Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΙΜΑΙ ΑΤΑΛΑΝΤΟΣ ΛΟΓΟΚΛΟΠΟΣ

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΙΜΑΙ ΑΤΑΛΑΝΤΟΣ ΛΟΓΟΚΛΟΠΟΣ

ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ,
ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ,
ΕΙΜΑΙ ΑΤΑΛΑΝΤΟΣ ΛΟΓΟΚΛΟΠΟΣ

 

Η φάμπρικα ειδωλοποίησης
του Νίκου Καζαντζάκη


Στο θαυμαστό αυτό ψεύτικο κόσμο διαχρονικά ευδοκιμεί –και τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί– ο φορμαλισμός και η αυθαιρεσία. Είναι το βασίλειο του «μου φαίνεται», «μου δίνει την αίσθηση» «μου βγάζει», όπου όλοι λένε ό,τι «τους φαίνεται» σε παράλληλους μονόλογους, χωρίς να αγγίζουν αυτό το περιττό πια πράγμα που μια φορά κι έναν καιρό λεγόταν επιχειρηματολογία.

Έξω από το πεδίο του ορθολογισμού όλα είναι σχετικά και όλα είναι «σωστά», όλοι έχουν δίκιο και όλοι (λένε ότι) είναι ευτυχισμένοι.

Ο θαυμαστός αυτός ψεύτικος κόσμος είναι το πεδίο της ρευστότητας, σε αντιδιαστολή με το χώρο των επιστημών (κυρίως των φυσικών, αλλά σε ένα βαθμό και των κοινωνικών), στον οποίο απαιτείται τεκμηρίωση. Στις επιστήμες αυτές σε γενικές γραμμές τα παραπάνω δε χωράνε, καθώς αυτές διέπονται από τα στοιχεία της αιτιότητας και του ορθολογισμού. Στις τέχνες τα στοιχεία αυτά είναι συγκεχυμένα –και καμιά φορά ανύπαρκτα–, με εξαιρέσεις βεβαίως που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτό το λόγο, το χώρο αυτό τον έχουν επιλέξει αρκετοί άνθρωποι που δεν έχουν καλή σχέση με τα στοιχεία αυτά.


Η «σκουριασμένη ηρωοφάμπρικα»
και οι σχέσεις της με την «καλλιεπή γραφίδα»


Σε γενικές γραμμές, μέχρι τη δεκαετία του ‘50 η ανταπόκριση του κόσμου στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη ήταν μικρή. Υπάρχουν μαρτυρίες διανοουμένων που λένε ότι σε αντίθεση με τον Παλαμά, το Σικελιανό και άλλους ποιητές και συγγραφείς, οι νέοι δε γνώριζαν το έργο του ή το αντιμετώπισαν με ψυχρότητα και αδιαφορία.

Ο Καζαντζάκης όμως, παρότι έδειχνε να αδιαφορεί για το έργο της πλειοψηφίας των ελλήνων συγγραφέων και διανοουμένων της εποχής του, και παρότι τους ίδιους τους περιφρονούσε και τους συχνά τους ειρωνευόταν, θιγόταν από τις συχνές κακές κριτικές τους κι ένιωθε ικανοποίηση από κάποια περιστασιακή καλή κριτική τους.

Η «Οδύσειά» του, για παράδειγμα, έλαβε πολλές αρνητικές κριτικές. Στην κακή κριτική της Έλλης Λαμπρίδου απάντησε ότι δεν της άρεσε γιατί τη διάβασε με τα μάτια της λογικής. Όπως είδαμε πιο πριν, ενοχλημένος από την κριτική της απάντησε επίσης ότι επειδή είναι γυναίκα δεν είναι σε θέση να φτάσει στο ανώτερο στάδιο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, δηλαδή σε αυτό που έφτασε ο Οδυσσέας του.

Σε μια παρόμοια κριτική του Θεοτοκά απάντησε ότι «κατάφερε να μην την καταλάβει». Ο Δημήτρης Δημηρούλης σε μία μελέτη του για τις σχέσεις του Καζαντζάκη με τη γενιά του ’30, λέει ότι η πιο κατεδαφιστική και επιθετική κριτική της Οδύσειας ήταν αυτή του Καραντώνη. Αναφέρει επίσης ότι «ο Καραντώνης θα στραφεί ολομέτωπα ενάντια στο φαινόμενο Καζαντζάκη στη λογοτεχνία… Ο Καραντώνης θεωρεί συνολικά την Οδύσεια τεράστιο γλωσσοπλαστικό εγχείρημα αλλά αποτυχημένο ποίημα σε όλα τα επίπεδα της ποιητικής γραφής… Ο Καραντώνης συγκεκριμενοποιεί τις αντιρρήσεις του υποστηρίζοντας ότι "η ποίηση του Καζαντζάκη δε σαγηνεύει, δε ζωογονεί, δε μας μαθαίνει τίποτα το καινούργιο, καμία ψυχολογική και συναισθηματική διαβάθμιση"…».

Ο «Πρωτομάστορας» έλαβε αρκετές αρνητικές κριτικές, αλλά σε γενικές γραμμές απαξιώθηκε από κριτικούς και συγγραφείς. Ο Καζαντζάκης έγινε έξαλλος μαζί τους και ένα άρθρο του τους στόλισε με διάφορα κοσμητικά επίθετα και χαρακτηρισμούς. Κανείς δεν του απάντησε.

Ο σύγχρονός του Κώστας Βάρναλης δεν ήταν εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Οι σχέσεις τους πέρασαν από πολλές φάσεις, η γνώμη του όμως για μερικά πράγματα που έβλεπε σ’ αυτόν ήταν σταθερή. Το 1932, σε μία συνέντευξη στο Γιώργο Κοτζιούλα, λέει για τον Καζαντζάκη: «Όσο για τον άλλον… μηδέν τάλαντον. Ξέρει μονάχα και γράφει ωραία. Σαν τους παλιούς Αλεξανδρινούς, τον Απολλώνιο το Ρόδιο…».

Τo 1942 εκδίδεται το δοκίμιο του «Περί Σκότους». Παραθέτουμε εδώ μερικά αποσπάσματα του, στα οποία αναφέρεται στον Καζαντζάκη:

Όλη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα,
είτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση —την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι’ αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθη. Δεν κινεί την πραγματικότητα — γιατί μένει έξω απ’ τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα…

Ο Καζαντζάκης γράφει με αφόρητη δυσκολία κ΄ ύστερ’ από πολλή σκέψη. Δεν έχει ποιητική φλέβα μήτε κ’ αίσθηση του ρυθμού και της γλώσσας. Μήτε καν απλό γούστο. Οι στίχοι του είναι φριχτά άμουσοι. Ο δεκαφτασύλλαβος της «Οδύσσειας» του είναι μετρημένος με τα δάχτυλα κι όχι με τ’ αφτί και με το χτύπο της καρδιάς. Κι όμως έγραψε’ επίμονα κ’ επί πολλά χρόνια 33.333 τέτιους στίχους, χωρίς ούτε μια στιγμή να σαλέψει μέσα του κείνος ο «ευπαθής ζυγός», που δείχνει και τα εκατοστά του γραμμαρίου κάθε αποτυχημένου αποτελέσματος. Ιερός βέβαια ο αριθμός 3, ιερότερος ο έντεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα φορές 3, αλλ’ ανίερος ο όγκος…

Ό,τι κάνει με τη γλώσσα, κάνει και με την ψυχολογία. Αφύσικη γλώσσα, αφύσικη ψυχολογία. Οι ήρωές του δεν είναι μήτε ανθρώπινοι, μήτε κ’ υπερανθρώπινοι· είναι αντιανθρώπινοι…

…Είναι επιπλέον έξυπνος άνθρωπος και με μεγάλη μνήμη. Αλλά όπως είναι φκιαχτός ποιητής, είναι και φκιαχτός άνθρωπος. Έχει απέραντη σοφία, αλλά δεν έχει κριτικό πνεύμα. Πέρασε, μπορώ να πω, κ’ έζησε όλες τις φιλοσοφίες και γαντζώθηκε στη χειρότερη: στο μηδενισμό.

Κώστας Βάρναλης για τον Νίκο Καζαντζάκη.


Λίγο μετά από τα πρώιμα έργα του εμφανίστηκε η λεγόμενη «γενιά του ‘30», με εκπροσώπους όπως ο Κατσίμπαλης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Βρεττάκος, ο Ρίτσος, ο Καραντώνης κ.ά. Η γραφή τους προσέγγιζε το μοντερνισμό και ήταν πολύ πιο καινοτόμος σε σχέση με την ψυχρή, βαρύγδουπη και προσωπική γλώσσα του Καζαντζάκη. Όλοι αυτοί ήταν πολύ μακριά από τις γνωστές εμμονές του, κυρίως από την εμμονή του στην ηρωολατρεία: «Κάθε σκέψις και πράξις μας, αν θέλουμε να είναι συντονισμένες με την εποχή μας, οφείλουν να είναι ηρωικές».

Οι σχέσεις αυτής της γενιάς λογοτεχνών, αλλά και της προηγούμενης, με τον Καζαντζάκη, αποτυπώνονται σε μία δήλωση του Αλέξη Μινωτή το 1936:

Λιγοστοί γνοιάζουνταν γι’ αυτόν και για το έργο του, κι οι περισσότεροι της «καλλιεπούς γραφίδος»
και της Κριτικής τον είχαν για έναν πολυμαθέστατο αποτυχημένο, έναν εκτός εποχής εγκεφαλικό διανοητή, έναν ιδεοληπτικό τύπο χωρίς στάλα λογοτεχνικό τάλαντο, έναν τέλος πάντων
ποιητή με το ζόρι.

«Σκουριασμένη ηρωοφάμπρικα» τον αποκαλούσαν σαρκαστικά οι παλιοί του φίλοι της Δεξαμενής,
κι οι νεότεροι γλωσσομαθείς σουρεαλιστές παπαγάλοι ούτε που καταδέχονταν να τον πιάσουν
στο στόμα τους.

Αλέξης Μινωτής για τον Νίκο Καζαντζάκη.


Το 1961 ο Εγγονόπουλος γράφει για τη σχέση του με τις τέχνες και για τα κολλήματα του:

Αληθινά ο Καζαντζάκης δεν αγαπούσε τις καλές τέχνες, το προσποιείτο, του ήσαν τέλεια αδιάφορες.
Γνήσιος και αποκλειστικός «άνθρωπος των γραμμάτων», μέσα στις ίδιες αυτές επιστολές που αναφέραμε, φανερώνεται απίθανα απορροφημένος από διάφορες θρησκο-κοινωνικο-πολιτικές θεωρίες
και άλλους «ασκητισμούς».

Φαντάζεται κανείς τι «βαθυστόχαστες» αντιρρήσεις θα ξεφούρνιζε στο δυστυχή κι ανεκτικό Μαρινέττι
για να τον κάνει «ν’ αφρίζει».

Νίκος Εγγονόπουλος για τον Νίκο Καζαντζάκη.


Το 1964 προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία «Ζορμπάς», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καζαντζάκη. Ένα χρόνο μετά, ο Γιώργος Σεφέρης θα κάνει μία σύντομη κριτική της ταινίας και μία ακόμη πιο σύντομη, αλλά περιεκτική, αναφορά στον Καζαντζάκη.

Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φιλμ του Κακογιάννη – Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να ’χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζαντζάκη, που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος.

Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας — ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο· ποιος δεν ήταν βάρβαρος κάποτε —όλα μπορεί να τα πει κανείς— αλλά σ’ ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πώς εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο.

Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσα μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε.

Γιώργος Σεφέρης για τον Νίκο Καζαντζάκη.


Αφήνουμε ασχολίαστα όλα τα λεγόμενα του Σεφέρη, εκτός από ένα: «Και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσα μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες».

Αυτό που γράφει πολύ σωστά ο Σεφέρης με παράπονο και καθ’ υπερβολή (όπως είδαμε πιο πάνω κάποιοι τον είχαν καταλάβει και τον είχαν κρίνει, απλά ο λόγος τους θάφτηκε από την προπαγάνδα της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων) είναι και το παράπονο κάποιων από εμάς.

Θα συμφωνήσουμε και με τη δεύτερη του διαπίστωση. Μισό αιώνα μετά είναι τόσες οι στρώσεις της ψευτιάς και της αγιοποίησης που δεν ξέρεις πια πόσο βαθειά βρίσκεται η αλήθεια.

Από τη δεκαετία του ’70 ήδη είχε πιάσει δουλειά η φάμπρικα της παραποίησης και ειδωλοποίησής του, για να οργιάσει μερικές δεκαετίες αργότερα, επιχειρώντας να τον παρουσιάσει ως φιλάνθρωπο, πασιφιστή, μέχρι και… ανατρεπτικό.


Στο βιβλίο της «Για να γίνει μεγάλος» το 1973, σε τρεις αράδες η Έλλη Αλεξίου τα λέει όλα: «Λένε κείνα τα πενιχρά και τετριμμένα "αγάπησε τον άνθρωπο"… "οπαδός και κήρυκας της ειρήνης και της ευτυχίας του ανθρώπου…", "με αγιάτρευτο πάντα τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο…" κλπ., κλπ… . Όλα ξένα από την ψυχοσύνθεσή του».


Η τελευταία αντιγραφή

Δε θεωρούμε ότι τα δάνεια και η αντιγραφή είναι απαραίτητα αρνητικά. Μπορεί κάποιος να ενστερνιστεί μία φράση, μία άποψη, μία ιδέα ή μία φιλοσοφία, και να την αναπαράγει. Μπορεί να βασιστεί σε κάποια από αυτές, για να την προχωρήσει πιο πέρα. Μπορεί πάλι να αντιγράψει ή να δανειστεί επιλεκτικά κάποια στοιχεία από αυτές και να τα χρησιμοποιήσει αυτούσια ή παραλλαγμένα στη σκέψη του ή σε κάποιο έργο του.

Όλα αυτά απέχουν πολύ όμως από το να παίρνεις μία φράση, άποψη, ιδέα ή φιλοσοφία, να τη χρησιμοποιείς στα έργα σου και να την πουλάς σα δική σου.

Ο Καζαντζάκης είχε έντονη ροπή σε αυτού του είδους την αντιγραφή-λογοκλοπή. Το τελευταίο χρονολογικά και ίσως πιο γνωστό παράδειγμα είναι η πασίγνωστη φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» που χρησιμοποίησε στην Ασκητική ως δική του και ζήτησε στη διαθήκη του να χαραχτεί στην επιτύμβια στήλη του τάφου του.


Ο συγγραφέας και ρήτορας του 2ου αιώνα μ.Χ. Λουκιανός είχε γράψει το έργο «Δημώνακτος βίος» για τη ζωή και το έργο του κυνικού φιλοσόφου Δημώνακτος. Σε αυτό αναφέρεται ότι:

Όταν κάποιος τον ρώτησε [τον Δημώνακτα] ποιος είναι κατά την γνώμη του ο ορισμός της ευτυχίας,
εκείνος απάντησε ότι ευτυχισμένος είναι μόνο ο ελεύθερος.

Όταν ο άλλος παρατήρησε ότι υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, απάντησε:
«Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα».

Και εκείνος τον ρώτησε: «Και πώς μπορεί κανείς να το καταφέρει αυτό;
Γιατί όλοι ως επί το πλείστον είμαστε δούλοι σε τούτα τα δύο».

«Και όμως, αν κατανοήσεις τα ανθρώπινα, θα ανακαλύψεις ότι αυτά δεν είναι άξια ούτε ελπίδας ούτε φόβου, αφού οι πόνοι και οι ηδονές θα τερματιστούν στο τέλος οπωσδήποτε».

Λουκιανός, «Δημώνακτος βίος»


Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1806, συναντούμε την ίδια φράση σε ένα πολιτικό δοκίμιο ενός αγνώστου (σε εμάς) συγγραφέα, την «Ελληνική Νομαρχία»: «Και ο ελεύθερος ούτε ελπίζει, ούτε φοβείται εις ό,τι μέλλει να πράξη».

Δε θα μπορούσε να λείψει ο Nietzsche από αυτό το γαϊτανάκι αντιγραφών. Είχε πει σχετικά: «Η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό, γιατί παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων».

Τα παραπάνω είναι ευρέως γνωστά και δε θα τα αναλύσουμε περαιτέρω. Όμως ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε τη φράση και ζήτησε να μπει στον τάφο του ως δική του. Αυτό το γεγονός οι σύγχρονοι «μελετητές» και υμνητές του είτε το παραβλέπουν (αν δεν το αγνοούν), είτε το παρουσιάζουν ως μία ασήμαντη λεπτομέρεια ανάξια σχολιασμού.

Εμείς το εντάσσουμε στη γενικότερη τάση και συνήθεια του να παίρνει έργα άλλων, ολόκληρα ή μέρος τους, και να τα παρουσιάζει ως δικά του. Αν το συνδέσει κανείς με τον άκρατο εγωκεντρισμό του, μπορεί να βγάλει τα ανάλογα συμπεράσματα.



Από τη δωρεάν διαφήμιση της Εκκλησίας στη σύγχρονη αφασία

Το έργο του Καζαντζάκη άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό τη δεκαετία του ’50 με την έκδοση και μετάφραση σε διάφορες γλώσσες των «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Τελευταίος πειρασμός», και ακόμα περισσότερο όταν τα δύο πρώτα θα γίνουν ταινίες.

Ακόμα πιο γνωστός θα γίνει στην Ελλάδα με το σάλο που θα ξεσπάσει την ίδια εποχή με τις αντιδράσεις της Εκκλησίας για τα δύο τελευταία και για το «Καπετάν Μιχάλης», το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδας ονόμασε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν έργον». Και καλά το «αντιχριστιανικόν», αλλά το «αντιεθνικόν» τι λόγο έχει μία Εκκλησία να το κρίνει; Εκτός κι αν αυτά τα δύο η Εκκλησία τα ταυτίζει, και στον εαυτό της έχει δώσει το ρόλο του νταβατζή–αφεντικού του ελληνορθόδοξου ποιμνίου.

Έφτασε να συζητήσει ακόμα και το θέμα του αφορισμού του ή της προτροπής της απαγόρευσης έκδοσης των βιβλίων του, αλλά τελικά αρκέστηκε σε μία απλή σύσταση μη ανάγνωσης τους προς τους καλούς χριστιανούς ορθόδοξους. Υπερίσχυσε τότε η θέληση του άλλου αφεντικού, του Παλατιού και δεν έφτασε στον αφορισμό. Ο Καζαντζάκης είχε πολύ καλές σχέσεις με κάποια μέλη της τότε βασιλικής οικογένειας.

Ο Πάπας, που δεν είχε τέτοια εμπόδια στα πόδια του, ανέγραψε το «Τελευταίος πειρασμός» στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού.

Όλες αυτές οι αντιδράσεις και γενικά ο θόρυβος και η αρνητική διαφήμιση, βοήθησαν
–μαζί με τις μεταφράσεις και τις ταινίες– στη δημοσιότητα και διάδοση του έργου του στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.

Η μαζική μετάφραση πολλών βιβλίων του άρχισε το 1947 όταν διορίστηκε στο τμήμα προώθησης μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων της UNESCO. Τότε φρόντισε να μεταφραστούν τα δικά του έργα σε 24 γλώσσες. Μάλιστα αυτή ήταν η πρώτη του μέριμνα μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του…

Ένας άλλος λόγος, ίσως λιγότερο σημαντικός από τους προηγούμενους, ήταν η θέση που πήρε στην εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία το 1956, δικαιολογώντας την επέμβαση του σοβιετικού στρατού. Έτσι, τότε η «ορθόδοξη» Αριστερά που υποστήριζε (και συνεχίζει να υποστηρίζει…) το σοβιετικό καθεστώς δε συνέχισε να τον αντιμετωπίζει με τη σκληρή γραμμή που κρατούσε πριν από το γεγονός αυτό. Εκεί τα πάντα είναι θέμα γραμμής… Η δε Αριστερά που δεν ανήκε στο ΚΚΕ, είχε παραδοσιακά στις τάξεις της πολλούς «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών», οπότε τον έβλεπε σαν ένα κομμάτι της καλλιτεχνίζουσας κουλτούρας της και της γενικότερης δηθενιάς της.

Γι’ αυτό και μέχρι και σήμερα όλο αυτό το γλυκανάλατο συνονθύλευμα αποφεύγει να μιλήσει για την ουσία της ζωής και του έργου του και αναλώνεται σε ανάλογες φορμαλιστικές αναλύσεις.

Υπήρξαν βέβαια πολλοί αριστεροί που δεν ανήκαν στα φάσματα αυτά (μαζί με κάποιους λίγους που ανήκαν σε αυτά, και κάποιους ελευθεριακών και αντιεξουσιαστικών πεποιθήσεων) και που γνώριζαν λίγο πολύ τη βάση της προσωπικής του εμμονής. Αυτοί δεν πείστηκαν από τα έργα του, και βέβαια δεν εκτίμησαν καθόλου τις πολιτικές του απόψεις και ασυνέπειες, ούτε ξέχασαν τη στάση του στο μεσοπόλεμο, στην Κατοχή, στον Ισπανικό εμφύλιο και στην κυβέρνηση Σοφούλη.


Οι πιο πολιτικά συντηρητικοί, ήταν μεν πιο κοντά στη βάση των βιταλιστικών και νιτσεϊκών του πεποιθήσεων, του εθνικισμού και του φυλετισμού του, αλλά ούτε αυτοί πείστηκαν από τα έργα του (μέχρι τη δεκαετία του ’40 δεν είχε εκδοθεί κανένα από τα γνωστά του βιβλία) και κάπου τους απωθούσαν οι συνεχόμενες παλινωδίες του. Σε όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής αναφερόμαστε σε ανθρώπους με κάποιο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και πολιτικό κριτήριο.

Οι υπόλοιποι, δεξιοί και αριστεροί, υπάγονται στις κατηγορίες των προηγούμενων παραγράφων. Ξέρουμε ότι ο σημερινός νεωτερισμός μισεί τις κατηγορίες και για τους δικούς του λόγους αποϊδεολογικοποίησης διακηρύσσει ότι όλα είναι τα πάντα και τα πάντα χωράνε παντού. Όσοι συνειδητά ή ασυνείδητα είναι κοντά σε αυτό το κήρυγμα, ας αντικαταστήσουν τον όρο κατηγορία από άλλον της αρεσκείας τους. Αν δε λειτουργήσει μέσα τους αυτό, ας διαγράψουν την παράγραφο αυτή. Για πολύ διαφορετικούς λόγους, εμείς θεωρούμε ότι κάποιες κατηγοριοποιήσεις έχουν σχηματικό, σχετικό και βοηθητικό χαρακτήρα. Ως τέτοιες χρησιμοποιήσαμε τις παραπάνω.

Η δεύτερη περίοδος στην οποία σημειώθηκε μία ακόμα μεγαλύτερη αύξηση ενδιαφέροντος για τα βιβλία του ήταν οι δεκαετίες του ’80 και του ’90. Μαζί με την αύξηση της αναγνωσιμότητας, παρατηρήθηκε και μία αύξηση στις αξιολογήσεις και κριτικές του έργου του, εκείνη την εποχή στον γραπτό Τύπο και αργότερα στο Ιντερνέτ, καθώς και μία αύξηση των βιβλίων που διαπραγματεύονταν θεματικά κάποιες πτυχές του. Κατά τη γνώμη μας μικρό ρόλο έπαιξε η δημοσιότητα που πήρε με την ταινία του Scorsese βασισμένη στο «Τελευταίος Πειρασμός» και οι αντιδράσεις στην Ελλάδα –ξανά– εκ μέρους του γνωστού θρησκευτικού Βοσκού και ενός μεγάλου μέρους του ποιμνίου του. Όσοι έζησαν την περίοδο αυτή, βίωσαν το τέλος της κοσμογονικής εποχής των 60s και 70s με τον όποιο συλλογικό χαρακτήρα, όνειρα, αφέλεια, αθωότητα και αμεσότητα αυτή είχε, καθώς και τη σταδιακή εξάπλωση και κυριαρχία της ιδιώτευσης, του πραγματισμού, του ατομικισμού, του μικροαστισμού (που υπήρχε βέβαια και πριν, αλλά τώρα θα πάρει διαστάσεις φαινομένου), του lifestyle.

Η γραφή του Καζαντζάκη είναι πολύ προσωπική. Η θρησκευτικότητα του είχε επίσης πολλά προσωπικά στοιχεία. Δανείζονταν ή αντέγραφε σταδιακά στοιχεία από διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα και από άλλους συγγραφείς, κι έφτιαχνε χρόνο με το χρόνο ένα μεταφυσικό ιδεολόγημα προσαρμοσμένο στην ιδιαίτερη προσωπική του ψυχοσύνθεση.

Από τα τέλη του 20ού αιώνα, στα πλαίσια της γενίκευσης του εγωκεντρισμού και της εξατομίκευσης στις κοινωνίες, είχε αρχίσει να λαμβάνει μαζικές διαστάσεις το φαινόμενο της «θρησκείας a la carte». Όλο και περισσότεροι ατομιστές μικροαστοί δεν ανέχονταν και δεν ικανοποιούνταν να μοιράζονταν την ίδια θρησκευτική πίστη με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Επιζητούσαν στον τομέα αυτό το διαφορετικό, το μοναδικό, το ατομικό, προσαρμοσμένο στον εαυτούλη τους, όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής τους. Χρειάζονταν να νιώθουν ότι έχουν την προσωπική τους πίστη, την προσωπική τους θρησκεία. Μερικοί αρκούνταν σε μία επιλογή στοιχείων από την επικρατούσα στον τόπο τους θρησκεία. Άλλοι επιδόθηκαν σε ένα θρησκευτικό συγκρητισμό. Και άλλοι πάλι ελκύστηκαν από τις νεωτερικές μη ανθρωπόμορφες θρησκευτικές δοξασίες περί Ζεν, συμπαντικής ενέργειας κλπ.


Αυτές οι τελευταίες είναι νεωτερικές αλλά όχι νέες. Έχουν τις ρίζες τους σε παλιές ανατολικές δοξασίες και σε σύγχρονα μεταφυσικά φιλοσοφικά ρεύματα, όπως π.χ. ο βιταλισμός. Όπως όλες οι θρησκείες, έχουν κι αυτές κάποιες βασικές ηθικές αρχές, τις οποίες όμως ο καθένας μπορεί να κάνει λάστιχο ανάλογα με τις ανάγκες του και την ιδιοσυγκρασία του. Δεν είναι τόσο άκαμπτες όπως αυτές των πιο γνωστών παραδοσιακών θρησκειών. Το πλεονέκτημα τους για το σύγχρονο μικροαστό (ταξικά αλλά κυρίως συνειδησιακά) είναι ότι σε αυτές δεν είσαι υποχρεωμένος να πιστεύεις και να εφαρμόζεις κατά γράμμα κάτι που είπαν και έγραψαν κάποιοι τύποι πριν από χιλιάδες χρόνια. Υπάρχει ευλυγισία, ελαστικότητα, προσαρμογή στις προσωπικές σου ανάγκες. Τέλος, σου δίνεται η ψευδαίσθηση ότι έχεις αυτενέργεια, ότι είσαι ερευνητής, αναζητητής κάποιας βαθύτερης αλήθειας και όχι ένα απλό πρόβατο που υπακούει τυφλά σε εντολές ενός παλιού και ξεπερασμένου δόγματος για να σώσει την ψυχούλα του.

Όλες οι προαναφερθείσες επιλογές συναντώνται στο έργο του Καζαντζάκη. Ο άνθρωπος που επιζητούσε το διαφορετικό για να το προσαρμόσει στην προσωπική του ψυχοσύνθεση και εγωκεντρισμό, έβλεπε κάτι αντίστοιχο στην πορεία ζωής του Καζαντζάκη και εν μέρει ταυτιζόταν μαζί του ή στη χειρότερη περίπτωση τον έβλεπε με συμπάθεια. Και όσοι αμφισβητούσαν κάποια στοιχεία από το χριστιανισμό, κρατώντας κάποια και απορρίπτοντας κάποια άλλα, έβλεπαν ένα μέρος του εαυτού τους να καθρεφτίζεται στα έργα του. Αυτό το καθρέφτισμα είναι αρκετά θαμπό, όπως και το περιεχόμενο των έργων του. Δεν έχει σημασία, τη δουλειά του την κάνει. Το ίδιο, και ακόμα πιο πολύ, ικανοποιούσε ο Καζαντζάκης όσους είχαν προβεί στο ίδιο συγκρητισμό αλλά με στοιχεία διαφορετικών θρησκειών, αφού κι αυτός ανακάτεψε στη θρησκευτική του σούπα στοιχεία από όσες δοξασίες και θρησκείες κυκλοφορούσαν στην αγορά.


Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει αναφέρει:
«Έως το 1924 περνούσα όλο συγκίνηση και φλόγα τον νασιοναλισμό.
Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, ο Δραγούμης».
Τον Νοέμβριο του 1914, δύο φίλοι, νεαροί τότε, 31 και 30 χρόνων αντίστοιχα,
ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός, βρέθηκαν προσκυνητές στο Άγιον Όρος
με συστατική επιστολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου (ikivotos.gr).

Ίσως αυτοί που τον αποδέχτηκαν περισσότερο να είναι οι εκπρόσωποι της τάσης της νεωτερικής θρησκευτικότητας που περιγράψαμε πιο πάνω. Είχε προσεγγίσει θεωρητικά ένα μεγάλο μέρος του φάσματος των προπατόρων αυτών των δοξασιών, οπότε το κοινό αυτό γοητευόταν και ταυτιζόταν πιο εύκολα με αυτόν παρά με ένα συγγραφέα που δεν μιλούσε για ζωτική ενέργεια, για αγώνα για να γίνουμε πνεύμα, για υπερνοητικές πραγματικότητες και για εσωτερισμούς.

Στο κέντρο του θρησκευτικού του οικοδομήματος ήταν πάντα η «διαρκής ανάβαση», ιδωμένη ως μία πολύ προσωπική υπόθεση. Στο οικοδόμημα αυτό είχε δώσει αυστηρά προσωπικά στοιχεία. Το ατομικό στοιχείο στη λογοτεχνία, και στις τέχνες γενικά, αρέσει και εκτιμάται ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της αποθέωσης του ατομικισμού. Ακόμα και να μην κατανοεί κάποιος τι ακριβώς εννοεί κάποιος συγγραφέας, απομονώνει λέξεις, έννοιες ή φράσεις και τις κολλάει στη δική του προσωπική αναζήτηση, ερμηνεύοντας τις κατά το δοκούν. Το αν ο δημιουργός–πομπός εννοεί εντελώς άλλα πράγματα, αυτό είναι αδιάφορο για το σύγχρονο αναγνώστη–δέκτη. Το σημαντικό πια είναι η χρηστική τους αξία να ικανοποιεί τις συγκεκριμένες ανάγκες του αναγνώστη–δέκτη. Το περιεχόμενο συχνά περνά σε δεύτερη μοίρα ή δεν ενδιαφέρει καθόλου…Εκεί φτάσαμε…

Στο επίκεντρο του έργου του Καζαντζάκη βρίσκεται η εσωτερικότητα, η εσωτερική «ελευθερία», η αναζήτηση του κρυμμένου εσωτερικού νοήματος των πραγμάτων. Ο,τιδήποτε είναι εσωτερικό και απρόσιτο στους πολλούς, γοητεύει αυτήν την κατηγορία ανθρώπων. Αυτή η αναζήτηση τους δίνει την αίσθηση –στο υποσυνείδητο τους πάντα– ότι ανήκουν στους εκλεκτούς, ότι είναι γνώστες και κάτοχοι μίας μυστικής γνώσης, ότι είναι ξεχωριστοί «ανώτεροι», ότι δεν είναι σαν τους άλλους. Η κοινωνική ανέλιξη είναι ο σκοπός του κοινωνικά ή ταξικά μικροαστού, και η ατομική νοητική και υπερνοητική «υπεροχή» σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, είναι η λαχτάρα του συνειδησιακά μικροαστού.

Συνήθως αυτές οι δύο υποκατηγορίες στην πράξη ταυτίζονται. Όσο πιο πολύ στρέφονται αυτοί οι σύγχρονοι πιστοί προς τα «έσω», αδιαφορώντας για το κοινωνικό γίγνεσθαι και το συλλογικό ιδεώδες, και αναζητώντας σε μυστικιστικά μονοπάτια την ατομική πληρότητα και ευτυχία και αδιαφορώντας για την αλλαγή των κοινωνιών και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, τόσο πιο ήσυχοι κοιμούνται οι ανά τον κόσμο εξουσιαστές.

Υπάρχει και η κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν διαβάσει κανένα βιβλίο του, αλλά αν τους ρωτήσεις αν είναι καλός συγγραφέας ή διανοούμενος, θα σου απαντήσουν με βεβαιότητα πως είναι σπουδαίος. Δεν απαντά η σκέψη τους, αλλά η κυρίαρχη άποψη του marketing που έχει εντυπωθεί στο μυαλό τους. Απαντά αντί γι’ αυτούς ότι αφού σήμερα το brand «Καζαντζάκης» είναι γνωστό και «αναγνωρισμένο», δεν μπορεί παρά να είναι και καλός συγγραφέας και σπουδαίος διανοούμενος.

Απορούν και σε κοιτάνε με μισό μάτι αν υποστηρίξεις ότι στην εποχή του δεν ήταν καθόλου αναγνωρισμένος, ότι υπερασπιζόταν το φασισμό, το ρατσισμό και διάφορα παρακλάδια τους, και ότι σα συγγραφέας είναι κάτω του μετρίου. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που (θέλουν να) πιστεύουν ότι η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου μεταξύ facebook και δαχτύλου που ακουμπά την οθόνη του κινητού. Για τον ίδιο λόγο που πιστεύουν ότι η αστική δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα που έχει εμφανιστεί και δε θα υπάρξει καλύτερο. Για τον ίδιο λόγο που πιστεύουν ότι είναι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Για τον ίδιο λόγο που νομίζουν ότι ο πλανήτης δεν κινδυνεύει από το καπιταλιστικό μοντέλο. Η μαλακία είναι ανίκητη.


Δίπλα σε αυτούς υπάρχουν κι αυτοί που γοητεύτηκαν από τη διαπίστωση ότι ερχόμαστε από μία άβυσσο και πάμε σε μια άλλη, και ταυτίζονται με το αντιγραμμένο απόφθεγμα ότι δε φοβάται και δεν ελπίζει τίποτα, άρα είναι ελεύθερος. Μέχρι εκεί. Δεν εξέτασαν ποιο νόημα δίνει σε αυτήν την «ελευθερία», ποια είναι η κοσμοθεωρία του και το πρακτικό του πρόταγμα (αν υπάρχει τέτοιο).

Με την ίδια θέρμη ταυτίζουν τον Καπετάν Μιχάλη με την «κρητική λεβεντιά» ή το Ζορμπά με την «ελληνική παλικαριά». Είναι πολύ δύσκολο να βγουν όλα αυτά από μυαλά που έχουν ταϊστεί για χρόνια με ψεύτικα στερεότυπα. Πρώτον, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την προσεκτική ανάγνωση των βιβλίων του, τη μελέτη του πολιτικού, φιλοσοφικού και καλλιτεχνικού τους πλαισίου, και κατόπιν τη συζήτηση γενικά για το έργο του και ειδικά για κάποιο βιβλίο.

Ποιος όμως θα είχε τη διάθεση, αφού διαβάσει ένα βιβλίο και μελετήσει το πλαίσιο του, να πιάσει μαζί με κάποιον που δε συμφωνεί με τις βλακείες του σύγχρονου marketing ένα προς ένα τα στοιχεία που αποδομούν (ή έστω αμφισβητούν) την κυρίαρχη άποψη;

Οι περισσότεροι αρκούνται σε αυτά που τους σερβίρει έτοιμα η βιομηχανία αυτή, όπως π.χ. τρώνε με ευχαρίστηση τα σκουπίδια του εγχώριου και εισαγόμενου fast food, ή χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους ασυλλόγιστα τα προϊόντα της χημικής βιομηχανίας.


Και αυτή όμως η κατηγορία ανθρώπων θεωρεί ότι έχει άποψη για τον Καζαντζάκη. Μάλιστα σου επιτίθενται αν αμφισβητήσεις ή αντιταχτείς στην κυρίαρχη σήμερα άποψη γι’ αυτόν. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που οι πολλοί μικροαστοί (στο μυαλό και στη ζωή) υπερασπίζονται σα δικά τους τα ιδεολογήματα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού.

Μέσα σε αυτούς και οι διάφοροι «μελετητές» και θιασώτες του που έχουν φτιάξει ένα ιδιότυπο λογοτεχνίζον λόμπι (για να μην πούμε «μαφία») και επιτίθενται σε όσους διαφωνούν με την αποψάρα τους, ονομάζοντας λίβελο όποιο δημοσίευμα δε συντάσσεται με αυτή και εναντιώνεται στην αγιοποίηση καλλιτεχνών και στη βιομηχανία παρασκευής «εθνικών συμβόλων» προς κατανάλωση από τις προβατοποιημένες μάζες.




Ο Ρένος Αποστολίδης δεν μασούσε τα λόγια του όταν ήταν να κρίνει τα βιβλία του Καζαντζάκη. Τα αποδομεί λογοτεχνικά, τεχνικά και αισθητικά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσα δεν είναι «κλεμμένα» είναι κάτω του μετρίου. Αποδίδει τη διάδοση τους σε διάφορους λόγους. Ο βασικότερος κατ’ αυτόν είναι το marketing. Σε μία συνέντευξη λέει για τα βιβλία του: «Μπορεί να αγοράστηκαν, αμφισβητώ ότι διαβάστηκαν. Και αν διαβάστηκαν, αμφισβητώ ότι άρεσαν. Δεν πα’ να λένε τα κυκλώματα ό,τι θέλουν…». Εμείς θα προσθέταμε ότι αμφισβητούμε ότι κατανοήθηκαν.

Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά με το Ιντερνέτ και τις νέες τεχνολογίες οθόνης. Στην εποχή της Εικόνας και της ατάκας, ο Λόγος, προφορικός αλλά κυρίως γραπτός, έχει συμπτυχθεί, έχει φτωχύνει, έχει υποχωρήσει. Ο τρόπος και οι λόγοι που γίνεται πια η όποια ανάγνωση έχουν αλλάξει. Οι νέες γενιές «αναγνωστών» είναι εθισμένες στην εικόνα. Οι περισσότεροι από αυτούς δε διαβάζουν βιβλία ή μεγάλα σε έκταση κείμενα. Ο εγκέφαλος τους είναι προσαρμοσμένος σε εικονικές παραστάσεις και οι νευρώνες του καίγονται εύκολα. Δεν τους ενδιαφέρουν η σκέψη και η κρίση. Η σχέση τους με τη γραφή και την ανάγνωση περιορίζεται σε καμία εξυπνακίστικη ατάκα ή το πολύ σε κάποιο σύντομο κείμενο γραμμένο στη δική τους γλώσσα των διακοσίων λέξεων και των είκοσι τυποποιημένων εκφράσεων.

Η σχέση τους με τη λογοτεχνία είναι από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Ειδικά με συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης, που η γλώσσα του και η γραφή του είναι ιδιαίτερες, η σχέση αυτή συνήθως περιορίζεται σε μία ή δύο γνωστές φράσεις του για τη ζωή και τις αβύσσους που την περιτριγυρίζουν, και στο απόφθεγμα για το φόβο, την ελπίδα και την ελευθερία. Αυτό το τελευταίο, όπως είδαμε, δεν είναι δικό του, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει πια.

Μερικοί έχουν τυπώσει αυτές τις φράσεις σα σλόγκαν στα μπλουζάκια τους, άλλοι τις έχουν βάλει σα λογότυπο ή υπότιτλο στο blog τους ή στο λογαριασμό τους σε κάποιο από τα antisocial media με τα οποία ασχολούνται μέρα νύχτα. Καθόλου δεν τους ενδιαφέρει να εξετάσουν το νόημα που τους είχε δώσει ο δημιουργός τους. Αυτοί ερμηνεύουν τις έννοιες όπως γουστάρουν. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν ότι ούτε καν μπαίνουν στον κόπο να τους δώσουν τη δική τους ερμηνεία: Τις χρησιμοποιούν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, έτσι, για τη φάση. Άλλωστε ζούμε την εποχή της «φάσης» και της αφασίας…

Υπάρχει μία σελίδα στο facebook αφιερωμένη στον Καζαντζάκη. Πρόσφατα ο διαχειριστής της αναγκάστηκε να εξηγήσει με κομψό τρόπο ότι ο Καζαντζάκης δε ζει, γιατί στις 6 Δεκεμβρίου πάρα πολλοί του έστελναν ευχές για χρόνια πολλά! Νομίζουμε ότι το γεγονός αυτό και μια ματιά στα γραπτά και εικονογραφημένα σχόλια των «αναγνωστών» της είναι μια επαρκής απάντηση σε όσους έχουν τη γνώμη ότι τα παραπάνω σχόλια μας είναι υπερβολικά.

Φυσικά όλοι αυτοί δεν πρόκειται να σταθούν σε «λεπτομέρειες» όπως η σχέση του με το φασισμό και το ρατσισμό, οι αντιγραφές έργων που παρουσίασε ως δικά του, οι απόψεις του για τον πόλεμο, τις γυναίκες και την κοινωνία, η απάνθρωπη κοσμοθεωρία του ή ο εμμονικός εγωκεντρισμός και μεγαλοϊδεατισμός του. Όσο για τις συνεχόμενες αντιφάσεις του, την αυθαιρεσία και το ανορθολογικό στοιχείο, και την αναντιστοιχία λόγων και πράξεων του, φανταζόμαστε ότι δε θα έχουν κανένα πρόβλημα. Ίσως μάλιστα αυτά τα στοιχεία να τους φανούν οικεία και φυσιολογικά, αφού κυριαρχούν στις κοινωνίες τα τελευταία χρόνια…

Δεν ξέρουμε βέβαια τι θα λέγανε ή πως θα αντιδρούσανε, αν κάποιος τους διάβαζε κάποιες από τις πολλές επίμαχες απόψεις του και τους έλεγε ότι είχαν γραφτεί από ένα Τούρκο, Αλβανό ή Εβραίο συγγραφέα. Κάτι σαν το πείραμα του Κορανίου… Θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντιδράσεις τους μετά τις απαντήσεις τους, όταν τους αποκαλύπτανε ποιος τα έχει πει.


Το πείραμα του Κορανίου:
Πώς αντιδρά κάποιος Ευρωπαίος στη Βίβλο, όταν του λες ότι είναι το Κοράνι;
Ένα τρομερά ένδιαφέρον πείραμα, έγινε στην Ολλανδία, από την εκπομπή Dit is Normaal, μια σατυρική και προβοκατόρικη εκπομπή με μεγάλη επιτυχία.
Οι δύο νεαροί παρουσιαστές, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι και την αναζωπύρωση της ισλαμοφοβίας, με τα δημοσιεύματα και τους μύθους για την «θρησκεία της βίας»,
την θρησκεία που ταπεινώνει τις γυναίκες, που είναι οπισθοδρομική και δεν έχει θέσει στον Δυτικό κόσμο, αποφάσισαν να σκαλίσουν λίγο τα νερά.
Πήραν μια βίβλιο, και υπογράμμισαν κομμάτια της τα οποία ακούγονται φριχτά, όπως για το ότι η θέση της γυναίκας είναι να υπακούει τον άνδρα,
ότι η γυναίκα απαγορεύεται να διδάσκει, η αγάπη μεταξύ δύο ανδρών είναι σατανική και οι άνδρες πρέπει να πεθάνουν, ότι αν πιάσεις έναν να κλέβει πρέπει να του κόψεις το χέρι κλπ.
Οι δημοσιογράφοι σκέπασαν το εξώφυλλο της Βίβλου, και έβαλαν του Κορανίου. Βγήκαν στον δρόμο, και ρώταγαν Ολλανδούς πολίτες όλων των ηλικιών τη γνώμη τους για αυτά τα αποσπάσματα.
Όλοι ανεξαιρέτως τα βρήκαν φριχτά, σκοταδιστικά, και ότι δεν έχουν θέση στην σύγχρονη ζωή. Όταν τους είπαν δε ότι είναι από το Κοράνι και τους ρώτησαν τη διαφορά μεταξύ Κορανίου και Βίβλου,
όλοι είπαν ότι η Βίβλος δεν έχει καμία σχέση με τη Βία, ότι δεν μιλά υποτιμητικά για τις γυναίκες, ότι έχει μεγαλύτερη κατανόηση και είναι πιο ανοιχτή.
Η έκπληξη και η ντροπή στα πρόσωπά τους, όταν μετά τους αποκαλύπτεται ότι τα αποσπάσματα ήταν τελικά από τη Βίβλο, είναι ενδεικτικά.
Πόσο αληθινά είναι τα στεγανά μας, ή πόσο προϊόν προπαγάνδας; (left.gr).


Αν κάποιος από τους αναγνώστες έχει φτάσει μέχρι τον επίλογο αυτό, κάνουμε την υπόθεση ότι μπορεί να μην ακολουθήσει την τάση της εποχής και να μην κρίνει πρώτα (ή μόνο) τους συντάκτες του και μετά ίσως και κάποια από αυτά που διάβασε.

Και επειδή τα γραφόμενα μας απέχουν πολύ από τη βαρετή και επαναλαμβανόμενη προπαγάνδα με την οποία έχουν ταϊστεί μυαλά και συνειδήσεις εδώ και δεκαετίες για εθνικά σύμβολα και «ιερά τέρατα», υποθέτουμε ότι σε κάποιους δε θα διαπεράσουν τα στρώματα που αυτή έχει σχηματίσει στον εγκέφαλο τους.

Αν πάλι στο μέλλον, για κάποιους από τους αναγνώστες αυτού του κειμένου, τα γραφόμενα μας αποτελέσουν τροφή ή έστω ένα ελάχιστο ερέθισμα για περαιτέρω σκέψη και έρευνα, τότε ίσως άξιζε ο κόπος της συγγραφής του.

Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελεί απόσπασμα από κείμενο
που δημοσιεύτηκε επίσης στην ιστοσελίδα
theindependentresearchers.wordpress.com
με τίτλο: «Βίος και Πολιτεία του Νίκου Καζαντζάκη».
Ο τίτλος, ο υπότιτλος και οι φωτογραφίες
προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».

 

 https://www.freeinquiry.gr/

 

 

 

 

 

 

 theologos vasiliadis

 

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου