Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί
εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο A' MEΡΟΣ 1/3
Αλβανική -κι όχι ελληνική- η καταγωγή των αρβανιτών
Κύρια προσπάθεια τής επιχείρησης δημιουργίας
ελληνικής εθνικής ταυτότητας από επίσημους και μη φορείς τής Ρωμιοσύνης από τον 19ο αιώνα
και εντεύθεν αποτέλεσε η προσπάθεια
«απόδειξης» τής φυλετικής καθαρότητας,
δηλαδή τής συνέχειας των σημερινών κατοίκων
τού ελλαδικού χώρου στο χρόνο και στο χώρο.
Εργασίες - μελέτες από κύκλο λογίων τής εποχής,
που δημοσιεύτηκαν κατά κόρον σε διάφορα
περιοδικά (Παρνασσός, Ελληνομνήμων, κ.ά.),
εξακολουθούν δε αυτούσιες ή παρόμοιες να
δημοσιεύονται σε εθνικιστικά περιοδικά και
ιστοσελίδες ακόμα και σήμερα, αφιερώθηκαν σε
μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποδοθεί η
προέλευση αρβανίτικων, σλάβικων, τούρκικων
κ.λπ. λέξεων, ονομάτων και τοπωνυμίων σε
δήθεν παραφθορές τής αρχαίας ελληνικής
γλώσσας.
Στη νεοελληνική παιδεία στοχοποιήθηκε ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ, παρ΄ όλο, που δεν είναι ο μόνος· το σύνολο των περιηγητών (αρχαιολατρών, ιστορικών, απεσταλμένων ξένων κυβερνήσεων κ.λπ.) των μεσαιωνικών χρόνων περιγράφουν την μεγάλη έκταση των εποικισμών στην περιοχή. Απάντηση σε όλους αυτούς επιχείρησε να δώσει ο ιστορικός τής Ρωμιοσύνης, Κ. Παπαρρηγόπουλος (βλ. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος) γράφοντας περί τής δήθεν συνέχειας και τής φυλετικής ενότητας των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου στη διαδρομή τής Ιστορίας. Η αμφισβήτηση τού κυρίαρχου αυτού ιστοριογραφικού μοντέλου στην επιεικέστερη εκδοχή της επιχειρήθηκε να παρουσιασθεί ως προερχόμενη από ήσσονος αξίας ιστορικούς και στην αυστηρότερη ως εθνική προδοσία.
Καμμία φυλή όμως, ούτε κανένας λαός στις
μέρες μας είναι φυλετικά καθαρός. Στον ελλαδικό
χώρο ειδικότερα κι εξ αιτίας των βυζαντινών
διωγμών, των επιδημιών, των ανεπάλληλων
κατακτήσεων και τής πειρατείας, ο αριθμός των
ελληνόφωνων Ρωμιών ελαττώθηκε σημαντικά.
Έτσι, ο αριθμός των κατοίκων ενισχύθηκε
επανειλημμένα στο πέρασμα τής Ιστορίας από
ξένους λαούς, στους οποίους τις περισσότερες
φορές δόθηκαν από τις εκάστοτε αρχές επί πλέον
κίνητρα, προκειμένου να εγκατασταθούν στην
περιοχή και να καλύψουν τα πληθυσμιακά κενά.
Θα ξεκινήσουμε στην «Ελεύθερη Έρευνα» την
παρουσίαση μιας σειράς μελετών μας σχετικών
με τους εποικισμούς (αλβανικών, σλάβικων,
τούρκικων κ.ά) στην περιοχή, που εκτείνεται το
σημερινό ελληνικό κράτος.
Η αρχή γίνεται με την παρουσίαση των
αλβανικών εποικισμών.
Γενικά ιστορικά στοιχεία για τους Αλβανούς
Από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς γίνεται
πολύς λόγος για Ιλλυριούς, που κατοικούσαν από
την περιοχή τής Βορείου Ηπείρου μεχρι τη
σημερινή Κροατία και Σερβία. Οι Ιλλυριοί
αποτελούνταν από διάφορα φύλα, τους
Ταυλάντιους, τους Δερρίποες, τούς Δαλματούς,
τους Αρδιαίους ή Ουαρδαίους κ.ά., καθώς και το
πιο νότιο φύλο, τους πιθανότερους εκγόνους τους,
Αλβανούς (καθηγ. Ι. Γ. Κούμαρης, εγκ. λεξ. "
Ηλιος", λήμματα "Ιλλυριοί" και "Αλβανοί").
Από την αρχαιότητα ως τα πρώτα χρόνια τού
περασμένου αιώνα οι Αλβανοί ήταν σκλαβωμένοι
σε άλλες αυτοκρατορίες και δεν είχαν καταφέρει
να σχηματίσουν ενιαίο και ανεξάρτητο βασιλειο.
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς Βάρδυλλις
μετάτρεψε την Ιλλυρία σε αξιόλογη τοπική
δύναμη.
Οι πιο σημαντικές πόλεις των Ιλλυριών ήταν η
Σκόδρα (στη σημερινή Αλβανία) και η Ρίζων (στο
σημερινό Μαυροβούνιο).
Κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες είχαν καταλάβει
τα παράλια τής Νότιας Ιλλυρίας. Οι αποικίες,
που ίδρυσαν κυρίως οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και
οι Κερκυραίοι στα παράλια τής Ιλλυρίας
αναπτύχθηκαν πολύ. Μερικές μάλιστα πόλεις,
όπως η Επίδαμνος (σήμερα λέγεται Durrës =
Δυρράχιο), η Απολλωνία (Fier), ο Ωρικός
(Orikum), η Αυλώνα (Vlora) κι η Εφύρα ήταν
ακουστές, γιατί έγιναν κέντρα ανταλλακτικού
εμπορίου και αμοιβαίας πολιτιστικής επίδρασης.
Στα χρόνια τής μακεδονοκρατίας οι Ιλλυριοί
υποτάχτηκαν στους Μακεδόνες και αργότερα
στους Ρωμαίους, οπότε σιγά-σιγά εκλατινίστηκαν.
Στη διαδρομή των αιώνων οι Ιλλυριοί είχαν στενές σχέσεις (επικοινωνίες, επιγαμίες) με τους Ηπειρώτες καί πολλές φορές ακολούθησαν την ίδια τύχη.
Το αρχαίο όνομα των κατοίκων τής Αλβανίας αν και διατηρήθηκε ως τα βυζαντινά χρόνια, στα νεώτερα ξεχάστηκε. Από τίς πηγές που έφτασαν ως εμάς ξέρουμε, πως ο Έλληνας γεωγράφος Πτολεμαίος τού 2ου μ.Χ. αιώνα μνημονεύει μια αλβανική φυλή, καθώς και μια αλβανική πόλη, την Αλβανόπολη (το σημερινό αλβανικό χωριό λίγο έξω από τα Τίρανα, Άρβανα).
Με τον ερχομό των σλαβικών φύλων τον 7ο αιώνα στα Βαλκάνια, πολλά ιλλυρικά φύλα τού βορά εξαφανίστηκαν, ενώ άλλα καταπιέστηκαν και συγχωνεύτηκαν. Έτσι, σταδιακά, το όνομα Ιλλυριοί αντικαταστάθηκε με το όνομα Αλβανοί από τα λίγα φύλα, που επιβίωσαν.
Οι Έλληνες τους κατοίκους τής Αλβανίας τους έλεγαν όχι μόνον Αλβανούς, αλλά και Αρβανούς και Αρβανίτες, οι δυτικοί Arbanenses ή Albanenses, ενώ οι Τούρκοι Αρναούτ.
Αργότερα πρόβαλε ένα άλλο όνομα, το Σκιπετάρ, που ακόμα οι γλωσσολόγοι δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν για την ετυμολογία του.
Επειδή η Αλβανία κατακτήθηκε από ξένους λαούς, η σημερινή αλβανική γλώσσα έχει πολλές λέξεις ρωμαϊκές - λατινικές, βενετσάνικες, ελληνικές και τουρκικές. |
Η Αλβανία στη βυζαντινή περίοδο απο τη μια μεριά με το να είναι τόπος βουνήσιος και άγονος και από την άλλη με το να είναι μακριά από τα τότε εμπορικά κέντρα και σταυροδρόμια έμεινε καθυστερημένη.
Η βυζαντινή κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για την Αλβανία, όπως γιά άλλες επαρχίες κι έτσι οι Αλβανοί έμειναν πολύ πίσω. Αποτελούσαν ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες, που λέγονταν φάρες.
Αρκετοί Αλβανοί πάντως υπηρέτησαν στο βυζαντινό στρατό και πολλοί ήταν στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι.
Μάλιστα μερικοί απ΄ αυτούς πήραν μεγάλα αξιώματα. Βυζαντινολόγοι δέχονται, πως ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου Αναστάσιος Α΄ ήταν Αλβανός, καθώς και η οικογένεια τού Ιουστινιανού. (Βλ. Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!)
Όπως και στις άλλες περιοχές τής Βαλκανικής, έτσι και στην Αλβανία σημειώθηκαν μεγάλες εθνογραφικές μεταβολές από την εισβολή διαφόρων φυλών, όπως κυρίως των Σλάβων. Ο αρχαίος πληθυσμός της ανακατώθηκε με τους λαούς που εισέβαλαν από τον 4ο αιώνα κι ύστερα από το βορά στο έδαφός της.
Τον 7ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία Σέρβοι καί Βούλγαροι, που με τις επιγαμίες τους με τους ντόπιους άσκησαν μεγάλη επίδραση. Από την εποχή αυτή και μετά η πολιτιστική αλληλεπίδραση Αλβανών και Σλάβων είναι φανερή κι εκδηλώνεται στα διαμορφωθέντα ήθη καί έθιμα.
Η Αλβανία για μια ορισμένη εποχή πέρασε και στην κατοχή των Βουλγάρων, τον 11ο όμως αιώνα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος έδιωξε τους Βούλγαρους από την Αλβανία. |
Στα χρόνια τής παρακμής τού Βυζαντίου, η Αλβανία ξέφυγε από τον έλεγχο τής βυζαντινής κυβέρνησης, οπότε τον 12ο αιώνα σχηματίστηκαν δύο ανεξάρτητα αλβανικά πριγκηπάτα με επικεφαλής τούς αδελφούς Προγγόνη και Γκίνη, ο οποίος λεγόταν από τους βυζαντινούς Ιωάννης Μπούας ή Σπάτας. Αργότερα, όταν σχηματίστηκε η λατινική αυτοκρατορία, η Αλβανία μαζί με την Ήπειρο και τη δυτική κεντρική Ελλάδα ανήκαν στο δεσποτάτο τής Ηπείρου, ενώ ορισμένες μόνον παράλιες πόλεις της ήταν κτήσεις τής Βενετίας.
Στα κατοπινά χρόνια, όταν η βαλκανική αναστατώθηκε από ξένες επιδρομές και πολέμους, η Αλβανία είδε να πηγαινοέρχονται στόλοι και στρατοί των εμπολέμων.
Ως εκείνη την εποχή δεν είχαν σημειωθεί ομαδικές μετακινήσεις Αλβανών προς τις νοτιότερες περιοχές. Από τα μέσα όμως τού 14ου αιώνα πολλοί Αλβανοί μετακινούνται προς τη Θεσσαλία και στο τέλος τού ίδιου αιώνα και τον 15ο, ακόμα νοτιότερα, στην κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, νησιά Αργοσαρωνικού και Αιγαίου.
Ο Σπυρίδων Λάμπρου, σε μιά σχετικά σύντομη μελέτη του, θεωρεί τούς Αρβανίτες τής Θεσσαλίας λιγότερους από 10.000, αλλά χαρακτηρίζει μιά μεταγενέστερη εποίκισή τους «έτι πολυπληθεστέρα», («Η ονοματολογία τής Αττικής και η εις την χώραν εποίκισις των Αλβανών», Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Επετηρίας, τόμ. Α΄, σελ. 166, 1897.)
Οι Αλβανοί συνίστανται από δύο διακεκριμένους κλάδους. Τους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες.
Οι Γκέγκηδες είναι ψηλοί με σκοτεινό χρώμα τριχών, ενώ οι Τόσκηδες είναι κοντύτεροι, λιγότερο βραχυκέφαλοι και με ανοικτό χρώμα τριχών.
Οι αλβανικές αποικίες στην Ελλάδα συνίστανται αποκλειστικά από Τόσκηδες. Ο κλάδος αυτός διαιρείται σε πολλές φατρίες: Τους κυρίως Τόσκηδες, τους Τσάμηδες και τους Λιάπηδες.
Παλαιότερα υποστηρίχτηκε, πως οι Αλβανοί ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν μάλιστα πολλοί στη Μάνη, από τον 8ο και 9ο αιώνα. (Βλ. μελέτη Σ.Γ. Παναγιωτόπουλου, στο περ. «Εβδομάς», τ.4, 1884, σ. 113 και ΚανελλΙδη, στο ίδιο περιοδικό, τ.4, 1887, φύλ. 37, σελ. 1-3, φύλ. 38, σελ. 3 - 4 και φύλ. 39, σελ. 1).
Πρίν όμως από αυτούς, ο Σάθας διατύπωσε τη γνώμη, πως οι Αλβανοί είχαν έρθει στην Πελοπόννησο από τον 7ο αιώνα και πως οι αναφερόμενοι από τους βυζαντινούς, Σλάβοι και Άβαροι, ήταν Αλβανοί. («Μνημεία τής ελληνικής ιστoρίας», πρόλογοι τόμ. Ι και ΙV).
Η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Ρούμελη, η Αττική, η Μεγαρίδα, το μεγαλύτερο μέρος τής Βοιωτίας, η Πελοπόννησος (όλη η Αργολίδα και η Κορινθία μέχρι την ανατολική Αχαΐα και τη βόρεια Αρκαδία, οι πλαγιές τού Ταΰγετου -Βαρδούνια-, Κάβο Μαλιά -Βάτικα-, βόρεια Καρύταινα, Πύλος, Κορώνη), η νότια Εύβοια και πολλά νησιά (Άνδρος, όλη η Ύδρα, όλες οι Σπέτσες, όλη η Σαλαμίνα, μέρος τής Αίγινας, καθώς και πολλά νησιά τού Αιγαίου, π.χ. Κέα, Κύθνος, Σκόπελος, Ίος, Σάμος, Κάσος κ.ά.) γέμισαν από Αλβανούς, πολλοί από τους οποίους ακόμα και σήμερα μιλούν την αλβανική (αρβανίτικα). (Βλ. Σπυρ. Λάμπρου: «Η ονοματολογία τής Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών» στην «Επετηρίδα Συλλόγου Παρνασσού», τ. 1, 1896, Μ. Λαμπρινίδου: «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον», Αθήνα, 1907, Ιωάννη Χρ. Πούλου: «Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», Αθήνα, 1950, Π. Φουρίκη: «Μελέτες και άρθρα», στη «Λαογραφία», τ. 9, 1926, σελ. 507-563, στο περιοδ. «Αθηνά», τ. 40, 1928, σελ. 26-59 και τ. 43, 1931, σελ. 3 και πέρα, στο «Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος», 1922, σελ. 404-420), Δ. Πασχάλη: «Οι Αλβανοί εις τας Κυκλάδας», στο «Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος», 1934, σελ. 262-282.) |
Πλήθος Αλβανών κατέκλυσαν και τα Ιόνια. Σύμφωνα με τον Ουίλλιαμ Μίλλερ, έως το 1470, είχαν έλθει 15.000 στη Λευκάδα από την Ήπειρο και 10.000 στη Ζάκυνθο. («Ιστορία τής Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι», τόμ. III, σελ. 47.) Το 1528 ο Αλβανικός πληθυσμός τής Ζακύνθου είχε αυξηθεί στα 17.255 άτομα.
Ο μεσαιωνοδίφης Κ. Σάθας, ανακάλυψε στα αρχεία τής Βενετικής Δημοκρατίας έγγραφα και διατάγματα, που μας μιλούν γι΄ αυτές τις αλβανικές μεταναστεύσεις.
Σύμφωνα με αυτά, στις 30.4.1541, αποφασίστηκε από την Βενετική Γερουσία η εγκατάσταση τεσσάρων σωμάτων Αρβανιτών με αρχηγούς τους Παύλο Μπούα, Ρεπούση Μπουζίκα, Γιώργο Γκερμπέση και Αλέξη Γκαμπριέρα στις Βενετικές κτήσεις τής Κρήτης, Ζακύνθου, Κεφαλλονιάς και Κέρκυρας.
«Ο
Μαραθών, αι Πλαταιαί, τα Λεύκτρα, η
Σαλαμίς, η Μαντινεία, η Είρα και η
Ολυμπία κατοικούνται νυν από Αλβανών
και όχι υπό Ελλήνων. Ακόμη και εις τας
οδούς των Αθηνών, καίτοι διατελούσης
ήδη τόσων χρόνων πρωτευούσης τού
Ελληνικού βασιλείου, η Αλβανική γλώσσα
ακούεται ακόμη μεταξύ των παιδίων των
παιζόντων εις τους δρόμους παρά τον
ναόν τού Θησέως και την πύλην τού
Αδριανού». (Γεωργίου Φίνλεϋ: «Ιστορία
τής ελληνικής επαναστάσεως», μετάφραση:
Αλ. Παπαδιαμάντη, τ. Α΄, κεφ. Β΄, σελ.
74, έκδ. «Ίδρυμα τής Βουλής των Ελλήνων»,
Αθήνα, 2008).
|
Πολλές
ιστορικές πηγές αναφέρουν πολλαπλά
κρούσματα πανώλης σε πολλά μέρη τού
ελλαδικού χώρου. Ειδικά τo 746 η πανούκλα,
που μεταδόθηκε στην Ελλάδα και την
Ιταλία εξολόθρευσε τον ελληνικό
πληθυσμό. Ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου,
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
μνημονεύοντας το γεγονός τού λοιμού
και κάνοντας λόγο για την τότε κάθοδο
των Σλάβων γράφει, πως «εσλαβώθη πάσα
η χώρα» («Περί θεμάτων», ΙΙ, 3). (Για τους
σλάβικους εποικισμούς στον ελλαδικό
χώρο θα παρουσιασθεί ειδική σχετική
μελέτη προσεχώς στην «Ελεύθερη
Έρευνα».) Στη «λειψανδρία» αναφέρεται κι ο Κ.
Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία τού
ελληνικού έθνους» (τόμ. Δ΄, σελ. 391). Το
1348 η πανούκλα, που έμεινε γνωστή στη
μεσαιωνική ιστορία σαν μαύρος θάνατος,
θέρισε τη Μεσόγειο και ολόκληρη την
ηπειρωτική Ευρώπη, από τη Μόσχα ως τη
Φλάνδρα. Οι πληθυσμοί των ελληνικών
ακτών και των νήσων αποδεκατίστηκαν
και πάλι.
|
Ορμητήρια
των κουρσάρων ήταν η Αίγινα, η Σαλαμίνα
και η Μάκρη (πρόκειται για την απέναντι
τού Λαυρίου, Μακρόνησο, όπου υπήρχε
μονή τού Αγίου Γεωργίου). Η Αίγινα είχε
ερημωθεί. Οι περισσότεροι κάτοικοι
είχαν εγκαταλείψει το νησί κι όσοι
απέμειναν συνεργάζονταν με τους
πειρατές. Ασύδοτοι αποβιβάζονταν στις
ακτές τής Αττικής, απογύμνωναν και
αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους και
ακρωτηρίαζαν ή ρινοκοπούσαν όσους
δεν μπορούσαν να προσφέρουν λύτρα. Κλάδευαν τα χέρια των ανθρώπων «σαν
ξερόκλαδα». Και γέμισε ο τόπος από
«χειροτμήτους» και «ρινοτμήτους». Κι
είχαν τόσο αποθρασυνθεί, που εισχωρούσαν
και στα μεσόγεια. Οι πειρατικές
επιδρομές είχαν ξεκληρίσει τους
πληθυσμούς των νησιών και των παραλιακών
περιοχών τής ηπειρωτικής Ελλάδας.
|
Ο
Γενοβέζος καπετάνιος Francesco - Maria Levanto
σημείωνε στο χρονικό του: «Η σημερινή
Αθήνα δεν είναι παρά ένας έρημος,
άγονος τόπος, κατασπαρμένος με πέτρες».
(Prima parte dello specchio del Mare Mediterraneo dal capitan
Francesco - Maria Levanto (In Genova, 1664.)
«Η
άλλοτε ένδοξη Αθήνα είναι τόσο
ερημωμένη, που φαίνεται απίστευτο,
ότι υπήρξε κάποτε ένδοξη. Εγώ,
τουλάχιστον, δεν είδα πουθενά φοβερότερο
τόπο. Ερημιά, ξεραΐλα, αγκαθιές και
βάλτοι.» Εντυπώσεις τού Γάλλου
πρεσβευτή, D΄ Aramon, όπως τις κατέγραψε
ο γραμματικός του, ο ευγενής Jean Chesneau
το 1546. (Jean
Chesneau: Le voyage de monsieur d΄
Aramon
ambassadeur
pour le Roy en Levant, escript par un noble homme Jean Chesneau
publie et annote par M. Ch. Schefer
(Paris, 1887).
|
Αποικίζοντας
τη Θεσσαλία [ο όρος Θεσσαλία (=Βλαχιά)
την εποχή εκείνη περιλάμβανε όλη τη
Μέση Ελλάδα με την Αιτωλία και την
Ακαρνανία], την Αττική, την Πελοπόννησο
με μεγάλες ομάδες (πατριές) Αλβανών,
ήθελαν να καλύψουν τις γεωργικές
ανάγκες των μερών αυτών, γιατί δεν
υπήρχαν εργατικά χέρια για την
καλλιέργεια τής γης.
Εκτός
από αυτούς τους λόγους όμως, οι Αλβανοί
από τα μέσα τού 14ου
αιώνα
κι έπειτα αντίκριζαν μεγάλες βιωτικές
δυσχέρειες. Οι στρατοί, που πέρασαν
από τον τόπο τους, το σταμάτημα των
ανταλλαγών στη βορειοδυτική Ελλάδα,
η εγκατάλειψή τους από τους κυβερνήτες
τού Δεσποτάτου τής Ηπείρου και τού
Βυζαντίου, δημιούργησαν σε πολλές
περιοχές τής Αλβανίας αφάνταστες
βιωτικές δυσχέρειες. Αναγκάστηκαν
λοιπον ν΄ αφήσουν τα χωριά τους πολλές
φάρες και να κατέβουν στη Θεσσαλία
και Ήπειρο, για να βρουν τα μέσα τής
συντήρησής τους. |
Όσο
για την Αχαΐα, εκεί γράφει, πως
κατοικούσαν Αλβανοί, στους οποίους
είχε επιτρέψει ο αυτοκράτορας να
εξουσιάζουν τους τόπους, που τους
κατείχαν, ως πατρική κληρονομιά.
(«Ώκουν άνδρες Αλβανοί, υπό βασιλέως
συγχωρηθέντες έρχειν τής πατρώας
αυτών χώρας», G. Hertzberg: «Ιστορία τής
Ελλάδος από τής λήξεως τού αρχαίου
βίου έως σήμερον», μετάφραση: Π.
Καρολίδου, τόμ. Α΄, σελ. 555.)
|
Μέσα
σε 30 χρόνια οι Αλβανοί, που κατέβηκαν
κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία,
όχι μόνο πλήθαιναν πολύ, αλλά και με
την εργατικότητά, τους, έγιναν
περιζήτητοι. Ήταν λιτοδίαιτοι και
χωρίς αξιώσεις μισθών. Γι΄ αυτό
πρόσφεραν σχεδόν δωρεάν την εργασία
τους στα αφεντικά - τσιφλικάδες.
|
Οι
Βενετοί έφεραν πολλούς Αλβανούς στην
Εύβοια, που ορισμένα σημεία της είχαν
ερημώσει από την πανώλη. Παραχώρησαν
σ΄ αυτούς χέρσες εκτάσεις να καλλιεργούν
με τον όρο να διατηρούν αλόγα και να
κατατάσσονται οι νέοι απ΄ αυτούς στο
στρατό και να φυλάνε την Εύβοια από
τους ληστοπειρατές και άλλους
εχθρούς. Το 1363 (8 Ιουνίου) η βενετική
Γερουσία διαπιστώνει, ότι «το Νεγρεπόντε
(η πόλη) και ολόκληρο το νησί (τής
Εύβοιας) έχουν εποικισθεί και τα
εισοδήματα από τους φόρους είναι πολύ
αυξημένα»· (βλ. Thiriet, Regestes, I, σελ. 105, αρ.
408). Από την Εύβοια οι Αλβανοί μετανάστευσαν
στην Άνδρο και σ΄ αλλά νησιά.
|
Τον
καιρό, που κυβερνούσε το Βυζάντιο ο
Ιωάννης Καντακουζηνός, ο δεσπότης τού
Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνός, εξ
αιτίας, που στην Πελοπόννησο είχε
αραιωθεί πολύ ο αγροτικός πληθυσμός
από τις επιδρομές των Φράγκων και
Τούρκων και σε πολλές περιοχές τα
χωράφια και αμπέλια έμειναν ακαλλιέργητα,
έστειλε απεσταλμένους στην Αλβανία
και κάλεσε 10.000 χιλιάδες Αλβανούς, που
ήρθαν με τις οικογένειές τους και
εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο. Ίδρυσαν
χωριστούς συνοικισμούς και δούλευαν
στα κτήματα των φεουδαρχών για ένα
κομμάτι ψωμί.
Ύστερα
από μερικά χρόνια, όταν δεσπότης τού
Μυστρά ήταν ο Θεόδωρος Α΄ (ο γιος τού
αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιωάννη Ε΄
Παλαιολόγου), ο Θεόδωρος κάλεσε αλλες
10.000 αλβανικές οικογένειες και τις
εγκατέστησε στις διάφορες περιοχές
τού Δεσποτάτου. (Βλ.
Ε.
Legrand, «Lettres de l΄empereur
Manuel Paleologue», Paris, 1893, σελ.
40-41).
|
Από
τα παραπάνω έχουμε επίσημη ομολογία,
πως οι Αλβανοί στα χρόνια αυτά δεν
ήρθαν σαν επιδρομείς, αλλά σαν σύμμαχοι. Προσκλήθηκαν από το δεσπότη τής
Πελοποννήσου Θεόδωρο Παλαιολόγο και
εγκαταστάθηκαν στις ρημαγμένες από
τους Φράγκους και Καταλάνους περιοχές. Κι έτσι, εξόν που σαν κτηνοτρόφοι και
γεωργοί πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες,
πολλοί απ΄ αυτούς υπηρέτησαν και ως
μισθοφόροι τους Παλαιολόγους.
|
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο A' MEΡΟΣ
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Β' MEΡΟΣ
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Γ' MEΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου