ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Ήταν πολλά κι ιδρύονταν
και λειτουργούσαν ελεύθερα
στον ελλαδικό χώρο
καθ΄ όλη την οθωμανική περίοδο
Κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, λειτουργούσαν πολλά σχολεία στον ελλαδικό χώρο. Στις αρχές μάλιστα του 19ου αιώνα σημειώθηκε σπουδαία πνευματική άνθιση.
Ο συντάκτης του Λόγιου Ερμή της Βιέννης έγραφε λίγο πριν το ΄21:
Ο έρως της παιδείας ανάπτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων
αυξάνει καθημερινώς.
Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται,
οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται.
«Ερμής ο Λόγιος», 1817.
Το εθνικό φαντασιακό
λέει πως υπήρχαν «κρυφά σχολεία».
Η τέτοια παράδοση είναι πλαστογραφημένη.
Κρυφό σχολείο δεν υπήρχε πουθενά.
Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα.
Εδώ κι εκεί, στα μεγάλα κέντρα, όταν τύχαινε μερικοί
ιερωμένοι να ξέρουν λίγα γράμματα, μάθαιναν τα παιδιά ανάγνωση και
γραφή. Τα μαθήματα αυτά μπορεί να γίνονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών.
Δεν ήταν όμως κρυφά.
Η οθωμανική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία, ώστε να είναι κρυφά.
Τα
προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία, αφού μπορούσαν οι
ρωμιοί να έχουν αυτοδιοίκηση.
Οι μαθητές δεν χρειαζόταν να πηγαίνουν σε κρυφά σχολεία, γιατί υπήρχαν πολλά φανερά.
Μέρος των βερατίων ήταν και η παιδεία των ρωμιών.
Εκεί όπου υπήρχαν εμπορικά κέντρα, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στο Πήλιο
κι αλλού, φύτρωναν ένα ένα τα σχολεία, αλλού κατώτερα κι αλλού ανώτερα,
Ελληνομουσεία, Ακαδημίες (δηλαδή σαν τα Γυμνάσια τα σημερινά) και
μερικά με πρόγραμμα διδασκαλίας πανεπιστημιακό.
Η Λάρισα είχε σχολείο. Ο Τύρναβος, η Αγιά, τα Αμπελάκια, όπως φημίζονταν για τα εργαστήριά τους, τα βαφεία, έτσι φημίζονταν και για το σχολείο τους. Η Ζαγορά, οι Μηλιές, το Καρπενήσι, τα Άγραφα, η Ρεντίνα, η Υπάτη, η Αθήνα, είχαν όχι μόνο ονομαστούς δάσκαλους, αλλά και ξακουστά σχολεία.
Τό Μεσολόγγι είχε Ακαδημία. Η Δημητσάνα δεν είχε μόνο μύλους (εργοστάσια) μπαρουτιού, μα και σχολείο. Στην Καλαμάτα, που φημιζόταν για τα μεταξωτά της, υπήρχε καλό σχολείο.
Στο Άγιο Όρος άκμασε η Αθωνιάς Ακαδημία με δάσκαλο το φημισμένο Ευγ. Βούλγαρη. Στον Πολύγυρο Χαλκιδικής η σχολική κίνηση ήταν επίσης σπουδαία. Στις Σέρρες, τη Νάουσα, τη Σιάτιστα, τα σχολεία πλήθαιναν.
Εκεί όμως που η πνευματική κίνηση ξεπέρασε κάθε όριο, ήταν η Ήπειρος. Από εκεί βγήκαν οι μεγαλέμποροι κι εκεί κτίστηκαν σχολεία, που με τη φήμη τους ξεπέρασαν τα σύνορά τους. Τα Γιάννενα είχαν πολλά σχολεία. Το Μέτσοβο, το Ζαγόρι, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο ήταν κέντρα εμπορικά και βιοτεχνικά. Σε κάθε κοινότητα που υπήρχαν βιοτέχνες και έμποροι, ανοίγονταν σχολεία.
(Βλ. Πρώτη στ΄ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα. Η ευημερία της Ηπείρου κατά την οθωμανική περίοδο).
Η Τραπεζούντα, επίσης και η Προύσα, είχαν καλά σχολεία. Η Σμύρνη ακόμα καλύτερα. Και στις Κυδωνίες συστάθηκε Ακαδημία. Το ίδιο και στα νησιά του Αιγαίου. Η Χίος, η Πάτμος, η Άνδρος, η Σάμος, η Μυτιλήνη, η Ύδρα, η Πάρος, η Νάξος, έγιναν όχι μόνον εμπορικά κέντρα, μα και πνευματικά.
Το
άρθρο αυτό είναι ένα οδοιπορικό στα κυριότερα ανώτερα σχολεία του
ελλαδικού χώρου, που λειτουργούσαν ελεύθερα και φανερά κατά την
οθωμανική περίοδο.
Κοινά σχολεία υπήρχαν σε πολλά μέρη, ενώ μαρτυρείται η λειτουργία αρκετών Σχολών (π.χ. στη Χίο και στη Λέσβο) που η ακμή τους συνέπιπτε συχνά με τη διδασκαλία εκεί γνωστών λογίων.
(Πηγή: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979).
Τα σχολεία που λειτούργησαν τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής περιόδου
μπορούμε να τα χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Είναι της στοιχειώδους εκπαίδευσης,
της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης
και οι
ανώτερες σχολές.
Νομικά, ίσχυε η Αρχή του Κορανίου, ότι οι λαοί της Βίβλου και οι θεσμοί τους γίνονται ανεκτά.
Ο Σουλτάνος δεν είχε λόγο να εναντιωθεί στην
εκπαίδευση, εφόσον δεν τον ενοχλούσαν.
Ήθελε ήσυχους υπήκοους.
Το αν θα
ξέρανε γράμματα ή όχι αυτό δεν τον ενδιέφερε.
του Αγίου Αθανασίου, όπου κατοικούσαν οι εύποροι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης.
λόγω της ενδυνάμωσης του χριστιανικού στοιχείου στις περιοχές αυτές.
Τα κυριότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ρωμέικης κοινότητας, (το Γυμνάσιο, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο και η Κεντρική Αστική Σχολή) λειτουργούσαν στις ενορίες του Αγίου Αθανασίου και της Παναγούδας.
έως το Συντριβάνι και από την οδό Αγίου Δημητρίου ως το Ιπποδρόμιο και τη Νέα Παναγία
συγκέντρωνε τα σχολεία της χριστιανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης έως το 1912.
κατετέθη ο θεμέλιος λίθος της Κεντρικής Αστικής Σχολής της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης (1907).
Η Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1330 ως Σχολή Θεσσαλονίκης ανώτατων σπουδών. Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1430 λειτούργησε ως σχολείο μέσης εκπαίδευσης υπό τον τίτλο «Ελληνική Σχολή Θεσσαλονίκης». Στα μέσα της οθωμανικής περιόδου αναβαθμίστηκε ως «Ανώτερο Σχολείο», ενώ έως το 1873 λειτουργούσε ως Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια με τον τίτλο «Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης» λειτούργησε έως το 1912.
Πολλοί ρωμιοί έμποροι που πλούτισαν στο εξωτερικό, έδωσαν χρήματα, κληροδότησαν δηλαδή περιουσίες, για την ίδρυση σχολείων στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο και αλλού.
Στα Άγραφα λειτουργούσαν οι σχολές Καρπενησίου (1645), Βραγγιανών (1661) και Φουρνάς (1743).
Στην εικόνα φαίνεται όψη του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (αρχές 20ού αιώνα),
ο οποίος κατεδαφίστηκε κατά την καταστροφή του 1916.
Το κτίριο της Νέας Ακαδημίας βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το ναό.
Ήταν ο πρώτος που απέκλινε από την επίσημη θέση της Εκκλησίας (η φιλοσοφία στην υπηρεσία της θεολογίας) και ο πρώτος που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα ως γλώσσα διδασκαλίας με τη δημώδη.
Κρυφό Σχολειό, όχι σχολείο.
O τόνος ανεβαίνει στη λήγουσα, χάρη της ρωμέικης οικειότητας: Όπως Παναγιά, όχι Παναγία.
Στην Αθήνα λειτουργούσαν οι σχολές Επιφανείου (1647), Ντέκα (1757)
και το Κοινό και Δημόσιο Σχολείο (1728).
υπό τη διεύθυνση του χιώτη ιερωμένου Νεόφυτου Βάμβα, κοραϊκής επιρροής
Με την αρωγή πολλών εύπορων χιωτών, η Σχολή αποτέλεσε ένα πρότυπο εκπαιδευτήριο.
αναγνωστήριο και τυπογραφείο, ενώ είχε δεκατέσσερις διδάσκοντες.
(Για την Χίο και την καταστροφή της
Λόγιος κληρικός και δάσκαλος με φιλολογικά και θεολογικά ενδιαφέροντα.
Δίδαξε στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης από το 1809 έως το 1819.
Αριστερά εικονίζεται κάτοψη του αρχικού κτιρίου της σχολής, που κατασκευάστηκε περίπου το 1770 και δεξιά κάτοψη του κτιρίου του αλληλοδιδακτικού σχολείου.
Εμπλούτισε τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 ίδρυσε στη Σχολή τυπογραφείο.
Η Ακαδημία Κυδωνιών (περ. 1800) βρισκόταν στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας κι αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα των ορθόδοξων με ευρύτατη ακτινοβολία.
Στο δυναμικό της Ακαδημίας Κυδωνιών ανήκαν μεταξύ άλλων οι:
• Βενιαμίν Λέσβιος, ο οποίος δίδαξε φιλοσοφία,
μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την
εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και το
διωγμό του.
Η Εκκλησία εναντιωνόταν στα νεοτερικά μαθήματα,
όχι οι οθωμανοί.
• Ο Θεόφιλος Καΐρης (εικόνα επάνω δεξιά) εξαιτίας του έργου του «Θεοσέβεια»,
μιας θρησκευτικής διδασκαλίας με αναφορές στην ισότητα και την
ουσιαστική ελευθερία του ατόμου, θεωρήθηκε αιρετικός και επικίνδυνος. Με
την πίεση της Ιεράς Συνόδου υπέστη πολλές διώξεις, ώσπου το 1852 το
δικαστήριο της Σύρου τον καταδίκασε σε φυλάκιση.
Ο Καΐρης, ασθενής ήδη και σε προχωρημένη ηλικία, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα πέθανε. Ενταφιάστηκε σε χώρο του λοιμοκαθαρτηρίου Ερμούπολης,
αφού ο τοπικός ιερέας δεν παρείχε άδεια ταφής στο κοιμητήριο, χωρίς
νεκρώσιμη ακολουθία και υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Την επομένη της
ταφής του άγνωστοι άνοιξαν τον τάφο του, τεμάχισαν τη σορό του κι
έριξαν μέσα στα σωθικά του ασβέστη.
Ιδρύθηκε το 1760, ως το πρώτο σχολείο των Βουρλών, με την επωνυμία: «Το Σχολείον της Παναγίας».
η Σχολή Εμμανουήλ Γκιούμα (1676) κ.λπ..
πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας την οθωμανική περίοδο.
Εκεί ιδρύθηκαν σπουδαία εκπαιδευτήρια και πολιτιστικά κέντρα, όπως η Ευαγγελική Σχολή (ιδρ. 1717),
το Φιλολογικό Γυμνάσιο (1803),
Η Σχολή Καρυτσιώτη ήταν μία ιστορική σχολή, που λειτούργησε στον Άγιο Ιωάννη Αρκαδίας από το 1798 έως το 1826.
που υπήρχε στην είσοδο της βιβλιοθήκης της Μηλιώτικης Σχολής.
Η Σχολή των Μηλεών ή Μηλιώτικη Σχολή ιδρύθηκε στις Μηλιές του Πηλίου (1773)
από τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Άνθιμο Γαζή. Στη Σχολή, εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα,
διδασκόταν η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες σε ανώτερο για την εποχή επίπεδο.
Πέραν από την οικονομική άνθιση που γνώρισε το Πήλιο, αξιοσημείωτη υπήρξε η άνθιση
των γραμμάτων και των τεχνών. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα, το Πήλιο αποτέλεσε πόλο έλξης διάφορων διανοούμενων, ενώ με χορηγίες πλούσιων εμπόρων χτίστηκαν πολλά σχολεία και βιβλιοθήκες.
Χαρακτικό με παράσταση διδασκαλίας από το βιβλίο «Χρήσιμος Παιδαγωγία», Βενετία, 1777.
θεωρείται όμως βέβαιο ότι κοινά σχολεία λειτουργούσαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα.
Ο απόλυτος έλεγχος που ασκούσε ως τότε η Εκκλησία στα σχολεία άρχισε να μειώνεται με την πάροδο του 18ου αιώνα. Ονομαστές ήταν οι Σχολές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας,
ορισμένων νησιών του Αιγαίου, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. (Πηγή: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979).
Σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας όπου υπήρχε φανερό σχολείο, ακόμα και σήμερα επιδεικνύουν κοντά του και κάποιο κρυφό!
Ανοησίες του εθνικού φαντασιακού της Ρωμιοσύνης.
Το παραμύθι:
Η Εκκλησία έσωσε τη γλώσσα και την πίστη μας
Γλώσσα
Ο ελλαδικός χώρος την εποχή του ΄21 ήταν μια γλωσσική Βαβέλ.
ΟΙ περισσότεροι «αγωνιστές της επανάστασης» ήταν αρβανίτες και μιλούσαν αρβανίτικα (αλβανικά).
Πολλοί ήταν βλάχοι και μιλούσαν βλάχικα.
(Βλ. Το
Αφιέρωμα: Η πραγματική καταγωγή μας, Βλάχοι, αρβανίτες, ανατολίτες, βορειοαφρικανοί κ.ά.).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα αποτελεί η πολύ πετυχημένη λαϊκή κωμωδία του
Βαβυλωνία (1970) - Ολόκληρη η ταινία
Σε μία σκηνή της, ένας αρβανίτης, που δεν καταλαβαίνει ένα κρητικό,
νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια
πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από επτανήσιο
αστυνόμο, ο οποίος παρά την ανακριτική του πείρα, δεν τα καταφέρνει να
εξακριβώσει αν ο τραυματισμός του κρητικού είναι κάζο πενσάτο (εκ
προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους
μάρτυρες ούτε οι μάρτυρες αυτόν.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του αμερικάνου εθελοντή Bolse στην εφημερίδα της Φιλαδέλφειας «Democratic Press» (φύλλο 13.12.1826), για το Ναύπλιο του 1826: «Τα
καφενεία της πόλης είναι κατάμεστα από στρατιώτες, που παίζουν
μπιλιάρδο ή κουβεντιάζουν.
Ούτε στην αρχαία Βαβυλώνα δεν ακούγονταν
τόσες γλώσσες όσες στο σημερινό Ναύπλιο.»
Η γλώσσα εξ άλλου που
μιλάμε σήμερα δεν είναι ελληνικά. Η λεξιλογική και μορφολογική
ομοιότητα της σημερινής γλώσσας —των ρωμέικων, όπως λέγονταν μέχρι
πρότινος κι όχι ελληνικών— με προγενέστερες φάσεις της οφείλεται στον
καθαρευουσιανισμό και στην τάση υποχρεωτικής «εξυγίανσής» της από
διάφορα ξένα στοιχεία (αλβανικές, τούρκικες, σλάβικες κ.λπ. λέξεις και
τοπωνύμια).
Από τον 19ο αιώνα και μετά, επιβλήθηκε δια της παιδείας αθρόα
και αυθαίρετη εισαγωγή αρχαίων λέξεων και ριζών για τη δημιουργία νέων
λέξεων. Κάποιες λέξεις επομένως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη γλώσσα
μας, οι οποίες είναι ίδιες ή μοιάζουν με αρχαίες, δεν χρησιμοποιούνταν
διαχρονικά, αλλά «νεκραναστήθηκαν» και επιβλήθηκαν μετά τη δημιουργία
του κράτους, για να πείσουν τους αρβανίτες, βλάχους, βορειοαφρικανούς,
ανατολίτες κ.λπ. κατοίκους του ελλαδικού χώρου για τη δήθεν γλωσσική
─και κατ΄ επέκταση φυλετική─ τους συνέχεια.
Παρ΄ όλα αυτά και
παρ΄ όλη την επιχείρηση του έθνους-κράτους να επιβάλει τα ρωμέικα με
χιλιάδες εξελληνισμούς ονομάτων, τοπωνυμιών, με τη διδασκαλία τους στα
σχολεία, αλλά και δια της βίας πολλές φορές, ακόμα και στις μέρες μας,
χιλιάδες τοπωνύμια και μη ελληνικές λέξεις (σλάβικες, αλβανικές,
τούρκικες κ.λπ.) επιβιώνουν στη γλώσσα μας, ενώ πολλοί άνθρωποι σε
ολόκληρα χωριά σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλούν τη μητρική τους γλώσσα
(βλάχικα, αρβανίτικα κ.ά.).
Όλα τα γλωσσικά κριτήρια συνηγορούν, στο ότι τα ρωμέικα που μιλάμε
σήμερα, δεν έχουν άμεση σχέση με τα αρχαία ελληνικά. Δεν αποτελούν
μορφές της ίδιας γλώσσας.
Ονομάστηκαν αυθαίρετα ελληνικά,
όπως κι οι ρωμιοί αυθαίρετα ονομάστηκαν έλληνες.
Ο μύθος της ενιαίας ελληνικής δεν
έχει σχέση με τη γλωσσολογία, αλλά με την πολιτική. Δεν υπάρχει μια
ενιαία ελληνική, όπως δεν υπάρχει εξ άλλου και κάποιος ενιαίος
«ελληνισμός». Επομένως είναι μύθος το ότι η Εκκλησία έσωσε τα ελληνικά
την οθωμανική περίοδο.
(Βλ. Τη γλώσσα μου έδωσαν ρωμέικη. Η γλωσσική ασυνέχεια στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα έως σήμερα).
Πίστη
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής υπήρξε ο επιφανέστερος των
Σουλτάνων. Κατά τη βασιλεία του, η οθωμανική αυτοκρατορία έφτασε στη
μέγιστη γεωγραφική της επέκταση και στο απόγειο της δύναμής της. Ήταν
μορφωμένος και προήγαγε τον πολιτισμό. Εισήγαγε μεγάλες νομοθετικές
αλλαγές σχετικά με την κοινωνία, την εκπαίδευση, το ποινικό δίκαιο και
τη φορολογία, που καθόρισαν τη μορφή της αυτοκρατορίας για αιώνες μετά
το θάνατό του.
Μια από τις μεταρρυθμίσεις, που είχε σκεφτεί να εφαρμόσει, ήταν να
εξισλαμίσει όλους τους χριστιανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας του.
Τελικά, άκουσε τις εισηγήσεις των συμβούλων του, που του ανέλυσαν με αριθμούς πόσα έσοδα
θα έχανε ετησίως από το χαράτσι, που θα έπαυαν να πληρώνουν πλέον οι χριστιανοί, αν γίνονταν μουσουλμάνοι.
Πολλές αναλύσεις έχουν γίνει στην Ελλάδα για το «ποιος έσωσε την πίστη μας» κατά την οθωμανική περίοδο. Η Εκκλησία; Ο λαός; Οι παραδόσεις μας; κ.λπ..
Τίποτε από τα παραπάνω. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής την έσωσε, για φορολογικούς λόγους!
(Βλ. Γιάννη Λάζαρη: Το Άγνωστο 1821, έκδ. «Δρόμων», 2016).
Πατριαρχείο εναντίον ελεύθερης παιδείας
Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν εναντιώθηκε στην αναγέννηση των γραμμάτων στην Ελλάδα.
Οι πιο πραγματικοί εχθροί σ΄ αυτή την ευτυχισμένη αποκατάσταση βρίσκονται μέσα στους κόλπους μας.
Κι αν προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προκαταλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του πανίσχυρου κλήρου, που αποτελεί σήμερα το πρώτο σώμα του ελληνικού έθνους, πολύ λίγα θα απομένουν να γίνουν προκειμένου για τους τούρκους.
Νεόφυτος Βάμβας,
κληρικός, λίγο πριν το ΄21.
του αυστηρού ελέγχου της πνευματικής ζωής από το Πατριαρχείο.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η Ιερά Εξέταση του Γρηγορίου Ε΄. (Λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, αφορισμοί και διώξεις διαφωτιστών λίγο πριν τo '21).
Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου.
ότι η δύναμη της Εκκλησίας στηρίζεται στην αμάθεια, την «τυφλότητα» του λαού.
Εκρηκτικές ήταν οι
εντάσεις και οι ρήξεις, που γνώρισε η πνευματική κοινωνία στα τρία
χρόνια, που προηγήθηκαν από το 1821. Η προϊούσα σκλήρυνση της στάσης της
Εκκλησίας εκφράστηκε με συνολικά επιθετική πολιτική, που είχε ως στόχο
την εξουδετέρωση των κέντρων του διαφωτισμού και τον έλεγχο των
πνευματικών δραστηριοτήτων, που ανέπτυσσαν οι φορείς των νέων ιδεών.
Τα μέτρα, που έλαβε ο Γρηγόριος Ε΄ κατά τη διάρκεια της τρίτης
πατριαρχίας του ήταν σκληρότατα και ακραία: κλείσιμο σχολείων, πολλαπλοί
αφορισμοί, εγκύκλιοι κατά των φιλοσοφικών μαθημάτων, λογοκρισία, κάψιμο
βιβλίων κ.λπ..
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε επιχειρηθεί από την πλευρά του πατριαρχείου,
μιά τόσο εκτεταμένη, με τόση εσωτερική συνοχή και συνέπεια στην εφαρμογή
της, επιχείρηση, προκειμένου να ανακοπεί, με όλα τα μέσα, η ανάπτυξη
κάποιου αντιπάλου ιδεολογικού κινήματος.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάσματα, του Θεού τα πράματα.
Το παιδικό τραγούδι, που αναφέρεται και ως νανούρισμα, καλύπτει ολόκληρο
τον ελλαδικό χώρο και γνώρισε πολλές και τέτοιας λογής αλλοιώσεις, τις
οποίες σπάνια συναντάμε σε δημοτικά τραγούδια. Οι δύο πρώτοι στίχοι του
συναντώνται σε δημοτικό που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1825.
Επαναδημοσιεύτηκε το 1844 κι άλλες φορές αργότερα.
Το τραγούδι στην αρχική του μορφή δεν συσχετιζόταν με το κρυφό σχολείο, ούτε αναφερόταν σαφώς σε αυτό.
Η παραλλαγή που αναφέρεται σε σχολείο και συνδέεται με τη δήθεν ύπαρξη κρυφών σχολείων δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1855.
Η σύνδεση του
ποιήματος με την πεποίθηση ύπαρξης οργανωμένων κρυφών σχολείων υπό την
αιγίδα της Εκκλησίας προέρχεται από κυριολεκτική ανάγνωση, καθώς
συμπεριλαμβανόταν σε πολλά και διάφορα αλφαβητάρια και επίσημα σχολικά
βιβλία του κράτους.
Νικόλαος Γύζης
Ο όρος «Κρυφό Σχολειό» έγινε δημοφιλής κι εγγράφηκε στο συλλογικό φανατασιακό μετά την απεικόνισή του σε πίνακα του Νικ. Γύζη, η οποία έγινε την περίοδο 1885-1886.
Εξίσου δημοφιλές και το σχετικό ποίημα (1900), που εμπνεύστηκε από τον ίδιο πίνακα ο Ιωάννης Πολέμης. (Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά...).
Ο Νικόλαος Γύζης σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου.
Το παραμύθι παντού
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
● «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
● Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1956.
● «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
● Μαρκ Μαζάουερ: «Τα Βαλκάνια», έκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2001.
● Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου – Ανδρέα Ανδρέου: «Οι δομές της παιδείας στα «κρυφά σχολειά» (1453-1912). Από το μύθο στην επιστημονική προσέγγιση της Ελληνικής παιδείας την περίοδο της Οθωμανοκρατίας», ΚΘ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 16-18 Μαΐου 2008, Θεσσαλονίκη, 2009.
● Χριστίνας Ρούσσου: «Διπλωματική εργασία. Αποκατάσταση 40ού Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, Ελληνική Αστική Σχολή Δ. Ιωαννίδη Σιατιστέως», ΑΠΘ, Πολυτεχνική Σχολή, Θεσσαλονίκη, 2014.
● Κώστα Λάππα: «Η εκπαίδευση. Οργάνωση και λειτουργία των σχολείων 1770-1821», opencourses.uoa.gr.
● Γιάννη Λάζαρη: Το Άγνωστο 1821, έκδ. «Δρόμων», 2016.
● Στέφανου Μπλάτσου: «Εκπαίδευση-Τουρκοκρατία» της σειράς «Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας», παρ. COSMOTE TV.
● parallaximag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου