Ο μύθος του «Ελληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο»
Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω τον μύθο του «Ελληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο».
Νομίζω πως το καλύτερο σημείο εκκίνησης της ανάρτησης είναι τα παρακάτω λόγια του βυζαντινολόγου Αντώνη Καλδέλλη:
[04:30-05:25]
«Μερικά γνωστικά πεδία πορεύονται πολύ καιρό χωρίς επανάσταση. Ένας εμπειρικός κανόνας (rule of thumb, κυριολεκτικά «κανόνας του αντίχειρα» ~ κανόνας χονδρικής εκτίμησης) είναι ο εξής: όταν βρίσκεις ότι σε ένα γνωστικό πεδίο οι ειδικοί, από ένα σημείο και μετά, απλώς επαναλαμβάνουν συνεχώς τις πεποιθήσεις που παρέλαβαν από τις προηγούμενες γενιές και απλώς αναπαράγουν προκατασκευασμένους τύπους τους οποίους, όταν τους διαβάζεις, σκέφτεσαι «για μισό λεπτό, αυτό το έχω ξαναδεί» και οι τύποι αυτοί φτάνουν σε σημείο να γίνονται [ακρίτως] γενικώς αποδεκτοί, έτσι ώστε να πρέπει να ξεκινήσεις εισαγωγικά να μιλάς γι΄αυτούς σαν κοινή γνώση και μετά να περνάς στο θέμα που εξετάζεις, τότε πιστεύω πως αυτού του είδους τα γνωστικά πεδία κινδυνεύουν να καταντήσουν «σκληρωτικά» (ο Καλδέλλης χρησιμοποιεί το ρήμα encrust = αποκτώ σκληρή και ανελαστική κρούστα) από τις ίδιες τις ιδεολογίες τους. Εγώ ανιχνεύω και εκθέτω (“sniff out” = «εντοπίζω οσφραίνοντας σαν λαγωνικό») αυτούς τους [ακρίτως] αναπαραγόμενους τύπους σκεπτόμενος «για μισό λεπτό, πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω πίσω από αυτά».
Επέλεξα να ξεκινήσω την ανάρτηση με αυτά τα λόγια του Καλδέλλη, γιατί ο μύθος του «Ελληνικού Πολιτισμού» του «Βυζαντίου» είναι ένας από αυτούς τους ακρίτως αναπαραγώμενους τύπους στους οποίους αναφέρεται ο Καλδέλλης, από τότε που ο George Ostrogorsky διατύπωσε τον τύπο των τριών πυλώνων του Βυζαντίου: Ρωμαϊκή Πολιτική Ιδεολογία, Ελληνικός Πολιτισμός και Χριστιανισμός.
Αυτή η τριάδα του Ostrogorsky αναπαράγεται εδώ και δυο γενιές συνεχώς σαν θέσφατο αξίωμα, χωρίς να έχει κάποιος εντωμεταξύ αναρωτηθεί: τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για «Ελληνικό Πολιτισμό» στο «Βυζάντιο»;
Όταν κάποιος θέσει το ερώτημα και μπει στον κόπο να το απαντήσει τότε καταλήγει στο συμπέρασμα του Καλδέλλη πως από τους τρεις πυλώνες του Ostrogorky, ο «Ελληνικός Πολιτισμός» είναι ο λιγότερο σημαντικός (least important) και ο πιο ολιγοβριθής (most rarefied, ο αγγλικός όρος κυριολεκτικά σημαίνει «αραιός, κούφιος, χωρίς εμβρίθεια και περιεχόμενο», μεταφορικά «χωρίς κοινωνικό εύρος/βάθος»).
Φυσικά, για να φτάσετε στο συμπέρασμα του Καλδέλλη πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του “Hellenism in Byzantium”, από το οποίο παρέθεσα την σελίδα 3 του προλόγου και την σελίδα 389 του επιλόγου. Η λογική που οδηγεί τον Καλδέλλη σε αυτό το συμπέρασμα περιγράφεται στις 386 σελίδες που χωρίζουν αυτές τις δύο σελίδες. 🙂
Για να εξετάσουμε ποια είναι η θέση του «Ελληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» πρέπει φυσικά πρώτα να ορίσουμε τι εννοούμε όταν μιλάμε για «Ελληνικό Πολιτισμό». Και εδώ πρέπει αμέσως να ξεκαθαρίσω ότι ο όρος «πολιτισμός» είναι ένας νεολογισμός που κατασκεύασε ο Αδαμάντιος Κοραής το 1804, στηριζόμενος στον φραγκικό όρο civilisation (cīvis = πολίτης, cīvitās = πόλις, cīvīlis = πολιτικός). Ο φραγκικός όρος κυριολεκτικά σημαίνει «αστική κουλτούρα». Ο όρος «πολιτισμός» που δανείστηκε από την αρχαία Ελληνική ο Κοραής για να αποδώσει το civilisation, απαντά κατά την ελληνιστική περίοδο, αλλά με την σημασία «διαχείριση των κοινών της πόλεως».
Σελίδα 117 από το βιβλίο του Peter MackRidge “Language and National Identity in Greece 1766-1976”.
Ο Κοραής είναι και ο πρώτος «αποβλακωμένος» (= ευρωδιαφωτισμένος 🙂 ) Ρωμιός που χρησιμοποίησε τους όρους «Βυζάντιο» και «βυζαντινός» το 1805 (ο MackRidge έχει 1807 στην πρώτη έκδοση και 1805 στην δεύτερη). Το 1811, ακολουθώντας κατά γράμμα τις τότε κυρίαρχες ιδέες του Edward Gibbon, μιλάει για τον «βυζαντινό βαρβαρισμό», ενώ ήταν γνωστή η απέχθειά του για το πατρώο ενδωνύμιο Ρωμιός, επειδή του «θύμιζε» την άτλητη υποδούλωση των Ελλήνων στους Ρωμαίους και το βάρβαρο Βυζάντιο. Τώρα αν ο παππούς του Κοραή ήξερε άλλο ενδωνύμιο πέρα από το Ρωμιός και αν είχε σκοτούρες για την υποδούλωση των «δυσσεβών» Ελλήνων στους «πάλαι» Ρωμαίους, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. 🙂
Τα παρακάτω είναι από τις σελίδες 48,50, 107 του Peter MackRidge.
Επομένως, αν είναι να αναζητήσουμε την θέση του «Ελληνικού» «Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» (τρεις προβληματικοί όροι, ο πρώτος αμφίσημος και οι άλλοι δύο νεολογισμοί που εμφανίστηκαν στην Νεοελληνική μετά το 1800), πρέπει να ξεκινήσουμε από την ορολογία που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι «Βυζαντινοί».
Για την έννοια «πολιτισμός/κουλτούρα», οι ἑλληνίζοντες Ῥωμαῖοι (= “Βυζαντινοί”) χρησιμοποιούσαν διάφορους όρους, οι κυριότεροι εκ των οποίων ήταν οι όροι «παιδεία/παίδευσις», «σοφία», «δίαιτα», «ἤθη» και «νόμιμα». Η εθνική τους δίαιτα ήταν φυσικά ρωμαϊκή.
Ο Ιωάννης Κίνναμος γράφει για δύο τουρκογενείς Ρωμαίους (Ιωάννης Προσούχ και Ιωάννης Ίσης) ότι μεγαλώνοντας στην ρωμαϊκή κοινωνία απέκτησαν ρωμαϊκή «τροφή» (= ανατροφή, ορισμοί Α.2 και ΙΙ.2) και ρωμαϊκή «παιδεία/δίαιτα».
[2.14] ἅμα τῷ Προσούχ, οὗπερ ἤδη ἐμνήσθην, Πέρσῃ μὲν τὸ γένος τροφῆς δὲ καὶ παιδείας μεταλαχόντι Ῥωμαϊκῆς
[5.13] ὑπὸ στρατηγοῖς Μιχαήλ τε τῷ Γαβρᾷ καὶ τῷ Βρυεννίῳ Ἰωσήφ, ὑφ’ οὓς ἐτέλουν ἄλλοι τε τῶν ἐν Ῥωμαίοις ἐπιφανεστέρων, καὶ Ἰωάννης ὃν Ἄγγελον ἐπεκάλουν,ἀνὴρ ἐμπειροπόλεμος, καὶ Ἰωάννης ὁ Ἰσής, Πέρσης μὲν τὸ γένος τροφῆς δὲ καὶ διαίτης μεταλαχὼν Ῥωμαϊκῆς.
Αντίστοιχα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, στο χωρίο όπου περιγράφει την ρωμαϊκή εκπόρθηση της Ιεραπόλεως, γράφει για τον «ασσυριογενή» μάγιστρο από την Αντιόχεια Πέτρο Λιβελλίσιο πως ήταν άκρως εξησκημένος στην ρωμαϊκή σοφία και παίδευση, αλλά και σε αυτήν των Σαρακηνών.
[17.8] κυριεύσαντες δὲ καὶ τῆς ἀκροπόλεως οἱ Ῥωμαῖοι, μεσιτεύοντος τοῖς πράγμασιν ἀνδρὸς Ἀσσυρίου μὲν τὸ γένος γέννημα τῆς Μεγάλης Ἀντιοχείας τυγχάνοντος, ἄκρως δ΄ἐξησκημένου τὴν τε ῥωμαϊκὴν σοφίαν καὶ παίδευσιν καὶ τὴν τῶν Σαρακηνῶν, […] Πέτρος ἡ προσηγορία τουτῷ τῷ ἀνδρί, τὸ ἐπίκλην Λιβελλίσιος, τῇ δὲ τῶν μαγίστρων ἀξίᾳ τότε τετιμημένος.
Σε αυτά τα χωρία η ρωμαϊκή «παιδεία/παίδευσις/σοφία/
- γνώση της «λιτής», «κοινής», «χυδαίας»(= κοινής) ή «ἰδιώτιδος» (= ανεπιτήδευτης/άκομψης) Ελληνικ
ής γλώσσας. - γνώση των ρωμαϊκών και χριστιανικών ηθών και νομίμων
Σχετικά με τα ήθη/έθη, τα πάτρια νόμιμα και τους ὁμοδίαιτους και ὁμότροπους πληθυσμούς παραθέτω:
[Τακτικά, 18,59] Ταῦτα μὲν τὰ τῶν Τούρκων [Ούγγρων] ἤθη τοσούτῳ μόνον διαφέροντα τῶν Βουλγάρων, ὅσῳ τὴν Χριστιανῶν οὗτοι ἀσπασάμενοι πίστιν καὶ τοῖς Ῥωμαϊκοῖς ἐπ΄ὀλίγον μεταβάλλοντο ἤθεσι, τότε τὸ ἄγριον καὸ νομαδικὸν τῷ ἀπίστῳ συναποβαλόντες.
[Τακτικά, 18.93/95] Καὶ τα Σκλαβικὰ δὲ ἔθνη ὁμοδίαιτα τε ἦσαν καὶ ὁμότροπα ἀλλήλοις,καὶ ἐλεύθερα, μηδαμῶς δουλοῦσθαι ἢ ἄρχεσθαι πειθόμενα, καὶ μάλιστα ὅτε πέραν τοῦ Δανουβίου κατῴκουν ἐν τῇ ἰδίᾳ χώρᾳ. Ὅθεν καὶ ἐνταῦθα περαιωθέντα, […] Ταῦτα δὲ ὁ ἡμέτερος ἐν θείᾳ τῇ λήξει γενόμενος πατὴρ καὶ Ῥωμαίων αὐτοκράτωρ Βασίλειος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν ἔπεισε μεταστῆναι καὶ, γραικώσας, καὶ ἄρχουσι κατὰ τὸν Ῥωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας, καὶ βαπτισμάτι τιμήσας,
[Ατταλειάτης, 17.8] ἔνθα Σαρακηνοὶ ἀνιόντες καὶ τὴν ἄνοδον ὡς στενόπορον κατασχόντες, ἐφιλονείκησαν κατὰ τὸ πάτριον αὐτῶν νόμιμον τῆς ίδίας προκινδυνεῦσαι θρησκείας καὶ πόλεως,
Υπάρχει ένας ελληνικός όρος που έχει την ίδια σημασιακή ιστορία με το δυτικό cīvitās > civilized = (εκ)πολιτισμένος, από το οποίο ο Κοραής έπλασε τον νεολογισμό «πολιτισμός». Ο όρος αυτός είναι το επίθετο ἀστεῖος (< *ϝαστ-έϝ-ιος, ϝάστυ «πόλις» < IE *h2wost-u «οικισμός» > σανσκ.vāstu ~ «έδρα, τόπος»), το οποίο αρχικά σήμαινε κυριολεκτικά «πολιτισμένος, αστός», αλλά τελικά κατέληξε να σημαίνει ευχάριστος για παρέα > αστείος.
Ο Αγαθίας γράφει γύρω στο 575 μ.Χ. για τους Φράγκους των ημερών του πως αν και βάρβαροι δεν ήταν νομάδες, αλλά ζούσαν σε μια ρωμαϊκού τύπου πολιτεία και χρησιμοποιούσαν ρωμαϊκούς νόμους και έθιμα, διέθεταν ομόνοια και δικαιοσύνη, δεν μίαιναν την πατρίδα γαία τους με εμφύλιο αίμα, ήταν όλοι τους ευσεβέστατοι Χριστιανοί και επιτελούσαν τις γιορτές και τους γάμους τους όπως και οι Ρωμαίοι. Από όλα αυτά ο Αγαθίας συμπέρανε:
[Αγαθίας, Ι.2] και, ὡς ἐν βαρβάρῳ γένει, ἔμοιγε δοκοῦσι σφόδρα εἶναι κόσμιοι τε καὶ ἀστειότατοι καὶ οὐδὲν τι ἔχειν τὸ διαλάττον, ἢ μόνον τὸ βαρβαρικὸν τῆς στολῆς καὶ τὸ τῆς φωνῆς ἰδιάζον.
Μετάφραση: Για βάρβαρο γένος, εμένα μου φαίνονται σφόδρα κόσμιοι και αστειότατοι (αρκετά πολιτισμένοι) μιας και, εκτός από την βαρβαρική τους ενδυμασία και την ιδιάζουσά τους γλώσσα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να τους διαφοροποιεί [από εμάς].
Λίγο πιο πάνω, στο ίδιο πάντοτε χωρίο για τους Φράγκους, ο Αγαθίας περιγράφει την πάλαι ποτέ ιωνική αποικία Μασσαλία ως «καὶ νῦν ἐξ Ελληνίδος ἐστὶ βαρβαρική, τὴν γὰρ πάτριον ἀποβεβληκυῖαν πολιτείαν, τοῖς τῶν κρατούντων [Φράγκων] χρῆται νομίμοις» (από ελληνική που ήταν κάποτε τώρα είναι βάρβαρη, έχοντας αποβάλλει την πάτριο πολιτεία και έχοντας υιοθετήσει τα νόμιμα των κρατούντων [Φράγκων]).
Σε αυτό το χωρίο ο Αγαθίας εμμέσως μας παραθέτει τα στοιχεία ενός «αστείου και κόσμιου» (πολιτισμένου) λαού:
- Κατοχή μιας ρωμαϊκού τύπου πολιτείας (Rēs Pūblica)
- Κατοχή ρωμαϊκών νόμων και εθίμων
- Αποφυγή εμφυλίων πολέμων και καλλιέργεια Ομόνοιας
- Χριστιανισμός
Δεν είναι τυχαίο το ότι σε δύο ανεξάρτητες περιπτώσεις η ιδιότητα του «πολιτισμένου» ανθρώπου συνδέεται με την πόλη (cīvitās > civilization, ἄστυ > ἀστεῖος). Είναι η συμβίωση στην πόλη που ώθησε τους ανθρώπους να θεσπίσουν κοινά αποδεκτούς νόμους και είναι στις πόλεις που οι επαρχιώτες πήγαιναν για να μορφωθούν.
Η σχέση πόλεως και πολιτισμού έχει σημασία στην κατανόηση της παρακμής του λεγόμενου «Ελληνο-Ρωμαϊκού» πολιτισμού κατά την περίοδο 550-650. Η ειδοποιός διαφορά του κόσμου μετά το 650 ως προς τον προ του 550 κόσμο είναι η παρακμή της πόλης, ως μονάδας πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης. Από το 650 και μετά, η νέα μονάδα κοινωνικής οργάνωσης στα ρωμαϊκά εδάφη γίνεται το χωριό που κατοικείται από μικροκαλλιεργητές-θεματικούς στρατιώτες, ενώ ο όρος «πόλις» αρχίζει κατά κανόνα να περιγράφει το «κάστρο» που κατοικείται από 1000-2000 ψυχές και στο οποίο εδράζει κάποιος τουρμάρχης ή δρουγγάριος. Θυμίζω πως το ιδανικό πρώιμο [μικρασιατικό] θέμα είχε περίπου 10.000 στρατιώτες, έναν θεματικό στρατηγό που κατοικούσε στην μεγαλύτερη «πόλη» του θέματος, τρεις τουρμάρχες που κατοικούσαν ο πρεσβύτερος μαζί με τον στρατηγό και οι άλλοι δύο στα επόμενα δύο μεγαλύτερα κάστρα του θέματος και 9 δρουγγάριοι που κατοικούσαν οι 3 μαζί με τους τουρμάρχες και οι υπόλοιποι 6 σε αυτά τα κάστρα 1000-2000 ατόμων που ανέφερα παραπάνω.
Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά συμβουλεύει τον θεματικό στρατηγό –αν είναι δυνατόν– να επιλέξει τουρμάρχες που να ξέρουν γράμματα!
[Τακτικά, 4.45] Τὰς δὲ μοίρας ταύτας ἤτοι τοὺς δρούγγους συνάξεις εὶς μέρη ἤγουν τούρμας καὶ ἐπιστήσονται αὐτοῖς γνώμῃ τῆς βασιλείας ἡμῶν μεράρχαι, οἱ λεγόμενοὶ ποτε καὶ στρατηλάται, νῦν δὲ τῇ συνηθείᾳ καλούμενοι τουρμάρχαι. Καὶ τούτους φρονίμους καὶ εὐτάκτους εἶναι καὶ ἐναρέτους καὶ ἐμπείρους, εἰ δυνατὸν, εἰδότας καὶ γράμματα …
Αυτή η διαδικασία μετατροπής της κλασικής πόλεως σε πρώιμο μεσαιωνικό κάστρο ονομάζεται στην διεθνή βιβλιογραφία «εγκαστρώση» (αγγλ. encastlement, ιταλ. incastellamento). Δεν είναι μόνον ο ελληνικός όρος πόλις που έχασε την κλασική του σημασία και άρχισε να σημαίνει «κάστρο» (παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν η ΙΕ σημασία του όρου), αλλά το ίδιο συνέβη και με τον λατινικό όρο cīvitās. Ο αλβανικός απόγονος του όρου qytet, το ρουμανικό cetate και το βλαχικό tsitati, όλα κατέληξαν να σημαίνουν «κάστρο» κατά τον μεσαίωνα. Όλες οι σλαβικές γλώσσες σήμερα χρησιμοποιούν για την «πόλη» απογόνους του όρου *gordŭ που ετυμολογικά σημαίνει «περιτειχισμένος οικισμός, κάστρο» (*gherdh- = «περιβάλλω, περιφράσσω», λ.χ. Βελιγράδι ~ Αργυρόκαστρο ~ White Castle).
Με την «κλασική» Ελληνο-Ρωμαϊκή σημασία του όρου, σύμφωνα με τον John Haldon, μετά το 650 -εκτός από την Κωνσταντινούπολη- υπήρχε μόνο μία «πόλις» σε όλα τα Βαλκάνια, η Θεσσαλονίκη.
Ενδιαφέρον έχει το ότι οι Άραβες συγγραφείς όταν αναφέρονται σε βυζαντινές «πόλεις» δεν χρησιμοποιούν τον αραβικό όρο madināh = «πόλις» που χρησιμοποιείται για την Βαγδάτη, την Δαμασκό και την Κωνσταντινούπολη, αλλά χρησιμοποιούν τους όρους qilāʿ = «κάστρα» και husūn = «οχυρά».
Επομένως, σε μία συζήτηση για τον υποτιθέμενο «ελληνικό» πολιτισμό του «Βυζαντίου» πρέπει πρώτα απ΄όλα να ξεκαθαριστούν μερικά πράγματα:
- Η «Ελληνική Παιδεία» ήταν δυνατή μόνο στα «κλασικά» αστικά κέντρα και αυτά αρχίζουν να παρακμάζουν από τον 6ο αιώνα και έχουν εξαφανιστεί στα μέσα του 7ου. Για να καταλάβετε το βάθος του ιδεολογικού χάσματος του 7ου αιώνα που χωρίζει τον παλιό κλασικό και αστικό κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας από τον Πρώιμο Βυζαντινό κόσμο που αναδύεται μετά το 700 πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του John F. Haldon “Byzantium in the Seventh Century: the Transformation of a Culture”.
- Η «Ελληνική Παιδεία» είχε φορτιστεί αρνητικά ως «θύραθεν/ἔξωθεν» από την κυρίαρχη χριστιανική ιδεολογία πολύ πριν εξαφανιστούν τα «κλασικά» αστικά κέντρα κατά την περίοδο του προαναφερθέντος χάσματος.
- Η «Ελληνική Παιδεία» ήταν εντελώς απρόσιτη στην μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και η ισχνή μειοψηφία που είχε την δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν έπρεπε να διαπραγματευτεί την σχέση της με την χριστιανική ιδεολογία. Αυτό οδήγησε σε μια «ντεκαφεϊνέ» αναβίωση της Ελληνικής Παιδείας μετά το 800, όπως πολύ ωραία την ονομάζει ο Καλδέλλης, γιατί το μόνο που ενδιαφέρει τους αττικίζοντες βυζαντινούς, από ένα σημείο και μετά, είναι η γλωσσική/υφολογική μίμηση των αρχαίων συγγραφέων και όχι η αποδοχή των ιδεών τους.
Ας δούμε λίγο αυτές τις τρεις επισημάνσεις.
Πριν από το χάσμα του 7ου αιώνα
Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα, ο «Μέγας/Άγιος» Αθανάσιος έγραψε τον «Βίο και Πολιτεία του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου», ένα αγιολογικό κείμενο που έδρασε σαν αρχέτυπο για την συγγραφή των μεταγενέστερων Βίων Αγίων. Στο κείμενο αυτό, ο Αθανάσιος προωθεί την αντίληψη ότι «εμείς οι Χριστιανοί» δεν έχουμε ανάγκη των Ελληνικών Λόγων, επειδή αρκεί η Πίστις μας στον Χριστό. Με άλλα λόγια, δεν μπαίνει στο στόχαστρο μόνον ο Ελληνισμός ως πολυθεϊσμός, αλλά και ο Ελληνισμός ως Παιδεία. Παραθέτω επιλεκτικά κάποια χωρία.
Ἕλληνες μὲν οὖν ἀποδημοῦσι, καὶ θάλατταν περῶσι, ἵνα γράμματα μάθωσιν· ἡμεῖς δὲ οὐ χρείαν ἔχομεν ἀποδημῆσαι διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, οὔτε περᾶσαι θάλατταν διὰ τὴν ἀρετήν. Φθάσας γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος· Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν·
Μετάφραση: Οι Έλληνες για να μάθουν γράμματα αποδημούν και διασχίζουν την θάλασσαν, ενώ εμείς δεν χρειάζεται ούτε ν΄αποδημήσουμε για την βασιλεία των ουρανών ούτε την θάλασσα να διασχίσουμε για την αρετή … η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα μας.
Πρῶτον τοίνυν τοῦτο γινώσκωμεν, ὅτι οἱ δαίμονες οὐ καθ’ ὃ δαίμονες καλοῦνται, οὕτω γεγόνασιν· οὐδὲν γὰρ κακὸν ἐποίησεν ὁ Θεός· ἀλλὰ καλοὶ μὲν γεγόνασι καὶ αὐτοί, ἐκπεσόντες δὲ ἀπὸ τῆς οὐρανίου φρονήσεως, καὶ λοιπὸν περὶ τὴν γῆν καλινδούμενοι, τοὺς μὲν Ἕλληνας ἠπάτησαν ταῖς φαντασίαις, ἡμῖν δὲ τοῖς Χριστιανοῖς φθονοῦντες, πάντα κινοῦσι, θέλοντες ἐμποδίζειν ἡμᾶς τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου·
Τοὺς μὲν οὖν Ἕλληνας οὕτως ἠπάτησαν· οὕτως γὰρ ἐνομίσθησαν παρ’ αὐτοῖς ψευδώνυμοι θεοί· ἡμᾶς δὲ οὐκ ἀφῆκεν ὁ Κύριος ἀπατηθῆναι παρὰ τοῦ διαβόλου, ὁπηνίκα τὰς τοιαύτας αὐτῷ ποιοῦντι φαντασίας ἐπιτιμῶν εἴρηκεν· Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· γέγραπται γάρ· Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.
Μετάφραση: Οι δαίμονες […] απάτησαν με τη φαντασία τους Έλληνες και, επειδή φθονούνε εμάς τους Χριστιανούς, προσπαθούν συνεχώς να εμποδίσουν την άνοδό μας στους ουρανούς. […]Έτσι απάτησαν τους Έλληνες [οι δαίμονες] και ενομίσθησαν από αυτούς ως ψευδώνυμοι θεοί. Εμάς όμως δεν μας άφησε ο Κύριος να εξαπατηθούμε από τον διάβολο.
Ποτὲ γοῦν φιλόσοφοι δύο ἦλθον πρὸς αὐτὸν Ἕλληνες, νομίζοντες δύνασθαι τὸν Ἀντώνιον πειράσαι·
Ἀμέλει μετὰ ταῦτα πάλιν ἐλθόντων ἑτέρων τινῶν· ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν παρ’ Ἕλλησι δοκούντων εἶναι σοφῶν· καὶ ἀπαιτούντων αὐτὸν λόγον περὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ πίστεως· ἐπιχειρούντων δὲ συλλογίζεσθαι περὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου σταυροῦ, καὶ βουλομένων χλευάζειν· ὀλίγον ἐπισχὼν ὁ Ἀντώνιος, καὶ πρῶτον οἰκτείρας αὐτοὺς ἐπὶ τῇ ἀγνωσίᾳ, ἔλεγε δι’ ἑρμηνέως, τοῦ καλῶς τὰ ἐκείνου διερμηνεύοντος·
Μετάφραση: Κάποτε ήρθαν προς αυτόν δύο Έλληνες φιλόσοφοι, νομίζοντας πως μπορούσαν να πειράξουν τον Αντώνιο […] Ήρθαν και μερικοί από αυτούς τους Έλληνες που περνιούνται για σοφοί (= φιλόσοφοι) και απαιτούσαν λογική εξήγηση της πίστης μας στον Χριστό. Και άρχισαν τους συλλογισμούς με σκοπό να χλευάσουν το κήρυγμα του θείου σταυρού. Ο Αντώνιος τους οικτίρησε για την αγνωσία τους.
Ἡμεῖς τοίνυν οἱ Χριστιανοὶ οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγων Ἑλληνικῶν ἔχομεν τὸ μυστήριον· ἀλλ’ ἐν δυνάμει πίστεως ἐπιχορηγουμένης ἡμῖν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρὰ Θεοῦ. Καὶ ὅτι ἀληθής ἐστιν ὁ λόγος, ἰδοὺ νῦν, μὴ μαθόντες ἡμεῖς γράμματα, πιστεύομεν εἰς τὸν Θεόν, ἐπιγινώσκοντες διὰ τῶν ποιημάτων αὐτοῦ τὴν εἰς πάντα πρόνοιαν. Καὶ ὅτι ἐνεργής ἐστιν ἡ πίστις ἡμῶν, ἰδοὺ νῦν ἡμεῖς ἐπερειδόμεθα τῇ πίστει τῇ εἰς τὸν Χριστόν, ὑμεῖς δὲ σοφιστικαῖς λογομαχίαις. Καὶ τὰ μὲν παρ’ ὑμῖν τῶν εἰδώλων φάσματα καταργεῖται, ἡ δὲ παρ’ ἡμῖν πίστις ἐπεκτείνεται πανταχοῦ. Καὶ ὑμεῖς μὲν συλλογιζόμενοι καὶ σοφιζόμενοι, οὐ μεταπείθετε ἀπὸ Χριστιανισμοῦ εἰς Ἑλληνισμόν·
Μετάφραση: εμείς οι Χριστιανοί δεν έχουμε το μυστήριον στη σοφία των Ελληνικών συλλογισμών […] πιστεύουμε στον Θεό χωρίς να μάθουμε γράμματα […] και όταν συλλογίζεστε και σοφίζεστε να μην μεταπείθετε από τον Χριστιανισμό στον Ελληνισμό.
Ἡμεῖς μὲν οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας Ἑλληνικῆς λόγοις, ὡς εἶπεν ὁ διδάσκαλος ἡμῶν, ἀποδείκνυμεν·
Μετάφραση: εμείς, όπως είπε ο δάσκαλός μας, δεν αποδεικνύουμε με πειθούς λόγους (πειστικούς συλλογισμούς) της Ελληνικής σοφίας.
Κατά τον έκτο αιώνα, στο άρθρο [1.11] του Ιουστινιάνειου Κώδικα (επίσημος νόμος της Ρωμαϊκής Πολιτείας) με τίτλο «De Pagani/Περὶ Ἑλλήνων», οι «δυσσεβείς, ἀνόσιοι μυσαροί καὶ ἀλιτήριοι Έλληνες» όχι μόνο θεωρούνται η αιτία για την οποία η πολιτεία πλήττεται από την δίκαιη οργή του φιλάνθρωπου Θεού, αλλά χαρακτηρίζονται και «δῆθεν παιδευόμενοι», επειδή κατέχουν την λάθος παιδεία.
Είναι ο Ιουστινιανός πάντα που με την νομοθεσία του θα εξωθήσει σε κλείσιμο το 529 την Νεοπλατωνική Ακαδημία των Αθηνών και την εφήμερη φυγή των φιλοσόφων στην Περσία (Αγαθίας, ΙΙ.30).
Την ίδια πάνω κάτω εποχή έδρασε ο Ρωμανός ο Μελωδός και έγινε η συγγραφή του Ακάθιστου Ύμνου.
Στον Ακάθιστο Ύμνο διαβάζουμε τους στίχους:
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε•
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας•
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν•
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Η Θεοτόκος εξυμνείται επειδή μπροστά της γίνονται «άφωνοι ιχθύες» οι «πολύφθογγοι ρήτορες», επειδή απέδειξε «άσοφους τους φιλόσοφους» και «άλογους τους τεχνολόγους», επειδή απ΄αυτήν χάζεψαν οι δεινοί συζητητές και μαράθηκαν οι των μύθων ποιητές και, τέλος, επειδή διέσπασε τις «πλοκές» των «Αθηναίων» (= Ελλήνων φιλοσόφων).
Δεν υπάρχει τομέας της «Ελληνικής Παιδείας» (ρητορική, ποίηση, φιλοσοφία, τεχνολογία ~ επιστήμη) που να μην έχει «ηττηθεί από την Θεοτόκο».
Όσον αφορά τον Ρωμανό τον Μελωδό, αυτός συνέγραψε το περίφημο κοντάκιο:
Τί φυσῶσι καὶ βαμβεύουσιν οἱ Ἕλληνες;
Τί φαντάζονται πρὸς Ἄρατον τὸν τρισκατάρατον;
Τί πλανῶνται πρὸς Πλάτωνα;
Τί Δημοσθένην στέργουσι τὸν ἀσθενῆ;
Τί μὴ ὁρῶσιν Ὅμηρον ὄνειρον ἀργόν;
Τί Πυθαγόραν θρυλλοῦσι τὸν δικαίως φιμωθέντα;
Τί δὲ καὶ μὴ τρέχουσι και σέβουσιν οἷς ἐνεφανίσθη τὸ Πανάγιον Πνεῦμα;
(Εις Πεντηκοστήν οίκος ιζ΄).
Ο Βίος και Πολιτεία του Αγίου Αντωνίου, οι Ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού και ο Ακάθιστος Ύμνος είναι μερικά από τα χριστιανικά κείμενα που θα χαίρουν μεγάλης απηχήσεως στην επικείμενη βυζαντινή κοινωνία. Η σελίδα του Καλδέλλη (HiB,155) που θα παραθέσω γι΄αυτά τα κείμενα περιέχει και μια ρήση του Ιωάννη του Χρυσόστομου ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν όμορφοι απ΄έξω, αλλά:
Ἂν δὲ τὰ ἔνδοθεν ἴδῃς, τέφρα καὶ κόνις, καὶ ὑγιὲς οὐδὲν, ἀλλὰ τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, πάντα ἀκαθαρσίας ἔχων γέμοντα καὶ ἰχῶρος, καὶ τὰ δόγματα πάντα σκωλήκων.
«αν όμως τους δεις από μέσα, όλο τέφρα και σκόνη και τίποτα το υγιές, και ο λάρυγγάς τους είναι σαν ανοιγμένος τάφος γεμάτος με όλες τις ακαθαρσίες και ιχώρα (=πύον) και τα δόγματά τους γεμάτα σκουλήκια».
Αν αυτή είναι η γενική ιδεολογική τάση πριν από το χάσμα του 7ου αιώνα, φανταστείτε πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι αυτοί που μιλάνε για «Ελληνικό Πολιτισμό» μετά το χάσμα. 🙂
Αλλά αφήνω την περιγραφή της περιόδου του χάσματος που δημιούργησε την πλήρη ρήξη με την Ύστερη Αρχαιότητα και την μεταχασματική περίοδο για την επόμενη (δεύτερη) ανάρτηση.
Ο μύθος του «Ελληνικού πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» #2
Στην πρώτη ανάρτηση της σειράς παρουσίασα την αρνητική φόρτιση που είχε αποκτήσει η «Ελληνική Παιδεία» στα μάτια των χριστιανών ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα και ανέφερα περιληπτικά το αβυσσαλέο πολιτισμικό χάσμα του 7ου αιώνα που δημιουργήθηκε από την καθολική παρακμή του αστικού βίου. Η μεταχασματική εποχή που αναδύεται μετά το 800 δεν έχει καμία σχέση με την προχασματική εποχή.
Στην σημερινή ανάρτηση θα παραθέσω την περιγραφή του John Haldon για το χάσμα του 7ου αιώνα, ενώ στην επόμενη και τελευταία ανάρτηση της σειράς θα συνεχίσω με την περιγραφή της θέσης που είχε η «Ελληνική Παιδεία» στην μεταχασματική βυζαντινή κοινωνία.
Όποιος θέλει να κατανοήσει το χάσμα του 7ου αιώνα (στην πραγματικότητα το χάσμα της περιόδου 550-800) πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του John F. Haldon “Byzantium in the Seventh Century: the Transformation of a Culture” (Cambridge University Press, 2η έκδοση paperback 1997).
Όποιος θέλει να κατανοήσει την βαθμιαία ανάκαμψη της βυζαντινής κοινωνίας κατά την περίοδο 780-842 (εντός της οποίας φυσικά περιγράφεται και η ανάκαμψη της Παιδείας), τότε πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του Warren Treadgold “The Byzantine Revival 780-842” (Stanford University Press, 2η έκδοση paperback 1991).
Το χάσμα του 7ου αιώνα
Τα περισσότερα λόγια που θα παραθέσω παρακάτω είναι από το κεφάλαια “Literature, Piety and the End of Antiquity” (Γραμματεία, Ευσέβεια και το τέλος της Αρχαιότητας, σλδ 425-443) και “Contradiction and Regeneration: the Dynamic of the Byzantine Social Formation” (Αντίφαση και Αναγέννηση: η Δυναμική της Βυζαντινής Κοινωνικής Διαμόρφωσης, σλδ 443-458) του προαναφερθέντος βιβλίου του Haldon. Συμπληρωματικές πηγές θα είναι «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» της Αρβελέρ και, πάντοτε, το βιβλίο του Αντώνη Καλδέλλη “Hellenism in Byzantium” (Cambridge University Press, 2007).
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι ο τίτλος «το Χάσμα του 7ου αιώνα» για την πολιτισμική ρήξη/μεταμόρφωση που χωρίζει την Ύστερη Αρχαιότητα από το Πρώιμο Βυζάντιο είναι λίγο παραπλανητικός, και αυτό γιατί το χάσμα ξεκινάει ήδη στα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού και το «βαθύτερό» του σημείο τοποθείται στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα. Επομένως, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα ευρύτερο πολιτισμικό χάσμα δυόμισι περίπου αιώνων (~ 550-780).
Πηγές του 9ου αιώνα όπως ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (που φυσικά χρεώνει την απαιδευσία της χασματικής περιόδου στον «σαρακηνόφρονα» εικονοκλάστη Λέοντα τον Ίσαυρο 🙂 ) και ο Γεώργιος ο Αμαρτολός/Μοναχός τοποθετούν την επίτευξη του «βυθού» του μορφωτικού χάσματος στο 726 (άλλες πάλι πηγές τοποθετούν τον «βυθό» μετά το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ του Ρινότμητου το 711), ενώ ο Σκυλίτσης (γράφοντας γύρω στο 1090 και χρησιμοποιώντας κυρίως πηγές του δευτέρου μισού του 10ου αιώνα) ταυτίζει την έναρξη της μορφωτικής αναγέννησης στην πρωτεύουσα και το τέλος της περιόδου «αγροικίας και αμάθιας» με την ίδρυση του εκπαιδευτηρίου της Μαγναύρας στα μέσα του 9ου αιώνα από τον Καίσαρα Βάρδα.
Στην πραγματικότητα όμως, όπως θα δείξω με μερικά χωρία από τον Treadgold, οι πρώτες σπίθες αυτής της αναγέννησης εμφανίζονται με την «πρώτη φουρνιά» λογίων όπως ο Ιγνάτιος ο Διάκονος που, παρόλο που αναγνωρίζε ως δάσκαλό του τον Πατριάρχη Ταράσιο (784-806), καυχιόταν ότι αυτός ήταν το πρόσωπο σταθμός που ξεκίνησε «την μελέτη της γραμματείας που είχε καλυφθεί από τη θάλασσα της λήθης», ενώ ο Φώτιος σε ένα γράμμα που έγραψε γύρω στο 845 αντιπαραβάλλει την σύγχρονή του βελτιωμένη κατάσταση της παιδείας «με τους παλιούς καιρούς, όταν ο κόσμος αδιαφορούσε για την διάσωση των χρήσιμων βιβλίων». Φυσικά, αυτή η μορφωτική αναγέννηση είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Κωνσταντινούπολης.
Μόνον από τον 12ο αιώνα και μετά μπορούμε να μιλάμε για ένα κάπως ανάλογο φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας (λ.χ. Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Αδριανούπολη κλπ). Το Ψαλτήρι (Psalter), από τα μέσα του 7ου αιώνα και έπειτα, γίνεται το βασικό μέσο διδαχής αναγνώσης σε Κωνσταντινούπολη και επαρχία.
[Χρονικό Θεοφάνους, έτος 725/6] Οἱ δὲ κατὰ τὴν βασιλίδα πόλιν ὄχλοι σφόδρα λυπούμενοι ἐπὶ ταῖς καιναῖς διδασκαλίαις αὐτῷ τε ἐμελέτων ἐπελθεῖν καί τινας βασιλικοὺς ἀνθρώπους ἀνεῖλον καθελόντας τὴν τοῦ κυρίου εἰκόνα τὴν ἐπὶ τῆς μεγάλης Χαλκῆς πύλης, ὡς πολλοὺς αὐτῶν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τιμωρηθῆναι μελῶν ἐκκοπαῖς καὶ μάστιξι καὶ ἐξορίαις καὶ ζημίαις, μάλιστα δὲ τοὺς εὐγενείᾳ καὶ λόγῳ διαφανεῖς· ὥστε καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ οῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἧς καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν.
Οι Mango-Scott-Greatrex στην αγγλική μετάφραση του Θεοφάνη παραθέτουν το παρακάτω σχόλιο:
Παραθέτω τα λόγια του Ιγνάτιου του Διακόνου (~
Τέλος, παραθέτω τα λόγια του Σκυλίτση για την λήξη «της μακράς περιόδου αγροικίας και αμάθιας» με την ίδρυση του εκπαιδευτηρίου της Μαγναύρας στα μέσα του 9ου αιώνα, όπου ξεκίνησε να διδάσκεται η «ἔξω σοφία» («θύραθεν/έξωθεν» [= όχι δική μας] Ελληνική παιδεία, φυσικά με «ντεκαφεϊνέ» τρόπο όπως θα εξηγήσω παρακάτω).
[Σκυλίτσης, Μιχ. 3.14] ὁ Βάρδας δὲ διεῖπε τὰ πολιτικὰ καὶ τῆς βασιλείας κατεστοχάζετο, ὡς αὐτὴν εὐκαίρως παραληψόμενος. ἐπεμελήθη δὲ καὶ τῆς ἔξω σοφίας (ἦν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου παραρρυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως χωρήσασα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ), διατριβὰς ἑκάστῃ τῶν ἐπιστημῶν ἀφορίσας, τῶν μὲν ἄλλων, ὅπῃ περ ἔτυχε, τῆς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἐπόχου φιλοσοφίας κατ’ αὐτὰ τὰ βασίλεια ἐν τῇ Μαγναύρᾳ. καὶ οὕτως ἐξ ἐκείνου ἀνηβάσκειν αἱ ἐπιστῆμαι ἤρξαντο. τοῦτο τὸ ἔργον κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσεν ἀποπλῦναι τὰς ἐνούσας ἄλλας τῷ Βάρδᾳ κῆρας.
Ξεκίνησα με αυτές τις αναφορές για να δείξω ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι μετά το 830 έχουν πλήρη συνείδηση του πολιτισμικού χάσματος που προκάλεσε η λήθη της «θύραθεν/έξωθεν» Ελληνικής Παιδείας κατά την περίοδο 640-800.
Ας δούμε τώρα πως περιγράφει αναλυτικά αυτό το χάσμα ο John F. Haldon στα κεφάλαια που έχω αναφέρει παραπάνω.
Ο Haldon ξεκινώντας από το γεγονός ότι μεταξύ του Θεοφύλακτου του Σιμοκάττη (~630) και του Θεοφάνη του Ομολογητή (~813) υπάρχει πλήρης απουσία της κοσμικής γραμματείας, ενώ η θεολογική και εκκλησιαστική γραμματεία συνέχισε απτόητη, εξηγεί το χάσμα με το παρακάτω σχήμα. Μέχρι και τον Σιμοκάττη υπήρχαν δύο διαχειριστές της αρχαίας γραμματείας: οι αστυεξαρτημένοι κοσμικοί διαχειριστές (εξειδικευμένοι δάσκαλοι που δίδασκαν την Ελληνική Παιδεία στα παιδιά των αριστοκρατών) και η Εκκλησία που διέθετε έναν αστυανεξάρτητο μηχανισμό διδαχής της Αρχαίας Ελληνικής, για την ικανοποίηση των δικών της αναγκών (μόρφωση των ιερέων και θεολόγων ώστε να μπορούν να διαβάζουν τα πατερικά κείμενα).
Η παρακμή της Ελληνο-Ρωμαϊκής πόλης που πραγματοποιήθηκε κατά την διαδικασία της «εγκάστρωσης» (incastellamento, 550-700) που περιέγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση, είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση των αστυεξαρτημένων κοσμικών διαχειριστών της αρχαίας Γραμματείας, επειδή αυτοί μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνον εντός του στρώματος της αρχαίας πόλης, που χαρακτηρίζεται από τοπικές αριστοκρατικές ελίτ που ενδιαφέρονται για Κλασική Παιδεία.
Αντίθετα, η παρακμή των αστικών κέντρων δεν έπληξε τον αστυανεξάρτητο εκκλησιαστικό διαχειρισμό της Αρχαίας Γραμματείας. Γι΄αυτό και το μόνο είδος γραμματείας που συνεχίζει απτόητο κατά την περίοδο του χάσματος 640-800 είναι θεολογικού και εκκλησιαστικού περιεχομένου (Βίοι Αγίων, Θεολογικές Ερμηνείες κλπ). Η βασική παρενέργεια αυτής της διαδικασίας ήταν πως οι εκκλησιαστικοί διαχειριστές της Αρχαίας Γραμματείας, οι μόνοι από ένα σημείο και έπειτα που μπορούσαν να διδάξουν την Αρχαία Ελληνική που ήταν απαραίτητη για την πρόσβαση σε αυτήν την Παιδεία, πολύ απλά αδιαφόρησαν για την διδαχή της «έξωθεν/θύραθεν» παιδείας, λόγω της Χριστιανικής τους προκατάληψης αλλά και επειδή, κατά την περίοδο της αβεβαιότητας (650-750) όπου οι Βυζαντινοί δεν ξέρουν αν θα επιβιώσουν ή όχι και προσπαθούν να «καταλάβουν» γιατί τους τιμωρεί ο «δίκαιος και φιλεύσπλαχνος» Θεός, η Εκκλησία έχει διοχευτεύσει το πνευματικό της έργο στην ικανοποίηση των μεταφυσικών ανησυχιών μιας αγροτικής κοινωνίας που έχει ως μόνη παρηγοριά την ιδεολογία του «Περιούσιου Λαού» που «δοκιμάζεται» από το Θεό. Αυτή η ανάγκη διαπεραίωσης του Περιούσιου Λαού από την δοκιμασία που του έχει επιβάλει ο Θεός για την επίτευξη της -υποτιθέμενης- μεταθανάτιας αιώνιας ευδαιμονίας έκανε την βυζαντινή κοινωνία λιγότερο ανεκτική -ή καλύτερα αυστηρώς μη ανεκτική- στις διάφορες αποκλίσεις από την -υποτιθέμενη- Ορθοδοξία («αιρέσεις», «θύραθεν/έξωθεν» παιδεία κλπ).
Όταν πια μετά το 800 αρχίζει σιγά σιγά να αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον για την κοσμική Αρχαία Γραμματεία, το κατάλοιπο αυτού του εκκλησιαστικού διαχειρισμού της Αρχαίας Γραμματείας ήταν η «ντεκαφεϊνέ» νοοτροπία στην πρόσληψη της Ελληνικής Παιδείας που θα περιγράψω στην επόεμνη ανάρτηση.
Αυτή είναι η ερμηνεία του Haldon για το πολιτισμικό χάσμα του 7ου αιώνα. Ας δούμε τα ακριβή του λόγια:
[σλδ 425]
The second of the two phenomena noted above, namely the more or less complete disappeance after the first quarter of the seventh century of a secular literature, has provoked much comment and discussion. […] After the late-sixth- or early-seventh century works of Theophylact Simocatta, for example, or the anonymous Paschal Chronicle, or that of John of Antioch, there is a lacuna of almost two centuries until the next surviving historical work. Similarly, the seventh and much of the eighth century provide no examples of geographical, philosophical or philological literature; there is no historical poetry after George of Pisidia, and only a trickle of legal literature and secular rhetoric. Apart from supposed lost histories of a certain Trajan patrikios of the seventh century and of the so-called megas chronographos, or “great chronographer”, of the eighth century […] the literary output of the seventh century appears to have been almost entirely theological in nature, or at least concerned with matters of dogma, devotion, various aspects of liturgical practice, problems of day-to-day piety and observance, and so on.
Μεταφραση:Το δεύτερο από τα δύο φαινόμενα που σημειώθηκαν παραπάνω, δηλαδή η λίγο πολύ πλήρης εξαφάνιση μετά το πρώτο τέταρτο του έβδομου αιώνα μιας κοσμικής λογοτεχνίας, έχει προκαλέσει πολλά σχόλια και συζητήσεις. […] Μετά τα έργα του τέλους του έκτου ή των αρχών του έβδομου αιώνα του Θεοφύλακτου Σιμοκάττα, για παράδειγμα, ή το ανώνυμο Πασχαλινό Χρονικό, ή αυτό του Ιωάννη της Αντιόχειας, υπάρχει ένα κενό σχεδόν δύο αιώνων μέχρι το επόμενο σωζόμενο ιστορικό έργο. Ομοίως, ο έβδομος και το μεγαλύτερο μέρος του όγδοου αιώνα δεν παρέχουν παραδείγματα γεωγραφικής, φιλοσοφικής ή φιλολογικής λογοτεχνίας. δεν υπάρχει ιστορική ποίηση μετά τον Γεώργιο της Πισιδίας, και μόνο μια στάλα νομικής λογοτεχνίας και κοσμικής ρητορικής. Εκτός από τις υποτιθέμενες χαμένες ιστορίες κάποιου Τραϊανού πατρικίου του έβδομου αιώνα και του λεγόμενου μέγα χρονογράφου, ή «μεγάλου χρονογράφου», του όγδοου αιώνα […], η λογοτεχνική παραγωγή του έβδομου αιώνα φαίνεται να ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου θεολογική στη φύση, ή τουλάχιστον ασχολείται με θέματα δόγματος, αφοσίωσης, διάφορες πτυχές της λειτουργικής πρακτικής, προβλήματα καθημερινής ευσέβειας και τήρησης κ.λπ.
[σλδ 426]
Two elements in particular seem to be relevant: the decline during the later sixth, but especially during the seventh, century of traditional municipal society and culture; and the qualitative change in the nature and constitution of the ruling elite. The two are intimately bound up together, as I have tried to show in chapters 3 and 4 above. And it is clear that the demise of the urban civilization within which late Roman literary culture has flourished has a dramatic effect. […] There si no reason to assume, of course, that the new elite did not acknowledge the value of the old culture and its traditions […] But the dominant tendency does seem to have been at least apathetic in our period with regard to these traditions.
The lack of literature in the fields mentioned above […] confirms the hypothesis; the fact that theological literature does survive, and in considerable volume, makes it certain. For the Church maintained its traditional administrative organization and, to a great extent, within the empire, its sources of revenue. It needed to be able to educate its clergy, and it needed literate and cultured men for its highest offices.
Μεταφραση: Δύο
στοιχεία φαίνονται συγκεκριμένα να είναι σχετικά: η παρακμή κατά τον
τελευταίο έκτο, αλλά κυρίως κατά τον έβδομο, αιώνα της παραδοσιακής
δημοτικής κοινωνίας και πολιτισμού. και την ποιοτική αλλαγή στη φύση και
τη συγκρότηση της άρχουσας ελίτ. Τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ
τους, όπως προσπάθησα να δείξω στα κεφάλαια 3 και 4 παραπάνω. Και είναι
σαφές ότι η κατάρρευση του αστικού πολιτισμού μέσα στον οποίο άνθισε ο
ύστερος ρωμαϊκός λογοτεχνικός πολιτισμός έχει δραματική επίδραση. […]
Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε, φυσικά, ότι η νέα ελίτ δεν αναγνώριζε
την αξία του παλιού πολιτισμού και των παραδόσεων του […] Αλλά η
κυρίαρχη τάση φαίνεται να ήταν τουλάχιστον απαθής στην περίοδό μας όσον
αφορά αυτές τις παραδόσεις.
Η έλλειψη βιβλιογραφίας στους
τομείς που αναφέρονται παραπάνω […] επιβεβαιώνει την υπόθεση. Το γεγονός
ότι η θεολογική λογοτεχνία επιβιώνει, και μάλιστα σε σημαντικό όγκο, το
καθιστά βέβαιο. Διότι η Εκκλησία διατήρησε την παραδοσιακή διοικητική
της οργάνωση και, σε μεγάλο βαθμό, εντός της αυτοκρατορίας, τις πηγές
εσόδων της. Χρειαζόταν να μπορεί να εκπαιδεύει τον κλήρο της και
χρειαζόταν εγγράμματους και καλλιεργημένους άνδρες για τα υψηλότερα
αξιώματα της.
[σλδ 427]
Interest in the pre-Constantinian, much less the pre-Christian, culture of the past was a rariry.
Μεταφραση:Το ενδιαφέρον για τον προ-κωνσταντινιακό, πολύ λιγότερο τον προχριστιανικό, πολιτισμό του παρελθόντος ήταν σπάνιο φαινόμενο.
[σλδ 428]
The use of the Psalter reinforces the impression gained from the types of literary activity that did flourish at this time that the Church and the clergy came to play a much more central role in basic and more advanced education than hitherto, as well as in the transmission of literacy and a literary culture in general, especially in respect of what was read. In effect, a cycle of developments was set in train that could have had only one result: a decline, even in temporary, of interest in, and transmission of, the secular literature of the sixth century and before, contrasting with the emphasis that fell upon the reading and production of theological literature. The more pivotal position of the clergy in the maintenance of literacy and the selection of reading matter was to have important consequences for a later period. And it marks also a decisive break with the literary and cultural pluralism ofthe late antique world.
What I am suggesting, therefore, is quite straightforward. The old culture had been maintained within a specific ideological and social-economic framework, that of the municipal economies and the senatorial elite which dominated central and provincial culture and politics. During the seventh century this economic and ideological framework was shattered. In its place there developed gradually from the second half of the seventh century a new, and quite different, social and political elite drawn from a wider variety of social and cultural backgrounds […] This new elite had very much less interest in and commitment to the traditional literary culture and its values,
[…] Slowly, as this new elite became entrenched and as the structures of the medieval Byzantine state began to emerge from the difficulties of the seventh and eighth centuries, it began once more to cultivate its interest in a supposedly classical past that was, as several historians have shown, more late Roman than pre-Christian.
Μεταφραση: Η
χρήση του Ψαλτηρίου ενισχύει την εντύπωση που αποκτήθηκε από τα είδη
λογοτεχνικής δραστηριότητας που άκμασαν εκείνη την εποχή ότι η Εκκλησία
και ο κλήρος έπαιξαν πολύ πιο κεντρικό ρόλο στη βασική και πιο προηγμένη
εκπαίδευση από ό,τι μέχρι τώρα, καθώς και στη μετάδοση. του
γραμματισμού και της λογοτεχνικής κουλτούρας γενικότερα, ιδιαίτερα σε
σχέση με όσα διαβάστηκαν. Ουσιαστικά, ένας κύκλος εξελίξεων είχε
δρομολογηθεί που θα μπορούσε να είχε μόνο ένα αποτέλεσμα: μια πτώση,
έστω και προσωρινή, του ενδιαφέροντος και της μετάδοσης της κοσμικής
λογοτεχνίας του έκτου αιώνα και πριν, σε αντίθεση με την έμφαση που
δόθηκε πάνω στην ανάγνωση και παραγωγή θεολογικής λογοτεχνίας. Η πιο
κομβική θέση του κλήρου στη διατήρηση του γραμματισμού και στην επιλογή
του αναγνωστικού υλικού έμελλε να έχει σημαντικές συνέπειες για μια
μεταγενέστερη περίοδο. Και σηματοδοτεί επίσης μια αποφασιστική ρήξη με
τον λογοτεχνικό και πολιτιστικό πλουραλισμό του κόσμου της ύστερης
αρχαιότητας.
Αυτό που προτείνω, λοιπόν, είναι αρκετά
ξεκάθαρο. Η παλιά κουλτούρα είχε διατηρηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο
ιδεολογικό και κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο, αυτό των δημοτικών
οικονομιών και της συγκλητικής ελίτ που κυριαρχούσε στον κεντρικό και
επαρχιακό πολιτισμό και πολιτική. Κατά τον έβδομο αιώνα αυτό το
οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο γκρεμίστηκε. Στη θέση της αναπτύχθηκε
σταδιακά από το δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα μια νέα, και αρκετά
διαφορετική, κοινωνική και πολιτική ελίτ προερχόμενη από μια ευρύτερη
ποικιλία κοινωνικών και πολιτιστικών καταβολών […] Αυτή η νέα ελίτ είχε
πολύ λιγότερο ενδιαφέρον και δέσμευση για τον παραδοσιακό λογοτεχνικό
πολιτισμό και τις αξίες του,
[…] Σιγά-σιγά, καθώς αυτή η νέα
ελίτ εδραιώθηκε και καθώς οι δομές του μεσαιωνικού βυζαντινού κράτους
άρχισαν να αναδύονται από τις δυσκολίες του έβδομου και του όγδοου
αιώνα, άρχισε και πάλι να καλλιεργεί το ενδιαφέρον της για ένα
υποτιθέμενο κλασικό παρελθόν που ήταν, όπως αρκετοί ιστορικοί έχουν
δείξει, περισσότερο ύστερο ρωμαϊκό παρά προχριστιανικό.
[σλδ 429]
The crucial importance for the inhabitants of this threatened world of belonging, and being seen to belong, to the Chosen People, of being a meaningful part of God’s plan, is the message constantly reiterated in the public and private culture of the second half of the seventh century: the icon, whether of Christ, the Virgin, a saint or an archangel, reminds of and invokes a Christian orthodox and local tradition. […] The very process of teaching to read and write were now almost entirely under the guidance of the clergy. And these forms were, in a sense, classless. They were not directed at any specific social group, but at allthe faithful; and the sources make it clear that their effectiveness was indeed universal.
Μεταφραση:Η κρίσιμη σημασία για τους κατοίκους αυτού του απειλούμενου κόσμου να ανήκουν και να θεωρούνται ότι ανήκουν στον Εκλεκτό Λαό, να αποτελούν ουσιαστικό μέρος του σχεδίου του Θεού, είναι το μήνυμα που επαναλαμβάνεται συνεχώς στον δημόσιο και ιδιωτικό πολιτισμό του δεύτερου μισού του αιώνα. έβδομος αιώνας: η εικόνα, είτε του Χριστού, της Παναγίας, ενός αγίου είτε ενός αρχαγγέλου, θυμίζει και επικαλείται μια χριστιανική ορθόδοξη και τοπική παράδοση. [...] Η ίδια η διαδικασία της διδασκαλίας της ανάγνωσης και της γραφής ήταν πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό την καθοδήγηση του κλήρου. Και αυτές οι μορφές ήταν, κατά μία έννοια, αταξικές. Δεν απευθύνονταν σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αλλά σε όλους τους πιστούς. και οι πηγές καθιστούν σαφές ότι η αποτελεσματικότητά τους ήταν πράγματι καθολική.
[σλδ 430-1]
The cultural pluralism and relative openness of literary forms, which still typified the period before the Persian and especially the Arab invasions (and in spite of the increasingly successful screening out of classical motifs which became a feature of post-Justinianic culture), was past. Religious writing which had been tolerated, but which had come to be regarded by the later seventh century as dangerous or subversive, were banned. Canon 63 of the Quinisext counsil, for example, ordered the destruction of the apocryphal Acts of the Apostles.
The disappearance of secular literature and the concentration of both rural and especially urban culture (for it is from the latter context that the greater part of the evidence comes) on these devotional forms of a consciously collective identity, an awareness made all the more powerful through the emphasis on the individual’s relationship and responsibilities within the wider society to the Almighty, marks the qualitative cultural transformation. Late antique civilization had given way to that of the early medieval world.
Μεταφραση:
Ο πολιτισμικός πλουραλισμός και το σχετικό άνοιγμα των λογοτεχνικών
μορφών, που εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν την περίοδο πριν από τις
περσικές και ιδιαίτερα τις αραβικές εισβολές (και παρά την ολοένα και
πιο επιτυχημένη προβολή κλασικών μοτίβων που έγιναν χαρακτηριστικό της
μεταϊουστινιανικής κουλτούρας), ήταν παρελθόν. Η θρησκευτική γραφή που
είχε γίνει ανεκτή, αλλά που είχε φτάσει να θεωρηθεί από τον τελευταίο
έβδομο αιώνα ως επικίνδυνη ή ανατρεπτική, απαγορεύτηκε. Ο Κανόνας 63 της
συμβουλής του Quinisext, για παράδειγμα, διέταξε την καταστροφή των
απόκρυφων Πράξεων των Αποστόλων.
Η εξαφάνιση της κοσμικής
λογοτεχνίας και η συγκέντρωση τόσο της αγροτικής όσο και ιδιαίτερα της
αστικής κουλτούρας (γιατί από το τελευταίο πλαίσιο προέρχεται το
μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων) σε αυτές τις λατρευτικές
μορφές μιας συνειδητά συλλογικής ταυτότητας, μιας συνειδητοποίησης που
γίνεται ακόμη πιο ισχυρή μέσω η έμφαση στη σχέση και τις ευθύνες του
ατόμου μέσα στην ευρύτερη κοινωνία προς τον Παντοδύναμο, σηματοδοτεί τον
ποιοτικό πολιτισμικό μετασχηματισμό. Ο ύστερος αρχαίος πολιτισμός είχε
δώσει τη θέση του σε αυτόν του πρώιμου μεσαιωνικού κόσμου.
[σλδ 433-5]
The period from the middle decades of the seventh century demonstrates the rapid collapse of the traditional forms of secular literary culture, a phenomenon which accompanied the disappearance of the old educated social elite and the conditions which maintained it. Municipal culture died with the cities. In its place occured a levelling out of cultural niveax, in which a new ruling elite of administrative officialdom, many of whom can have been only marginally acquainted with the older literary culture, comes to share a set of common cultual beliefs and values with the greater part of the rural and urban population of the empire, cultural patterns determined by the stubborn anti-pluralism of the Church and the increasingly dominant role played by the clergy -and by religious literature- in the maintenance of literacy.
Of course, this is a generalised picture […] The maintenance of a literary tradition, with its classical pretensions, rhetorical artifice and stylistic conservatism is not to be doubted.
[…] But the elite culture of late antique municipal society had passed away for ever, and with it the pluralistic and multi-faceted world which it represented. The icon and the Psalter are the hallmarks of the later seventh-century world, a world which, while now now more compact and tightly controlled than before, was inhabited by individuals searching for unity and a common identity through the symbols available to them – the orthodox faith, the icon and the emperor.
Μεταφραση:
Η περίοδος από τις μεσαίες δεκαετίες του έβδομου αιώνα καταδεικνύει τη
ραγδαία κατάρρευση των παραδοσιακών μορφών του κοσμικού λογοτεχνικού
πολιτισμού, ένα φαινόμενο που συνόδευε την εξαφάνιση της παλιάς
μορφωμένης κοινωνικής ελίτ και τις συνθήκες που τη διατήρησαν. Ο
δημοτικός πολιτισμός πέθανε μαζί με τις πόλεις. Στη θέση του συνέβη μια
ισοπέδωση της πολιτιστικής αρχής, στην οποία μια νέα άρχουσα ελίτ
διοικητικών αξιωματούχων, πολλοί από τους οποίους μπορεί να ήταν οριακά
εξοικειωμένοι με την παλαιότερη λογοτεχνική κουλτούρα, έρχεται να
μοιραστεί ένα σύνολο κοινών πολιτιστικών πεποιθήσεων και αξιών με τους
μεγαλύτερους μέρος του αγροτικού και αστικού πληθυσμού της
αυτοκρατορίας, πολιτισμικά πρότυπα που καθορίζονται από τον επίμονο
αντιπλουραλισμό της Εκκλησίας και τον ολοένα και πιο κυρίαρχο ρόλο που
διαδραματίζει ο κλήρος -και η θρησκευτική λογοτεχνία- στη διατήρηση του
γραμματισμού.
Φυσικά, πρόκειται για μια γενικευμένη εικόνα
[…] Η διατήρηση μιας λογοτεχνικής παράδοσης, με τις κλασικές αξιώσεις,
τη ρητορική τεχνοτροπία και τον υφολογικό συντηρητισμό δεν
αμφισβητείται.
[…] Αλλά η ελίτ κουλτούρα της δημοτικής
κοινωνίας της ύστερης αρχαιότητας είχε χαθεί για πάντα, και μαζί της ο
πλουραλιστικός και πολύπλευρος κόσμος που αντιπροσώπευε. Η εικόνα και το
Ψαλτήρι είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου του νεότερου
έβδομου αιώνα, ενός κόσμου που, ενώ τώρα είναι πιο συμπαγής και αυστηρά
ελεγχόμενος από πριν, κατοικούνταν από άτομα που αναζητούσαν ενότητα και
κοινή ταυτότητα μέσω των συμβόλων που είχαν στη διάθεσή τους. η
ορθόδοξη πίστη, η εικόνα και ο αυτοκράτορας.
[σλδ 437]
It is a world in which the public pluralism of the late antique past had been eradicated, because it no longer represented a comfortable mode of understanding and acting within )and upon) the world as it was perceived. Security, and the assurance of doing the “right thing”, could be found in a uniformity of belief, both imposed from above and at the same time desired by the “ordinary” people.
Μεταφραση: Είναι ένας κόσμος στον οποίο ο δημόσιος πλουραλισμός του όψιμου αρχαίου παρελθόντος είχε εξαλειφθεί, επειδή δεν αντιπροσώπευε πλέον έναν άνετο τρόπο κατανόησης και δράσης εντός και πάνω στον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόταν. Η ασφάλεια και η βεβαιότητα ότι θα κάνουμε το «σωστό» θα μπορούσαν να βρεθούν σε μια ομοιομορφία πεποιθήσεων, που επιβάλλεται εκ των άνω και ταυτόχρονα επιθυμητή από τους «συνηθισμένους» ανθρώπους.
[σλδ 439] Ο ορισμός του ευρύτερου χάσματος 550-780:
And it also seems to be clear that we are dealing with a period which represents only the resolution of many much more long-term developments; indeed, it is perhaps only the later eight century which sees the completion of these processes of transformation. […] The seventh century is clearly a qualitatively very different era from the sixth, or it becomes so as it progresses; and the beginnings of this cumulative qualitative evolution, which affected different aspects of different elements of East Roman culture and perceptions at different times, can be situated, as we have seen, already in the last years of Justinian.
Μεταφραση: Και
φαίνεται επίσης να είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο που
αντιπροσωπεύει μόνο την επίλυση πολλών πολύ πιο μακροπρόθεσμων
εξελίξεων. Πράγματι, είναι ίσως μόνο ο τελευταίος όγδοος αιώνας που
βλέπει την ολοκλήρωση αυτών των διαδικασιών μεταμόρφωσης. […] Ο έβδομος
αιώνας είναι σαφώς μια ποιοτικά πολύ διαφορετική εποχή από τον έκτο, ή
γίνεται έτσι καθώς προχωρά. και οι απαρχές αυτής της σωρευτικής
ποιοτικής εξέλιξης, που επηρέασε διαφορετικές πτυχές διαφορετικών
στοιχείων του πολιτισμού και των αντιλήψεων της Ανατολικής Ρωμαϊκής
περιόδου σε διαφορετικούς χρόνους, μπορούν να εντοπιστούν, όπως είδαμε,
ήδη στα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού.
[σλδ 440]
The trauma of the Arab attacks and victories, the loss of the East, the devastation of much of Anatolia and the great siege of the years 674-8, as well as the loss of effective imperial control in the greater part of the Balkans– together with the cumulative results of the withering away of urban centres as meaningful social, economic and political elements within both state and society- all had a drastic effect, throwing once more the legitimating theories of the imperial political ideology into question, opening up a gulf between the “reality” of actual events and the traditional narrative representation fo the world.
Μεταφραση: Το τραύμα των αραβικών επιθέσεων και νικών, η απώλεια της Ανατολής, η καταστροφή μεγάλου μέρους της Ανατολίας και η μεγάλη πολιορκία των ετών 674-8, καθώς και η απώλεια του αποτελεσματικού αυτοκρατορικού ελέγχου στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων – μαζί με τα σωρευτικά αποτελέσματα του μαρασμού των αστικών κέντρων ως σημαντικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών στοιχείων τόσο στο κράτος όσο και στην κοινωνία- όλα είχαν δραστική επίδραση, θέτοντας ξανά υπό αμφισβήτηση τις νομιμοποιητικές θεωρίες της αυτοκρατορικής πολιτικής ιδεολογίας, ανοίγοντας ένα χάσμα μεταξύ η «πραγματικότητα» των πραγματικών γεγονότων και η παραδοσιακή αφηγηματική αναπαράσταση για τον κόσμο.
[σλδ 443-447] Το κόστος της επιβίωσης ήταν η αλλαγή της ιδεολογικής φυσιογνωμίας, όπως στον άνθρωπο που επιστρέφει ζωντανός μεν από τον πόλεμο, αλλά με διαφορετική δε προσωπικότητα εξαιτίας των ψυχικών ουλών που σχηματίστηκαν.
Why did the Byzantine empire not succumb to the various forces, internal and external, which during the seventh century threatened to destroy it? The question has often exercised the minds of the historians. Some have seen its survival as mere accident, the failure of its foes adequately to organise their efforts at conquest or the result of unavoidable internal divisions within the caliphate. Others have seen the impregnable position of Constantinople, the queen of cities, as the key; yet others have regarded the strength of orthodox Christianity and the cultural bonds it forged as crucial factor; while some historians have seen the well-structured and flexible administrative, fiscal, and military apparatuses of the state as the foundation of its survival. All of these -although I should wish to modify each statement in different ways- played a role, of that there can be little doubt. But to look for single causes, or indeed prime movers, is to misunderstand the very nature of historical change. For in many ways the late Roman state did not survive […] the geography and climate […] remain much the same. But late Roman urban culture vanishes entirely, along with much of the cultural baggage it carried with it. Instead new systems of thought develop […] the old senatorial establishement,with much of the literary culture associated with it, disappears, to be replaced by a very different elite, of different social, cultural and often ethnic origins. […] Continuity of language, at least as regards Greek and Armenian, is clear, while the native languages af Asia Minor were by the early seventh century mostly extinct. Continuity of tradition, in terms of economic organisation at community level, of the rituals accompanying birth, marriage death, of popular forms of music and song, these can all be found, or assumed, to a degree. But even here, the developments of the seventh century brought about considerable changes […]
Μεταφραση: Γιατί η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπέκυψε στις διάφορες δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που κατά τον έβδομο αιώνα απειλούσαν να την καταστρέψουν; Το ερώτημα έχει απασχολήσει συχνά τους ιστορικούς. Μερικοί έχουν δει την επιβίωσή του ως απλό ατύχημα, την αποτυχία των εχθρών του να οργανώσουν επαρκώς τις προσπάθειές τους για κατάκτηση ή ως αποτέλεσμα αναπόφευκτων εσωτερικών διαιρέσεων μέσα στο χαλιφάτο. Άλλοι έχουν δει την απόρθητη θέση της Κωνσταντινούπολης, της βασίλισσας των πόλεων, ως το κλειδί. Ωστόσο, άλλοι θεώρησαν τη δύναμη του ορθόδοξου Χριστιανισμού και τους πολιτιστικούς δεσμούς που σφυρηλάτησε ως κρίσιμο παράγοντα. ενώ ορισμένοι ιστορικοί έχουν δει τον καλά δομημένο και ευέλικτο διοικητικό, φορολογικό και στρατιωτικό μηχανισμό του κράτους ως το θεμέλιο της επιβίωσής του. Όλα αυτά -αν και θα ήθελα να τροποποιήσω κάθε δήλωση με διαφορετικούς τρόπους- έπαιξαν κάποιο ρόλο, γι' αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά το να αναζητάς μεμονωμένα αίτια, ή όντως πρωταρχικά κίνητρα, σημαίνει ότι παρεξηγείς την ίδια τη φύση της ιστορικής αλλαγής. Διότι από πολλές απόψεις το ύστερο ρωμαϊκό κράτος δεν επιβίωσε […] η γεωγραφία και το κλίμα […] παραμένουν σχεδόν ίδια. Αλλά η ύστερη ρωμαϊκή αστική κουλτούρα εξαφανίζεται εντελώς, μαζί με πολλές από τις πολιτιστικές αποσκευές που κουβαλούσε μαζί της. Αντίθετα, νέα συστήματα σκέψης αναπτύσσουν […] το παλιό συγκλητικό κατεστημένο, με μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής κουλτούρας που συνδέεται με αυτό, εξαφανίζεται, για να αντικατασταθεί από μια πολύ διαφορετική ελίτ, διαφορετικής κοινωνικής, πολιτιστικής και συχνά εθνοτικής καταγωγής. […] Η συνέχεια της γλώσσας, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνικά και τα αρμενικά, είναι σαφής, ενώ οι μητρικές γλώσσες της Μικράς Ασίας είχαν εκλείψει ως επί το πλείστον στις αρχές του έβδομου αιώνα. Συνέχεια της παράδοσης, όσον αφορά την οικονομική οργάνωση σε επίπεδο κοινότητας, των τελετουργιών που συνοδεύουν τη γέννηση, το θάνατο του γάμου, των δημοφιλών μορφών μουσικής και τραγουδιού, όλα αυτά μπορούν να βρεθούν ή να θεωρηθούν ως ένα βαθμό. Αλλά ακόμη και εδώ, οι εξελίξεις του έβδομου αιώνα επέφεραν σημαντικές αλλαγές […]
Whatever continuities and survivals one might point to, therefore, a very different culture emerges on the surviving remains of late Antiquity. […] But when the basic structures which determine how that social formation works and reproduces itself can be seen to have been fundamentally changed, then we can hardly talk of a real continuity, but only, at the most, of the survival of traditions and forms […]
An East Roman of Byzantine state “survived” the seventh century, therefore, for all the reasons listed at the beginning of this section. But it was, as I hope I have been able to show in this book, a very different state in its workings from that of the late Roman period.
[…] The first, and probably the most obvious point, concerns the fate of the late Roman cities. The evidence which we have reviewed suggests quite clearly that the urban centres of the late ancient world were almost totally eclipsed during the period with which we are concerned. […] One way of looking at these changes is to see in them a decline in urban civilisation. A more productive approach is to see them as a gradual change in the function and relevance of cities to the needs of the late Roman state and the society which supported it. However we approach the problem, of course, the results were the same for the late Roman culture and, in particular, for the state. Centralisation of tax-collection and the replacement of local centres of power by Constantinople, with the resultant attraction of social life to the capital, were part of the history of the late Roman world which the events of the seventh century brought to completion. The Byzantine state which emerged into the eight century was effectively an empire of one major urban centre, together with a few fortunate provincial urban centres which were able to survive as emporia and ports.
This development had several implications. […] It was to Constantinople that the provincial wealthy would send their sons to be educated or to gain an entrée to Church ot state service;
Μεταφραση: Όποιες
και αν είναι οι συνέχειες και οι επιβιώσεις στις οποίες θα μπορούσε
κανείς να επισημάνει, επομένως, ένας πολύ διαφορετικός πολιτισμός
αναδύεται στα σωζόμενα κατάλοιπα της ύστερης αρχαιότητας. […] Αλλά όταν
οι βασικές δομές που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας και αναπαραγωγής
αυτού του κοινωνικού σχηματισμού μπορεί να φανεί ότι έχουν αλλάξει
ριζικά, τότε δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική συνέχεια, αλλά
μόνο, το πολύ, για επιβίωση παραδόσεων και παραδόσεων και μορφές […]
Ένα ανατολικό Ρωμαίο του βυζαντινού κράτους «επέζησε» τον έβδομο αιώνα,
επομένως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στην αρχή αυτής της
ενότητας. Αλλά ήταν, όπως ελπίζω ότι μπόρεσα να δείξω σε αυτό το βιβλίο,
μια πολύ διαφορετική κατάσταση στη λειτουργία της από εκείνη της
ύστερης ρωμαϊκής περιόδου.
[…] Το πρώτο, και ίσως το πιο
προφανές σημείο, αφορά την τύχη των ύστερων ρωμαϊκών πόλεων. Τα στοιχεία
που εξετάσαμε υποδηλώνουν ξεκάθαρα ότι τα αστικά κέντρα του ύστερου
αρχαίου κόσμου είχαν σχεδόν επισκιαστεί πλήρως κατά την περίοδο που μας
απασχολεί. [...] Ένας τρόπος για να δούμε αυτές τις αλλαγές είναι να
δούμε σε αυτές μια παρακμή στον αστικό πολιτισμό. Μια πιο παραγωγική
προσέγγιση είναι να τις δούμε ως μια σταδιακή αλλαγή στη λειτουργία και
τη συνάφεια των πόλεων με τις ανάγκες του ύστερου ρωμαϊκού κράτους και
της κοινωνίας που το υποστήριξε. Όπως και να προσεγγίσουμε το πρόβλημα,
φυσικά, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια για τον ύστερο ρωμαϊκό πολιτισμό
και, ειδικότερα, για το κράτος. Ο συγκεντρωτισμός της είσπραξης φόρων
και η αντικατάσταση των τοπικών κέντρων εξουσίας από την
Κωνσταντινούπολη, με την επακόλουθη έλξη της κοινωνικής ζωής στην
πρωτεύουσα, ήταν μέρος της ιστορίας του ύστερου ρωμαϊκού κόσμου που
ολοκλήρωσαν τα γεγονότα του έβδομου αιώνα. Το βυζαντινό κράτος που
εμφανίστηκε στον όγδοο αιώνα ήταν ουσιαστικά μια αυτοκρατορία ενός
μεγάλου αστικού κέντρου, μαζί με μερικά τυχερά επαρχιακά αστικά κέντρα
που μπόρεσαν να επιβιώσουν ως εμπορία και λιμάνια.
Αυτή η
εξέλιξη είχε πολλές επιπτώσεις. […] Ήταν στην Κωνσταντινούπολη που οι
πλούσιοι της επαρχίας θα έστελναν τους γιους τους για να μορφωθούν ή να
κερδίσουν μια είσοδο στην Εκκλησία και την κρατική υπηρεσία.
Νομίζω πως τα παραπάνω χωρία από τα συμπεράσματα του Haldon περιγράφουν αναλυτικότατα την φύση του πολιτισμικού χάσματος του 7ου αιώνα (±), καθώς και τις αιτίες και συνέπειές του.
Παρέθεσα παραπάνω σε ένα χωρίο του Haldon τις συνήθεις αιτίες με τις οποίες οι βυζαντινολόγοι εξηγούν γιατί επιβίωσε κατά την περίοδο ~650-750 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία: τύχη, απόρθητη πρωτεύουσα, εγκαρτέρηση και συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιδεολογίας (ο χριστιανικός πυλώνας του Ostrogorsky) και ποιότητα και ελαστικότητα της ρωμαϊκής κρατικής υποδομής που κληρονομήθηκε από την Ύστερη Αρχαιότητα (ο ρωμαϊκός πυλώνας του Ostrogorsky). Όπως είδατε, όσοι αξιωθήκατε να διαβάσετε, ο Haldon πιστεύει ότι όλες αυτές οι αιτίες έδρασαν πολυπαραγοντικά και συνεπικουρικά.
Το μόνο πράγμα που δεν έχει προταθεί ως αιτία της επιβίωσης είναι ο -δήθεν- «Ελληνικός Πολιτισμός» του «Βυζαντίου»! 🙂
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι η Ελληνική Παιδεία ήταν μια περιττή πολυτέλεια που εξαφανίστηκε μαζί με την παρακμή του αστικού βίου και η οποία χρειάστηκε να αναγεννηθεί υπό «ντεκαφεϊνέ» συνθήκες μετά το 800. Κανένας ελληνόφωνος ή αρμενόφωνος Χριστιανός Μικρασιάτης -οι μόνοι αληθώς άπτωτοι Ρωμαίοι της χασματικής περιόδου- δεν πήρε τα όπλα εναντίον των Αράβων είτε γιατί εμψυχώθηκε από την Ελληνική Παιδεία είτε από διάθεση για να την διασώσει. Η αυτοπεποίθηση κατοχής της «ορθής» πίστης και οι «μεταθανάτιες απολαβές» της, καθώς και η μοναδική ικανότητα της Romanitas/Ρωμιοσύνης για επανάκαμψη, ανασυγκρότηση και υπέρβαση αντιξοοτήτων είναι οι λόγοι που σταμάτησαν τους Άραβες στην οροσειρά του Ταύρου και επέτρεψαν στην Ρωμανία να επιβιώσει.
Ο Πολύβιος, μετά την περιγραφή της μάχης των Καννών (216 π.Χ.) στην οποία ο Αννίβας αποδεκάτισε 70.000 Ρωμαίους (κατά τον Πολύβιο, μεταγενέστεροι συγγραφείς μιλάνε για ~40.000) γράφει πως «τῇ τοῦ πολιτεύματος ἰδιοτήτι καὶ τῷ βουλεύεσθαι καλῶς» οι Ρωμαίοι κατάφεραν να ξεπεράσουν την καταστρεπτική σειρά ηττών από τον Αννίβα, να ανακτήσουν την δυναστεία της Ιταλίας, να νικήσουν τους Καρχηδόνιους και, λίγα χρόνια αργότερα, να γίνουν «τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἐγκρατεῖς».
[3.118.5-9] Ῥωμαῖοί γε μὴν τὴν Ἰταλιωτῶν δυναστείαν παραχρῆμα διὰ τὴν ἧτταν ἀπεγνώκεισαν, ἐν μεγάλοις δὲ φόβοις καὶ κινδύνοις ἦσαν περί τε σφῶν αὐτῶν καὶ περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους, ὅσον οὔπω προσδοκῶντες ἥξειν αὐτὸν τὸν Ἀννίβαν. […] ὁμολογουμένως γὰρ Ῥωμαίων ἡττηθέντων τότε καὶ παραχωρησάντων τῆς ἐν τοῖς ὅπλοις ἀρετῆς, τῇ τοῦ πολιτεύματος ἰδιότητι καὶ τῷ βουλεύεσθαι καλῶς οὐ μόνον ἀνεκτήσαντο τὴν τῆς Ἰταλίας δυναστείαν, νικήσαντες μετὰ ταῦτα Καρχηδονίους, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἐγκρατεῖς ἐγένοντο μετ᾽ ὀλίγους χρόνους.
Με αυτό το χωρίο του Πολύβιου οι Steven Williams και Gerald Friell αρχίζουν την βιογραφία τους του Μεγάλου Θεοδόσιου (The Empire at Bay), γιατί η ιστορία που διηγούνται είναι πάλι μια Ρωμαϊκή επανάκαμψη ύστερα από την καταστρεπτική ήττα της Αδριανουπόλεως το 378 που άφησε την ανατολική αυτοκρατορία χωρίς στρατό, λίγο πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Ούννοι του Αττίλα. Κι όμως, πάλι, ήταν οι Ούννοι αυτοί που έπαξαν να υφίστανται πριν τελειώσει ο 5ος αιώνας, ενώ οι Εώοι Ρωμαίοι όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά ήταν πάλι το κυρίαρχο κράτος της Μεσογείου επί Ιουστινιανού.
Αντίστοιχα, ακολουθώντας τους Williams & Friell, παραπέμπω και εγώ σε αυτό το χωρίο του Πολύβιου, γιατί ενώ οι Άραβες είχαν το πάνω χέρι στρατιωτικά για 150 χρόνια (~ 650-800), στο τέλος ήταν το Xαλιφάτο που διαλύθηκε και ήταν οι Άραβες που παραδέχτηκαν πως, ενώ οι Πέρσες έπεσαν αναίσθητοι με το πρώτο χτύπημα, οι Rum ήταν σαν την πολυκέφαλη [Λερναία] Ύδρα: μόλις τους κόβεις ένα κεφάλι, αμέσως ένα άλλο φυτρώνει! Στα μέσα του 10ου αιώνα, η Ρωμανία ήταν πάλι το ισχυρότερο στρατιωτικά κράτος του μεσογειακού κόσμου και τα «δυσάντητα, δυσεκβίαστα και ακαταγώνιστα» Εώα (Μικρασιατικά) στρατεύματα του Φωκά και του Τσιμισκή ήταν «ο καθοπλισμένος γίγαντας που τον έτρεμε και τον θαύμαζε άπαν το βάρβαρον», κατά τον Λέοντα τον Διάκονο.
Σύμφωνα με την αραβική παράδοση, ο πρώιμος Άραβας στρατηγός ‘Amr b. al-‘As πίστευε ότι οι Rum ειναι ο πιο «τλησικάρδιος» λαός σε κακουχίες και πολέμους και αυτός που, μετά από καταστροφή, ανασυγκροτείται/επανακάμπτει ταχύτερα.
Κάντε κλικ για μεγέθυνση της παρακάτω εικόνας για τους Rum ως «πολυκέφαλη Ύδρα».
Μετά από αυτήν την μικρή παρένθεση στο θέμα της επιβίωσης του Βυζαντινού κράτους κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, επιστρέφω στο πολιτισμικό χάσμα που περιέγραψα με τα λόγια του Haldon. Όταν διαβάζετε συνοπτικά στον Καλδέλλη και στην Αρβελέρ για το χάσμα αυτής της περιόδου, να θυμάστε ότι εννοούν όλα αυτά που αναφέρει λεπτομερώς ο Haldon.
Ο Καλδέλλης HiB, σλδ 72, 179,180 για το χάσμα 640-780 (τις απαρχές του οποίου όμως και αυτός, δίνοντας ως παραπομπή την Averil Cameron (1981), τοποθετεί στο δεύτερο μισού του 6ου αιώνα όπως και ο Haldon):
Περιγραφή του ίδιου πάντα χάσματος (πλήρης ρήξη με την Ελληνο-Ρωμαϊκή παράδοση της Ύστερης Αρχαιότητας και Απαστικοποίηση/Αγροτοποίηση)
Λοιπόν, στην πρώτη ανάρτηση περιέγραψα την θέση στην οποία βαθμιαία εξωθήθηκε η Ελληνική Παιδεία κατά την προχασματική περίοδο 350-550. Στην σημερινή δεύτερη ανάρτηση ελπίζω να περιέγραψα αναλυτικά την χασματική περίοδο 640-800.
Στην επόμενη και τελευταία ανάρτηση θα περιγράψω την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την μεταχασματική περίοδο 800-1204.
Ο μύθος του «Ελληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» #3
Στην πρώτη ανάρτηση της σειράς εξέτασα την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την προχασματική περίοδο (~350-550),
ενώ στην δεύτερη ανάρτηση εξέτασα την μοίρα της Ελληνικής Παιδείας και της κοσμικής γραμματείας εν γένει κατά την χασματική περίοδο (640-800) και μίλησα για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Ελληνική Παιδεία κατά τον 9ο αιώνα.
Στην σημερινή ανάρτηση θα περιγράψω την θέση της Ελληνικής Παιδείας κατά την μεταχασματική περίοδο (800-1204) και στο τέλος θα καταλήξω σε κάποια γενικά συμπεράσματα.
Η μεταχασματική περίοδος
Τα τρία βασικά σημεία που πρέπει κάποιος να κατανοήσει για την «Ελληνική Παιδεία» κατά την μεταχασματική περίοδο είναι:
- ότι αυτή χαρακτηρίζεται ρητά «θύραθεν/έξωθεν», δηλαδή «ξένη».
- ότι αυτή ήταν προσιτή μόνο σε μία ισχνή μειοψηφία λογίων
- ότι αυτή η ισχνή μειοψηφία λογίων τηρούσε μια «ντεκαφεϊνέ» στάση στην πρόσληψη της Ελληνικής Παιδείας.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση αριθμών που παρουσιάζει ο Ιωάννης Στουραΐτης, κατά τον 10ο αιώνα (δηλαδή έναν αιώνα μετά την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος), σε έναν συνολικό πληθυσμό 18 εκατομμυρίων, υπήρχαν μόνο 300 άτομα που μπορούσαν να διαβάσουν την Αρχαία Γραμματεία. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση, στο «Βυζάντιο» του 10ου αιώνα υπήρχε ένας αττικίζων για κάθε 60.000 άτομα. Ακόμα και αν στρογγυλέψουμε προς τα πάνω αυτήν την εκτίμηση, θεωρώντας ότι υπήρχαν 1000 αττικίζοντες σε 10 εκατομμύρια πληθυσμό, αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική Παιδεία ήταν προσβάσιμη μόνο στο 0,01% του πληθυσμού (1/10.000) και παρέμενε εντελώς απρόσβατη στο υπόλοιπο 99,99% του πληθυσμού.
Στο ίδιο άρθρο του Στουραΐτη, το ποσοστό γενικού εγγραμματισμού (δηλαδή η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης στην «λιτή» ~ «κοινή/χυδαία» ~ «ιδιώτιδα» γλώσσα) εκτιμάται στο 15-20% (η πιο αισιόδοξη εκτίμηση).
Έξω από το Πανδιδακτήριον/Εκπαιδευτήριον της Μαγναύρας και έξω από τα θέατρα λογίων της Κωνσταντινουπόλεως του 12ου αιώνα, ο πραγματικός βυζαντινός κόσμος είναι αυτός όπου ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του (~900) συμβουλεύει τον Θεματικό Στρατηγό αν είναι δυνατόν να επιλέξει εγγράμματους για την θέση του Τουρμάρχη, ιδίως για την θέση του υποστρατήγου (ο πρεσβύτερος εκ των τριών τουρμαρχών).
[Τακτικά, 4.45] νῦν δὲ τῇ συνηθείᾳ καλούμενοι τουρμάρχαι. Καὶ τούτους φρονίμους καὶ εὐτάκτους εἶναι καὶ ἐναρέτους καὶ ἐμπείρους, εἰ δυνατόν, εἰδότας καὶ γράμματα, καὶ μάλιστα τὸν τοῦ μέσου μέρους, τὸν λεγόμενον ὑποστράτηγον.
Γράφει ο Καλδέλλης στις σελίδες 137-8 του “Hellenism in Byzantium”:
Η ισχνή μειοψηφία λογίων που είχε την δυνατότητα πρόσβασης στην Αρχαία Γραμματεία χαρακτηρίζεται από μία «ντεκαφεϊνέ» στάση στο θέμα της πρόσληψης της Ελληνικής Παιδείας. Τον εύστοχο όρο «ντεκαφεϊνέ» τον βρήκα στον Καλδέλλη που, με την σειρά του, τον πήρε από τον A.H. Armstrong. «Ντεκαφεϊνέ» στάση σημαίνει πως θέλω την «γεύση», χωρίς τις [βλαβερές/επικίνδυνες] παρενέργειες της «ουσίας». Οι θεμελιωτές της «ντεκαφεϊνέ» στάσης προς την Ελληνική Παιδεία είναι ο Μέγας/Άγιος Βασίλειος της Καισαρείας και ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός που στα γραπτά τους εξηγούν την «έμφιλτρη» πρόσληψη (σαν την μέλισσα που συλλέγει το νέκταρ των ανθών αποφεύγοντας τα αγκάθια, έτσι και εμείς πρέπει να κρατάμε το «χρήσιμο» και να απορρίπτουμε το «άχρηστο/επικίνδυνο» της Ελληνικής Παιδείας).
Γράφει ο Καλδέλλης στην σελίδα 164 του Hellenism in Byzantium:
Προσέξτε την υποσημείωση 122 του Καλδέλλη, όπου ο Βασίλειος παρομοιάζει την «θύραθεν/ἔξωθεν» Ελληνική Παιδεία με την γυναίκα ενός άλλου άνδρα! Κατά συνέπεια, η ενασχόληση με την Ελληνική Παιδεία παρομοιάζεται με το αμάρτημα της μοιχείας: μπορεί μεν να προσφέρει «τέρψη» σε αυτόν τον εφήμερο και επιχθόνιο βίο, αλλά είναι παραβίαση της -υποτίθεται- θεϊκής εντολής «οὐ μοιχεύσεις» και, κατά συνέπεια, είναι κάτι που –ἄνευ μετανοίας– οδηγεί στην Κόλαση. 🙂
Η συνέπεια αυτής της «έμφιλτρης/ντεκαφεϊνέ» λόγιας χριστιανικής στάσης στην Ελληνική Παιδεία, ήταν η παρεμπόδιση της πλήρους αποδοχής του περιεχομένου της: Μελετούμε -“εμείς” οι «τρεις κι ο κούκος» βυζαντινοί λόγιοι– την «έξωθεν/θύραθεν» Ελληνική παιδεία ως Ρητορική και Γραμματική, δηλαδή ως μέσο βελτίωσης και εκλεπτισμού του γλωσσικού μας ύφους, αλλά απορρίπτουμε το ιδεολογικό της περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις χριστιανικές μας πεποιθήσεις.
Ο Καλδέλλης περιγράφει αυτήν την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση με τα παρακάτω λόγια:
[45:45-46:30]
Ο Steve Balch τον ρωτάει αν οι Βυζαντινοί λόγιοι έφτασαν σε σημείο να συμβιβάσουν την χριστιανική τους πίστη με τις ιδέες των [αρχαίων] Ελλήνων στοχαστών και ο Καλδέλλης απαντά:
«Αυτό συνέβη μόνο σε περιθωριακές/μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι Βυζαντινοί λόγιοι και θεολόγοι ήταν σε γενικές γραμμές σαφείς ότι, όταν υπάρχει διαφωνία, το χριστιανικό δόγμα είναι το «ορθό» και οι [αρχαίοι] Έλληνες στοχαστές «σφάλλουν». Και αυτή είναι η γενική γραμμή. Θα χρησιμοποιήσουμε ότι είναι χρήσιμο και βολικό από τον Αριστοτέλη, θα διαβάσουμε τον Πλάτωνα επειδή μας αρέσει το όμορφο Αττικό του ύφος (το οποίο θέλουμε να μιμηθούμε), αλλά ΔΕΝ θα πάρουμε «στα σοβαρά» τις ιδέες τους. Και αυτή μάλλον ήταν η κυρίαρχη και κοινώς αποδεκτή στάση [των βυζαντινών λογίων] στο θέμα. Δεν υπήρξε ποτέ [στο Βυζάντιο] κάποια διάθεση συστηματικής και ενδελεχούς μελέτης [του αρχαιοελληνικού στοχασμού] με σκοπό την κατανόησή του.»
Παράδειγμα αυτής της στάσης βρίσκουμε στον Λέοντα τον Διάκονο. Παρόλο που έγραψε μία κλασικίζουσα ιστορία η οποία δείχνει ένα άριστο αττικό ύφος και επιμελή γνώση του Ομήρου, του Θουκυδίδη και του Ηροδότου (έχοντας όμως ως βασικό μιμητικό πρότυπο τον Αγαθία και, σε μικρότερο βαθμό, τον Προκόπιο), όταν -με αφορμή έναν σεισμό στην Κλαυδιούπολη της Γαλατίας- ο Λέων φτάνει σε σημείο να ερμηνεύσει το φαινόμενο του σεισμού («κλόνος, ἔνοσις»), τότε απορρίπτει τις εἰκαιομυθίες = «παπαρολογίες» των Ελλήνων (πολυθεϊστών στοχαστών) και των Μαθηματικών (εἰκαῖος = άσκοπος, άχρηστος) και προτιμά να συμβαδίσει με τον θείο Δαβίδ, ερμηνεύοντας τον σεισμό ως «επισκοπή» (=επίσκεψη) του Θεού στην γη.
[4.9] Κλαυδιούπολιν τε, τὸ εὐδαιμονέστατον χωρίον τῶν Γαλατῶν, τότε συνέβη, κατεριπωθεῖσαν ἐκ τῆς ἀνυποστάτου κινήσεως καὶ ἐνόσεως, αἰφνίδιον τῶν οἰκητόρων τάφον γενέσθαι, […] Αἴτιον δὲ τῆς τοσαύτης ἐνόσεως καὶ κινήσεως ἀτμοὺς μὲν οἱ μαθηματικοὶ καὶ ἀναθυμιάσεις μυθολογοῦσι τινας, […] ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἡ τῶν Ἑλλήνων εἰκαιομυθία πρὸς τὸ ταύτῃ δοκοῦν ἐξηγήσατο. Ἐγὼ δὲ τῷ θείῳ Δαβίδ συνεπόμενος, ἐπισκοπῇ φαίην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸν τοσοῦτον κλόνον ἐγγίνεσθαι,
Ο μόνος «τολμηρός» Βυζαντινός λόγιος σε αυτό το θέμα ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός (και, αργότερα, ο μεταβυζαντινός και ακόμα πιο ριζοσπαστικός -αλλά και πιο χαοτικός- Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων). Ο Ψελλός ήταν ο μόνος βυζαντινός λόγιος που τόλμησε να επεκτείνει την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση ΚΑΙ στο Χριστιανικό Δόγμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τόσο ο Ελληνισμός ΟΣΟ ΚΑΙ ο Χριστιανισμός είναι μείγματα αλήθειας και ψεύδους και είναι το χρέος του νουνεχούς ανθρώπου ν΄αποδεχτεί την αλήθεια και ν΄απορρίψει το ψεύδος ΣΕ ΑΜΦΟΤΕΡΑ τα είδη σοφίας. Με άλλα λόγια, ο Ψελλός προσπάθησε ν΄αποδομήσει την πολική αντίθεση Ελληνικής και Χριστιανικής Σοφίας, μέσα από το κριτικό φιλτράρισμα αμφοτέρων. Δυστυχώς, ο Ψελλός όχι μόνο δεν είχε διαδόχους, αλλά προκάλεσε την αντίδραση των επίσημων φορέων (κυβέρνηση, εκκλησία), οι οποίοι έκαναν την μελέτη της Ελληνικής Φιλοσοφίας ακόμη πιο στείρα, θέτοντάς την υπό την αυστηρή επίβλεψή τους. Έτσι, μετά τον Ψελλό, ο μαθητής και διάδοχός του στην θέση του «Ύπατου των Φιλοσόφων» Ιωάννης ο Ιταλός αφορίζεται, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, όταν είδε ότι η μικρή του προφυρογέννητη κόρη Άννα είχε πέσει «με τα μούτρα» στην μελέτη της Ελληνικής Παιδείας, της απαγόρεψε την περαιτέρω μελέτη της Ρητορικής και Γραμματικής, φοβούμενος την διαφθορά της ψυχής της.
Οι παρακάτω σελίδες είναι από το Hellenism in Byzantium του Καλδέλλη.
Όπως παραδέχεται ο Μιχαήλ Ψελλός «ανέστησα μόνος μου την εδώ και καιρό νεκρή φιλοσοφία» και «φιλοσοφώ μοναχός σε αφιλόσοφους καιρούς». Ο φίλος και συνάδελφος του Ψελλού Ιωάννης Ξιφιλινός (ο μετέπειτα Πατριάρχης), που δίδασκε «Νομική» στην ίδια σχολή με τον Ψελλό, γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ψελλό «χάνεις άσκοπα τον χρόνο σου με τον Πλάτωνά σου και τους άλλους Έλληνες [στοχαστές]». Ο Ψελλός κλήθηκε για Ομολογία Πίστεως δύο φορές από τους επίσημους φορείς (Παλάτι, Πατριαρχείο).
Γράφει ο Ψελλός για την εδώ και καιρό νεκρή μελέτη της Φιλοσοφίας που καυχιέται ότι μόνος του ανέστησε:
[Χρονογραφία, 6.37] καί μοι συμμαρτυρήσετε οἱ τήμερον τὸν λόγον ἀναγινώσκοντες, ὅτι ἐκπνεύσασαν τὴν σοφίαν καταλαβὼν ὅσον ἐπὶ τοῖς μετέχουσιν, αὐτὸς ἀνεζωπύρησα οἴκοθεν, οὔτε διδασκάλοις ἀξιολόγοις περιτυχὼν, οὔτε σπέρμα σοφίας ἐν τῇ Ἑλλάδι ἢ τῇ βαρβάρῳ τὸ ξύμπαν διερευνησάμενος εὑρηκώς·
[Χρονογραφία, 6.42-3] καὶ εἴ μέ τις, λέγω δὲ ἁπλῶς καὶ οὐ κομψευόμενος, ἐπαινεῖν ἐπὶ τοῖς λόγοις βούλοιτο, μήμε ἐντεῦθεν, μηδ‘ ὅτι πολλοῖς βιβλίοις ὡμίλησα, οὐ γὰρ ἐκ φιλαυτίας ἠπάτημαι, οὐδὲ τὸ ἐμὸν μέτρον ἠγνόηκα, ὅτι πολλοστόν ἐστι τῶν ὑπὲρ ἐμὲ σοφιστευσάντων ἢφιλοσοφησάντων, ἀλλ‘ ὅτι μὴ ἐκ ῥεούσης πηγῆς εἴ τίμοι σοφίας μέρος συνείλεκται ἠρα νισάμην, ἀλλ‘ ἐμπεφραγμένας εὑρηκὼς ἀνεστόμωσά τε καὶ ἀνεκάθηρα, καὶ ἐν βάθει που τὸ νᾶμα κείμενον σὺν πολλῷ ἀνείλκυσα πνεύματι.
Νῦν γὰρ οὔτε Ἀθῆναι, οὔτε ἡ Νικομήδεια, οὔτε ἡ πρὸς Αἰγύπτῳ Ἀλεξάνδρεια, οὔτε Φοινίκη, οὔτε μὴν ἑκατέρα Ῥώμη, ἥ τε πρώτη καὶ ἥττων καὶ ἡ μετ‘ ἐκείνην καὶ κρείττων, οὔτ‘ ἄλλη τις πόλεων ἐπί τινι τῶν λόγων σεμνύνεται τανῦν, ἀλλὰ καὶ αἱ χρυσίτιδες φλέβες καὶ αἱ μετ‘ ἐκείνας καὶ ἀργυρίτιδες, καὶ εἴ τινες ἄλλαι τῆς ἀτιμοτέρας τούτων ὕλης, ἐμπεφραγμέναι ξύμπασαι πᾶσι τεθέανται·
Ο Ψελλός λοιπόν, «χωρίς να θέλει να κομπαστεί, χωρίς να έχει χάσει την αίσθηση του μέτρου και χωρίς να έχει εξαπατηθεί από φιλαυτία», ισχυρίζεται ότι μόνος του και χωρίς να έχει βοηθηθεί από κάποιον δάσκαλο, «ανεστόμωσε και ανεκαθάρισε τις εμπεφραγμένες πηγές» επιτρέποντας την επανεκροή του «νάματος» της φιλοσοφίας και αναζωπυρώνοντας την μελέτη της.
Ο Καλδέλλης γράφει πως ο μόνος λόγος που ο 11ος αιώνας θεωρείται περίοδος «πνευματικής αναγέννησης» είναι ο Ψελλός. Χωρίς τον Ψελλό, ο 11ος αιώνας θα ήταν ένας από τους πιο πνευματικά άτονους αιώνες του Βυζαντίου. «Ο Ψελλός ήταν ο μοναδικός προφήτης του [διανοητικού] Ελληνισμού της εποχής του», χωρίς φυσικά να έχει την παραμικρή διάθεση εθνοτικής ταύτισης με τους αρχαίους Έλληνες.
Επομένως, τι ακριβώς «αναζωπύρωσαν» οι Βυζαντινοί λόγιοι κατά τον 9ο αιώνα, όταν διαβάζουμε στις πηγές για διδαχή της Φιλοσοφίας στην Μαγναύρα και για τον «Λέοντα τον Φιλόσοφο ή Μαθηματικό ή Έλληνα»;
Η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δημιουργήθηκε πάλι μια μεταχασματική ομάδα κοσμικών διαχειριστών της Αρχαίας Γραμματείας, η οποία όμως θα φτάσει στο ζενίθ της μόνο κατά τον 12ο αιώνα. Αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον συλλογής και αντιγραφής των «χρησίμων βιβλίων», όπως ομολογεί και ο Φώτιος, αλλά πάντοτε με την «έμφιλτρη/ντεκαφεϊνέ» στάση να δεσπόζει αδιαμφισβήτητη.
Ο κυρίαρχος ορισμός της φιλοσοφίας που επανεμφανίζεται εδώ και εκεί κατά την περίοδο ~500-1000, είναι αυτός που θέλει την Φιλοσοφία ως ανόρθωση των ηθών και αναζήτηση της Αλήθειας, προσδιορίζοντας τους Έλληνες και Ιουδαίους ως «αποτυχημένους φιλοσόφους», επειδή φιλοσόφησαν χωρίς τον Χριστό, που είναι η [μόνη] Αλήθεια.
Φιλοσοφία γὰρ ἐστιν ἠθῶν κατόρθωσις μετὰ δόξης τῆς περὶ τοῦ ὄντος γνώσεως ἀληθοὺς. Ταύτης δὲ ἀπεσφάλησαν ἄμφω καὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες, τὴν ἀπ΄οὐρανοῦ παραγενομένην σοφίαν παραιτησάμενοι καὶ χωρίς Χριστοῦ φιλοσοφεῖν ἐπιχειρήσαντες τοῦ μόνου παραδείξαντος ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν ἀληθῇ φιλοσοφίαν.
Αυτός ο ορισμός πρωτοδιατυπώθηκε προχασματικά κατά τον 5ο αιώνα από τον Νείλο τον Σιναΐτη/Αγκυρίτη, αναδιατυπώθηκε μεταχασματικά από τον Γεώργιο τον Αμαρτολό/Μοναχό κατά τον 9ο αιώνα και είναι αυτός που εν τέλει καταγράφηκε στο Λεξικό Σούδα (~1000).
Στον πρόλογο της Αλεξιάδας, η Άννα Κομνηνή καυχιέται για την «ἐς ἄκρον» Ελληνική Παιδεία που κατείχε. Ωστόσο, όπως ανέφερα παραπάνω, ο φίλος και συνθαμώνας της στα θέατρα λογίων Γεώργιος Τορνίκης, στον επικήδειο λόγο του για την Κομνηνή μας πληροφορεί ότι η Άννα ολοκλήρωσε την σπουδή της Ρητορικής και της Γραμματικής κρυφά από τους γονείς της που, από ένα σημείο και έπειτα, απαγόρεψαν την περαιτέρω μόρφωση της κόρης τους, φοβούμενοι την διαφθορά της ψυχής της.
[Αλεξιάς, Προοίμιο, 1.2] Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα καὶ ῥητορικῆς οὐκ ἀμελετήτως ἔχουσα καὶ τὰς Ἀριστοτελικὰς τέχνας εὖ ἀναλεξαμένη καὶ τοὺς Πλάτωνος διαλόγους καὶ τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς τετρακτύος τῶν μαθημάτων πυκάσασα
Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, στο κλίμα της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνική Παιδεία που προκλήθηκε από την πολιτισμική άμιλλα με το Χαλιφάτο (θυμίζω πως ήταν το ενδιαφέρον του Χαλίφη που έφερε τον Λέοντα τον Φιλόσοφο στην προσοχή του Θεόφιλου), έκλεισε τον αρμενικής καταγωγής εικονοκλάστη Πατριάρχη Ιωάννη τον Γραμματικό (θείος του Λέοντα του Φιλοσόφου) σε ένα «εργαστήριον» με σκοπό να μελετήσει τα «έξωθεν» κείμενα και να εξακριβώσει αν αυτά περιείχαν κάποιον σίγουρο τρόπο πρόβλεψης του μέλλοντος.
Σύμφωνα με την προπαγάνδα της εικονόφιλης παράταξης που εν τέλει επικράτησε, ο Ιωάννης ο Γραμματικός «όντας ισάξιος των Ελλήνων [σε δυσσέβεια]», όταν ήταν στο «πονηρόν εργαστήριόν» του «που έμοιαζε με το υπόγειο μαντείο του Τροφωνίου», μελετούσε [Ελληνικά] βιβλία που οι δίκαιες χριστιανικές φωνές είχαν αποδείξει άχρηστα και ξελόγιαζε και διέφθειρε καλόγριες και όμορφες γυναίκες, τις οποίες χρησιμοποιούσε ως βοηθούς του! 🙂 🙂
Για τις ξελογιασμένες και διεφθαρμένες γυναίκες παραθέτω τους Συνεχιστές Θεοφάνους [156-7]:
Μόνο σε αυτό το κλίμα πολιτισμικής άμιλλας με τους Άραβες , όπου ο Θεόφιλος αρνήθηκε να κάνει την χάρη στον Χαλίφη και να στείλει τον Λέοντα στο Χαλιφάτο, βρίσκουμε μια αναφορά της «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνικής Παιδείας ως «γνῶσιν, δι΄ἥν τὸ Ῥωμαίων γένος θαυμάζεται» που δεν πρέπει να χαριστεί στα «Έθνη».
[Σκυλίτσης, Μιχ. 3.15] (αφού στο [3.14] έχει αναφέρει ότι ο Καίσαρ Βάρδας ίδρυσε το Πανδιδακτήριον της Μαγναύρας και έληξε η περίοδος της [ρωμαϊκής] αγροικίας και αμάθιας) Τῆς μὲν οὖν φιλοσοφίας ἐξηγεῖτο Λέων ἐκεῖνος ὁ μέγας τε καὶ φιλόσοφος, ἀνεψιὸς ὢν Ἰαννῆ τοῦ πατριάρχου, ὃς καὶ τὸν θρόνον ἔλαχε τῆς Θεσσαλονίκης […] Ὁ δὲ τοῦδε καιροῦ τῶν Ἰσμαηλιτῶν κατάρχων Μαμοὺμ ἄλλοις τε μαθήμασιν Ἑλληνικοῖς σχολάζων, καὶ δὴ καὶ γεωμετρίας διαφερόντως ἐξεχόμενος ἦν. […] εὐθὺς οὖν πρεσβεία πρὸς τὸν Θεόφιλον καὶ γράμματα ταύτην ἔχοντα τὴν διάνοιαν· […] αὕτη ἡ αἰτία τῷ φιλοσόφῳ Λέοντι πρὸς τὸν βασιλέα γνῶσις γίνεται καὶ οἰκείωσις, […] δεξάμενος δὲ τὰ γράμματα ὁ Θεόφιλος, ἄτοπον κρίνας, εἰ τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν, δι’ ἣν τὸ Ῥωμαίων γένος θαυμάζεται, ἔκδοτον ποιήσει τοῖς ἔθνεσι, πρὸς τὰ αἰτηθέντα οὐκ ἐπένευσε. τὸν δὲ Λέοντα διὰ μείζονος ἦγε τιμῆς καὶ τῆς Θεσσαλονίκης προχειρίζεται πρόεδρον,
Παρακάτω θα παραθέσω μερικές αναφορές στην Ελληνική Παιδεία ως «θύραθεν/ἔξωθεν» σοφία που αντιπαραβάλλεται στην «ἡμετέρα» Χριστιανική Παιδεία.
Ο Λέων ο Διάκονος μας πληροφορεί ότι όταν ο Θεόδωρος Κολωνείας επιλέχθηκε από τον Πατριάρχη Πολύευκτο ως Πατριάρχης Αντιοχείας κατείχε ελάχιστα την «θύραθεν» παιδεία (οὐ πάνυ ἠκριβωκότα), αλλά ήταν φιλοτιμότατα εξησκημένος στην «θείαν καὶ ἡμετέραν» παιδεία. Αντίθετα, ο Πατριάρχης Πολύευκτος κατείχε «είς ἄκρον» τόσο την «θεία» όσο και την «ανθρώπινη» σοφία.
[6.6] ἦλθεν ὁ ἐκ Κολωνείας Θεόδωρος, ἀνὴρ ἐξ ὀνύχων τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπράγμονα βίον αἱρετισάμενος, καὶ πολλοῖς ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς τὸ σαρκίον καταδαμάσας. Τρίχινον γὰρ ῥάκος ἐνδιδυσκόμενος, […] τοῦτον τῷ Βυζαντίῳ τότε παρουσιάζοντα ὁ Ἰωάννης προσάγει τῷ Πολυεύκτῳ. Ὁ δὲ, ἅμα τοῖς ἐνδημούσι τῶν ἐπισκόπων τὸν ἄνδρα ἐξητακὼς, ἐφευρών τε τὴν μὲν θύραθεν παιδείαν οὐ πάνυ ἠκριβωκότα, τήν γε μὴν θείαν καὶ ἡμετέραν ἐξησκημένον φιλοτιμότατα, χρίει αὐτὸν πατριάρχην Ἀντιοχείας. Ὁ δὲ Πολύευκτος, μικρὰς ἡμέρας ἐπιβιοὺς μετὰ τὴν Θεοδώρου προχείρισιν, […] καὶ τὴν γνῶσιν τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης σοφίας και ἐπιστήμης, ἣν εἰς ἄκρον ἐξήσκησε.
Ο Σκυλίτσης μας πληροφορεί ότι ο Καίσαρ Βάρδας ίδρυσε το Πανδιδακτήριον της Μαγναύρας για την διδαχή της «ἔξω σοφίας» και, αργότερα, γράφει για τον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Λέοντα τον Παφλαγόνα πως κατείχε τόσο την «θύραθεν» όσο και την «ἡμετέρα» παιδεία.
[Μιχ. 3.14] ὁ Βάρδας δὲ διεῖπε τὰ πολιτικὰ καὶ τῆς βασιλείας κατεστοχάζετο, ὡς αὐτὴν εὐκαίρως παραληψόμενος. ἐπεμελήθη δὲ καὶ τῆς ἔξω σοφίας (ἦν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου παραρρυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως χωρήσασα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ), διατριβὰς ἑκάστῃ τῶν ἐπιστημῶν ἀφορίσας, τῶν μὲν ἄλλων, ὅπῃ περ ἔτυχε, τῆς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἐπόχου φιλοσοφίας κατ’ αὐτὰ τὰ βασίλεια ἐν τῇ Μαγναύρᾳ. καὶ οὕτως ἐξ ἐκείνου ἀνηβάσκειν αἱ ἐπιστῆμαι ἤρξαντο. τοῦτο τὸ ἔργον κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσεν ἀποπλῦναι τὰς ἐνούσας ἄλλας τῷ Βάρδᾳ κῆρας.
[Μιχ. 4.10] καὶ Ἰωάννου δὲ τοῦ Βουλγαρίας ἀρχιεπισκόπου κοιμηθέντος, ἕτερον ὁ βασιλεὺς προχειρίζεται, Παφλαγονίας μὲν ὁρμώμενον, κἂν τῇ μεγάλῃ δὲ ἐκκλησίᾳ διαπρέψαντα, καὶ τὸ τοῦ χαρτοφυλάκου διακόνημα ἐν πολλοῖς ἔτεσιν διανύσαντα, ἔρωτι δὲ ἡσυχίας καὶ τῷ (τὸ U) μὴ καλῶς τὰ θεῖα οἰκονομεῖσθαι παραιτησάμενον τοὺς ἐν μέσῳ θορύβους, καὶ διὰ τὸ μὴ θέλειν τῷ πατριάρχῃ προσκρούειν ἡσυχάζοντα καὶ ἰδιοπραγοῦντα. οὗτος Λέων μὲν ἐκαλεῖτο, πᾶσαν δὲ παιδείαν ἐξήσκητο τήν τε θύραθεν καὶ τὴν ἡμετέραν, ἐπιστὰς δὲ τῇ Βουλγαρίᾳ πολλὰ μνημεῖα τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς καταλέλοιπεν.
Από την βιογραφία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου μαθαίνουμε ότι ο άγιος στα νιάτα του (τέλη 10ου αιώνα) προτίμησε να ΜΗΝ «ἐξελληνισθῆναι τὴν γλῶτταν τῇ ἀναλήψει παιδείας τῆς θύραθεν … τῆς ἔξωθεν», δηλαδή προτίμησε να μην εξαττικίσει (= «εξελληνίσει») την γλώσσα του μέσα από την ανάληψη της θύραθεν/έξωθεν παιδείας.
Τέλος, ο διπλωμάτης και επίσκοπος Συννάδων Λέων (10ος αιώνας) στην διαθήκη του εξομολογείται ότι δεν προσευχόταν καθόλου και ότι μελέτησε λιγότερο απ΄όσο έπρεπε τα θρησκευτικά κείμενα και περισσότερο απ΄όσο έπρεπε τα «ἔξωθεν/θύραθεν» κείμενα. Αυτές οι ανησυχίες θυμίζουν τον Βασίλειο της Καισαρείας που παρομοίασε την μελέτη της «ἔξωθεν/θύραθεν» Ελληνικής Παιδείας με την μοιχεία: τερπνή μεν, επικίνδυνη δε.
Ο Ψελλός μπορεί να μην είχε ιδεολογικούς διαδόχους στο θέμα της πρόσληψης των Ελληνικών Ιδεών, αλλά τουλάχιστον, η πεποίθησή του ότι η κατοχή Ελληνικής Παιδείας ήταν κάτι το θετικό (και, αντίστοιχα, η έλλειψή της κάτι το αρνητικό), κληροδοτήθηκε στους «Ελληνιστές» της Κομνήνειας Περιόδου, οι οποίοι κατάφεραν να αποκαταστήσουν τους Αρχαίους Έλληνες ως πρότυπα αρετής και σοφίας. Όπως είδαμε με την Κομνηνή, κατά τον 12ο αιώνα, η κατοχή Ελληνικής Παιδείας (πλέον πιο ευρεία, αλλά πάντοτε στην «ντεκαφεϊνέ» της μορφή) γίνεται προσδιοριστικό συστατικό του αρχετυπικού Ρωμαίου λογίου και λόγος υπερηφάνειας.
Τα παρακάτω χωρία είναι από την Χρονογραφία του Ψελλού:
[2.6] Γράμματα μὲν γὰρ οὐ πολλὰ μεμαθήκει, ἀλλὰ βραχύ τι καὶ ὅσον ἐς παῖδας ἀνήκει τῆς ἑλληνικῆς μετέσχε παιδείας·
[4.7] Παιδείας μὲν γὰρ ἑλληνικῆς ἄμοιρος παντάπασιν ἦν, ἐρρύθμιστο δὲ τὸ ἦθος μᾶλλον ἢ οἱ κατ‘ ἐκείνην φιλοσοφήσαντες,
Κατά τον 12ο αιώνα, η Ελληνική Παιδεία γίνεται δείκτης ανώτερης κοινωνικής θέσης. Το αρχαίο εθνοτικό δίπολο «Ἕλλην-βάρβαρος»
Συμπέρασμα
Με αυτές τις τρεις αναρτήσεις προσπάθησα να εξηγήσω, γιατί ο Καλδέλλης στο τέλος του βιβλίου του “Hellenism in Byzantium” γράφει πως από τους τρεις ιδεολογικούς πυλώνες του Βυζαντίου κατά Ostrogorsky (Ρωμαϊκή Πολιτική Ιδεολογία, Ελληνικός Πολιτισμός και Ορθόδοξος Χριστιανισμός), ο πυλώνας του «Ελληνικού Πολιτισμού» είναι ο λιγότερο σημαντικός και o ολιγοβριθέστερος. Η ολιγοβρίθεια του «Ελληνικού Πολιτισμού» είναι διδιάστατη. Στην δημογραφική διάσταση του ζητήματος, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ολιγοβριθής επειδή ήταν προσιτός μόνο σε μια ισχνή μειοψηφία λογίων και εντελώς απρόσβατος στην πλειοψηφία του πληθυσμού, η οποία όμως ήταν πλήρως εμποτισμένη στους άλλους δύο πυλώνες του Ostrogorky (Ρωμαϊκότητα και Χριστιανισμός). Στην ιδεολογική διάσταση του ζητήματος, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ολιγοβριθής επειδή η στάση των λίγων «ελληνιζόντων» λογίων ήταν «έμφιλτρη» και «ντεκαφεϊνέ», δηλαδή οι λόγιοι αυτοί -εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις όπως ο Ψελλός- δεν έδειξαν ποτέ μια ειλικρινή διάθεση πρόσληψης των Ελληνικών Ιδεών. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η καλλιέργεια ενός επιτηδευμένου γλωσσικού ύφους (αττικισμός) που, μαζί με την γνώση της Αρχαίας Γραμματείας που συνόδευε αυτήν την καλλιέργεια, διαφοροποιούσε την λόγια τάξη από την «μάζα».
Η «Ελληνική Παιδεία», επομένως, ήταν μια τρυφηλή πολυτέλεια των ολίγων και πεπαιδευμένων, κατά τις περιόδους της αμέριμνης ευδαιμονίας. Όταν όμως οι καιροί γίνονταν δύσκολοι και απαιτούσαν πληθυσμιακή συσπείρωση, η επίτευξη αυτής της συσπείρωσης στηριζόταν πάντοτε στους δύο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ πυλώνες του Βυζαντίου: Ρωμαϊκότητα και Χριστιανισμό. Αν υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει αυτό το συμπέρασμα, αυτό είναι οι τρεις πολιορκίες της Κωνσταντινουπόλεως: το 626 συνέβη η τριπλή Αβαρο-Σλαβο-Περσική πολιορκία με τους Αβαρο-Σλάβους να πολιορκούν την πόλη από τα Θεοδοσιανά Τείχη και τους Σασσανίδες Πέρσες να βρίσκονται στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου, ενώ το 674-8 και 717-8 είναι οι Άραβες που πολιορκούν την Βασιλίδα των Πόλεων.
Σύμφωνα με την παράδοση, και στις τρεις πολιορκίες οι πολιορκημένοι Κωνσταντινουπολίτες τραγούδησαν τον Ακάθιστο Ύμνο, δηλαδή τον Ύμνο που εξυμνεί τον θρίαμβο της Θεοτόκου εναντίον της Ελληνικής Παιδείας.
Όποιος θέλει να διαλογιστεί για την θέση του «Έλληνικού Πολιτισμού» στο «Βυζάντιο» ας αναρωτηθεί γιατί η παράδοση που σχηματίστηκε γύρω από αυτές τις πολιορκίες, δεν θέλει τους Κωνσταντινουπολίτες να απαγγέλλουν κάποιο Ομηρικό Έπος ή κάποιον Πλατωνικό Διάλογο.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι·Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε
[…]
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε•
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας•
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν•
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
https://smerdaleos.wordpress.com/
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου