ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΠΟΙΚΟΙ
Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου
Πώς έβλεπαν οι ίδιοι οι πόντιοι τον εαυτό τους στην προ-εθνικιστική εποχή;
Πρώτα
και κύρια, δέν θεωρούσαν, πως ήταν «έλληνες» και κατά κανένα τρόπο δέν
πίστευαν, πως είχαν τις ρίζες τους στη χερσόνησο και στα νησιά, που τώρα
αποκαλούμε Ελλάδα.
Όσοι αναφέρονταν σε αυτούς και σε όλους τους
κατοίκους τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, τους χαρακτήριζαν ως «ρωμ»,
«ρουμ» ή «ρωμιούς», ως κατοίκους τής ρωμαικής αυτοκρατορίας, με άλλα
λόγια.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Προσπαθώντας να ξεδιαλύνει αυτές τις έννοιες ένας τουρκοπόντιος, που το χωριό του ήταν κάποτε ρωμέικο, είπε στον καθηγητή Ιστορίας, Άντονι Μπράιερ: «Αυτή είναι ρωμέικη («ρουμ») χώρα. Κάποτε μιλούσαν χριστιανικά εδώ». (Νηλ Άντερσον: «Μαύρη Θάλασσα - Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας», έκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2003, σελ. 348).
Πόντος, πόντιος: Δύο νεολογισμοί
Η μετάφραση τευχών τού Αστερίξ,
και άλλων κόμικς, σε άλλες γλώσσες, διαλέκτους, ιδιώματα, ποικιλίες ή
όπως αλλιώς θέλουν να τις προσδιορίζουν οι ενδιαφερόμενοι, όπως:
καταλανικά, βασκικά, κορσικάνικα, βρετόνικα κ.ο.κ., είναι μιά πρακτική,
που γνωρίζει διάδοση εδώ και αρκετά χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι
υπάρχουν επίσης εκδόσεις στα κρητικά και στα κυπριακά (καθώς και στην
αρχαία αττική διάλεκτο.
Όπως
είναι γνωστό, στο πρωτότυπο -και σε κάθε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο στην
οποία έχει μεταφραστεί- κάθε περιπέτεια τής σειράς αυτής αρχίζει με μιά
πανομοιότυπη πρώτη σελίδα, που απεικονίζει το χάρτη τής Γαλατίας,
συνοδευόμενο από το γνωστό εισαγωγικό κείμενο γιά το «ανυπότακτο χωριό».
Στην ποντιακή μετάφραση, όμως, η εναρκτήρια φράση περιέχει και μιά
πρόσθετη επεξηγηματική παρένθεση προς αποφυγή συγχύσεων, η οποία δέν
περιέχεται σε καμμία άλλη γλωσσική εκδοχή:
«Πενήντα χρόνα προτού να γεννίεται ο Χριστόν οι Ρωμαίοι (όχι τʼ εμετέρ, αλλά εκείν α σην Ρώμην τη Ιταλίας)
επάτεσαν τον κόσμον όλον. Αέτς πα, όλον η Γαλατία έτον αφκά α σοι
Ρωμαίοις -ντο λέγω; κʼ έτον όλον! Έναν χωρίον με Γαλάτες ανυπόταγους κι
προσυνά τοι Ρωμαίοις, αντιφέρκεται πάντα και ευτάει αντίστασην» (η υπογράμμιση δική μας).
Προσπαθώντας
να ξεδιαλύνει αυτές τις έννοιες ένας τουρκοπόντιος, που το χωριό του
ήταν κάποτε ρωμέικο, είπε στον καθηγητή Ιστορίας, Άντονι Μπράιερ: «Αυτή είναι ρωμέικη («ρουμ») χώρα. Κάποτε μιλούσαν χριστιανικά εδώ». (Νηλ Άντερσον: «Μαύρη Θάλασσα - Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας», έκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2003, σελ. 348).
Πόντος, πόντιος: Δύο νεολογισμοί
Η μετάφραση τευχών τού Αστερίξ,
και άλλων κόμικς, σε άλλες γλώσσες, διαλέκτους, ιδιώματα, ποικιλίες ή
όπως αλλιώς θέλουν να τις προσδιορίζουν οι ενδιαφερόμενοι, όπως:
καταλανικά, βασκικά, κορσικάνικα, βρετόνικα κ.ο.κ., είναι μιά πρακτική,
που γνωρίζει διάδοση εδώ και αρκετά χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι
υπάρχουν επίσης εκδόσεις στα κρητικά και στα κυπριακά (καθώς και στην
αρχαία αττική διάλεκτο.
Όπως
είναι γνωστό, στο πρωτότυπο -και σε κάθε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο στην
οποία έχει μεταφραστεί- κάθε περιπέτεια τής σειράς αυτής αρχίζει με μιά
πανομοιότυπη πρώτη σελίδα, που απεικονίζει το χάρτη τής Γαλατίας,
συνοδευόμενο από το γνωστό εισαγωγικό κείμενο γιά το «ανυπότακτο χωριό».
Στην ποντιακή μετάφραση, όμως, η εναρκτήρια φράση περιέχει και μιά
πρόσθετη επεξηγηματική παρένθεση προς αποφυγή συγχύσεων, η οποία δέν
περιέχεται σε καμμία άλλη γλωσσική εκδοχή:
«Πενήντα χρόνα προτού να γεννίεται ο Χριστόν οι Ρωμαίοι (όχι τʼ εμετέρ, αλλά εκείν α σην Ρώμην τη Ιταλίας)
επάτεσαν τον κόσμον όλον. Αέτς πα, όλον η Γαλατία έτον αφκά α σοι
Ρωμαίοις -ντο λέγω; κʼ έτον όλον! Έναν χωρίον με Γαλάτες ανυπόταγους κι
προσυνά τοι Ρωμαίοις, αντιφέρκεται πάντα και ευτάει αντίστασην» (η υπογράμμιση δική μας).
Η διευκρίνιση στην πρώτη σελίδα τού «Αστερίκου» (ή τη Αστερίκονος)
μας θυμίζει, ότι οι πόντιοι, όσο ήταν στον Πόντο, δέν προσδιορίζονταν
πρωτίστως ως πόντιοι. Προσδιορίζονταν κι αυτοί ως rum. Είναι ο ίδιος
προσδιορισμός, τον οποίο συνέχισαν επί αιώνες να χρησιμοποιούν οι
υπήκοοι τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αρχικά τής ενιαίας και μετά τής
ανατολικής, η οποία άλλωστε αναφερόταν και ως Ρωμανία. Το όνομα αυτό
έχει εισέλθει στο εθνικό αφήγημα μέσα από το γνωστό στίχο τού θρήνου,
που ισχυρίζεται, ότι «η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Το
εθνωνυμικό «ρωμαίοι» διατηρήθηκε γιά τους ελληνόφωνους ορθόδοξους
πληθυσμούς υπό την αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας και εν συνεχεία υπό την
οθωμανική. Χαρακτηριστικά, στο «Ιστορικόν Λεξικόν τής Ποντικής Διαλέκτου» τού Άνθιμου Παπαδόπουλου (Αθήνα, 1958), το οικείο λήμμα αναφέρει:
Το μεσ.[αιωνικό] όνομα Ρωμανία
= το Ρωμαϊκόν βασίλειον από το Λατινικόν εθνικόν όνομα Romanus: Η υπό
των Χριστιανών κατεχόμενη χώρα (η σημ. γενική και αόριστός πως κατʼ
αντίθεσιν προς την υπό των Μουσουλμάνων κατεχομένην χώραν, λέξις μάλλον
ποιητική).
Στο λεξικό αυτό, οι λέξεις Πόντος, πόντιος δέν υπάρχουν ως λήμματα. Αντίθετα, υπάρχει το εξής λήμμα: «Ελλαδώτες,
ο, Κοτ. 1. Ο καταγόμενος από την Ελλάδα. 2. Ο ομιλών την κοινήν
Ελληνικήν κατʼ αντίθεσιν προς τον ομιλούντα την διάλεκτον τού Πόντου». Οι λέξεις Πόντος και πόντιος
άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως λίγο-πολύ ενιαία προσδιοριστικά μιάς
ιδιαίτερης εθνοτικο-πολιτισμικής ταυτότητας μόνο στην Ελλάδα, μετά την
ανταλλαγή. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των μικρασιατών).
Ένταξη στο «ελληνικό» εθνικό φαντασιακό
Οι
ορθόδοξοι χριστιανοί τής Μαύρης Θάλασσας βίωσαν ένα πολιτισμικό σοκ:
μεταφέρθηκαν από τη μιά στιγμή στην άλλη -και μάλιστα χωρίς να το έχουν
επιδιώξει ή να το έχουν καν φανταστεί προηγουμένως- σε μιά διαφορετικη
χώρα, όπου είχαν εξίσου να αντιμετωπίσουν μιά άγνωστη γλώσσα, μιά
άγνωστη οικονομία, πολιτικό καθεστώς, κοινωνικές συμβάσεις και κώδικες,
την ίδια δυσπιστία και περιφρόνηση από τους γηγενείς. Βρέθηκαν δηλαδή εκ
των πραγμάτων υποχρεωμένοι να αναδιοργανώσουν εκ βάθρων το συμβολικό
τους σύμπαν, ώστε να μπορούν να προσανατολιστούν μέσα σε ένα τοπίο, γιά
το οποίο κανείς δέν τους είχε προετοιμάσει.
Η
διαφορά όμως, δέν ήταν μόνο διαφορά τού γεωγραφικού ή αστικού τοπίου,
τής γλώσσας, των κοινωνικών συμβάσεων. Το βασικότερο ήταν, ότι οι
άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν από μία πολυεθνική και πολυθρησκευτική (ή έστω
«πολυμονοθεϊστική») αυτοκρατορία, σε ένα (επίδοξο) νεωτερικό κράτος, που
επιχειρούσε να συγκροτηθεί με βάση την απαρέγκλιτη αρχή «ένας λαός / ένα κράτος / μία γλώσσα / μία θρησκεία».
Διωγμένοι εξάλλου από τους μέχρι τώρα οίκους τους από ένα άλλο κράτος,
που επίσης επιχειρούσε να συγκροτηθεί στη βάση αυτών ακριβώς των αρχών
-και που γιά αυτόν ακριβώς το λόγο δέν μπορούσε πλέον να τους ανεχθεί.
Ωστόσο,
αυτή η συνάντηση με το Πραγματικό συγκαλύφθηκε πίσω από τη ρητορεία τής
«επιστροφής στην πατρίδα». Η εμπειρία των ανθρώπων αυτών καταγράφηκε
στον δημόσιο λόγο όχι ως απομάκρυνση από το οικείο, αλλά ακριβώς
αντίθετα, ως «επάνοδος» σε αυτό.
Αυτό -όπως διευκρινίζει ο
συγγραφέας τού βιβλίου (σελ. 136-138)- ίσως έγινε με καλές προθέσεις: η
ανάδειξη και η καταγραφή τής ετερογένειας θα είχε πιθανότατα ως
αποτέλεσμα τον (ακόμη μεγαλύτερο) υποβιβασμό των μετοίκων στην κοινωνική
ιεραρχία, την αναγνώριση λιγότερων δικαιωμάτων απʼ όσα έχουν οι
«γηγενείς». (Αυτό βέβαια προϋποθέτει, ότι δεχόμαστε ως αυτονόητη και μή
υποκείμενη σε αμφισβήτηση την ιεραρχική κατανομή δικαιωμάτων μεταξύ
«γηγενών» και «αλλοδαπών» στο πλαίσιο τού έθνους-κράτους, κατά την οποία
όποιος γιά οποιοδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε κριτήριο κριθεί
«λιγότερο έλληνας» εξυπακούεται, ότι κατατάσσεται σε κατώτερη θέση. Οι
πόντιοι δέν δέχτηκαν πάντοτε αυτή την ιεράρχηση ως φυσική, τουλάχιστον
όχι όλοι.
Πάντως, σε γενικό επίπεδο αυτή η σύμβαση, ότι αυτοί είναι «έλληνες σαν όλους τους άλλους»
έγινε δεκτή -έστω με αντιστάσεις και «αστερίσκους»- τόσο από τους μεν
όσο και από τους δε, ως λύση ανάγκης. Και ένα αθέλητο αποτέλεσμα αυτής
τής αναπαράστασης μέσω τού αντιθέτου, τής ανάγνωσης τής διαφοράς ως
ομοιότητας, ήταν, ότι συσκότισε την ύπαρξη τού προβλήματος κι έτσι δέν
εφοδίασε τα υποκείμενα με κάποιο σημαίνον, μέσα από το οποίο να
συμβολοποιήσουν αυτή την τραυματική εμπειρία, να το βάλουν στη σκέψη και
το λόγο τους.
Αυτό
βέβαια, που καθιστά τα πράγματα πιό περίπλοκα και πιό ενδιαφέροντα,
είναι το γεγονός, ότι από ένα σημείο και μετά, οι ίδιοι οι
ενδιαφερόμενοι εξοικειώνονται με τους κώδικες αυτού τού «περιεκτικού
αποκλεισμού» και αρχίζουν να τους χρησιμοποιούν στρατηγικά οι ίδιοι.
Πράγμα, που σημαίνει, ότι αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές
τού κώδικα, να ψηλαφούν τα αδύνατα σημεία του, τα διάκενά του, να
δοκιμάζουν ποιές διατυπώσεις και ποιοί συνδυασμοί είναι απολύτως
απαράδεκτο να λεχθούν και ποιές αντιθέτως έχουν περισσότερες πιθανότητες
να γίνουν ανεκτές.
Ο Άκης Γαβριηλίδης τελείωσε τη Νομική Σχολή τού ΑΠΘ και εκπόνησε διδακτορική διατριβή
στη Φιλοσοφία τού Δικαίου στην ίδια σχολή.
Έτσι,
σε αυτό το γλωσσικό παιχνίδι, οι πόντιοι σύντομα διαπίστωσαν, ότι
οποιαδήποτε παρέκκλιση από την κανονιστική ελληνικότητα, εάν εμφανιστεί
δημόσια ως τέτοια, δέν έχει ελπίδες επιβίωσης, και όσοι την επιχειρήσουν
μπορούν να ελπίζουν μόνο σε μία θέση πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Με
άλλα λόγια, διαπίστωσαν, ότι μόνο ως όμοιοι μπορούν να έχουν δικαιώματα,
να λογίζονται άνθρωποι -και πολίτες- σαν όλους τους άλλους. Από την
άλλη μεριά, δέν ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τη βιοπολιτική
τους ιδιαιτερότητα.
Κατέληξαν λοιπόν, στην εξής λύση: Άρχισαν με
τη σειρά τους να χρησιμοποιούν το ίδιο τέχνασμα, δηλαδή να μεταμφιέζουν
οι ίδιοι τη διαφορά τους σε ομοιότητα, εφόσον έκριναν, ότι αυτός ήταν ο
μόνος τρόπος να τη διασώσουν όσο είναι δυνατό χωρίς ταυτόχρονα να
χάσουν τα πλεονεκτήματα, που τους απέφερε η ένταξη στον πολιτισμικό
κανόνα. Μιά λύση εξάλλου δοκιμασμένη, με αρκετό παρελθόν στα Βαλκάνια,
αλλά και αλλού.
Η λύση αυτή βέβαια, επελέγη βουβά,
επιτελεστικά. Δέν αποτέλεσε αντικείμενο διαβούλευσης ή ψηφοφορίας ούτε
αποτυπώθηκε σε κάποια επίσημη απόφαση. Τηρήθηκε όμως πιστά κατά τρόπο
«αυθόρμητο» από τους ποντίους και καθόρισε τη συμπεριφορά τους επί
περίπου μισό αιώνα, ένα διάστημα, κατά το οποίο είχε κρισιμότερη σημασία
γιʼ αυτούς να επιτελέσουν σωστά το ρόλο τού εποίκου και να ταυτίσουν
τις τύχες τους με το ελληνικό έθνος-κράτος, όπως αναμενόταν απʼ αυτούς.
Επί
δύο λοιπόν γενιές, οι πόντιοι στην Ελλάδα ήταν κάτι σαν τους μαρράνος
στην Πορτογαλία, κάτι σαν «κρυπτοπόντιοι», γιά να χρησιμοποιήσουμε ένα
νεολογισμό. Ήταν «κανονικοί έλληνες» στο δημόσιο χώρο και πόντιοι σε
ιδιωτικούς ή οιονεί ιδιωτικούς χώρους: μιλούσαν και μαγείρευαν ποντιακά
στα σπίτια τους, τραγουδούσαν και χόρευαν ποντιακά σε αυστηρά
περιχαρακωμένους και οριοθετημένους τόπους και χρονους (σχολές
παραδοσιακών χορών, Εύξεινες Λέσχες, νυχτερινά κέντρα, πανηγύρια).
Και,
όταν αυτή η περιχαράκωση δέν αρκούσε, η έσχατη -και σίγουρη- λύση ήταν η
καταφυγή στην ασυλία τής ακριτικής / παραδειγματικής τους κατάστασης:
ήταν δηλαδή η προβολή τού σοφίσματος, ότι τα στοιχεία, που τους
διαφοροποιούν από τον πολιτισμό και τη γλώσσα τού ελληνικού κράτους
είναι ακριβώς αποδείξεις μιάς βαθύτερης, ακόμα πιό γνήσιας
ελληνικότητας.
Η εκδοχή, που κυριάρχησε «προς τα έξω» ήταν:
μπορεί να μιλάμε διαφορετικά από σας, αλλά αυτό οφείλεται, στο ότι η
γλώσσα μας είναι πιό ελληνική από τη δική σας -έχει στοιχεία από τον
Όμηρο, από τους μύριους τού Ξενοφώντα κ.ο.κ.. Οι χοροί και η μουσική μας
μπορεί να μή μοιάζουν με τους δικούς σας, αλλά αυτό οφείλεται, στο ότι
«κατά βάθος» είναι πιό δικοί σας απʼ ότι οι δικοί σας: λ.χ. είναι
επιβιώσεις τού πυρρίχιου, που βλεπουμε στα αρχαιοελληνικά αγγεια και
ούτω καθεξής. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Μικρασιάτικος χαβάς).
Αυτοί
λοιπόν, παρισταναν, ότι είναι έλληνες «σαν όλους τους άλλους», και οι
υπόλοιποι παρίσταναν, ότι τους πίστευαν. Με αυτές τις αναπόφευκτες
αμυντικές, προσαρμοστικές ή διαρθρωτικές ανακατατάξεις, οι πόντιοι τής
πρώτης και τής δεύτερης γενιάς κατέληξαν να βρουν όπως όπως μιά θέση γιά
τον εαυτό τους στην ελληνική εθνική ένταξη, η οποία, ούτως ή άλλως, με
αντίστοιχο τρόπο είχε παραχθεί: ούτε αυτή ήταν κάποια «ουσία», την οποία
κατείχαν ως δώρο θεού οι «γηγενείς». Και αυτοί κάπως έτσι είχαν
προσχωρήσει σε αυτήν, απλώς μία ή περισσότερες γενιές νωρίτερα.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η πραγματική καταγωγή μας).
Η
«παραδειγματική ελληνικότητα», την οποία επικαλούνται επί έναν αιώνα οι
πόντιοι, είναι ένας shifter, ένας όρος-πασπαρτού, ο οποίος τους βοηθάει
μεν να χειριστούν την απώλεια, αλλά ταυτόχρονα αφήνει ανοιχτή και τη
δυνατότητα τα την αρνηθούν, να μήν την καταγράψουν και να μήν την
θεωρήσουν ως οριστική. Ένας τρόπος να είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω, να
είναι έξω δηλώνοντας, ότι είναι μέσα ή/και το αντίστροφο.
Η μεταφορά τού παρασίτου
Στο
κράτος τής Θεσσαλονίκης των τελών τού 20ού αιώνα, εκείνοι, που είχαν
(την γελοία, κατά τον Καβάφη) τάση να κρύβουν την Ασία, που «ξεμυτίζει κάθε τόσο»
κάτω από το επιδεικτικά ελληνοποιημένο και μακεδονικό εξωτερικό τους,
και να πασχίζουν να μή παρατηρηθεί, δέν ήταν οι «βασιλείς», ή δεν ήταν
μόνο αυτοί. Ήταν το σύνολο των υπηκόων τού κράτους.
Δέν είναι
δύσκολο, να κατανοήσουμε γιατί. Η λύση, που βρήκαν οι πρώτες γενιές
ποντίων εποίκων, όταν συνειδητοποίησαν, ότι η παραμονή τους είναι πλέον
αμετάκλητη, ήταν να αναδημιουργήσουν στη Μακεδονία έναν δεύτερο Πόντο,
και μάλιστα, από ορισμένες απόψεις, να δημιουργήσουν ένα υποκατάστατο
γιά το ματαιωμένο σχέδιο ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, που δέν είχαν
καταφέρει να υλοποιήσουν εκεί.
Οικειοποιούμενοι έτσι και μεταστρέφοντας την αίσθηση τού αλλόκοτου, τού αταίριαστου (του αν-οίκειου, un-heimlich,
σύμφωνα με την έκφραση τού Φρόιντ), που τους γεννούσε η χώρα, την οποία
όφειλαν να εποικίσουν. Μια χώρα ξένη ως προς τη γλώσσα, τους νόμους και
τα έθιμα, αλλά τόσο οικεία ως προς το τοπίο, με την οποία όφειλαν στο
εξής να ταυτιστούν.
Άρχισαν λοιπόν, να δίνουν ονόματα in partibus σε νέους οικ-ισμούς (ή νέα ονόματα σε υπάρχοντες) τού τύπου Νέα Σάντα, Ποντοηράκλεια ή Κολχική), χαράχτηκαν οι οδοί π.χ. Κερασούντος, Σινώπης, Κομνηνών, ιδρύθηκαν μέχρι και «ρέπλικες» θεσμών: μιά δεύτερη Παναγία Σουμελά στην Ημαθία, ένα δεύτερο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» στην Καλαμαριά...
Με
δυό λόγια, το υπαρκτό / ανύπαρκτο κράτος τού Πόντου, ή το φάντασμά του,
μετενσαρκώθηκε στη Μακεδονία, επιθυμώντας / νοσταλγώντας να ζήσει εκεί
τη δεύτερη ζωή του. Δηλαδή, ουσιαστικά την πρώτη, εφόσον η προηγούμενη
δέν μετράει ακριβώς γιά ζωή. Οι απόπειρες να γεννηθεί υπήρξαν
αποτυχημένες. Ίσως όμως, ούτε και αυτή εδώ μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς
ζωή, εφόσον είναι μία οιονεί ύπαρξη. Υπάρχει de facto και όχι de jure.
Αυτή
η ύπαρξη σε εκκρεμότητα φαίνεται να υλοποίησε μετατοπισμένα τη βασική
μέθοδο από το σενάριο τού ελληνο-οθωμανισμού: Εκεί, που το σχεδιο αυτο
προέβλεπε, ότι θα καταληφθεί εκ των έσω το σύνολο τού κράτους τής Νέας
Ρώμης / Κωνσταντινούπολης / Ιστάνμπούλ από τους ρωμιούς, τώρα
καταλήφθηκε εκ των έσω ένα μέρος τού κράτους των Αθηνών από τους
ρωμαίους / ποντίους.
Αφού όμως, η κατάληψη αυτή δέν έφτασε
μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι την επίσημη διακήρυξή της, άρα δέν
καταργησε, δέν παραμέρισε το άλλο κράτος. Μπήκε μέσα σε αυτό,
επιπροστέθηκε σε αυτό, συνυπήρξε, και συνυπάρχει, παράλληλα με αυτό.
Τρέφεται απʼ αυτό, αλλά και το τρέφει. Γιʼ αυτό, εκτός από τις
φασματικού τύπου μεταφορές (τύπου Δράκουλας, βρυκόλακας κ.ο.κ.), ίσως θα
ήταν εδώ κατάλληλη και μία άλλη, λιγότερο απαξιωτική: η μεταφορά τού
παρασίτου (σελ. 271).
«Γλυκειά πατρίδα», «σπιτικό»...
μιά ιστορική αρλούμπα.
Σε εικονοστάσι τα ʽκλεισε,
καημένη Κάτω Τούμπα.
Τάκη Σιμώτα, «Η Γιαγιάκα»
Το παραμύθι των «κρυπτοχριστιανών»
Από
τη δεκαετία τού 1980 και μετά, όταν χαλάρωσαν κάποιοι ταξιδιωτικοί
περιορισμοί μεταξύ των κρατών Ελλάδας - Τουρκίας, άρχισε ένας άτυπος
«προσκυνηματικός τουρισμός», κατά τον οποίο ηλικιωμένοι πλέον άνθρωποι
ή/και απόγονοί τους, άρχισαν να ταξιδεύουν προς τα μέρη, τα οποία είχαν
εγκαταλείψει ως παιδιά πριν από μισό και πλέον αιώνα. Κατά τα
«προσκυνήματα» αυτά, πολλοί αναζήτησαν και βρήκαν το παλιό τους σπίτι ή
το σπίτι των γονιών τους. Πράγματι, πολλά από τα σπίτια αυτά σώζονταν
ακόμα. Και, εφʼ όσον σώζονταν, κατά κανόνα κατοικούνταν κιόλας. Η επαφή
τους με τους τωρινούς κατοίκους των σπιτιών αυτών, υπήρξε ένα σοκ
ιδιαίτερα έντονο και απρόβλεπτο και γιά τους μεν και γιά τους δε.
Ειδικά
όσον αφορά τον Πόντο όμως, το προσκύνημα συνεπαγόταν κι ένα άλλου
είδους σοκ. Οι ως επί το πλείστον απροετοίμαστοι εκδρομείς, φτάνοντας
στα χωριά και στις πόλεις, όπου έμεναν οι γονείς και οι παππούδες τους,
ανακάλυπταν με έκπληξή, ότι εκεί υπήρχαν αρκετές χιλιάδες άνθρωποι, οι
οποίοι όχι μόνο ζούσαν παρόμοια με αυτούς, αλλά μιλούσαν και την ίδια
ακριβώς γλώσσα με αυτούς, (και μάλιστα σε μιά πιό γνήσια μορφή, εφόσον
δέν είχε εκτεθεί όλα αυτά τα χρόνια στην επίδραση τής κοινής
νεοελληνικής), χρησιμοποιούσαν το ίδιο βασικό μουσικό όργανο, το οποίο
συνέχιζαν να αποκαλούν κεμεντζέ και όχι λύρα, γιά να παίξουν τους
ίδιους ακριβώς ρυθμούς και να χορέψουν τους ίδιους χορούς ντυμένοι με
τις ίδιες μαύρες εφαρμοστές παραδοσιακές στολές και καλύμματα τής
κεφαλής. Οι άνθρωποι όμως αυτοί ήταν από όλες τις απόψεις τούρκοι. Ήταν
μουσουλμάνοι το θρήσκευμα και πολίτες τής Τουρκικής Δημοκρατίας, και δέν
έδειχναν κάποια ιδιαίτερη επιθυμία (/νοσταλγία) να γίνουν κάτι άλλο.
Μιά
τέτοια συνάντηση, είναι δυνατό να φέρει το υποκείμενο αντιμέτωπο με ένα
τρομερό άγχος τής ταυτότητας, που το γεννά η εξής διερώτηση:
Εγώ
είμαι έλληνας, αλλά και πόντιος, το οποίο μεταφράζεται, στο ότι όποτε
μπορώ μιλάω αυτή τη γλώσσα, τραγουδάω και χορεύω αυτή τη μουσική
φορώντας αυτές τις παραδοσιακές στολές, φτιάχνω αυτά τα φαγητά... Που
μπορεί να είναι διαφορετικά από των άλλων ελλήνων, αλλά αυτό οφείλεται,
στο ότι είναι «πιό ελληνικά κι απʼ τα ελληνικά».
Εδώ όμως,
υπάρχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που ακολουθούν και αυτοί ακριβώς τις
ίδιες «πιό ελληνικές» πρακτικές, αλλά είναι τούρκοι! Οπότε εγώ τί στην
ευχή είμαι, αν όλα αυτά, που συνιστούν την πεμπτουσία της ελληνικότητάς
μου, είναι και τουρκικά;
Ο
ακριτισμός, πάνω στον οποίο είχε δομηθεί η ποντιακή υποκειμενικότητα
επί μισό αιώνα, βρέθηκε λοιπόν αντιμέτωπος με την άλλη πλευρά τού
νομίσματος, τον «διγενισμό», και με την ενδεχομενικότητα των ταυτοτήτων.
Μιά εμπειρία, που μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποσταθεροποιητική.
Προς
σταθεροποίηση, επιστρατεύθηκε η περίφημη θεωρία περί
«κρυπτοχριστιανών». Η ύπαρξη όλων αυτών των ανθρώπων επιχειρήθηκε να
ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα «εξισλαμισμών», βίαιων φυσικά, οι οποίοι όμως,
υπήρξαν μόνο επιφανειακοί: κατά βάθος οι τούρκοι πόντιοι παρέμειναν
πάντοτε χριστιανοί και συνέχισαν να ασκούν την πατρογονική θρησκεία τους
κρυφά, ενώ δημοσίως παρίσταναν, ότι είναι κανονικοί μουσουλμάνοι.
Ο συγγραφέας μεταφέρει στη σελίδα 306 τού βιβλίου του μιά σχετική προσωπική εμπειρία:
«Προσωπικά υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας αυτής τής έκπληξης, όταν συμμετείχα σε εκδρομή, που διοργάνωσε στον Πόντο το καλοκαίρι τού 2008 ο Σύλλογος Ποντίων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης «ο Στράβων».
»Στην Gümüşhane / Αργυρούπολη, (όπως υποθέτω και σε άλλες περιοχές), υπάρχει ένα άγαλμα ενός κεμεντζετζή / λυράρη και μιάς ομάδας χορευτών ντυμένων με τις γνωστές μαύρες παραδοσιακές στολές. Όταν οι εκδρομείς πόντιοι δικηγόροι βρέθηκαν μπροστά του, κάποιοι απʼ αυτούς, μή γνωρίζοντας, ότι η παράδοση αυτή είναι και παράδοση των γηγενών, αναρωτήθηκαν μήπως το άγαλμα αυτό είχε τοποθετηθεί προς τιμήν τους».
Η ΜΠΛΟΦΑ ΠΟΝΤΙΟΙ
Έψαξα κι άκουσα στο youtube διάφορα ποντιακά τραγούδια και κατάλαβα πόσο δίκιο έχετε.
Ακούστε ένα χαρακτηριστικό ποντιακό τραγούδι από παραδοσιακή ορχήστρα τής Νέας Ιωνίας Βόλου. Λέγεται: «Το Τσιάμπασιν». Δεν καταλαβαίνεις τίποτε!
Τι μπλόφα κι αυτοί οι πόντιοι...
ΣΧΟΛΙΑ
-
Ανώνυμος 39096
23 Ιουλ 2016Ανώνυμος 35761
Όχι, οι Τούρκοι δεν είναι αυθόχθονες αλλά ούτε και εσείς είσαστε απόγονοι αρχαίων Ελλήνων.
Ανακάτεμα φυλλών είσαστε, απο Σλάβους, Αρμένους, Άραβες, Αθίγγανους, Πέρσες, Αλβανούς, Τούρκους και όχι μόνο.
Τα ποικίλα χαρακτηριστικά των προσώπων σας το μαρτυρούν αλλωστε. Κι ας έχετε "αποδείξει επιστημονικώς", εντελώς τυχαία (λέμε τώρα) απο Έλληνες επιστήμονες ότι κατάγεστε απο τους αρχαίους Έλληνες!
Ανώνυμος 35154
2 Αυγ 2015Οι Πόντιοι που το όνομα τους το πήρανε απο την περιοχή είναι ανακάτεμα Ασιάτικων φυλών, όπως Πέρσες, Αρμένοι, Άραβες, με μία γαρνιτούρα απο Λατίνους και Τούρκους, για αυτό θα δείς στα χαρακτηριστικά των προσώπων τους σχιστομάτηδες, μελαχρινούς, με γαμψωτές μύτες, λευκούς, γαλανομάτηδες, μία ποικιλία χαρακτηριστικών.
Η γλώσσα τους δε έχει πολλές Ελληνικές λέξεις απο την Ελληνιστική/Ρωμαϊκή περίοδο μέχρι και το Βυζάντιο που πλέον μία μαζα ανακατεμένη απο διάφορα φύλα γίνανε ένας λαός, με τον εκχριστιανισμό τους πιά γίνανε και αυτόνομη περιοχή, ήτανε κατα περιόδους και πριν απλά με διαφορετική μορφή, που είχε την δική της κουλτούρα.
Τώρα όλη αυτή η παράνοια να θεωρούν τους εαυτούς τους γνησιόττερους και ανώτερους απο άλλους λαούς του Ελλαδικού χώρου δείχνει ένα κατα βάθος κομπλεξισμό όπως και τα ναζιστικά συνθήματα τους πως θα γυρίσουν και η γή θα τρέμει, το είπε ο Γκαίμπελς, το λένε και οι Πόντιοι.
Ανώνυμος 29051
17 Μαΐ 2014OI ΠΟΝΤΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΛΑΖΟΙ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ) ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΣΤΗΝ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ.
ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΚΑΤΙ ΑΝΑΛΟΓΟ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,ΟΠΟΥ ΑΝ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ ΑΝΗΚΑΝ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ(ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ-ΕΞΑΡΧΙΚΗ)
Ανώνυμος 28926
8 Μαΐ 2014με απλα λογια : ελληνοφωνες τουρκοι χριστιανοι;
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου