Cache-Control: no-cache, no-store, must-revalidate
Ειστε Αβαρικης Καταγωγης: Η ΛΑΦΥΡΟΜΑΝΙΑ ΤΩΝ “ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ” ΤΟΥ ʼ21

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Η ΛΑΦΥΡΟΜΑΝΙΑ ΤΩΝ “ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ” ΤΟΥ ʼ21

Η ΛΑΦΥΡΟΜΑΝΙΑ ΤΩΝ “ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ”
 

ΤΟΥ ʼ21

 



−Γιατί έγινε το ΄21;
−Για το πλιάτσικο !




Ποιά ήταν τα κίνητρα αυτών, που ξεσηκώθηκαν το ʼ21; 

Γιατί το έκαναν; «Για τού Χριστού την πίστιν την αγίαν και τής πατρίδος την ελευθερίαν»; 

Ήταν εθνικά τα κίνητρά τους ή θρησκευτικά ή και τα δυό μαζί, όπως κατά κόρον προπαγανδίζεται από σύσσωμη τη Ρωμιοσύνη από τη δημιουργία τού κράτους και εντεύθεν; 

Ή μήπως ήταν κοινωνικά/ταξικά, όπως υποστηρίχθηκε αργότερα, από ορισμένους αριστερίζοντες θεωρητικούς;


Τίποτε από τα παραπάνω! 

Μοναδικός στόχος των εξεγερμένων ήταν οι περιουσίες (χωράφια, χρυσαφικά κ.λπ.) των ανυπεράσπιστων εκείνη την εποχή  μουσουλμανικών οικογενειών στην Πελοπόννησο, δεδομένου, ότι ο οθωμανικός στρατός ήταν απασχολημένος με τον Αλή Πασά στην Ήπειρο.


Αν ανατρέξουμε στα κείμενα, που μάς άφησαν οι ίδιοι οι «αγωνιστές» τού ʼ21 (απομνημονεύματα κ.ά.) ή στα χρονικά, που έγραψαν διάφοροι ξένοι αξιωματικοί και φιλέλληνες, θα βρούμε απίστευτες κωμικοτραγικές καταστάσεις, που μαρτυρούν, ότι ο μοναδικός σκοπός των ξεσηκωμένων ήταν το πλιάτσικο! Αρβανιτόβλαχοι κ.λπ. επήλυδες στο σύνολό τους εξ άλλου, δέν είχαν καμμία ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά ενεργούσαν με εντελώς ταπεινά κίνητρα.
 
Ενώ κέρδιζαν σε μάχες, άφηναν τους οθωμανούς, που κατεδίωκαν, πολλές φορές να φεύγουν και ασχολούνταν με τη λαφυραγωγία αλληλομαχώντας άγρια μεταξύ τους. Πολιορκούσαν τα κάστρα ανυπομονώντας πότε θα πέσουν, γιατί λαχταρούσαν να σφάξουν τους οθωμανούς (άνδρες, γυναίκες, παιδιά αδιακρίτως), ώστε να προσπορισθούν τα τιμαλφή τους (κοσμήματα, οικιακά είδη κ.λπ.). Δέν άφηναν -κυριολεκτικά- ούτε καρφί στον τοίχο! Άνοιγαν ακόμα και τους οθωμανικούς τάφους.

Για το δημόσιο ταμείο δέν άφηναν βέβαια τίποτε, γι' αυτό σύντομα αναγκάστηκαν να αρχίσουν τα δάνεια από το εξωτερικό. Κι αυτά όμως, τα διαγούμιζαν οι «ημέτεροι» κι έτσι πάλι με άδειο ταμείο έμεναν, αλλά επιπλέον ήταν και χρεωμένοι. Νοοτροπία και καταστάσεις, που διαιωνίζονται έκτοτε στο κρατίδιο τής Ρωμιοσύνης και φτάνουν με ολέθρια αποτελέσματα μέχρι τις μέρες μας...
Γ.Λ.

 

 


«Ελαφυραγώγησεν ικανά»
    ο Παπαφλέσσας.

 

 

Λήστευαν τους εθελοντές φιλέλληνες!

 
Τα ταραχώδη επεισόδια τού Άργους μετά την είδηση τής καθόδου των τούρκων τού Δράμαλη από την Κόρινθο, παρακολούθησε και ο γερμανός εθελοντής (από τη Βυρτεμβέργη) C.F. Bojons, γιατρός, που έφθασε λίγες μέρες πριν από την Αθήνα με καράβι διαμέσου Μύλων. Παρουσιάσθηκε μαζί με τον συμπατριώτη του F. Sch. στoν Ι. Κωλέτη, μινίστρο τού Πολέμου και ζήτησαν ανάθεση υπηρεσίας.

Η αφήγηση τού γερμανού σε μορφή επιστολών δημοσιεύτηκε το 1824 μαζί με άλλα ενθυμήματα και χρονικά (Auszug aus dem Schreiben eines teutschen Arztes aus Athen vom 30 Sept. 1822 στο Taschenbuch für Freunde des Griechischen Volkes älterer und neuerer Zeit. Zweiter Jahrgang 1824. Herausgegeben von D. A. Schott und M. Mebold, Heidelberg, 1824).

O Κωλέτης πρότεινε στους δυό ξένους να ενταχθούν στο σώμα τού Νικηταρά. «Μάς διαβεβαίωσε, πως ήταν ο πιό ανθρωπιστής έλληνας. Ο υπουργός μάς παρακάλεσε να μείνουμε μαζί του και να τον συνοδέψουμε ως το λιμάνι. Συγκεντρωθήκαμε 18-20 άτομα μπροστά στο σπίτι του και τον περιμέναμε. Ήταν κιόλας νύχτα, η πόλη είχε ερημωθεί. Πολλοί από τους συναδέλφους μας ήταν μεθυσμένοι. Επικεφαλής τού τμήματος ορίσθηκε ο F..

Μόλις βγήκαμε από την πόλη πέσαμε σε ένα σώμα από μανιάτες, που λαφυραγωγούσαν. 

Θέλησαν να μάς σταματήσουν. 

Αλλά εμείς προχωρήσαμε σε συμπαγή σχηματισμό, με τα φορτωμένα υποζύγια στη μέση και τους κρατήσαμε σε απόσταση. 

Ο υπουργός, μαζί με τους έλληνες τής συνοδείας του εξαφανίσθηκε. Ώσπου να φθάσουμε στους Μύλους μάς σταμάτησαν πολλές φορές». Έφθασαν ύστερα και οι άλλοι εθελοντές, που είχαν ξεκόψει έξω από το Άργος.  

«Τους είχαν καταληστέψει. 

Τα ίδια έπαθαν κι όλοι οι έλληνες, που φορούσαν φράγκικα, και ιδιαίτερα εκείνοι, που κουβαλούσαν τα αρχεία τού υπουργείου. 

Εμείς σωθήκαμε, γιατί προχωρούσαμε συμπαγείς, αποφασιστικά και με προσοχή».

«Η λαφυραγωγία», γράφει ο γερμανός γιατρός, είναι «παληά τέχνη των μανιατών. Ωστόσο, δέν τολμούν να επιτεθούν, όταν τους αντιμετωπίσεις με θάρρος».


Και αφηγείται ένα επεισόδιο:
Μπήκαν εφτά μανιάτες στο κατάλυμα των ξένων για λεηλασία. Ένας απʼ αυτούς προσπάθησε να αρπάξει μερικές πιστόλες. Βρήκε όμως αντίσταση. Ένας γερμανός όρμησε καταπάνω του και, χρησιμοποιώντας το τουφέκι του ως ρόπαλο, τον χτύπησε. «Ο μανιάτης άφησε τις πιστόλες στη θέση τους κι ο όλοι μαζί έφυγαν ήσυχα-ήσυχα».

Από δύο έλληνες, που μόλις είχαν φθάσει από το Παρίσι, άρπαξαν 500-600 ναπολεόνια. «Και τώρα, οι δυό αυτοί έλληνες δέν μπορούν να αγοράσουν ούτε ψωμί».

Αλλά δέν λεηλατούσαν μόνο οι μανιάτες. 

Γράφει ο Θ. Ρηγόπουλος, γραμματικός τού Πάνου Κολοκοτρώνη στο Ημερολόγιό του: «Οι κάτοικοι τού Άργους έφυγον εγκαταλείψαντες την περιουσίαν των, οι δε μανιάται, περί τους τριακοσίους, ευρισκόμενοι εκεί προς τον σκοπόν να εκστρατεύσουν δήθεν εις Δερβένια, ελεηλάτουν την πόλιν και επεγύμνωναν τας φευγούσας οικογενείας. Και οι ιδικοί μας στρατιώται διεσκορπίσθησαν εις την πόλιν και ήρπαζον ό,τι εύρισκον, ο δε αρχηγός μου με διέταξε να τους συνάξω και να τους οδηγήσω τάχιστα εις Μύλους. Ενώ δε εξετέλουν την διαταγήν εισήλθον εις τινα ευρείαν αυλήν, όπου εύρον στρατιώτας τινας εκ των ημετέρων συμπλακέντας μετά μανιατών ένεκα χρυσού τινος ωρολογίου, το οποίον ηξίουν αμφότερα τα μέρη, ότι τοις ανήκεν ως πρώτοι ευρόντες αυτό. Εμβάς δε εις την αυλήν τους καθησύχασα και λαβών το ωρολόγιον έδωκα τοις μεν το έξωθεν και τοις δε το άλλο». (Αρχείο Θεοφανίδη, τ. Γ΄, σελ. 91-92).

 

Τελικά, οι εθελοντές ακολούθησαν το παράδειγμα τού υπουργού και τής Γερουσίας. Επιβιβάσθηκαν σε ένα ιταλικό καράβι, που βρισκόταν αραγμένο στους Μύλους.


 
Ήταν πολύ δύσκολο και πολύ δαπανηρό να βρει κανείς βάρκα. Οι έλληνες ναυτικοί αξίωναν ένα τάλληρο ισπανικό γιά κάθε επιβάτη, ενώ το κανονικό ναύλο ήταν έξη παράδες. «Όσοι δέν είχαν χρηματα δέν μπόρεσαν να διαπεραιωθούν στά πλοία... Έπρεπε να κρατάς τα λεφτά στο χέρι γιά να σου επιτρέψουν να ανεβείς στο καράβι. Πολλοί, που κολυμπώντας προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν, πνίγηκαν, γιατί τους γκρέμιζαν στη θάλασσα. Αρκετοί χάθηκαν στο βάλτο τής γειτονικης λίμνης. Τους ρούφηξε η λάσπη, καθώς είχαν βυθιστεί ως τις μασχάλες και κανείς δέν έτρεξε να τους σώσει. Τελικά, ο ίλαρχος F. βρήκε μια βάρκα. Αφού μεταφέραμε μερικές οικογένειες επιβιβασθήκαμε κι εμείς στο καράβι».

 

Από την ομάδα των ξένων ο υπολοχαγός D. και ο σύντροφός του F. Sch. βγήκαν και  ακολούθησαν τα τμήματα τού Κολοκοτρώνη ή τού Πετρόμπεη. Ο ίδιος ο γιατρός αποφάσισε να περάσει στις Σπέτσες, γιά να εξασφαλίσει τα φάρμακα, πού είχε στις αποσκευές του.



Θρήνος και απόγνωση στο νησί. Ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των προσφύγων, που δυσκολευόσουν να βαδίσεις στους δρόμους. Τη δεύτερη μέρα παρουσιάσθηκε έλλειψη τροφίμων. Οι προεστοί απαγόρευσαν, με απειλή βαρειάς ποινής, στους εμπόρους, φουρναραίους, χασάπηδες κ.ά. να πουλάνε στους ξένους. Όλα τα καταστήματα, ακόμα και τα καφενεία, έκλεισαν. Δύσκολο να βρεις νερό. Έπρεπε να πληρώσεις.



Οι ευρωπαίοι πήγαν στους προεστούς και ζήτησαν τρόφιμα. «Τους κυνήγησαν με τα ραβδιά». Έναν ιταλό, μάλιστα, που ήταν πολύ πιεστικός, αφού τον ξυλοκόπησαν, τον γκρέμισαν από την κορφή τής σκάλας στον αυλόγυρο. Ήθελαν να εξαναγκάσουν τους ξένους να εγκαταλείψουν το νησί.



Αλλά και οι έλληνες πρόσφυγες είχαν την ίδια τύχη. Τους φόρτωσαν, δέρνοντάς τους, σε πλεούμενα και τους μετέφεραν στις αντικρινές ακτές τού Μωριά. «Είδα έναν ιταλό ναυτικό, που είχαν σκοτώσει οι σπετσιώτες με τα κουπιά τής βάρκας του εξ αιτίας ενός κάλπικου παρά. Ο σύντροφός του, ιταλός κι αυτός, σώθηκε με το κολύμπι».

 


Χαρακτηριστική περίπτωση
τής πλιατσικομανίας των ρωμιών
ήταν αυτή τού Π.Π. Γερμανού.
Ό,τι θησαυρούς κατάφερε να αποκομίσει από το πλιάτσικο τής Τριπολιτσάς
δέν τους διέθεσε βέβαια, για τις ανάγκες τής επανάστασης, αλλά τους μετέφερε στη Ζάκυνθο, όπου έγιναν αιτία να ξεκληρισθεί το συγγενολόι του στην προσπάθειά τους να γίνουν κάτοχοί τους.
 

 

 

 


Άφηναν τους οθωμανούς,
για να προλαβαίνουν τα λάφυρα !

 

Από την Αθήνα ο συγγραφέας τού χρονικού πηγαίνει στα Δερβενάκια και εντάσσεται στο σώμα τού Νικηταρά. Κάθε μέρα γίνονταν μικροσυμπλοκές με τους τούρκους τής Κορίνθου. Γράφει, ότι παρακολούθησε τη φοβερή μάχη από ένα ύψωμα με τον Υψηλάντη και την ακολουθία του: 



«Οι τούρκοι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν στα τυφλά εδώ και κει πανικόβλητοι. Κατασφάχτηκαν χωρίς αντίσταση. Από τούς 4.000 άνδρες, που εγκλωβίστηκαν στο στενό, μόνο 600-800 σώθηκαν. Και δέν θα ξέφυγε κανείς αν οι έλληνες δέν ρίχνονταν στα λάφυρα. Ο Νικηταράς μού είπε, ότι στο τέλος τής μάχης μόνο 80-100 στρατιώτες είχαν μείνει δίπλα του. Οι άλλοι λαφυραγωγούσαν.

 

»Η λεία υπήρξε πλούσια. Άλογα, μουλάρια, μερικές καμήλες, όπλα, άφθονο χρυσάφι. Οι τούρκοι ιππείς πήδηξαν από τʼ άλογά τους και κρύφτηκαν στους γύρω θάμνους. Εμφανίζονταν λίγοι-λίγοι, ύστερα από δυό ή τρείς μέρες. Ο Νικηταράς μού χαρισε ένα άλογο».

 

Οι πληροφορίες τού γερμανού γιατρού είναι ακριβείς. Θα είχε αφανισθεί ολότελα η στρατιά τού Δράμαλη αν τα άτακτα στρατεύματα χτυπούσαν τα αποκομμένα τμήματα τού εχθρού και δέν διαλύονταν για την περισυλλογή και την απόκρυψη των λαφύρων. 

 

 


 Άφηναν τους οθωμανούς και αλληλομαχούσαν γιά τα λάφυρα.

 

 

Λάφυρα με το φέσι

 

Με τις υποσχέσεις για πλούσια λεία προσπαθούσε ο Κολοκοτρώνης να συγκεντρώσει πολεμιστές στις 4 Ιουλίου, λίγες μέρες πριν από την εισβολή τής τουρκικής στρατιάς στην Αργολίδα. «Προέτρεπε δε τους πάντας», γράφει ο Αμβρ. Φραντζής, «να προφθάσωσιν όσον ταχύτερον εις το Άργος, διά να λάβουν το μερίδιόν των από τα λάφυρα των 7 ή 8  χιλιάδων οθωμανών, τους οποίους απέστειλεν η Θεία Πρόνοια, διά να λαφυραγωγηθώσι παρά των ελλήνων».

 

Στις 17 Ιουλίου, δημηγορώντας στο Κεφαλάρι από «εν μικρόν λοφίδιον», είπε, ότι «οι εχθροί απεστάλησαν εις την Πελοπόννησον, διά να οικονομηθώσιν οι έλληνες από τον πλούτον των». Και λίγες μέρες αργότερα, μιλώντας στους καπεταναίους: «...να καταλάβωμεν τας αναγκαίας θέσεις, διά να αφανίσωμεν τους εχθρούς, να διασώσωμεν δε και την πατρίδα μας, να ωφεληθώσιν και οι έλληνες από τα εχθρικά λάφυρα».

 

Πριν από τη μάχη των Δερβενακίων θύμισε στους χωριάτες, που έτρεξαν κοντά του, τα πλούτη των εχθρών: «Θα πάρετε λάφυρα πολλά και τους θησαυρούς τού Αλή πασά θα τους μοιράσετε με το φέσι».

 

Και ενώ οι τούρκοι εγκατέλειπαν το Άργος, αντί οι έλληνες να αποκόψουν τους δρόμους διαφυγής για τον εκμηδενισμό τής στρατιάς ή την καταδίωξη και τον αποδεκατισμό της, τί έκαναν; «Πολλοί εκ των αρκαδίων, οι μανιάται, λακεδαιμόνιοι και άλλοι εξ άλλων επαρχιών διάφοροι, χωρίς να τρέξωσιν έμπροσθεν των εχθρών ούτε νʼ ακολουθήσωσιν αυτούς εκ των όπισθεν, επέπεσαν εις την πόλιν τού Άργους, και ωφεληθέντες εκ μηδαμινών τινων λαφύρων επέστρεψαν μετά αυτών εις τας πατρίδας των». (Αμβρ. Φραντζή, τ. Β΄, σελ. 226).

 

Επίσης, ενώ ο Δράμαλης, βρίσκοντας κλειστά τα στενά, γύριζε, ύστερα από τη μάχη των Δερβενακίων, στʼ Ανάπλι, «οι έλληνες, όλοι σχεδόν, είχον θέσει πάσαν την φροντίδα και την προσοχήν των εις τα λάφυρα χωρίς να ακούωσιν ούτε τας διαταγάς των αρχηγών των ούτε δε έφερον ποτέ κατά νουν, μήπως ο Δράμαλης μετά των υπʼ αυτών επιπέσει αίφνης και τους αφανίσει».

 

Κατά τον Κολοκοτρώνη τα λάφυρα ήταν πλούσια: «Ερωτούσα τον Αλήπασα (αιχμάλωτο μετά την παράδοση τού Παλαμηδιού) και άλλους σημαντικούς τούρκους και μού είπαν εικοσιοκτώ χιλιάδες εμβήκαν εις Πελοπόννησον, είκοσι χιλιάδες άλογα τής σέλας και τριάντα χιλιάδες αλογομούλαρα φορτηγά και πεντακόσια καμήλια. Όλα αυτά έμειναν εις την Πελοπόννησο, θησαυροί και άρματα ωραία, τα επήραν οι έλληνες. Αυτό το στράτευμα ήταν όλο πλούσιο, διότι τα είχαν πάρει από τον θησαυρό τού Αλήπασα, οπού τον επολιορκούσεν». («Απομνημονεύματα», επιμ. Γ. Βαλέτα, σελ. 104).
 

 

Τελείως διαφορετικός ήταν ο ρόλος τής Μπουμπουλίνας το ʼ21 από αυτόν, που παρουσιάζει η εθνική (μυθ)ιστοριογραφία.
 

Δέν εμφορούταν από δήθεν ανώτερες ιδέες, αλλά από εντελώς ταπεινά κίνητρα.

Τον αρπακτικό της ρόλο στα γεγονότα τής Τριπολιτσάς αποκαλύπτει -μεταξύ πολλών άλλων- και ο γάλλος αξιωματικός Maxime Raybaud: 

«Θρασύτερη και σιγουρεμένη από το φύλο της, περισσότερο από όσο οι άλλοι αρχηγοί με τα άρματα και την εξουσία τους, έμπαινε η ίδια στην Τριπολιτσά, για να προεξοφλήσει το μερίδιό της από τα λάφυρα. 

Συνάντησε τη γυναίκα τού βεζύρη, μισοπεθαμένη απο την τρομάρα της. Κι εκείνη τής εμπιστεύθηκε, όπως λένε, τα διαμαντικά της και τη φόρτωσε με πλούσια δώρα, που συγκεντρώθηκαν από τη  συνεισφορά των πρώτων γυναικών τής Τριπολιτσάς. 

Το πολυάριθμο συγγενολόι της πηγαινοερχόταν στις πόρτες τής Τριπολιτσάς και κουβαλούσε τους θησαυρούς σε σίγουρες κρυψώνες».

 

 

Κεμέρι-κεφάλι-μπαχτζίσι

 

 
Ο Χρ. Βυζάντιος περιγράφει τη μέθοδο, που ακολουθούσαν οι στρατιώτες, γιά τη σκύλευση των νεκρών και τη διανομή τών λαφύρων: 

 «Ήταν απορίας άξιον μετά ποίας ταχύτητος και ετοιμότητος οι έλληνες άτακτοι στρατιώται εσκύλευον τα πτώματα των φονευθέντων εχθρών. 

Εν τω άμα επέπιπτον κατʼ αυτών, κατά πρώτον ήρπαζον τα όπλα, είτα εξέβαλλον την ζώνην και αφήρουν το υπʼ αυτήν λεγόμενον κεμέρι, όπερ ήτο ζώνη έχουσα θυλάκιον, εν ώ έθετον οι εν εκστρατεία στρατιωτικοί την χρηματικήν περιουσίαν των. Τούτο έδραττον οι σκυλεύοντες το πτώμα, εις δε εξ αυτών έκοπτε το κεμέρι ανά πάσαν δράκα, ώστε έκαστος ελάμβανεν, ό,τι εκράτει, μετά δε ταύτα εν ακαρεί εγύμνωνον τον νεκρόν μέχρι και αυτού τού υποκαμίσου. 



»Επί τέλους, δικαιωματικώς έκοπτε την κεφαλήν τού πτώματος ο φονεύσας τον εχθρόν τούτον ή ο κατά πρώτον ευρών το  πτώμα, την οποίαν κεφαλήν παρουσίαζεν εις τον αρχηγόν τής εκστρατείας, διά να λάβη το λεγόμενον μπαχτζίσι (δωρεάν ή ανταμσθίαν)»
. («Ιστορία των κατά την ελληνικήν επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων ών συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός από τού 1821 μέχρι τού 1833», Αθήνα, 1901, σελ. 344, σημ. 11).

 

Συμμετείχαν στις εκστρατείες
μόνο για τα λάφυρα

 

Κάθε αγωνιστής, που ξεκινούσε για εκστρατεία, είχε πάντοτε στο νού του τα λάφυρα. Κι ήταν πάντοτε σίγουρος, πως η λεία θα είναι πλούσια. Χαρακτηριστικό το ανέκδοτο, που αφηγείται ο Ναθ. Ιωάννου ιστορώντας τον Αγώνα στην Εύβοια:  

«Ένας βλάχος ετοιμαζόταν να κινήσει γιά πόλεμο. Βλέπει τη γυναίκα του, πού έψηνε λειψόπιττες, για το ταξίδι και τού έδινε να φορέσει το κοντοτσίπουνό του (το πανωφόρεμα) και τής λέει: Τί την κακή σου μέρα το θέλω το ψωμί και το κοντοτσίπουνο; Σήμερα Πέφτη θα κινήσουμε, αύριο Παρασκευή θα πολεμήσουμε, το Σάββατο θα πάρουμε το κάστρο, εκεί θα βρούμε μιντέρια, στρώματα, προσκεφαλάδες, παπλώματα, ψωμιά χάσικα και την Κυριακή θα παζαρευτούμε. 

Και η γυναίκα του τον παρακαλούσε να τής φέρει και κεινής ψωμί χάσικο από τη Χαλκίδα».

 («Ευβοϊκά, ήτοι ιστορία περιέχουσα τεσσάρων ετών πολέμους τής νήσου Ευβοίας», Ερμούπολη, 1857, σελ. 4, σημ. α΄).



Πενθήμερες άδειες
για να πάνε τα λάφυρα στα χωριά τους

 

Και από άλλες πηγές επιβεβαιώνεται, ότι οι αγωνιστές εγκατέλειψαν το πεδίο τής μάχης, για να κουβαλήσουν την πολεμική λεία στα χωριά τους.

 Γράφει ο καπετάνιος Διονύσιος Ευμορφόπουλος:

 

Επήγαμεν εις το Αγιονόρι... Την ακόλουθον ημέραν κίνησαν οι τούρκοι να περάσουν εις Κόρινθον από Δερβενακίων και άρχισαν να περνούν έως ου φθάσωμεν. Εκεί έγινε τρομερή αιματοχυσία και εκλείσθη ο δρόμος εκ των πτωμάτων των τούρκων και των ζώων, συγχρόνως όμως, έφθασαν και οι Κολοκοτρωναίοι από το άλλο μέρος και έγινε τότε η μάχη πεισματωδεστάτη... τόσα λάφυρα επήραν οι στρατιώται εις αυτήν την μάχην, ώστε εβιάσθησαν να ζητήσουν άδειαν πενταήμερον, όπως εξασφαλίσουν αυτά και να επιστρέψουν, ήτις και τους εδόθη».

 

Αφηγείται ο Φωτάκος: «Τους είπαμεν “τί κάνετε εσείς εδώ;”, “κουβαλούμε”, μάς είπαν, “τα λάφυρά μας”. Είχαν κάμει δύο δρόμους ωσάν τα μυρμήγκια, ένας επήγαινε και άλλος ήρχετο. Έπαιρναν τα λάφυρα φορτωμένα και τα επήγαιναν εις τον Αγιώργη, εις τα σπίτια» (σελ. 242). Και αλλού: «Και τους επήραν όλα τα φορτηγά ζώα, πολλά άλογα τής καβάλας, και όλαις τής καμήλαις, από τής οποίαις δέν εγλύτωσε καμμία να υπάγη διά σημάδι εις Κόρινθον. Αι γυναίκες μάλιστα, τού χωρίου Αγινόρι επήραν πολλά λάφυρα και καμήλαις φορτωμέναις» (σελ. 246). 



Και ο Μ. Οικονόμου: «Οι εν Δερβενακίω και Αγίω Γεωργίω, κύριοι γενόμενοι πλήθους λαφύρων, ίππων, ημιόνων, καμήλων μετά των φορτίων αυτών, συνισταμένων εις σκηνάς, πολεμοφόδια, καφέδες, όπλα, ενδύματα και λοιπά, το δε σπουδαιότερον και  χασνέδες (χρηματικόν), διεσκορπίσθησαν ένθεν κακείθεν εις σπείρας κατά τον Άγιον Γεώργιον, ασχολούμενοι εις απόκρυψιν, εξασφάλισιν, καταγραφάς των λαφύρων, διανομάς και έριδας, και ως μεθυσμένοι διατελούντες ουδείς πλέον υπήκουεν» («Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας ή ο ιερός αγών των ελλήνων», Αθήνα, 1957, έκδ. «Τσουκαλά», τ. Α΄, σελ. 271).


 

«Ο πόλεμος των Δερβενακίων έγινε την Τετάρτην, την δε Παρασκευήν εφάνη μακρόθεν ο Δράμαλης, ερχόμενος να περάσει τό Αγιονόρι εις Κόρινθον, αλλʼ οι στρατιώται είχαν την γενναιότητα από τον πρώτον πόλεμον, ώστε τους εφαίνετο, ότι κυνηγούν πρόβατα και όχι στρατόν, και αν ευρίσκοντο εκεί και οι στρατιώται, οίτινες προ δύο ημερών είχον αναχωρήσει με άδειαν, ίσως και αυτός ο ίδιος ο Δράμαλης δέν ήθελε δυνηθεί να περάσει». («Απομνημονεύματα», έκδ. «Τσουκαλά», σελ. 14-15).



Εγκατάλειψη 

των θέσεων για τα λάφυρα

 
Πραγματικά, η καταλαφυραγώγηση των σκοτωμένων και των μεταγωγικών, που ακολούθησε τη νικηφόρα σύγκρουση στα στενά, έσωσε το μεγαλύτερο μέρος τής στρατιάς των εισβολέων. Οι τούρκοι έμειναν ακαταδίωκτοι και μπόρεσαν να καταφύγουν στη Κόρινθο.

 

Αφηγείται ο Νικηταράς: «Οι έλληνες πέφτουν εις τα λάφυρα. Με τις πλάκαις (δηλαδή τούς πετροβολούσε) εμπόδιζα τους έλληνας να μήν κάμουν λάφυρα, αλλά να πάμε κατόπι των τούρκων». («Βίος Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά», Καταγραφή Γεωργίου Τερτσέτη, Αθήνα, 1952).



Στην εγκατάλειψη τού πεδίου τής μάχης για τα λάφυρα αναφέρεται και ο Νικ. Σπηλιάδης: «Ήδη ο Αντώνης (Κολοκοτρώνης) και οι μετά αυτού συμπολεμήσαντες εφορτώθησαν πλούσια λάφυρα και άφηνοντες τας θέσεις των, απήλθον να τα διανείμωσι. Λέγεται δε, ότι επήραν πολλά εκ των λεγομένων μαχμουδιέδων, παρεκτός των άλλων πραγμάτων». (τ. Α΄, σελ. 421). 



«Τους θησαυρούς τού Δράμαλη»
, αφηγείται ο γραμματικός τού Πάνου Κολοκοτρώνη, Θ. Ρηγόπουλος, «διεμοίραζον οι γόρτυνες με το φέσι, ήτοι με την χωρητικότητα τού φεσιού. Ήσαν ούτω εκ νομισμάτων αρχαίων, οίον ουγγίαι τής Σικελίας, σουφορίνια και μπατίστα, χρυσά όλα». (Αρχείο Θεοφανίδη, τ. Γ΄, σελ. 98).



Τα ίδια έγιναν ένα χρόνο πριν, στη μάχη των Βασιλικών, όπως φαίνεται από γράμμα τού Ανδρούτσου (26 Αυγούστου 1821): «Οι έλληνες από την ορμήν τους με οδόντια έτρωγαν τους τούρκους, οπού τέλος πάντων έτρεχε το αίμα ποταμηδόν από την ώραν οπού ήρξεν ο πόλεμος έως το πουρνό και αν ίσως οι έλληνες δέν έπεφταν εις τα λάφυρα, και δέν ενύκτωνε, δέν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ουδείς από αυτούς και ήθελε πιάσωμεν και τον ίδιον Μπαϊράμ πασιά ζωντανόν» (Δημ. Πασχάλη, «Μιά ανέκδοτος επιστολή τού Οδυσσέως Ανδρούτσου», Ημ. Μεγ. Ελλάδος, 1930, σ. 493).



Τελικά, ο Κολοκοτρώνης απόμεινε χωρίς στρατό. Έγραφε στους υδραίους (10 Οκτωβρίου 1821): «Καταγίνομαι να συνάξω στους στρατιώτας μας, επειδή εσκόρπισαν εξ αιτίας των λαφύρων και  εβγαίνω ο ίδιος να τους συνάξω». («Απομνημονεύματα», Εν Τριπόλει, 1893, σελ. 18).

 

Έπαιζαν χωρίς δισταγμό τη ζωή τους γιά τα λάφυρα. Και τα πλούσια και τα ευτελή. 

Ο αγωνιστής Κ. Διαμαντόπουλος, σε μιά σύγκρουση έξω από την Κόρινθο ριψοκινδύνεψε, για να πιάσει ένα άλογο τού εχθρού: «Οι εν τω φρουρίω πεζοί και ολίγοι ιππείς είχον κατέβει εκ τού φρουρίου εις την πόλιν, ώστε ήρχισαν να πυροβολούν, το δε άλογον δέν ηδυνήθην να το πιάσω... εγώ δε απελπίσθην και επέστρεψα εις τον φίλον μου, όπου είχον φθάσει και οι εδικοί μας πεζοί ομού με τους καπεταναίους, οι οποίοι εμάζωναν τα πεταμένα υπό των εχθρών παξιμάδια».

 

 

 

Οι ρωμιοί απείχαν από τη λαφυραγωγία
μόνο για θρησκευτικούς λόγους
.


Όταν ζύγωναν οι μεγαλογιορτές εγκατέλειπαν τα στρατόπεδα και τις πολιορκίες και έτρεχαν στα χωριά τους.

Πάνω από 2.000 στρατιώτες πολιορκούσαν τον Απρίλιο τού 1821 το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη. Και τί έγινε;
«Οι εν ταις πολιορκίαις διατρίβοντες στρατιώται χωρικοί, έχοντες την θέλησιν, άλλωστε και την ιδέαν, ότι εάν δέν εορτάσωσι το Πάσχα εις τας εστίας των, αμαρτάνουν θανασίμως, από την ημέραν τής Μεγάλης Πέμπτης μέχρι τού Μεγάλου Σαββάτου διά νυκτός ανεχώρουν όλον το πλήθος των χωρικών αυτών στρατιωτικών, έμειναν δε 85 αρχηγοί τε και στρατιώται εις την πολιορκίαν τού Νεοκάστρου και 56 εις την τής Μεθώνης». (Αμβρ. Φραντζή, τ. Α΄, σελ. 386).

 

 

Πολλοί έπεφταν θύματα τής λαφυρομανίας τους. Γράφει ο Καρατάσσος στην έκθεσή του για τη μάχη τού Αλατά: «Και εκ των ελλήνων δύο μόνον εσκοτώθησαν εξ αιτίας των λαφύρων». (Χρ. Περραιβού, «Πολεμικά Απομνημονεύματα», έκδ. Σεφερλή, σ. 165). 



Τον Σεπτέμβριο τού 1821, για να παρακινήσουν οι ηγέτες τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς τους στρατιώτες νά πάρουν μέρος στην εκστρατεία τού Κορινθιακού, έδωσαν επίσημη υπόσχεση στους αγωνιστές, που ακολουθούσαν τον Υψηλάντη γιά διπλό μερίδιο από τα λάφυρα (Δ. Εύμορφόπουλου, σελ. 13).

 

Κατά τον γερμανό αξιωματικό Karl Theodor Striebeck, ο στρατιώτης έπρεπε να παραδώσει τα μισά λάφυρα στον καπετάνιο του (σελ. 136).



Ζήτω η κλεφτουρία!

 
Οι τούρκοι στρατιώτες, όταν καταδιώκονταν και βρίσκονταν σε κίνδυνο, γνωρίζοντας τη λαφυρομανία των ελλήνων, πετούσαν επιδεικτικά τα πολύτιμα όπλα τους ή άλλα αντικείμενα αξίας, γιά να κερδίσουν χρόνο από την περισυλλογή και να γλυτώσουν. (Δημ. Βαρδουνιώτη, «Η καταστροφή τού Δράμαλη», Τρίπολη, 1913, σελ. 184). Έτσι σκοτώθηκε ο
αδερφός τού Νικηταρά.


 

Οι μανιάτες καπεταναίοι έστελναν στρατιώτες φορτωμένους με λάφυρα στα χωριά τους. Όπως εκείνος ο καπετάν Παναγιώτης από το Λογγανίκο, που ανέθεσε στο νεαρό παραγιό του, χιώτη πρόσφυγα, Σέρμπο, κατά την εισβολή τού Δράμαλη και ενώ ο εχθρός βρισκόταν ακόμα στην Αργολίδα, γιά τη μεταφορά τού μερτικού του. «Εμέ με άλλους τρεις μάς έστειλε ο καπετάνιος εις το χωρίον του με τινα λάφυρα... περιπατούσα ημέρας τρεις». (Λουκία Δρούλια, «Παράλληλα στον αγώνα τού ʼ21», «Eποχές», Ιούνιος 1964, σελ. 90).



Τους απεχθάνονταν και τους φοβόνταν οι μωραΐτες τούς μανιάτες, που τους αποκαλούσαν, όπως γράφει ο Φωτάκος, «καταβόθρα». «Άρπαζαν τους δημοσίους καρπούς, ως και των ιδιοκτητών ακόμη και ένεκα τούτου εγίνοντο δυσάρεστοι εις τους πελοποννησίους, οι οποίοι τούς εκάλεσαν καταβόθραν, τουτέστιν, ότι είναι αχόρταγοι» (σελ. 289).



Οι μανιάτες, γράφει ο γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud στo χρονικό του, μπέρδευαν τo σύνθημα «ζήτω η ελευθερία» με το σύνθημα «ζήτω η κλεφτουρία» (σελ. 388, σημ. 1).

 

 

«Συνέβη δε πολλάκις (γράφει ο ιστορικός Μέντελσων Μπαρτόλντυ), απλοί των ορέων κάτοικοι να πωλήσωσι μαργαρίτας κατά βάρος ως κυάμους, αλλά ταχέως συνήθισαν και ούτοι εις εκτίμησιν κειμηλίων και χρυσού. Ο Πετρόμπεης έστειλεν εκ Τριπόλεως οίκαδε δύο καμήλους και είκοσιν ημιόνους βαρυφορτωμένους, οι δε μανιάται αυτού εφόρτωναν τα αρπαχθέντα εις τας γυναίκας των, αίτινες είχον συνδράμει εκεί από τα βουνά τής Μάνης. Ουδέν κινητόν ενόμιζον ούτοι ανάξιον λόγου και αυτούς δε τους παλαιούς ήλους (σ.σ. τα σκουριασμένα καρφιά!) απέσπων εκ των τοίχων και απεκόμιζον». (Α΄, 329).

 

Τη λαφυρομανία καυτηρίασε η χειρόγραφη εφημερίδα «Αιτωλική» στο πρώτο φύλλο της (Αύγουστος 1821): «Τί τρέχετε λαφυραγωγούντες και δέν αποφασίζετε να ξοδεύσετε όλας τας ουσίας εις προμήθειαν τού πολέμου, θαρείτε, πως τα πλούτη ημπορούν... να φυλάξουν εσάς κατά μέρος, τους ταύτα συναθροίζοντας;... Οι δε στρατηγοί και στρατιώται, μήν αποβλέπετε πλέον εις λάφυρα, ότι αμαυρώνουν τας ανδραγαθίας σας και εμποδίζουν την πρόοδόν σας, αλλά εις κάθε στρατόπεδον διορίσατε έναν έφορον των λαφύρων να τα συνάξει και να τα διαμοιρασθήτε εν καιρώ». (ΑικατερΙνης Κουμαριανού, «Ο Τύπος στον Αγώνα», τ. Α', σελ. 10-11). 



Στην Αθήνα, κατά την πολιορκία των τούρκων στην Ακρόπολη, είχε συμφωνηθεί να μή γίνουν λαφυραγωγίες μετά την άλωση τού κάστρου. Στην απόφαση τής 8ης Νοεμβρίου 1821 αναφερόταν: «Κεφ. Ε΄: Αφ' ου τελειώσει, συν Θεώ, η άλωσις τού κάστρου, να πιασθούν αι πόρται του και να μήν έβγη έξω κανείς χωρίς να εξετασθή πρώτον από τους διωρισμένους, αρχίζονταςαπό τον καπετάνιον έως τον τελευταίον στρατιώτην, διά να μή πάρουν πράγματα κρυφίως». (Αρχεία τής ελληνικής παλιγγενεσίας, εν Αθήναις, 1857, Α΄ Βουλευτ. Περίοδος, τ. Α΄, σελ. 539).


 

Δίψα για λαφυραγωγία

 
Αλλά ήταν αδύνατο να εφαρμοσθούν οι αποφάσεις, γιατί η κεντρική κυβέρνηση δέν ασκούσε πραγματική εξουσία. Τα μαχόμενα στρατεύματα ήταν ανεξέλεγκτα. Στην Κόρινθο λ.χ. όλοι είχαν το νού τους στους θησαυρούς τού Κιαμήλμπεη. Και η κυβέρνηση υποσχόταν σε όλους μερίδιο. Στις 9 Φεβρουαρίου 1822, εγκρίθηκε από το Βουλευτικό το αίτημα των Δερβενοχωριτών: «... διά να εκστρατεύσωσιν εν τάχει εις την πέραν Ελλάδα, να δοθή αυτοίς υπό τής Διοικήσεως γράμμα δηλωτικόν, ότι, αν ποτέ ανακαλυφθή περιουσία τού Κιαμήλμπεη, να λαμβάνωσιν ανάλογον μέρος». 

 

Κι επειδή καθένας προσπαθούσε να αποσπάσει ομολογίες από τον Κιαμήλμπεη σχετικά με τα πλούτη του γιά δικό του λογαριασμό το Βουλευτικό αποφάσισε στις 18 Φεβρουαρίου 1822, «ότι δέν πρέπει εις το εξής μήτε εκ τής Διοικήσεως, μήτε έξωθεν αυτής να υπάγη χωρίς άδειαν τής Διοικήσεως να συνομιλή ούτε με τον Κιαμήλμπεη ούτε με τα χαρέμια του, αλλά χρείας ούσης, να εξετασθώσιν αμφότερα τα μέρη και να διορίζωνται εκ τής Διοικήσεως υποκείμενα τρία ή τέσσαρα, και κατά την οδηγίαν τής Διοικήσεως να γίνωνται συνομιλίαι και εξετάσεις» (σελ. 11).



Στις 19 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση έφθασε στον εξευτελιστικό συμβιβασμό να υποσχεθεί μερίδιο στο στρατηγό Γιατράκο: «Από όσην περιουσίαν χρηματικήν τού Κιαμήλμπεη ανακαλύψει (η Πατρίς) θέλει σε κάμει κάτοχον με το έν δέκατον αυτής τής περιουσίας».

Και η Πελοποννησιακή Γερουσία κατήγγειλε ανοιχτά τη δίψα γιά λαφυραγωγία, μέ την προκήρυξη τής 20ής Οκτωβρίου 1822: «Δέν θέλετε, αδελφοί, να απέλθετε όπου είναι η δόξα και ο κίνδυνος, αλλʼ όπου είναι τα λάφυρα και, καταρπάζοντες ούτως ολίγα ράκη, λιποτακτείτε».

 

 


Ο Μπιθεκούρας (Θ. Κολοκοτρώνης).

 

Καπετάν Λαφύρα τον φώναζαν μετά την άλωση τής Τριπολιτσάς, επειδή κατάφερε να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων.

 

Ένας πρώην πάμπτωχος ληστής πριν το ʽ21, που έγινε όμως, πάμπλουτος μετά. 

 

Και ενώ τα αποδιοργανωμένα λείψανα τής στρατιάς τού Δράμαλη προετοιμάζονταν στην Κόρινθο γιά νέα ειβολή στην Αργολίδα, τα στενά έμεναν σχεδόν αφύλακτα, επειδη οι στρατιώτες έτρεχαν στην πολιορκία τού Αναπλιού με την προοπτική τής υποταγής τής φρουράς και τής λαφυραγωγίας.

 

Έχουμε και τη μαρτυρία τού Φωτάκου: «Τότε ο Π. Μαυρομιχάλης ήτο εις το Άργος από προτύτερα και εζητούσε να εκστρατεύση διά τα Μεγάλα Δερβένια με τους μανιάτας, αλλ΄ ήθελε χρήματα, και επειδή η πτώσις τού Ναυπλίου εκόντευεν οι μανιάταις δέν τον αγροικούσαν, αλλʼ από την εκστρατείαν επροτιμούσαν τα λάφυρα» (σελ. 215).



Τα τζάβαλα των οθωμανών

 
Στις 28 Οκτωβρίου 1822 η κυβέρνηση, σε προκήρυξή της «προς απαξάπαντας τους κατοίκους τής Πελοποννήσου», επισημαίνει την απροθυμία για οικονομική συνεισφορά: «Εδώ εις την Πελοπόννησον, έμειναν όλα τα πλούτη των τούρκων, κινητά και ακίνητα, χωρίς να αφήσετε καν μέρος αυτών, διά να φυλαχθώσι τα πολλά και σεις οι ίδιοι». Και τους καλεί: «Ιδού να αφήσετε τα τζάβαλα των εχθρών και να ορμήσετε κατά των εν Κορίνθω τυράννων» (βλ. Φωτάκου, σελ. 281, 282). 



Γράφει ο Thomas Gordon στην Ιστορία του: «Eπί ένα μήνα (μετά την καταστροφή τού Δράμαλη) οι πόλεις τού Μωριά είχαν μεταβληθεί σε παζάρια. Ξεπουλούσαν τα λάφυρα. Στους δρόμους κρεμούσαν ολημερίς ακριβά άρματα και πλούσιες τουρκικές φορεσιές. Καμήλες και άλογα αγοράζονταν για μερικά σελίνια».

 

Ο άγγλος John Carne, που πέρασε από την Τριπολιτσά μετά την άλωση, γράφει, ότι όλα τα πλούτη των τούρκων έπεσαν στα χέρια των στρατιωτών. «Γυναικεία στολίδια, πλούσιες φορεσιές, έπιπλα και σκεύη πουλήθηκαν ύστερα από την άλωση πάμφθηνα» («Letters from the East», Λονδίνο, 1825, σελ. 550). 



Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τού Αναπλιού ο Υψηλάντης, με προκήρυξή του όριζε τον τρόπο τής διανομής των λαφύρων, γιά να αποτραπεί η γενική διαρπαγή, όπως στην Τριπολιτσά: 

«Πρός τους στρατιώτας. 

Διά να μείνωσιν όλοι ευχαριστημένοι και το Ταμείον τού Έθνους να ωφεληθή. Και τέλος πάντων διά να αξιωθή καθείς την ανάλογον αξίαν τής εκδουλεύσεως και τής ανδρείας του. Διορίζομεν. Α΄ 

 

Οι στρατιώται εκείνοι τής ξηράς και θαλάσσης, όσοι εισπηδήσωσι (κάμωσιν ασάλτο) εις το κάστρον τού Ναυπλίου και το κυριεύσωσιν έχουσι να λαμβάνουν λάφυρα, όσα κινητά πράγματα είναι ιδιαίτερα των τούρκων, ήγουν χρήματα, όπλα ιδικά των, φορέματα, οικιακά σκεύη και τα τοιαύτα. Εκ τούτων το εν τρίτον μέρος θέλει είναι τού έθνους, διά να το μεταχειρισθή εις κοινάς άλλας χρείας»

(Μιχ. Λαμπρυνίδη, «Η Ναυτιλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τών καθ΄ ημάς, Αθήνα, 1950, σελ. 381).

 

Τίποτε στο δημόσιο ταμείο

 
Ωστόσο, η αντίληψη, που επικρατούσε -και όχι μονάχα ανάμεσα στους στρατιώτες- ήταν, πως όλα τα λάφυρα ανήκαν στους μαχητές. Ο Αλεξ. Κριεζής (αρχηγός τού στόλου τού Ευρίπου»), που έφθασε στην Τριπολιτσά πριν από την άλωση, γράφει, ότι στη σύσκεψη τής 5ης Σεπτεμβρίου 1821, «εις την καλύβην τού Υψηλάντη», οι καπεταναίοι υποστήριξαν, ότι τα λάφυρα «να ήτον των στρατιωτών», ενώ οι κοτζαμπάσηδες πρότειναν να μοιρασθούν στα δύο, «διά να γίνη κάσσα», δηλαδή δημόσιο ταμείο.



Μίλησε και ο ίδιος ο καπετάν Κριεζής: «Είμαι γνώμης... ότι τα λάφυρα τού φρουρίου να είναι των στρατιωτών, και δέν είναι περίστασις να κυττάξωμεν κάσσας και άλλα, αλλά να πασχίσωμεν με οποίον τρόπον δυνηθώμεν να πάρωμεν φρούρια, και οι στρατιώται, όπου θέλουν ριψοκινδυνεύσει, διʼ αυτούς τα λάφυρα και αν περιμένωμεν ως να έβγη η απόφασις των δημογερόντων, εμπρός δέν θα προχωρήσωμεν και μήτε κανένας στρατιώτης θέλει ριψοκινδυνεύσει την ζωήν του». («Γκιορνάλε διά την ανεξαρτησίαν τού έθνους», Έκδ. Τσουκαλά, σελ. 66-67).

 

Το ίδιο υποστήριζε και ο Φωτάκος: «Οι μισθοί των στρατιωτών ήσαν τα λάφυρα και διά τούτο τους είδομεν να τα μοιράζουν μεταξύ των, καθώς εκυριεύσαμεν την Τριπολιτσάν, και εις το Δερβενάκι βλἐπομεν πάλιν τους στρατιώτας λαστιώτας και αλωνιστιώτας να μοιράζουν με το φέσι τα φλωριά. Ο στρατιώτης τής επαναστάσεως, όχι μόνον επήγαινεν ο ίδιος με τα άρματά του και με το ψωμί του εις τον πόλεμον, αλλά επλήρωνε και φόρον από τα κτήματά του, διά να τρέφωνται και οι πολιτικοί» (σελ. 279).

 

 

 «Αλλά όταν τους είδαν αληθώς εβγαίνοντας, τους επήραν κατά πόδας και τους έκαμαν μεγάλην θραύσιν, ώστε δια να λαβαίνουν καιρόν να φεύγουν, επετούσαν ό,τι περιττά πράγματα είχον και ασήμια πολλά διά να τα παίρνουν οι έλληνες και να λαβαίνουν καιρόν να φεύγουν, έως ου έπεσαν εις τον κάμπον, όπου είχον και την καβαλλαρίαν τους. Και οι έλληνες εδίσταζαν να πέσουν εις τον κάμπον, εσταμάτησαν πλέον και έπεσαν εις την λαφυραγωγίαν, γυμνώνοντες τους πεφονευμένους τούρκους έως χιλίους τον αριθμόν [αυτών] φονευμένους και πληγωμένους κακήν κακώς, εμβάντες εις Τρίπολιν».
(Παν. Παπατσώνη: «Απομνημονεύματα από των χρόνων τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής βασιλείας Γεωργίου Αʼ», ανατύπωση: «Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων τού Κράτους», Αθήνα, 1993, σελ. 65).



Στη φωτογραφία: Η Ρωμιοσύνη γιορτάζει το... πλιάτσικο τού ʼ21.

 

 

Στη μάχη έπαιρνε μέρος όποιος ήθελε. Ο αγωνιστής ακολουθούσε τον καπετάνιο του ανάλογα με τη διάθεση και τις προσωπικές εκτιμήσεις. Κανείς δέν θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμἐνο να πολεμήσει ως το τέλος τής μάχης. Μπορούσε να αποσυρθεί αδιαφορώντας αν από τη συμπεριφορά του κινδύνευε η ζωή των συντρόφων του. (Maxime Raybaud, τ. A', σελ. 350-351, τ. Β΄, σελ. 254, Heideck, Βαυαροί φιλέλληνες, «Αρμονία», 1900, σελ. 457, 587-588, 790-791, Κ. Βυζαντίου, Ιστορία τού τακτικού στρατού, Αθήνα, 1901, σελ. 320).

 

Γεγονός είναι, ότι από τα πλούτη των τούρκων, που πρέπει να υπολογισθούν σε δισεκατομμύρια γρόσια, τίποτα σχεδόν δέν έφθασε στό Δημόσιο Ταμείο, πού ως το αγγλικό δάνειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο. 



[Σ.σ.: Αλλά και τα αγγλικά δάνεια, όταν ήρθαν, πάλι οι «ημέτεροι» τα κατασπατάλησαν. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το ʼ21]. 



Τα λάφυρα τού πολέμου (αλώσεις κάστρων, εκστρατείες, ναυτικές λείες) θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν άνετα τον αγώνα, γιατί ήταν τεράστια. Αλλά κατέληξαν όλα στα χέρια τών στρατιωτών και καπεταναίων, καθώς και πολιτικών ηγετών καί κοτζαμπάσηδων.

 

Ευημερία και στους απογόνους από τα λάφυρα

 

Πολλά από εκείνα τα λάφυρα εξασφάλισαν ευημερία στους κατόχους και τους απογόνους τους. 

 

Μερικά πολύτιμα αντικείμενα δίνονταν ως προίκα στις θυγατέρες, όπως στην κόρη τής Μπουμπουλίνας και περνούσαν από γενιά σε γενιά. 



Το βαρύτιμο σπαθί, πού πήρε ο Νικήτας Φλέσσας (αδερφός τού Παπαφλέσσα) στο Αγιονόρι (καρά-χουρασάν, κατακόσμητο με διαμάντια και ρουμπίνια) -το εκτίμησαν για 700.000 γρόσια- έφθασε τελικά σε ρωσικά χέρια. Ο Φλέσσας το έδωσε το 1825 προίκα στην κόρη του, που παντρεύτηκε τον Κων. Μαυρομιχάλη, νεότερο αδερφό τού Πετρόμπεη, τον κατοπινό δολοφόνο τού Καποδίστρια. Αυτός ο Μαυρομιχάλης, πριν από τη δολοφονία, έδωσε το σπαθί ενέχυρο στον αντιπρέσβυ τής Ρωσίας στʼ Ανάπλι, Ρούκμαν, γιά 30.000  φοίνικες. Με τη σειρά του ο Ρούκμαν το εκχώρησε, μαζί με την απαίτηση, στον ρώσο αντιναύαρχο Ρίκορντ. Το 1882 ο γαμπρός τού Κων. Μαυρομιχάλη, Αλ. Κουμουνδούρος, ζήτησε από την Πετρούπολη, διαμέσου τού εκεί έλληνα πρεσβευτή, πληροφορίες γιά το πολύτιμο σπαθί. Βρισκόταν στά χέρια των κληρονόμων τού Ρίκορντ, που αξίωσαν γιά να το παραδώσουν 250.000 γαλλικά φράγκα τής εποχής. Τόσο υπολόγισαν το κεφάλαιο και τους τόκους τού χρέους τού Μαυρομιχάλη. Αλλά το σπαθί είχε «λεηλατηθεί». Έλειπαν τα  μεγαλύτερα διαμάντια και ρουμπίνια (Δ. Βαρδουνιώτη, σελ. 163, σημ. 1).
 

 


Παπαφλέσσας:
Ο παπάς με την κόκκινη γούνα
!


H περίφημη γούνα, που φορούσε o Παπαφλέσσας -μʼ αυτή πόζαρε γιά τη γνωστή προσωπογραφία του- ήταν λάφυρο τού αδερφού του, Νικήτα Φλέσσα, από τις αποσκευές τού Δράμαλη στο Αγιονόρι.

 

 

 

Οι θησαυροί των οθωμανών τής Τριπολιτσάς λεηλατήθηκαν κατά την έφοδο. Δέν έμεινε ούτε σκουριασμένο καρφί. Από τα λάφυρα τού Ακροκορίνθου εξοικονόμησε η Γερουσία μόνο 100.000 γρόσια γιά τις ανάγκες της. Άλλες 800.000 πήραν οι υδραίοι (διαμαντικά και χρυσά σκεύη). Διαρπαγή έγινε και στους θησαυρούς των τούρκων τού Αναπλιού.



Τις προσόδους εκμεταλλεύονταν οι προεστοί, που διαδέχθηκαν τους τούρκους φεουδάρχες. «Ο μουκατάς μου», «η επαρχία μου», έλεγαν οι κοτζαμπάσηδες. Τεράστια ποσά αντιπροσώπευαν και οι λείες τού στόλου. Όλες μοιράζονταν στα πληρώματα.



Έτσι, οι νίκες ωφέλησαν μόνο άτομα, κυρίως τους μεταπράτες, που αγόραζαν τα πολύτιμα αντικείμενα από τους άξεστους χωριάτες και τσοπαναραίους σε ευτελέστατες τιμές.



Επειδή δέν υπήρχαν εθνικοί πόροι στάθηκε αδύνατο να στεριώσει κεντρική διοίκηση. Όλες οι κυβερνήσεις ήταν ανυπόληπτες και χωρίς δυνατότητα γιά άσκηση πραγματικής εξουσίας. Και το δημόσιο ταμείο άδειο. 

 

Αρχές 1823 υπήρχαν στην «Κάσσα» μόνο ογδόντα γρόσια!



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το βιβλίο τού Κυρ. Σιμόπουλου:
Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού ʼ21,

τ. Β΄, έκδ, «Πολιτιστικές εκδόσεις», Αθήνα, 2004.
Ο τίτλος, οι φωτογραφίες, ο πρόλογος (μπλε στοιχεία) και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».

 

 

 

 

https://www.freeinquiry.gr/ 

 

 

 

 theologos vasiliadis

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου