William Jones, άγγλος δικαστής στις Ινδίες, υπήρξε ο πρώτος,
που διαπίστωσε τη συγγένεια μεταξύ της σανσκριτικής, δηλαδή της αρχαίας ινδικής
και των κλασικών ευρωπαϊκών γλωσσών, των ελληνικών και των λατινικών.
Στον παραπάνω πίνακα φαίνονται μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

 

 

 Προελληνική 

 
Οι αρχαίοι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου δέχθηκαν μεταναστευτικά ρεύματα και κατακτήσεις από διάφορους ελληνόφωνους πληθυσμούς (αχαιοί, αιολείς κ.λπ.). Όταν οι πληθυσμοί αυτοί έφτασαν στο χώρο, δεν βρήκαν έναν ακατοίκητο τόπο. Κατοικούσαν εδώ οι λεγόμενοι κάρες, λέλεγες, πελασγοί, όλοι αυτοί δηλαδή, τους οποίους ονομάζουμε συλλήβδην ως «προέλληνες».

Οι νέοι κάτοικοι του χώρου ανακατεύτηκαν με τους παλιότερους κι ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιό τους πολλές λέξεις τους. Πρόκειται για τις λέξεις εκείνες, που δεν μπορούν να ετυμολογηθούν με βάση τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας και ούτε, βέβαια, να σχετιστούν με τις ρίζες των ινδοευρωπαϊκών λέξεων. Κάποιες από αυτές αναφέρονται στη γεωγραφία της  χώρας, στην πανίδα και τη χλωρίδα της, ενώ άλλες αποκαλύπτουν την προηγούμενη σύνθετη κοινωνική ζωή και τον αναπτυγμένο παλιό πολιτισμό των «προελλήνων».

 

 Η ελληνική γλώσσα των αρχαίων χρόνων,όπως εμφανίζεται στα κλασικά κείμενα,είναι ένα μωσαϊκό διαλέκτων, μια γλωσσική σύνθεση με βάση το ινδο-ευρωπαϊκό υλικό,
εμπλουτισμένο με λέξεις από το προελληνικό υπόστρωμα του χώρου και δάνεια από άλλες γλώσσες.

 

Ενδεικτικά:
Τοπωνύμια

 
Κρήτη, Νάξος, Θήρα, Κνωσός, Φαιστός, Λαβύρινθος, Ζώμινθος, Κόρινθος, Ερύμανθος,Τύρινς, Ρέθυμνος, Κάλυμνος, Μήθυμνα, Φαλάσαρνα, Παρνασσός, Λυκαβηττός, Υμηττός, Αρδηττός, Ιλισός, Κηφισός, Αθήναι, Μυκήναι, Όλυμπος κ.ά..
Φυτά: υάκινθος, κολοκύνθη, κυπάρισσος, ελαία, σέλινον, κύμινον, ορίγανον κ.ά..
Ψάρια: γαλέος, σκάρος, συναγρίς, αθερίνη, σαργός, σκόμβρος, πέρκη κ.ά.
Μέταλλα: χαλκός, χρυσός, σίδηρος, κασσίτερος κ.ά..
Τεχνικής σημασίας: μέγαρον, θάλαμος, θριγγός, γείσον, ασάμινθος (= λουτήρας), πλίνθος, σωλήν κ.ά..
Θεοί: Αθηνά, Άρτεμις, Ήφαιστος, Αφροδίτη κ.ά..
Πολιτική-κοινωνία: τύραννος, βασιλεύς, λαός, ειρήνη, δούλος κ.ά..
Άλλες λέξεις: θάλασσα, ζέφυρος, θίασος, κιθάρα, ασπίς, ξίφος, σάνδαλον, κίνδυνος κ.ά..


Δάνεια από άλλες γλώσσες

 
Εκτός από τις λέξεις, που ενσωμάτωσε η ελληνική από το προελληνικό υπόστρωμα, παρέλαβε και αρκετές λέξεις ως δάνεια από άλλες γλώσσες της Ανατολής. Π.χ.:
Σημιτικής: αρραβών, βίβλος, κύμινον, λίβανος, περιστερά κ.ά..
Αιγυπτιακής: έβενος, νίτρον, όασις, οθόνη (= ύφασμα) κ.ά..
Περσικής: Παράδεισος, σατράπης, παρασάγγης κ.ά..

Αυτό συμβαίνει συχνά. Η εγκατάσταση σε ένα νέο χώρο σημαίνει γνωριμία με νέα προϊόντα, νέα χλωρίδα, νέα πανίδα. Έτσι υιοθετούνται τα ονόματα, που δίνουν οι παλιοί κάτοικοι, σε αυτά τα στοιχεία. Οι τούρκοι π.χ., των οποίων απώτερη πατρίδα ήταν η κεντρική Ασία, όταν μετακινήθηκαν προς τη Μεσόγειο, δανείστηκαν από τους παλιότερους πληθυσμούς, τους ρωμιούς, τα ονόματα των ψαριών, που δεν υπήρχαν στη μακρινή τους πατρίδα. Έτσι, όλα σχεδόν τα ονόματα ψαριών στην τουρκική γλώσσα είναι δανεισμένα από τα ρωμέικα, π.χ. levrek=λαβράκι.

Η γραφή της ελληνικής

 
Οι έλληνες υιοθέτησαν την αλφαβητική γραφή. Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν, ότι παρέλαβαν από τους φοίνικες το βορειοσημιτικό αλφαβητικό σύστημα γραφής, αλλά δεν έμειναν προσκολλημένοι σʼ αυτό. Το σύστημα αυτό ανήκει στα συμφωνογραφικά συστήματα, των οποίων τα γραφήματα αποδίδουν μόνο τα σύμφωνα μιας γλώσσας, ενώ τα φωνήεντα δεν δηλώνονται. Με τέτοια συστήματα καταγράφονται οι σημιτικές γλώσσες, π.χ. φοινικική, αραβική, εβραϊκή, αραμαϊκή. Τα συμφωνικά συστήματα είναι κατάλληλα για την απόδοση των σημιτικών γλωσσών, επειδή σʼ αυτές τις γλώσσες το βασικό στοιχείο των λεξιλογικών ριζών είναι τα σύμφωνα, ενώ τα φωνήεντα προσδιορίζονται αυτόματα από τον κλιτικό τύπο της λέξης, δηλαδή από το αν είναι ρήμα ή ουσιαστικό, και επομένως για τους γνώστες αυτών των γλωσσών δεν είναι απαραίτητο να δηλωθούν με ιδιαίτερα γραφήματα.

 


Μαρμάρινη αναθηματική ενεπίγραφη πλάκα.
(Μουσείο Μπενάκη, 3ος αιώνας π.Χ.).
Είναι γραμμένη στο ιωνικό αλφάβητο, με κεφαλαία γράμματα,
χωρίς διαστήματα μεταξύ των λέξεων, όπως έγραφαν τότε.

 

 

Επιπλέον, χρειάστηκε να επινοήσουν και κάποια νέα γράμματα για σύμφωνα, που δεν υπήρχαν στα φοινικικά: τα δασέα Φ, και Χ, και το διπλό Ψ. Τέλος το Ω (ωμέγα), δηλαδή ο μακρός φθόγγος του ο, δημιουργήθηκε για να διακρίνεται από το Ο (όμικρον) Έφτασαν έτσι στη δημιουργία της πρώτης πραγματικά αλφαβητικής γραφής, του πρώτου αλφαβήτου, όπου κάθε γράμμα δηλώνει και έναν φθόγγο.

Με το ελληνικό αλφάβητο δημιουργείται, για πρώτη φορά, ένα σύστημα γραφής, που παριστάνει όλους τους φθόγγους χωρίς την ελλειπτικότητα του φοινικικού συστήματος, αλλά και την πολύ μεγαλύτερη ελλειπτικότητα των παλαιότερων συλλαβικών συστημάτων, όπως ήταν εκείνο της γραμμικής Β. Το αποτέλεσμα είναι, ότι υπάρχει πλέον ένα «εργαλείο», εξαιρετικά ευέλικτο και οικονομικό, που μαθαίνεται εύκολα και μπορεί να γίνει κτήμα όλων και όχι μόνον των ειδικών γραφέων.  

 

Η αρχαία ελληνική γλώσσα είχε πολλές προσμίξεις ξένων λέξεων.
Δεν υπάρχει μια απόλυτα καθαρή γλώσσα, όπως δεν μπορεί να υπάρξει καθαρή φυλή.

Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό.

Η επινόηση αυτή, καθόλου αυτονόητη, κάνει ώστε το αλφάβητο να αναγνωρίζεται διεθνώς ως ελληνική δημιουργία, όσο και αν την πρώτη ύλη πήραν οι έλληνες από άλλους.

Οι ίδιοι οι αρχαίοι έλληνες είχαν επίγνωση, ότι το αλφάβητο τους βασιζόταν στο φοινικικό. Τα γράμματα του αλφαβήτου τα ονόμαζαν φοινικήια γράμματα. Ο ιστορικός Ηρόδοτος λέει ξεκάθαρα (5, 58), ότι οι έλληνες έμαθαν τη γραφή τους από τους φοίνικες και σημειώνει: «Αφού τα γράμματα τα εισήγαγαν οι φοίνικες στην Ελλάδα, είναι δίκαιο να ονομάζονται φοινικικά».
    
Για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό, πέραν της μαρτυρίας του Ηροδότου, μας πείθουν και τα εξής στοιχεία:

Η μορφή των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου είναι παρόμοια, εξελιγμένη μορφή των γραμμάτων του φοινικικού.
Η σειρά των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου είναι ίδια με του φοινικικού.
Τα ονόματα των γραμμάτων δεν σημαίνουν τίποτε στα ελληνικά ούτε ετυμολογούνται από την ελληνική γλώσσα. Επίσης δεν κλίνονται στην ελληνική. Αντίθετα, ετυμολογούνται και ερμηνεύονται από την φοινικική: το άλφα από το aleph (=βόδι), το βήτα από το bet (=σπίτι), το γάμα από το gaml (=καμήλα), το δέλτα από delt (=πόρτα) κ.λπ..

 

Η κατεύθυνση της γραφής

 
Οι έλληνες αρχικά έγραφαν από τα δεξιά προς τα αριστερά, «επί τα λαιά», δηλαδή όπως ακριβώς οι φοίνικες. Αργότερα όμως, ο δεύτερος στίχος ενός κειμένου άρχιζε με ανάστροφη φορά από εκεί που τελείωνε ο πρώτος κ.ο.κ.,  όμοια με την κίνηση των βοδιών στο όργωμα του χωραφιού. Γιʼ αυτό και η γραφή αυτή ονομάζεται βουστροφηδόν. (Με τον τρόπο αυτόν είναι γραμμένη η μεγάλη δωδεκάδελτος επιγραφή της Γόρτυνας).

 


Σύγκριση του φοινικικού
με τα κυριότερα ελληνικά αλφάβητα
.

Παρατηρήστε, ότι πολλοί χαρακτήρες του χαλκιδικού αλφαβήτου είναι οι μετέπειτα καλούμενοι λατινικοί. Αποδυναμώνεται έτσι η επιχειρηματολογία των εθνικιστών κατά των greeklish, στα οποία γίνεται χρήση ξένου αλφαβήτου, των λατινικών. Το αλφάβητο που χρησιμοποιούμε σήμερα στην Ελλάδα προέρχεται από το αττικό, ενώ το λατινικό από το χαλκιδικό.

Αρκετά νωρίς όμως (κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα), οι έλληνες διαπίστωσαν τα μειονεκτήματα και των δύο αυτών τρόπων γραφής. Καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δεξιόχειρες, η γραφή προς τα δεξιά γίνεται ευκολότερα, γιατί είναι φυσικότερη. Έτσι επικράτησε η φορά προς τα δεξιά, «ες ευθύ», σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και μέσω των ρωμαίων πέρασε στον νεότερο δυτικό κόσμο.

Τρόπος γραφής 

 
Τα αρχαιοελληνικά κείμενα γράφονταν χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, με κεφαλαία μόνο γράμματα και χωρίς τόνους. Τα μικρά γράμματα, ο χωρισμός των λέξεων, οι τόνοι και τα πνεύματα θα έλθουν πολύ αργότερα, από τα χρόνια των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και μετά. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος και η εκμάθησή της από αλλόγλωσσους οδήγησαν σε «μεταρρυθμίσεις», που βοήθησαν τους ξένους να μάθουν ευκολότερα τα ελληνικά.

Πολυτονικό
και μικρογράμματη γραφή 

 
Στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα υπήρχαν σε χρήση στις διάφορες πόλεις-κράτη, βασίλεια, και ελληνικές αποικίες διάφορα αλφάβητα. Απʼ ότι φαίνεται στον παραπλέυρως πίνακα, στα γράμματά τους συμπεριλαμβάνονται και οι (σήμερα αποκαλούμενοι) λατινικοί χαρακτήρες (C, L, R κ.λπ.). Από το 403 π.Χ. οι αθηναίοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη μορφή του ιωνικού αλφαβήτου. Με τη διάδοση της ελληνιστικής κοινής, η ιωνική μορφή του αλφαβήτου επισκίασε τις υπόλοιπες εκδοχές του.

 

Το πολυτονικόδεν χρησιμοποιείτο στην αρχαία εποχή.
Είναι γέννημα των βυζαντινών χρόνων.

 

 

Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος εισήγαγε και πρωτοχρησιμοποίησε τα πνεύματα και τους τόνους. Η ανάγκη για τα συγκεκριμένα τονικά σημεία δημιουργήθηκε από την βαθμιαία απόκλιση μεταξύ προφοράς και γραφής. Δεν ήταν παρά τον 2ο αιώνα μ.Χ. όμως, όταν τα πνεύματα και οι τόνοι έκαναν την εμφάνισή τους στα κείμενα των παπύρων. Με την πάροδο του χρόνου, όσο υποχωρούσε η διάκριση της προσωδίας, άρχισε να διαδίδεται η χρήση των τονικών σημείων, έως ότου καθιερώθηκε πλήρως στις αρχές του μεσαίωνα. Οπωσδήποτε, γενίκευση της δήλωσης της ψιλής και της δασείας έχουµε –όπως και για τους τόνους– µόλις τον 9ο αιώνα.

Η γραφή με κεφαλαία γράμματα χρησιμοποιούνταν ως τον 8ο αιώνα μ.Χ., όταν και επικράτησε η χρήση των πεζών γραμμάτων. Η ελληνική μικρογράμματη ή βυζαντινή γραφή, η οποία φαίνεται να εξελίχθηκε από την ανάγκη ταχείας επικοινωνίας μέσω χειρογράφων επιστολών, όπου η μορφή των γραμμάτων προσαρμόστηκε στην κίνηση της γραφής, τυποποιήθηκε στις αρχές του 9ου μ.Χ.. 

 

 Αναφέρεται και ως στουδιτική γραφή, από το παλαιότερο, μέχρι σήμερα, χρονολογημένο δείγμα ελληνικής μικρογράμματης γραφής, το Τετραβάγγελο Ουσπένσκι, στην Αγία Πετρούπολη. Το χειρόγραφο βιβλίο χρονολογείται από το 835 και προέρχεται από τη μονή Στουδίου.
  
Τα πνεύματα, οι τόνοι και οι υπογεγραμμένες στις μέρες μας σταμάτησαν να έχουν κάποια σημασία και κατάντησαν άχρηστα «στολίδια» των λέξεων, οπότε φυσιολογικά καταργήθηκαν. Πολλοί βυζαντινορθόδοξοι εθνικιστές, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος όμως, καθώς και οι ορθόδοξες εκκλησίες και πατριαρχεία ανά τον κόσμο, συνεχίζουν τη χρήση της ─βυζαντινής προέλευσης─ πολυτονικής ορθογραφίας.

 

 Αν και το πολυτονικό σύστημα δεν χρησιμοποιείτο στην αττική διάλεκτο, τα αρχαία
ελληνικά εξακολουθούν να διδάσκονται στη Ρωμιοσύνη με το βυζαντινό σύστημα
της χρήσης των πνευμάτων.

 

Προφορά

 
Η γραπτή αναπαράσταση μιας γλώσσας είναι ένα πολύ ισχυρό κομμάτι του νήματος, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν μιας κοινότητας. Η άκρη του νήματος αυτού είναι η λεγόμενη ιστορική ορθογραφία της γλώσσας. Ταυτόχρονα, η ορθογραφία είναι το μοναδικό κομμάτι μιας γλώσσας, που δεν μπορεί να κατακτηθεί «φυσικά» μέσα από την καθημερινή επικοινωνία, αλλά μαθαίνεται με πολύπλοκους συχνά κανόνες.

Η γλώσσα όμως αλλάζει μαζί με την κοινωνία που τη χρησιμοποιεί. Με την πάροδο του χρόνου η προφορική και η γραπτή μορφή μιας γλώσσας συχνά απομακρύνονται η μία από την άλλη, ώσπου κάποια στιγμή η ιστορική ορθογραφία μιας γλώσσας δεν ανταποκρίνεται πλέον στη σύγχρονη προφορά της. Ετσι, η σύγχρονη ελληνική γραφή είναι φορτωμένη με φθογγόσημα (η, ι, υ, οι...) και ως πριν από μερικές δεκαετίες με τα σύμβολα των τόνων, αλλά χωρίς αντιστοιχία στη σύγχρονη προφορική γλώσσα.


Ο λόγος ύπαρξής τους δεν είναι πλέον λειτουργικός, αλλά ετυμολογικός (η ορθογραφία δείχνει την προέλευση των λέξεων), ιστορικός (η γραφή των λέξεων παραμένει απαράλλακτη) και κυρίως συμβολικός (η απαράλλακτη ορθογραφία συμβολίζει τη δήθεν ιστορική συνέχεια της νεορωμέικης εθνικής κοινότητας από την ελληνική αρχαιότητα).

 

 

Αυτό που είναι ολοφάνερο σʼ αυτόν, που κατέχει ή προσπαθεί να μάθει νεορωμέικα, είναι, ότι άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε. Γράφουμε παιδί, όμως δεν προφέρουμε παϊδί, αλλά πεδί. Γράφουμε και και προφέρουμε ke,  γράφουμε οίκος και προφέρουμε ikos, γράφουμε ειρήνη και προφέρουμε irini. Γράφουμε ίδιος, ήλιος, ύφος, είμαι, οίστρος, υιοθεσία, αλλά η αρχή των λέξεων αυτών, παρά τα διαφορετικά γράμματα, προφέρεται με τον ίδιο τρόπο: ι.

Αυτό συμβαίνει, γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε έναν τρόπο γραφής, που είναι ιστορικός , δηλαδή καταγράφει μια παλιότερη προφορά. Στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα (ή οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, υι αντιστοιχούν σε διαφορετικές προφορές, σε διαφορετικούς φθόγγους. Σήμερα όμως, τα ι, η, υ, ει, οι, υι κατέληξαν να δηλώνουν τον ίδιο φθόγγο, το ι. Η προφορά είναι ίδια, αλλά εξακολουθούμε να γράφουμε σαν να μην είναι. Έτσι, άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε.  

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα ρωμέικα, αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. Ενώ, όταν πρωτοεφευρέθηκε το αλφάβητο, κάθε σύμβολο αντιστοιχούσε και σε κάποιο φθόγγο, σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Κάθε γλώσσα αλλάζει, εξελίσσεται, δεν αλλάζει όμως η γραφή. Οι λαοί, αφού τα τελευταία διακόσια χρόνια με τη δημιουργία των εθνών-κρατών και την υποχρεωτική παιδεία─πλύση εγκεφάλου εντάχθηκαν σε κάποιο εθνικό σύνολο, έχουν ταμπουρωθεί σήμερα πίσω από τη γραφή και νομίζουν, ότι άμα αλλάξει, θα χάσουν την εθνική τους ταυτότητα.

Σκεφτείτε τους άγγλους, επίσης. Γράφουν right και προφέρουν rait, γράφουν knife και προφέρουν naif. Οι γάλλοι γράφουν lait και προφέρουν le, γράφουν eau και προφέρουν ο κ.λπ.. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι οι συγκεκριμένες γραφές αντανακλούν παλιότερες προφορές, που άλλαξαν. Η προφορά έχει αλλάξει στις γλώσσες, όχι η γραφή τους.

 

 

 


 Εν βερ βερ βα βερ εν βερ βερ.
Ένα πράσινο σκουλήκι πηγαίνει προς ένα γυάλινο ποτήρι.
Γαλλικός γλωσσοδέτης χαρακτηριστικός της αστοχίας της ορθογραφίας.

 

Υπάρχει μία απόδειξη εξαιρετικά σπαρταριστή για τις αλλαγές, που έχουν επέλθει στην προφορά των ελληνικών από τα κλασικά χρόνια και μετά. Ένας κωμικός ποιητής της αρχαίας Αθήνας, ο Κρατίνος, θέλοντας να αποδώσει γραπτά το βέλασμα των προβάτων έγραφε: βη βη. Αν αρνηθούμε να δεχθούμε, ότι η προφορά άλλαξε, τότε διαβάζοντας το κείμενο αυτό θα πρέπει να υποστηρίξουμε, ότι τα πρόβατα βέλαζαν διαφορετικά στην αρχαιότητα απ' ό,τι σήμερα: έκαναν βι βι (όπως προφέρονται το β και το η στα νεορωμέικα). Τα πρόβατα βέβαια, βέλαζαν τότε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τώρα. Έκαναν μπε. Αυτό που άλλαξε είναι η σχέση γραμμάτων και φθόγγων: το β στα αρχαία ελληνικά προφερόταν b, όπως το αγγλικό b και το η προφερόταν ee, ήταν μακρό.

Πρέπει πάντως, να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε, όταν μιλάμε για το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Για ποια εποχή μιλάμε και για ποια μορφή των αρχαίων ελληνικών. Στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε μια κοινή γλώσσα, όπως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Κοινή γλώσσα αναπτύχθηκε την ελληνιστική εποχή. Και η κοινή αυτή γλώσσα βασίστηκε στη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο, που είχε το μεγαλύτερο γόητρο, γιατί ήταν διάλεκτος που μιλιόταν, και γραφόταν, στην πιο ισχυρή πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας.

Ποια ήταν αυτή η παλιότερη προφορά

 
Βασικά σημεία:
Οι δίφθογγοι ήταν πραγματικά δίφθογγοι (ει=ei, αι=ai, οι=oi κ.λπ.).
Τα φωνήεντα ήταν μακρά και βραχέα  (η=ee, ω=οο).
Προφερόταν κανονικά η δασεία ως φθόγγος (δασεία =h).
Τα γράμματα β, δ, γ προφέρονταν όπως σήμερα τα αγγλικά b, d, g.

Η ερασμιακή προφορά

 
Οι ξένοι προφέρουν τα αρχαία ελληνικά με τη λεγόμενη ερασμιακή προφορά (από το όνομα του ολλανδού σοφού Έρασμου, του 16ου αιώνα). Η ερασμιακή προφορά είναι μια προσπάθεια προσέγγισης της αρχαίας προφοράς. Με άλλα λόγια, όταν προφέρουμε τα αρχαία ελληνικά με την ερασμιακή προφορά, δεν τα διαβάζουμε με τη νεορωμέικη προφορά, αλλά με τον τρόπο, που υποθέτουμε, ότι προφέρονταν στην αρχαιότητα.

Για εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτό ακούγεται παράξενο ή και ενοχλητικό αφʼ ενός γιατί δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε τα αρχαία ελληνικά με προφορά άλλη από τη νεορωμέικη, που μας έμαθαν στο σχολείο, κι αφʼ ετέρου γιατί ως μαθητές δεν μάθαμε ποτέ, ότι η ελληνική γλώσσα ήταν αλλιώς στην αρχαία εποχή, τόσο ως προς την προφορά όσο και ως προς άλλες όψεις της (σύνταξη, λεξιλόγιο κ.λπ.). Και αυτό το δεύτερο ευθύνεται για τις συχνά βίαιες αντιδράσεις στην ερασμιακή προφορά των ξένων.

Με την ερασμική προφορά διαβάζουν τα αρχαία ελληνικά οι πάντες στον κόσμο πλην των ρωμιών. Με εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία, που γνωρίζει το ζήτημα, οι ρωμιοί σήμερα νομίζουν πως μιλάνε, όπως οι υποτιθέμενοι αρχαίοι πρόγονοί τους.

Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι

 
Αν και στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές ελληνικές διάλεκτοι, ποτέ δεν διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, που θα ευνοούσαν την ολοσχερή διάσπαση της ελληνικής και τη δημιουργία θυγατρικών γλωσσών. Αντίθετα, στο πέρασμα των αιώνων η επικοινωνία ανάμεσα στα φύλα, οι αναμίξεις τους στις αποικίες, οι οικονομικές δοσοληψίες, οι διάφορες συμμαχίες, οι συγκρούσεις με τους «βαρβάρους» (δηλαδή με τους αλλόγλωσσους) συνετέλεσαν, ώστε να αναπτυχθεί κοινή συνείδηση για την καταγωγή, τη θρησκεία, τους μύθους, τις παραδόσεις και βέβαια, για την ενότητα της γλώσσας.

Η κυριαρχία της αττικής διαλέκτου

 
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται το φαινόμενο της εξάπλωσης της χρήσης της αττικής διαλέκτου, παράλληλα με την επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η ένταξη των περισσοτέρων ιωνικών πόλεων στην αθηναϊκή συμμαχία, αλλά κυρίως η μεγάλη εμπορική και οικονομική διείσδυση των αθηναίων σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο έκαναν την αττική διάλεκτο την πρώτη προφορική κοινή γλώσσα των ελλήνων. Μεγάλη ώθηση στην κυριαρχία της αττικής έδωσε και η υιοθέτησή της ως επίσημης γλώσσας της μακεδονικής αυλής.

 


«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...».
Εθνικιστικές ονειρώξεις στο «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη (Ελύτη).
(Διαβάστε στην «
Ελεύθερη Έρευνα»:
Ο θεός, η γυναίκα του, ο ποιητής
και ο πρωτομάστορας
).
 

 

 Ελληνιστική 

 
Ως ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή ορίζεται η απλοποιημένη αττική κυρίως διάλεκτος, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η γλώσσα ─πέραν της διοίκησης─ του εμπορίου, της οικονομίας, της διπλωματίας και της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα. Γίνεται η κοινή γλώσσα συνεννόησης μιας αχανούς περιοχής. Συχνά παρομοιάζεται με την κυριαρχία της αγγλικής στη σύγχρονη εποχή.

 

Τα ρωμέικα ανάγονται στην ελληνιστική κοινή. Δεν έχουν άμεση σχέση με τα αρχαία
ελληνικά. Η απευθείας σύνδεση της σημερινής γλωσσικής κατάστασης των ρωμέικων
με την αρχαιότητα χωρίς να λαμβάνεται υπʼ όψη η υπερδισχιλιετής ενδιάμεση γλωσσική ιστορία, είναι αυθαίρετη και εμπίπτει στις φαντασιώσεις του νεορωμέικου εθνικισμού.

 

Αυτή η τεράστια εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και η υιοθέτησή της από αλλόγλωσσους, γεννά μια σειρά από μεγάλες αλλαγές, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εξομάλυνση και απλούστευση της δομής της:  απλούστερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη εκεί όπου παλιότερα χρησιμοποιούνταν κυρίως μορφολογικοί τρόποι για να εκφραστούν σημασίες, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επικοινωνιακές ανάγκες των νέων φορέων της.

Απλούστευση, εξομάλυνση, λιγότερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη: όλα αυτά σημαίνουν ευκολότερη εκμάθηση της γλώσσας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι οι μεγάλες αυτές αλλαγές γίνονται σε μια εποχή, κατά την οποία μεγάλοι αριθμοί αλλόγλωσσων «υιοθετούν» την ελληνική. Σε αυτούς και στις δικές τους ανάγκες εκμάθησης πρέπει να οφείλεται σε σημαντικό ποσοστό η μορφή που παίρνει αυτή την εποχή η γλώσσα.

Ενδεικτικές απολοποιήσεις και γενικεύσεις:
Φωνητικές: οι δίφθογγοι αρχίζουν να προφέρονται ως μονόφθογγοι (ει=i, αι=e, οι=i  κ.ο.κ.), τα β, γ, δ αρχίζουν να προφέρονται όπως σήμερα και όχι b, g, d, όπως προφέρονταν κατά τους αρχαίους χρόνους.
Μορφολογικές: χάνεται ο δυϊκός αριθμός και συγχωνεύεται με τον πληθυντικό, πολλά τριτόκλιτα ενοποιούνται με τα πρωτόκλιτα (ελπίς=ελπίδα, ποιμήν=ποιμένας κ.ο.κ.).
Συντακτικές: χάνεται η συντακτική λειτουργία του απαρέμφατου και της μετοχής, καθώς και της δοτικής. Το απαρέμφατο και η μετοχή αναλύονται σε δευτερεύουσες προτάσεις και τη θέση της δοτικής παίρνουν η γενική ή η αιτιατική.
Λεξιλογικές: πολλές αρχαίες λέξεις αντικαθίστανται από νέες και πολλές άλλες αλλάζουν σημασία (ιδίως με την εμφάνιση του χριστιανισμού: εκκλησία, άγγελος, δαίμων κ.λπ.), ενώ υιοθετούνται και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές.
Και τέλος:
Η εισαγωγή των τόνων: κατά την περίοδο αυτή εισάγονται οι τόνοι, όπως προαναφέρθηκε, κυρίως για τη διευκόλυνση των μη ιθαγενών ομιλητών της ελληνικής, δηλαδή των ξένων, που ήθελαν να μάθουν τα ελληνικά.

 

 Αττικισμός 

 
Κατά την ελληνιστική περίοδο σταμάτησαν να παράγονται λογοτεχνικά έργα, που να θεωρούνται ισάξια της κλασικής εποχής. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. οι λόγιοι και οι γραμματικοί (δηλαδή οι φιλόλογοι) των ελληνιστικών κέντρων, κυρίως της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας, θεωρούσαν, ότι βίωναν μια περίοδο πνευματικής και λογοτεχνικής παρακμής, και ως θεραπεία άρχισαν να υποστηρίζουν την επιστροφή στην παλιά αττική διάλεκτο. Πίστευαν, ότι μόνο η διδασκαλία και η μίμηση της γλώσσας των μεγάλων συγγραφέων της Αθήνας θα συντελούσε στην παραγωγή έργων παρόμοιων με εκείνα του ένδοξου παρελθόντος. Εξ ου και η πνευματική αυτή αντίδραση ονομάστηκε «αττικισμός» (αττικίζω=μιμούμαι την αττική διάλεκτο).

 

Η καθιέρωση είτε των αρχαίων ελληνικών είτε των ρωμέικων ως επίσημης γλώσσας
παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα εξαιτίας της μεγάλης γλωσσικής διάσπασης ανάμεσα
στους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.

 

Ελληνική γλώσσα και χριστιανισμός

 
Η ελληνική γλώσσα –που ούτως ή άλλως ήταν η κοινή γλώσσα της εποχής– χρησιμοποιήθηκε ως όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας. Η επίσημη εκκλησία υιοθέτησε την αττικίζουσα γλώσσα. Ακόμη και σήμερα τα μηνύματα και οι επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη και άλλων ιεραχρών είναι γραμμένα σε αυτή τη γλωσσική μορφή.

Νεοελληνικός Διαφωτισμός και ίδρυση του κράτους
Το γλωσσικό ζήτημα 

 
Αφού μετά το ʼ21 κατασκευάστηκε το κρατίδιο-προτεκτοράτο Ελλάδα, προέκυψε η ανάγκη να κατασκευασθούν και οι υπήκοοί του, οι εθνικά έλληνες. Έτσι, βαπτίστηκαν οι ρωμιοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου (αρβανίτες, βλάχοι, βορειοαφρικανοί, ανατολίτες κ.λπ.) έλληνες, απόγονοι των αρχαίων ελλήνων.

Στα σχολεία του κράτους επιχείρησαν να ξεριζώσουν από τους μαθητές την ρωμέικη, αρβανίτικη, βλάχικη κ.λπ. συνείδηση και να τους ενσταλάξουν μια νέα, πλαστή, δήθεν ελληνική συνείδηση. Βασικό εργαλείο της δημιουργίας της νέας εθνικής συνείδησης ήταν η γλώσσα.

Οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής έκριναν, πως για τον «φωτισμό του γένους» κατάλληλο γλωσσικό όργανο είναι τα αρχαία ελληνικά. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι υποστήριξαν την καλλιέργεια και προώθηση των ρωμέικων ανάμεσα στις πολλές ομιλούμενες στο χώρο (αλβανικά, ρουμάνικα, τούρκικα κ.λπ.). 

 

Τελικά, επελέγησαν τα αρχαία ελληνικά, μια νεκρή βέβαια γλώσσα. Κάποιοι μορφωμένοι πιθήκιζαν τους απόγονους των αρχαίων ελλήνων χρησιμοποιώντας όσο περισσότερες λέξεις μπορούσαν, που ήταν ή έμοιαζαν αρχαιοελληνικές. Τέτοιες λέξεις έβαλαν στην εκπαίδευση, καθώς και νέες, που έφτιαξαν με προσοχή, να μοιάζουν κι αυτές αρχαιοελληνικές.

Οι δημιουργοί του έθνους θεωρούσαν, πως όσες περισσότερες αρχαίες λέξεις νεκρανάσταιναν, τόσο και πιο πολύ θα έκαναν τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου να μοιάζουν ή τουλάχιστον να πιστεύουν, ότι μοιάζουν με τους ένδοξους δήθεν προγόνους τους. Στην ψεύτικη αυτή γλώσσα στάθηκε αρωγός και η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία, μιας παραχαραγμένης βέβαια Ιστορίας.

 

 Το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι η αιτία, αλλά ένα σύμπτωμα
προσκόλλησης στο παρελθόν.

 

Αυτή η μορφή γλώσσας, που επιβλήθηκε βάσει κρατικού σχεδίου από τους καθαρευουσιάνους γλωσσαμύντορες, ήταν αρχαϊστική, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε στις ομιλούμενες μορφές, αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα κι αυτό γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η διάλεκτος της πιο σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Αθήνας, θεωρούνταν, ότι ήταν όχι μόνο ένδοξη, αλλά και «καθαρή» (γι' αυτό η γραπτή αυτή γλωσσική ποικιλία ονομάστηκε καθαρεύουσα), δηλαδή «αμόλυντη» από επιδράσεις άλλων γλωσσών, οι οποίες, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, είχαν «χαλάσει» την ομιλούμενη ελληνική, όπως εμφανιζόταν στις διαλέκτους.

Η άποψη αυτή δεν στέκεται επιστημονικά. Οι γλώσσες αλλάζουν, προσαρμόζονται, αλλά δεν χαλάνε. Οι δανεισμοί τις εμπλουτίζουν, δεν τις βρωμίζουν ούτε τις καταστρέφουν. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Δεν υπάρχουν «καθαρές» γλώσσες).

 

Η αρχή είχε γίνει από τον Κοραή, ο οποίος μερικές δεκαετίες ήδη πριν από το ʽ21, ξέθαψε αυθαίρετα και επέβαλε σιγά-σιγά την ξεχασμένη για αιώνες λέξη «έλληνας» χωρίς να απορρίψει βέβαια, το χριστιανισμό. Είχε την πεποίθηση, ότι έτσι θα μας έφερνε πιο γρήγορα κοντά στα κείμενα των αρχαίων ελλήνων και θα γινόταν μια ταύτιση, συγκλονιστική για τον μέσο κάτοικο τού ελλαδικού χώρου (αρβανίτη, βλάχο, βορειοαφρικανό, ανατολίτη κ.λπ.), ότι είναι δήθεν απόγονος αυτού, που έφτιαξε τον Παρθενώνα και όλα τα λαμπρά μνημεία. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: 1821: Πώς οι ρωμιοί μεταλλάχτηκαν σε «έλληνες»).

 

Ο Κοραής λοιπόν, αποφάσισε να υποστούν τα ρωμέικα έναν «καλλωπισμόν»: να αφαιρεθούν δη-λαδή οι ξένες λέξεις και να προστεθούν στοιχεία από τη μορφολογία της αρχαίας ελληνικής,
κυρίως στο επίπεδο των καταλήξεων (π.χ. η γαζέτα να γίνει εφημερίς, το χωριό να γίνει χωρίον κ.ο.κ.).

«Οι λόγιοι άνδρες του έθνους», έλεγε ο Κοραής, «είναι φυσικοί νομοθέται της γλώσσης, την οποίαν λαλεί το έθνος... Εις αυτούς ανήκει η διόρθωσις της γλώσσης, αλλʼ η γλώσσα είναι κτήμα του όλου έθνους και κτήμα ιερόν. Όθεν πρέπει να ανακαινίζεται με ευλάβειαν και ησυχίαν».

 

Η επιχείρηση να «αποδειχτεί», ότι τόσο η σημερινή ομιλούμενη γλώσσα όσο και η αρχαία ελληνική  (κι ενδεχομένως και άλλες «ελληνικές», όπως της ελληνιστικής ή μεσαιωνικής περιόδων) αποτελούν μορφές της ίδιας, ενιαίας γλώσσας,  της ελληνικής, δεν είναι
καινούρια.Ξεκίνησε παλιότερα από την ίδρυση του κράτους, από τον Αδαμάντιο Κοραή
και τον λεγόμενο Νεοελληνικό Διαφωτισμό.

 

Το νέο κράτος υιοθέτησε την καθαρεύουσα, την επέβαλε δια της υποχρεωτικής παιδείας και την καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, με την οποία λειτουργούσε και γράφονταν οι νόμοι. Το 1911 μάλιστα, επιβλήθηκε και συνταγματικά η απαγόρευση της ρωμέικης γλώσσας και των άλλων γλωσσών (αρβανίτικων, βλάχικων κ.ά.) στην κρατική διοίκηση. Στην καθαρεύουσα συντάσσονταν οι εφημερίδες και τα λογοτεχνικά (ακόμη και τα ποιητικά!) έργα της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής και των φαναριωτών (1830-1880). 

 

 


 Το δημιούργημα του Κοραή, επειδή ακριβώς προσέβλεπε στον καθαρισμό της γλώσσας από κάθε τι
«οθνείον (=ξένο) και χυδαίον», ονομάστηκε καθαρεύουσα.
Ένα δείγμα της, των
«μακαρονικών» του Κοραή, φαίνεται στον πίνακα

 

 

Το γενικό πνεύμα της εποχής, ο νεοκλασικισμός, η Μεγάλη Ιδέα και οι εθνικιστικές βλέψεις, το ρομαντικό όραμα της αναβίωσης της αρχαίας γλώσσας, και ιδιαίτερα η θεωρία του γερμανού ιστορικού J. Ph. Fallmerayer, ότι οι νεορωμιοί δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους αρχαίους έλληνες, οδήγησαν σταδιακά τον γραπτό λόγο σε έναν άκρατο αρχαϊσμό. Η καθαρεύουσα έγινε αρχαΐζουσα (κατά την εικοσαετία 1860-1880).

Όσο περισσότερο οι νεορωμιοί χρησιμοποιούσαν κάποια γλώσσα, που θεωρούσαν, ότι έμοιαζε περισσότερο με τα αρχαία ελληνικά, τόσο περισσότερο θεωρούσαν, ότι αποδεικνυόταν η φυλετική συνέχεια της φυλής
.

Η καθαρεύουσα όμως, επειδή όμως δεν ήταν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο ─δεν μιλιόταν─ δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα). Αρκετοί ρωμιοί μιλούσαν και μιλούν τα ρωμέικα, τη γλώσσα, που από τα βυζαντινά χρόνια είχε διαμορφωθεί στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας (με πρώτο την Κωνσταντινούπολη) με επιδράσεις από τις διαλέκτους της περιοχής, αλλά κι από την ελληνιστική κοινή. 

 

 



Στο απόσπασμα αυτό από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», αποτυπώνεται  με εύστοχο τρόπο η διαφορά
ρωμιού─έλληνα.
Μικρασιάτης πρόσφυγας εξηγεί  στη δασκάλα του γιου του  στην Ελλάδα, ότι στο σπίτι  δενμιλάνε τούρκικα, αλλά
ρωμέικα (κι όχι ελληνικά).
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Για την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο!

 

 Με την πάροδο του χρόνου εμπλουτίστηκε και το λεξιλόγιο των ρωμέικων, ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις έννοιες, που χρειάζεται μια κοινωνική δομή πιο σύνθετη. Έτσι, προστέθηκαν πολλές καινούργιες λέξεις είτε με δανεισμό από τα αρχαία ελληνικά είτε μεταφράζοντας στα ελληνικά όρους από άλλες γλώσσες (κυρίως από τα γαλλικά).

Για παράδειγμα, η λέξη διαμέρισμα είναι ακριβής μετάφραση του γαλλικού appartement και «κατασκευάστηκε» τον 19ο αιώνα για να περιγράψει μια πραγματικότητα, που δεν υπήρχε παλιότερα. Οι λέξεις νόμος, διοίκηση, εξουσία, εφετείο, βουλή, βουλευτής, πρόεδρος και πολλές άλλες «εισήλθαν» στη νέα γλώσσα από τα αρχαία ελληνικά. Οι τουρκικές λέξεις, που απέδιδαν έννοιες της διοίκησης την οθωμανική περίοδο (ντοβλέτι, φιρμάνι, αγάς, πασάς, μπέης κ.ά.) αντικαταστάθηκαν από ελληνικής καταγωγής λέξεις και όσες επιζούν χρησιμοποιούνται μόνο στον οικείο, καθημερινό λόγο, συχνά με μεταφορική σημασία.

Παρʼ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα μεγάλο πλήθος λέξεων που χρησιμοποιούμε είναι τούρκικες (βλ.
Μικρασιάτικος χαβάς, Η αρχαία... τούρκικη γλώσσα μας κ.ά.), αλβανικές (αρβανίτικες, βλ. Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...), σλάβικες (βλ. Τι απέγιναν τόσοι σλάβοι;) κ.λπ..

 

 Ο «εξελληνισμός» της γλώσσας κορυφώθηκε από το μεταξικό καθεστώς, το οποίο επιπλέον κατέβαλε έμμονη και οργανωμένη προσπάθεια εξελληνισμού των κτηθέντων εδαφών του κράτους αλλάζοντας τις τοπωνυμίες τους. Στις δημώδεις παραδόσεις και θρύλους, που διδάσκονταν στα σχολεία έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται κυρίως εκείνοι, που έχουν ομοιότητες με αρχαίους μύθους. Έπρεπε ακόμα να γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε  λέξεις, που είχαν αρχαία ελληνική ρίζα και καμία αναφορά σε λέξεις τούρκικες, εβραϊκές, αλβανικές, σλάβικες, αραβικές,λατινικές κ.ά..

 

Όπως οι ρωμιοί ονομάστηκαν έλληνες ─χωρίς να είναι─ έτσι και τα ρωμέικα
ονομάστηκαν ελληνικά ─επίσης χωρίς να είναι
.

 

 

Όσον αφορά στη γραφή, ο μόνος λόγος που (με εξαίρεση την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος) δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί καμιά μεταρρύθμιση, είναι η ίδια η ψυχή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Παραμένουμε αλυσοδεμένοι με τους ελληνικούς χαρακτήρες και την «ιστορική» ορθογραφία, σε όλη τη ζωή μας ανορθόγραφοι, ψάχνοντας τα λεξικά για το «σωστό» και το «λάθος», επειδή υπάρχει ο κίνδυνος νεωτερίζοντας να μη «μοιάζουμε» σε εκείνους. Η προγονοπληξία είναι η σημαντικότερη πνευματική αρρώστια σε αυτή τη χώρα. 

 


Δημήτρης Γληνός (1882-1943).
Εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός.
Υπήρξε από τους πρωτεργάτες
της λεγόμενης «γλωσσοεκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης».

 

 

Κάποιες προτάσεις παλιότερα για χρησιμοποίηση των λατινικών θεωρήθηκαν, ότι υπονόμευαν την κρατική εθνική ιδεολογία.

Ο Δ. Γληνός σε μια σειρά άρθρων του με τίτλο «Το κύμα της αγραματωσύνης», που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό «Νέος Δρόμος», έγραφε:

«H σημερινή ελληνική ορθογραφία δε μπορεί να κρατηθεί. Οι λύσεις είναι τρεις:
1. Nʼ απλοποιηθεί το σημερινό ορθογραφικό σύστημα...
2. Να εισαγάγουμε τη φωνητική ορθογραφία...
3. Να πάρουμε το λατινικό αλφάβητο.
Την τρίτη λύση θεωρούμε για την καλύτερη, γιατί πρώτα-πρώτα μας εισάγει μορφικά στην οικογένεια των εβρωπαϊκών λαών, έπειτα λύνει με μιας ολόκληρο το ορθογραφικό πρόβλημα
». («Πρωτοπορία», φύλλο 21, 1930).
 

 

Το κίνημα του Δημοτικισμού

 
Η δράση έφερε όμως την αντίδραση. Στον άκρατο αρχαϊσμό αντιτάχτηκε ένα κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, που ως επικεφαλής είχε τον Γιάννη Ψυχάρη, καθηγητή Γλωσσολογίας στο Παρίσι. Ο Ψυχάρης θεωρούσε, ότι η καθαρεύουσα είναι υπεύθυνη για όλα τα δεινά του εκπαιδευτικού συστήματος και της πνευματικής και κοινωνικής υστέρησης της Ελλάδας. Η διδασκαλία του βρήκε απήχηση, κυρίως στον κόσμο της λογοτεχνίας. Πολλοί πεζογράφοι και ποιητές άρχισαν να γράφουν στη Δημοτική.
    
Βέβαια, και ο Ψυχάρης και οι ακόλουθοί του δεν απέφυγαν τις υπερβολές. Ενώ –ορθώς– τάχτηκε κατά των τεχνητών κατασκευών της καθαρεύουσας, πρότεινε και ο ίδιος «φτιαχτές», ανύπαρκτες λέξεις, που είναι γνωστοί ως «ψυχαρισμοί» ή «μαλλιαρισμοί». Οι γλωσσικές αυτές ακρότητες εξέθεσαν το κίνημα του Ψυχάρη και το συνέδεσαν με τη γλωσσική υπερβολή. Ιδού μερικά δείγματα: Περίφτωση, πλεροφορώ, βνωμοσύνη, το μέλλο, γεν.: του μέλλου, οι καθηγητάδες κ.ά..

Γλωσσικές διαμάχες

 
Οι γλωσσικές διαμάχες έφτασαν στο σημείο να οδηγήσουν σε αιματοχυσία. Το 1901 εξ αιτίας της μετάφρασης του Ευαγγελίου στη δημοτική με πρωτοβουλία της (ρωσικής καταγωγής) βασίλισσας Όλγας, προκλήθηκαν αιματηρά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας από συντηρητικούς φοιτητές, που εκπορεύονταν από τον «γλωσσαμύντορα» καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, Γεώργιο Μιστριώτη.

Η μετάφραση στη δημοτική θεωρήθηκε πράξη αφελληνισμού, που υπέκρυπτε ρωσικό δάκτυλο και προξενούσε φόβους για σλαβική διείσδυση στην Ελλάδα. Τα επεισόδια αυτά έμειναν στην ιστορία ως «Ευαγγελικά».
    
Δύο χρόνια αργότερα, το 1903, ακολούθησαν τα λεγόμενα «Ορεστειακά»: ταραχές, που εκδηλώθηκαν, λόγω της μετάφρασης της Ορέστειας του Αισχύλου στα νεορωμέικα, προκειμένου να παιχτεί στο Εθνικό Θέατρο. Οι διαδηλώσεις των φοιτητών οδήγησαν και πάλι σε συγκρούσεις, συλλήψεις και απώλεια ανθρώπινων ζωών.

 

Παρατηρήσεις  για τη συνεισφορά  της καθαρεύουσας

 
Μπορεί να επικράτησε τελικά στο γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας η δημοτική, αλλά τούτο δεν σημαίνει, ότι η καθαρεύουσα δεν άφησε τα ίχνη της στη σύγχρονη ομιλούμενη νεορωμέικη:

Αντικατάσταση ξένων λέξεων:

Πολλές λέξεις κυρίως τουρκικής και ιταλικής προέλευσης αντικαταστάθηκαν είτε από αυτούσιες λέξεις της αρχαίας ελληνικής είτε από νέες λέξεις με αρχαιοελληνικά συνθετικά. Π.χ.: μινίστρος>υπουργός,σπετσέρης>φαρμακοποιός, ρετσέτα>συνταγή, μπαρμπέρης>κουρέας, αμανάτι>ενέχυρο, μεϊντάνι>αγορά, νταμάρι>λατομείο κ.ά..

 

 Η ρωμέικη γλώσσα έρχεται από παλιά, αλλά δεν είναι συνέχεια της αττικής διαλέκτου
των αρχαίων ελλήνων. Ούτε όλοι οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου μιλούσαν ρωμέικα.
Άλλοι μιλούσαν αλβανικά, άλλοι βλάχικα κ.λπ..

 

Λέξεις, που είχαν αντικατασταθεί, επιβίωσαν σε σύνθετες λέξεις, όπως:
Αντί για ιχθύς λέμε ψάρι, αλλά: ιχθυόσκαλα, ιχθυοτροφείο κ.ά.
Αντί για ύδωρ λέμε νερό, αλλά: υδραγωγείο, αφυδάτωση κ.ά.
Αντί για κόμη λέμε μαλλιά, αλλά: κομμωτής, κομμωτήριο κ.ά.
Αντί για ρις λέμε μύτη, αλλά: ρινίτιδα, έρρινος κ.ά.
Αντί για οίνος λέμε κρασί, αλλά: οινοποιός κ.ά.

Καθιερώθηκαν νεολογισμοί, δηλαδή νέες λέξεις αρχαιοπρεπούς σύνθεσης. Π.χ.: δημοσιογράφος, αλληλογραφία, ποδήλατον, σιδηρόδρομος, αμαξοστοιχία, περιβάλλον κ.ά.. Άλλοι βέβαια νεολογισμοί της καθαρεύουσας δεν έπιασαν, αλλά διατηρήθηκαν οι ξενικής προέλευσης λέξεις: αλεξιβρόχιον (=ομπρέλα), ανεμοθώραξ (=παρμπρίζ), περιθωράκιον (=γιλέκο), πίλος (=καπέλο), περισκελίς (=παντελόνι), κ.ά..

Ως αποτέλεσμα είναι, πως πάρα πολλές λέξεις, που βρίσκουμε σήμερα στα λεξικά, είναι επιλεγμένες ή κατασκευασμένες από τους στρατευμένους στην υπόθεση του εξελληνισμού της γλώσσας φιλόλογους του κράτους.

Γλωσσικές μεταρρυθμίσεις

 
Ύστερα από πάμπολλες συζητήσεις, διαμάχες και γλωσσικές μεταρρυθμίσεις ενάμιση αιώνα, με νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης το 1976 και 1977, θεσπίστηκε η δημοτική ως η επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησης, ενώ το 1982 καθιερώθηκε και το μονοτονικό σύστημα στη γραφή της γλώσσας.

Στην ουσία βέβαια, δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Το σώμα της δημοτικής είναι ντυμένο με χιλιάδες λέξεις, που οι φιλόλογοι του κράτους βρήκαν στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής και επέβαλαν σε διαδοχικές γενιές μαθητών. Η παλιά καθαρεύουσα μετονομάστηκε «σύγχρονη δημοτική» αλλάζοντας απλώς τις καταλήξεις των λέξεων.
 
Οι νέοι γλωσσαμύντορες έφτιαξαν καινούργια λεξικά. Κι εκεί μέσα έκρυψαν την αλήθεια. Εμφάνισαν τις κατασκευασμένες λόγιες λέξεις, τα δημιουργήματα της καθαρεύουσας, που βίαια επιβλήθηκαν στους κατοίκους του ελλαδικού χώρου, σα να επέζησαν δήθεν αδιάκοπα στο στόμα τους για χιλιάδες χρόνια. 

 


 

Σκεφτείτε έναν ρωμιό, που φεύγει μετανάστης σε μια ξένη χώρα (λ.χ. Γερμανία,
Αυστραλία, Αμερική).
Καθώς ζει πια σε ένα περιβάλλον, όπου μιλιέται μια άλλη γλώσσα, την οποία είναι αναγκασμένος να μάθει,
η μητρική του θα αρχίσει να επηρεάζεται: Αλλάζει η προφορά του, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, αλλά και οι εκφράσεις.
Έτσι, σιγά σιγά και αν δεν ανανεώνει τη σχέση του με τη γλώσσα της πατρίδας του είτε με ταξίδια είτε με διαβάσματα
(αν ξέρει γράμματα), η μητρική του γλώσσα θα αλλάξει.

 

 Η διδασκαλία της γλώσσας στα έθνη-κράτη

 
Το σχολείο είναι ο κατ΄εξοχήν κοινωνικός θεσμός, μέσα από τον οποίο μαζί με τη μετάδοση γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα σύγχρονα έθνη─κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Η διδασκαλία της Ιστορίας, της Γλώσσας και της Γεωγραφίας ασκεί ουσιαστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Μέσα από αυτά τα μαθήματα μεταδίδεται η πεποίθηση στην πολιτισμική ομοιογένεια του έθνους, αναπαράγεται η διάρκεια του στο χώρο και το χρόνο και εξασφαλίζεται η συνέχεια της γλώσσας.

 

 Τα ρωμέικα χρησιμοποιούν ελληνικούς χαρακτήρες και την ονομαζόμενη «ιστορική» ορθογραφία. Είναι μια γλώσσα, που αλλιώς τη μιλάς και αλλιώς τη γράφεις.

 Στη διαδικασία διαμόρφωσης και αναπαραγωγής της εθνικής ταυτότητας συμβάλλουν οι τελετές, τα σύμβολα, οι εθνικές επέτειοι, οι συμβολικές  χρονολογίες. Η γλώσσα όμως, είναι  το κατ΄εξοχήν αποδεικτικό στοιχείο της πολιτισμικής ομοιογένειας.

Καθώς η έμφαση στην αδιάσπαστη από την αρχαιότητα συνέχεια παρουσιάζει το ελληνικό έθνος σαν οντότητα περίπου αιώνια, η «ιστορία» του είναι αφήγηση ενός μακρύτατου και με πολλά εμπόδια αγώνα για την εθνική
αυθυπαρξία. Στα βιβλία Ιστορίας και Γλώσσας η αφήγηση συνοψίζεται στην επιβίωση του ελληνικού έθνους,παρά την επίθεση των αρχαίων περσών, παρά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, παρά τις επιθέσεις σαρακηνών, παρά τη φραγκική κατάκτηση, παρά την απειλή φυσικής εξόντωσης και βίαιης αφομοίωσης για τετρακόσια χρόνια, παρά την επίθεση των γειτόνων στο ελληνικό κράτος λαών στις αρχές του αιώνα, παρά τη ναζιστική κατοχή. Παρουσιάζεται, με άλλα λόγια, σαν έθνος πάντοτε ηρωικό και αμυντικό, που δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν, ενώ έχει βλαφτεί και αδικηθεί από τους άλλους. Η αφήγηση τελικά κατασκευάζει την εικόνα ενός έθνους θυμάτων.

 

 


 Ποιο από τα δύο κείμενα μπορείτε να κατανοήσετε ευκολότερα;
Το αρχαίο ελληνικό (επάνω) ή το ίδιο κείμενο στα αγγλικά (κάτω);

Παρά την προπαγανδιζόμενη δήθεν συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και των ρωμέικων
και παρά τα χρόνια, που διδάσκεται αρχαία ο μαθητής στο σχολείο, ελάχιστοι νεορωμιοί
σήμερα είναι σε θέση να κατανοήσουν στοιχειωδώς ένα απλό αρχαίο κείμενο.

Αντίθετα, πιο εύκολα μπορούν να κατανοήσουν ένα αντίστοιχο αγγλικό.

 

 

Η διδασκαλία της γλώσσας στη Ρωμιοσύνη

 
Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα σχολεία της Ρωμιοσύνης στοχεύει μόνο στο να τους ενσταλάξει τη φαντασίωση, ότι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων.

Ύστερα από πολλά χρόνια διδασκαλίας αρχαίων ο μαθητής, δεν μπορεί να κατανοήσει ένα απλό αρχαίο κείμενο, παρά τα υποστηριζόμενα, ότι πρόκειται για την ίδια γλώσσα. Αντίθετα, πιο εύκολα μπορεί να κατανοήσει ένα αγγλικό κείμενο.

Από όλη αυτή τη διδασκαλία όμως, του έχει μείνει η ψευδαίσθηση, ότι μιλάει και γράφει τη γλώσσα των αρχαίων ελλήνων.

 

Βιβλιογραφία:
Α.Φ.Χριστίδη: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας»,
έκδ. «Ινστιτούτο νεοελληνικών σπουδών», Αθήνα, 2005.
Α. Φραγκουδάκη─Θ. Δραγώνα: «Τι είνʼ η πατρίδα μας;», έκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 1997.
Συλλογικό: «Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα», έκδ. «Πατάκης», Αθήνα.
Β. Βερτουδάκη: «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας», aeahk.gr.
Γ. Μπαμπινιώτη: «Τι γλώσσα μιλάμε;», tovima.gr.
Ε. Νικολαΐδου: «Τι θα έλεγε ο Πλάτωνας για τα greeklish;», tovima.gr.
2ο Λύκειο Λευκάδας: «Greeklish: Enas neos tropos grafis».
Γ. Ανδρουτσόπουλου: «Από τα φραγκοχιώτικα στα greeklish», tovima.gr.
Θ. Μαρκόπουλου: «Η γλωσσική (α)συνέχεια», anorthografies.blogspot.gr.
lithoksou.net.
ime.gr.

 

 

https://www.freeinquiry.gr 

 

 

 

 

theologos vasiliadis

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου