Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο A' MEΡΟΣ 1/3

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο A' MEΡΟΣ 1/3

Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο A' MEΡΟΣ 1/3

Αλβανική -κι όχι ελληνική- η καταγωγή των αρβανιτών


Κύρια προσπάθεια τής επιχείρησης δημιουργίας

ελληνικής εθνικής ταυτότητας από επίσημους και μη φορείς τής Ρωμιοσύνης από τον 19ο αιώνα

και εντεύθεν αποτέλεσε η προσπάθεια

«απόδειξης» τής φυλετικής καθαρότητας,

δηλαδή τής συνέχειας των σημερινών κατοίκων

τού ελλαδικού χώρου στο χρόνο και στο χώρο.





Εργασίες - μελέτες από κύκλο λογίων τής εποχής,

που δημοσιεύτηκαν κατά κόρον σε διάφορα

περιοδικά (Παρνασσός, Ελληνομνήμων, κ.ά.),

εξακολουθούν δε αυτούσιες ή παρόμοιες να

δημοσιεύονται σε εθνικιστικά περιοδικά και

ιστοσελίδες ακόμα και σήμερα, αφιερώθηκαν σε

μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποδοθεί η

προέλευση αρβανίτικων, σλάβικων, τούρκικων

κ.λπ. λέξεων, ονομάτων και τοπωνυμίων σε

δήθεν παραφθορές τής αρχαίας ελληνικής

γλώσσας.



Στη νεοελληνική παιδεία στοχοποιήθηκε ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ, παρ΄ όλο, που δεν είναι ο μόνος· το σύνολο των περιηγητών (αρχαιολατρών, ιστορικών, απεσταλμένων ξένων κυβερνήσεων κ.λπ.) των μεσαιωνικών χρόνων περιγράφουν την μεγάλη έκταση των εποικισμών στην περιοχή. Απάντηση σε όλους αυτούς επιχείρησε να δώσει ο ιστορικός τής Ρωμιοσύνης, Κ. Παπαρρηγόπουλος (βλ. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος) γράφοντας περί τής δήθεν συνέχειας και τής φυλετικής ενότητας των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου στη διαδρομή τής Ιστορίας. Η αμφισβήτηση τού κυρίαρχου αυτού ιστοριογραφικού μοντέλου στην επιεικέστερη εκδοχή της επιχειρήθηκε να παρουσιασθεί ως προερχόμενη από ήσσονος αξίας ιστορικούς και στην αυστηρότερη ως εθνική προδοσία.





Καμμία φυλή όμως, ούτε κανένας λαός στις

μέρες μας είναι φυλετικά καθαρός. Στον ελλαδικό

χώρο ειδικότερα κι εξ αιτίας των βυζαντινών

διωγμών, των επιδημιών, των ανεπάλληλων

κατακτήσεων και τής πειρατείας, ο αριθμός των

ελληνόφωνων Ρωμιών ελαττώθηκε σημαντικά.





Έτσι, ο αριθμός των κατοίκων ενισχύθηκε

επανειλημμένα στο πέρασμα τής Ιστορίας από

ξένους λαούς, στους οποίους τις περισσότερες

φορές δόθηκαν από τις εκάστοτε αρχές επί πλέον

κίνητρα, προκειμένου να εγκατασταθούν στην

περιοχή και να καλύψουν τα πληθυσμιακά κενά.




Θα ξεκινήσουμε στην «Ελεύθερη Έρευνα» την

παρουσίαση μιας σειράς μελετών μας σχετικών

με τους εποικισμούς (αλβανικών, σλάβικων,

τούρκικων κ.ά) στην περιοχή, που εκτείνεται το

σημερινό ελληνικό κράτος.







Η αρχή γίνεται με την παρουσίαση των


αλβανικών εποικισμών.





Γενικά ιστορικά στοιχεία για τους Αλβανούς

Από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς γίνεται

πολύς λόγος για Ιλλυριούς, που κατοικούσαν από

την περιοχή τής Βορείου Ηπείρου μεχρι τη

σημερινή Κροατία και Σερβία. Οι Ιλλυριοί

αποτελούνταν από διάφορα φύλα, τους

Ταυλάντιους, τους Δερρίποες, τούς Δαλματούς,

τους Αρδιαίους ή Ουαρδαίους κ.ά., καθώς και το

πιο νότιο φύλο, τους πιθανότερους εκγόνους τους,

Αλβανούς (καθηγ. Ι. Γ. Κούμαρης, εγκ. λεξ. "

Ηλιος", λήμματα "Ιλλυριοί" και "Αλβανοί").





Από την αρχαιότητα ως τα πρώτα χρόνια τού

περασμένου αιώνα οι Αλβανοί ήταν σκλαβωμένοι

σε άλλες αυτοκρατορίες και δεν είχαν καταφέρει

να σχηματίσουν ενιαίο και ανεξάρτητο βασιλειο.





Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς Βάρδυλλις

μετάτρεψε την Ιλλυρία σε αξιόλογη τοπική

δύναμη.



Οι πιο σημαντικές πόλεις των Ιλλυριών ήταν η

Σκόδρα (στη σημερινή Αλβανία) και η Ρίζων (στο

σημερινό Μαυροβούνιο).



Κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες είχαν καταλάβει

τα παράλια τής Νότιας Ιλλυρίας. Οι αποικίες,

που ίδρυσαν κυρίως οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και

οι Κερκυραίοι στα παράλια τής Ιλλυρίας

αναπτύχθηκαν πολύ. Μερικές μάλιστα πόλεις,

όπως η Επίδαμνος (σήμερα λέγεται Durrës =

Δυρράχιο), η Απολλωνία (Fier), ο Ωρικός

(Orikum), η Αυλώνα (Vlora) κι η Εφύρα ήταν

ακουστές, γιατί έγιναν κέντρα ανταλλακτικού

εμπορίου και αμοιβαίας πολιτιστικής επίδρασης.



Στα χρόνια τής μακεδονοκρατίας οι Ιλλυριοί

υποτάχτηκαν στους Μακεδόνες και αργότερα

στους Ρωμαίους, οπότε σιγά-σιγά εκλατινίστηκαν.

 





Στη διαδρομή των αιώνων οι Ιλλυριοί είχαν στενές σχέσεις (επικοινωνίες, επιγαμίες) με τους Ηπειρώτες καί πολλές φορές ακολούθησαν την ίδια τύχη.

 

Το αρχαίο όνομα των κατοίκων τής Αλβανίας αν και διατηρήθηκε ως τα βυζαντινά χρόνια, στα νεώτερα ξεχάστηκε. Από τίς πηγές που έφτασαν ως εμάς ξέρουμε, πως ο Έλληνας γεωγράφος Πτολεμαίος τού 2ου μ.Χ. αιώνα μνημονεύει μια αλβανική φυλή, καθώς και μια αλβανική πόλη, την Αλβανόπολη (το σημερινό αλβανικό χωριό λίγο έξω από τα Τίρανα, Άρβανα).

 

Με τον ερχομό των σλαβικών φύλων τον 7ο αιώνα στα Βαλκάνια, πολλά ιλλυρικά φύλα τού βορά εξαφανίστηκαν, ενώ άλλα καταπιέστηκαν και συγχωνεύτηκαν. Έτσι, σταδιακά, το όνομα Ιλλυριοί αντικαταστάθηκε με το όνομα Αλβανοί από τα λίγα φύλα, που επιβίωσαν.

 

Οι Έλληνες τους κατοίκους τής Αλβανίας τους έλεγαν όχι μόνον Αλβανούς, αλλά και Αρβανούς και Αρβανίτες, οι δυτικοί Arbanenses ή Albanenses, ενώ οι Τούρκοι Αρναούτ.



Αργότερα πρόβαλε ένα άλλο όνομα, το Σκιπετάρ, που ακόμα οι γλωσσολόγοι δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν για την ετυμολογία του.



Επειδή η Αλβανία κατακτήθηκε από ξένους λαούς, η σημερινή αλβανική γλώσσα έχει πολλές λέξεις ρωμαϊκές - λατινικές, βενετσάνικες, ελληνικές και τουρκικές.





Η Αλβανία στη βυζαντινή περίοδο απο τη μια μεριά με το να είναι τόπος βουνήσιος και άγονος και από την άλλη με το να είναι μακριά από τα τότε εμπορικά κέντρα και σταυροδρόμια έμεινε καθυστερημένη.



Η βυζαντινή κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για την Αλβανία, όπως γιά άλλες επαρχίες κι έτσι οι Αλβανοί έμειναν πολύ πίσω. Αποτελούσαν ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες, που λέγονταν φάρες.



Αρκετοί Αλβανοί πάντως υπηρέτησαν στο βυζαντινό στρατό και πολλοί ήταν στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι.



Μάλιστα μερικοί απ΄ αυτούς πήραν μεγάλα αξιώματα. Βυζαντινολόγοι δέχονται, πως ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου Αναστάσιος Α΄ ήταν Αλβανός, καθώς και η οικογένεια τού Ιουστινιανού. (Βλ. Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!)







Όπως και στις άλλες περιοχές τής Βαλκανικής, έτσι και στην Αλβανία σημειώθηκαν μεγάλες εθνογραφικές μεταβολές από την εισβολή διαφόρων φυλών, όπως κυρίως των Σλάβων. Ο αρχαίος πληθυσμός της ανακατώθηκε με τους λαούς που εισέβαλαν από τον 4ο αιώνα κι ύστερα από το βορά στο έδαφός της.

 

Τον 7ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία Σέρβοι καί Βούλγαροι, που με τις επιγαμίες τους με τους ντόπιους άσκησαν μεγάλη επίδραση. Από την εποχή αυτή και μετά η πολιτιστική αλληλεπίδραση Αλβανών και Σλάβων είναι φανερή κι εκδηλώνεται στα διαμορφωθέντα ήθη καί έθιμα.

 

Η Αλβανία για μια ορισμένη εποχή πέρασε και στην κατοχή των Βουλγάρων, τον 11ο όμως αιώνα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος έδιωξε τους Βούλγαρους από την Αλβανία.





Στα χρόνια τής παρακμής τού Βυζαντίου, η Αλβανία ξέφυγε από τον έλεγχο τής βυζαντινής κυβέρνησης, οπότε τον 12ο αιώνα σχηματίστηκαν δύο ανεξάρτητα αλβανικά πριγκηπάτα με επικεφαλής τούς αδελφούς Προγγόνη και Γκίνη, ο οποίος λεγόταν από τους βυζαντινούς Ιωάννης Μπούας ή Σπάτας. Αργότερα, όταν σχηματίστηκε η λατινική αυτοκρατορία, η Αλβανία μαζί με την Ήπειρο και τη δυτική κεντρική Ελλάδα ανήκαν στο δεσποτάτο τής Ηπείρου, ενώ ορισμένες μόνον παράλιες πόλεις της ήταν κτήσεις τής Βενετίας.



Στα κατοπινά χρόνια, όταν η βαλκανική αναστατώθηκε από ξένες επιδρομές και πολέμους, η Αλβανία είδε να πηγαινοέρχονται στόλοι και στρατοί των εμπολέμων.



Ως εκείνη την εποχή δεν είχαν σημειωθεί ομαδικές μετακινήσεις Αλβανών προς τις νοτιότερες περιοχές. Από τα μέσα όμως τού 14ου αιώνα πολλοί Αλβανοί μετακινούνται προς τη Θεσσαλία και στο τέλος τού ίδιου αιώνα και τον 15ο, ακόμα νοτιότερα, στην κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, νησιά Αργοσαρωνικού και Αιγαίου.



Ο Σπυρίδων Λάμπρου, σε μιά σχετικά σύντομη μελέτη του, θεωρεί τούς Αρβανίτες τής Θεσσαλίας λιγότερους από 10.000, αλλά χαρακτηρίζει μιά μεταγενέστερη εποίκισή τους «έτι πολυπληθεστέρα», («Η ονοματολογία τής Αττικής και η εις την χώραν εποίκισις των Αλβανών», Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Επετηρίας, τόμ. Α΄, σελ. 166, 1897.)



Οι Αλβανοί συνίστανται από δύο διακεκριμένους κλάδους. Τους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες.



Οι Γκέγκηδες είναι ψηλοί με σκοτεινό χρώμα τριχών, ενώ οι Τόσκηδες είναι κοντύτεροι, λιγότερο βραχυκέφαλοι και με ανοικτό χρώμα τριχών.



Οι αλβανικές αποικίες στην Ελλάδα συνίστανται αποκλειστικά από Τόσκηδες. Ο κλάδος αυτός διαιρείται σε πολλές φατρίες: Τους κυρίως Τόσκηδες, τους Τσάμηδες και τους Λιάπηδες.





Παλαιότερα υποστηρίχτηκε, πως οι Αλβανοί ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν μάλιστα πολλοί στη Μάνη, από τον 8ο και 9ο αιώνα. (Βλ. μελέτη Σ.Γ. Παναγιωτόπουλου, στο περ. «Εβδομάς», τ.4, 1884, σ. 113 και ΚανελλΙδη, στο ίδιο περιοδικό, τ.4, 1887, φύλ. 37, σελ. 1-3, φύλ. 38, σελ. 3 - 4 και φύλ. 39, σελ. 1).



Πρίν όμως από αυτούς, ο Σάθας διατύπωσε τη γνώμη, πως οι Αλβανοί είχαν έρθει στην Πελοπόννησο από τον 7ο αιώνα και πως οι αναφερόμενοι από τους βυζαντινούς, Σλάβοι και Άβαροι, ήταν Αλβανοί. («Μνημεία τής ελληνικής ιστoρίας», πρόλογοι τόμ. Ι και ΙV).

 



Η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Ρούμελη, η Αττική, η Μεγαρίδα, το μεγαλύτερο μέρος τής Βοιωτίας, η Πελοπόννησος (όλη η Αργολίδα και η Κορινθία μέχρι την ανατολική Αχαΐα και τη βόρεια Αρκαδία, οι πλαγιές τού Ταΰγετου -Βαρδούνια-, Κάβο Μαλιά -Βάτικα-, βόρεια Καρύταινα, Πύλος, Κορώνη), η νότια Εύβοια και πολλά νησιά (Άνδρος, όλη η Ύδρα, όλες οι Σπέτσες, όλη η Σαλαμίνα, μέρος τής Αίγινας, καθώς και πολλά νησιά τού Αιγαίου, π.χ. Κέα, Κύθνος, Σκόπελος, Ίος, Σάμος, Κάσος κ.ά.) γέμισαν από Αλβανούς, πολλοί από τους οποίους ακόμα και σήμερα μιλούν την αλβανική (αρβανίτικα). (Βλ. Σπυρ. Λάμπρου: «Η ονοματολογία τής Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών» στην «Επετηρίδα Συλλόγου Παρνασσού», τ. 1, 1896, Μ. Λαμπρινίδου: «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον», Αθήνα, 1907, Ιωάννη Χρ. Πούλου: «Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», Αθήνα, 1950, Π. Φουρίκη: «Μελέτες και άρθρα», στη «Λαογραφία», τ. 9, 1926, σελ. 507-563, στο περιοδ. «Αθηνά», τ. 40, 1928, σελ. 26-59 και τ. 43, 1931, σελ. 3 και πέρα, στο «Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος», 1922, σελ. 404-420), Δ. Πασχάλη: «Οι Αλβανοί εις τας Κυκλάδας», στο «Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος», 1934, σελ. 262-282.)



Πλήθος Αλβανών κατέκλυσαν και τα Ιόνια. Σύμφωνα με τον Ουίλλιαμ Μίλλερ, έως το 1470, είχαν έλθει 15.000 στη Λευκάδα από την Ήπειρο και 10.000 στη Ζάκυνθο. («Ιστορία τής Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι», τόμ. III, σελ. 47.) Το 1528 ο Αλβανικός πληθυσμός τής Ζακύνθου είχε αυξηθεί στα 17.255 άτομα.



Ο μεσαιωνοδίφης Κ. Σάθας, ανακάλυψε στα αρχεία τής Βενετικής Δημοκρατίας έγγραφα και διατάγματα, που μας μιλούν γι΄ αυτές τις αλβανικές μεταναστεύσεις.



Σύμφωνα με αυτά, στις 30.4.1541, αποφασίστηκε από την Βενετική Γερουσία η εγκατάσταση τεσσάρων σωμάτων Αρβανιτών με αρχηγούς τους Παύλο Μπούα, Ρεπούση Μπουζίκα, Γιώργο Γκερμπέση και Αλέξη Γκαμπριέρα στις Βενετικές κτήσεις τής Κρήτης, Ζακύνθου, Κεφαλλονιάς και Κέρκυρας.



 

Η κατάληξη -ατ είναι αθροιστική και σημαίνει τους οικιστές, όταν τη βρίσκουμε σε ονόματα χωριών, ή ολόκληρη μία φάρα Αρνανιτών. 
 
Επικράτησε στην Κεφαλλονιά με τον τύπο -άτα, από τους πρώτους Αρβανίτες εποίκους, που εγκαταστάθηκαν εκεί κατά τις αρχές τού 16ου αιώνα. Στο χάρτη εικονίζεται ένα μέρος τής Κεφαλονιάς· όλα τα τοπωνύμια είναι σε -άτα, εκτός μιάς Παναγιάς και μιάς Αγίας Ευφημίας.


Μέχρι σήμερα συναντάμε στα μέρη αυτά Αρβανίτικα ονόματα. Στην Κρήτη: Κούντουρος, Βρεττός κ.λπ.. Στη Ζάκυνθο: Σιγούρος (Σγούρος ή Σγουρός), Μάτεσης, Δούσμανης, Μάρμορης, Κόκλας κ.λπ.. Στην Κεφαλλονιά υπάρχουν ολόκληρα Αρβανιτοχώρια: Κομποθεκράτα (Κομποθέκρα), Μουζακάτα (Μουζάκι), καθώς και ονόματα, όπως Μενάγιας, Λουκίσιας.
     
Στην Κεφαλλονιά πρωτοκατέβηκαν οι Αρβανίτες με άδεια τής Βενετσάνικης Διοίκησης τον Μάιο τού 1502 με αρχηγούς τον Γιάννη Σπάτα, Σγούρο Καγκάδη Μπούα, Θόδωρο Μαρκεζίνη, Νικόλα Μενάγια κ.λπ.. (Κ. Σάθα: «Ελληνικά ανέκδοτα», τόμ. Α΄). Ο Θόδωρος Μπούας Γρίβας εποίκισε στα 1502 επίσης, την σχεδόν έρημη κι ακατοίκητη Ιθάκη.
   
     
«Ο Μαραθών, αι Πλαταιαί, τα Λεύκτρα, η Σαλαμίς, η Μαντινεία, η Είρα και η Ολυμπία κατοικούνται νυν από Αλβανών και όχι υπό Ελλήνων. 
 
Ακόμη και εις τας οδούς των Αθηνών, καίτοι διατελούσης ήδη τόσων χρόνων πρωτευούσης τού Ελληνικού βασιλείου, η Αλβανική γλώσσα ακούεται ακόμη μεταξύ των παιδίων των παιζόντων εις τους δρόμους παρά τον ναόν τού Θησέως και την πύλην τού Αδριανού». (Γεωργίου Φίνλεϋ: «Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως», μετάφραση: Αλ. Παπαδιαμάντη, τ. Α΄, κεφ. Β΄, σελ. 74, έκδ. «Ίδρυμα τής Βουλής των Ελλήνων», Αθήνα, 2008).
      
Παρακάτω θα εξετάσουμε τους αλβανικούς αυτούς εποικισμούς αναλυτικότερα.
 
Γενική παρακμή - ερήμωση τού ελλαδικού χώρου
     
Στην Αθήνα, οι ανασκαφές τής Αγοράς απέδειξαν, ότι υπήρξαν εκτεταμένες καταστροφές γύρω στο 580 κι ύστερα μια περίοδος πρόχειρων καταλυμάτων, πού διάρκεσε μέχρι το δεύτερο μισό τού 7ου αιώνα, 
 
Στή συνέχεια η περιοχή τής Αγοράς εγκαταλείφθηκε τελείως και ο οικισμός περιορίστηκε στην Ακρόπολη και σε ένα μικρό οχυρωμένο περίβολο προς τη βόρεια πλευρά της.
      
 
Στην Κόρινθο, πολλοί από τους κατοίκους της κατέφυγαν στην Αίγινα περί το 580, ενώ η βυζαντινή παρουσία διατηρήθηκε στο απρόσιτο φρούριο τής Ακροκορίνθου. Στήν υπόλοιπη Πελοπόννησο όλες οι πόλεις εξαφανίστηκαν.  
 
Ο Cyriaco de Pizicolli, γνωστός ως Κυριακός ο Αγκωνίτης, Καλαβρός αρχαιολάτρης περιηγητής τού ιε΄ αιώνα περιγράφει ως εξής τη Σπάρτη: «Είδαμε τα ερείπια μεγάλης πολιτείας, περιφανή αγάλματα, μαρμαρένιους κίονες και επιστύλια σκορπισμένα εδώ κι εκεί στους αγρούς. 
 
Από τα μέγιστα κι επιφανέστατα κτίρια απόμειναν το γυμναστήριο από λείο μάρμαρο και πολλά μαρμάρινα βάθρα αγαλμάτων».
   
Για την κεντρική Ελλάδα οι μαρτυρίες που έχουμε είναι σποραδικές. Στις Βοιωτικές Θήβες δεν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη αστικής ζωής ανάμεσα στον 6ο και το δεύτερο μισό τού 9ου αιώνα. 
 
Οι Φθιώτιδες Θήβες στη θεσσαλική ακτή καταστράφηκαν στο τέλος τού 6ου ή τον 7ο αιώνα. Ούτε μία παλαιοχριστιανική εκκλησία δεν έμεινε όρθια σε όλη την Ελλάδα με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη και την Πάρο. Δεν υπάρχει κανένα δείγμα οικοδομικής δραστηριότητας ανάμεσα στο 600 περίπου και στα πρώτα χρόνια τού 9ου  αιώνα.
     
Η Θεσσαλονίκη, έδρα τού έπαρχου τού Ιλλυρικού, παρέμεινε σε βυζαντινά χέρια σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων. Τα τείχη της, πού πιθανόν χτίστηκαν περί το 450, περιέκλειαν μια σημαντική έκταση: περίπου 1.750 μέτρα από τα ανατολικά προς τα δυτικά και 2.100 μέτρα από βορρά προς νότο. Πέντε φορές πολιορκήθηκε από τους Σλάβους και τους Αβάρους κι επανειλημμένα προσβλήθηκε από το λοιμό και την πείνα.
   
     
Πολλές ιστορικές πηγές αναφέρουν πολλαπλά κρούσματα πανώλης σε πολλά μέρη τού ελλαδικού χώρου. Ειδικά τo 746 η πανούκλα, που μεταδόθηκε στην Ελλάδα και την Ιταλία εξολόθρευσε τον ελληνικό πληθυσμό. 
 
Ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύοντας το γεγονός τού λοιμού και κάνοντας λόγο για την τότε κάθοδο των Σλάβων γράφει, πως «εσλαβώθη πάσα η χώρα» («Περί θεμάτων», ΙΙ, 3). (Για τους σλάβικους εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο θα παρουσιασθεί ειδική σχετική μελέτη προσεχώς στην «Ελεύθερη Έρευνα».) 
 
Στη «λειψανδρία» αναφέρεται κι ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία τού ελληνικού έθνους» (τόμ. Δ΄, σελ. 391). Το 1348 η πανούκλα, που έμεινε γνωστή στη μεσαιωνική ιστορία σαν μαύρος θάνατος, θέρισε τη Μεσόγειο και ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, από τη Μόσχα ως τη Φλάνδρα. 
 
Οι πληθυσμοί των ελληνικών ακτών και των νήσων αποδεκατίστηκαν και πάλι.
      
Από τον 9ο έως τον 11ο  αιώνα υπήρξε θαλασσοκρατία των Αράβων, οπότε η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες είχε λάβει τρομακτικές διαστάσεις. 
 
Η Κρήτη έχει μεταβληθεί από το 823 σε ορμητήριο των Αράβων πειρατών, που ερήμωσαν τα νησιά τού Αιγαίου και τις ηπειρωτικές ακτές. Πολιορκήθηκε η Πάτρα. 
 
Η Νικόπολη δέχθηκε επίθεση. Η Αίγινα καταστράφηκε. Η Πελοπόννησος λεηλατήθηκε, εξαφανίστηκε η Δημητριάς. Το 904 οι Σαρακηνοί πειρατές κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη κι αιχμαλώτισαν 22.000 ανθώπους.
      
Ο Λέων Χοιροσφάκτης, πρεσβευτής τού Βυζαντίου στους Άραβες τής Μάλτας, τής Ταρσού και τής Βαγδάτης, υπερηφανευόταν, ότι κατόρθωσε να εξαγοράσει (πέτυχε «αλλάγιον») εκατόν είκοσι χιλιάδες αιχμαλώτους, που είχαν συλληφθεί κατά τις επιδρομές των πειρατών στα εδάφη τής αυτοκρατορίας. 
 
Τη θαλασσοκρατία των Αράβων ακολούθησαν οι νορμαδικές επιδρομές και οι σταυροφορίες. Η πειρατική δράση ξανάρχισε ακολουθώντας την πορεία των δραματικών γεγονότων, που συντάραξαν την ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου. 
 
Έτσι και κατά τον 12ο αιώνα ήταν αβέβαιη η έκβαση τού ταξιδιού στο Αιγαίο. Τότε, η Αττική βρισκόταν στο έλεος των πειρατών, Τούρκων, Λατίνων και Ελλήνων. Οι αυτοκρατορικές φυλακίδες δεν περιπολούσαν πιά στο Σαρωνικό και τον Ευβοϊκό και οι παράκτιες φρουρές ήταν τόσο αραιές, που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές.
   
     
Ορμητήρια των κουρσάρων ήταν η Αίγινα, η Σαλαμίνα και η Μάκρη (πρόκειται για την απέναντι τού Λαυρίου, Μακρόνησο, όπου υπήρχε μονή τού Αγίου Γεωργίου). Η Αίγινα είχε ερημωθεί. 
 
Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει το νησί κι όσοι απέμειναν συνεργάζονταν με τους πειρατές. Ασύδοτοι αποβιβάζονταν στις ακτές τής Αττικής, απογύμνωναν και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους και ακρωτηρίαζαν ή ρινοκοπούσαν όσους δεν μπορούσαν να προσφέρουν λύτρα. 
 
Κλάδευαν τα χέρια των ανθρώπων «σαν ξερόκλαδα». Και γέμισε ο τόπος από «χειροτμήτους» και «ρινοτμήτους». Κι είχαν τόσο αποθρασυνθεί, που εισχωρούσαν και στα μεσόγεια. Οι πειρατικές επιδρομές είχαν ξεκληρίσει τους πληθυσμούς των νησιών και των παραλιακών περιοχών τής ηπειρωτικής Ελλάδας.
     
 
Μεταξύ 1480 και 1546 η πόλη των Αθηνών είχε ξεκληρισθεί από επιδημίες, όπως προκύπτει από το ανώνυμο χρονικό τής Οξφόρδης (Ectesis chronica and chronicon Athenarum, London, 1902.) Οι ιστορικοί συμφωνούν: Η Αθήνα είχε απολησμονηθεί εξ αιτίας τού ιστορικού κενού τόσων αιώνων. Ήταν ένα ασήμαντο κάστρο τής φραγκοκρατίας. 
 
Ως το τελευταίο τέταρτο τού 17ου αιώνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη για τους ξένους. Όλοι πίστευαν, πως αποτελούσε ένα σωρό ερειπίων, άν δεν είχε ολότελα εξαφανισθεί. Έγραφε το 1675 ο Guillet: «Είχα διαβάσει κι είχα χίλιες φορές ακούσει, πως η Αθήνα ήταν ένας έρημος τόπος» (Guillet, σελ. 211). Αλλά και και πριν 500 ακριβώς χρόνια βρισκόταν στην ίδια τραγική παρακμή. 
 
Όταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών και μπήκε (το 1175) εν πομπή στην πολιτεία είδε στο «κλεινόν άστυ» χαλάσματα και καλυβόσπιτα εδώ κι εκεί σε πανάθλια στενορύμια. Η Αθήνα, γράφει, ήταν «σωρός ερειπίων οικουμένων υπό ανθρώπων πενομένων».
      
Ο Ολλανδός περιηγητής Favolius περιέγραφε την πόλη των Αθηνών ως «μιά πολίχνη φτωχών ανθρώπων». (Hodoeporiki byzantini lib. III auctore Hugone Favolio - Lovanii (Excudebat Servatius Sassenus, 1563).
     
Ένα τουρκοχώρι είδε στην Αθήνα και ο Γάλλος ταξιδιώτης Julien Bordier: «Απ΄ αυτή την πανένδοξη πολιτεία δεν έχει απομείνει παρά ένα θλιβερό τουρκοχώρι, που λέγεται Σετίνα και βρίσκεται στα χέρια ενός αγά». 
 
(Η Αθήνα ονομαζόταν Σατίνες ή Σετίνες ή Στίνες. Η Ακρόπολη, Κάστρο. O Πειραιάς λεγόταν Πόρτο-Δράκο ή Πόρτο-Λεόνε από το μαρμάρινο λεοντάρι, που άρπαξαν αργότερα οι Βενετοί.)
   
      Ο Γενοβέζος καπετάνιος Francesco - Maria Levanto σημείωνε στο χρονικό του: «Η σημερινή Αθήνα δεν είναι παρά ένας έρημος, άγονος τόπος, κατασπαρμένος με πέτρες». (Prima parte dello specchio del Mare Mediterraneo dal capitan Francesco - Maria Levanto (In Genova, 1664.)
      
«Η άλλοτε ένδοξη Αθήνα είναι τόσο ερημωμένη, που φαίνεται απίστευτο, ότι υπήρξε κάποτε ένδοξη. 
 
Εγώ, τουλάχιστον, δεν είδα πουθενά φοβερότερο τόπο. 
 
Ερημιά, ξεραΐλα, αγκαθιές και βάλτοι.» Εντυπώσεις τού Γάλλου πρεσβευτή, D΄ Aramon, όπως τις κατέγραψε ο γραμματικός του, ο ευγενής Jean Chesneau το 1546. (Jean Chesneau: Le voyage de monsieur d΄ Aramon ambassadeur pour le Roy en Levant, escript par un noble homme Jean Chesneau publie et annote par M. Ch. Schefer (Paris, 1887).
  
 
Οι Αλβανοί στη Θεσσαλία
      
 
Από τις πηγές που έχουμε βγαίνει το συμπέρασμα, πως ο αλβανικός εποικισμός έγινε ειρηνικά. 
 
Οι άποικοι Αλβανοί δεν ήρθαν ως κατακτητές, αλλά αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν άλλοι μεν στην Ήπειρο από το Σέρβο βασιλιά Στέφανο Ντουσάν, που τους είχε στρατιώτες του και τους έδωσε κτήματα και άλλοι προσκαλέστηκαν από τους δούκες και κυβερνήτες τής Θεσσαλίας, Στερεάς και Πελοποννήσου, καθώς και από τους Βενετσάνους, για να καλύψουν τα κενά στις αγροτικές περιοχές.
   
     
Αποικίζοντας τη Θεσσαλία [ο όρος Θεσσαλία (=Βλαχιά) την εποχή εκείνη περιλάμβανε όλη τη Μέση Ελλάδα με την Αιτωλία και την Ακαρνανία], την Αττική, την Πελοπόννησο με μεγάλες ομάδες (πατριές) Αλβανών, ήθελαν να καλύψουν τις γεωργικές ανάγκες των μερών αυτών, γιατί δεν υπήρχαν εργατικά χέρια για την καλλιέργεια τής γης.
     
Εκτός από αυτούς τους λόγους όμως, οι Αλβανοί από τα μέσα τού 14ου αιώνα κι έπειτα αντίκριζαν μεγάλες βιωτικές δυσχέρειες. 
 
Οι στρατοί, που πέρασαν από τον τόπο τους, το σταμάτημα των ανταλλαγών στη βορειοδυτική Ελλάδα, η εγκατάλειψή τους από τους κυβερνήτες τού Δεσποτάτου τής Ηπείρου και τού Βυζαντίου, δημιούργησαν σε πολλές περιοχές τής Αλβανίας αφάνταστες βιωτικές δυσχέρειες. 
 
Αναγκάστηκαν λοιπον ν΄ αφήσουν τα χωριά τους πολλές φάρες και να κατέβουν στη Θεσσαλία και Ήπειρο, για να βρουν τα μέσα τής συντήρησής τους.
 
     
Ο Καντακουζηνός, γράφοντας για τις κινήσεις τού εξόριστου Συργιάννη, δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για τους Αλβανούς τής Θεσσαλίας: «Επιβάς (ο Συργιάννης) νεώς επ΄ Εύβοιαν πλεούσης, εκεί απεκομίσθη πρώτον· έπειτα εκείθεν δια Λοκρών και Ακαρνάνων εις Αλβανούς, οι περί την Θετταλίαν οικούσιν αυτόνομοι νομάδες, διεσώθη κατά φιλίαν παλαιαν, ην προς αυτούς ην πεποιημένος, ότε τής εσπερίας εστρατήγει» (II, 450).
      
Ο ίδιος πιο κάτω κάνοντας λόγο για τις προσπάθειες τού Ανδρόνικου Γ΄ (1333) να φέρει την τάξη στην κυρίως Ελλάδα, γράφει: «Διατριβόντα δε εν Θετταλία βασιλέα, οι τα ορεινά τής Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους καί μύριους όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχοντο δουλεύσειν. 
 
Εδεδοίκεσαν γαρ μη, χειμώνας επελθόντος, διαφθαρώσιν υπό των Ρωμαίων (Βυζαντινών) α τε πόλιν οικούντες ουδεμίαν, αλλά όρεσιν ενδιατρίβοντες και χωρίοις δυσπροσίτοις, ων αναχωρούντες τού  χειμώνας δια το κρύος και την χιόνα, άπιστόν τινα εν τοις όρεσιν εκείνοις νιφομένην, ευεπιχείρητοι έσεσθαι εδόκουν» (ΙΙ, 474).
    
 Άλλη μαρτυρία για την κάθοδο των Αλβανών στη Θεσσαλία και δυτική Στερεά είναι τού Χαλκοκονδύλη, πού φαίνεται έχει υπ΄ όψη του παλαιότερες πηγές: «Αλβανοί δε  ωρμημένοι από Επιδάμνου (Δυρραχίου) και το προς εω βαδίζοντες Θετταλίαν τε υπηγάγοντο σφίσι και τής Μεσογείου Μακεδονίας τα πλέω,
 
 Αργυροπολίχνην τε και  Καστορίαν. 
 
Αφικόμενοι δε επί Θετταλίαν την τε χώραν σφίσιν υποχείριον ποιησάμενοι),  και τας πόλεις επιδιελόμενοι, κατά σφας ενέμοντο την χωραν, νομάδες τε όντες και  ουδαμί έτι βέβαιον σφών αυτών την οίκησιν ποιούμενοι. 
Επεί δε και εις Ακαρνανίαν αφικόμενοι γνώμη τού ηγεμόνος Ακαρνανίας αφιεμένης αυτοίς τής χώρας, ενέμοντό τε τήνδε την χώραν» (Ι, 196).
   
    
Όσο για την Αχαΐα, εκεί γράφει, πως κατοικούσαν Αλβανοί, στους οποίους είχε επιτρέψει ο αυτοκράτορας να εξουσιάζουν τους τόπους, που τους κατείχαν, ως πατρική κληρονομιά. («Ώκουν άνδρες Αλβανοί, υπό βασιλέως συγχωρηθέντες έρχειν τής πατρώας αυτών χώρας», G. Hertzberg: «Ιστορία τής Ελλάδος από τής λήξεως τού αρχαίου βίου έως σήμερον», μετάφραση: Π. Καρολίδου, τόμ. Α΄, σελ. 555.)
    
 Από τις παραπάνω πηγές εξάγεται, πως οι πρώτοι Αλβανοί που ήρθαν στη Θεσσαλία ήταν νομάδες - κτηνοτρόφοι. 
 
Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στα βουνά και αποτελούσαν χωριστές κοινότητες (φάρες - πατριές). Με τον καιρό πολλοί απ΄ αυτούς κατέβηκαν στον κάμπο και έγιναν γεωργοί ή ξενοδούλευαν στα φέουδα των βυζαντινών και άλλων αρχόντων τής Θεσσαλίας.
    
 Η παλαιότερη μαρτυρία για κάθοδο Αλβανών στη Θεσσαλία είναι μια επιστολή τού Μαρίνου Σανούδου, που γράφτηκε το 1325 και στην οποία γίνεται λόγος για τους Αλβανούς, που εκτόπισαν τους Βλάχους από τη Θεσσαλία. 
 
Άλλη μαρτυρία είναι  έγγραφο τού δυνάστη τού Φαναρίου (Θεσσαλίας) με χρονολογία 1342. Από τα όσα γράφει ο Κατακουζηνός, βγαίνει, πως οι πρώτοι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν στα θεσσαλικά βουνά, ήρθαν γύρω στο 1315. (Βλ. Ιωάν. Χρ. Πούλου: «Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», σελ. 14).
   
    
Μέσα σε 30 χρόνια οι Αλβανοί, που κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία,  όχι μόνο πλήθαιναν πολύ, αλλά και με την εργατικότητά, τους, έγιναν περιζήτητοι. 
 
Ήταν λιτοδίαιτοι και χωρίς αξιώσεις μισθών.
 
 Γι΄ αυτό πρόσφεραν σχεδόν δωρεάν την εργασία τους στα αφεντικά - τσιφλικάδες.
     
 
Στη Θεσσαλία, στα χρόνια αυτά οι Βλάχοι αποτελούσαν την πλειοψηφία τού πληθυσμού. Όμως, όταν οι Αλβανοί πλήθαιναν, άρχισαν να εκτοπίζουν από το θεσσαλικό κάμπο τους Βλάχους. 
 
Ακόμα πρέπει να έχουμε υπ΄ όψη, πως οι Βενετσάνοι, που κατείχαν τότε τον Πτελεό (Φτελιό) στη νοτιοανατολική μεριά τής Θεσσαλίας, έμειναν ευχαριστημένοι από την αλβανική μετανάστευση, γιατί οι Άλβανοί χρησίμευαν και σαν φύλακες τής ανατολικής Θεσσαλίας από τις επιδρομές των Καταλανών, που ήταν εγκατεστημένοι στα Σάλωνα (Άμφισσα). 
 
[«Πλην δε των ποικίλων τούτων μνηστήρων τής κληρονομίας των Αγγέλων (τής Ηπείρου) εναφανίσθησαν τότε το πρώτον εν τη πεδιαδη τής Θεσσαλίας και μεγάλα πλήθη Αλβανών μεταναστών, αποτελεσάντων νέον και ακμαίον στοιχείον τού πληθυσμού αυτής. 
 
Οι Αλβανοί εδήουν άπασαν την ύπαιθρον χώραν και επειδή έφερον μεθ΄ εαυτών τας γυναίκας, ο αριθμός αυτών ηυξήθη ταχέως και ήρχισαν αντικαθιστάνοντες τους Βλάχους, οίτινες μέχρι εκείνου τού χρόνου απετέλουν το μέγιστον πλήθος των εγκατοίκων τής Θεσσαλίας, ήτις εξ αυτών είχε ονομασθεί Μεγαλοβλαχία.
 
Οι δε Βενετοί (τού Πτελεού), εφρόνουν, ότι η αλβανική αύτη μετανάστευσις παρείχε το μέγα κέρδος, ότι δι΄ αυτής απησχολούντο οι Καταλάνιοι ούτως, ώστε να ηυκαίρουν να επιτίθενται κατά των γειτόνων των.» Μίλλερ - Λάμπρου: «Η Φραγκοκρατία εν Ελλάδι», τ. Α΄, 354.]
     
Τόσο από τους Βλάχους, όσο κι από τους Αρβανίτες διακρίνονται οι Καραγκούνηδες τής Θεσσαλίας, των οποίων η γλώσσα περιέχει Λατινικά, Ρουμάνικα και Αρβανίτικα στοιχεία. Από παλαιότερα υπήρχε έντονο Αλβανικό στοιχείο στη Δακία (στη σημερινή Ρουμανία περίπου), οι οποίοι παλινόστησαν κι ύστερα προωθήθηκαν προς τη Θεσσαλία. 
 
Αυτή η φυλή, που αποτελεί επιμιξία Αλβανών και Ρουμάνων, είναι πιθανώς οι Καραγκούνηδες. 
 
Οι Αλβανορουμάνοι είναι επίσης γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι.   
   
      
Οι Βενετοί έφεραν πολλούς Αλβανούς στην Εύβοια, που ορισμένα σημεία της είχαν ερημώσει από την πανώλη. 
 
Παραχώρησαν σ΄ αυτούς χέρσες εκτάσεις να καλλιεργούν με τον όρο να διατηρούν αλόγα και να κατατάσσονται οι νέοι απ΄ αυτούς στο στρατό και να φυλάνε την Εύβοια από τους ληστοπειρατές και  άλλους εχθρούς. 
 
Το 1363 (8 Ιουνίου) η βενετική Γερουσία διαπιστώνει, ότι «το Νεγρεπόντε  (η πόλη) και ολόκληρο το νησί (τής Εύβοιας) έχουν εποικισθεί και τα εισοδήματα από τους φόρους είναι πολύ αυξημένα»· (βλ. Thiriet, Regestes, I, σελ. 105, αρ. 408). 
 
Από την Εύβοια οι Αλβανοί μετανάστευσαν στην Άνδρο και σ΄ αλλά νησιά.
    
 Σ΄ όλη λοιπόν την Ελλάδα, από στόμα σε στόμα, διαδόθηκε πως οι Αλβανοί, που φημίζονταν ως καλοί στρατιώτες - πολεμιστές, ήταν καί καλοί καλλιεργητές. 
 
Γι΄ αυτό άρχισαν από παντού οι φεουδάρχες να καλούν Αλβανούς καλλιεργητές στα κτήματά τους.
      
Μιά μαρτυρία ενός Γάλλου γιατρού τής εποχής: «Στην Αράχωβα κατοικούν Έλληνες κι Αρβανίτες μ΄ ένα Τούρκο σούμπαση.» (Spon, περιοδείες 1674-1676).
 
 
Οι Αλβανοί σε Πελοπόννησο και Αργοσαρωνικό
      
Το 1397 60.000 Τούρκοι υπό τον Εγιούπ-Πασά, κατά τους σύγχρονους χρονογράφους, επέδραμαν στην «παλαιάν και ονομαστήν πόλιν τού Άργους πολεμήσαντες έλαβον και υπέρ τας τριάκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους λαβόντες εν τη Ασία αποίκους εποίησαν και τα τείχη αυτής χαλάσαντες έρημον κατέλιπον.» 
 
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων εισέρρευσε πλήθος Αλβανών στον σχεδόν έρημο τόπο, οι οποίοι και την μητρική τους γλώσσα μετέδωσαν και τις πλείστες θέσεις και χωριά μετονόμασαν με τα επώνυμα των προκριτέρων Αλβανικών οικογενειών, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την πρόσφατη αλλαγή των περισσοτέρων από το σύγχρονο εθνικό ελληνικό κράτος.
   
     Τον καιρό, που κυβερνούσε το Βυζάντιο ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο δεσπότης τού Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνός, εξ αιτίας, που στην Πελοπόννησο είχε αραιωθεί πολύ ο αγροτικός πληθυσμός από τις επιδρομές των Φράγκων και Τούρκων και σε πολλές περιοχές τα χωράφια και αμπέλια έμειναν ακαλλιέργητα, έστειλε απεσταλμένους στην Αλβανία και κάλεσε 10.000 χιλιάδες Αλβανούς, που ήρθαν με τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο. 
 
Ίδρυσαν χωριστούς συνοικισμούς και δούλευαν στα κτήματα των φεουδαρχών για ένα κομμάτι ψωμί.
      
Ύστερα από μερικά χρόνια, όταν δεσπότης τού Μυστρά ήταν ο Θεόδωρος Α΄ (ο γιος τού αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου), ο Θεόδωρος κάλεσε αλλες 10.000 αλβανικές οικογένειες και τις εγκατέστησε στις διάφορες περιοχές τού  Δεσποτάτου. (Βλ. Ε. Legrand, «Lettres de l΄empereur Manuel Paleologue», Paris, 1893, σελ. 40-41).
     
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στον επιτάφιο προς τον αυτάδελφό του Θεόδωρο Παλαιολόγο, μας δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για την μετοίκηση χιλιάδων Αλβανών στην Πελοπόννησο: «Αλλά και Ιλλυριοί περί μυριάδα αθρόοι μετοικήσαντες άμα παισί και γυναιξί και θρέμμασι τον Ισθμόν κατέλαβον αυτού δε πηξάμενοι τας σκηνάς και τας κλισίας εκτείναντες αυτοί καθ΄ εαυτούς ήσαν άγγελοι. 
 
Ούτως εξαίφνης παρεγένοντο· είτα μηδόλως μελλήσαντες πρεσβείαν πάνυ λαμπράν προς όν αφικνούντο πέμψαντες επυθάνοντο τίποτ΄ αν είη το δοκούν εκείνω περί αυτού, και εισιέναι και μείναι και άπερ άν όδε γνοίη πράττειν αυτούς. 
 
Ο δε δέχεται τους πρέσβεις ασμένως και καλώς  παρ΄ εαυτόν τους εξηγουμένους των άλλων και φιλοφρονησάμενος αυτούς παραγεγονότας δεξιώς άγαν και τής εμφύτου γεύσας γλυκύτητος επισπάται τας εαυτών γνώμας· μήτε δ΄ όμηρα λαβών μήτε εγγύας αιτήσας όρκοις ηρκέσθη τοις παρ΄ αυτών, καίπερ οι πλείους παρήνουν μηδαμώς αυτούς εόξασθαι το τε πλήθος δεδιότες και το έθεσιν ετέροις εκείνους ζην υποπτεύοντες αίτιον σκανδάλου γενήσεσθαι... 
 
Κτάται τοιγαρούν στρατιάν τοιαύτην ουκ άπειρον μεν τραυμάτων, αγαθήν δε τα πολέμια» (Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β΄, σ. 41 - 42).
   
    Από τα παραπάνω έχουμε επίσημη ομολογία, πως οι Αλβανοί στα χρόνια αυτά δεν ήρθαν σαν επιδρομείς, αλλά σαν σύμμαχοι. 
 
Προσκλήθηκαν από το δεσπότη τής Πελοποννήσου Θεόδωρο Παλαιολόγο και εγκαταστάθηκαν στις ρημαγμένες από τους Φράγκους και Καταλάνους περιοχές. 
 
 Κι έτσι, εξόν που σαν κτηνοτρόφοι και γεωργοί πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες, πολλοί απ΄ αυτούς υπηρέτησαν και ως μισθοφόροι τους Παλαιολόγους.
     
 
Αργότερα, οι Αρβανίτες τής Πελοποννήσου αντιτάχτηκαν στις εισβολές και επιδρομές των Τούρκων και όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο, ήταν σχεδόν οι μόνοι, που αντιστάθηκαν και πολέμησαν.
      
 
Όταν διαλύθηκε το Δεσποτάτο τής Ηπείρου, ο Νικηφόρος Δούκας (απόγονος των Αγγέλων Κομνηνών), προσπάθησε να ξαναϊδρύσει το Δεσποτάτο, αλλά οι Αλβανοί το 1358 επιτέθηκαν, τον νίκησαν και ίδρυσαν δικό τους κράτος. Ηγεμόνας τού κράτους αυτού ήταν ο Γκίνης ή Ιωάννης Μπούας (Σπάτας).
 
Αυτός κατέλυσε την Άρτα και την περιοχή της, καθώς και την Αιτωλοακαρνανία και έδιωξε τους Ανδευαγούς από την κεντρική Ελλάδα. Έτσι, ο Αλβανός πρίγκιπας, κατέχοντας τη Ναύπακτο, κρατούσε το ένα από τα κλειδιά τού Κορινθιακού κόλπου.
      
Την ίδια πάνω κάτω εποχή και ο βασιλιάς τής Αραγωνίας, που εξουσίαζε τα φραγκικά δουκάτα τής ανατολικής κεντρικής Ελλάδος, κάλεσε Αλβανούς και Έλληνες να ΄ρθουν και να εγκατασταθούν στην ανατολική Στερεά, γιατί και στην περιοχή αυτή ο αγροτικός πληθυσμός είχε αραιωθεί πολύ από τις καταπιέσεις, τα θανατικά, τις εισβολές των ξένων στρατών κ.λπ..
 
Υποσχέθηκε μάλιστα, πώς για δυό χρόνια θα είναι απαλλαγμένοι από τα καθιερωμένα δοσίματα (φόρους σε είδος ή χρήμα).
*       *       *
      
Οι Αλβανοί επήλυδες, που ασκούσαν ποιμενικό βίο, επεκτάθηκαν στις πεδιάδες τής Ήλιδας, τής Αχαΐας και της Μεσσηνίας, γρήγορα όμως, βρέθηκαν στην ανάγκη να αναζητήσουν καταφύγιο κατά τις θερινές περιόδους σε δροσερότερα μέρη τής Πελοποννήσου κι ιδιαίτερα στην ορεινή Αρκαδία. 
 
Στα μέσα τού 15ου  αιώνα οι Αλβανοί τής Πελοποννήσου διέθεταν ήδη πάνω από 30.000 άντρες των όπλων.   
      
Ύστερα από διάφορα επεισόδια με τους Τούρκους, ορισμένοι Αλβανοί, φθίνοντος τού 15ου αιώνα, πέρασαν το Αραχναίο (άλλοι πήγαν στη Μάνη) και ξεχύθηκαν στην παραλία τής Ερμιονίδας και τής Τροιζήνας κι από εκεί πέρασαν στα κοντινά -έρημα λόγω των πειρατικών επιδρομών- νησιά, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρο. 
 
Όλες αυτές οι αλβανικές οικογένειες είχαν ως μητρική γλώσσα την αλβανική, την οποία σχεδόν καθιέρωσαν στα νησιά αυτά, όπως μαρτυρούν εξ άλλου και τα τοπωνύμια, όπως π.χ. Πόρτο Χέλι (χέλι στα αλβανικά σημαίνει οβελός, σούβλα), αλλά και τα ανθρωπωνύμια, όπως Μπότασης (από τις αλβανικές λέξεις bote=άργιλος, χώμα και chi=βροχή).
     
 
Σε ένα τουρκικό κατάστιχο περιέχονται ποσοτικά δεδομένα για τον πληθυσμό τής Πελοποννήσου τον 15ο αιώνα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιά ιδέα για τους οικισμούς τής εποχής εκείνης, τουλάχιστον στη βορειοδυτική ζώνη τής Πελοποννήσου. 
 
Πρόκειται για ένα αναλυτικό κατάστιχο τιμαρίων (mufassal defter) τού 1461/1463, το οποίο αναφέρεται σ΄ ένα τμήμα τής σημερινής Αχαΐας και Ηλείας, μας δίνει δηλαδή μιά εικόνα τής περιοχής ακριβώς μετά την κατάκτηση τής χώρας από τους Τούρκους το 1460. 
 
Το κατάστιχο αυτό σώζεται στη βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος» τής Σόφιας. (Βλ. P. Assenova - R. Stojkov, Th. Kacori: «Prenoms, noms de famille et noms de localite dans le Nord-Ouest du Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Annuaire de l΄Universite de Sofia. Faculte des Philologies Slaves 68, αρ. 3, 1975, σελ. 213-297. Βλ. επίσης των ιδίων: «Oikonymes et anthroponymes du Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Actes du XVe Congres International des Sciences Onomatiques - Sofia, 1972- Ι, Sofia 1974, sel. 69-72).
 
 
(Σημείωση: Όπως θα παρουσιάσουμε σε επόμενες έρευνές μας, ειδικά η Πελοπόννησος, είχε προ αιώνων ερημωθεί και εποικισθεί κυρίως από σλάβους. 
 
Οι σλάβοι αυτοί, με την πάροδο των αιώνων -δεν εξελληνίστηκαν βέβαια, αλλά- εκρωμαίστηκαν (εκβυζαντινίστηκαν), δηλαδή τούς επιβλήθηκε η επίσημη γλώσσα τής ανατολικής αυτοκρατορίας (ελληνικά) και η επίσημη θρησκεία (ορθοδοξία). 
 
 Εκβυζαντινισμένοι -ελληνόφωνοι πλέον και χριστιανοί- σλάβοι είναι στην πλειοψηφία τους οι "έλληνες", που συναντάμε ειδικά στην Πελοπόννησο τούς επόμενους αιώνες και καταχρηστικά τους αποκαλούμε έλληνες. 
 
Το σωστότερο θα ήταν να τούς αποκαλούσαμε απλά ελληνόφωνους, διότι έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση τής αρχαιοελληνικής δήθεν καταγωγής τους).

     
Σύμφωνα με το παραπάνω κατάστιχο, οι Έλληνες τής περιοχής ήταν λιγότεροι από τους Αλβανούς: καταμετρούνται 1.742 ελληνικές οικογένειες και 1.836 αλβανικές.  
 
Περισσότερα στοιχεία μπορείτε να βρειτε στο βιβλίο τού Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», (έκδ. Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987), απ΄ όπου προέρχονται και οι πιο πάνω συγκεντρωτικοί πίνακες. 
 
     
Αναλυτικά στοιχεία για όλα τα χωριά τής ΒΔ Πελοποννήσου μπορείτε να δείτε στο Παράρτημα “Α” (κάντε κλίκ εδώ). 
 
Στη στήλη (γ) σημειώνονται με το γράμμα Ε τα ελληνικά και με το γράμμα Α τα αλβανικά χωριά. (Για την περιοχή τής Αχαΐας για παράδειγμα, το ποσοστό των οικισμών με αρβανίτικο όνομα είναι 74,5%).


 Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο  A' MEΡΟΣ


 Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο  Β' MEΡΟΣ


 Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο  Γ' MEΡΟΣ



Το άρθρο συνεχίζεται.


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

theologos vasiliadis

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου