Οι
μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον
ελλαδικό χώρο Μερος Β¨...
-Αλβανική -κι όχι ελληνική-
η καταγωγή των
αρβανιτών
Οι
αλβανικοί εποικισμοί στα Αργολικά νησιά
επέφεραν πληθώρα πληθυσμού δυσανάλογο
προς
τους φυσικούς πόρους, οπότε οι
Αλβανοί άφησαν
σταδικά τον ποιμενικό
βίο κι άρχισαν
εκμεταλλευόμενοι την
φυσική αποστροφή των
Τούρκων προς τη
θάλασσα να ναυσιπλοούν
ασχολούμενοι
στην αρχή κυρίως με την αλιεία.
Η
περιορισμένη κατ΄ αρχάς κυρίως σε Ύδρα
και
Σπέτσες ακτοπλοΐα επεκτάθηκε
βαθμηδόν και
μέχρι των απώτερων νησιών
τού Αιγαίου, τής
Κρήτης, ακόμα και τής
Αλεξάνδρειας. Τότε
βρέθηκαν αντιμέτωποι
με τους Βερβερίνους
πειρατές τής Τύνιδας,
Αλγερίας και Τρίπολης,
που λυμαίνονταν
τη Μεσόγειο, οπότε μη
εννοούντες να
υποχωρήσουν εξόπλισαν τα πλοία
τους με
κανόνια και άλλα πολεμικά όργανα.
Ειδικά
μετά τη συνθήκη Κουτσούκ - Καϊναρτζή
πολλαπλασιάστηκαν οι ναυτιλιακές και
εμπορικές
τους δραστηριότητες σε όλη
τη Μεσόγειο.
Στο
δεύτερο μισό τού 15ου
αιώνα αναφέρεται στη
Μάνη η παρουσία
Αλβανών stradioti, οι οποίοι σε
συνεργασία
με τους Μανιάτες πραγματοποιούσαν
εξορμήσεις εναντίον των οθωμανικών
δυνάμεων.
[Mε την ονομασία stradioti έγιναν
γνωστοί στη
Δύση οι Αλβανοί και Έλληνες,
που υπηρετούσαν
υπό τους Βενετούς στις
περιοχές των κτήσεων
τής Γαληνοτάτης
Δημοκρατίας τής Βενετίας και
στην
ιταλική χερσόνησο. (K. Σάθα: «Documents
inedits», τόμ. 6, σελ. 214-236, «Έλληνες
στρατιώται
εν τη δύσει», σελ. 126-128,
«Τουρκοκρατούμενη
Ελλάς», σελ. 36-42, Κ.
Μπίρη: «Αρβανίτες»,
σελ. 143-150 κ.ά.).] Ένα
μέρος αυτών εγκαταστάθηκε
μόνιμα στη
μανιάτικη επικράτεια.
Αυτό
επιβεβαιώνεται κατά κάποιο τρόπο από
ορισμένα τοπωνυμικά στοιχεία, όπως: τού
Πούχαλη, τού Μενάγια, Σκούρκα (περιοχή
Φλομοχωρίου, Κότρωνα και Ταινάρου),
Κάλιαζη
ή Κάλιαζα (ερημωμένος οικισμός
στα
βορειοανατολικά τού Βαχού, από το
kallez=στάχυ), αλλά και ανθρωπωνυμικά, όπως:
Κούκης (i kuq=κόκκινος), Μπουζάς
(buze=χείλος),
Λεκάκος (Λέκας από το
Leke=Αλέξανδρος),
Βρεττάκος (Βρεττός),
Μέξης, Γκέκας,
Αρβανιτάκος κ.λπ..
Στο
Παράρτημα
“B”
(για
να το διαβάσετε κάντε
κλικ εδώ)
παρατίθεται κατόλογος με αλφαβητική
σειρά ονομάτων Αλβανών καπετανέων ή
απλών
στρατιωτών από έγγραφα τού
βενετικού αρχείου ή από άλλα κείμενα
των 15ου
και 16ου
αιώνων μαζί
με σχετικές για το καθένα
παραπομπές και
εξηγήσεις.
Πολλά από
αυτά ξεχωρίζουν ως αρβανίτικα, είτε
από
τον γλωσσικό τύπο τού επωνύμου, είτε
από
τα ονόματα των μελών τής ίδιας
οικογένειας.
Ορισμένα συνεχίζονται
ακόμη στην ελληνική
κοινωνία και άλλα,
που ενώ έχουν εξαφανισθεί
σαν επώνυμα,
διατηρούνται ακόμη ως ονόματα
χωριών
και ως τοπωνύμια στους τόπους, όπου
ήταν
προνοιασμένες οι φερώνυμες οικογένειες
των στρατιωτών, όπως: Σπάτα, Λιόπεσι,
Σχηματάρι, Κούτσι κ.ά.. Τα ονόματα αυτά
σημειώνονται στα «Μνημεία Ελληνικής
Ιστορίας» τού Κωνσταντίνου Σάθα κι
έχουν
αναδημοσιευθεί στο βιβλίο
«Αρβανίτες: Οι
Δωριείς τού νεώτερου
ελληνισμού» τού Κ. Μπίρη
(έκδ. «Μέλισσα»,
Αθήνα, 1960).
Το
όνομα Μάνη, που μνημονεύεται από τον
Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο
(10ος
αιώνας) είναι καθαρά αλβανικό και μας
υποχρεώνει να μεταφέρουμε την «κάθοδο»
των Αλβανών στην Πελοπόννησο πολύ
νωρίτερα· σημαίνει μουριά (mene). Από τα
χρόνια τού Ιουστινιανού στην περιοχή
είχε αναπτυχθεί η σηροτροφία (τα φύλλα
μουριάς είναι η βασική τροφή τού
μεταξοσκώληκα.) Σύμφωνα με τον Χατζηδάκι,
το όνομα Μορέας (Μοριάς) για ολόκληρη
την Πελοπόννησο σημαίνει περιοχή
μορεόφυτη, οπότε πιθανότατα το Μοριάς
να είναι μετάφραση στα ελληνικά τού
αλβανικού Μάνη. Τοπωνύμια Μάνη υπάρχουν
και σε άλλα μέρη, κυρίως σε δασικές
θέσεις τής Ελλάδας.
|
«Η
Πελοπόννησος»,
γράφει στα τέλη τού 18ου
αιώνα
ο Γάλλος ακαδημαϊκός, Barbie du Bocage,
«κατοικείται
υπό τριών φυλών, των Τούρκων, των Ελλήνων
και των Αλβανών».
(Note communiquee par M. Barbie du Bocage, membre de l΄institut de
France).
Στη
Λάλα, στο οροπέδιο τής Φολόης στην Ηλεία,
ζούσαν περισσότεροι από 3.000 Αλβανοί, εκ
των οποίων οι 400 ήταν καλά οπλισμένοι.
Επί τρείς αιώνες το διαμέρισμα των
Βαρδουνίων κατεχόταν από Αλβανούς, οι
οποίοι πιθανώς είχαν εξώσει τον Σλαβικό
πληθυσμό, που κατείχε την περιοχή κατά
την Τουρκοκρατία. Ο πληθυσμός τους
μπορούσε να οπλίζει περί τους 2.500 άνδρες.
Πλείστα
Αρβανίτικα τοπωνύμια επιβίωναν έως τις
αρχές τού 20ου
αιώνα, όπως φαίνεται από το παραπάνω
χάρτη των Σπετσών τού 1901 (αριστερά σε
σμίκρυνση ολόκληρος).
Πολλά
χωρία στην Πελοπόννησο ακόμη έως τα
χρόνια μας έχουν αρβανίτικα ονόματα,
όπως: Στην Ηλεία: Καγκάδι (=τραγουδιστό),
Κακαρούκα (=κακοκυλημένος), Καράτουλα
-όπως και Καράτολα στην Κυνουρία-, Κόκλα,
Κουρτέσι, Κριεκούκι (κόκκινο κεφάλι)
-όπως και στην Αιτωλία-, Λικούρεσι
(=τομάρι) -όπως και στη Γορτυνία-, Λιόπεσι
-όπως και στην Κορινθία-, Μαζαράκι, Μάζι
(maze=είδος τυριού) -όπως και στην Κορινθία-,
Μουζάκι -όπως και στην Αρκαδία-, Μπάστα,
Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι
(ψηλό), Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών:
Γκέρμπεσι, Καλέντζι (καλέντζης=γανωτζής)
-όπως και στην Αιτωλία-, Μαζαράκι, Μάνεσι
(μάνεσης=βραδύς), Μπούκουρα (ωραίο),
Μπούμπα, Ρένεσι (ρένεσης=ψεύτης), Σκούρα,
Χαϊκάλι (κάλι=άλογο).
Στην Τριφυλία:
Κακάβα, Κούτσι (=καζάνι ή σκύλος στη
γλώσσα των παιδιών εξ ου και η φράση
κουτς-κουτς για τα σκυλιά) -όπως και στην
Κορινθία. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι,
Λιόπεσι, Μάνεσι. Στη Μεσσηνία: Καμπάσι,
Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα, Χαϊκάλι.
Το
1485 εκδόθηκε ειδικό διάταγμα, βάσει του
οποίου επιτρεπόταν ο εποικισμός τής
Ζακύνθου από Πελοποννήσιους stradioti και
παρέχονταν σε αυτούς ειδικές διευκολύνσεις.
Άν και το διάταγμα αφορούσε περιοριστικά
στη Ζάκυνθο, οι εποικισμοί επεκτάθηκαν
και σε άλλα νησιά τού Ιονίου, κυρίως
στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.
Η
εθνογραφική σύσταση τού νομού Αργολίδος
και Κορινθίας τον 19ο αιώνα. (Αντωνίου
Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και
αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας»,
έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995 (πρώτη
έκδοση: 1886).
Δήμοι
ολόκληροι στις επαρχίες Άργους, Κορινθίας,
Ναυπλίας τον 19ο
αιώνα οικούνται από Αλβανούς, υπάρχουν
δε επαρχίες ολόκληρες οικούμενες από
Αλβανούς (Ύδρας, Τροιζηνίας, Σπετσών
και Ερμιονίδας).
Αναλυτικότερα και
δειγματοληπτικά από το βιβλίο τού
Αντωνίου Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική
νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και
Κορινθίας» (έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα,
1995, πρώτη έκδοση: 1886):
-
Οι μισοί περίπου κάτοικοι τού νομού
Αργολίδας και Κορινθίας είναι Αλβανοί
(συνολικός πληθυσμός: 136.081 κάτοικοι).
-
Οι κάτοικοι τού δήμου Αργείων (11.793) είναι
Αλβανοί, πλην τής πόλης τού Άργους
(9.861), όπου λίγος πληθυσμός έχει ως οικιακή
γλώσσα τήν αλβανική.
-
Από τους κατοίκους των χωριών τού δήμου
Ναυπλιέων θεωρούνται αλβανικής καταγωγής
οι οικούντες το Κοφίνι (400 κάτοικοι) και
Κούτσι (272 κάτοικοι), ομιλείται όμως, η
αλβανική και στα υπόλοιπα χωριά.
-
Ο δήμος Κορίνθου (7.585 κάτοικοι) πλήν των
χωριών Σουλιναρίου (86 κάτ.), Λιμοχωρίου
(75 κάτ.), Νεράντζας (136 κάτ.) και Νέας
Κορίνθου (2.619 κάτ.), κατοικείται από
Αλβανούς.
-
Όλα τα χωριά τού δήμου Σικυώνος (5.438
κάτ.) κατοικούνται από Αλβανούς, πλην
των Κιάτου, Θολερού, Λαλιώτη, Μελισσίου
και Συκιάς.
-
Ο δήμος Σολυγείας έχει 3.958 κατοίκους,
όλους Αλβανούς.
-
Αλβανικά χωριά στο δήμο Στυμφαλίας
είναι τα: Ντούσα, Καστανιά (895 κάτ.), Λαύκα
(882 κάτ.), Μάτζιζα και Ζαρακάς.
-
Από τους κατοίκους τού δήμου Πελλήνης
(3.275) πλην των Μαρκασαίων (609 κάτ.), που
μιλούν ελληνικά, οι υπόλοιποι μιλούν
αλβανικά.
-
Στό δήμο Νεμέας κατοικούνται από
Αλβανούς τα χωριά Στημάγκα (275 κάτ.)
και Βοτζικά (167 κάτ.). Στο χωριό Βοϊβοντά
μιλιώνται και οι δύο γλώσσες. [Το
όνομα Στήμαγκα πιθανώς είναι σύνθετο
από το Στη (στην, εις την) και Μάγκα.
Μάγκες λέγονταν τα παλληκάρια των
αρματωλών. Η λέξη είναι αλβανική και
σημαίνει αγέλη (Κ. Σάθα: «Μεσαιωνικός
βίος τού ελληνικού έθνους», εν Εστία
αρ. 377, σελ. 182, 1883).]
|
-
Το μεγαλύτερο χωριό τού δήμου Κλεωνών,
τα Αθήκια (755 κάτ.) κατοικείται εξ ολοκλήρου
από Αλβανούς, όπως και το χωριό Άγιος
Ιωάννης (347 κάτ.).
-
Οι κάτοικοι τού δήμου Ύδρας (7.342) είναι
όλοι Αλβανοί.
-
Οι κάτοικοι τής επαρχίας Σπετσών και
Ερμιονίδος, Κρανιδιώτες (5.628), Καστριώτες
(1.850) και Σπετσιώτες (6.899) πλην των
Διδυμιωτών, φέρουν βράκες, όπως οι
Υδραίοι (7.342), Ποριώτες (5.414) και Δαμαλίτες,
είναι δε όλοι Αλβανοί, που μιλούν και
τα ελληνικά μαζί με τα αλβανικά.
Αλβανοί,
όλοι οι κάτοικοι τής Ύδρας. (Αντωνίου
Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και
αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας»,
έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995 (πρώτη
έκδοση: 1886).
Η
επιφανέστερη
-άν και όχι η πολυαριθμότερη- μερίδα τού
αλβανικού πληθυσμού στην Ελλάδα
αποτελούνταν από τους εμποροπλοιάρχους
και ναύτες τής Ύδρας και των Σπετσών
και τους πορθμείς τού Πόρου, τού Καστρίου
και Κρανιδίου.
Η νήσος Ύδρα πριν την
επανάσταση έφτασε να έχει σχεδόν 20.000
κατοίκους καθαρά Αλβανούς.
Μεγάλο μέρος
τής ακτοπλοΐας τού Αιγαίου ήταν στα
χέρια των Αλβανών τού Πόρου, τού Καστρίου
και τού Κρανιδίου.
Επί των ναυτικών
αυτών πληθυσμών οι Υδραίοι και οι
Σπετσιώτες ασκούσαν επιρροή. (Γεωργίου
Φίνλεϋ: «Ιστορία τής ελληνικής
επαναστάσεως», μετάφραση: Αλ. Παπαδιαμάντη,
τ. Α΄, κεφ. Β΄, σελ. 74, έκδ. «Ίδρυμα τής
Βουλής των Ελλήνων», Αθήνα, 2008).
Ο
Άγγλος συνταγματάρχης Λήκ γράφει, πως
οι Μωραΐτες, κυρίως οι προνομιούχες
τάξεις, δεν είχαν καλή ιδέα για τους
Υδραίους.
Μιλούσαν για αυτούς με
καταφρόνηση, τους έλεγαν χοντράνθρωπους,
απελέκητους Αρβανίτες, καλούς ναυτικούς
και πανέξυπνους εμπόρους, που ξόδευαν
όμως το χρήμα τους χτίζοντας και
μπεκροπίνοντας στο νησί και καυγαδίζοντας
μεταξύ τους. (Researches
in
Greece,
London,
1814, τόμ. Γ΄, σελ. 346).
Ο Λήκ παρατήρησε
επίσης, ότι η Αρβανίτικη φορεσιά είχε
μεγάλη διάδοση και στο Μωριά και στην
υπόλοιπη Ελλάδα. Την επικράτησή της
πέρα από τον Κορινθιακό την απέδωσε
στην αλβανική ισχύ σ΄ αυτές τις περιοχές.
Για το Μωριά εκτίμησε, ότι οφειλόταν
στην ευημερία τής αρβανοκατοικημένης
Ύδρας και στους Αρβανίτες, που είχαν
εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη, ειδικά
στην Αργολίδα, όπως άλλωστε στην Αττική
και τη Βοιωτία.
Η
οικογένεια τού Κουντουριώτη ήταν μία
από τις αρχαιότερες στην Ύδρα. Ιδρύθηκε
από Αλβανό χωρικό και μετέπειτα πορθμέα
από τα Κούντουρα, ένα από τα Δερβενοχώρια.
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης ήταν κορυφαίος
τής οικογένειας κατά την επανάσταση
τού ΄21.
Οι
Αλβανοί στην Αττική
Επειδή
και ο πληθυσμός τής Αττικής και Βοιωτίας
είχε κι αυτός αραιωθεί, οι φεουδάρχες
κάλεσαν Αλβανούς, για να καλλιεργούν
τα κτήματά τους. Ο βασιλιάς τής Αραγωνίας
Πέτρος Γ΄ με επιστολή του στις 31 Δεκεμβριου
1382, επέτρεψε την εγκατάσταση Αλβανών
και τους απάλλαξε από τους φόρους για
δύο χρόνια.
Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται
για τακτοποίηση εκ των υστέρων μιάς
κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί de
facto με την αιφνίδια και χωρίς άδεια
εγκατάσταση αλβανικών φύλων στο
καταλανικό δουκάτο τής Αθήνας. (Το
καταλανικό έγγραφο έχει δημοσιευθεί
από τον Rubio I Lluch, «Los Navaros en Grecia», σελ. 112.
Σχετικά με την εγκατάσταση των Αλβανών
στην Αττική γενικά, το άρθρο τού Σπ.
Λάμπρου, «Επετηρίς Παρνασσού 1», 1896, σελ.
156-192, παραμένει ακόμα χρήσιμο).
Ο εποικισμός
τής Αττικής άρχισε το 1382 και στα 1402 πήρε
μαζικό χαρακτήρα. Τα πολλά αλβανικά
τοπωνύμια τής Αττικής και οι αλβανόγλωσσοι
κάτοικοί της, μαρτυρούν για τον αλβανικό
εποικισμό της.
Η
εποίκηση των Αρβανιτών στην Αττική
υπήρξε αιτία να επέλθει εν μέρει
αντικατάσταση στις προγενέστερες
τοπωνυμίες, βυζαντινές και αρχαίες,
κατά το πλείστον όμως, σύνθεση άλλων με
αρβανίτικους γλωσσικούς ή γραμματικούς
τύπους· στη συνέχεια δε, με το χρόνο, να
δημιουργηθούν νέες «ελληνοαρβανίτικες».
Αντικατάσταση υπέστησαν, σχεδόν
αποκλειστικά, τα ονόματα των χωριών,
στα οποία εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες
στρατιώτες, με την επικράτηση ως
τοπωνυμίας τού οικισμού, τού επωνύμου
τής φάρας τους, όπως: Σπάτα, Λιόπεση (από
τη φάρα τού επιφανούς Αλβανού στρατιωτικού,
Λόπεση -κι όχι από το λιόπε =
αγελάδα- βλ. Κ. Σάθα: «Μνημεία ελληνικής
ιστορίας, τόμ. VI σελ. 280, 285, VII σελ. 145, 146,
VIII σελ. 323, 324, 331, 338, 349, IX σελ. 262), Μαρκόπουλου,
Μπάλα, καθώς και των χωριών τής Αττικής
και Βοιωτίας, όπως Μπού(γ)α - Μπουγιάτι,
Κριεκούκι (κόκκινο κεφάλι), Κιούρκα,
Σχηματάρι (από την ομώνυμη φάρα, Σχηματάρης
= φιγουρατζής, αλλά και βαθμοφόρος
αξιωματικός, βλ. Κ. Σάθα: «Μνημεία
ελληνικής ιστορίας, τόμ. VII σελ. 104, 117,
127, 129, 139, 144, 145 και τόμ. VIII σελ. 341), κ.ά..
Λιόπεσι:
Από τη φάρα τού επιφανούς Αλβανού
στρατιωτικού, Λόπεση. Η ονομασία έχει
διατηρηθεί στη συνείδηση των κατοίκων
τής περιοχής -επί το πλείστον Αρβανιτών-
παρά την σχετικά πρόσφατη μετονομασία
της σε Παιανία.
Το
ίδιο συνέβη με τα ονόματα φυλάρχων των
Μεσογείων: Μπουαίοι [Κούκης (=κόκκινος),
Γρίβας κ.λπ.], Γκίκας, Μουρίκης, Μερκούρης,
Κριεζής (κεφάλι), Σκούρας κ.ά..
Άλλες
επιφανείς φάρες τής μεσαιωνικής
Αρβανιτιάς ήταν οι Λιώσηδες, αρχηγοί
των Μαλακασαίων και των Μαζαρακαίων
(Λιώσα -και όχι Λιόσια- από τον κτήτορα
τού χωριού, όπως και των ομωνύμων χωριών
τού Δήμου Μαραθώνα και Αχαρνών, Πέτρου
Λιώσα), οι Δουσμαναίοι, οι Μουζακαίοι,
οι Πετρομπουαίοι κ.ά..
Ο ιστορικός Charles
Hopf, ο οποίος μελέτησε τη γενεολογία των
αρχόντων εκείνης τής εποχής στην Ελλάδα,
έχει καταστρώσει γενεαλογικά δένδρα
με όσα ονόματα μπόρεσε να βρεί στις
έρευνές του. (Βλ. Κ. Σάθα: «Ελληνικά
Ανέκδοτα», τόμ. Α΄, 1867, σελ. ξδ΄, Charles Hopf,
Chroniques Greco-Romanes, Berlin, 1873.)
Μερικά
αλβανικά τοπωνύμια, ονόματα αλβανικών
οικογενειών, ορέων, ποταμών και
αλβανικών εν γένει τοποθεσιών: Βίλια
και Βάρη (βαρ=βάραθρο). Τα τοπωνύμια
Βαρυμπόμπη (βαρ=βάραθρο και μπόμπο=πωπώ)
και Τατόι προέκυψαν από κτήματα των
παληών αθηναϊκών οικογενειών Βαρυμπόπη
και Τατόη -κακώς μεταγραφόμενο σε
Τατόι-, που ανήκαν στην τάξη των
Αρβανιτών στρατιωτών. Άλλα αλβανικά
τοπωνύμια: Μπραχάμι, Καλέντζι
(καλέντζης=γανωτζής), Καπανδρίτι,
Κιάφα, Μαλακάσα, Καβάσιλα, Μάζι (σημερινή
Οινόη), Κάζα (από τη φάρα τού
Γκάζα=γελαστός), Πικέρμι (από το
Πικέρνης), Κλημέντι, Σάλεσι, Άνω και
κάτω Σούλι (ψηλό), Χασιά, Ρέντη (=βαρύς,
βαρετός, οχληρός) κ.λπ..
|
Σε
κτήμα στο Κάτω Σούλι Μαραθώνα διασώζεται
το όνομα κάποιου απογόνου τής μεγάλης
φάρας τού θρυλικού stradioti, Μερκούριου
Μπούα, που εγκαταστάθηκε στην Αττική.
(Πηγή: «Αρβανίτες», έκδ. «Πήγασος
εκδοτική Α.Ε.», Αθήνα, 2009.)
Μερικές
ακόμα τοπωνυμίες τής Αττικής, αλβανικές
μεν, αλλά μή οικογενειακές: Χαλάνδρι
(Χαλαντέρε = το χωριό δίπλα στο ρέμα),
Γκράβα (=γκρεμός), Λούτσα (=λάσπη), Κίτσι
κ.λπ., Μενίδι, καθώς και τα λήγοντα σε
-ζα π.χ. Καλογρέζα (=μοναχή, για μοναστήρι
τής Αγίας Φιλοθέης, βλ. “Γένος
αβούλευτον, ανόσιον, αναίσχυντον,
βδελυρόν...” Tι έλεγε η Οσία Φιλοθέη,
πολιούχος των Αθηνών, για τους
Αθηναίους...), Ξυλοκέριζα, Βάρκιζα,
Καμάριζα. (Όταν το μόριο -ζα προστίθεται
στο τέλος τής λέξης δίνει την έννοια
τού μικρότερου).
Η
ονομασία Δραπετσώνα έχει δοθεί προφανώς
από αρβανιτόγλωσσους ναυτικούς τής
γειτονικής Σαλαμίνας, από το κοντά στην
ακτή ρέμα (ντράπε = χαράδρα στα αρβανίτικα,
απ΄ όπου και η περιοχή Ντράφι κοντά στο
Πικέρμι) και τού επωνύμου τού ιδιοκτήτη
τής περιοχής - Ρέμα τού Τσώνα. Το επώνυμο
αυτό είναι και σήμερα συχνό μεταξύ των
κατοίκων των Αθηνών. Οι Πλαταιές
ονομάζονταν Κόκ-λιάτ και επί το
ελληνικότερο Κόκλα.
Μερικές
αλβανικές λέξεις: Βλάμης (=αδελφός, από
το αλβανικό βλα), δερβένι (=ορεινό
πέραμα συγκοινωνιακών δρόμων, βλ.
Δερβενάκια, Δερβενοχώρια κ.λπ.), μπέσα
(=πίστη), λεμπέσης (αυτός, που άφησε την
πίστη του από το λιέ=αφήνω και μπέσα).
Στην Τουρκοκρατία Λεμπέσηδες λέγονταν
στρατιωτικά τμήματα Αλβανών, που
αναλάμβαναν την φύλαξη διαφόρων περιοχών,
όπως τα περάσματα των Δερβενοχωρίων.
Αριστερά:
Κοπέλα με αρβανίτικη φορεσιά με το
χαρακτηριστικό κίτρινο σταμπωτό
μαντήλι με λουλούδια. Δεξιά: Κοπέλα
μανιάτικου σωματείου σε εορτασμό τής
μάχης τού Διρού φέρει επίσης κίτρινο
σταμπωτό μαντήλι με λουλούδια. (Πηγή:
«Ρίζες Ελλήνων: Αρβανίτες», «Ρίζες
Ελλήνων: Μανιάτες», «Πήγασος Εκδοτική
Α.Ε.», Αθήνα, 2009.)
Στην «Ελεύθερη Έρευνα»
θα παρουσιάσουμε σε προσεχείς μελέτες
μας χαρακτηριστικές παραδοσιακές
Αλβανικές φορεσιές, που σήμερα
νομίζουμε, ότι είναι ελληνικές.
Ας
δούμε πώς περίγραφαν την κατάσταση
διάφοροι ξένοι περιηγητές:
«Το
Θριάσιον πεδίον. Στο βάθος τής πεδιάδας,
δεξιά, το χωριό Μάντρα, φωτισμένο τώρα
από τον ήλιο· εδώ δεν μιλούν ελληνικά,
αλλά αρβανίτικα», έγραφε το 1850 ο Γάλλος
φιλέλληνας περιηγητής, Gustave Flaubert, o oποίος
συμπληρώνει, ότι αρβανίτικα μιλούσαν
πολλοί ακόμα κάτοικοι τής Παλαιοπαναγιάς
και τής Ζαγοράς, που επισκέφθηκε. Ακόμη:
«Περνάμε από το χωριό Κριεκούκι...
Αρβανίτες κατοικούν σ΄ αυτό το χωριό».
(G. Flaubert: «Το ταξίδι στην Ελλάδα», έκδ.
«Το Βήμα», Αθήνα, 2010.)
Ο
πρόξενος τής Γαλλίας αρχικά και τής
Αγγλίας ύστερα στην Αθήνα, Jean Giraud, στην
έκθεση, που έγραψε το 1674 για τον μαρκήσιο
De Nouantel, μεταξύ των άλλων έγραφε: «Όσον
αφορά στους Αρβανίτες, είναι λίγοι μέσα
στην πόλη (στην Αθήνα), αλλά είναι πάρα
πολλοί στα χωριά. Κατοικούνται όλα από
Αρβανίτες, οι οποίοι έχουν έλθει κατά
το παρελθόν από την Αλβανία...
Οι κλέφτες
τής υπαίθρου, τόσο εδώ όσο και στον
Μοριά, είναι όλοι Αρβανίτες...
Λέγεται,
ότι, μεταξύ Μωρηά, Αθηνών, Θηβών και
Ευρίπου, υπάρχουν περισσότεροι από
60.000 Αρβανίτες.» (M. Maxime Collignon, Le consul Jean
Giraud et sa relation de l΄Attique au XVIIe siecle. Extrait des
Memoires de l΄Academie des inscriptions et Belles-Lettres, tome
XXXIX, Paris, 1913.)
Σύγχρονη
με την έκθεση τού Giraud για τους Αρβανίτες
των Μεσογείων, μετά τα μέσα τού 17ου
αιώνα, είναι το οδοιπορικό τού De la
Guilletiere, ο οποίος έγραφε το 1672: «Όλοι οι
κάτοικοι των Μεσογείων λέγονται
Αρβανίτες.» (Georges Guillet de la Guilletiere, Athenes
ancienne et nouvelle et l΄etat present de l΄Empire Turc, 1675.)
«Αφήνοντας
την Αυλίδα βαδίσαμε τρεις λεύγες και
φτάσαμε σ΄ ένα χωριό Αρναούτηδων. Εδώ
τους αποκαλούν κι Αρβανίτες, αλλά δεν
ξέρω άν προέρχονται από την Αλβανία.
Μιλάνε τη δική τους γλώσσα, που δεν
την καταλαβαίνει κανείς. Η ενδυμασία
τους είναι διαφορετική από την ενδυμασία
των Ελλήνων. Μοιάζει περισσότερο με
τη φορεσιά των χωρικών τής Γαλλίας.
Στο ξυρισμένο τους κεφάλι φορούν ένα
καπέλο μυτερό.» (Sieur d΄ Loir, Γάλλος
περιηγητής, 1639.) Οι Αρναούτηδες είναι
απόγονοι χριστιανών Αλβανών ή
Αλβανοβλάχων, που είχαν εγκατασταθεί
στην Αττική κατά τα τέλη τού 14ου
αιώνα. Κτηνοτρόφοι, οργανωμένοι σε
φάρες λήστευαν τους διαβάτες στα
περάσματα τής Πάρνηθας. (Απ. Βακαλόπουλου:
Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού, τόμος
Β1, σελ. 324.)
|
«Η
Ελευσίνα είναι τώρα ένα φτωχό χωριό με
1.200 κατοίκους, κυρίως Αλβανούς.» (John
Fulleylove - J.A. M΄Clymont: «Εκδρομές στην Αττική»
(19ος
αιώνας)
από το βιβλίο τους: «Greece, A and C Black»,
Λονδίνο, 1902).
O
περιηγητής Nicholas Biddle συγκρίνοντας τον
αριθμό των Αλβανών με των Ελλήνων
εκτιμούσε στα τέλη τού 19ου
αιώνα, ότι οι Αλβανοί κάποια ημέρα θα
απορροφούσαν τους Έλληνες: «Οι Αλβανοί
είναι πολύ πιθανόν, ότι θα απορροφήσουν
τους Έλληνες, οι οποίοι μειώνονται, παρά
αυξάνονται.» («Αθήνα. Το τέλειο πρόσωπο
τής ερήμωσης» από το βιβλίο: «Nicholas Biddle
in Greece, The journals and letters of 1806», Πενσυλβάνια,
1991).
Αλβανοί
οι Πλακιώτες
Στο
κέντρο τής Αθήνας κατοικούσαν Άρβανίτες
στη συνοικία Πλάκα (από το πλάκου=παλαιός),
από το θέατρο τού Διονύσου και καθ΄ όλο
το προς ανατολικά τμήμα τής πόλης, από
το οποίο πήρε κατόπιν το όνομα η προς
τα εκεί ευρισκόμενη πύλη τής πόλης,
«Αρβανίτικη Πόρτα», όταν η Αθήνα
περιτειχίστηκε από τον βοεβόδα Χατζή-Αλή,
τον επιλεγόμενο Χασεκή, είχαν δε το
προσωνύμιο γκαγκαραίοι.
Εκεί τους
τοποθετεί ο Giraud το 1674, ενώ λίγα χρόνια
αργότερα με τοπογραφική σαφήνεια ο
Βερνέντα, μηχανικός τού Μοροζίνη,
αναγράφει στο χάρτη τής Ακρόπολης, που
συνέταξε το 1687 και συγκεκριμένα γύρω
από το μνημείο τού Λυσικράτη: «Diverse case
d΄ Albanes» (=διάφορα σπίτια Αλβανών).
Ο
Παναγής Σκουζές επιβεβαιώνει στα
Απομνημονεύματά του: «Προς μεσημβρία
μιά, η Αρβανίτικη λεγόμενη τής Πλάκας,
με το να ήτον προς εκείνο το μέρος όλο
Αρβανίτες, οι Πλακιώτες» (έκδ. Γ. Βαλέτα,
σελ. 27 και 120.)
Ο
Πουκεβίλ υπολογίζει, πως οι Αρβανίτες
τής Αθήνας ήταν 4.000, έναντι 3.000 γηγενών
και 3.000 Τούρκων.
|
Aλβανοί
στο Αιγαίο
Παρουσία
Αλβανών εντοπίζεται σε νησιά τού
βορειοανατολικού Αιγαίου (Σάμο, Ψαρά)
και σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων
(Άνδρο, Ίο, Κέα, Κύθνο). Μερικά δειγματοληπτικά
παραδείγματα:
Άνδρος:
«Οι
κάτοικοι υπολογίζονται σε 6.000. Υπάρχει
μιά παραθαλλάσια πόλη και 60 χωριά. Τα
κυριώτερα είναι ο Αμμόλακκος και η Άρνα,
που κατοικούνται από Αρναούτηδες, χίλιες
διακόσιες ψυχές».
Από το ημερολόγιο τού
Γάλλου περιηγητή Τhevenot (1655). Ο αλβανικός
εποικισμός στην Άνδρο έγινε επί
φραγκοκρατίας, κατά το πρώτο τέταρτο
τού 15ου
αιώνα. Δεύτερος εποικισμός έγινε περί
τα τέλη τού 15ου
αιώνα. Οι Αλβανοί, που είχαν διαπεραιωθεί
στο νησί από τη γειτονική Κάρυστο,
εγκαταστάθηκαν στο αραιοκατοικημένο
βόρειο τμήμα τού νησιού.
Η
Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος έγραφε
το 1828: «850 οικογένειες στο βορειοδυτικό
τμήμα τής Άνδρου με διάλεκτο και έθιμα
Αλβανών». (α.φ. 20, 21 Μαρτίου 1828, σελ. 83).
|
Αρβανίτες
έκτισαν στη Χίο
το ναό τής εικονιζόμενης Παναγιάς τής Αρβανίτισσας.
το ναό τής εικονιζόμενης Παναγιάς τής Αρβανίτισσας.
Ίος:
«Σε
ολόκληρο το νησί υπάρχει μονάχα μιά
πολίχνη στην πλαγιά ενός λόφου. Οι
κάτοικοι είναι αλβανικής καταγωγής και
γενναίοι. Αντιμετωπίζουν με τόλμη τους
κουρσάρους». (Francois Richard, 1650).
«Στη
Νιό ζουν Αλβανοί, λαός βάρβαρος και
πολεμοχαρής».
Από το ημερολόγιο τού Γάλλου περιηγητή
Τhevenot (1655)
Η
μεσαιωνική εθνολογική σύσταση τής Ίου
σύμφωνα με ιστορικές, αλλά και μαρτυρίες
διαφόρων ξένων περιηγητών κ.ά..
Παρατηρείστε, ότι στα μέσα τού 16ου
αιώνα το νησί έχει ερημωθεί και κατόπιν
επανοικίστηκε από Αλβανούς. (Από το
βιβλίο τού Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες
για τον πληθυσμό των νησιών τού Αιγαίου,
15ος
-
αρχές 19ου
αιώνα»,
έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο
Νεοελληνικών Ερευνών).
Σάμος:
Ανάμεσα
στους εποίκους τής Σάμου περιλαμβάνονταν
πολλοί Αλβανοί.
Στους Αλβανούς τής Σάμου
αναφέρεται μεταξύ άλλων και κάποιος
γάλλος μισσιονάριος, ο οποίος σε ανώνυμη
έκθεσή του στις αρχές τού 18ου
αιώνα σημειώνει, ότι ζούσαν κυρίως στα
ορεινά τού νησιού, ασχολούμενοι με την
κτηνοτροφία. (L.A. Martin: «Lettres edifiantes et
curieuses concernan l΄Asie, l΄Afrique et l΄Amerique avec quelques
relations nouvelles des missions et des notes geographiques et
historiques», τόμ. 1, Παρίσι, σελ. 131, Παρίσι,
1838.
Ο Guerin, που πέρασε στα μέσα περίπου
τού επόμενου αιώνα από το νησί, σημειώνει,
ότι οι κάτοικοι των Αρβανιτών (Άνω -
Κάτω), αν και μιλούσαν καλά τα ελληνικά,
διατηρούσαν ωστόσο, κάποιες δικές τους
λέξεις). Ωστόσο μελετώντας τα τοπωνύμια
τού νησιού, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι
οι Αλβανοί είχαν επεκταθεί και στα
παράλιά του.
Αλβανικά
τοπωνύμια τής Σάμου. [Οι αριθμοί στο
χάρτη, αντιστοιχούν στον αύξοντα αριθμό
τού πίνακα τού Παραρτήματος
“Γ”, (για να το διαβάσετε κάντε κλικ
εδώ),
όπου καταγράφονται αναλυτικά τα τοπωνύμια
μαζί με την ερμηνεία - ετυμολογία τους,
τις πηγές και τα τεκμήρια, στα οποία
βασίζεται].
Αλβανός
ο ένας στους τέσσερις
Οι
Αρβανίτες (Αλβανοί) οι εγκατεστημένοι
στην Ελλάδα, υπολογίζονταν στις αρχές
τού 19ου
αιώνα
σε 200.000: «Η Αλβανική φυλή κατέχει ουχί
ασήμαντον μέρος τής αρχαίας Ελλάδος.
Εν τω Ελληνικώ βασιλείω αριθμείται εις
200.000 ψυχών, κατά το πλείστον γεωπόνους,
καίτοι εν μέρος αποτελεί τον
επιχειρηματικώτερον ναυτικόν πληθυσμόν
τής νεωτέρας Ελλάδος.» (Γεωργίου Φίνλεϋ:
«Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως»,
μετάφραση: Αλ. Παπαδιαμάντη, τ. Α΄, κεφ.
Β΄, σελ. 74, έκδ. «Ίδρυμα τής Βουλής των
Ελλήνων», Αθήνα, 2008).
Στον
ίδιο αριθμό είχε καταλήξει κι ο Γερμανός
φιλόλογος Johann von Hahn, o οποίος έζησε στην
Ελλάδα, έως το τέλος τού 1843, ως υπάλληλος
τής Αντιβασιλείας τού Όθωνα και κατόπιν
στα Γιάννενα, ως γενικός πρόξενος τής
Αυστρίας και υπήρξε ο σοβαρότερος
ερευνητής των αλβανικών θεμάτων εκείνης
τής εποχής.
Περί
το 1888, ο Γερμανός γεωγράφος, Alfred Philippson
υπολόγισε τους Αρβανίτες όλης τής
Ελλάδας εκείνης τής εποχής σε 224.000.
Έκτοτε,
διάφοροι νεοέλληνες ιστορικοί - μελετητές,
αν και επέμεναν να προσπαθούν να
«αποδείξουν», ότι οι Αρβανίτες είναι
δήθεν Έλληνες, οπότε δεν τίθετο θέμα
τού πληθυσμού τους, εν τούτοις επιχείρησαν
με διάφορες «αλχημείες» να μειώσουν
τον αριθμό τους και να τους παρουσιάσουν
ως λιγότερους, ρίχνοντας κατά κανόνα
λάσπη στους ξένους ερευνητές.
Η
Ελλάδα τού 19ου
αιώνα:
Μιά χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων
κατοίκων διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ
των οποίων πλείστοι Αλβανοί.
Όταν
όμως οι Αρβανίτες ήταν στις αρχές τού
19ου
αιώνα
γύρω στις 200.000, πόσος ήταν ο συνολικός
πληθυσμός τού ελλαδικού χώρου (Ελλάδα
τότε νοούνταν η μέχρι τη Θεσσαλία
περιοχή) την ίδια εποχή;
Η πρώτη απόπειρα
καταμέτρησης τού πληθυσμού μέσω τοπικών
πηγών, που επιχειρήθηκε από τον Καποδίστρια
στα 1828, έδειξε, ότι ο πληθυσμός τής χώρας
κατά την εποχή εκείνη ήταν 753.400 άτομα.
(Πέτρου Κιόχου, λέκτορα τής Α.Β.Σ.Π.: «Η
εξέλιξη τού ελληνικού πληθυσμού και η
πρόβλεψη αυτού μέχρι το 2000», Πανεπιστήμιο
Πειραιώς).
Ένα χρόνο αργότερα
πραγματοποιήθηκε απογραφή των οικισμών
και τού πληθυσμού τής Πελοποννήσου στο
πλαίσιο των εργασιών τής επιστημονικής
αποστολής, που συνόδευε το γαλλικό
εκστρατευτικό σώμα τού στρατηγού Maison.
Μιά απαρίθμηση λίγο εως πολύ λεπτομερής
για το σύνολο σχεδόν τής χώρας παρουσιάστηκε
διάσπαρτη μεταξύ των ετών 1834-1836, κατά
τη θεσμοθέτηση τής διοικητικής δομής
τού νεοπαγούς κράτους. Σύμφωνα με την
πρώτη επίσημη απογραφή τού πληθυσμού
(1856 και 1861), ο συνολικός πληθυσμός τής
Ελλάδας μερικές δεκαετίες αργότερα
ήταν περίπου ένα εκατομμύριο (1.062.627 το
1856 και 1.096.810 το 1861).
Δηλαδή
οι Αλβανοί στις αρχές τού 19ου
αιώνα
αποτελούσαν περίπου το 1/4 τού συνολικού
πληθυσμού τής Ελλάδας. (Ούτε ο υπόλοιπος
πληθυσμός ήταν βέβαια καθαροί Έλληνες,
αλλά πλείστοι Βλάχοι, Σλάβοι, Τούρκοι,
Βορειοαφρικανοί κ.λπ., το οποίο θα
παρουσιασθεί προσεχώς στην «Ελεύθερη
Έρευνα».)
Οι
Αλβανοί επειδή δεν είχαν αλφάβητο,
δεν μπορούσαν να διατυπώσουν γραπτά
τις σκέψεις τους. Το πρώτο γραπτό
μνημείο τής αλβανικής είναι το
«Meshari», που σημαίνει «Λειτουργικό».
Συγγραφέας του ήταν κάποιος Gjon Buzuku
και τυπώθηκε με λατινικά στοιχεία το
1555. Περιέχει περικοπές ευαγγελίων,
προφητείες, αποσπάσματα ιερών ακολουθιών
κ.λπ.. Η Ιερά Σύνοδος, προκειμένου να
καλύψει τις ανάγκες τού πολυπληθούς
αλβανικού στοιχείου στον ελλαδικό
χώρο, μετάφρασε την Καινή Διαθήκη στα
αλβανικά και την εξέδωσε στην Κέρκυρα
το 1827. (Επιστασία Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου
Ευβοίας και προέδρου τής Ιεράς Συνόδου.)
|
Αλβανοί
και ΄21
Όταν
οι Τούρκοι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη,
πριν ακόμα κατακτήσουν την Αλβανία, οι
Αλβανοί τής βόρειας περιοχής πολέμησαν
πολλά χρόνια ενάντια στους Τούρκους.
Τα ονόματα δύο Αρβανιτών οπλαρχηγών,
Βουτσαράς, που, όπως πιστεύει ο Σάθας,
συγγενεύει με το Βότσαρης - Μπότσαρης
και Βρανάς, που σημαίνει στα Αρβανίτικα
σκυθρωπός, σοβαρός, αναφέρονται σε
γεγονότα τής Πελοποννήσου πριν τον 13ο
αιώνα. Ο Κάρολος Τόπιας (14ος
αιώνας) και ο γιος του Γεώργιος, οργάνωσαν
γερή αντίσταση και τους έκαναν πολλές
καταστροφές.
Ύστερα από τη μάχη τού
Κόσοβου και την ήττα των Σέρβων (1389), οι
Τούρκοι εισέβαλαν στην Αλβανία, αλλά
βρήκαν πεισματική αντίσταση. Οι Αλβανοί
έμειναν μόνοι και στο τέλος οι Τούρκοι
κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αλβανία.
Όμως, πολλοί πήραν τα βουνά καί συνέχισαν
την αντίστασή τους.
Στην
ιστορική τους πορεία οι δύο λαοί, Έλληνες
και Αρβανίτες (χριστιανοί Αλβανοί), σε
παλαιότερες εποχές, πριν την Τουρκοκρατία,
ήταν ομόθρησκοι και αυτό είχε μεγάλη
σημασία στην ενσωμάτωση των πολυάριθμων
μεταναστών από το βόρειο προς το νότιο
χώρο, δηλαδή από τη σημερινή Αλβανία
στη σημερινή Ελλάδα.
Η θρησκεία έπαιξε
το σημαντικότερο ρόλο στη διάρκεια των
αγώνων κατά τής Τουρκικής κατοχής.
Έλληνες και Αρβανίτες, Ρωμιοί και οι
δύο, πολεμούσαν κατά τού κατακτητή
αποβλέποντας στην απελευθέρωση των
εδαφών τους και ίσως στην κοινή συμβίωση
στους επόμενους χρόνους.
Αντίθετα, οι
μουσουλμάνοι Αλβανοί συμμαχούσαν κατά
βάση με τους Τούρκους· έμειναν γνωστοί
ως Τουρκαλβανοί, οι οποίοι σε πολλές
περιπτώσεις ήταν χειρότεροι από τους
Τούρκους στη συμπεριφορά τους απέναντι
στους Ρωμιούς.
Εξισλαμισμένοι
Αλβανοί είχαν εγκατασταθεί σε μια
φύσει οχυρά περιοχή τού ανατολικού
Ταϋγέτου, την Μπαρδούνια, όπου έκτισαν
πολλούς πύργους και είχαν υπό τον
έλεγχό τους τα γύρω χωριά, τα λεγόμενα
Μπαρδουνοχώρια. Μετά από ένα μικρό
διάστημα βενετοκρατίας στο Μοριά,
επανήλθαν ξανά οι Τούρκοι και για να
δημιουργήσουν ισχυρότερα ερείσματα
μετέφεραν σκληροτράχηλους Αλβανούς,
που περί το 1718 σχημάτισαν το οχυρό
χωριό Λάλα. Με την ισχυρή αλβανική
οικογένεια τού Λάλα, τους Ισμαηλαίους,
είχε συνάψει αδελφοποιία η οικογένεια
των Κολοκοτρωναίων. Η αδελφική αγάπη
τού Θεόδ. Κολοκοτρώνη εκδηλώθηκε, όταν
επέστρεψε από τη Ζάκυνθο για να
υπερασπισθεί τον ισάδελφό του, Αλή
Φαρμάκη. Οι Λαλιώτες επί έναν αιώνα
υπήρξαν, μαζί με τους Μπαρδουνιώτες,
οι φοβερότεροι διώχτες τού χριστιανικού
στοιχείου.
|
Ο
Αρβανίτης Μάρκος Μπότσαρης συνέταξε
το 1809 το «Λεξικό τής Ρομαϊκοίς και
Αρβανητηκοίς Απλής».
Οι
αρματωλοί δεν ήταν οι μόνοι χριστιανοί
στην Οθωμανική αυτοκρατορία, που τους
επιτρεπόταν να οπλοφορούν. Πολλές
χριστιανικές αλβανικές κοινότητες στην
Ελλάδα ελάμβαναν επίσης το προνόμιο
αυτό από τον σουλτάνο.
Οι κάτοικοι τής
Μεγαρίδας, που κατείχαν πέντε μεγάλα
χωρία, τα λεγόμενα Δερβενοχώρια,
ευνοούνταν από την Πύλη. Τους είχε
ανατεθεί να φρουρούν τα στενά στα όρη
τού Κιθαιρώνα και Γερανείων. Ο αριθμός
των ενόπλων ανδρών στα πέντε χωριά
ανερχόταν σε 2.000 περίπου.
Oι
Αρβανίτες έδωσαν δυνατές μορφές στην
επαναστατική περίοδο: Τζαβέλλας,
Μιαούλης, Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Μάρκος
Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα,
Κατσώνης και Κατσαντώνης (από τη ρίζα
κατσ-, που σημαίνει τον μικροκαμωμένο)
κ.ά..
Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον
Κουντουριώτη: «λαλήσας προς τους μεν
ναύτας αλβανιστί προς δε τους πεζούς
ελληνιστί». (Οι ναύτες ήταν Υδραίοι -
και αναγκάστηκε να τους μιλήσει αλβανικά
για να τον καταλάβουν).
Ο δε Μαρκος
Μπότσαρης έγραψε «Λεξικό τής Ρομαϊκοίς
και Αρβανητηκοίς Απλής», που εξέδωσε
το 1980 η Ακαδημία Αθηνών.
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Α¨
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Β¨
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Γ¨
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Α¨
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Β¨
Οι μεσαιωνικοί αλβανικοί εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο Μερος Γ¨
Το
άρθρο συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου