ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ - Φάντασμα της Ιστορίας
Είναι καιρός να απεμπλακούμε από τα παραμύθια της Ιστορίας και να εντρυφήσουμε στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα,
να τα αναδείξουμε σε κάθε τους παράμετρο και να διδαχθούμε από αυτά.
Ποια είναι αλήθεια τα αποτελέσματα του «Μακεδονικού αγώνα»;
Ουσιαστικά κανένα εκτός από σφαγές και δολοφονίες εκατέρωθεν.
Θύμιζε
περισσότερο πόλεμο μαφιόζικων συμμοριών, παρά απελευθερωτικό αγώνα.
Οι
εθνικιστικοί - θρησκευτικοί φανατισμοί και οι μεγαλοϊδεατισμοί, που
καλλιεργήθηκαν από τους εθνικιστές και παρέσυραν σύσσωμη τη Ρωμιοσύνη
της εποχής (λαό, κυβερνήσεις, κόμματα), δεν οδήγησαν μόνο στο αναίτιο
μακεδονικό μακελειό, αλλά κυρίως στις δύο μεγάλες ήττες (ʼ97-ʼ22).
Η ιδεολογική κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν επέτρεπε να γίνει αντιληπτό το ανεδαφικό της αναβίωσης του Βυζαντίου. Η ιδεολογία της «εκτροχίασε» πολιτικά το νέο κράτος και το οδήγησε το 1922 στη μεγαλύτερη καταστροφή της Ιστορίας του.
Τώρα
είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αρχίσει να γράφεται ξανά η ιστορία
των βαλκανικών λαών από κοινού. Πρόσφατο ευρωπαικό παράδειγμα: η Γαλλία
κι η Γερμανία. Ίσως οι βούλγαροι θα πρέπει να αποτελέσουν την αρχή της
προσπάθειας, γιατί σ' αυτή τη φάση είναι το «μικρότερο πρόβλημα».
Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με την αρχή ότι όλοι οι γειτονικοί λαοί είναι εχθροί μας, φτάνει πια.
Αν αυτό πράγματι συμβαίνει
κάνουμε σοβαρά λάθη στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους γείτονες ή
έχουμε άδικο σε πολλές περιπτώσεις που αφορούν τα διμερή θέματα ή
συνδυασμός των ανωτέρω. Αυτό βέβαια, δεν μπορεί να γίνει εφ' όσον δεν
αλλάζουν τα χαρακτηριστικά που μας διέπουν (εθνικισμός, ανατολίτικη
νοοτροπία, βαλκανικός μικρόκοσμος, θεοκρατία, έλλειψη ορθολογισμού
και πνεύματος προσωπικής - κοινωνικής ευθύνης).
Στο παρακάτω άρθρο παρουσιάζεται μια ταξική προσέγγιση του «Μακεδονικού ζητήματος» πέραν
της θρησκευτικής του παραμέτρου, που είναι και η κύρια και μας
ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα. (Τάσου Κωστόπουλου, efsyn.gr,
αναδημοσιεύονται αποσπάσματα).
Όσο για την εθνική παράμετρο του
ζητήματος ας την ξεχάσουμε καλύτερα, απλώς δεν υπήρχε! Το εθνικιστικό
παρακράτος παρέσυρε στη συνέχεια το επίσημο κράτος να εμπλακεί στο
μακεδονικό ζήτημα, το οποίο δεν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά.
«Ήλθομεν δι’ άμυναν κατά εχθρού ωργανωμένου, κατέχοντος άπαν το έδαφος και πάσας τας ψυχάς»
Λάμπρος Κορομηλάς (πρόξενος Θεσσαλονίκης) προς τον μακεδονομάχο καπετάν Ακρίτα, 7/6/1905
Διαβάζοντας τα «Μυστικά του Βάλτου», το δημοφιλέστερο ιστορικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής γραμματείας, ο προσεκτικός αναγνώστης μένει συνήθως με την απορία για το απότομο (και σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο) τέλος της εθνικής εξόρμησης που περιγράφεται στις σελίδες του.
Αντικείμενο του βιβλίου της Πηνελόπης Δέλτα
αποτελεί, ως γνωστόν, η αιματηρή αναμέτρηση μακεδονομάχων και
κομιτατζήδων το 1906-1907 στις ελώδεις εκτάσεις της τότε λίμνης των
Γενιτσών (νυν Γιαννιτσά). Η αφήγηση ξεκινά με την άφιξη στην περιοχή του ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (27/9/1906), μετέπειτα βενιζελικού αρχιπραξικοπηματία το 1935· κλείνει δε με την παγίδευση και εξόντωση του Μωραΐτη αξιωματικού Τέλλου Αγαπηνού ή καπετάν Άγρα (7/6/1907) και τη δύσθυμη αποχώρηση των συντρόφων του για την Ελλάδα το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ─ «με κάποια απογοήτευση, μαζί κι ένα παράπονο, πως είχε αποτελματωθεί ο Αγώνας, πως δράση στο Βάλτο δεν είχε πια, πως οι ηρωικές σελίδες, με τις μάχες και τις νίκες, είχαν κλείσει» (σ. 556). |
Από την άποψη της εθνικής κατήχησης, θα ήταν, γαρ, μάλλον αντιπαραγωγικό να εξηγήσεις στα ελληνόπουλα (αλλά και στους ενήλικους συμπατριώτες μας) πως ο αγώνας στον Βάλτο έληξε νικηφόρα όταν (και επειδή) οι ημέτεροι «ιππότες του σταυρού» έδρασαν ως άτακτη επικουρία των στρατευμάτων του σουλτάνου, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τους επαναστατημένους ντόπιους χριστιανούς.
Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη τον Μάιο του 1907: μια κοινή ελληνοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία οι φιλοβούλγαροι αντάρτες (κομιτατζήδες) της περιοχής εκτοπίστηκαν από τα κρησφύγετά τους, απαλλάσσοντας προσωρινά τους μπέηδες του κάμπου από τον βραχνά της επαναστατικής τρομοκρατίας.
Ως λογοτέχνης, η Δέλτα δεν δεσμευόταν φυσικά από την υποχρέωση ειλικρίνειας του ιστορικού. Την ίδια όμως πολιτική αυτολογοκρισίας και αποσιώπησης έχει ακολουθήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα και το μεγαλύτερο μέρος της καθʼ ύλην αρμόδιας, εθνικά ορθής επιστημονικής κοινότητας.
Ο χαρακτήρας του Μακεδονικού Αγώνα ως πολύμορφης σύμπραξης οθωμανικού κράτους, μουσουλμάνων μπέηδων και Ελλήνων παραστρατιωτικών για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος των σλαβόφωνων αγροτών της Μακεδονίας αποτελεί μέχρι τις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εγχώριας ιστοριογραφίας.
Τιμώντας με τον τρόπο της την 110η επέτειο του τερματισμού της πιο διάσημης (χάρη ακριβώς στα «Μυστικά») πτυχής του Μακεδονικού Αγώνα, η στήλη επικεντρώνεται σήμερα σʼ αυτήν ακριβώς τη συσκοτισμένη «λεπτομέρεια» της εθνικής μας ιστορίας.
Για λόγους χώρου θα περιοριστούμε μόνο στην περιοχή του Βάλτου, υποσημειώνοντας πάντως ότι ανάλογα τεκμήρια αφθονούν για κάθε επιμέρους υποπεριοχή της ίδιας αναμέτρησης.
Κυρίαρχη αντίθεση στην περιοχή των Γενιτσών, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές των κατοίκων, ήταν η οξύτατη μορφή του αγροτικού ζητήματος.
Ολα ανεξαιρέτως τα χωριά του κάμπου στα βόρεια, δυτικά και ανατολικά της λίμνης ήταν σλαβόφωνα τσιφλίκια με μουσουλμάνους, Ελληνες, Εβραίους ή Λεβαντίνους ιδιοκτήτες· στα νότια ήταν ελληνόφωνα μεν, επίσης όμως τσιφλίκια.
Οπως και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας, πολλοί χωρικοί εντάχθηκαν ως κομιτατζήδες στις γραμμές της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), ακριβώς επειδή το ριζοσπαστικό πρόγραμμά της επαγγελλόταν τη μελλοντική διανομή της γης στους καλλιεργητές, καθώς και άμεσα μέτρα για την προσωρινή ανακούφισή τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της στράτευσης αποτυπώνεται ευκρινέστατα στις πηγές.
«Ολα τα χωριά του κάμπου της Ναούσης, πολύ φανατικά τότε, ήσαν με το μέρος των ως σιδηρούν παραπέτασμα», σημειώνει για τους κομιτατζήδες στις αναμνήσεις του ένας παλιός μακεδονομάχος (Ιωάννης Υψηλάντης, «Ο Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1961, σ. 9).
Εξίσου σαφής, ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (και αρχιτέκτονας του Αγώνα), Λάμπρος Κορομηλάς, θα υπενθυμίσει σ' έναν υφιστάμενό του υπολοχαγό πως «ήλθομεν διʼ άμυναν κατά εχθρού ωργανωμένου, κατέχοντος άπαν το έδαφος και πάσας τας ψυχάς» (Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγών. Αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 1963, σ. 95).
Οσο για την τρομοκρατία των κομιτατζήδων, που σε πολλά θυμίζει (τόσο ως πραγματική πρακτική όσο και ως μυθολογία των αντιπάλων της) τις αντίστοιχες μεταγενέστερες επιδόσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ο Κορομηλάς είναι και εδώ εξίσου σαφής: ο περίφημος βοεβόδας Αποστόλ Πετκόφ γράφει, διαφεύγει την συντονισμένη ελληνοτουρκική καταδίωξη χάρη στο γεγονός ότι «τον αγαπά και τον τρέμει συνάμα η ύπαιθρος χώρα» (ΙΑΥΕ 1904/73, Λ. Κορομηλάς προς Υπ.Εξ., Εν Θεσ/νίκη 5/8/1904, αρ. 435 εμπ.).
Η ελληνική εξόρμηση, από την άλλη, ήταν πρακτικά αδύνατο να υιοθετήσει ένα ανάλογο απελευθερωτικό πρόταγμα. Οχι μόνο επειδή οι άκρως συντηρητικοί αξιωματικοί και διπλωμάτες που την πλαισίωσαν διέπονταν από μια κοσμοαντίληψη προσκολλημένη στην πάση θυσία προάσπιση του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος ─ σε αντίθεση με τους αναρχοκομμουνιστές ή ριζοσπάστες «δασκαλάκους» της μακεδονικής ενδοχώρας, που συγκρότησαν και στελέχωναν την ΕΜΕΟ.
Αλλά και για λόγους καθαρά πρακτικούς, δεδομένου ότι κοινωνικά στηρίγματά της υπήρξαν όσοι ακριβώς απειλούνταν από τον κλονισμό του status quo: γαιοκτήμονες, έμποροι και τοκογλύφοι των αστικών κέντρων, αλλά και εύποροι αγρότες που δυσφορούσαν για την «επαναστατική φορολογία» εκ μέρους των κομιτατζήδων και την ανατροπή των κοινωνικών ιεραρχιών που επέφερε η μακεδονική επανάσταση στο εσωτερικό των κοινοτήτων.
Οι μακεδονομάχοι πάλεψαν έτσι στην πράξη για την καθυπόταξη των εξεγερμένων κολίγων, με τα ανάλογα ─φυσικά─ τυχερά.
«Στο δρόμο που περνούσαμε ανάμεσα απʼ τα χωριά και τα τούρκικα τσιφλίκια», θυμάται χαρακτηριστικά ο Μανιάτης υπαξιωματικός Παναγιώτης Παπατζανετέας για κάποια επιχείρηση στον κάμπο των Γιαννιτσών, «μας βρίσκαν οι Τούρκοι, κάτι μπέηδες και μας λέγαν να μας φιλέψουν» («Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1960, σ. 14).
Ο Χαλίλ Μπέης, ιδιοκτήτης του Διαβατού της Βέροιας, τροφοδοτεί τα ελληνικά σώματα του Βάλτου, φιλοξενεί στη βίλα του τον καπετάν Άγρα και κρύβει την ανταρτοομάδα του καπετάν Κόρακα στο χαρέμι του.
Ενας άλλος τσιφλικάς, ο Εμίν Αγάς, συνεννοείται για την κατασκευή ελληνικών ορμητηρίων στο τμήμα της λίμνης που αποτελεί ιδιοκτησία του, φιλοξενεί στο κτήμα του τον οπλαρχηγό Κλάπα και στέλνει χέλια για πεσκέσι στον καπετάν Ακρίτα.
Οσο για τη στάση των επίσημων αρχών, αποκαλυπτική είναι η αδημοσίευτη αφήγηση του υποπλοιάρχου Γεωργίου Κακουλίδη, συντονιστή του Αγώνα στο προξενείο Θεσσαλονίκης, προς την Πηνελόπη Δέλτα:
«Οι Τούρκοι κρυφά ευνοούσαν τους Ελληνες. Ο [γενικός επιθεωρητής των μακεδονικών βιλαετίων] Χιλμή πασσάς έλεγε με συγκεκαλυμμένες φράσεις στον Κορομηλά: “Τζάνεμ, κάνετε ό,τι θέλετε, μα μην κάνετε σαματά μεγάλο και μάχες, γιατί τότε θʼ αναγκαστώ να σας χτυπήσω. Εχω βλέπεις τους ξένους από πάνω μου που βλέπουν...”» (χειρόγραφο στην κατοχή του Αλέκου Π. Ζάννα, σ. 8-9).
Αποκορύφωμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας κατά της ΕΜΕΟ αποτέλεσε η διεξαγωγή κοινών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στον Βάλτο από στρατό και μακεδονομάχους. Συνεργασία, που κράτησε μια ολόκληρη διετία, δίχως να επηρεαστεί από τις συχνές εναλλαγές στην ηγεσία και την επάνδρωση των εκεί ελληνικών σωμάτων.
Το πρώτο βήμα σημειώθηκε το φθινόπωρο του 1905, όταν τα καταφύγια της ΕΜΕΟ στη λίμνη δέχτηκαν συνδυασμένη επίθεση από δυο πλευρές.
«Συνεννοηθείς μετά του κουμαντάρη Γκαλή-πασά», εξηγεί το 1909 σε αυτοβιογραφική αναφορά του προς την αρμόδια επιτροπή του ελληνικού υπουργείου Στρατιωτικών ο ντόπιος μακεδονομάχος [και πρώην κομιτατζής] Γκόνος Γιώτας, «περιεκύκλωσα τας Βουλγαρικάς καλύβας έξωθεν διά του στρατού. Εσωθεν δε προσβληθέντες υπό των ανδρών του [Ρουμελιώτη καπετάν] Πετρίλου, περιήλθον εις τοιαύτην αμηχανίαν οι Βούλγαροι, ώστε εγκατέλειψαν την καλύβην του Τσέκρι αφήσαντες εν αυτή και τρεις νεκρούς» (Τιμοθεάδης 1993, σ. 17).
Στις αρχές του 1906, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η σύμπραξη επεκτάθηκε:
«Τη συναινέσει του Κέντρου, συνεννοηθείς εκ δευτέρου μετά του Κουμαντάρ Χαβούζ-Μπέη, παρέλαβον πέντε άνδρας και συνηνώθην μετά του στρατού δια περιπολίαν προς ανακάλυψιν κομιτατζήδων και αποθηκών πολεμοφοδίων αυτών. Αποτέλεσμα ταύτης υπήρξε η ανακάλυψις 25 όπλων και δύο αποθηκών κενών, εχόντων μόνον πέντε κάπας και δύο βόμβας. Το κυριώτερον όμως υπήρξεν η φυλάκισις επί 6μηνίαν ολόκληρον 35 φανατικών Βουλγάρων εξ όλης της περιφερείας Γενιτσών».
Το επόμενο βήμα σημειώθηκε την άνοιξη του 1906, από τον υπολοχαγό Ρήγα και τον ανθυπολοχαγό Αναγνωστάκο. «Μια μέρα συνεννοήθηκαν με Τούρκους αξιωματικούς να χτυπήσουμε μαζί μια βουλγαρική καλύβα στη θέση Μπαλίτζα», αφηγείται στη Δέλτα ο Παπατζανετέας. «Με πλάβες πιάσαμε τα διάφορα μέρη μέσα στη λίμνη, γύρω από τη θέση Μπαλίτζα, και ο τουρκικός στρατός εισέβαλε κι αυτός με πλάβες από τα Γιαννιτσά» (όπ.π., σ. 6).
Τον Ιούνιο ο Αναγνωστάκος συνεννοήθηκε ξανά «με Τούρκους αξιωματικούς, να περικυκλώσουν με στρατό απʼ έξω» την περιοχή του Βάλτου, απʼ όπου αυτός θα επιχειρούσε να διώξει τους κομιτατζήδες (στο ίδιο, σ. 18).
Κατά τη διάρκεια των διήμερων μαχών, αφηγείται ο Υψηλάντης (όπ.π., σ. 14), «συνεπράξαμεν μετά των Τούρκων, παρενοχλούντες το βουλγαρικόν αρχηγείον δια επιθέσεων και ψευδοεπιθέσεων», δίχως όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.
Αναλυτικότερος όσον αφορά την προετοιμασία αυτής της επιχείρησης είναι στις δικές του αναμνήσεις ο Παπατζανετέας: «Ελαβα γράμμα του κουμαντάρη της Βέροιας [δηλ. του φρούραρχου], του Τούρκου ταγματάρχη Ασήμπεη, που μου τόστειλε με τον Χαλίλ μπέη από την Καβάσιλα. Στο γράμμα μού έγραφε ότι μου παρέχει όλα τα μέσα για να χτυπήσουμε μαζί τους Βουλγάρους. Και στο τέλος του γράμματος έλεγε “για να εκδικηθούμε το φόνο του αγαπητού μας Ριζά” [τον Ριζά μπέη είχαν σκοτώσει λίγες μέρες πριν οι Βούλγαροι στο χωριό Μπρανιάτες].
»Μου
έγραφε ακόμα να τεθώ επί κεφαλής 50 Τούρκων στρατιωτών και να έβγω έξω
να κυνηγήσω τους Βουλγάρους. Επειδή όμως εγώ είχα παραδώσει πια την
υπηρεσία στον Άγρα, είπα στον κομιστή της επιστολής Χαλίλ μπέη ότι το γράμμα αυτό θα το στείλω στον νέο αρχηγό. Και έτσι έκανα. »Σε λίγες μέρες έφτασε ο Άγρας και τον σύστησα στον Χαλίλ μπέη. Τότε πήγε και βρήκε ο Άγρας τον κουμαντάρη Ασήμπεη στο χωριό Καβάσιλα, συνεννοήθηκε μαζί του και αποφάσισαν να χτυπήσουν μαζί τους Βουλγάρους. »Αμέσως ο κουμαντάρης διέταξε και έφθασαν από τα Βοδενά πυροβόλα στο χωριό Ζερβοχώρι, συγχρόνως δε διά ξηράς με κάρα μετέφερε και μονόξυλα στη σκάλα του Ζερβοχωρίου» (όπ.π., σ. 34). |
Εκτός από τη διεξαγωγή κοινών επιχειρήσεων, η ελληνοτουρκική συνεργασία κατά των κομιτατζήδων περιελάμβανε και άλλου είδους διευθετήσεις. Το εξηγεί ένας στρατιωτικός γιατρός που υπηρετούσε στον Βάλτο, περιγράφοντας την επιδρομή στο χωριό Κουφάλια (12/3/1907):
«Η κατά των Κουφαλίων επίθεσις εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως του Τούρκου διοικητού [καϊμακάμη Γενιτσών] μετά του ημετέρου αρχηγού Κάλα. Συνεφώνησαν νʼ αποσυρθή εκείθεν ο Τουρκικός στρατός και να επιτεθούν οι ημέτεροι». (Δημ. Τσάκαλος, «Αναμνήσεις του Μακεδονικού Αγώνος», περ. Μακεδονικός Αγών, 5/1929, σ. 14).
Ό,τι δεν έγινε λόγω καχυποψίας και προβληματικής συνεννόησης τον χειμώνα του 1906 υλοποιήθηκε πανηγυρικά στα τέλη της επόμενης άνοιξης. Με μια αποφασιστική επίδειξη δύναμης, ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε τον Βάλτο εκτοπίζοντας από εκεί τους κομιτατζήδες.
Το δε ελληνικό προξενείο θα πανηγυρίσει, τονίζοντας ότι στην επιτυχία της εκκαθάρισης «τα μέγιστα συνετέλεσαν τα εν τη λίμνη ημέτερα σώματα» (ΙΑΥΕ 1906/4, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 21.7.1907, αρ. 492 εμπ.).
«Από κοινού μετά του αειμνήστου αρχηγού Παπαδοπούλου», θυμάται σχετικά ο Γκόνος, «απεστείλαμεν εγώ μεν τον εξάδελφόν μου Ντίναν Βουδρισλήν, ούτος δε τον κρητικόν καπετάν Γρηγόρην εις γνωστόν μοι εκ των προτέρων τούρκον τινά Μπίμπασην [=χιλίαρχο]. Συνεννοηθέντες δε, επετέθημεν ημείς μεν έσωθεν, ο δε στρατός μετά των αποσταλέντων ημετέρων έξωθεν. Εκ της επιθέσεως ταύτης εφονεύθησαν μεν 14 κομιτατζήδες, συνελήφθησαν δε αιχμάλωτοι τρεις, εκ των οποίων και ο προδότης αντάρτης εξ Αποστόλων. Εννοείται ότι και ούτοι εύρον την αυτήν τύχην των λοιπών» (Τιμοθεάδης, όπ.π., σ. 19).
Η αφήγηση του Γκόνου επιβεβαιώνεται από λεπτομερή έκθεση του ελληνικού προξενείου: «Οι Οθωμανοί», διαβάζουμε, «από καιρού παρασκευαζόμενοι διά την εξόντωσιν των εν τη λίμνη βουλγαρικών συμμοριών, απεφάσισαν να εκτελέσουν εσχάτως την μελετωμένην ταύτην επιχείρησιν». Στις 28 Απριλίου 1907 «μετέφερον εις Γενιτσά και έρριψαν εντός της λίμνης αρκετόν αριθμόν λέμβων (πλαβών), εζήτησαν δε διά του φρουράρχου Γενιτσών συνεννόησιν μετά του Έλληνος αρχηγού του Ανατολικού διαμερίσματος της λίμνης [δηλαδή του Νικηφόρου]. Ο αρχηγός εδέχθη τον εκ μέρους του φρουράρχου αποσταλέντα αξιωματικόν, από κοινού δε κατήρτισαν το σχέδιον της επιχειρήσεως».
Στις 29 Απριλίου ο Νικηφόρος έστειλε «απόσπασμα του σώματος υπό τον Κρήτα Γρηγόριον Παπαδάκην εις ανίχνευσιν των βουλγαρικών θέσεων». Οι άνδρες του ανακάλυψαν μια νέα οχυρωμένη καλύβα των κομιτατζήδων κι αποπειράθηκαν να την εκπορθήσουν, αποκρούστηκαν όμως με έναν νεκρό. Την ίδια μέρα, ο στρατός «κατέλαβε παλαιάς τινας καλύβας Βουλγαρικάς άνευ αντιστάσεως».
Απέμενε η τελική προέλαση: «Οι ημέτεροι εξηκολούθησαν τας κατοπτεύσεις των, κατώρθωσαν δε νʼ ανακαλύψωσι και ετέραν Βουλγαρικήν καλύβην, ονομαζομένην Αλγκίν, καθʼ ης σφοδρά έλαβεν χώραν επίθεσις τη 2 Μαΐου εκ μέρους του Τουρκικού στρατού, χάρις δε εις την ανδρείαν του ως οδηγού χρησιμοποιηθέντος καπετάν Γρηγόρη Παπαδάκη, ενθαρρύνοντος απαύστως τους δειλιάσαντας και ετοίμους προς υποχώρησιν στρατιώτας, η καλύβη αύτη κατελήφθη».
Το ανθρώπινο κόστος της επίθεσης, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν ένας στρατιώτης και τέσσερις κομιταζήδες νεκροί, έξι στρατιώτες τραυματίες και δυο κομιταζήδες αιχμάλωτοι (ΙΑΥΕ 1907/69, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 7.5.1907, αρ. 262 εμπ.).
Στην πολυσέλιδη ενασχόλησή του με τις επιχειρήσεις στον Βάλτο, το εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δεν αναφέρει λ.χ. το παραμικρό περί ελληνοτουρκικής συνεργασίας (Παύλος Τσάμης, «Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1975, σ. 292-296, 342-356 & 393-399). Μάλλον αναμενόμενο, αφού ο συγγραφέας υπήρξε όχι μόνο απόστρατος ταξίαρχος αλλά και επικεφαλής επί χούντας του Κέντρου Απόδημων Μακεδόνων, οργανισμού που ήταν επιφορτισμένος με την εθνική προπαγάνδα και την επιτήρηση της διασποράς.
Η επίσημη πάλι ιστορία του ΓΕΣ, που γράφτηκε επί χούντας και κυκλοφόρησε το 1979, παρόλο που επίσης αφιερώνει αρκετές σελίδες στον Βάλτο (σ. 182-184, 230-234 & 257-260) μνημονεύει μόνο τη σχετική πρόταση του στρατιωτικού διοικητή της Βέροιας, ισχυριζόμενη πως αυτή απορρίφθηκε ρητά από τον οπλαρχηγό Σάρρο (σ. 234). Οσο για την αναθεωρημένη ─υποτίθεται─ έκδοση του 1998, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η αυτούσια μετάφραση της προηγούμενης στη δημοτική.
Ακόμη προβληματικότερη είναι η εξιστόρηση του αγώνα στον Βάλτο από τον Ι.Κ. Μαζαράκη στην ημιεπίσημη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (τ. ΙΔ', Αθήναι 1977, σ. 251-252), αφήγημα που κυκλοφόρησε και σε αυτοτελή έκδοση («Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αθήνα 1981, σ. 93-97). Εδώ δεν αποσιωπάται μόνο η ελληνοτουρκική συνεργασία, αλλά ακόμη και η παρουσία οθωμανικού στρατού!
Μοναδική εξαίρεση στην εθνικά ορθή βιβλιοπαραγωγή αποτέλεσε το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου «Μακεδονικός Αγώνας» (Θεσ/νίκη 1987). Με πηγές τον Παπατζανετέα και τις εκθέσεις του προξενείου, ο συγγραφέας μνημονεύει ορισμένα από τα προαναφερθέντα περιστατικά ελληνοτουρκικής συνεργασίας (σ. 172, 175 & 192-193) ─ δίχως όμως αυτή η παραδοχή να επηρεάζει στο παραμικρό το ερμηνευτικό σχήμα του περί «διμέτωπου», καθαρά «απελευθερωτικού αγώνα» (σ. 37).
Θα χρειαστεί έτσι να περιμένουμε την εθνικιστική υστερία του 1992 και τη συνακόλουθη ανακλαστική είσοδο στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς ιστορικών που δεν αυτολογοκρίνονται, για να αρχίσει να τοποθετείται η ελληνοτουρκική αυτή σύμπραξη στις πραγματικές της διαστάσεις.
Διαβάστε
► Σπύρος Καράβας, Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (Αθήνα 2014, εκδ. Βιβλιόραμα). Συλλογή απομυθοποιητικών -και εξαιρετικά τεκμηριωμένων- ιστορικών άρθρων για διάφορες πτυχές του Μακεδονικού, από τον 19ο αιώνα μέχρι τα μετεμφυλιακά χρόνια. Ξεχωρίζει η διεισδυτική ανάλυση των «Μυστικών του Βάλτου» (σ. 3-122), με εκτενή χρήση αδημοσίευτου υλικού από το προσωπικό αρχείο της Π. Σ. Δέλτα.
► Σπύρος Καράβας, «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην». Γαιοκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία, 1880-1909 (Αθήνα 2010, εκδ. Βιβλιόραμα). Προηγούμενη δουλειά του ίδιου πανεπιστημιακού, επικεντρωμένη στη διαπλοκή εθνικής διείσδυσης και αγροτικού προβλήματος.
► Tasos Kostopoulos, «“Land to the Tiller”. On the Neglected Agrarian Component of the Macedonian Revolutionary Movement, 1893-1912» (περ. Turkish Historical Review, 7 [2016], σ.134-66). Το αγροτικό ζήτημα ως καταλύτης για την ανάπτυξη και εδραίωση του επαναστατικού κινήματος των κομιτατζήδων στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία.
► Христо Шалдев, «Из революционните борби в Енидже-вардарското блато (По спомените на четника Стоян Тр. Хаджиев)» (περ. Илюстрация Илинден, 8/38 [3.1932], σ.15-16, 10/40 [6.1932], σ.14-16, και 1/41 [9.1932], σ.12-15). Απομνημονεύματα του ντόπιου κομιτατζή Στογιάν Χατζίεφ από τη δράση της ΕΜΕΟ στον Βάλτο των Γενιτσών.
► Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος», Αρχεία Μακεδονικού Αγώνα περιοχής Βερμίου (Νάουσα 2002, εκδ. Δήμος Νάουσας - Λαογραφικό Μουσείο). Εξαιρετικά πλούσια συλλογή πρωτογενούς υλικού, που καλύπτει όλη την περιοχή Εδεσσας-Νάουσας-Γιαννιτσών, από το αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών. Παρά την απουσία υπομνηματισμού, εξαιρετικά διαφωτιστικό για τα πραγματικά διακυβεύματα της αναμέτρησης.
► Τιμόθεος Τιμοθεάδης, «Γκόνου Γιώτα, “Περιληπτική έκθεσις των ενεργειών”, Αθήνησι τη 22α Νοεμβρίου 1909» (περ. Ιστορικά και Λαογραφικά Θέματα, τχ.3, Απρ. 1993, σ.15-23). Αναλυτική αυτοβιογραφική περιγραφή της δράσης του σημαντικότερου ντόπιου μακεδονομάχου, γνωστού σαν «το στοιχειό του Βάλτου», από την εποχή της μεταπήδησής του στο ελληνικό στρατόπεδο μέχρι την επαύριο του νεοτουρκικού κινήματος.
► Αλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός μακεδόνα αντάρτη (Αθήνα 2004, εκδ. Πετσίβα). Η εμπειρία ενός συμπαθούντος Αμερικανού δημοσιογράφου, μέλους του κινήματος αλληλεγγύης προς την ΕΜΕΟ και μετέπειτα ακτιβιστή του κινήματος αγροτικών συνεταιρισμών στις ΗΠΑ, από τη διαβίωσή του για κάμποσους μήνες με ανταρτοομάδες των κομιτατζήδων –μεταξύ άλλων και στον Βάλτο των Γενιτσών. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1909 στη Ν. Υόρκη και, παρά την κάπως προβληματική ελληνική μετάφρασή του, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη ζωντάνια του πρωτοτύπου.
Η σύλληψη και το μαρτύριο του καπετάν Άγρα στα “Μυστικά του Βάλτου” της Πηνελόπης Δέλτα
Η πορεία προς το μαρτύριο ξεκίνησε στις 3 Ιουνίου και την Πέμπτη στις 7 Ιουνίου του 1907, οι δύο εθνομάρτυρες κρεμάστηκαν σε μια καρυδιά.
Ο θάνατός τους, συγκίνησε τον Ελληνισμό. Η κτηνώδης δολοφονία των δύο αγωνιστών, δεν έκαμψε το φρόνημα των Ελλήνων στη Μακεδονία. Καινούργιοι εθελοντές έσπευσαν να βοηθήσουν το Μακεδονικό Αγώνα.
Ο Άγρας έδειχνε ανδρεία αλλά και εμπιστοσύνη στον συνάνθρωπο, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί του. Ο θανάτος του Άγρα και του Μίγγα που πήγαιναν για συνεννόηση (αυτό το γνώριζαν όλοι οι ντόπιοι), ζημίωσε τους Βουλγάρους. Έτσι, άρχισαν να διαδίδουν, ότι τους έπιασαν στη μάχη. Δεν έγιναν όμως πιστευτοί.
Λίγες ημέρες μετά το φονικό, ο Πρόξενος μας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, θα στείλει ένα τηλεγράφημά προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, που δείχνει το φόβο των Βουλγάρων προς τον Άγρα, αλλά και την ευγένεια της ψυχής του, που επιζητούσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ δύο χριστιανικών λαών!.
Γράφει μεταξύ άλλων ο Κορομηλάς: «… Ητο πάντοτε επιφοβώτατος εις τους αντιπάλους του… Επενόησαν λοιπόν να έλθουν προς αυτόν εις διαπραγματεύσεις, υποκρινόμενοι ότι δέχονται συνεννόησιν προς κοινήν δράσιν, δέχονται συμμαχίαν, ίνα παύσωσι πλέον αι των χριστιανών αλληλοκτονίαι…».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Στα Μυστικά του Βάλτου, της Πηνελόπης Δέλτα
Ήταν νύχτα ακόμα του Σαββάτου, πριν ξημερώσει η Κυριακή, όταν, παίρνοντας μαζί του τρεις τέσσερις οδηγούς, ξεκίνησε ο Άγρας για το δάσος. Λυπημένα, γεμάτος κακές προαισθήσεις, τον κοίταζε ο καπετάν Τυλιγάδης, που ετοιμάζουνταν. Τον είχε συνοδεύσει από την Κούγκα, με την ελπίδα να τον σταματήσει. Μα δεν το επιχειρούσε πια. Του είχε δηλώσει ο Άγρας πως είχε πάρει απόφαση. Και τον ήξερε τον αρχηγό του πως μιας και πήρε μιαν απόφαση, δεν τον άλλαζε πια κανείς. Και του είπε μόνο, ως τελευταία παράκληση:
– Πάρε με μαζί σου, κύριε Αρχηγέ, και τον Μιχάλη, και τον Βαγγέλη, και τον Χρήστο, για πιο ασφάλεια. Μα τον διέκοψε ο Άγρας, και του είπε με το ανοιχτόκαρδο αγορίστικο χαμόγελο του, που δεν υποψιάζουνταν ποτέ κακία στους άλλους.
– Μια από τις συμφωνίες μας είναι να πάμε, και αυτός κι εγώ, χωρίς τα παιδιά μας. Γιατί να τον πληγώσω, δείχνοντας του δυσπιστία;
– Τουλάχιστον, πάρε τ’ όπλο σου, κύριε Αρχηγέ!
– Αυτό ναι. Και το περίστροφο μου και τουφέκι μου. Αυτά είναι καλό να τα έχω πρόχειρα.
Και άφησε παραγγελία στον υπαρχηγό του:
– Φυλάγετε καλά τα περίχωρα, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά όσο λείπω. Βούλγαροι είναι αυτοί.
– Και πας έτσι, μονάχος σου, ξέροντας την κακοπιστία τους; έκανε ταραγμένος ο καπετάν Τυλιγάδης.
Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.
– Εγώ είμαι ένας… Αξίζει να το ριψοκινδυνεύσω για να επιτύχω τον ιερό σκοπό μου. Τα χωριά όμως μην πάθουν! Έχετε το νου σας!
Κι έφυγε με τους οδηγούς του, ακολουθώντας τον πιστό του Τώνη Μίγγα, που γνώριζε όλο το Βέρμιο και τα δάση του σα να ήταν σπίτι του, και που τον οδηγούσε πάντα, σε όλες του τις περιοδείες, από τότε που είχε αφήσει το Βάλτο και είχε αναλάβει τη Νιάουσα και την περιοχή της. Το μέρος της συναντήσεως ήταν μες στο δάσος, δυτικά από τη Νιάουσα, στη θέση Γαβράν – Καμίνι. Ήταν πρωί, νωρίς, ολοπράσινο το δάσος, δροσερή η ιουνιάτικη μέρα, λουλουδιασμένο το χώμα, πυκνοφυλλωμένα τα δέντρα, χλωρά τα χαμόδεντρα και οι φτέρες.
Πήγαινε ο Άγρας ανάμεσα στους οδηγούς του, σοβαρός, γυρνώντας στο νου του τη συνάντηση του με το Βούλγαρο οπλαρχηγό, ετοιμάζοντας τα λόγια που θα του έλεγε, για να του μεταδώσει την πίστη και τον ενθουσιασμό του. Κουτός δεν ήταν ο Άγρας, ούτε μωροπίστευτος. Ήξερε πολύ καλά σε ποια περιπέτεια είχε μπει, τι κινδύνους διέτρεχε. Και είχε ζυγίσει όλα τα υπέρ και όλα τα κατά. Μπορούσε ν’ αποτύχει βέβαια, μα μπορούσε και να τους πάρει μαζί του. Αν ήταν ειλικρινείς ο Βούλγαρος Ζλατάν και ο Ρουμούνος Βασιλείου, οι δυο αρχηγοί με τους οποίους είχε συνεννοηθεί, η πολιτική του θα ήταν ευεργετική. Μα αν δεν ήταν;… Αν δεν ήταν, το ήξερε τι τον περίμενε. Μα το είχε αποφασίσει. Θα ήταν μαρτυρικός ο θάνατος του. Το ήξερε. Και το δέχουνταν. Πήγαινε με μιαν ιδέα, μια μεγάλη κι ευεργετική ιδέα, να πείσει τους αιμοβόρους Βουλγάρους να παύσουν το αλληλοφάγωμα, να ησυχάσει τον τόπο, να γλιτώσει τους πολυβασανισμένους πληθυσμούς. Αν επιτύχαινε το σκοπό του, θα παρέδιδε μεθαύριο στον καπετάν Αμύντα ειρηνεμένη την περιοχή του, ήσυχη πια την περιφέρεια της Νιάουσας. Και κοντά στη Νιάουσα, θα φιλοτιμούνταν και οι άλλοι οπλαρχηγοί, Έλληνες και Βούλγαρο – Ρουμούνοι, να συμφιλιωθούν, ν’ αγαπήσουν, να συνεργαστούν στην απελευθέρωση της αιματοβαμένης, πολυτυραννισμένης Μακεδονίας. Αν αποτύχαινε…
– «Τι είναι ένας άνθρωπος εμπρός σ’ένα τέτοιο μεγάλο όνειρο;» έλεγε μέσα του. Και με φουσκωμένη την καρδιά από πίστη και θέληση να νικήσει, τραβούσε το δρόμο του, το κεφάλι ψηλά, τα μάτια φορτωμένα σκέψη κι ελπίδα, άφοβος, αποφασισμένος ή να νικήσει ή να πέσει στην προσπάθεια του αυτή. «Μια φορά θα πεθάνει κανείς. Και ο Ιησούς για μια πίστη μαρτύρησε…»
Ο Τώνης Μίγγας που πήγαινε μπροστά, κοντοστάθηκε, ακροάστηκε, και γύρισε ανήσυχος.
– Τι στέκεσαι λοιπόν; ρώτησε ζωηρά ο Άγρας. Φθάσαμε;
– Όχι. Μα κάτι άκουσα μες στα κλαριά, πίσω μας. Τ’ ακούσατε μήπως κι εσείς, παιδιά; ρώτησε τους άλλους οδηγούς.
– Κάτι περπατάει, είπε ο ένας· κανένα αγρίμι ίσως…
– Μας ακολουθάει… Αγρίμι ακολουθάει ανθρώπους; ρώτησε ο Τώνης.
Ο Άγρας γέλασε.
– Εμείς πηγαίνομε στους Βουλγάρους, που είναι μπροστά μας, είπε αμέριμνα, και συ σκοτίζεσαι για το τι είναι πίσω μας;
– Μα αν μας ακολουθούν;
– Και ύστερα; Μπροστά μας είναι ο αντίπαλος! Άιντε, Τώνη, μην είσαι λαγόκαρδος. Αλλωστε, δεν ακούω τίποτα. Τράβα μπρος!…
Και
ξανάρχισαν την πορεία τους. Έφθασαν στο σημείο της συναντήσεως. Μα αντί
τον Ζλατάν, δε βρήκαν παρά δυο Βουλγάρους οπλισμένους, κομιτατζήδες,
που, καθισμένοι χάμω, τους περίμεναν. Σαν είδαν τον Άγρα και τους
οδηγούς του, σηκώθηκαν και τους σίμωσαν.
– Πού είναι οι άλλοι άντρες
σου, καπετάν Άγρα; ρώτησαν, κοιτάζοντας με δυσπιστία προς το μέρος απ’
όπου είχε έλθει ο Άγρας με τους οδηγούς του.
– Δεν έφερα άντρες μαζί μου,
αποκρίθηκε ακατάδεχτα ο Άγρας. Συμφωνία μου με το βοεβόδα Ζλατάν ήταν να
έλθομε και οι δυο μονάχοι. Μα πού είναι ο Ζλατάν; Γιατί δεν είναι δω;
Οι δυο κομιτατζήδες αντάλλαξαν μια ματιά, και με κολακείες και καλά λόγια τον προσκάλεσαν να καθίσει να ξεκουραστεί.
– Δεν έχω ανάγκη από
ξεκούραση, αποκρίθηκε ο Άγρας. Ήλθα να δω τον Ζλατάν, και ο Ζλατάν δεν
είναι δω. Γιατί; Τι περιμένει για να έλθει;
Μπερδεμένος, μπουρδουμπίζοντας, άρχισε ο ένας Βούλγαρος να δίνει εξηγήσεις. Μα ο δεύτερος τον διέκοψε.
– Πώς να έλθει ο βοεβόδας μόνος και άοπλος εδώ, όταν οι Έλληνες αντάρτες είναι τόσο κοντά; ρώτησε.
– Έλληνες αντάρτες; Είμαι μόνος με τούτους μου τους οδηγούς, αποκρίθηκε ο Άγρας.
– Και το σώμα σου; Ένα μέρος
δεν είναι στη Νιάουσα; Και άλλο δε φυλάει κατά το Παλιοχώρι; Και άλλοι
άντρες δεν είναι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, γύρω μας; Μια πιστολιά να
ρίξεις, θα ορμήσουν όλοι να αιχμαλωτίσουν το βοεβόδα!…
Με οργή τον διέκοψε ο Άγρας.
– Είστε άτιμοι και δόλιοι
εσείς, και κατά τον εαυτό σας κρίνετε τους αντιπάλους σας! αποκρίθηκε.
Εγώ ένα λόγο έχω, και το λόγο μου τον έδωσα του Ζλατάν, να έλθω μόνος να
συνεννοηθώ μαζί του. Εκείνος γιατί δεν ήλθε; Πού είναι;
– Ήλθε. Μα μας ειδοποίησαν πως σώματα ελληνικά φυλάγουν γύρω στο δάσος. Κι έμεινε παραπέρα, όπου σε περιμένει.
– Παραπέρα, ε;… Σε μέρος
ασφαλισμένο, ε;… είπε κοροϊδευτικά ο Άγρας. Πηγαίνετε με, λοιπόν, εκεί
που κρύβεται. Δεν τον φοβούμαι εγώ. Ελληνομακεδόνας εγώ, δε φοβούμαι να
περιδιαβάσω τα βουνά και τους λόγγους μας, να συνεννοηθώ με άλλο
Μακεδόνα, ας είναι και αντίπαλος! Οδήγα μας εσύ. Σε ακολουθούμε!
Και ξαναπήραν το δρόμο τους, προς το βορινό βάθος του δάσους.
Πηγαίνοντας, ρωτούσε ο Άγρας:
– Τι είστε σεις;
Ο ένας ήταν Βούλγαρος, δε
ζητούσε παρά ειρήνη, ησυχία, να δουλέψει λέγει, το χωράφι του, ν’ αφήσει
το τουφέκι του στη μπάντα, να το χαρίσει μακάρι, να μην το δει πια! Ο
άλλος, Ρουμούνος, είχε νοσταλγήσει λέει, το λιβάδι του, τα πρόβατα του,
τα παιδιά του.
Αχ, να ησύχαζε το αλληλοφάγωμα! «Ναι, να ησύχαζε…» σκέφτηκε ο Άγρας. «Να το ‘θελαν ειλικρινά ο Ζλατάν και οι άλλοι!… Τι ευλογία για τον τόπο!».
Κάτι
πίσω του τσάκισε, μια πέτρα κύλησε σε κάποια χαράδρα. Αφηρημένος γύρισε ο
Άγρας το κεφάλι. Αντάμωσε το ανήσυχο βλέμμα του Τώνη, και του γέλασε μ’
ένα νεύμα που έλεγε: «Δε βαριέσαι!». Μα είχε ακούσει και ο Ρουμούνος,
και τρομαγμένος γύρισε και αυτός.
– Φοβάσαι τις αλεπούδες;
ρώτησε κοροϊδευτικά ο Άγρας, δείχνοντας μια φουντωτή κόκκινη ουρά,
πουδιασχίζε τις φτέρες και χάνουνταν βιαστικά πίσω από κάτι χαμόδεντρα.
Και γελώντας όλοι ξαναπήραν
πάλι το δρόμο τους. Περπατούσαν ώρα. Έφθασαν σ’ ένα ξέφωτο. Στάθηκαν,και
ο ένας σφύριξε συνθηματικά. Τότε, από μέσα από τα δέντρα βγήκαν ένα δυο
άντρες, και πίσω τους, ΄΄διστακτικά, ένας κοκκινόξανθος με άνισα
μάτια, κρατώντας τουφέκι και οπλισμένος ως τα δόντια. Τον φώναξε ο
Άγρας:
– Βοεβόδα Ζλατάν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να ‘ρθεις; ρώτησε. Σου είπα πως θα ‘ρθω μόνος. Τι φοβάσαι;
Τα πονηρά μάτια του Βουλγάρου έψαχναν στα γύρω και πίσω από την άδεντρη φεξάδα. Αργά σίμωσε και πήρε το τεντωμένο χέρι του Άγρα.
– Εσένα δε σε υποψιάζομαι, του
αποκρίθηκε. Ξέρω πως θέλεις αδελφικά να συνεργαστούμε, και αγαπημένοι
πια να ζήσομε. Μα τους άντρες σου, πού τους άφησες;
– Δε σου είπα πως θα ‘ρθω μόνος; Μόνος ήλθα. Τι θες εσύ τόσους αρματωμένους γύρω σου;
Ο Ζλατάν γέλασε.
– Δεν είναι τίποτα αυτοί,
είπε· είναι βίγλες, έτσι, για τον τύπο. Εγώ σε περιμένω, και σου έχω και
τραπέζι, με άλλους βοεβόδες, τον Κασάπτσε, τον Βασιλείου και άλλους.
Έλα να φάμε μαζί ψωμί και αλάτι, και να ξεχάσομε τα περασμένα.
– Πού είναι οι άλλοι βοεβόδες; ρώτησε ο Άγρας, με μια ματιά ολόγυρα.
– Εκεί που στριφτεί το
μονοπάτι, πίσω από το λόφο. Σου στρώσαμε τραπέζι στο χορτάρι. Μα άφησε
δω το τουφέκι σου, ν’ αφήσω κι εγώ το δικό μου, πάμε σαν αδέλφια που
ξέκαναν από έχθρητα…
– Πάμε, είπε γελαστά ο Άγρας, ακουμπώντας σ’ ένα δέντρο του τουφέκι του, πλάγι στο τουφέκι και τα πιστόλια του Ζλατάν.
Με τα
δυο του χέρια έσπρωξε πίσω τα πυκνά καστανά του μαλλιά, κι έκανε ν’
ακολουθήσει τον Ζλατάν στο στρίψιμο του μονοπατιού. Από ένα βράχο πλάγι
του, στην πλαγιά μιας ρεματιάς, μια παιδική φωνή έσχισε τον αέρα:
– Μην πας, Κύριε Αρχηγέ! Μην πας!…
Την ίδια στιγμή, οι δυο
οπλισμένοι Βούλγαροι του έπεσαν στις πλάτες, τον έπιασαν. Τους τίναξε ο
Άγρας από πάνω του, και άρπαξε το περίστροφο του. Μα άλλοι τέσσερις,
κρυμμένοι μες στα δέντρα, του ρίχθηκαν από πίσω, του έστριψαν τα χέρια,
και το περίστροφο έπεσε στο χώμα.
– Κύριε Αρχηγέ!…
Γύρισε
ο Άγρας και είδε το μικρό παιδικό σώμα του Γιωβάν, που ξεσηκώνουνταν
από μέσα από πυκνές φτέρες, κι έκανε να τρέξει στο πεσμένο περίστροφο.
Μα ένας Βούλγαρος τον πέταξε χάμω, και με μια κλωτσιά τον κατρακύλησε
πάνω από το βράχο, ένα κουβαράκι, ως κάτω στη χαράδρα, όπου έμεινε
ακίνητος. Είχε προφθάσει να τον δει ο Άγρας. Το βλέμμα του το καστανό
είχε διασταυρωθεί με του παιδιού, του είχε στείλει ένα τελευταίο «Έχε
γειά!», φορτωμένο θλίψη και σκέψη. Και είδε το σωματάκι, που
κουτρουβαλούσε στις πέτρες.
– Γουρούνια! είπε στους Βουλγάρους, που τον κρατούσαν. Τι σας έφταιξε το μικρό;
Γύρω
του το πανηγύρι ξέσπασε τότε. Με αλλαλαγμούς και ξεφωνητά ξεφύτρωναν από
παντού Βούλγαροι και Ρουμούνοι, έπιαναν τους οδηγούς, φώναζαν,
γελούσαν.
– Πιάστηκε το θηρίο!
– Πιάσαμε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων!
– Θάνατο στο θανάσιμο εχθρό!
– Σφάξτε τον!
– Σουβλιστέ τον!
– Ξεκοιλιάστε τον!
Ο Ζλατάν σταμάτησε τα βγαλμένα μαχαίρια.
– Στα χωριά! φώναξε. Τα χωριά να τον δουν πρώτα!
– Ναι! Στα χωριά! Στα χωριά να τον σεριανίσομε!
Ένας ψηλός, μεγαλόσωμος,
χοντροκομμένος, με ασπρουλιάρικο, μωρουδιακίστικο, σα φουσκωμένο,
μούτρο, σίμωσε, και με το δάχτυλο έσπρωξε το πηγούνι του Άγρα.
– Με θυμάσαι, παλιορωμιέ; ρώτησε. Και τον έφτυσε καταπρόσωπο.
Πέταξε πίσω το κεφάλι του ο Άγρας και ξέφυγε τη φτυσιά.
– Σε θυμούμαι, κακόπιστε
Βασιλείου! Σε θυμούμαι, Ρουμούνε κάλπικε! είπε περιφρονητικά. Θυμούμαι
το ξεθωριασμένο σου μούτρο, που βρωμά ψευτιά και προδοσία! Το στόμα σου,
που μιαν αλήθεια δεν ξεστόμισε ποτέ!…
Βροχή έπεσαν οι κοντακιές
απάνω του. Έκανε ο Βασιλείου να τον χτυπήσει. Βασταγμένος όπως ήταν ο
Άγρας, του τράβηξε μια κλωτσιά στα σκέλια, τον έριξε κάτω.
– Παλιορουμούνε, άναντρε! Που
μου ‘κανες το φίλο, τάχα πως μεσίτευες να μου φέρεις και τον Κασάπτσε!…
γρύλισε μες στα δόντια του ο αιχμάλωτος αντάρτης.
– Βγάλτε του τα παπούτσια! φώναξε κάποιος.
– Ναι! Να μας κάνει την
αρκούδα! Να χορέψει! είπε άλλος. Με μια τιναξιά ελευθέρωσε το χέρι του ο
Άγρας και κατέβασε την ξανάστροφή του στο στόμα του Βουλγάρου.
– Δέστε τον! διέταξε ο Ζλατάν. Τον έδεσαν πισθάγκωνα.
– Γιατί τον κάνετε έτσι; ρώτησε τρέμοντας ένας από τους οδηγούς.
Ο Ζλατάν τον πλησίασε.
– Φύγετε σεις! είπε. Δε σας θέλομε κακό!
Κι επειδή δίστασε αυτός, πρόσθεσε ο Ζλατάν:
– Ούτε του αρχηγού σας δε θέμε
το κακό! Είναι άγριος και θέλει καλόπιασμα. Μα φύγετε σεις, πάτε να
πείτε στους δικούς σας, πως αύριο θα φέρω εγώ τον αρχηγό σας πίσω! Πάτε!
Τους άφησαν όλους ελεύθερους. Κι ένας ένας έφυγαν. Μόνος ο Μίγγας έμεινε.
– Φύγε και συ! του είπε ο Ζλατάν.
Μα μ’ επιμονή αργοκούνησε ο Τώνης Μίγγας το κεφάλι.
– Δεν αφήνω τον Αρχηγό, είπε.
– Δέστε τον λοιπόν και αυτόν! πρόσταξε ο Ζλατάν.
Και κρυφά έδωσε μια διαταγή σ’ έναν από τους άντρες του.
– Να πας να ξεσηκώσεις τους
Τούρκους! Να τους πεις πως γύρω στο δάσος τα Γρεκομάνικα σώματα πιέζουν
τα χωριά. Να τους σκορπίσουν – μη μας μυριστούν και μας ριχθούν!…
Γύρω στον Άγρα η οχλοβοή και τα γιουχαρίσματα φούντωναν.
– Να μας κάνει την αρκούδα! φώναξε ο δαρμένος Βούλγαρος, σκουπίζοντας τα αίματα που έσταζαν από το στόμα του.
– Την αρκούδα! Την αρκούδα!
Τα χέρια του Άγρα ήταν δεμένα. Με κλωτσιές τους απομάκρυνε, βρίζοντας τους ολοένα.
– Ψεύτες! Δόλιοι! Μασκαράδες! Φονιάδες! Προδότες!… Λύσετε μου τα χέρια και μετρηθείτε μαζί μου αν τολμάτε! τους έλεγε.
– Τα παπούτσια του βγάλετε! πρόσταξε ο Βασιλείου.
Μα δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκε
να τον ρίξουν χάμω, πισθάγκωνα δεμένο, και να καθίσει ένας στο στήθος
του, την ώρα που του έβγαζαν τα παπούτσια οι άλλοι. Και τότε άρχισε το
μαρτύριο του. Με κοντακιές και φτυσιές τον έσπρωχναν, δεμένο, ξιπόλητο,
σχισμένο, τον πήγαν στο πρώτο χωριό.
– Κάνε την αρκούδα! Χόρεψε! τον πρόσταζαν.
Κι εκείνος τους αποκρίνουνταν
βρίζοντας τους. Και οι κοντακιές έπεφταν βροχή. Μα υπερήφανος στέκουνταν
ο μικρόσωμος, λιγνεμένος από τους πυρετούς Έλληνας αρχηγός, το κεφάλι
ψηλά, το βλέμμα ατρόμητο.
– Τι είναι ένας άνθρωπος που
θα σκοτώσετε, άτιμοι γουρουνομύτες; τους έλεγε. Σαράντα θα σηκωθούν να
πάρουν πίσω το αίμα μου! Θα πληρώσετε βαριά την προδοσία σας!…
Γέλια και γιουχαρίσματα
σκέπαζαν τη φωνή του. Και τον αρπούσαν και τον έσερναν σε άλλο χωριό,
όπου ξανάρχιζε ο μαρτυρικός του εξευτελισμός. Πίσω, σιωπηλός, θλιμμένος,
δεμένος και αυτός και ξιπόλητος, ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, τα μάτια
καρφωμένα στον Αρχηγό του, σαν πιστός σκύλος, αποφασισμένος να
μαρτυρήσει μαζί του.
Σ’ ένα
μεγάλο κλαδί καρυδιάς, δυο σώματα κρέμουνταν, το ένα κοντά στον κορμό,
το άλλο παραέξω. Ήταν ο Άγρας, και ο πιστός οδηγός του, ο Τώνης Μίγγας.
Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί με την κλασική ειδοποίηση
πως « Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των
Βουλγάρων» και με τις δυο υπογραφές: Κασάπτσε και Ζλατάν.
Το κεφάλι του Άγρα ήταν
γερμένο πίσω, ακουμπισμένο στον κορμό της καρυδιάς· τα σγουρά του
μαλλιά, ανακατωμένα, αχτένιστα· τα μάτια του ανοιχτά: τα χείλη
μισοχωρισμένα· το πρόσωπο ήρεμο στη νεκρική του χλωμάδα. Αντιθέτως, του
Μίγγα το πρόσωπο ήταν μολυβί, πρησμένο, συσπασμένο από την αγωνία. Η
γλώσσατου, μισοπεσμένη έξω, κρέμονταν πλάγια, μεταξύ στα δόντια του. Και
των δυο τα χέρια ήταν πισθάγκωναδεμένα, και τα πόδια γυμνά, πρησμένα,
κατάμαυρα από τις πορείες και τους κόπους. Τα ρούχα τους, σχισμένα,
βρωμισμένα, κρέμουνταν απάνω τους κουρέλια.
Καπετάν Άγρας και Τωνης Μίγγας στην αγχόνη
Στο
φτωχό νεκροταφείο του Βλάδοβου έθαψαν το ηρωικό παλνκάρν. Μια ξύλινη
καγκελαριά περιτριγύριζε το σεμνό τάφο, όπου σ’ ένα σταυρό ξύλινο
χάραξαν τ’ όνομα του το πολεμικό.
Κανένας επίσημος δεν
ακολούθησε την κηδεία. Τα παλικάρια που πέθαναν στον Αγώνα, έπεφταν
ανωνύμως.Οι προξενικοί και κληρικοί, που ήταν η ψυχή του Αγώνα, δεν
έπρεπε ούτε να φαίνονταν ούτε να γνωρίζουντον πολεμιστή. Σιωπηλά,
αφανέρωτα έπρεπε να τον θρηνήσουν – και να τον εκδικήσουν. Κρυφή ήταν η
Οργάνωση, κρυφός ο Αγώνας, κρυφή η εκδίκηση και η τιμωρία. Σιωπηλά,
αφανέρωτα έθαψαν οι Βλαδοβίτες τον εθνικό ήρωα, το θρυλικό καπετάν Τέλλο
Άγρα. Το αληθινό του όνομα, η πραγματική του προσωπικότης δεν έπρεπε να
γνωσθεί.
Ο
φόνος του Άγρα έπληξε όλο τον Ελληνισμό. Ο θάνατος του ήταν συμφορά
μεγάλη για τον Αγώνα, η έλλειψη του αγιάτρευτη. Η ασύγκριτη παλικαριά
του, όσο και οι στρατιωτικές του γνώσεις, η αγνότης του, η παιδική του
χάρη όσο και η τολμηρότης του, τον είχαν κάνει θρυλικό. Τον ήξεραν
ατρόμητο. Τον θεωρούσαν ανίκητο.
Και όταν μαθεύτηκε πως πήγε
στους Βουλγάρους για συνεννόηση, πως τον γέλασαν, πως τον συνέλαβαν,
πωςτον σκότωσαν, η πρώτη έκπληξη έγινε θυμός, ο θυμός μίσος, το μίσος
λύσσα, και όλη η Μακεδονία σηκώθηκε σύσσωμη να τον εκδικήσει.
[…]
Το μνημείου του καπετάν Άγρα και του Αντώνη Μίγγα, μαζί με το εκκλησάκι των Αγίων Νεομαρτύρων από της Αλώσεως της Κων/ πόλεως, βρίσκεται στο χώρο της θυσίας τους, στο σημείο όπου απαγχονίστηκαν οι δύο ήρωες. Βρίσκετε ανάμεσα στα χωριά ΑΓΡΑΣ και ΚΑΡΥΔΙΑ στην ΕΔΕΣΣΑ.
Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα Καρυδιά (το δέντρο όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας.
Πηγή: antexoume.wordpress.com
-
- Ρωμιός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωμαῖος (πολίτης του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, του Βυζαντίου), < ελληνιστική κοινή Ῥωμαῖος (πολίτης του Ρωμαϊκού κράτους) < λατινική Romanus, Ῥώμη Roma[1]
Αρβελέρ: Να σταματήσουμε να λέμε ότι είμαστε Έλληνες!
GEORGE SOROS : ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΓΙΑ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου