Η Θεσσαλία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1881. Η ζωή πολλών από τους
κατοίκους της δεν βελτιώθηκε όμως, το αντίθετο μάλιστα. Οι κολίγοι
βρίσκονταν στο έλεος των γαιοκτημόνων τεράστιων εκτάσεων, δηλαδή των
τσιφλικάδων.
Οι κολίγοι υποσιτίζονταν, μαστιζόταν από την ελονοσία και δούλευαν από
το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν είχαν περίθαλψη ούτε καν ένα αξιοπρεπές
μεροκάματο. Ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να εκδιωχθούν από την καλύβα τους
και να χάσουν τα πάντα.
Πολλά χωριά της Θεσσαλίας εξεγέρθηκαν, αλλά οποιαδήποτε μορφή αντίστασης
καταπνιγόταν από τη Χωροφυλακή. Η κυβερνητική γραμμή ήταν μία: η
διατήρηση των τσιφλικιών, έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν οι
μεγαλογαιοκτήμονες, από τους οποίους εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η
οικονομία της Ελλάδας.
Δεν ήταν λίγοι οι
κολίγοι, που νοσταλγούσαν τις παλιές καλές μέρες της οθωμανικής
περιόδου. Προτιμούσαν τους οθωμανούς, παρά τους έλληνες δυνάστες.
Εθνικές γαίες
Όλα ξεκίνησαν πριν ακόμα ενσωματωθεί επίσημα η Θεσσαλία στο ελληνικό
κράτος, όταν διαφαινόταν ότι οι οθωμανοί θα έφευγαν. Τότε ήρθαν ρωμιοί
επιχειρηματίες από τη διασπορά κι αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης.
Κατά τη διάρκεια του ΄21 η γη είχε εθνικοποιηθεί, δηλαδή μετά το 1830
δεν υπήρχαν πλέον μεγάλες οθωμανικές ιδιοκτησίες. Μετατράπηκαν σε
εθνικές γαίες καλλιεργούμενες από ελεύθερους χωρικούς.
Όμως, στα νέα εδάφη της Θεσσαλίας κυριαρχούσαν τα τσιφλίκια, δηλαδή οι τεράστιες ιδιωτικές ιδιοκτησίες γης.
Οι οθωμανοί στη Θεσσαλία
Μετά τους βυζαντινούς, τους φράγκους και τους σέρβους, οι οθωμανοί εμφανίζονται στη Θεσσαλία στα τέλη του 14ου
αιώνα. Οι εναλλαγές κυρίαρχων είχαν διαλύσει σταδιακά την οικονομική
και κοινωνική ζωή της περιοχής. Αν συνυπολογίσει κανείς τους ληστές και
τις επιδημίες αντιλαμβάνεται τη μεγάλη ταλαιπωρία του πληθυσμού. Η
οθωμανική κατάκτηση λοιπόν, αποκατέστησε μία κάποια κανονικότητα στην
περιοχή.
Η οριστική κατάληψη της Θεσσαλίας έγινε το 1423 από ένα στρατηγό του σουλτάνου Μουράτ Β΄, τον Τουραχάν Μπέη.
Γενικά, η εγκατάσταση των οθωμανών στην πεδινή Θεσσαλία, μετά την παραβίαση των Τεμπών, έγινε ειρηνικά,
δηλαδή με τη συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων, πολλοί από τους
οποίους ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Γι΄ αυτό εξ άλλου δεν απαντά στους
βυζαντινούς ιστορικούς καμιά μνεία αντίστασης. Άλλωστε, η αναστάτωση που
επικρατούσε στις περιοχές εκείνες κατά τον 14ο αιώνα και οι
καταπιέσεις των διαφόρων ρωμιών, σέρβων και αλβανών δυναστών είχαν
εξαθλιώσει τους κατοίκους και είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την
οθωμανική κατάκτηση.
Ο Τουραχάν έδωσε το μουσουλμανικό στίγμα αμέσως. Ίδρυσε στα Τρίκαλα στη Λάρισα και στα Φάρσαλα τζαμιά,
μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία) λουτρά και ιμαρέτ (πτωχοκομεία).
Παράλληλα όμως, βοήθησε να αναπτυχθούν οι βιοτεχνίες και το εμπόριο στην
περιοχή.
Αμέσως μετά, ήρθαν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας πέντε με έξι χιλιάδες
εργατικοί και εμπειροπόλεμοι χωρικοί κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία.
Έτσι, ιδρύθηκαν πολλά νέα μουσουλμανικά χωριά. Η γη του εύφορου
θεσσαλικού κάμπου πέρασε στην ιδιοκτησία του οθωμανικού κράτους. Οι
γαίες των ντόπιων, καθώς κι εκείνες του δημοσίου, περιήλθαν μαζί με τους
καλλιεργητές στο οθωμανικό κράτος ή δόθηκαν ως τιμάρια σε διάφορους
σπαχήδες (αξιωματούχους του οθωμανικού ιππικού) κι αποτέλεσαν τις βάσεις
της δημιουργίας των μετέπειτα μεγάλων τουρκικών τσιφλικιών της
Θεσσαλίας, όπου εργάζονταν προσαρτημένοι ακτήμονες, οι κολίγοι. Ωστόσο,
μικρές ιδιοκτησίες ελεύθερων γεωργών διασώθηκαν σέ όλη τη διάρκεια της
οθωμανικής περιόδου στα ορεινά και άγονα μέρη της Θεσσαλίας.
Οι οθωμανοί έφεραν μία κανονικότητα, έφεραν όμως επίσης και υψηλούς
φόρους για όσους δεν ήταν μουσουλμάνοι. Αυτό ανάγκασε πολλούς
χριστιανούς να στραφούν στο Ισλάμ, για να γλιτώσουν τους φόρους.
Ανάγκασε επίσης κι άλλους να φύγουν από τις πόλεις και να ανέβουν στα
βουνά. Τη θέση τους την πήραν μουσουλμάνοι, που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Οικονομική ανάπτυξη
Στο Βόλο,
αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι μουσουλμάνοι οχυρώθηκαν στο
παλιό φρούριο της πόλης. Οι χριστιανοί που κατοικούσαν εκεί στο κάστρο,
εκδιώχθηκαν σταδιακά και μετοίκησαν στα χωριά του Πηλίου. Τελικά, το πανέμορφο βουνό, ιδίως από τον 17ο αιώνα και μετά, εξελίχθηκε στην πλουσιότερη, πιο πυκνοκατοικημένη και πνευματικά ανεπτυγμένη περιοχή του ελλαδικού χώρου.
Ο θρύλος μάλιστα λέει ότι το 1668, ο Σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄ ο Κυνηγός, ανέβηκε στο Πήλιο να κυνηγήσει. Η ομορφιά του βουνού τον μάγεψε και το χάρισε στην μητέρα του, τη Χασεκί Τουρχάν Χατιτζέ Βαλιντέ Σουλτάν. Αυτή έδωσε προνόμια στα χωριά για να αναπτυχθούν.
Τα βουνά πήραν και οι κάτοικοι των Τρικάλων, που έφτιαξαν χωριά στην Πίνδο και τα Χάσια. Οι κάτοικοι της Καρδίτσας πάλι, αποσύρθηκαν στα Άγραφα.
Στα επιβλητικά βράχια των Μετεώρων συγκεντρώθηκαν μοναχοί φτιάχνοντας μια ολόκληρη ιδιόρρυθμη μοναστηριακή πολιτεία.
Στα ορεινά, ζούσαν επίσης διασκορπισμένοι οι νομαδικοί πληθυσμοί βλάχων και σαρακατσαναίων. Αυτοί ανέπτυξαν οργανωμένες κτηνοτροφικές μονάδες, τα περίφημα τσελιγκάτα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα άγρια σαρκοφάγα, τους ληστές και τους κάθε λογής επιδρομείς.
Τέλος, τα θεσσαλικά βουνά έγιναν καταφύγια κλεφτών. Οι οθωμανοί ανέθεσαν μάλιστα σε ορισμένους αρχηγούς τους την ασφάλεια της περιοχής. Έτσι, ιδρύθηκαν τα αρματολίκια.
Οι οθωμανοί, θεώρησαν
γενικά ασύμφορη την εγκατάσταση δικής τους φρουράς για τον στρατιωτικό
έλεγχο των ορεινών περιοχών. Οι μουσουλμάνοι ούτως ή άλλως ζούσαν στις
πόλεις. Παραχώρησαν λοιπόν ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας στους
υπόλοιπους και εισέπρατταν απλώς μια σταθερή φορολογία.
Η ελευθερία κινήσεων αυτή, οδήγησε κατά τα μέσα του 18ου αιώνα σε μεγάλη εμποροβιοτεχνική και οικονομική ανάπτυξη. Τα μέρη που γνώρισαν τη μεγαλύτερη άνθηση ήταν εκτός από τα χωριά του Πηλίου, τα Αμπελάκια, η Κρανιά, η Ραψάνη, η Αγιά, ο Τύρναβος, η Τσαρίτσανη και η Πόρτα των Αγράφων.
Οι κυριότεροι τομείς που αναπτύχθηκαν ήταν η μεταξοκαλλιέργεια, η νηματουργία, η βαμβακουργία και η βυρσοδεψία.
Σύντομα, αυτά τα θεσσαλικά προϊόντα άρχισαν να έχουν ζήτηση και να εξάγονται στην Ευρώπη, Βιέννη, Βουδαπέστη, Δρέσδη, Λειψία, Αμβούργο.
Όμως, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, οι αλλαγές στη διεθνή οικονομία,
άλλαξαν αυτή την κατάσταση και τα χωριά γύρω στα μέσα του 19ου
αιώνα αρχίζουν και παρακμάζουν. Τότε, πολλοί άνθρωποι έφυγαν και πήγαν
στις ελληνικές παροικίες, είτε στο βορρά είτε στο νότο, στην Αίγυπτο.
οδηγημένων από φανατικούς δερβίσηδες, που πέρασαν τον Πλαταμώνα και τα Τέμπη,
αλλά τελικά εγκαταστάθηκαν ειρηνικά, αφού συνθηκολόγησαν με τους γαιοκτήμονες τοπικούς άρχοντες.
Η Λάρισα ανασυνοικίστηκε επί Βαγιαζήτ Α΄ τον 14ο αιώνα, γι΄ αυτό ονομάστηκε Γενί Σεχίρ (Νέα Πόλη).
Εδώ, το ποσοστό του οθωμανικού στοιχείου παρέμεινε πολύ μεγαλύτερο από του χριστιανικού,
καθ΄ όλη την οθωμανική περίοδο.
Ζωηρή εμπορική κίνηση παρουσίασε η Λάρισα.
Ρωμιοί, αλλά και εβραίοι επιχειρηματίες την έκαναν οικονομικό κέντρο
της Θεσσαλίας. Βοήθησε και το γεγονός ότι από κει περνούσε ο κύριος
χερσαίος δρόμος, που ένωνε την Πελοπόννησο με τη Θεσσαλονίκη. Οι εβραίοι
έμποροι έφερναν από την Τριπολιτσά μεγάλες ποσότητες τσόχινων υφασμάτων
για να τα διοχετεύουν στις αγορές των Βαλκανίων.
Έτσι, η Λάρισα θα εξελιχθεί σε ένα από τα κυριότερα εβραϊκά κέντρα του
ελλαδικού χώρου. Στην πόλη μάλιστα, λειτουργούσε ένα φημισμένο
ιεροσπουδαστήριο, από όπου αποφοίτησε ένας μεγάλος αριθμός ραβίνων και
θρησκευτικών λειτουργών.
Από τα σημαντικότερα βιοτεχνικά κέντρα της Θεσσαλίας ήταν ο Τύρναβος,
που τα βαμβακερά και μεταξωτά του υφάσματα ήταν ονομαστά και
περιζήτητα. Αναφέρεται ότι στην κωμόπολη αυτή υπήρχαν 60 περίπου βαφεία
και 2.500 αργαλειοί, που ύφαιναν χιλιάδες πήχες ωραiων υφασμάτων, τα
οποία μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, στις εμπορικές πόλεις της
Αδριατικής και, με τα καραβάνια, στις πόλεις της κεντρικής Ευρώπης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, μόνο τα βαμβακερά υφάσματα και τα μαντήλια που εξάγονταν από τον Τύρναβο αντιπροσώπευαν αξία 2.000.000 γροσίων.
Ανάλογες με τις βιοτεχνίες του Τυρνάβου ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τον 18ο αιώνα —ως και τα μέσα του 19ου— στα χωριά του Πηλίου, στη Μακρινίτσα, στην Πορταριά και στη Ζαγορά.
Οι κάπες της Ζαγοράς ήταν ονομαστές σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου.
Ήταν κατασκευασμένες από χοντρό χνουδωτό ύφασμα (σαμαροσκούτι), τόσο
καλά υφασμένο, ώστε ήταν αδιάβροχο.
Από τη Ζαγορά οι κάπες περνούν στη Θεσσαλονίκη ή στον Βόλο,
απ΄ όπου τις στέλνουν στον προορισμό τους.
Πέντε χιλιάδες περνάνε από τα λιμάνια του Αρχιπελάγους, της Συρίας και της Αιγύπτου·
δυο χιλιάδες περνούν από τα λιμάνια της Αδριατικής και άλλες τόσες σχεδόν
από τα άλλα λιμάνια της Μεσογείου.
Κάθε κάπα πουλιέται από 10 με 20 πιάστρα, ανάλογα με την ποιότητά της.
Louis-Auguste Felix de Beaujour, γάλλος διπλωμάτης του 19ου αιώνα.
Τη φήμη όλων αυτών των κωμοπόλεων ξεπέρασαν τα Αμπελάκια με τη βιοτεχνία τους και τον πρωτοποριακό συνεταιρισμό τους, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στην οικονομική ανάπτυξη της ανατολικής κυρίως Θεσσαλίας δεν βοήθησε
μόνο η εγχώρια παραγωγή, αλλά και η θέση του τόπου, που ήταν καίρια και
για τις χερσαίες και για τις θαλάσσιες συγκοινωνίες.
Η κτηνοτροφία της Θεσσαλίας έδινε μαλλί εξαιρετικής
ποιότητας. Η μεγαλύτερη όμως ποσότητα και η καλύτερη ποιότητα μαλλιού
παραγόταν στην Αλβανία και στις πεδιάδες της Λάρισας, όπως τονίζεται σε
κείμενο του τέλους του 18ου αιώνα.
Ένα άλλο σημαντικό προϊόν της Θεσσαλίας ήταν το μετάξι, που το μεγαλύτερο μέρος του απορροφούσε η αγορά της Θεσσαλονίκης. Η ετήσια παραγωγή, μόνο των χωριών της Ζαγοράς,
ήταν 25.000 οκάδες, από τις οποίες οι 5.000 χρησιμοποιούνταν στον τόπο
για την κατασκευή μαντηλιών, 6.000 φορτώνονταν για τα υφαντουργεία της
Χίου, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα στελνόταν στη Γερμανία και στη Βενετία.
Από την περιοχή του Βόλου εξάγονται κάθε χρόνο
30-35.000 οκάδες μετάξι στην Ολλανδία, στην Αγγλία
και στις πόλεις Γένοβα και Λιβόρνο,
καθώς και στη Γαλλία που αγοράζει τις εκλεκτότερες ποιότητες.
Jakob Jonas Björnståhl, σουηδός περιηγητής, 1779.
Ο εμπορικός ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών κρατών στη Θεσσαλία μαρτυρείται από την ίδρυση εκεί προξενείων και από το ένδιαφέρον των προξένων στη Θεσσαλονίκη για τα προϊόντα που εξάγονταν από τον Βόλο.
Το λιμάνι του Βόλου είναι «η σκάλα όλης της άνω Θεσσαλίας» κατά τον 18ο
αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του. Είναι
αξιοπρόσεκτο ότι μ΄ όλο που το λιμάνι ήταν πολυσύχναστο από πλοία κάθε
εθνικότητας, η πόλη δεν παρουσίασε ανάλογη αύξηση και ο πληθυσμός
κυμαινόταν γύρω στις 3.000 κατοίκους.
Ενώ όμως δεν αναπτύχθηκε πληθυσμακά το λιμάνι και δεν δημιουργήθηκε
ναυτιλία ανάλογη με την κίνηση, επίδοση στη θάλασσα παρουσίασαν οι
τρικεριώτες. Το Τρίκερι, νησί στην είσοδο του
Παγασητικού κόλπου και χωριό στην απέναντι ομώνυμη χερσόνησο, που το
κατοικούσαν 300 οικογένειες, ζούσε από τη θάλασσα «μην έχοντας τόπο γεωργήσιμο». Με τα καΐκια τους οι τρικεριώτες ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη περισσότερο, αλλά και στη Σμύρνη και σε άλλα λιμάνια μακρινότερα, ενώ αρκετοί από τους κατοίκους ασχολούνταν με τη σπογγαλιεία
και πουλούσαν τα σφουγγάρια στη Θεσσαλονίκη, απ΄ όπου μεταφέρονταν στο
εξωτερικό. Οι τρικεριώτες επίσης πραγματοποιούσαν μεγάλο μέρος της μεταφοράς του σιταριού της Θεσσαλίας στην Κωνσταντινούπολη για τον εφοδιασμό της πρωτεύουσας.
Στην πόλη αυτή συγκεντρώνονταν τα βιοτεχνικά προϊόντα από τα Αμπελάκια και άλλες περιοχές,
για να διακινηθούν προς τις αγορές της αυτοκρατορίας και του εξωτερικού.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, οι παρόχθιοι οικισμοί του Πηνειού στην κοιλάδα των Τεμπών έφτασαν
σε αξιόλογη ακμή χάρη στη βιοτεχνία της κατασκευής νημάτων από βαμβάκι και της βαφής τους με ριζάρι.
Αυτοδιοίκηση
Μέσα σ΄ αυτά τα δημογραφικά πλαίσια και με τέτοια δραστηριότητα των
κατοίκων ευνοήθηκε, όπως ήταν φυσικό, η ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού
ήδη από τον 17ο αιώνα.
Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε η αυτοδιοίκηση, στα χωριά του Πηλίου, που διακρίνονταν σε βακούφια και σε χάσια.
Τα βακούφια ήταν οι περιοχές των οποίων οι πρόσοδοι προορίζονταν για
την κάλυψη των οικονομικών αναγκών ιερών ιδρυμάτων και των εξαρτώμενων
απ΄ αυτά ευαγών καταστημάτων. Εξαρτιόταν από τη Βαλιντέ Σουλτάνα, η οποία διόριζε τον αντιπρόσωπό της (βοεβόδα) που ερχόταν σε συνεννόηση με τους προεστούς του κάθε βακουφίου. Τις γενικότερες υποθέσεις όμως, ρύθμιζαν οι προεστοί της Μακρινίτσας:
Τα κοινά όπου αφορούν γενικώς όλα τα βακούφια
διοικούνται σχεδόν από τους προεστούς
της Μακρινίτζας, τα μερικά από τους προεστούς της κάθε χώρας,
οι οποίοι εξαρτώνται από τους Μακρινιτζιώτας, άλλοι περισσότερο
και άλλοι ολιγώτερο κατά την αξιότητα και αναξιότητά τους.
Παίρνουν έναν μποσταντζή αξιωματούχο της ανακτορικής φρουράς
από την Κωνσταντινούπολι, τον οποίον τον βαστούν εις την Μακρινίτζα
και δι΄ αυτού ενεργούν τες δουλειές τους, παιδεύουν τους ατάκτους
και βαστούν την αριστοκρατία τους.
Δ. Φιλιππίδη και Γ. Κωνσταντά: «Γεωγραφία νεωτερική», Βιέννη, 1791.
Τα χάσια είχαν
το καθένα την ξεχωριστή του κοινότητα, οι αυθαιρεσίες όμως των
κοινοτικών αρχόντων προκαλούσαν διενέξεις των κατοίκων και κατά συνέπεια
επεμβάσεις των οθωμανών.
Η αξιόλογη οικονομική και πολιτιστική άνοδος της περιοχής είναι φανερή
στον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων, στην αρχιτεκτονική, στην ανάπτυξη της
παιδείας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε σύγχρονη πηγή: «Όλα
σχεδόν αυτά τα χωριά έχουν σχολεία της ελληνικής, εις όλα ευρίσκει τινάς
ανθρώπους ολίγο πολύ προκομμένους... Οι άνθρωποι όλοι καλοφορεμένοι
κατά την συνήθεια του τόπου, και με συντομία εις κάθε χωριό δεν ευρίσκει
τινάς χωριό, καθώς εις άλλα μέρη, αμή μιά πόλη μικρούτζικη, μια
δημοκρατία, από το οποίο ακολουθεί να είναι και οι άνθρωποι κομμάτι
δυσήνιοι, στασιώδεις και ταραχώδεις». («Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979).
Συνεταιρισμός των Αμπελακίων
Ξεχωριστή μορφή οργάνωσης παρουσιάζουν τα Αμπελάκια, που συνοικίστηκαν πιθανότατα κατά το τέλος του 16ου αιώνα στις πλαγιές του Κίσσαβου, κοντά στην κοιλάδα των Τεμπών. Ως τα μέσα του 18ου
αιώνα ήταν ένα άσημο χωριό με 1.500 περίπου κατοίκους, η φήμη του όμως
σε λίγα χρόνια απλώθηκε και έξω από τον ελληνικό χώρο, λόγω του
συνεταιρισμού του.
Τον πυρήνα του συνεταιρισμού αυτού αποτέλεσαν οι οικιακές βιοτεχνίες
κατασκευής και βαφής βαμβακερών νημάτων, που ενώθηκαν σε «συντροφίες»
για την καλύτερη αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών και για την
ευχερέστερη διάθεση των προϊόντων τους.
Ανεξάρτητα όμως από τους λόγους αυτούς, κίνητρο για τη συγχώνευση
αποτέλεσε ασφαλώς η επικοινωνία με τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης, που
απορροφούσαν ακατέργαστα και βιοτεχνικά προϊόντα και η δυνατότητα
διάθεσης μεγάλων ποσοτήτων σε οργανωμένους εμπορικούς οίκους.
Ορλωφικά
Η ακμή της Θεσσαλίας ανακόπηκε πρόσκαιρα κατά τη διάρκεια των ορλωφικών.
Το 1770 με ρωσική υποκίνηση έγινε επανάσταση με κέντρο την Πελοπόννησο.
Οι αρχικές επιτυχίες οδήγησαν σε επανάσταση κι άλλες περιοχές, όπως στη
Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Όμως, τα κινήματα καταπνίγηκαν βίαια από τους οθωμανούς. Η Λάρισα, τα
Τρίκαλα και ο Βόλος πλήρωσαν με καταστροφές και σφαγές τη συμμετοχή τους
στην επανάσταση. Η μοναδική εκκλησία της Λάρισας καταστράφηκε, ενώ οι
εύποροι λαρισαίοι έμποροι, σκοτώθησαν κι όσοι μπόρεσαν έφυγαν στα ορεινά
χωριά.
Στα τέλη του αιώνα, ο
πληθυσμός των ρωμιών της Λάρισας ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Μετρήθηκαν 24
τζαμιά, μία εβραϊκή συναγωγή και καμία χριστιανική εκκλησία.
Απόδημοι
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι συνεχίζουν να αποδημούν, κυρίως προς τις
παραδουνάβιες ηγεμονίες και την κεντρική Ευρώπη. Πολλοί από τους
εμπόρους αυτούς, όπως ο Γεώργιος Μαύρος ή Σβαρτς, είχαν βλάχικη καταγωγή και μιλούσαν μια λατινογενή γλώσσα, τα βλάχικα ή κουτσοβλάχικα ή αρομούνικα.
Οι βλάχοι σταδιακά εξελίσσονται σε βιοτέχνες, αγωγιάτες, λαϊκούς τεχνίτες, και εμπόρους. Κατά τον 18ο αιώνα οι κοινότητες τους αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο.
Σχολεία, βιβλιοθήκες, λόγιοι
Οι απόδημοι θεσσαλοί δεν ξεχνούν την πατρίδα τους. Φροντίζουν να
μεταλαμπαδεύσουν τις νέες ιδέες και εκεί ιδρύοντας και ενισχύοντας σχολεία και βιβλιοθήκες στη Ζαγορά, τον Τύρναβο, τη Ραψάνη και την Τσαρίτσανη.
Στα Αμπελάκια, από το 1734 είχε ιδρυθεί μια ανώτερη σχολή, όπου μεταξύ άλλων έχουν διδάξει ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας κ.ά..
Οι θεσσαλοί λόγιοι και διδάσκαλοι διέπρεψαν με κορυφαίους τον Άνθιμο Γαζή γεννημένο στις Μηλιές του Πηλίου και το Ρήγα Βελεστινλή. Ο Ρήγας έμαθε και δίδαξε γράμματα στο Πήλιο.
Η Θεσσαλία των προνομίων
Αργότερα, από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ρωμέικος πληθυσμός στη Θεσσαλία αρχίζει να αυξάνεται, οι πόλεις μεγαλώνουν κι αυτές. Τι να έχει συμβεί;
Είχαν δοθεί προνόμια.
Ο Σουλτάνος με τη συμβολή των ευρωπαίων προχώρησε σε μεγάλες
μεταρρυθμίσεις το 1839 και το 1856. Διευκόλυνε δηλαδή τη ζωή των
χριστιανών υπηκόων του, για να μην εξεγείρονται κάθε τόσο. Πιο
συγκεκριμένα, παραχώρησε σε όλους τους υπηκόους του ανεξαρτήτως
θρησκεύματος ισοτιμία απέναντι στο νόμο. Έτσι μπόρεσαν οι χριστιανοί να
αναθαρρήσουν και σταδιακά να κατέβουν από τα βουνά στις πόλεις.
Στη Λάρισα αναπτύσσεται περισσότερο το εμπόριο και η βιοτεχνία και
ιδρύονται επαγγελματικές συντεχνίες. Στο λιμάνι του Βόλου και δίπλα στο
παλιό βρώμικο κάστρο χτίζονται νέα σπίτια, καταστήματα και αποθήκες,
περίπου εκεί που είναι σήμερα η παραλιακή οδός Ιάσονος. Ο πληθυσμός
φτάνει γρήγορα στις πεντε χιλιάδες. Η άνοδος του λιμανιού υπήρξε τόσο
ραγδαία, που από το 1852 εγκαταστάθηκαν εκεί προξενεία της Αγγλίας, της
Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Η Θεσσαλία ήταν λοιπόν αρκετά προσοδοφόρα για το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο.
Στις ειδυλλιακές όχθες του Πηνειού, στο βυζαντινό Λυκοστόμιο που ανασυνοικίστηκε από τους οθωμανούς,
ο περίφημος δερβίσης Χασάν Μπαμπάς, θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός, ίδρυσε μονή (τεκέ),
που μετά το θάνατό του έγινε το θρησκευτικό κέντρο των μωαμεθανών της περιοχής.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, τα χωριά του Πηλίου, χάρη στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας
και του εμπορίου, εμφανίζουν σημαντική οικονομική άνοδο, που συντελεί στην αύξηση του πληθυσμού
και στην οικοδόμηση άνετων και καλαίσθητων οικισμών.
Τιμαριωτικό Σύστημα
Το τιμάριο (timar, πρόνοια στα περσικά) ήταν ένα κτήμα γης, που
παραχωρούσε ο Σουλτάνος σε κάποιον υπήκοό του έναντι υπηρεσιών. Ο
αποδέκτης ενός τιμαρίου δεν είχε δικαίωμα γαιοκτησίας, παρά μόνο
γαιοχρησίας. Οι τιμαριώτες λάμβαναν τα έσοδα από τη διαχείρισή τους,
αλλά δεν τους ανήκαν. Αν μάλιστα επιδείκνυαν αδιαφορία για το τιμάριο ή
δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους, ο Σουλτάνος μπορούσε να τους το
αφαιρέσει.
Σε αντίθεση με τα
ευρωπαϊκά φέουδα, ο κάτοχος του τιμαρίου δεν είχε κανένα δικαίωμα επί
των χρηστών των εδαφών αυτών, είτε αυτοί ήταν μουσουλμάνοι, είτε όχι. Με
το σύστημα αυτό επιτυγχανόταν η αποτελεσματική διοίκηση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.
Το τιμαριωτικό σύστημα λειτουργούσε καλά όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτεινόταν (14ος-16ος αιώνας). Όταν, κατά τον 16ο
αιιώνα, έπαυσε η εδαφική επέκταση, εμφανίστηκαν προβλήματα, καθώς ο
ανταγωνισμός για τα τιμάρια αυξανόταν. Ο ανταγωνισμός ασκούσε πίεση και
προς τον ίδιο τον Σουλτάνο, που έκανε παραχωρήσεις προς τους πιο
ισχυρούς αξιωματούχους του, όπως για την κληρονομική κατοχή της γης.
Τα ιδιόκτητα κτήματα,
που αρχικά ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, ολοένα αυξάνονταν και τελικά
μετεξελίχθηκαν στα τσιφλίκια. Η γαιοκτησία πλέον, πέρασε στον έλεγχο
λίγων.
Παρακμή του τιμαριωτικού συστήματος - Τσιφλίκια
Με το τέλος των
κατακτήσεων και του ιερού πολέμου, την υποτίμηση του νομίσματος και τον
πληθωρισμό, με την αλλαγή στις κρατικές μεθόδους εκμετάλλευσης των
δημόσιων πόρων, που έφεραν άλλα πρόσωπα στα επαρχιακά διοικητικά
αξιώματα, το τιμαριωτικό σύστημα, ως σύστημα στο οποίο στηρίχθηκε
παλιότερα η επαρχιακή διοίκηση, κατέρρευσε. Η διαδικασία της μεταβολής
κράτησε από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στο πρώτο μισό του 17ου.
Οι ιδιωτικές γαίες στους αιώνες της ακμής ήταν ελάχιστες. Αυτές κατά την
κατάκτηση μιας χώρας εκχωρούνταν από τον Σουλτάνο σε μουσουλμάνους ή
επικυρώνονταν σε χριστιανούς που είχαν υποταχθεί χωρίς αντίσταση ή μετά
από συνθηκολόγηση. Ο κάτοχός τους είχε το δικαίωμα χωρίς κανένα
περιορισμό να τις πουλήσει, να τις δωρίσει, να τις αφήσει σε κληρονόμους
ή να τις αφιερώσει ως βακούφια. Συνήθως αντιπροσώπευαν μεσαίες μικρές
ιδιοκτησίες και σπάνια έπαιρναν τη μορφή μεγάλων ιδιοκτησιών.
Στους αιώνες όμως της παρακμής άρχισαν να δημιουργούνται νέα εκτεταμένα
αγροκτήματα, τα γνωστά τσιφλίκια (çiftlik), ο αριθμός των οποίων
αυξήθηκε σε σημείο ώστε να δημιουργηθεί μια νέα οπωσδήποτε κοινωνική και
οικονομική πραγματικότητα.
Με την εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας η κυρίαρχη οθωμανική τάξη πήρε
πρωτοβουλίες που δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει το κράτος. Άτομα που
ανήκαν σ΄ αυτή την τάξη, επειδή η υποτίμηση του νομίσματος συνεχιζόταν,
έκαναν επενδύσεις των χρημάτων τους στη γη για να τα εξασφαλίζουν. Καθώς
μάλιστα τα άτομα αυτά ήταν πολλές φορές και ισχυροί τοπικοί παράγοντες,
επιτύγχαναν με διάφορες πιέσεις και εκβιασμούς μέσα στο συνηθισμένο
κλίμα της φυγής και —όχι σπάνια— των αναστατώσεων που επικρατούσαν στην
ύπαιθρο, να αγοράζουν μικρές, μεσαίες ή και μεγάλες ιδιοκτησίες ή ακόμη
και ολόκληρα ελεύθερα χωριά, τα ονομαζόμενα κεφαλοχώρια, σε πολύ χαμηλές τιμές.
Εκτός από αυτά τα τσιφλίκια, τα οποία σχηματίστηκαν κατά τρόπο τυπικά
νόμιμο και όσα ακόμη προέκυψαν μετά τη δυνατότητα που έδωσε το κράτος σε
ιδιώτες να αγοράζουν με την άμεση καταβολή των προσόδων μιας δεκαετίας
κενές τιμαριωτικές γαίες, υπήρξαν και άλλα τα οποία δημιουργήθηκαν
παράνομα: με τον εκφυλισμό του τιμαριωτισμού οι τιμαριούχοι επιδίωξαν,
και πολλές φορές το πέτυχαν, να μετατρέψουν τα τιμάριά τους σε ιδιωτικά
και κληρονομικά. Η σύσταση τέτοιου είδους τσιφλικιών δεν ρυθμίσθηκε ποτέ
νομικά, ήταν όμως άνεκτή από το κράτος σε τέτοιο βαθμό, ώστε τον 18ο
και 19ο αιώνα (ως το 1844), τα τιμάρια, χωρίς να καταργηθούν βέβαια, αντικαταστάθηκαν σε μεγάλη έκταση από τα τσιφλίκια.
Έτσι, με όλους αυτούς
τους τρόπους, σε περιοχές του κράτους, όπως η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία,
η Ήπειρος, η Μακεδονία —για να περιοριστούμε στον ελλαδικό χώρο— το
ποσοστό αυτού του είδους γαιοκτησιών αυξήθηκε και οι ιδιοκτήτες,
μουσουλμάνοι και χριστιανοί —οι τελευταίοι ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο—
συγκέντρωσαν σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη.
Ο κάτοχος του τσιφλικιού, πού ονομαζόταν τσιφλικάς,
είχε τη δυνατότητα να κερδίζει πολύ περισσότερα από όσα άλλοτε ο
τιμαριούχος και να εκμεταλλεύεται προς όφελός του και την παραγωγή και
τον καλλιεργητή. Ο τσιφλικάς, που εισέπραττε το δικαίωμά του στην
παραγωγή σε είδος, κατόρθωνε, πουλώντας τα προϊόντα της γης, να
επωφελείται από τον πληθωρισμό, που γινόταν κατά ένα μέρος πληθωρισμός
κέρδους, και να κερδίζει έτσι περισσότερα.
Κάτω από το νέο καθεστώς των τσιφλικιών ο τσιφλικάς συγκέντρωσε
ευρύτερες δικαιοδοσίες πάνω στην εκμετάλλευση του ραγιά, του καλλιεργητή
χωρικού. Από τον τελευταίο αφαιρέθηκε το έγγραφο (tapu), σύμφωνα με το
οποίο παλιότερα διατηρούσε την κατοχή και κάρπωση της γης και το οποίο
του δινόταν όταν η γη ήταν τιμαριωτική.
Στο καθεστώς των τιμαρίων, η σχέση τιμαριούχου και ραγιά ήταν σχέση
δημοσίου δικαίου. Αντίθετα, στο νέο καθεστώς, η σχέση τσιφλικά και ραγιά
ήταν σχέση ιδιωτική, ένα είδος εταιρείας, ή ένα είδος εκμίσθωσης, η
οποία δεν προερχόταν από ελεύθερη εκλογή, αλλά επιβαλλόταν από τον
τσιφλικά, ο οποίος είχε τη δύναμη στα χέρια του, ενώ ο χωρικός
βρισκόταν σε μειονεκτική, απελπιστική θέση χωρίς καμιά προστασία.
Το μίσθωμα ήταν πολύ ψηλότερο από αυτό που καταβαλλόταν από τους
χωρικούς στον τιμαριούχο κι έφθανε το 1/3 ή το 1/2 του καθαρού
εισοδήματος, ανάλογα αν τα χωράφια δίνονταν «τριτάρικα» ή «μεσακά». Χωριστά ήταν τα δοσίματα προς τον επιστάτη, το δεσπότη, τους παπάδες και τους αρματολούς, όπου υπήρχαν.
Οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι χωρικοί αυτοί, οι κολίγοι
(collega=σύντροφος, συνέταιρος στα λατινικά· έτσι ονόμαζαν τον
δουλοπάροικο στο μεσαίωνα), ήταν και η κυριότερη αιτία που ο αγροτικός
πληθυσμός υπήρξε σε όλη αυτή την περίοδο αραιός.
Εκεί μάλιστα που οι τσιφλικάδες ήταν καταπιεστικότεροι και η ανασφάλεια
από τις συχνές ληστρικές επιδρομές συνηθισμένη, οι χωρικοί εγκατέλειπαν
τα χωράφια τους κι αναζητούσαν καλύτερους όρους ζωής σε άλλες περιοχές ή
στις πόλεις. Οι απαγορεύσεις δεν στάθηκαν ικανές για να εμποδίσουν
αυτές τις μετακινήσεις. Έτσι, πολλές γαίες έμεναν ακαλλιέργητες και οι
γαιοκτήμονες με τη σειρά τους βρίσκονταν στην ανάγκη να μετριάζουν τις
καταπιέσεις για να συγκρατήσουν τη φυγή.
Τα νέα τσιφλίκια της Θεσσαλίας
Το 1877 ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος έληξε με τη
συντριπτική ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Χάρη στην επιρροή της
Μεγάλης Βρετανίας και μετά από ένα διπλωματικό αγώνα τεσσάρων ετών, η
Ελλάδα προσάρτησε χωρίς πόλεμο την Άρτα και τα πλούσια εδάφη της Θεσσαλίας.
Στις 20 Ιουνίου του 1881, υπογράφτηκε η Συνθήκη Προσάρτησης της
Θεσσαλίας βάζοντας τέλος σε πεντακόσια χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας.
Οι θεσσαλοί πολιτογραφούνται έλληνες, αλλά η ζωή τους δεν γίνεται
αυτόματα πιο εύκολη. Εκτός των άλλων, δεν υπήρχαν δρόμοι στην περιοχή αν
εξαιρέσει κάνεις δύο μόνο, που ένωναν τις μεγαλύτερες πόλεις. Το να πας
στις κωμοπόλεις και τα χωριά ήταν δύσκολο, για να μην πούμε αδύνατο.
Με την ίδια σύμβαση παραχωρούνται στους μουσουλμάνους που ζουν εδώ
θρησκευτικές ελευθερίες. Αναγνωρίζονται επίσης, οι οθωμανικοί τίτλοι για
τα τσιφλίκια.
Επειδή στη Θεσσαλία
δεν έγινε πόλεμος για να προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος, οι οθωμανοί
ιδιοκτήτες είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν τη γη τους ή να την
πουλήσουν. Έτσι τα νέα εδάφη παρέμειναν τσιφλίκια. Δηλαδή, οι γαίες δεν
μετατράπηκαν σε εθνικές ούτε απαλλοτριώθηκαν, αλλά μπήκαν κανονικά στην
ιδιωτική οικονομία κι έγιναν αντικείμενο αγοραπωλησίας. Αυτό ήταν
θεσμικά κατοχυρωμένο στη Συνθήκη Προσάρτησης, αποτελούσε δηλαδή Δίκαιο
του ελληνικού κράτους.
Έτσι, περισσότερα χρήματα απολάμβανε η Πύλη ως έσοδα από τη Θεσσαλία,
παρά το ελληνικό κράτος. Δηλαδή, οι τούρκοι έφυγαν αλλά εξακολουθούσαν
να εισπράττουν ως δικαιώματα γης ακόμα και όταν είχαν φύγει από την
Ελλάδα.
Κάποιοι είχαν μείνει βέβαια, οι οθωμανοί δεν αποχώρησαν όλοι μαζί και
κυρίως δεν αποχώρησαν αυτοί που είχαν μεγάλες περιουσίες. Ωστόσο, οι
περισσότεροι οι οθωμανοί τσιφλικάδες αποχώρησαν, αφού έσπευσαν να
πουλήσουν τα κτήματά τους σε ντόπιους και ξένους επενδυτές μέσω διεθνούς
προσκλητηρίου.
Είναι γεγονός ότι οι αγρότες έλπιζαν τότε ότι θα μοιράζονταν τα
τσιφλίκια στους ακτήμονες. Οι χωρικοί πίστευαν ότι θα είχαν όλα τα
δικαιώματα του ελεύθερου πολίτη και δική τους γη για να την
καλλιεργήσουν και να ζήσουν την οικογένειά τους, όπως στην υπόλοιπη
χώρα. Οι ελπίδες τους όμως διαψεύστηκαν.
Οι μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών κέρδισαν το δικαίωμα να
πουλήσουν φεύγοντας τις περιουσίες τους. Τις αγόρασαν λοιπόν, πλούσιοι
Έλληνες γαιοκτήμονες κι επιχειρηματίες της διασποράς. Η ελληνική
πολιτεία αδυνατούσε να αποζημιώσει τα μεγάλα τσιφλίκια.
Οι καινούργιοι τσιφλικάδες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Ελληνικής
Κυβέρνησης για επενδύσεις και ανέλαβαν την εκμετάλλευση αυτών των
μεγάλων εκτάσεων. Τεράστιες εκτάσεις αγοράστηκαν από πάμπλουτους ρωμιούς
της διασποράς. Υπήρξαν λοιπόν άνθρωποι, οι οποίοι διέθεταν πάρα πολλά
χρήματα —συνήθως ήταν οικογένειες τραπεζιτών (Στεφάνοβικ, Ζάππας κ.λπ.)— και αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις.
Αγόρασαν από τους τούρκους τις εκτάσεις μαζί με τους οικισμούς που περιλαμβάνονταν σ΄ αυτές, με συνέπεια το θεσσαλικό αγροτικό ζήτημα να παραμείνει και μάλιστα ακόμη πιο έντονο, αφού οι νέοι πλέον μεγαλο-γαιοκτήμονες ήταν έλληνες.
Μια εμβληματική μορφή νεο-τσιφλικά ήταν ο Χαροκόπος, που είχε κάνει την περιουσία του στη Ρουμανία. Ήρθε τότε κι αγόρασε έξι τσιφλίκια. Έκτισε και τον περίφημο Πύργο Χαροκόπου, ένα από τα μεγαλύτερα αρχοντικά του κάμπου.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μεγαλογαιοκτήμονες μπορούσαν να μεγαλώνουν και μόνοι τους αυθαίρετα τα σύνορα των τσιφλικιών τους.
Οι ομογενείς
επενδυτές έγιναν εν ολίγοις η αριστοκρατία της Θεσσαλίας χωρίς όμως να
αναμειχθούν και πολύ με τις αγροτικές εργασίες. Οι περισσότεροι από
αυτούς δεν έμεναν καν στα τσιφλίκια τους. Απλώς ανέθεταν τη διαχείριση
σε επιστάτες, εκμεταλλεύονταν εξοργιστικά και κακομεταχειρίζονταν τους
κολίγους.
Σύντομα, οι θεσσαλοί αγρότες απογοητεύτηκαν οικτρά. Όχι μόνο δεν έγινε
αναδιανομή της γης υπέρ των καλλιεργητών της, αλλά καταργήθηκαν και τα
προνόμια που έδινε παραδοσιακά το φεουδαρχικό σύστημα στους κολίγους.
Ζούσαν δηλαδή, χειρότερα από παλιά.
Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν να εξεγείρονται. Ήδη από το καλοκαίρι του
1881, ενώ δηλαδή πανηγύριζαν το γεγονός ότι αποχωρούσαν οι οθωμανοί από
τη Θεσσαλία, είδαν να έρχονται στα χωράφια τους οι ίδιοι επιστάτες και
να απαιτούν τους ίδιους φόρους. Αρνήθηκαν όλα αυτά, επιδίωξαν να
γυρίσουν στο παλιό καθεστώς που ίσχυε επί οθωμανικής αυτοκρατορίας κι
άρχισαν να έχουν διαμαρτυρίες πλέον εναντίον των επιστατών, των
χωροφυλάκων, όποιων έρχονταν να διεκδικήσουν τις νέες απαιτήσεις των
γαιοκτημόνων.
Έτσι, από τις αρχές της ενσωμάτωσης συνεχίζει ένας αγώνας των αγροτών, ο
οποίος όμως είναι ανοργάνωτος και περιστασιακός. Δηλαδή όπου πάνε οι
επιστάτες και οι χωροφύλακες να διεκδικήσουν κάτι, εξεγείρονται οι
χωρικοί και τους επιτίθενται.
Ο νέοι αφέντες μπορούσαν τώρα να κάνουν κατάσχεση ζώων, σπόρων και εργαλείων.
Ποιος να πιστέψει ότι οι νέοι κύριοι των χωριών, αυτοί που τα αγόρασαν από την Πύλη,
θα ήταν πιο απαιτητικοί κι από τους τούρκους;
Στη Θεσσαλία η γη δεν μοιράστηκε στους αγρότες όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει αναπόφευκτα αγροτικές εξεγέρσεις.
Εφημερίδα Αιών, 1881.
Ο δημοσιογράφος ήταν προφητικός. Πραγματικά, το 1910 οι κολίγοι
εξεγέρθηκαν ενάντια στους νέους τσιφλικάδες ζητώντας το δίκιο τους.
Ο Χαρ. Τρικούπης κάλυψε πλήρως την επιχείρηση των πλούσιων ομογενών για την τσιφλικοποίηση της Θεσσαλίας, τόσο από νομική και δικαστική άποψη, όσο και από άποψη οικονομικής πολιτικής. Είπε συγκεκριμένα στη Βουλή:
Εάν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως το ζητείτε,
θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού.
Αντιθέτως, οφείλομεν να προσελκύσωμεν τα κεφάλαιά τους και όχι να τους εκφοβίσωμεν...
Η κατάστασις εις την Θεσσαλίαν πρέπει να παραμείνει ως έχει,
διότι τούτο απαιτούν τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας μας.
Χαρ. Τρικούπης.
Μόνο που η κατάσταση δεν παρέμεινε ως είχε.
Αγροτικοί ξεσηκωμοί
Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα κατά την περίοδο 1881-1896 όλες οι
ελληνικές κυβερνήσεις να εργασθούν με πρόγραμμα κατάπνιξης των
δικαιωμάτων των κολίγων, της μετατροπής τους σε δούλους και της
ενίσχυσης της απολύτου κυριότητας των τσιφλικιών.
Οι πάντες, κυβέρνηση - διοίκηση -δικαστήρια ανάγκασαν τους κολίγους να συντάξουν κολιγικά συμβόλαια,
με τα οποία ενισχύονταν οι αυθαιρεσίες των τσιφλικιών και σταματούσαν
οι προϋπάρχοντες περιορισμοί της κυριότητας των τσιφλικούχων και τα
σημαντικά δικαιώματα των καλλιεργητών, οπότε η ζωή των κολίγων εξ αιτίας
του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας των τσιφλικάδων μεταβλήθηκε προς το
πολύ χειρότερο. Έχασαν όλα τα προνόμια που είχαν κατά την οθωμανική
περίοδο. Από καλλιεργητές που ήταν, μεταβλήθηκαν σε ακτήμονες.
Γι΄ αυτό οι κολίγοι νοσταλγούσαν τις παλιές καλές μέρες της οθωμανικής
περιόδου. Προτιμούσαν τους τούρκους από τους έλληνες
τσιφλικάδες-δυνάστες.
Έτσι εξηγείται ο θεσσαλικός αγροτικός ξεσηκωμός εναντίον των τσιφλικάδων
για μοιρασιά των τσιφλικιών στους ακτήμονες κολίγους στα τέλη της
πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα με αποκορύφωμα το Κιλελέρ στις 6 Μαρτίου 1910.
● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
● «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
● Κ. Ευαγγελάκου: «Θεσσαλία», από τη σειρά «Τα σύνορα της Ελλάδας»
(παραγ. Cosmote TV), βασισμένη στο βιβλίο της Λ. Διβάνη: «Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδος 1830-1947».
● Χρ. Βασιλόπουλου, Μηχανή του Χρόνου: «Κολίγοι και τσιφλικάδες».
● Μ. Μαζάουερ: «Τα Βαλκάνια», έκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2001.
● visit-pilio.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου