Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΡΗΜΩΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ Και οι μετέπειτα εποικισμοί τους
Ο νεορωμέικος εθνικισμός έχει στοχοποιήσει τον «μισέλληνα» Jakob Philipp Fallmerayer, έναν από τους ιστορικούς, που αμφισβήτησαν το μύθο τής συνέχειας στον ελλαδικό χώρο και στο χρόνο, ο οποίος όμως, πλάστηκε μόλις τον 19ο αιώνα από θεωρητικούς τής Ρωμιοσύνης, που επιχείρησαν να πείσουν τους σλάβους, βλάχους, αρβανίτες κ.λπ. ρωμιούς επήλυδες, ότι δήθεν ήταν απόγονοι αρχαίων ελλήνων.
Ο Fallmerayer
όμως, δεν ήταν ο μόνος. Στο άρθρο αυτό, που εστιάζεται στην κατάσταση,
που επικρατούσε στα νησιά τού Αιγαίου το Μεσαίωνα, παρατίθενται άγνωστες
και σπάνιες μαρτυρίες από πλήθος περιηγητών (ιστορικών, αρχαιολατρών
κ.λπ.), οι οποίοι σε χρονικό εύρος εκατοντάδων χρόνων περιγράφουν πολλά
νησιά ως ακατοίκητα, παντελώς έρημα.
Μεγάλες
μάστιγες ήταν οι πόλεμοι, οι συχνές θανατηφόρες επιδημίες και η
πειρατεία, εξ αιτίας τής οποίας χιλιάδες κάτοικοι των νησιών -και όχι
μόνο- σύρθηκαν ως δούλοι στα παζάρια τής Ανατολής. Τα πληθυσμιακά κενά
τα αναπλήρωναν κατά καιρούς διάφορες ομάδες ανθρώπων από άλλα μέρη, όπως
από τη βόρεια Αφρική, την Ανατολή και σε αρκετές περιπτώσεις, όπως θα
δούμε, φτωχοί αλβανοί.
Το άρθρο βασίστηκε σε αποσπάσματα μεταφρασμένα από τα έργα τού άγγλου ιστορικού και αρχαιολόγου Frederick William Hasluck (1878–1920):
«Depopulation in the Aegean Islands and the Turkish Conquest»
(Τhe Annual of the British School at Athens, Vol. 17, 1910/1911, pp. 151-181)
και «Albanian Settlements in the Aegean islands»
(Τhe Annual of the British School at Athens, Vol. 15, 1908/1909, pp. 223-228).
Οι αλβανοί εμφανίστηκαν στη Θεσσαλία περί το 1350 (Miller, Latins in the Levant, 247)
και σύντομα στις περιοχές Αιτωλίας και
Ακαρνανίας (Ibid. 293).
Διακρίνονταν για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και πολλοί υπηρέτησαν ως μισθοφόροι στο Δεσποτάτο τού Μορέα (Ibid. 283). Προσκλήθηκαν να εποικίσουν την Αττική από τους καταλανούς (Ibid. 317) και την Εύβοια από τους βενετούς (Ibid. 366).
Οι
φάσεις, κατά τις οποίες
οι αλβανοί
εισέδυσαν στην Ελλάδα
είναι
γνωστές.
(Βλ.Από
τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι
και τη Λούτσα...)
Δέκα χιλιάδες αλβανοί τελικά, υπό την πίεση των τούρκων, μετανάστευσαν βορειότερα και ο Θεόδωρος Παλαιολόγος τούς έβαλε στην Πελοπόννησο για
τον εποικισμό έρημων περιοχών της. Κατά το τέλος τής βυζαντινοκρατίας,
αποτελούσαν ένα σημαντικό στρατιωτικό παράγοντα και προς τα τέλη
19ου-αρχές 20ού αιώνα, ένα ήδη σημαντικό κομμάτι των,πληθυσμών Αρκαδίας και Αργολίδας.
Οι Θρακικές Σποράδες κατακτήθηκαν από τους τούρκους το 1456. Κατά την κατάκτηση, πολλοί κάτοικοι έγιναν σκλάβοι ή τούρκοι (Bosio, ii.195).
Ο Άγιος Ευστράτιος (Halonnesos)
κυριεύτηκε από τους τούρκους το 1400 (Fredrich in Ath. Mitt. xxxi. 250,
cf. Buondelmonti) και ήταν ακατοίκητος το 1420 (Buondelmonti). Μια
επιγραφή σε εκκλησιαστικά αρχεία καταγράφει ξανά πληθυσμό στα 1540
(Preface to I.G. Ins. and Fredrich, Halonnesus), ενώ ο Ζυγομαλάς
αναφέρει, ότι είχε κατοίκους το 1577 (Itinerarium).
Η Σκιάθος λεηλατήθηκε από τον Barbarossa το 1538, ο οποίος πήρε 3.800 αιχμαλώτους (Hadji Khalfa, Or. Trans. Fund.,
59 ή 4.000 σύμφωνα με Cornaroʼs Hist. Cand. B.M. Add. 8, 637, f. 98).
Μετά από αυτό, εγκαταλείφθηκε εντελώς (St. Blancard, loc. cit.), αλλά
την εποχή τού Millo (σημαντικότατου χαρτογράφου τού 16ου αιώνα, που μάς
άφησε πολλούς χάρτες και νησολόγια) είχε ξανά λιγοστό πληθυσμό.
Η Σκόπελος το 1538, ήταν επίσης εντελώς εγκαταλελειμμένη. Σύμφωνα με μετέπειτα εκτιμήσεις (1706), «το νησί ήταν κατοικημένο εδώ και περίπου 200 χρόνια».
Το νησί δείχνει να κατοικήθηκε το 1577 (Ζυγομαλάς) και σίγουρα στην
εποχή τού Millo, ο οποίος αναφέρει εκεί αλβανούς, οπότε ο εποικισμός
πιθανώς να έλαβε χώρα εκείνη την περίοδο.
Η Σκύρος ήταν
σε κακή κατάσταση πριν ακόμα την εισβολή τού Barbarossa (1538) εξ
αιτίας τής βενετικής κακοδιοίκησης, και 200 κάτοικοι μετανάστευσαν στην
κυρίως Τουρκία.
Για τις βορειοαφρικάνικες επιδράσεις στο Αιγαίο διαβάστε: Η παραδοσιακή... τυνησιακή αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική. |
Κυκλάδες
Η
κατάσταση των Κυκλάδων σαν σύνολο, στο τέλος τής φραγκοκρατίας είναι
πολύ γνωστή από βενετικές και άλλες δυτικές πηγές κι είναι πλήρως
διατυπωμένη σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια τού Miller στο
«Latins in the Levant», όπου φαίνεται, πως είχαν φτάσει στο χαμηλότερο
σημείο τής παρακμής τους.
Μια
βενετική αναφορά τού 1563 φτάνει στο σημείο να λέει, ότι από τα 16
νησιά, που ανήκαν στο Δουκάτο τής Νάξου, μόνο τα πέντε ήταν κατοικημένα
(Νάξος, Σαντορίνη, Μήλος, Σύρος και Πάρος) και μόνο η Μήλος είχε κάτι,
που έμοιαζε με ακμαία κατάσταση.
(Lamansky, Secrets de lʼ Etat de Venice, 654.
Αναφέρεται στην ερήμωση των νησιών: Μύκονου, Δήλου, Γυάρου, Κίμωλου, Κύθνου, Σέριφου, Φολέγανδρου, Αντίπαρου, Αστυπάλαιας, Αμοργού και Ανάφης).
Παρʼ
όλο, που αυτό δύσκολα μπορεί να παρθεί ως κυριολεκτικό, είναι ξεκάθαρο,
ότι τα νησιά πλήρωναν, όχι μόνο φόρους υποτέλειας, αλλά και τοπικά
τέλη, έτσι ακόμη και χωρίς φρουρά κατοχής, η φορολογία και η πειρατεία
έκαναν τη ζωή σχεδόν ανυπόφορη.
Τα νησιά τού Αιγαίου, στα οποία έχουν καταγραφεί αλβανικοί εποικισμοί, μπορούμε να τα διακρίνουμε σε τρεις ομάδες:
1. Νησιά Σαρωνικού: Ύδρα, Σπέτσες, Πόρος, Σαλαμίνα.
2. Νησιά Κυκλάδων και Σποράδων: Άνδρος, Ίος, Κύθνος, Κέα, Σκόπελος.
3. Νησιά Ανατολικού Αιγαίου: Σάμος, Ψαρά, Κάσος.
Η επόμενη, μάλλον πλήρης άποψη για τις Κυκλάδες είναι εκείνη τού Crusius, η οποία προέκυψε από πηγή τής Σαντορίνης, το 1577 (Turcograecia, 207). Η εικόνα επιβεβαιώνει, ότι τα νησιά Ίος, Σέριφος, Μύκονος, Αστυπάλαια, Αμοργός και Ανάφη ήταν κατοικημένα και οχυρωμένα. Είναι γεγονός, πως η τουρκική κατάκτηση το 1566, προκάλεσε άμεση βελτίωση, όπως και στα υπόλοιπα νησιά στο σύνολό τους.
Τουρκοανατολίτικος είναι ο ζεϊμπέκικος χορός (βλ. Μικρασιάτικος χαβάς).
Η Αμοργός ήταν σε καλή κατάσταση στα 1485 (Van Ghistele, 352) και στα 1528 (Bordone).
Με την εισβολή τού Barbarossa πάντως, «μάς είπαν, πως οι κάτοικοι έπλευσαν προς την Κρήτη» (Cornaro, Hist. Cand. B.M. Add. 8,637, f.95) κι από μια βενετική αναφορά τού 1563 (p. 158) φαίνεται, πως το νησί είχε μείνει έρημο έως το 1579 (Crusius).
Ο Millo συμφωνεί λέγοντας, πως στον καιρό του υπήρχε πληθυσμός και τρία κάστρα. Έτσι, δεν υπάρχουν αρχεία πληθυσμού μεταξύ τών 1537 και 1579. Η περιγραφή τού Sauger αναφορικά με τούς κατοίκους, υποδεικνύει πώς ήταν αλβανοί(;) μετανάστες. (Hist, des ducs, p. 199).
Από την Ανάφη ο
Barbarossa πήρε 600 αιχμαλώτους το 1537 (Cornaro, loc. cit. f. 95. u.)
κι έτσι μάς δίνεται η εικόνα τής εγκατάλειψης έως το 1563. Ο Crusius
πρώτος, αναφέρει πληθυσμό κι ακολουθείται από τον Millo.
Η Άνδρος υπέφερε
από τουλάχιστον, δύο σοβαρές επιθέσεις τούρκων το 1468 και το 1470.
(Stefano Magno in Hopf, Chron. G.R. 205, 207). Ο Bordone το 1528, την
περιγράφει ως «σχεδόν έρημη».
Τέθηκε σε φορολογική υποτέλεια από τον Barbarossa και υπάρχουν αποδείξεις αλβανικoύ αποικισμού. (Cornaro, M.S. cit. f.100, Miller, 624). Ο Ζυγομαλάς εκτιμά πληθυσμό 2.000 οικογενειών το 1577 (p. 190), ενώ ο Millo δηλώνει, πως το νησί ήταν απλά κατοικημένο.
Ο Lupazzolo πρώτος, αναφέρει την ύπαρξη αλβανικών χωριών ανάμεσα σε 60 άλλα. (B.S.A. xv. 223).
Οι αλβανοί στην Άνδρο εγκαταστάθηκαν στο βόρειο μέρος, στο Δήμο Γαυρίου κι αποτελούσαν το ένα τρίτο τού συνολικού πληθυσμού τού νησιού.
Διατήρησαν επί μακρόν τη γλώσσα τους και τα χωριά τους (Άρνα, Αμόλοχος και Γαυρίον) ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα.
Η
τοπική αλβανική τους διάλεκτος λέγεται, ότι έμοιαζε με αυτήν τού Πόρου,
οι ίδιοι οι κάτοικοι όμως, έλεγαν, ότι ήρθαν εκεί από την Κάρυστο.
[Μηλιαράκης, Άνδρος, 40, 81, 133. O Sauger (Hist. des Ducs, 339), θεωρεί, ότι ήρθαν από το Μοριά].
Ο εποικισμός πρέπει να έγινε μετά την τούρκικη κατάκτηση (Tournefort, Amst. 1718, 134).
Η Άρνα κι ο Αμόλοχος αναφέρονται από τους Lupazolo
και Braconnier (1701),
οι οποίοι διευκρινίζουν, ότι τούς αλβανούς τούς έφεραν στην Άνδρο, προκειμένου να καλλιεργούν το νησί, έναν αιώνα περίπου πριν την εποχή τους.
Η Αντίπαρος, ερημώθηκε μετά την εισβολή τού Barbarossa και στον καιρό τού Millo ήταν ακατοίκητη. Φαίνεται, πως αποικίστηκε από παριανούς, καθώς η διάλεκτοι των δύο νησιών είναι ταυτόσημες. (Mr. A.J.B. Wase).
Η Ίος ερημώθηκε
μεταξύ 1558 και 1575, οπότε το σύνολο τού πληθυσμού απήχθηκε από τους
πειρατές. Το 1575 κατοικήθηκε από φτωχούς αλβανούς. (Millo, cf. B.S.A.
xv. 225). Ο πληθυσμός αριθμούσε 300 άτομα το 1638. (Lupazzolo).
Η μεσαιωνική εθνολογική σύσταση τής Ίου σύμφωνα με ιστορικές, αλλά και μαρτυρίες διαφόρων ξένων περιηγητών κ.ά.. Στα μέσα τού 16ου αιώνα το νησί είχε ερημωθεί και κατόπιν επανοικίστηκε από αλβανούς. (Από το βιβλίο τού Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών τού Αιγαίου, 15ος - αρχές 19ου αιώνα», έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών). |
Την Κίμωλο (Argentiera) ο Shirley το 1603 την περιγράφει ως αραιοκατοικημένη (B.S.A. xiii. 346). Το κάστρο κάηκε από πειρατές το 1638 (Thevenot, i. 343) και αναστηλώθηκε το 1648. Η εγγύτητα τής Μήλου, η οποία ήταν συνεχώς κατοικημένη και σχετικά ακμάζουσα, την κάνει ένα φυσικό καταφύγιο για τους κατοίκους τής Κιμώλου και η ερήμωση τού νησιού μπορεί να θεωρηθεί ως προσωρινή.
Η Κύθνος (Thermia) περιγράφεται από τον Millo ως εγκαταλελειμένη για πολύ καιρό (ίσως λόγω τού Barbarossa, Cf. Cornaro, MS. sit. f. 94).
Aποικήθηκε από αλβανούς.
Στην εποχή τού Buondelmonti είχε δεχθεί εισβολή και κατοικήθηκε εκ νέου αλλά ο van Ghistele (1485) την περιγράφει ως ακατοίκητη (Tvoyage, 352). Από την άλλη πλευρά, ο Bordone την αναφέρει ως πολυπληθή το 1528. O Thevet συμφωνεί με τον Millo, στο ότι υπήρχε πληθυσμός γύρω στο 1585 (Insulaire, f. 126).
Η Κύθνος, σύμφωνα με τον Antonio di Millo, ήταν εντελώς έρημη για πολλά χρόνια και την εποχή του (δεύτερο μισό 16ου αιώνα) εποικίστηκε από αλβανούς (f.68).
Για αλβανούς στην Κύθνο κάνουν λόγο και οι Thevenot και Lupazolo (f.72, cf. Thevenot, i. 345).
Ο Sauger, για τα τέλη τού 17ου αιώνα, αναφέρει πληθυσμό κατά το μεγαλύτερο μέρος του αλβανικό (p. 353).
Η Μύκονος, η οποία περιγράφεται από τον Bordone ως «προγενέστερα πολυπληθής», φαίνεται, να έχει καταστραφεί από τον Barbarossa. Κάποιοι λίγοι κάτοικοι έπλευσαν στην Τήνο, αλλά οι περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν. Στην εποχή τού Millo ήταν αραιοκατοικημένη. Η ευημερία τού νησιού ανάγεται στην εποχή τού Κρητικού Πολέμου, οπότε αναπτύχθηκε και πλούτισε ως λιμάνι των πειρατών.
Η Σαντορίνη υπέφερε
σοβαρά από σεισμούς και πειρατές τον 15ο αιώνα με τον πληθυσμό της να
ελαττώνεται το 1470 στους 300 κατοίκους. (De Caumont, Hopf, V.B.Anal.
41, Rizzardo, Presa di Negroponte, 24). Το 1479, σαράντα πάμφτωχες
οικογένειές της κατέφυγαν στην Κρήτη (Noiret, Documents, 545), ενώ το
1521, ένας γερμανός προσκυνητής κάνει λόγο για το νησί ως τόσο
κατεστραμμένο από τούς τούρκους, σαν ερημωμένο (Rohricht and Meissner, Deutsche Pilgerreisen, 369).
Ο Crucius το 1579, την παρουσιάζει να έχει ανακάμψει.
Η Σέριφος το
1418 ήταν ακατοίκητη (De Caumont), το 1528 ήταν αραιοκατοικημένη
(Bordone), αλλά ο Barbarossa, το 1537, εγκατέστησε εκεί 1.000 περίπου
αιχμαλώτους. (Cornaro, MS. cit. f. 100). Την εποχή τού Millo ήταν ένα
φτωχό μέρος.
Για την Σίκινο τα
αρχεία είναι ανεπαρκή. Σύμφωνα με τον de Caumont, το 1418 και το 1420
ήταν έρημη και ο Carlier αναφέρει το ίδιο για το 1579. Ο Bordone
αναφέρει, πως «παληότερα ήταν πολυπληθής». Δεν αναφέρεται στον κατάλογο τού Crusius.
Ο Shirley το 1603 (B.S.A. xiii, 346) και ο Lithgow το 1609 (Adventures, 84) συμφωνούν, πως η Σίφνος ήταν ακατοίκητη. Ο Luppazzolo δίνει τον ισχνό αριθμό πληθυσμού τών 300 κατοίκων το 1648 (Gedeon, Χρον. τού Πατρ. Οίκου, 159).
Η Kέα δέχθηκε επίθεση από τον Barbarossa το 1537, ο οποίος πήρε 2.000 αιχμαλώτους (Cornaro, MS. cit. f. 94).
Δείχνει να έχει αποικιστεί από αλβανούς τον 16ο αιώνα (B.S.A., xv. 226) και ήταν σίγουρα κατοικημένη το 1577 (Zygomalas, 191).
Το όνομα τού Barbarossa
(που τον 16ο αιώνα ερήμωσε πολλά νησιά τού Αιγαίου σκοτώνοντας ή οδηγώντας στα σκλαβοπάζαρα τους κατοίκους τους), επιβιώνει στις μέρες μας ως επώνυμο σύγχρονων ρωμιών, κατά φαντασία απογόνων των αρχαίων ελλήνων.
Ο επάνω δεξιά εικονιζόμενος είναι βουλευτής τής Χρυσής Αυγής και φαντασιώνεται, ότι είναι ένας νέος Καραϊσκάκης, ενώ από κάτω φαίνεται συνονόματός του ομογενής ποδοσφαιριστής από τη Νέα Ζηλανδία
Νησιά Aργοσαρωνικού
Η Αίγινα ερημώθηκε
από τον Barbarossa το 1537, ο οποίος πήρε 5.000 αιχμάλωτους. Ο St.
Blancard την επόμενη χρονιά την βρήκε έρημη (Charriere, Neg. de la
France, i. 372). Ο Carlier και ο Breuning την βρήκαν με μεγάλο πληθυσμό
το 1579, ενώ ως κατοικημένη παρουσιάζεται ομοίως από τον Thevet.
Ο πληθυσμός της είναι, κατά ένα μέρος, αλβανοί (Finlay, Hist. of Greece, v.69, vi. 28).
Η Ύδρα, καθώς λένε οι κάτοικοί της, αποικίστηκε για πρώτη φορά το 1580 (Μιαούλης, Ιστ. Ύδρας, 36, cf. Thevet, Insulaire, f. 98).
Η πρώτη αναφορά για τις Σπέτσες φαίνεται
να γίνεται το 1586 από τον Thevet (Insulaire, f. 169). Όλα τα
προηγούμενα νησολόγια αγνοούν πλήρωs αυτά τα δύο νησιά (Ύδρα και
Σπέτσες), που κατοικούνται εξ΄ολοκλήρου από αλβανούς.
Το Τσιριγόττο (Αντικήθυρα),
που αποικίστηκε από τους βενετούς για μερικά χρόνια τον 15ο αιώνα,
φαίνεται, πώς ήταν εγκαταλελειμμένο καθ΄ολοκληρία για πολλούς αιώνες.
Αναφορές για αλβανούς στον Πόρο και τη Σαλαμίνα στα τέλη τού 17ου αιώνα κάνουν οι Wheler (424), Dapper (283, 284) και Pouqueville (vi. 307).
Πλείστα αλβανικά τοπωνύμια επιβίωναν στις Σπέτσες έως τις αρχές τού 20ου αιώνα, όπως φαίνεται από τον παραπλεύρως χάρτη τού 1901 (αριστερά ολόκληρος σε σμίκρυνση).
Δωδεκάνησα
Η Κώς, η Κάλυμνος, η Χάλκη, η Λέρος, η Νίσυρος και η Τήλος κατακτήθηκαν μετά την πτώση τής Ρόδου και σε ορισμένες περιπτώσεις λίγο νωρίτερα, από τούς τούρκους.
Η Αστυπάλαια και η Κάρπαθος κατακτήθηκαν από τον Barbarossa. Η χρονιά τού 1457 ήταν ιδιαίτερα καταστροφική. Σε έγγραφο (Patmian MS.) αναφέρεται, ότι εκείνη τη χρονιά οι τούρκικες εισβολές ερήμωσαν τελείως πολλά νησιά («ώστε ερημωθήναι τέλειον πολλάς εξ αυτών»). Επιδημία πανώλης -συχνό φαινόμενο- αφάνισε Ρόδο, Κρήτη και Κω (1.500 θάνατοι).
Η Νίσυρος και η Κάλυμνος «αφανίσθησαν παντελώς»
από πειρατές (ο Bosio προσθέτει Λέρο και Σύμη, ii. 195-6) και τα κάστρα
τής Νερατζιάς και τού Περίπατου στην Κω κάηκαν από τον τούρκικο στόλο
(«Νέος Ελληνομνήμων», vii. 162).
Αργότερα, το 1460, η Κως, η Λέρος και η Κάλυμνος λεηλατήθηκαν ξανά (Bosio, ii. 210) και τον επόμενο χρόνο προτάθηκε να εγκαταλείψουν τα νησιά (Ibid. 213). Η Κως λεηλατήθηκε ξανά το 1464 (Ibid. 226) και το 1471 πολλοί κάτοικοι τής Νίσυρου και τής Κω κατέφυγαν στην Ρόδο (Ibid. 258). Η Τήλος πολιορκήθηκε το 1479 (Ibid. 319), η Τήλος και η Σύμη το 1485 (Ibid. 399) και η Λέρος το 1502 και το 1506 (Ibid. 484, 487).
Η Αστυπάλαια περιγράφεται από τον Millo ως κατοικημένη από φτωχούς ανθρώπους και από τον Lupazzolo ως «μετρίως κατοικημένη».
Το νησί δείχνει να έχει εγκαταλειφθεί δυο φορές, μια τον 14ο αιώνα
(γύρω στο 1340, ενώ εποικίστηκε ξανά από τον J. Quirini το 1413 από την
Τήνο και την Μύκονο, (Miller, Latins in the Levant, 600) και ξανά
αγότερα, κατά τη συνήθη περίοδο ερήμωσης.
Περιγράφεται
το 1473 από μία ομάδα προσκυνητών ως έρημη εξ αιτίας των τουρκικών
επιθέσεων (L. Cornady, Vier Rheinische Pilgerfahrten, 172, Cf. Hopf,
V.B. Anal. 129) και ο εναπομείναντας πληθυσμός διέφυγε στην Κρήτη με την
έλευση τού Barbarossa. Η εγκατάλειψή της υπονοείται σε βενετική αναφορά
το 1563, ενώ ο Crusius λέει, ότι είχε ένα κάστρο και χωριά στα 1577.
Από αυτό κι από ένα πατριαρχικό έγγραφο τής Σάμου μπορούμε να
συμπεράνουμε, ότι αποικίστηκε το 1570, πράγμα πού υποστηρίζει την άποψη
τού Ross για αλβανικό πληθυσμό. (Inselreise, ii. 59).
Η Χάλκη (S. Nicolo di Carchi) περιγράφεται από τον Millo σαν ένα μικρό, ασήμαντο αραιοκατοικημένο νησί.
Η Κάλυμνος παρουσιάζεται να έχει ελάχιστο πληθυσμό από τους Millo και Belon (Observations, II. xi).
Η Κάρπαθος είχε καταγεγραμμένο πληθυσμό το 1485, ενώ την εποχή τού Millo ήταν πενιχρός. Το νησί υπέφερε εν τω μεταξύ από τον Barbarossa.
Η Κάσος έπεσε
στα χέρια τού Barbarossa το 1538. Ο Millo δεν αναφέρει καθόλου πληθυσμό
και οι ταξιδιώτες τού 1562 (Feyerabend, Reyssbuch, 404), τού 1579
(Carlier, 167) και το 1599 (Dallam) μιλούν για αυτή σαν να είναι έρημη.
Στο νησί υπάρχει χωριό με το όνομα Αρβανιτοχώρι.
Η Κως (Lango)
παρʼ ότι είναι γόνιμη δείχνει να απέχει πολύ από το να είναι μία
ευημερούσα πολιτεία (Habitata da pouera giente, Millo). Έγινε
αντικείμενο πολλαπλών τούρκικων επιθέσεων, αλλά και χριστιανικών
επιδρομών το 1609 (Vertot, iv. 128) και το 1612 από τους ιππότες τού
Αγίου Στεφάνου, που έκαψαν το κάστρο και πήραν 1.200 αιχμαλώτους
(Knolles, 908, cf. Stochove, 218, van Egmont, i 263). Έγιναν επίσης
βίαιοι σεισμοί με μεγάλες απώλειες ανθρωπίνων ζωών στα τέλη τού 15ου
αιώνα (1491, με 5.000 θύματα), ενώ ένας μεγάλος λοιμός κόστισε 1.500
ανθρώπινες ζωές το 1457.
Η Λέρος είχε λίγο πληθυσμό (Habitata da pouera giente, Millo).
Η Τήλος όπως και η Χάλκη, όπως αναφέρει ο Fontana, κατακτήθηκαν πριν την Ρόδο (De Bello Rhodio, ii) κι ήταν έρημες (De Oppug. Rhodi, 158). Την εποχή τού Millo ο πληθυσμός ήταν λιγοστός.
Η Ικαρία περιγράφεται
από τον Millo και τον Lupazzolo ως αροικατοικημένη. Όταν ο Guistiniani
τής Χίου μετακίνησε σάμιους και ψαριανούς, οι ικαριώτες έμειναν
ανενόχλητοι και ο λόγος, που αναφέρεται είναι, ότι υπέφεραν λιγότερο από
τούς πειρατές, επειδή δεν είχαν καλό λιμάνι. Επί πλέον φαίνεται, πως
είχαν συμφωνήσει με τους πειρατές να μην τούς ενοχλούν, εφ΄όσον άναβαν
το φάρο τους στο τόσο δύσκολο θαλάσσιο πέρασμα.
Αλβανοί έκτισαν στη Χίο
το ναό τής εικονιζόμενης
Παναγιάς
τής Αρβανίτισσας.
Το 1481 οι νησιώτες έκαναν έκκληση στους ρόδιους ιππότες να τούς μετακινήσουν, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν, καθώς είχαν πολλά να κάνουν.
Ο Bordone μιλά για το νησί ως ακατοίκητο to 1578 (Cf. Stella in Lonicerus, iii. 198), αλλά ο Belon αναφέρει εξαγωγές τυριών (loc. cit.) και οι Thevet (Insulaire), Lithgow (Andentures, 88), Sandys (Travailes, 70) και Stochove κάνουν λόγο για μικρό πληθυσμό.
Η Ικαρία δεν υπήρξε ποτέ πυκνοκατοικημένο ή πλούσιο νησί.
Οι
ψαριανοί εκτοπίστηκαν στη Χίο, από τον Guistiniani περίπου το 1475. Ο
Thevet λέει, πως μετά από μια μακρά περίοδο ερήμωσης, τα Ψαρά έχουν ένα χωριό 700-800 σπιτιών (Insulaire, 162). Ο Lupazzolo συμπληρώνει, πως οι νέοι άποικοι είναι αλβανοί (Cf. B.S.A. xv. 227).
Ο γάλλος φιλέλληνας Poqueville,
ο οποίος επισκέφτηκε τα Ψαρά το 1799,
περιγράφει τους ψαριανούς ως αλβανούς
(iii. 212, vi 308).
Η περίπτωση τής Σάμου είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ερήμωσης και εγκατάλειψης ενός νησιού λόγω τής πειρατείας και επίσης είναι το καλύτερα τεκμηριωμένο.
Το νησί βρίσκεται πάνω στη διαδρομή τών ακτοπλόων μεταξύ τής νοτίου Μικράς Ασίας (και Αιγύπτου) και τής Κωνσταντινούπολης.
Σε όλες τις ακατοίκητες περιόδους τού Αιγαίου, το σύμπλεγμα νησιών, που αποτελείται από τους Φούρνους, το Spalmadori (Οινούσσες) και το Μοσχονήσι, τα οποία, όπως και τα στενά Χίου και Μυτιλήνης, έγιναν ένας αναγνωρισμένος τόπος κυνηγιού και βορά των πειρατών, που δρούσαν σε αυτή την διαδρομή.
Η Σάμος αποτελούσε τον τόπο για τις επισκευές των ξύλινων μερών των πλοίων, τον ανεφοδιασμό σε νερό και άλλες προμήθειες.
Οι απαιτήσεις τους έγιναν τόσο μεγάλες μετά τα μέσα τού 15ου αιώνα, ώστε οι σάμιοι, οι οποίοι είχαν ήδη μεταναστεύσει για κάποιο χρονικό διάστημα, συναίνεσαν με τους γενουάτες να εγκατασταθούν μαζικά στην Χίο.
[Ο χρόνος ερήμωσης τής Σάμου παραδίδεται ως ακολούθως: 1475 από J. Justinian (Hist. de Chio, xi. 166), 1482 από Hopf-Vlastos (Giustiniani, p. 76, cf. Piacenza, p. 200), 1472 από Cippico (Mon. Hist. Hell. vii. 274) και 1463 ή 1465 από Σταματιάδη (Επετηρίς τής Σάμου, 1875, σ. 34, 1876, σ. 25)].
Έκτοτε, για περίπου 100 χρόνια, το νησί έμεινε ερημωμένο, κι αφού οι τούρκοι αντιλήφθηκαν,
πως οι επικοινωνίες με την Αίγυπτο είχαν διακοπεί στα στενά, λόγω τής
πειρατικής δράσης, εποίκισαν το νησί με νέους εποίκους από διάφορα
σημεία τού Αιγαίου.
Λέγεται, ότι, όταν ο ναύαρχος τού σουλτάνου, Kilidj Ali, έπλεε σε αυτά τα νερά κι αναγκάστηκε λόγω καιρού να μείνει στο Τηγάνι, παρατήρησε την ποιότητα τής γης, αλλά και την πλήρη εγκατάλειψή της.
Τότε, αποφάσισε να την εποικήσει, υποσχόμενος στον πηδαλιούχο του, Νικόλαο Σαρακίνη από την Πάτμο, τις εκτάσεις γύρω από το Ηραίο. Με σουλτανικό φιρμάνι παραχωρήθηκαν διάφορα προνόμια στούς νέους κατοίκους, οπότε, ο εποικισμός τού νησιού ολοκληρώθηκε επιτυχώς (περί το 1572).
[Οι αριθμοί στο χάρτη, αντιστοιχούν στον αύξοντα αριθμό τού Πίνακα (Παράρτημα τού άρθρου: Από το Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα... - για να δείτε τον Πίνακα κάντε κλικ εδώ), όπου καταγράφονται αναλυτικά τα τοπωνύμια μαζί με την ερμηνεία - ετυμολογία τους, τις πηγές και τα τεκμήρια, στα οποία βασίζεται].
Το πλούσιο νησί τής Μυτιλήνης καταλήφθηκε από τους τούρκους το 1462 και πολλοί από τους κατοίκους του υποχρεώθηκαν να μεταβούν για εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη (Κριτόβουλος, iv. 12).
Ένας ικανός αριθμός τούρκων εγκαταστάθηκε εκεί για φεουδαρχική θητεία (Hammer-Hellert, vi. 199-200). Οι περισσότεροι μυτιληνιοί λέγεται, ότι απομακρύνθηκαν από το νησί από τους βενετούς το 1499 (Vianoli, Hist. Ven., 1860, 662), ενώ άλλοι, ότι εποίκησαν τους Μυτιληνιούς τής Σάμου ύστερα από πρόσκληση τού Kilidj Ali.
Συμπεράσματα
Από
την έρευνα αυτή φαίνεται, ότι τα νησιά κατοικήθηκαν καλύτερα και με
μεγαλύτερη ευημερία μετά την τελική εγκατάσταση των τούρκων απʼ ότι
πριν. Ακόμα κι αυτά, που είχαν ερημωθεί από τις επιδρομές τού
Barbarossa, είχαν επανέλθει σε καλή κατάσταση. Είναι ιδιαίτερα
σημαντικό, ότι τα μικρότερα νησιά άρχισαν να αποικούνται από
μεταναστευτικούς πληθυσμούς βοσκών κι ότι πολλά νησιά, που είχαν εντελώς
ερημωθεί για εκατό χρόνια, προς το τέλος τού αιώνα απέκτησαν αρκετό
πληθυσμό κι άρχισαν να ευημερούν.
Αυτό
οφειλόταν σε διάφορες αιτίες. Μεταξύ τού 1566, όταν τα τελευταία νησιά
(με εξαίρεση την Τήνο) έγιναν επίσημα τούρκικα και την αρχή τού Κρητικού
Πολέμου, η ειρήνη με τη Βενετία δεν είχε διασπαστεί μέχρι τον
βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-3) και η πειρατεία, η μεγαλύτερη μάστιγα τού
Αρχιπελάγους, άνθιζε
ανεξέλεκτη σαν υπόγειος πόλεμος. Η τελική ένωση των νησιών κάτω από μια
σημαία μείωσε τη φορολογία περιορίζοντάς την απλά σε φόρο υποτέλειας,
που πλήρωναν ήδη τα λατινικά νησιά για πολλά χρόνια και περιόρισε σε
κάποιο βαθμό τις δραστηριότητες των περιπλανώμενων τυχοδιωκτών και των
δυο πλευρών.
Ειδικότερα,
η εκδίωξη των ιπποτών τής Ρόδου, μια πολιτική αναγκαιότητα για τους
τούρκους μετά την κατάκτηση τής Αιγύπτου, αφαίρεσε μια διαρκή αιτία
διαμαχών. Οι ιππότες ήταν απασχολημένοι με τις άμυνες στη Μάλτα και τις
εκστρατείες εναντίον των κοντινών γειτόνων μουσουλμάνων κι η σημαία τους
ήταν σπάνια ορατή στα νησιά τού Αιγαίου.
Είναι
αληθές, ότι μετά το 1560, οι ιππότες τού Αγίου Στεφάνου, σε κάποιο
βαθμό αντικατέστησαν αυτούς τού Αγίου Ιωάννου, αλλά σε γενικές γραμμές η
πειρατεία και το δουλεμπόριο ήταν στα χέρια των βερβερίνων πειρατών και
το κέντρο βάρους τής παρηκμασμένης σταυροφορίας κι από τις δυο πλευρές
στράφηκε προς τη δυτική Μεσόγειο. Οι ακτές τής ανατολικής Μεσογείου
-καθ΄όσον η Αίγυπτος ήταν τώρα τουρκική κι ο τουρκικός στόλος πιο αποτελεσματικός- απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια. Μικροπειρατείες με μικρές βάρκες άκμαζαν, όπως πάντα, με τους μανιάτες να πρωταγωνιστούν μέχρι νωρίς τον 17ο αιώνα.
Απόγονος... αρχαίων ελλήνων από την Κύπρο
παίζει το παραδοσιακό
αραβικό όργανο alʿūd (λαούτο).
10.000 αρμένιοι έποικοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο,
όταν το 578, το νησί είχε σχεδόν ερημωθεί
(Ιστορία τού ελληνικού έθνους, έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», τόμ. Η, σελ. 183-4,
βλ. Επήλυδες σε ξεραΐλες κι ερημιές).
Υπάρχουν ξεκάθαρα ίχνη συγκροτημένης επίσημης προσπάθειας να εποικισθούν τα εγκαταλειμένα κι ερημωμένα από τους πειρατές νησιά.
Όπως επισημάνθηκε, οι μεταναστεύσεις των αλβανών, είναι χαρακτηριστικό τού δεύτερου μισού τού 16ου αιώνα.
Οι γνωστές ημερομηνίες τέτοιων εποικισμών είναι το 1571-2
για Ψαρά
και Σάμο
και το 1575 για την Ίο, που εποικίστηκαν μερικώς ή ολικώς από αλβανούς.
Οι πρώτες τέτοιες καταγεγραμμένες εγκαταστάσεις στην Ύδρα είναι το 1580 (Μιαούλης, Ιστ. Ύδρας, 36).
Σύμφωνα με τον Millo, την ίδια εποχή εποικίστηκαν κι όλα τα εγκαταλειμένα μικρονήσια με τον ίδιο τρόπο.
Οι αλβανοί, που εισήχθηκαν στα νησιά, ήταν φυλακισμένοι από τον Uludj Ali κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του στην Αδριατική πριν τη μάχη τού Lepanto (Paruta, Guerra di Cipro, 114, Hammer-Hellert, vi. 418-9) ή σε καταστολή από μια προσωρινή υποκινούμενη από τη Βενετία εξέγερση σε Drin και Boiana (Paruta, loc. cit. 75).
Για
τη θεωρία των εμπνευσμένων από την εξουσία εποικισμών έρχεται μια
απροσδόκητη επιβεβαίωση από μια τουρκική πηγή, ένα σχετικό έγγραφο τού Hadji Khalfa τού 1570.
Είναι
πολύ σημαντική για την ιστορία των νησιών αυτή η επί διακόσια σχεδόν
χρόνια ερήμωσή τους. Γνωρίζουμε λίγα και πιθανόν να μην μάθουμε
περισσότερα για το Μεσαίωνα τής εισβολής των σαρακηνών πριν την τέταρτη
σταυροφορία.
Αλλά και αργότερα, σε τρεις παρόμοιες περιόδους αναταραχών στην περιοχή τού Αιγαίου σημειώνονται σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών: Κατά τον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669), κατά την περίοδο των ορλωφικών (1770-1774) και την περίοδο τού ʼ21 (1821-1830).
Κι
όμως, μέχρι τώρα θεωρούσαμε, ότι ο πληθυσμός των νησιών δεν έχει
αλλάξει ποτέ από την εποχή των αρχαίων χρόνων κι ακόμα και οι διάλεκτοι
έχουν άμεση σχέση με τις αρχαίες διαλέκτους.
Μελετώντας τα ιστορικά στοιχεία όμως, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, ότι αν και οι νησιώτες καυχώνται, ότι είναι καθαρόαιμοι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων (αν και κατά την αρχαιότητα η επιμειξία δεν ήταν κάτι το άγνωστο), οι πληθυσμοί των νησιών έχουν υποστεί σημαντικές φυλετικές αλλαγές ακόμα και πριν μερικές εκατονταετίες.
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου