Γράφτηκε μόλις
τον 19ο αιώνα!
Στην πραγματικότητα όμως, αυτό ισχύει μόνο για τα απλά τραγούδια τής καθημερινής ζωής. Πολλά ιστορικά δημοτικά τραγούδια, που διδασκόμαστε, είναι πλαστά. Πρόκειται για τα τραγούδια, που περιγράφουν ιδεώδη και υψηλά ιδανικά με πολιτικο-εθνικο-θρησκευτικό χαρακτήρα. Αυτά, δέν γράφτηκαν από απλούς ανθρώπους, αλλά από επώνυμους λόγιους κι όχι κατά την εποχή, που αναφέρονται, αλλά πολλές δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες -σε ορισμένες περιπτώσεις- αργότερα.
Δέν έφτασαν ως εμάς από στόμα σε στόμα, αλλά επειδή έχουν συμπεριληφθεί στη διδακτέα ύλη των σχολικών βιβλίων, όπου παρουσιάζονται ως αυθεντικά. Επίσης, δέν έχουν σκοπό να περιγράψουν τα συναισθήματα τής Ρωμιοσύνης, αλλά ακριβώς το αντίθετο: Να χειραγωγήσουν τους ρωμιούς, να τους κάνουν να πιστεύουν δηλαδή, ότι αυτά ήταν διαχρονικά τα συναισθήματά τους εμπεδώνοντας έτσι στο ετερόκλητο πλήθος επήλυδων στον ελλαδικό χώρο (αρβανίτες, βλάχους κ.λπ.) εθνικοθρησκευτική συνείδηση και καλλιεργώντας τους παράλληλα, μεγαλοϊδεατικά οράματα.
Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων τραγουδιών:
- Με ένα γνωστό, δήθεν παραδοσιακό τραγούδι, που απηχεί υποτίθεται τη θλίψη των ρωμιών για την άλωση τής Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για τον πολυδιαφημισμένο «Θρήνο τής άλωσης» (πάλι με χρόνους με καιρούς...), που δέν γράφτηκε όμως, την εποχή τής άλωσης, αλλά εκατονταετίες αργότερα, τον 19ο αιώνα.
Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα 'πουράνια,
Σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος,
Να μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
Περιστερά κατέβηκεν από τα μέσ' ουράνια.
—«Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια!
Παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
Γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
Το 'να να πάρει το Σταυρό και τ' άλλο το Βαγγέλιο,
Το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
Μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν»
Η Δέσποινα εταράχτηκε κι εδάκρυσαν οι 'κόνες.
— «Σώπασε Κυρά Δέσποινα και σεις 'κόνες μην κλαίτε
Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σας είναι».
- Με το κλέφτικο «Ο αποχαιρετισμός τού κλέφτη» (μάνα, σου λέω, δέν μπορώ τους τούρκους να δουλεύω...),
όπου παρουσιάζεται ένας κλέφτης να μήν αντέχει δήθεν τούς τούρκους και
να παίρνει τα βουνά. Το τραγούδι αυτό δέν γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο
τής Τουρκοκρατίας, αλλά από τον διακεκριμένο λόγιο, Παύλο Λάμπρο,
αρκετές δεκαετίες μετά το ʽ21.
«Μάνα σου λέω δεν ημπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
Δεν ημπορώ δε δύναμαι, εμάλλιασ' η καρδιά μου·
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω Κλέφτης,
Να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες,
Να 'χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα,
Να 'χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι,
Να 'χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι.
Θα φύγω, μάνα και μην κλαις, μόν' δώ 'μου τηv ευχή σου,
Κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω·
Και φύτεψε τρανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι 1,
Και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο·
Κι όσο π' ανθίζουν, μάνα μου και βγάνουνε λουλούδια,
Ο υιός σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους·
Κι αν έρθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη,
Και μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια,
Τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις».
Δώδεκα χρόνοι επέρασαν και δεκαπέντε μήνες
Που ανθίζαν τα τριαντάφυλλα κι ανθίζαν τα μπουμπούκια.
Και μιαν αυγή ανοιξάτικη, μια πρώτη του Μαΐου,
Που κελαδούσαν τα πουλιά κι ο ουρανός γελούσε,
Με μιας αστράφτει και βροντά και γένεται σκοτάδι·
Το καριοφίλι εστέναξε, τρανταφυλλιά δακρύζει,
Με μιας ξεράθηκαν τα δυο κι επέσαν τα λουλούδια·
Μαζί μ' αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του η μανούλα.
[Ο Ν. Πολίτης αναφέρει ότι δεν είναι δημοτικό αλλά του Παύλου Λάμπρου]
Πόλης δέν έχουν ιστορική βάση. Βέβαια, το πέσιμο τής αύτοκρατορίας έκανε μεγάλη εντύπωση, δέν εκδηλώθηκε όμως, κανένας εθνισμός με απόχρωση ελληνική.
Οι παραδόσεις λοιπόν, που συγκεντρώθηκαν απʼ τον σημαντικότερο λαογράφο τού περασμένου αιώνα, Νικόλαο Πολίτη (1852-1921), γύρω στο πάρσιμο τής Πόλης δέν έχουν την αφετηρία τους στο 15ο αιώνα.
Εξ άλλου, η μεγάλη πλειοψηφία τού λαού τής Βαλκανικής μισούσε τους Παλαιολόγους και τους λατινόφρονες. Δέν ήταν γιʼ αυτό δυνατό να σχηματιστούν παραδόσεις τιμητικές για τον Παλαιολόγο. Αυτές καλλιεργήθηκαν στο εξωτερικό (Ιταλία) και στα νησιά τού Αιγαίου, που τα κατείχαν οι λατίνοι.
Ύστερα από το 1821, μαζί με την καλλιέργεια τής Μεγάλης Ιδέας, παράλληλα καλλιεργήθηκαν και οι παραδόσεις για τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» και πήραν πολιτικο-εθνικές μορφές.
Σʼ αυτά μπορεί κανείς να ρωτήσει: Στα σχολεία μάς μάθανε, πως «ευθύς μετά την άλωση» κάποιος ποιητής σύνταξε ένα «θρήνο» για την Πόλη, που τελειώνει: «πάλε με χρόνια με καιρούς, πάλε δικά μας θάναι».
Την πρώτη απάντηση, που έχουμε να δώσουμε στο παραπάνω ερώτημα είναι, ότι ο τελευταίος στίχος τού «θρήνου» παραποιήθηκε στα χρόνια μας: Το τραγούδι, στην παλαιότερη μορφή του τελείωνε έτσι: «πάλε με χρόνους και καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
Το τραγούδι αυτό, δέν είναι τόσο παληό, όπως παραδέχονται οι πιο πολλοί. (Βλ. Γ. Κορδάτου: «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία», Αθήνα, 1925, Α', σ. 22-23 και τού ίδιου: «Ο θρήνος τής Αγιάς Σοφιάς και η εθνική συνείδηση των
ελλήνων», πρώτο άρθρο και «Ο θρήνος τής Πόλης και η γένεσή του», δεύτερο άρθρο στη «Νέα Επιθεώρηση», έτ. Α΄, 1928, σ. 268 και 344 και πέρα). Πριν όμως πούμε, γιατί δέν είναι παληό και γιατί το θεωρούμε πλαστό, το αντιγράφουμε παρακάτω, όπως δημοσιεύτηκε από τον Ν. Πολίτη:
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπανα και παπάς, κάθε πάπας και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης,
κι απʼ την πολλή την ψαλμωδιά εσειόντανε οι κολόνναις.
Να μπούναι στό χερουββικό και νάβγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απʼ αρχαγγέλου στόμα.
«Πάψετε το χερουββικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παππάδες πάρτε τα γʼ ιερά, και σείς κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μονʼ στείλτε λόγο στη Φραγκιά νάρτουνε τρία καράβια,
τόνα να πάρει το σταυρό και τάλλο το Βαγγέλιο,
το τρίτο, το καλύτερο, την άγια Τράπεζά μας,
μή μάς την πάρουν τα σκυλιά και μάς τη μαγαρίσουν».
Η Δέσποινα ταράχτηκε, κʼ εδάκρυσαν οι εἰκόνες.
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μή πολυδακρύζεις»,
Ο Πολίτης όμως, δέν το αντέγραψε πιστά από το κείμενο τού Φωριέλ (γάλλος συλλέκτης δημοτικών τραγουδιών), αλλά το άλλαξε σε μερικά σημεία, γιατί, όπως πρωτοδημοσιεύτηκε τό 1828, δέν τού φαινόταν γνήσιο. (Βλ. Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας», τ. IΧ, 1453-1821), κεφ. «Εισαγωγή»).
Μα
και οι «διορθώσεις» τού Πολίτη δέν ήταν ικανοποιητικές. Όταν μάλιστα
γράφτηκε από τον ιστορικό Γιάνη Κορδάτο, πως το τραγούδι πλάστηκε στις
παραμονές τού ΄21 ή και αργότερα, άρχισαν οι θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης
να το ξαναδιορθώνουν. Πρώτος και καλύτερος μάστορας σʼ αυτή τη δουλειά
ήταν ο καθηγητής Γ. Αποστολάκης: Από τη μιά μεριά κατέκρινε τό Ν.
Πολίτη, γιατί με τις συμπληρώσεις και διορθώσεις του «χάλασε» το
τραγούδι, από την άλλη έβαλε κι αυτός χέρι στο κείμενο και το
«αποκατάστησε» έτσι:
Πλαστός ο ''Θρήνος τής Άλωσης''
στις μέρες μας εκτός από τα σχολεία και από σύγχρονους ρωμιούς
πολιτικάντηδες, καλόγερους κ.λπ.ταγούς τής Ρωμιοσύνης.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ʽπουράνια,
σημαίνει κ' η Αγιά Σοφιά, τό μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, μ' εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να βγούν τα άγια κι ο Βασιλιάς τού κόσμου,
φωνή τους ήρθʼ εξ ουρανού αγγέλων απʼ το στόμα:
«Αφήτʼ αυτήν την ψαλμουδιάν, να χαμηλώσουν τʼ άγια
και στείλτε λόγον στην Φραγκιάν, να έρθουν να τα πιάσουν,
να πάρουν τον χρυσόν σταυρόν και τ' άγιον Ευαγγέλιον,
και την αγίαν Τράπεζαν, να μήν την αμολύνουν».
Σάν τʼ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες.
«Σώπα Κυρία Δέσποινα, μήν κλαίεις, μή δακρύζεις,
πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
Όσες προσθαφαιρέσεις κι αν κάνουν οι ρωμιοί λόγιοι, δέν θα μπορέσουν να
κρύψουν την πλαστότητά του. Πρώτα πρώτα η γλωσσική του μορφή δείχνει,
πως φτιάχτηκε στις αρχές τού 19ου αιώνα. Η τυχόν αντίρρηση, πως μόνο η
γλωσσική του μορφή άλλαξε, γιατί το τραγουδούσε ο λαός και το προσάρμοσε
στην ομιλούμενη λαλιά δέν στέκει, γιατί κανένας παληός δέν το αναφέρει.
1. Αν ήταν γνωστό πριν τον 19ο αιώνα, κάποιος χρονογράφος θα το μνημόνευε.
2. Ορθόδοξος ποτέ δέν θα ʽβαζε στο στόμα του το στίχο «στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ʽρθουν να πάρουν τα Άγια».
Οι ορθόδοξοι μισούσαν τους φράγκους πιο πολύ από τους τούρκους. Εξόν
από τις γνωστές ιστορικές πηγές, που λένε, πως οι ορθόδοξοι μισούσαν
τους φράγκους, υπάρχουν και οι παραδόσεις, που το επιβεβαιώνουν. (Βλ. Ν.
Πολίτη, «Παραδόσεις», Α', σ. 24., Β', 651, 660, 680, 686).
3. Η Αγία Σοφία ήταν εκκλησία κι όχι «μέγα Μοναστήρι».
4. Ο πατριάρχης δέν καθόταν και ούτε ο βασιλιάς στεκόταν αριστερά τού πατριάρχη.
5. Οι στίχοι: «Πάρτε το χερουββικό...» και «είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει» είναι αντιγραφή από παληούς χρησμούς και προφητείες.
Ένας
ποιητής, που έκφραζε το κοινό αίσθημα τής Ρωμιοσύνης, δέν θα ʽγραφε
τέτοιες ασυναρτησίες και δέν θα ʽπεφτε σε αντιφάσεις, γιατί αν ήταν
θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει, τότε έπρεπε να το ξέρει η Παναγία (αφού
οι χριστιανοί πιστεύουν, πως βρίσκεται πάντα κοντά στο Χριστό) και να
μήν κλαίει.
Το τραγούδι ίσως να το έφτιαξε κάποιος ρωμιός και να
το έδωσε στον Φωριέλ, για να δημοσιευτεί και να εξυπηρετηθεί η «εθνική
υπόθεση». Ας μήν ξεχνάμε, πως ενώ οι ρωμιοί κρεμούσαν τις ελπίδες τους
στους ρώσους, ο τσάρος αποδοκίμασε τον Αλ. Υψηλάντη και τον αγώνα τού
ʽ21. Αντίθετα, στην Ευρώπη, πολλοί δημοκράτες και προοδευτικοί έδειξαν
μεγάλο ενδιαφέρον για την επανάσταση. Κι ακόμα και κάτι άλλο: Όπως
ξέρουμε, οι πιο πολλοί από τους ηγέτες τής επανάστασης ακολούθησαν
φιλοδυτική εξωτερική πολιτική.
Μπορούμε λοιπόν, να πούμε, πως ο
«θρήνος» για την άλωση τής Πόλης φτιάχτηκε, για να κολακέψει τους
δυτικούς και κυρίως τον Πάπα. Ο συντάκτης του, που φυσικά θα είχε
πολλούς με τη γνώμη του, πίστευε, πως ήταν δυνατό
να κολακευθεί ο
Πάπας με το τραγούδι αυτό κι έτσι να δείξει τη συμπάθειά του. Ας μήν
ξεχνάμε, πως η τότε κυβέρνηση έστειλε το 1828 τον αρχιεπίσκοπο των
Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στον Πάπα Πίο Ζʼ, να
τού δηλώσουν, πως δέχονται την «ένωση τών εκκλησιών», ότι δηλαδή
υποτάσσονται στον Πάπα, όπως οι Παλαιολόγοι. Στην περίπτωση όμως, που ο
Πάπας θά ΄δειχνε ενδιαφέρον, και η τσαρική Ρωσία θα αναγκαζόταν, για να
μή χασει τους ορθόδοξους ρωμιούς, να δείξει κι αυτή ενδιαφέρον για την
επανασταση, όπως κι έγινε αργότερα.
Ο πόθος για την επιστροφή των ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη καλλιεργήθηκε αιώνες μετά την άλωση, ακόμα και μετά το ΄21, τότε, που δημιουργήθηκε το κράτος και πλάστηκε ο ελληνοχριστιανισμός και οι συνακόλουθοι μεγαλοϊδεατισμοί, οι οποίοι, παρά το ότι οδήγησαν σε μεγάλες καταστροφές και προσφυγιές, εξακολουθούν ακόμα να ταλανίζουν τα μυαλά των σύγχρονων ρωμιών.
Ούτε ο Φωριέλ ήταν σίγουρος
Όπως ξέρουμε, ο Φωριέλ δέν κατέγραφε τα τραγούδια ακούοντάς τα από το
λαό, αλλά τού τα μάζεψαν και τού τα έδωσαν διάφοροι γνωστοί του. Να τί
γράφει ο ίδιος για την «ιστορία» τού τραγουδιού αυτού, που πρέπει να τα
προσέξουμε:
«Το τραγούδι τής άλωσης δέν το παρουσιάζω για την
ποιητική του αξία. Παρατηρώ, πως έχει μόνο δυό τρείς αξιόλογους
στίχους, που ο ποιητής τους αντέγραψε ή μάλλον απομιμήθηκε με σπάνια
επιτυχία από ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τής συλλογής μου, από το
τραγούδι τού Ολύμπου. Παρʼ όλα αυτά, εξεταζόμενο από άλλη άποψη,
παρουσιάζει ενδιαφέρον. Πρώτα, για την παλαιότητά του, γιατί αν ως προς
τη σημερινή του μορφή δέν ανάγεται στην εποχή, που πάρθηκε η Πόλη, κατά
τα φαινόμενα είναι η μίμηση, η ηχώ, ας πούμε, κάποιου δημοτικού
τραγουδιού, που ενέπνευσε στούς σημερινούς έλληνες η εθνική εκείνη
συμφορά.
»Είναι ακόμα πιό πολύ ενδιαφέρον σαν ένδειξη και
σαν εκδήλωση μιας πατριωτικής ελπίδας, την οποία τρισήμισυ αιώνες
τουρκικής καταπίεσης δέν μπόρεσαν να σβήσουν από τους έλληνες την ελπίδα
να αποκτἡσουν μια μέρα με τη βοήθεια των φράγκων, την Πόλη και όλες τις
χώρες, όπου μελείται η ελληνική γλώσσα. Τα σύγχρονα γεγονότα τής
Ελλάδας, οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα, μάλλον φαίνεται να
επιβεβαιώνουν, παρά να διαψεύδουν την ελπίδα αυτή. Μόνο η ιδέα τής από
μέρους των φράγκων βοήθειας, φαίνεται, ότι δέν έχει πλέον υποστηρικτές.
Το τραγούδι αυτό είναι γνωστό σε όλους τους ελληνικούς τόπους, εν
τούτοις διέθετον ένα μόνον αντίγραφον, το οποίο είναι πολύ πιθανόν να
μήν είναι ούτε πλήρες, ούτε πολύ ακριβές». (Πρόλογος τού Φωριέλ: «Chants populaires de la Grece Moderne», Παρίσι, 1824/5, ελλ. έκδοση Ν. Νίκα, Αθήνα, 1956, σ. 309).
Απ' αυτά που λέει, φαίνεται, πως ούτε ο ίδιος ο Φωριέλ ήταν και πολύ σίγουρος για τη γνησιότητα τού «θρήνου».
Επιφαινόμενα δημοτικά
Τη σύνθεση των δημοτικών τραγουδιών η κοινή συνείδηση αποδίδει στο λαό,
αφού η δημοτική ποίηση θεωρείται δημιούργημά του, που εκφράζει εικόνες
τής καθημερινής ζωής, συναισθήματα κ.λπ.. Όπως όμως, παραδέχεται ο ίδιος
Νικόλαος Πολίτης, «η δημοτική ποίησις ούτε προάγει ούτε μεταβάλλει τον λαόν, δέν εξυψώνει, δέν εξωραΐζει αυτόν...
»Επιφαίνονται
βεβαίως, ενίοτε εις ή και πλείονες δαιμόνιοι άνδρες, οίτινες αιρόμενοι
υπέρ το πάτριον έδαφος γίνονται εξάγγελοι και υποφήται υψηλοτέρων και
ευγενεστέρων ιδεωδών, απροσίτων εις το πολύ πλήθος, δια των δεσμών δε
δι΄ων εξακολουθούν να συνδέωνται αρρήκτως προς το έθνος των αποβαίνουν
συν τω χρόνω τροφείς και διδάσκαλοι αυτού και ανασύρουν αυτό μέχρι τού
ύψους, εφʼ ου ίστανται. Και ούτω το έθνος εγκολπούται τα ιδεώδη τού
δαιμονίου ανδρός και λαμβάνει συνείδησιν αυτών ως ιδίων».
(«Διαλέξεις περί ελλήνων ποιητών τού ιθ΄ αιώνος - Γνωστοί ποιηταί
δημοτικών ασμάτων», Διαλέξεις φιλολογικού συλλόγου Παρνασσού, Αθήνα,
1916).
Τις δυνατές συγκινήσεις μόνο οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να
τις προκαλέσουν. Όταν δε οι ποιητές έχουν συνείδηση τής δύναμης τής
δημοτικής ποίησης, «προσφεύγουν εις τα μέσα αυτής και γράφουν
ποιήματα έχοντα την επίφασιν των δημωδών, και πάλι τότε εξασθενίζει την
εντύπωσιν η ατελώς συγκαλυπτομένη επιτήδευσις».
Δηλαδή,
με άλλα λόγια, ο λαός τραγουδάει απλά τραγούδια, δέν έχει σχέση με
τραγούδια με υψηλά ιδεώδη και ιδανικά. Αυτά, τα γράφουν κάποιοι
«δαιμόνιοι άντρες» μιμούμενοι τα δημοτικά τραγούδια, προκειμένου να
χειραγωγήσουν το λαό, που τελικά τα «εγκολπούται» και τα νομίζει δικά
του.
Κάλπικο γνωστό κλέφτικο τραγούδι
Θα εξετάσουμε το γνωστό τραγούδι: «Ο αποχαιρετισμός τού κλέφτη»,
το οποίο αρχίζει ως εξής:
Μάνα, σου λέω, δέν μπορώ τους τούρκους να δουλεύω.
Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε πρώτα στη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών τού Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου το 1851, ύστερα στα «Τραγούδια Ρωμαίικα», τη μεγάλη συλλογή τού Passow
κι από τότε αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές και δέν λείπει από τα
αναγνωστικά βιβλία των σχολείων, στα οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των
δημοτικών με παιδαγωγικούς σκοπούς.
Επιμελέστερη όμως, εξέτασή του καταδεικνύει, ότι δέν είναι γνήσιο δημοτικό. Ο αναγνώστης προσκρούει πρώτα στη λέξη δουλεύω, την οποία ο λαός δέν μεταχειρίζεται με την έννοια τού τραγουδιού. Όταν λέει κάποιος δουλεύω, εννοεί εργάζομαι ή υπηρετώ με μισθό, όχι είμαι δούλος.
Έπειτα, λίγο παρακάτω, προσκρούει ο αναγνώστης στους στίχους:
Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι
και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο.
Το
καρυοφύλλι δέν είναι μαύρο, όπως εξηγεί ο Νικ. Πολίτης, αλλά πράσινο.
Μαύρα μπορούν να ονομαστούν τα αποξηραμμένα άνθη τού καρυόφυλλου, τα
κοινώς λεγόμενα γαρύφαλα, τα οποία μπέρδεψε ο ποιητής με το καρυόφυλλο,
ποώδες φυτό, το κοινό καρυοφύλλι. Και στον επόμενο στίχο, όσο κι αν
ήθελε ο ποιητής να τονίσει το φιλόστοργο τής επιμέλειας των λουλουδιών,
δέν θα φανταζόταν να τα ποτίζει με στερεά ύλη, τη ζάχαρη.
Παραπλήσια
εικόνα, την οποία επιχείρησε να μιμηθεί ο ποιητής, είχε μεταχειριστεί η
δημοτική ποίηση σε ένα περιπαθές μοιρολόι, αλλά εκεί η ζάχαρη
προσφερόταν ως τροφή για τα πουλιά:
Πουλάκι είχα στο κλουβί και τό είχα μερωμένο
και τάιζά το ζάχαρη και πότιζά το μόσκο.
Και σε ένα από τους τελευταίους στίχους γίνεται χρήση τολμηρότατης μεταφοράς:
Το καρυοφύλλι στέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει.
Ο
λαός θα απέφευγε τέτοια εικόνα, γιατί είναι εύκολο να συνδεθεί ο
στεναγμός με την παράσταση τού όπλου καρυοφυλλιού, τής άλλης σημασίας,
την οποία πήρε η λέξη καρυοφύλλι. Και η ωραία, αλλά με έντονη
μυστικοπάθεια διαπνεόμενη κατακλείδα τού ποιήματος, στηριζόμενη στη
δοξασία περί συνδέσμου τής ανθρώπινης ζωής με τη ζωή των φυτών, είναι
ξένη προς τη δημώδη ποίηση. Θα μπορούσε ενδεχόμενα κάποιος λαϊκός
ποιητής να βάλει στο έργο του τέτοιες ιδέες, γιατί η δοξασία δέν είναι
άγνωστη στις δημώδεις παραδόσεις και τα παραμύθια, αλλά θα το έκανε με
τρόπο απλούστερο, χωρίς να προσθέσει τέτοια στολίσματα.
Ακόμα
κι αν δέν γνωρίζαμε τον ποιητή, η εξέταση τού ποιήματος και μόνο, θα
αρκούσε για να μας πείσει, ότι δέν είναι δημοτικό. Αλλά ο ποιητής
τυχαίνει να είναι γνωστός. Πρόκειται για τον διακεκριμένο λόγιο,
ιστοριοδίφη και νομισματολόγο τού 19ου αιώνα, Παύλο Λάμπρο, πατέρα τού ιστορικού και πρώην πρωθυπουργού, Σπυρίδωνα Λάμπρου.
Ο
Παύλος Λάμπρος ασχολούταν με την περισυλλογή δημοτικών τραγουδιών. Μια
πλούσια συλλογή του, την οποία είχε καταρτίσει πριν το 1850, χρησίμευσε
σα βάση των «Ασμάτων δημοτικών τής Ελλάδος» τού Σπ. Ζαμπέλιου.
Στα τετράδια τής συλλογής εκείνης είχε καταγράψει και δικά του
τραγούδια. Ο Ζαμπέλιος περιέλαβε στον εκδοθέντα τόμο των δημοτικών
τραγουδιών και τον «Αποχαιρετισμό τού κλέφτη», χωρίς να μνημονεύσει το
όνομα τού ποιητή.
Στον ελλαδικό χώρο έχουν γίνει επανειλημμένα εκτεταμένες εγκαταστάσεις πολλών και διάφορων λαών, όπως πχ. σλάβων, αλβανών, βλάχων, βορειοαφρικανών, τούρκων, αρμένιων κ.ά..
(Σχετικές μελέτες-άρθρα μας μπορείτε να βρείτε στο Θεματολόγιο / Η πραγματική καταγωγή μας).
Δέν υπήρχε κάποιο διαχρονικά αναλλοίωτο ελληνικό γένος, το οποίο
σκλαβώθηκε την τουρκοκρατία και με δημοτικά τραγούδια, όπως «Ο
αποχαιρετισμός τού κλέφτη», τραγουδούσε για την ελευθερία του.
Τα
αγροτικά λαϊκά στρώματα των ρωμιών το ʽ21 (Στερεά, Θεσσαλία, νησιά και
Πελοπόννησο) ζούσαν επί αιώνες με τους οθωμανούς ειρηνικά, ώστε με
δυσκολία πήραν το ντουφέκι, όπως το ομολογούν ο Κολοκοτρώνης, ο Φραντζής
και ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά τους. Ο κατοπινός ομαδικός φανατισμός
αναπτύχθηκε με κατάλληλη προπαγάνδα και με διάφορες παρορμητικές και
εξερεθιστικές ειδήσεις τόσο μέσα στον οθωμανικό λαό και στρατό όσο και
στους ρωμιούς, οι οποίοι δέν είχαν αναπτύξει ακόμα καμμία εθνική
συνείδηση.
Οι κλέφτες κι οι αρματολοί δέν είχαν ελληνική εθνική
συνείδηση. Σκοπός τους ήταν αποκλειστικά η λεηλασία και το πλιάτσικο.
Κι όταν μέσα σε ένα χρόνο γενοκτόνησαν τους άοπλους κι ανυπεράσπιστους
τότε μουσουλμάνους τής Πελοποννήσου κι έμεινε πολύς κενός χώρος, άρχισαν
να κτυπιούνται μεταξύ τους, προκειμένου να προσπορισθούν όσο το δυνατόν
μεγαλύτερο κομμάτι τής «πίτας».
Αυτοί είναι οι -με εύσχημο
τρόπο ονομαζόμενοι- «εμφύλιοι πόλεμοι», που ακολούθησαν το ΄21. Αυτός
ήταν κι ο λόγος, που ο Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι καπεταναίοι
-τοπάρχες στις περιοχές, που έλεγχαν και εκμεταλλεύονταν- αποτέλεσαν
αντίδραση στις προσπάθειες οργάνωσης κράτους, το οποίο, εάν δημουργούταν
θα ήταν αυτό, που θα καρπωνόταν αντί γιʼ αυτούς, τους φόρους και τα
χαράτσια.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από την Τριπολιτσά στην... Τρόικα).
Διδάσκοντας στα σχολεία ως δήθεν δημοτικά, τραγούδια, όπως
«Ο αποχαιρετισμός τού κλέφτη»,
δημιουργείται έντεχνα στους μαθητές η λάθος εντύπωση
περί τής δήθεν συνέχειας στο χώρο και στο χρόνο
κι ότι ο πόθος για ελευθερία (κι όχι το πλιάτσικο),
ήταν η αιτία τού ΄21.
Ο Σπ. Ζαμπέλιος είναι ο θεωρητικός τής δήθεν ιστορικής ενότητας αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού και μαζί με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο αποτελούν τους «διόσκουρους» τού ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος).
Για
την τεκμηρίωση τού ελληνοχριστιανικού του ψεύδους χρειαζόταν να δείξει,
ότι υπήρχε δήθεν συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο, ότι υπήρχε ένα
ελληνικό έθνος, που μεγαλούργησε στην αρχαιότητα, με ένα διάλειμμα τής
ρωμαϊκής κατοχής μεγαλούργησε και στο Βυζάντιο, υποδουλώθηκε κατόπιν
όμως, από τους τούρκους, αλλά πάντα είχε μέσα στην ψυχή του τον πόθο τής
επανάστασης και τής ελευθερίας, η οποία εκφράζεται θαυμάσια από αυτό το
τραγούδι.
Γιʼ αυτό συμπεριέλαβε το μή δημοτικό αυτό τραγούδι στη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών «παραλείποντας» επί πλέον [«δια άγνωστον τίνα λόγον»(!), όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ν. Πολίτης] να αναφέρει τον δημιουργό του.
- Ρωμιός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωμαῖος (πολίτης του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, του Βυζαντίου), < ελληνιστική κοινή Ῥωμαῖος (πολίτης του Ρωμαϊκού κράτους) < λατινική Romanus, Ῥώμη Roma[1]
Αρβελέρ: Να σταματήσουμε να λέμε ότι είμαστε Έλληνες!
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου